Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

ΠΩΣ ΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


Μέ πολύ πονηριά ὁ Διάβολος, ἐπειδή ἐφθόνησε τόν ἀνθρωπο, γιά τήν πολλήν ἀπόλαυσιν καί εὐφροσύνην στήν ὁποία ζοῦσε καί τόν περιέρρεε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποίησε τήν ἀπάτη καί ξεγέλασε τήν γυναίκα καί ἡ γυναῖκα ἀπατηθεῖσα παρέβη τήν ἐντολή (Α, Τιμοθ. β, 14) καί διά τῆς γυναικός ἒγινε παραβάτης καί ὁ ἂνδρας. Αὐτό εἶναι τό κακόν ἰδίωμα τοῦ Διαβόλου, ὁ φθόνος κατά τόν Μέγαν Βασίλειον (ΒΕΠΕΣ, 56, 302). Ὁ Διάβολος ἐφθόνησε τόν ἂνθρωπον, ὃταν εἶδε ἀγγέλους παιδαγωγούς νά τόν καθοδηγοῦν καί ὁ Θεός νά συνδιαλέγεται στήν ἲδια γλῶσσα μέ τούς ἀνθρώπους καί γενικά νά παιδαγωγῆται μέ κάθε τρόπο ὁ νήπιος παῑς τοῦ Θεοῦ γιά νά ὁμοιάση στόν Δημιουργό του. (Μ. Βασιλείου, ὃ.π. σελ.301). Μέ πανουργία ὁ πονηρός ἐξώθησε τούς πρωτοπλάστους στήν ἁμαρτία καί στόν θάνατο ἐπειδή τούς ἐφθόνησε (Γρηγορίου Θεολόγου, P.G., 36,612 καί Σοφία Σολομῶντος, Β, 24). Ἐπρόσεξεν ὁ ἀρχέκακος τό εὐάλωτο καί τήν συμπάθεια τῆς γυναικείας φύσεως καί τήν εὐκολίαν πρός τήν ἀρετή τήν μετέβαλε σέ κακία. (Μ. Βασιλείου, P.G. 31, 1453).

Ὁ Διάβολος εἶναι ψεύστης καί πατέρας τοῦ ψεύδους (Ἰωαν. Β, 44) καί πανοῦργος. Διότι ἐάν τό κακόν προβαλόταν ἀπό τόν Διάβολο γυμνό, ὃπως ἒχει, δέν θά ξεγελιόταν ὁ ἂνθρωπος. Γιαὐτό ἒμιξε τό κακόν ὁ πονηρός μέ φαινόμενον καλόν ὡς πρός τήν αἲσθησι καί τό ἀποτέλεσμα καί ἒτσι ἐξαπάτησε τούς ἀνθρώπους. Ἡ γυναῖκα ἐξαπατήθηκε ἀπό τό πονηρόν θηρίον, τόν Διάβολον, πού τῆς εἶπε ὃτι ἁμαρτάνοντας ὂχι μόνον δέν θά πεθάνουν ἀλλά θά γίνουν καί ἲσοι μέ τόν Θεόν. Εἶπε στήν γυναῖκα ὁ Διάβολος: «δέν θά πεθάνετε ἂν φάγετε, ἀλλά ὁ Θεός σᾶς ἀπαγόρευσε νά φάγετε ἀπό αὐτό τό ξύλον, ἐπειδή γνώριζε ὃτι τήν ἡμέρα πού θά φάγετε ἀπό αὐτό θά ἀνοίξουν τά μάτια σας καί θά γίνετε καί σεῖς θεοί, γνωρίζοντας τό καλόν καί τό πονηρόν. Καί εἶδεν ἡ γυναίκα ὃτι τό ξύλον ἦταν ὡραῖον εἰς βρῶσιν καί τῆς φάνηκε ὂμορφο στά μάτια καί ὃτι εἶναι καλό νά κατανοήση (αὐτό πού τῆς ὑποσχέθηκε ὁ Διάβολος!) καί ἀφοῦ πῆρε ἀπό τόν καρπόν αὐτοῦ ἒφαγε, καί ἒδωσε καί στόν ἂνδρα της μετά ἀπό αὐτήν καί ἒφαγαν. (Γεν. Γ, 1-6).

Παρέβησαν λοιπόν οἱ πρωτόπλαστοι τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού τούς εἶπε: «μή φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ» (Γεν. Β, 17). Ἒτσι συνετελέσθη ἡ προπατορική ἁμαρτία… Ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ ἒχασε τήν ζωή καί βρῆκε τόν θάνατο.

Ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδάμ μέσα στόν Παράδεισο εἶναι πτῶσις τῆς ὃλης ἀνθρωπότητος. Διότι στόν Ἀδάμ ἒχει περιληφθῆ ἀπό τόν Θεόν ὃλον τό ἀνθρώπινον γένος. Στήν πρώτη κατασκευή ἒχει περιληφθῆ διά τῆς θείας προγνώσεως καί τῆς δυνάμεως ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα κατά τόν Ἃγιον Γρηγόριον Νύσσης (P.G. 44, 185). Γιαὐτό τόν λόγο στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ ὃλοι ἁμάρτησαν καί διαμέσου ἑνός ἀνθρώπου εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο καί διαμέσου τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος. (Ρωμ. Ε, 12).

Μετά τήν ἁμαρτία καί τήν παρακοή ἐπαληθεύτηκε ὁ θεῖος λόγος ὃτι τήν ἡμέρα πού θά ἒτρωγαν οἱ πρωτόπλαστοι ἀπό τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ θά

πέθαιναν μέ θάνατον. (Γεν. Β, 17). Καρπός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος κατά τόν ἃγιο Γρηγόριο Νύσσης, (P.G. 44, 1021). Καί «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ΣΤ, 23).

Μέ τήν μετάληψι τοῦ καρποῦ ἀπό τό ξύλον τῆς γνώσεως «ἂνοιξαν τά μάτια τῶν πρωτοπλάστων καί γνώρισαν ὃτι ἦσαν γυμνοί». Τί σημαίνει τό «ἂνοιξαν τά μάτια τους»; Μετά τήν ἁμαρτία ἒλαβαν αἲσθησι τῆς γυμνότητος καί τῆς ἐκπτώσεως τῆς δόξας, πού ἀπολάμβαναν πρίν ἀπό τήν βρῶσιν ἀπαντᾶ ὁ Ἁγιος Χρυσόστομος (P.G. 53, 132). Ἡ παράβασις τῆς ἐντολῆς ἀφαίρεσε ἀπό τούς πρωτοπλάστους «τό ἱμάτιον» ἐκεῖνο τῆς δόξης, μέ τό ὁποῖον ἦσαν καλυμμένοι καί ἀμέσως τούς δημιούργησε τήν αἲσθησι τῆς γυμνότητας καί τῆς ἀπερίγραπτης ντροπῆς (Ἅγιος Χρυσόστομος, P.G. 53, 131). «Πρόσεχε ἀπό ποιά δόξα σέ ποιά κατάντια κατέπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι πρό τῆς παρακοῆς ζοῦσαν ὡς ἐπίγειοι ἂγγελοι ἐπινοοῦν γιά κάλυμμα φύλλα συκιᾶς. Τόσο μεγάλο εἶναι τό κακό τῆς ἁμαρτίας. Ὂχι μόνον μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν εὒνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί σέ πολλή μεγάλη ντροπή καί ταπεινότητα μᾶς ρίχνει καί μᾶς ἀφαιρεῖ τήν παρρησία τονίζει ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (P.G. 53,133).

Ὁ Διάβολος κατέβασε τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἰεριχώ, ἀπό τά ψηλά στά χαμηλά, στήν ἁλμυρή θάλασσα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ὁ κλέπτης καί ληστής ἐπλήγωσε τόν ἂνθρωπο καί τόν ἐγύμνωσε ψυχικά. Πληγή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Γύμνωσις τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀπόθεσις τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας. Ἡ δέ ἁμαρτία ἀφανιστική τῆς Χάριτος καί θάνατος εἶναι κατά τόν Μέγαν Βασίλειον. (ΒΕΠΕΣ, 56, 303).

Μέ τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας πραγματοποιήθηκε αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός στούς πρωτοπλάστους ὃτι θά συνέβαινε: «θανάτω ἀποθανεῖσθε» εἶπεν ὁ Κύριος. (Γεν. Β, 17).

Ὡς θάνατος τῆς ψυχῆς ὁρίζεται ἀπό τούς Πατέρες μας καί τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἡ ἀποφοίτησις ἀπό τήν ψυχήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή ἡ ἐγκατάλειψις τῆς ψυχῆς ἀπό τό Ἃγιον Πνεῦμα. Γιατί τό Ἃγιον Πνεῦμα δέν μένει σέ σῶμα κατάχρεο στήν ἁμαρτία. (Σοφία Σολομῶντος Α, 4). Ὃπως δηλαδή τό σῶμα ζῆ παρούσης τῆς ψυχῆς ἒτσι καί ἡ ψυχή ζῆ παρόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὃπως ὃταν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα τό σῶμα μένει νεκρό, ἒτσι καί ἡ ψυχή νεκρώνεται ὃταν τό Ἃγιον Πνεῦμα τήν ἐγκαταλείψη. Δέν φθάνει ὡστόσο στήν ἀνυπαρξία ἀλλά ζῆ μιά ζωή χειρότερη καί ἀπό ὁποιονδήποτε σωματικό θάνατο, ὃπως εἶπεν ὁ Κύριός μας γιά τούς νεκρούς στήν ψυχή: «ἂφησε τούς νεκρούς νά θάψουν τους νεκρούς τους» (Λουκ. ΙΕ, 32. Ἁγίου Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, P.G. 78, 932). Κυρίως θάνατος εἶναι ὂχι αὐτός πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα ἀλλά αὐτός πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεόν. Ὁ Θεός εἶναι ζωή. Αὐτός δέ πού χωρίζεται ἀπό τήν ζωή ἒχει πεθάνει, ἐπειδή ἒχασε τόν ζωοποιό του σύνδεσμο μέ τόν Θεόν, τήν παρρησίαν του πρός τόν Θεόν. (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, P.G. 77, 1088-89). Μέ τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ πέρασε ὁ θάνατος σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή ἀναμίχτηκε ὁ θάνατος ἃπαξ μέ τήν ἀνθρώπινη φύσι, πέρασε καί ἡ νεκρότης στούς διαδόχους τῶν πρωτοπλάστων. Γιαὐτό κληρονομήσαμε νεκρόν βίον, ἐπειδή, ὃπως ἐξηγεῖ ὁ Ἃγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἡ ζωή μας τρόπον τινά ἀπέθανεν. Νεκρή εἶναι ἡ ζωή μας ἐπειδή στερήθηκε τήν ἀθανασία.(P.G. 44, 1021).

Στο πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ πεθαίνουν ὃλοι τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὃπως σημειώνει ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. (P.G. 61, 336).

Ὁ πανυπεράγαθος ὃμως Κύριος ἒρχεται πρός τόν ἂνθρωπον ὡς ἰατρός πρός τόν ἂρρωστον καί κάμνοντα, πού χρειάζεται πολλήν θεραπείαν καί τόν ἐρωτᾶ καί ἀπόκρισιν δέχεται, γιά νά λάβη ἀφορμή νά δείξη τήν ἂφατη φιλανθρωπία Του ἀκόμη καί μετά τήν τόσο μεγάλη παράβασι (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 53, 138).

ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ ΑΡ. ΤΕΥΧ. 10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου