Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (33ο ΜΕΡΟΣ)


«Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»

(ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ)

ΔΙΑ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Η μεταβολή τού Εκκλησιαστικού ημερολογίου εκτός τού ότι στερείται πανορθοδόξου κύρους, ως μή γενομένη δι' οικουμενικής Συνόδου, στερείται καί τού Εκκλησιαστικού κύρους τού θρόνου τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι αύτη δεν έγένετο ύφ' όλης τής Ιεραρχίας συνερχομένης εις Σύνοδον καί εν Άγίω πνεύματι αποφαινομένης κατά τά θέσμια τής Όρθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Διό καί τήν εύθύνην τής καινοτομίας ταύτης απέναντι των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών τών ισταμένων επί τού εδάφους τών 7 Οικουμενικών Συνόδων υπέχει ουχί τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, τό άκαθαίρετον τούτο πύργωμα καί ή στάθμη τής ορθοδοξίας, άλλ η δωδεκαμελής Σύνοδος προσωπικώς, ως υπερβάσα τά όρια τής δικαιοδοσίας Αυτής. Το ότι δέ κατόπιν οί Ίεράρχαι τού Οικουμενικού θρόνου, ευρεθέντες πρό τετελεσμένου γεγονότος έδέχθησαν τήν Έκκλησιαστικήν ταύτην μεταβολήν κατ οικονομίαν διά τήν χαλεπότητα τών καιρών ους διήρχετο ό οικουμενικός θρόνος καί ύπό ύποφύλαξιν, όπως έν ευκαιρία συνερχόμενοι εις Σύνοδον ύπό τήν προεδρίαν τού Πατριάρχου, άσκήσωσι τόν έλεγχον καί διατυπώσωσιν εγκύρως τήν έπί τού ζητήματος τούτου γνώμην των, τούτο δέν δύναται νά προσδώση κύρος Έκκλησιαστικόν εις τήν άντικανονικήν τής Ιεράς Συνόδου πράξιν.
Παρασιωπώ δ' ότι τινές τών Αρχιερέων τού θρόνου, έν οίς ό Τραπεζούντος Χρύσανθος, ό Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ό Κασσανδρείας Ειρηναίος, ό Ίωαννίνων Σπυρίδων, ό Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, καί ό 'Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος ίσως καί άλλοι, γράψαντες αυθορμήτως έφέστησαν τήν προσοχήν τής Συνόδου έπί τού σοβαρού τούτου ζητήματος, ου η μονομερής καί αντικανονική λύσις θά είχε δυσάρεστους συνεπείας διά τήν είρήνην της καθόλου Εκκλησίας.
Τούτων πάντων ένεκα λίαν ευλόγως καί δικαίως ως εξωδίκως έπληροφορήθημεν καί ό Σέρβιος Μητροπολίτης ό Σεβασμιώτατος 'Αχριδών Νικόλαος κατά τάς ανεπισήμους συζητήσεις κατά τήν προσύνοδον τού Αγίου ΄Ορους διά τήν ήμερολογιακήν ταύτην καινοτομίαν, κατέστησε υπευθύνους ουχί τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον τό προαιώνιον τούτο "Αλκαρ τής ορθοδοξίας καί τήν Έλληνικήν Έκκλησίαν, αλλά τόν Πατριάρχην Μελέτιον Μεταξάκην καί τόν Άρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομον Παπαδόπουλον.
Ήμεϊς δέ κατά δεύτερον λόγον καί ύπό ελαφρυντικός περιστάσεις θεωρούμεν συνυπεύθυνους καί τάς παραπεισθείσας ύπό τού Μακαριωτάτου Συνόδους τόσω τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσω καί τής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας τής Ελλάδος προσωπικώς, αίτινες ώφειλον νά μή παραπεισθώσι...
Διό καί ήμείς προβάντες εις τήν άποκήρυξιν τού Μακαριωτάτου καί τών Συνοδικών Αρχιερέων, έκηρύξαμεν τούτους Σχισματικούς ως πρόσωπα καί όχι ώς εκπροσώπους τής εννοίας τής Εκκλησίας. Καί τούτο έπράξαμεν δικαίως καί καθ' ίεράν όφειλήν, ίνα προασπίσωμεν τήν Όρθοδοξίαν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τής Ελληνικής Εκκλησίας έξ ενδεχομένου φόβου καί κινδύνου νά άποδοθή εις Αύτάς ή ευθύνη τού Εκκλησιαστικού τούτου πραξικοπήματος καί νά κηρυχθώσιν Αύται έν μελλούση Οικουμενική Συνόδω Σχισματικαί ύπό τών λοιπών Όρθοδόξων Εκκλησιών, τών έχομένων στερρώς τού Όρθοδόξου εορτολογίου.
Τόν φόβον τούτον τού μέλλοντος Σχίσματος εκφράζει καί εις εκ των διαπρεπών Ιεραρχών τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ό Κασσανδρείας Ειρηναιος εις έν έκτυπωθέν σοβαρόν καί άξιον μελέτης υπόμνημα του προς τήν Ίεραρχίαν τής Ελλάδος λέγων τά έξης έν σελίδι εικοστή όγδόη. «Ή Ανατολική Όρθόδοξος Εκκλησία διά τής τελευταίας Αυτής προς τόν Άγγλικανισμόν ροπής., διά τής καταπροδώσεως τού ένδοξου περικαλλεστάτου καί σεβαστού Αυτής παρελθόντος καί των προτεσταντινισμού όζουσών καί άκράτητον προς τά σαρκικά ροπή προδιδουσών προσφάτων καινοτομιών αυτής, κινδυνεύει νά άποκηρυχθή ώς Σχισματική ύπό τών Σλαυικών ιδία όρθοδόξων Εκκλησιών».
΄Αν δέ αί Έκκλησίαι, αί μείνασαι πισταί εις τό πάτριον καί όρθόδοξον έορτολόγιον δέν άπεκήρυξαν άχρι τούδε ώς Σχισματικάς τάς άποδειχθείσας τό Δυτικόν έορτολόγιον διά τάς ακίνητους έορτάς, τούτο οφείλεται εις περιστάσεις καιρικάς μή έπιτρεπούσης ώς καί προηγουμένως είπομεν τήν συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου.....
Νύν προβαίνομεν εις τό νά άποδείξωμεν ότι τό Εκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει άμεσον μέν σχέσιν μέ τάς παραδόσεις καί τήν θείαν λατρείαν, έμμεσον δέ τοιαύτην καί μέ τό Δόγμα τής μιας Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τόν Πασχάλιον Κανόνα τής Εκκλησίας.
Έκκλησιαστικήν παράδοσιν βεβαίως άποκαλούμεν πάσαν άγραφον διδασκαλίαν ην παρελάβομεν παρά τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτις διά μέσου τών αιώνων έτηρήθη ύπό πασών τών όρθοδόξων Εκκλησιών αλώβητος καί αναλλοίωτος, άποκτήσασα ούτω δύναμιν καί ισχύν νόμου έν τή συνειδήσει τών Εκκλησιών καί τών Χριστιανών. Ούτω καί ή καθιέρωσις τού Ιουλιανού ήμερολογίου έπί τή βάσει τής εαρινής ισημερίας τού οποίου συνετάχθη καί ο Πασχαλιάς Κανών ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου, ώς καί ό σεβασμός τούτου ύπό τών 7 Οικουμενικών Συνόδων καί τής αιωνοβίου πράξεως τής Εκκλησίας, απετέλεσε μίαν Έκκλησιαστικήν παράδοσιν ην έσεβάσθησαν και διετήρησαν άναλλοίωτον καθ' όλους τους διαρρεύσαντας αιώνας άπασαι αί ορθόδοξοι Έκκλησίαι. Τούτου ένεκα ή άθέτησις καί παραβίασις του Ιουλιανού εορτολογίου είναι άθέτησις καί παραβίασις μιας Εκκλησιαστικής παραδόσεως καί επομένως υπόκεινται οί άθετούντες αυτήν εις τό ανάθεμα τής Ζης Οικουμενικής Συνόδου, ορίζουσα έν τή 8η Αυτής πράξει τά εξής: «είτις παράδοσιν έκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον άθετεί ανάθεμα» καί άλλαχού «Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιείσθαι τής ευσεβώς εν ημιν κεκρατηκυίας συνήθειας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία ούτε προσθήκην ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα ή αφαιρούνται τιμωρία δεσμοί· έπικατάρατος γάρ φησίν ός μετατίθησιν όρια Πατέρων αυτού». (Ζη Οικ. Σύνοδος πράξις 8η). Τό ημερολόγιον έχει σχέσιν καί προς τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα, διότι όπως ούτος συνταχθή ελήφθη ώς βάσις καθώς καί ανωτέρω ελέχθη ή ισημερία τού Ιουλιανού ημερολογίου, έφ ω καί πάσα μεταβολή τού Ιουλιανού εορτολογίου θίγει κατ ανάγκην καί τόν ένιαύσιον κύκλον τών εορτών τών Ευαγγελικών καί Αποστολικών περικοπών καί τόν καθορισμόν τών νηστειών, καί δή τής τών Αγίων Αποστόλων, ήτις ενίοτε εξαφανίζεται τελείως μέ τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου. Ό καθορισμός δέ πάντων τούτων έγένετο ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας έπί τή βάσει τού Πασχαλίου Κανόνος, όστις όσω καί αν δέν θίγεται βεβαίως εις τήν έορτήν τού Πάσχα καί τών έξ" αυτού εξαρτωμένων κινητών εορτών, αίτινες εορτάζονται καί ύπό τών νεοημερολογιτών κατά τό Ίουλιανόν ήμερολόγιον, ούχ' ήττον σαλεύεται εις αυτήν τήν βάσιν του διότι αί νεοημερολογιακαί Εκκλησίαι, εκτός του ότι αναγκάζονται νά έχωσι δυο ημερολόγια, ήτοι τό παλαιόν διά τό Πάσχα καί τάς κινητάς έορτάς, καί τό νέον διά τάς ακίνητους έορτάς, έορτάζουσι καί τό άγιον Πάσχα ουχί άπαξ τό έτος, ώς ορίζει ή Αη Οικουμενική Σύνοδος καί ό Πασχάλιος Κανών, άλλ' άπαξ εις έν έτος και 13 ημέρας, αφού αύται γεννώσι τον Χριστόν 13 ημέρας ενωρίτερον ημών καί τόν άνιστώσι μαζί μέ ημάς. Καί ούτω μετά πάροδον αιώνων, αύξανομένης της όιαφορας των ημερών αμφοτέρων τών ημερολογίων θά έλθη καιρός, καθ΄ όν αί καινοτομήσασαι Έκκλησίαι θά έορτάζωσι συγχρόνως Χριστούγεννα καί Πάσχα.
Τό ήμερολόγιον έχει άμεσον σχέσιν καί μέ τήν θείαν λατρείαν διότι, εκτός τής συγχύσεως, ην προκαλεί ή αλλαγή τούτου εις τήν τάξιν τής θείας λατρείας και τού Τυπικού τής Εκκλησίας, διά τής καταργήσεως ιερών ύμνων καί ιερών ακολουθιών, χωρίζει τάς ορθοδόξους Εκκλησίας εις τάς ημέρας τών εορτών καί τών νηστειών καί κάμνει τινάς έξ αυτών νά συνεορτάζωσι καί νά νηστεύωσιν ουχί μετά των άλλων άλλά μετά των Δυτικών Εκκλησιών των κακοδόξων, και Αιρετικών, παρά τήν παράδοσιν τής Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τους Ιερούς Κανόνας (156 τής ΣΤ. Οικουμενικής καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα), (Ν Γ Άποστολ. Κανών 52, 56 καί 79ος τής ΣΤης Οικ. 37 καί 59 τής έν Λαοδικεία 50 καί 64 τής έν Καρθαγένη). Καί μάλιστα ό 56ος τής ΣΤης Οικ. καί ό 19ος τής έν Γάγγρα ρητώς παραγγέλλουσιν έπί ποινή καθαιρέσεως αφορισμού καί αναθέματος όπως έπικρατή ή αυτή τάξις εις όλας τάς Εκκλησίας, ίνα έορτάζωσι καί νηστεύωσιν όλαι ομού τάς ιδίας ημέρας. Ιδού λοιπόν ή σχέσις τού ημερολογίου καί προς τους ιερούς Κανόνας. Τό έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον όπερ, τό σοβαρώτατον πάντων έχει σχέσιν έμμεσον καί προς αυτό τό Δόγμα τής μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας συνεπεία τής μονομερούς τούτου μεταβολής.
Βεβαίως ή ένότης τού Δόγματος τούτου έγκειται κατ ούσίαν καί βάσιν εις τό ενιαίον τών Δογμάτων τής πίστεως καί τής θείας λατρείας. 'Αλλ' ή πίστις καί ή θεία λατρεία δέν είναι μόνον γνώσις καί θεωρία, άλλα καί βίωσις καί πράξις, καί έκδήλωσις. Δι' ό καί, έφ' όσον ή κατά θεωρίαν καί γνώσιν μία καί ή αυτή πίστις, καί λατρεία βιούται καί έκδηλούται ύπό τών χριστιανών ουχί κατά τόν αυτόν χρόνον καί τρόπον, άλλ' έτεροχρόνως καί άνομοιομόρφως ή ιδιότης τού ενιαίου τού Δόγματος μεριζομένου κατά χρόνον καί τρόπον δέν διασώζεται πλέον.
Διότι πώς δύνανται λογικώς καί ορθώς νά άνήκωσιν εις μίαν καί τήν αυτήν Έκκλησίαν οι έχοντες μέν τήν αυτήν πίστιν καί τήν αυτήν θείαν λατρείαν, άλλα μή βιούντες ταύτην καί έκδηλούντες ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως τινών έξ αυτών έορταζόντων καί πανηγυριζόντων διανυόντων εισέτι τό στάδιον τής μετανοίας καί τής νηστείας όπως μετά 13 ημέρας έορτάσωσι τάς έορτάς ταύτας;
Ούτος ακριβώς καί ό κυριώτερος λόγος, δι' όν οί Πατέρες τής Εκκλησίας, ώρισαν καί διά τών θείων καί ιερών Κανόνων καί έθέσπισαν όπως πάσα μεταβολή καί τροποποίησις ενός θεσμού γενικής Εκκλησιαστικής σημασίας καί εννοίας, μή γίνηται μονομερώς άλλα συγχρόνως ύφ' όλων τών Έκκλησιών συνερχομένων εις Σύνοδον. Καί τούτο ίνα μή διασπάται ή ένότης αυτών καί ό σύνδεσμος τής ειρήνης τών Χριστιανών.
Καί τέλος τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει έμμεσον σχέσιν καί μέ αυτήν τήν Χριστιανικήν ήθικήν, τόν έτερον τούτον παράγοντα τής ψυχικής σωτηρίας ημών, συνεπεία τής δημιουργούμενης διαιρέσεως τών πιστών. Διότι είς έκ τών λόγων, δι' ους έθέσπισαν οί Αγιοι Πατέρες νά έορτάζωσι καί νά συμπροσεύχωνται οι χριστιανοί ταυτοχρόνως καί ομοθυμαδόν είναι ού μόνον ή ένίσχυσις τής πίστεως καί ή άμιλλα τού ζήλου προς τήν προσευχήν, άλλα καί ή έπίρρωσις τής ηθικής αλληλεγγύης καί τής Χριστιανικής αγάπης μεταξύ τών πιστών.
Έφ' ω καί πάν, ό, τι επιφέρει τήν διάσπασιν τών θρησκευτικών αισθημάτων καί τήν διαφωνίαν τού εκκλησιαστικού φρονήματος αυτών περί τήν πίστιν καί τήν υείαν Λατρείαν, συνεπιφέρει κατ' άναπόδραστον φυσικόν λόγον καί τήν διάσπασιν τής ηθικής αλληλεγγύης καί τής χριστιανικής αγάπης μεταξύ τών χριστιανών.....
Οθεν συνοψίζοντες τά ανωτέρω λέγομεν, ότι ού μόνον έδικαιούμεθα άλλα καί ύποχρεούμεθα νά κηρύξωμεν τόν Μακαριώτατον καί τους όμόφρονας τούτω Αρχιερείς ώς Σχισματικούς διά τους εξής θρησκευτικούς καί Κανονικούς λόγους:
Α) Διότι, καθιερώσαντες ούτοι έν τή όρθοδόξω θεία λατρεία τό Δυτικόν έορτολόγιον, δέν έορτάζουσι τάς δεσποτικάς καί θεομητορικάς ακινήτους εορτάς μεθ' όλων τών Όρθοδόξων Έκκλησιών συμφώνως προς τήν γραπτήν καί άγραφον παράδοσιν τής Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Έκκλησίας.
Β) Διότι, τάς έορτάς ταύτας έορτάζουσι μετά τών αιρετικών παραβιάζοντες ούτω τόν 56ον Κανόνα τής ΣΤ' Οικ. καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα Συνόδου.
Γ) Διότι, επιφέρουν σύγχυσιν έν τή θεία λατρεία, καταργούντες πολλούς ιερούς ύμνους καί ιεράς ακολουθίας, καί παραβιάζοντες τό Τυπικόν τής Εκκλησίας καθ' ο άπαντες οί ορθόδοξοι όφείλουσι μια ψυχή καί μια φωνή ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως νά λατρεύωσι τόν Θεόν.
Δ) Διότι, καί παρ' όλον τόν έορτασμόν τού Πάσχα κατά τό παλαιόν ήμερολόγιον δέν άφίνουν άθικτον καί τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα διά τής παραβιάσεως τού ενιαυσίου κύκλου τών εορτών τού Κυριακοδρομίου καί τών ημερών τών νηστειών.
Ε) Διότι άθετούσι τους θείους καί Ιερούς Κανόνας καί τάς σεπτάς Έκκλησιαστικάς Παραδόσεις.
ΣΤ) Διότι, ούτοι καίπερ, έχοντες έν χρήσει καί τά δύο ημερολόγια, τό έν διά τάς ακίνητους, καί τό άλλο διά τάς κινητάς έορτάς, δέν έορτάζουσι τό Αγιον Πάσχα, άπαξ τού έτους, άλλ' εις έν τό έτος καί δεκατρείς ημέρας, έορτάζοντες τά Χριστούγενα 13 ημέρας πρό ημών καί τό Πάσχα μεθ ημών. Καί ούτω παραβαίνουσιν ούτοι καί τάς διαταγάς τών Αποστολικών διακελευόντων «Δεί υμάς αδελφοί τάς ημέρας του Πάσχα ακριβώς ποιείσθαι μετά τροπήν ισημερινήν όπως μή δίς του ένιαυτού ενός παθήματος μνείαν ποιείσθαι, άλλ' άπαξ του έτους του άπαξ αποθανόντος».
Ζ) Καί τελευταίον διότι, διασπώντες τήν ενότητα τών Έκκλησιών καί τόν σύνδεσμον τής ειρήνης καί τής αγάπης τών πιστών, παραβιάζουσιν εμμέσως καί αυτό τό Δόγμα τής Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας, καί καταστρέφουσι τήν ηθικήν άλληλεγγύην καί τήν χριστιανικήν άγάπην μεταξύ των πιστών.....
Κατόπιν πάντων τούτων επαφίεται εις τήν κρίσιν τής Ελληνικής Κυβερνήσεως νά άποφανθή ποιοι έγένοντο όργανα ξένων εισηγήσεων, έάν βεβαίως υπάρχωσι τοιαύτα εν τη προκείμενη περιπτώσει.....
Διό καί ας μήν άπατάται ή Ελληνική Κυβέρνησις ύπό τών υποκριτών καί τών επιτηδείων, καί ας μή διώκη τους άμύντορας τών Εκκλησιαστικών παραδόσεων καί τών Δογμάτων της πίστεως θερμούς υπερασπιστάς, άλλά τους νεωτεριστάς καί τών Εκκλησιαστικών παραδόσεων άπεμπολητάς, Μελέτιον Μεταξάκην καί Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, ων ό μύχιος πόθος καί σκοπός είναι νά προσεγγίσωσι πάση θυσία τήν Όρθόδοξον Έκκλησίαν μέ τάς Εκκλησίας τής Δύσεως....
Καί ήμείς αναντιρρήτως έπιθυμούμεν καί δέν άποστέργομεν, ούδ' άπαναινόμεθα ποσώς τήν προσέγγισιν, ώς καί αυτήν τήν ένωσιν τών Εκκλησιών, τούθ' όπερ άλλως τε καθ' έκάστην εύχεται καί ή Ορθόδοξος 'Εκκλησία ημών, άλλ' ό πόθος ούτος καί ή ευχή δέν πρέπει ποτέ νά έπιδιωχθή μέ τήν θυσίαν καί τήν άπεμπόλησιν τής Ορθοδοξίας, προσχωρούσης προς τό μέρος τής κακοδοξίας, άλλα μέ τήν θυσίαν ταύτης προσχωρούσης εις τήν Ορθοδοξίαν....
Ο σκοπός των δύο τούτων μεγαλόσχημων Ελλήνων Ιεραρχών είναι ή οπωσδήποτε προσέγγισις τών δύο Έκκλησιών τής Ανατολής καί τής Δύσεως μέ τήν θυσία τών ορθοδόξων θεσμών, καί αιωνοβίων παραδόσεων, ας καθιέρωσαν οί "Αγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες εις τάς 7 Οικουμενικάς Συνόδους....

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου