Στήν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, μᾶς φανέρωσε τόν μοναδικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά ζοῦμε καί νά βλέπουμε[1] τόν Θεό, νά μετέχουμε δηλ. τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, χωρίς νά προσλαμβάνουμε τήν παρουσία ὡς κόλαση, ὡς πῦρ καταναλῖσκον καί ὡς σκότος τό ἐξώτερον. Ἡ ζωή αὐτή ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα.
Τό θεμέλιον τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῶ, ἀλλά δέν θά μετάσχουν ὅλοι.
Ὁ Κύριος βέβαια ὅλους τούς καλεῖ νά μετάσχουν τῆς Θείας δόξης, ἀλλά δέν ἀνταποκρίνονται ὅλοι καί στόν ἴδιο βαθμό. Ἄλλοι ἀνταποκρίνονται περισσότερο, ἄλλοι λιγότερο καί ἄλλοι καθόλου. Δέν ἀποκαλύπτει ὡστόσο ὁ Θεός στόν καθένα τήν δόξα Του, γιατί δέν θέλει νά κολάσει τούς μή καταλλήλως προετοιμασμένους μέ τό βάπτισμα, καί στήν συνέχεια μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί τήν ἐν γένει μυστηριακή καί πνευματική ζωή. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ μας, τυφλώνεται, ὅταν τοῦ παρουσιάζεται ὁ Κύριος στόν δρόμο γιά τήν Δαμασκό, πρό τοῦ βαπτίσματός του. Ἀκόμη καί οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκπλήσσονται ὅτι μποροῦν ἀκόμη νά ζοῦν παρ’ ὄτι εἶδαν τόν Θεό. Ὁ δέ ἰσραηλιτικός λαός παρακαλεῖ τόν Μωϋσῆ νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό νά σταματήσει νά δείχνει τήν δόξα Του τήν ὁποία δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν πλέον[2].
Ἔτσι καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία προστατεύει τά τέκνα της ἀπό τήν κολαστική ἐνέργεια τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὅταν ἐπιβάλλει διά τῶν πνευματικῶν στέρηση τῆς Θείας Μεταλήψεως μέ τούς πνευματικούς πατέρες γιά συγκεκριμένους λόγους.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση ὑπάρχουν σάν δύο τρόποι ζωῆς, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε.
Στούς Ἁγίους Πατέρες γίνεται σαφές ὅτι δέν ὑπάρχουν δύο τόποι, ἀλλά ὁ Ἰδιος ὁ Θεός εἶναι Παράδεισος γιά τούς Ἁγίους καί ὁ Ἰδιος ὁ Θεός εἶναι Κόλαση γιά τούς ἁμαρτωλούς.
Oἱ Λατῖνοι, ἀκολούθησαν τόν Αὐγουστῖνο καί γιαὐτό πίστευαν ὅτι οἱ κολαζόμενοι δέν θά βλέπουν τόν Θεό, καί κατά συνέπεια ἦσαν ἀναγκασμένοι νά θεωρήσουν τό πῦρ τῆς Κολάσεως ὡς κτιστό! Ἔτσι ὁ Δάντης δημιουργεῖ τόν κόσμο τριόροφο!
‑Κάτω ἡ μεταβλητή Κόλαση γιά τούς κολαζόμενους καί τούς καθαριζόμενους(!),
[1] ἀλλά καί νά ἀκοῦμε νά γευόμαστε καί νά αἰσθανόμαστε τόν Θεόν, παίρνοντας δηλ. τήν ἄκτιστη Χάρη, μέ τήν προσευχή, τήν πνευματική ζωή καί τά ἄχραντα μυστήρια!
[2] Σύκρινε, Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική, Τεῦχος Α΄, δ΄ ἔκδ., 1999, σελ. 13 ἑπ.
‑στή μέση ἡ μεταβλητή γῆ γιά νά δοκιμάζονται οἱ ἄνθρωποι
‑καί πάνω ὁ Παράδεισος, ὁ ἀμετάβλητος οὐρανός γιά τούς μακαρίους!
Αὐτή ἡ ἄποψη θεμελιώνει τήν πλάνη τῶν Παπικῶν περί καθαρτηρίου πυρός.[1]
Σίγουρο εἶναι ὅτι κατά τούς Ἕλληνες Θεοφόρους Πατέρες ἡ ὓπαρξη τῆς Κολάσεως δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν Θεϊκή ἀπόφαση. Ἡ κόλαση δημιουργεῖται ἀπό τά ἲδια τά δημιουργήματα. Εἶναι ἀνθρώπινο δημιούργημα, ἒξω τρόπον τινά ἀπό "τήν τάξη τῆς δημιουργίας".[2]
Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση ὑπάρχουν μέ τήν μορφή ἀσθένειας καί θεραπείας καί ὄχι μέ τήν μορφή τῆς ἀπειλῆς καί τῆς τιμωρίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Οἱ θεραπευμένοι καί κεκαθαρμένοι βιώνουν τήν φωτιστική ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, ἐνῶ οἱ ἀθεράπευτοι καί ἀσθενεῖς τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ μεγάλος νηπτικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος διδάσκει ὅτι Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐννοοῦμε τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία ὑπάρχει ἡ τρυφή πάντων τῶν μακαρισμῶν.[3]
Ἀλλά ἀναφερόμενος στήν Κόλαση λέγει σχεδόν τά ἴδια πράγματα, ὅτι δηλ. καί Κόλαση εἶναι ἡ μάστιγα τῆς ἀγάπης.
Γράφει: "Εγώ δέ λέγω, ὅτι οἱ τῆ γεένη κολαζόμενοι, τῆ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον".[4]
Διδάσκει ὁ Ἅγιος: "Ενεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῆ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον,
‑τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα, ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ἀπό φίλου, ‑τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῆ"[5]
Ἑπομένως ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια ἐνέργεια θά ἐπιπίπτει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά θά ἐνεργεῖ διαφορετικά. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Μωϋσῆ: "Ἐλεήσω ὅν ἄν ἐλεῶ, καί οἰκτειρήσω ὅν ἄν οἰκτείρω". (Ἔξ. λγ,΄19). Καί τό στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἑρμηνεύει: "ἄρα, οὖν, ὅν θέλει ἐλεεῖ, ὅν δέ θέλει σκληρύνει" (Ρωμ. θ΄, 18).
Ὑπάρχει δηλ. προσωποληψία στόν Θεό; Τόν ἕναν τόν ἐλεεῖ καί τόν ἄλλον τόν σκληρύνει;
Αὐτό, σαφῶς, συνδέεται μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μέ τήν φύση καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Τό ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:
"Καθώς ὁ ἥλιος τό μέν κερί ἀπαλύνει, τόν δέ πηλό σκληρύνει, ὄχι καθ’ ἑαυτόν, ἀλλά λόγω τῆς διαφορετικῆς ὕλης τοῦ κεριοῦ καί τοῦ πηλοῦ.
[1] Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμιοσύνη, 1975, σελ. 96
[2] Φλορόφσκι, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 306.
[3] Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά, 1977, σελ. 282
[4] ὅ.π. σελ. 326
[5] ὅ.π. σελ. 326-327
Ἔτσι καί ὁ Θεός τήν πήλινη καρδιά τοῦ Φαραώ τήν σκλήρυνε".[1]
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν ἑρμηνεύει τό ψαλμικό χωρίο "φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός", λέγει ὅτι αὐτό τό θαῦμα πραγματοποιεῖται στούς τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός.
Ἡ φωτιά στήν περίπτωση αὐτή διακόπηκε στά δύο, καί γιαὐτό "ἐνεπύριζε τούς κύκλω πάντας", ἐνῶ "πνεῦμα ἐδέξατο ἐν ἑαυτῆ, ἡδίστην ἀναπνοήν καί ἀνάψυξιν, ὥσπερ ἐν σκιᾶ τινι φυτῶν, ἐν εἰρηνικῆ καταστάσει παρεχομένη τοῖς παισίν".
Ταυτόχρονα, λοιπόν, ἡ φοβερή αὐτή φωτιά κατέκαιε τούς ἔξω ἀπό αὐτήν
καί τούς τρεῖς παῖδες τούς δρόσιζε, σάν νά βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν σκιά ἑνός δένδρου.
Στήν συνέχεια τονίζει ὁ Μέγας Φωστήρ τῆς Καισαρείας ὅτι τό πῦρ πού ἑτοιμάστηκε ἀπό τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του[2] "διακόπτεται τῆ φωνῆ τοῦ Κυρίου". Τό πῦρ ἔχει δύο δυνάμεις: τήν καυστική καί τήν φωτιστική δύναμη καί ἐνέργεια καί γιά τόν λόγο αὐτό καί καίει καί φωτίζει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο
-οἱ ἄξιοι τῆς φωτιᾶς θά αἰσθανθοῦν τήν καυστική ἰδιοτητά της
-καί οἱ ἄξιοι τοῦ φωτισμοῦ θά αἰσθανθοῦν τήν φωτιστική ἰδιότητα τοῦ πυρός.
Γιαὐτό ὁλοκληρώνει μέ σαφήνεια: "φωνή οὖν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός καί μερίζοντος, ὡς ἀλαμπές μέν εἶναι τό πῦρ τῆς κολάσεως, ἄκαυστον δέ τό φῶς τῆς ἀναπαύσεως ἀπομεῖναι".[3]
Κατά δέ τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ θά εἶναι: "φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τήν διάνοιαν", κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος, αὐτό εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί σκότος "τοῖς τυφλώττουσι τό ἡγεμονικόν", πού εἶναι ἡ κόλαση "κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας".
[1] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἀθήνα 1971, τόμος Α΄, σελ. 110.
[2] μέ τήν διαφθορά καί τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσης ἀπό τήν ὑποταγή στήν ἁμαρτία πού πρότεινε καί προτείνει συνεχῶς ὁ ἀντίδικος καί οἱ ἄνθρωποι τήν ἀποδέχονται, μέ ἀποτέλεσμα νά καταφλεγοῦν ἀπό τό πῦρ τῆς Θεότητος κατά τήν Παρουσία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, μή ὄντες δεκτικοί τοῦ φωτός Του ὡς ζωοποιοῦ ἀλλά ὡς κολαστικοῦ, ὡς πυρός καταναλίσκοντος.
[3] Μ. Βασιλείου, ἔργα, 5, ΕΠΕ, σελ. 120-122. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή περί τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως δέν εἶναι μόνον τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλά εἶναι γενική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἀποφατικά τά περί τοῦ αἰωνίου πυρός καί τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὅταν μιλᾶμε γιά ἀποφατισμό δέν ἐνοοῦμε ὃτι οἱ Πατέρες ἀλλοιώνουν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δῆθεν μιλοῦν ἀφηρημένα καί στοχαστικά, ἀλλά ὅτι ἑρμηνεύουν τά θέματα αὐτά προσπαθώντας νά τά ἀποδεσμεύσουν ἀπό κατηγορίες τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως καί ἀπό εἰκόνες τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Ρωμανίδου, Ρωμηωσύνη, σελ. 99. Βλ. καί Ἱεροθέου Βλάχου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, σελ. 274 ἑπ. δ΄ ἔκδ. 1997
Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι φῶς γι’ αὐτούς πού καθάρισαν τό νοῦ τους, καί μάλιστα κατά τον βαθμό τῆς καθάρσεως, καί σκότος γι’ αὐτούς πού εἶναι τυφλοί στόν νοῦ, δηλ. γι’ αὐτούς πού δέν φωτίσθηκαν ἀπό τήν ζωή αὐτή καί δέν ἔφθασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση.[1]
Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τίς αἰσθητές πραγματικότητες. Ὁ ἕνας καί ὁ αὐτός ἥλιος "φωτίζει μέν τήν ὑγιαίνουσαν ὄψιν, ἀμαυροῖ δέ τήν ἀσθενοῦσαν".
Ὁπότε δέν εὐθύνεται ὁ ἥλιος ἀλλά ἡ κατάσταση τοῦ ὀφθαλμοῦ. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἀναλογικά θά γίνει καί κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας:
Ἕνας εἶναι ὁ Χριστος "ἀλλ’ (οὖτος κεῖται)
εἰς πτῶσιν μέν τοῖς ἀπίστοις
ἀνάστασιν δέ τοῖς πιστεύουσιν".[2]
Ὁ Ἴδιος καί ὁ Αὐτός Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκόμη καί τώρα, πολύ περισσότερο τότε, "καί φοβερός τοῖς οῦκ ἀξίοις διά τήν φύσιν, καί χωρητός διά φιλανθρωπίαν τοῖς οὕτως ηὐτρεπ-σμένοις".[3]
Γι’ αὐτό δέν ἀξιώνονται ὅλοι νά βρίσκονται στήν ἴδια τάξη καί στάση, ἀλλ’ ὁ μέν εἶναι ἄξιος γιά τήν μία, ὁ ἄλλος γιά τήν ἄλλη, "πρός μέτρον, οἶμαι, τῆς ἑαυτοῦ καθάρσεως".[4] Ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, ὁ ἄνθρωπος θά γεύεται τῆς μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ διαφοροτρόπως.
Καί γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός εἶναι Παράδεισος καί Κόλαση γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὁ καθένας προσλαμβάνει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Αὐτό φαίνεται καθαρά ὅταν ὁ Ἅγιος δοξολογεῖ τήν Ἁγία Τριάδα λέγοντας: "Ὦ Τριάς, ἧς ἐγώ κατηξιώθην, καί λάτρης εἶναι, καί κήρυξ ἐκ πλείονος ἀνυπόκριτος! Ὦ Τριάς ἡ πᾶσι ποτε γνωσθησομένη, τοῖς μέν τῆ ἐλλάμψει, τοῖς δέ τῆ κολάσει"[5]
Ὁ Ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι καί ἔλλαμψη καί κόλαση γιά τούς ἀνθρώπους.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου περί Χριστοῦ, "οὗτος βαπτίσει ὑμᾶς ἐν πνεύματι ἁγίω καί πυρί", λέγει ὅτι θέλει νά φανερώσει αὐτήν τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλ. οἱ ἄνθρωποι θά δεχθοῦν ἀνάλογα
ἤ τήν κολαστική
ἤ τήν φωτιστική
ἰδιότητα τῆς Χάριτος.
Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος: "Οὗτος", φησί, "βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίω καί πυρί", "τῶ φωτιστικῶ δηλονότι καί κολαστικῶ, κατ’ ἀξίαν ἐκάστου τῆς ἑαυτοῦ διαθέσεως κομιζομένου τό κατάλληλον".[6]
[1] Ἱεροθέου Βλάχου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, ὅ.π. σελ, 280
[2] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα, 5, ΕΠΕ, σελ. 382.
[3] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα, 5, ΕΠΕ, σελ. 88.
[4] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα, 5, ΕΠΕ, σελ. 174.
[5] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα, 5, ΕΠΕ, σελ. 380.
[6] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, ΕΠΕ 11, σελ. 498.
Ὅλη ἡ κτίση μετέχει κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως κατά τόν ἴδιον τρόπον καί στόν ἴδιο βαθμό. Διαφορετική εἶναι ἡ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Ἁγίους ἀπό τήν ἄλλη κτίση.
Διδάσκει ὁ Θεοφόρος Πατήρ: "Εἰ δ’ ἕν ὄν τοῖς πᾶσι μεθεκτόν, οὐχ ἑνιαίως ἀλλά διαφόρως μετέχεται…, εἰ καί μετέχει πάντα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τῆς τῶν ἁγίων μεθέξεως πολλήν καί μεγίστην ὁρῶμεν τήν διαφοράν".[1]
[1] Ἱεροθέου Βλάχου, σελ. 281-283.
[ὑπό π. Νικολάου Δημαρᾶ Dr.Jur. «Ἃγιοι Κολλυβάδες»]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου