«Παραγγελίαν γαρ έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου, εαν τις δογματίζη ή προστάσση ποιείν ημάς, παρ΄ ό παρελάβομεν, παρ΄ ό οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων, καθολικών τε και τοπικών ορίζουσιν, απαράδεκτον αυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων» (Θ. Στουδίτης, 99, 998 Α).
«Ο μνημονεύων ως αρχιερέως του πάπα, ή έκκλητον τούτω διδούς, ή πρώτον εν τοίς αρχιερεύσιν ηγούμενος, ένοχος εστιν όλον τον λατινισμόν εκτελείν... Εάν συγκαταβήτε λατίνοις, Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει... Φυλάξασθε απο του μιάσματος τούτου, παρακαλώ, του των Ιταλών· μη προσάψωμεν εαυτοίς τον εκ τούτων μιασμόν, και αποστραφή υμάς ο των ψυχών νυμφίος και αιωνίως καταισχυνώμεθα...» (Άγιος Ιωσήφ, πατρ. Κωνσταντινουπόλεως).
«Έν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ ή οικονομία η συγκατάβασις· ταύτα γαρ άπαρασάλευτά εισι, και υπό πάντων Ορθοδόξων ώς απαράβατα έν πάση ευλάβεια διαφυλλάττονται· και ό μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ώς σχισματικός και αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται και άκοινώνητος παρά πάσι λογίζεται» (Συνοδική Πράξις των Πατριαρχών της Ανατολής εν έτει 1718).
«Έπί τών δογματικών και όσα οι Ιεροί Κανόνες διακελεύονται, περί εκείνων, ούτε φρονήσαι τι εναντίον όλως ημίν δυνατόν, ούτε προσθήκην ή άφαίρεσιν μέχρι και τής κεραίας αυτής διαπράξαι θεμιτόν» (Συνοδική Πράξις του 1928).
«Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα μή τόν αἰσθητόν, ἀλλά τόν νοητόν΄ οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καί ἡ χείρ ὁ διάκονος, ἐάν ἀνάξιον τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου» (Μ. ‘Αθανασίου ΒΕΠΕΣ 33, 199).
«... Τούτου ένεκα του αληθούς δόγματος του έν τή αγιωτάτη Εκκλησία ακριβώς κηρυττομένου και του αιρετικού Παύλου (Σαμοσατέως) δικαίως έξωσθέντος, έγένοντο σχίσματα λαών, άκαταστασίαι ιερέων, ταραχή ποιμένων όθεν και νυν κατά πρόσωπον του έγχειρισθέντος τον τής επισκοπής θρόνον Νεστορίου, ει δει ειττείν έπίσκοπον, έν τω Συνεδρίω πολλάκις τινές τών εύλαβεστάτων πρεσβυτέρων ήλεγξαν και δια τήν άπείθειαν αυτού, το μή λέγειν θεοτόκον τήν άγίαν Παρθένον, και Θεόν όντα φύσιν άληθινόν τόν Χριστόν, τής αύτου κοινωνίας εαυτούς έξέβαλον και κατέχουσι εως άρτι· τινές δε λάθρα ομοίως τής αυτού κοινωνίας στέλλονται..» «Αλλοι δέ τών ευλαβέστατων πρεσβυτέρων, διά το λεγόμενον, έν τή αγία ταύτη Εκκλησία, Ειρήνη τη παραθαλάσσια, και του άνανεωθέντος δόγματος, του λέγειν έκωλύθησαν. "Οθεν έπεβόα ό λαός ζητών τής Ορθοδοξίας συνήθη διδασκαλίαν, λέγων: Βασιλέα εχομεν, Επίσκοπον ουκ έχομεν...» (Πρακτικά Συνόδων, Τόμ. Α', σ. 462).
«Αιρετικός έστιν ό ποιμήν; λύκος εστίν φυγείν εξ αύτου και άποπηδάν δεήσει, μηδ' άπατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκεί· φύγε τήν κοινωνίαν αύτου και τήν προς αυτόν όμιλίαν, ώς ιόν όφεως» (Μ. Φωτίου).
«Επειδή πάς ορθοδόξων κατά πάντα, πάντα αίρετικόν δυνάμει, καν ού ρήματι, αναθεματίζει» (Αγ. Θεοδώρου του Σουδίτου, Μ.Ρ.G. 99, 1088).
«Μή πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοις πρεσβυτέροις, έφ' οίς άνόμως λέγουσι, κάκιστα εισηγούνται. Και τί φημί μονάζουσι, και τί τοις πρεσβυτέροις; Μηδ' έπισκόποις είκετε, τά μή λυσιτελούντα, πράττειν και λέγειν και φρονείν δολίως παραινούσιν. Τίς ευσεβής σιγήσειεν, τίς όλως ηρεμήσει; και γαρ τήν συγκατάθεσιν ή σιωπή σημαίνει· και τούτο δείκνυσι σαφώς ο Πρόδρομος Κυρίου, και Μακκαβαίοι σύν αυτώ μικράς νομοθεσίας, προκινδυνεύσαντες στερρώς μέχρι αυτού θανάτου, και μήτε τό βραχύτατον του νόμου παριδόντες. Επαινετός ό πόλεμος γνωρίζεται πολλάκις, και μάχη κρείττων δείκνυται ψυχοβλαβούς ειρήνης. Βέλτιον γαρ άφίστασθαι τοίς ού καλώς φρονούσι ή τούτοις έπακολουθείν κακώς όμονοούντες, χωριζόμενους του θεού και τούτοις ένουμένους» (Αγ. Μελετίου του Ομολογητού).
«'Όταν γάρ αυτοί μεν οί άπιστοι και αιρετικοί τώ ψεύδει συνιστάμενοι πάντα πράττουσι ώστε συσκιάσαι τών δογμάτων τήν ισχύν, ήμείς δέ οι τής αληθείας θεραπευταί, μηδέ τό στόμα διάραι δυνάμεθα, πώς ού πολλήν του δόγματος καταγνώσονται τήν άσθένειαν; πώς ούκ άπάτην και μωρίαν τά υμέτερα ύποπτεύσωσι; πώς ού βλασφημήσουσι τόν Χριστόν ώς είρωνα και άπατεώνα; Ταύτης δέ ήμεις αίτιοι τής βλασφημίας, ούκ έθέλοντες άγρυπνείν έν τοίς υπέρ ευσέβειας λόγοις, άλλά πάρεργα τιθέμεθα ταύτα τά τής γής μεριμνώντες...» (Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
«Και εάν τό Μοναχικόν τάγμα, ούχ ήγήσεται πάντα σκύβαλα, Μοναστήρια λέγω και πάντα τα περί αυτά, πώς λαϊκός καταφρονήσει γυναικός και τέκνων και τών άλλων; Διό ύπομιμνήσκω ώς ελάχιστος αδελφός και τέκνον, μή σιγήσωμεν ίνα μή υπόδειγμα τοίς λαϊκοίς προτιθέμενοι αιρέσεως και αίρετικής συγκοινωνίας, τής υπέρ αυτών άπωλείας λόγον ύφέξομεν. Άλλα τί ότι προτιμώμεθα μάλλον Θεού τά μοναστήρια και τής υπέρ του άγαθού κακοπαθείας, τήν εντεύθεν εύπάθειαν; Που εστί τό κλέος και ή ισχύς του καθ' ημάς τάγματος; (Θεοδώρου του Στουδίτου, Ρ.G. 99, 1120).
«Ο μνημονεύων ως αρχιερέως του πάπα, ή έκκλητον τούτω διδούς, ή πρώτον εν τοίς αρχιερεύσιν ηγούμενος, ένοχος εστιν όλον τον λατινισμόν εκτελείν... Εάν συγκαταβήτε λατίνοις, Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει... Φυλάξασθε απο του μιάσματος τούτου, παρακαλώ, του των Ιταλών· μη προσάψωμεν εαυτοίς τον εκ τούτων μιασμόν, και αποστραφή υμάς ο των ψυχών νυμφίος και αιωνίως καταισχυνώμεθα...» (Άγιος Ιωσήφ, πατρ. Κωνσταντινουπόλεως).
«Έν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ ή οικονομία η συγκατάβασις· ταύτα γαρ άπαρασάλευτά εισι, και υπό πάντων Ορθοδόξων ώς απαράβατα έν πάση ευλάβεια διαφυλλάττονται· και ό μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ώς σχισματικός και αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται και άκοινώνητος παρά πάσι λογίζεται» (Συνοδική Πράξις των Πατριαρχών της Ανατολής εν έτει 1718).
«Έπί τών δογματικών και όσα οι Ιεροί Κανόνες διακελεύονται, περί εκείνων, ούτε φρονήσαι τι εναντίον όλως ημίν δυνατόν, ούτε προσθήκην ή άφαίρεσιν μέχρι και τής κεραίας αυτής διαπράξαι θεμιτόν» (Συνοδική Πράξις του 1928).
«Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα μή τόν αἰσθητόν, ἀλλά τόν νοητόν΄ οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καί ἡ χείρ ὁ διάκονος, ἐάν ἀνάξιον τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου» (Μ. ‘Αθανασίου ΒΕΠΕΣ 33, 199).
«... Τούτου ένεκα του αληθούς δόγματος του έν τή αγιωτάτη Εκκλησία ακριβώς κηρυττομένου και του αιρετικού Παύλου (Σαμοσατέως) δικαίως έξωσθέντος, έγένοντο σχίσματα λαών, άκαταστασίαι ιερέων, ταραχή ποιμένων όθεν και νυν κατά πρόσωπον του έγχειρισθέντος τον τής επισκοπής θρόνον Νεστορίου, ει δει ειττείν έπίσκοπον, έν τω Συνεδρίω πολλάκις τινές τών εύλαβεστάτων πρεσβυτέρων ήλεγξαν και δια τήν άπείθειαν αυτού, το μή λέγειν θεοτόκον τήν άγίαν Παρθένον, και Θεόν όντα φύσιν άληθινόν τόν Χριστόν, τής αύτου κοινωνίας εαυτούς έξέβαλον και κατέχουσι εως άρτι· τινές δε λάθρα ομοίως τής αυτού κοινωνίας στέλλονται..» «Αλλοι δέ τών ευλαβέστατων πρεσβυτέρων, διά το λεγόμενον, έν τή αγία ταύτη Εκκλησία, Ειρήνη τη παραθαλάσσια, και του άνανεωθέντος δόγματος, του λέγειν έκωλύθησαν. "Οθεν έπεβόα ό λαός ζητών τής Ορθοδοξίας συνήθη διδασκαλίαν, λέγων: Βασιλέα εχομεν, Επίσκοπον ουκ έχομεν...» (Πρακτικά Συνόδων, Τόμ. Α', σ. 462).
«Αιρετικός έστιν ό ποιμήν; λύκος εστίν φυγείν εξ αύτου και άποπηδάν δεήσει, μηδ' άπατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκεί· φύγε τήν κοινωνίαν αύτου και τήν προς αυτόν όμιλίαν, ώς ιόν όφεως» (Μ. Φωτίου).
«Επειδή πάς ορθοδόξων κατά πάντα, πάντα αίρετικόν δυνάμει, καν ού ρήματι, αναθεματίζει» (Αγ. Θεοδώρου του Σουδίτου, Μ.Ρ.G. 99, 1088).
«Μή πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοις πρεσβυτέροις, έφ' οίς άνόμως λέγουσι, κάκιστα εισηγούνται. Και τί φημί μονάζουσι, και τί τοις πρεσβυτέροις; Μηδ' έπισκόποις είκετε, τά μή λυσιτελούντα, πράττειν και λέγειν και φρονείν δολίως παραινούσιν. Τίς ευσεβής σιγήσειεν, τίς όλως ηρεμήσει; και γαρ τήν συγκατάθεσιν ή σιωπή σημαίνει· και τούτο δείκνυσι σαφώς ο Πρόδρομος Κυρίου, και Μακκαβαίοι σύν αυτώ μικράς νομοθεσίας, προκινδυνεύσαντες στερρώς μέχρι αυτού θανάτου, και μήτε τό βραχύτατον του νόμου παριδόντες. Επαινετός ό πόλεμος γνωρίζεται πολλάκις, και μάχη κρείττων δείκνυται ψυχοβλαβούς ειρήνης. Βέλτιον γαρ άφίστασθαι τοίς ού καλώς φρονούσι ή τούτοις έπακολουθείν κακώς όμονοούντες, χωριζόμενους του θεού και τούτοις ένουμένους» (Αγ. Μελετίου του Ομολογητού).
«'Όταν γάρ αυτοί μεν οί άπιστοι και αιρετικοί τώ ψεύδει συνιστάμενοι πάντα πράττουσι ώστε συσκιάσαι τών δογμάτων τήν ισχύν, ήμείς δέ οι τής αληθείας θεραπευταί, μηδέ τό στόμα διάραι δυνάμεθα, πώς ού πολλήν του δόγματος καταγνώσονται τήν άσθένειαν; πώς ούκ άπάτην και μωρίαν τά υμέτερα ύποπτεύσωσι; πώς ού βλασφημήσουσι τόν Χριστόν ώς είρωνα και άπατεώνα; Ταύτης δέ ήμεις αίτιοι τής βλασφημίας, ούκ έθέλοντες άγρυπνείν έν τοίς υπέρ ευσέβειας λόγοις, άλλά πάρεργα τιθέμεθα ταύτα τά τής γής μεριμνώντες...» (Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
«Και εάν τό Μοναχικόν τάγμα, ούχ ήγήσεται πάντα σκύβαλα, Μοναστήρια λέγω και πάντα τα περί αυτά, πώς λαϊκός καταφρονήσει γυναικός και τέκνων και τών άλλων; Διό ύπομιμνήσκω ώς ελάχιστος αδελφός και τέκνον, μή σιγήσωμεν ίνα μή υπόδειγμα τοίς λαϊκοίς προτιθέμενοι αιρέσεως και αίρετικής συγκοινωνίας, τής υπέρ αυτών άπωλείας λόγον ύφέξομεν. Άλλα τί ότι προτιμώμεθα μάλλον Θεού τά μοναστήρια και τής υπέρ του άγαθού κακοπαθείας, τήν εντεύθεν εύπάθειαν; Που εστί τό κλέος και ή ισχύς του καθ' ημάς τάγματος; (Θεοδώρου του Στουδίτου, Ρ.G. 99, 1120).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου