Συνεχίζοντας το υπο εξέτασι θέμα πρέπει να αναφέρωμε ότι στις σχέσεις μας με τους αιρετικούς αρμόζει να εντάξωμε και τον διάλογο στα θέματα της πίστεως. Η θέσις, και στο σημείο αυτό, του Αγίου είναι άκρως ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική και δια την ιδική μας εποχή. Απο τον βίο κατ΄αρχάς του Οσίου βλέπομε ότι η στάσις του ήτο πάντοτε να ομολογή και να κηρύττη τα δόγματα της πίστεως, χωρίς να φοβάται τους αιρετικούς και την εξουσία η οποία τους επροστάτευε. Ενώ όμως η στάσις του ήτο πάντοτε ομολογητική, και ιδιαίτερα όταν υπήρχε αίρεσις, δεν ήθελε να έρχεται σε συζητήσεις με τους αρχηγούς της αιρέσεως καθώς και με αυτούς οι οποίοι αμετανοήτως έμεναν στην πλάνη. Και τούτο, διότι ακολουθούσε την εντολή του αποστόλου Παύλου, ο οποίος εδίδασκε να μη συζητούμε με τους αιρετικούς δια τα θέματα της πίστεως, παρά μόνον να τους κάνωμε μία ή δύο νουθεσίες και εφ΄ όσον επιμένουν στην πλάνη να απομακρυνώμεθα απο αυτούς. Άλλο λοιπόν είναι η ομολογία, η οποία πρέπει να γίνεται πάντοτε και πρός πάσαν κατεύθυνσι, και άλλο οι ατέρμονες συζητήσεις και οι διάλογοι με τους αιρετικούς, οι οποίοι πεισμόνως εμμένουν στις θέσεις των. Πολύ δέ περισσότερο είναι είδος αρνήσεως και προδοσίας οι συζητήσεις, τις οποίες κάνωμε, και οι διάλογοι προκειμένου να τα βρούμε μαζί των. Εδω όπως καταλαβαίνομε απουσιάζει το στοιχείο της ομολογίας και υπάρχει η τάσις του συμβιβασμού και της συνυπάρξεως. Ο Όσιος συμβούλευε τα ακόλουθα «Είναι καλό να παραμείνωμε απομονωμένοι και να μην έχωμε καμμία επικοινωνία μαζί των, ούτε να έλθωμε σε συνομιλίες μετά των αιρετικών, αφού και σε αυτούς δεν θα είναι ωφέλιμο αυτό» (PG. 99, 185B).
Σε άλλη συζήτησι επίσης προς τον αυτοκράτορα οι Πατέρες, αφού ωμολόγησαν την ορθόδοξο πίστι και τον ήλεγξαν δια την πλάνη του, όταν διεπίστωσαν ότι ήτο αμεταμέλητος, απέφυγαν να συζητήσουν οτιδήποτε άλλο, αλλά μεταξύ των είπαν ότι είναι ανώφελο πάλι να συζητούν με αυτούς οι οποίοι είναι ήδη καταδικασμένοι λόγω της αιρέσεως, επειδή έχουν κλείσει τα ώτα των και δεν δύνανται να παραδεχθούν το ωφέλιμο, και συμπεριφέρονται σαν να μη θέλουν να θεραπευθούν (PG. 99, 181D).
Σε άλλο επίσης σημείο του βίου του οι Πατέρες και ομολογητές, αφού εδίδαξαν τον Βασιλέα περί της τιμής των εικόνων, ανέφεραν ότι και μόνον ότι κάθονται και συνεδριάζουν μαζί τους, εφ΄ όσον έχουν τέτοια φρονήματα, είναι δύσκολο να ειπούν ότι πράττουν κάτι καλό. Διότι ο προφήτης Δαυίδ λέγει τώρα μαζί των «Δεν θα καθίσετε σε συνέδριο αφρόνων και ανοήτων ανθρώπων, ούτε θα συμπορευθείτε με τους παρανόμους, ούτε πάλι θα συμμετέχετε στο συνέδριο των πονηρών και αιρετικών ανθρώπων, ή θα συναθροισθήτε μαζί των». Κατ΄ αυτόν λοιπόν τον τρόπο και με τέτοια λόγια οι Πατέρες, απο κοινού και με συνεργασία, το αιρετικό δόγμα του αποστάτου κατενίκησαν, αφού παρέστησαν το μέγεθος της απάτης και φαυλότητος που περιέχει (PG. 99, 173C).
Σε επιστολή του επίσης προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο Όσιος ομιλών ως εκπρόσωπος όλων των ηγουμένων και ολογητών, γράφει «Όταν η διδασκαλία αναφέρεται στον Θεό, του οποίου είναι δούλα τα σύμπαντα, δεν επιτρέπεται όχι μόνον ο τάδε και ο τάδε αλλά ούτε κάν ο Πέτρος και ο Παύλος ή κάποιος απο τους αγγέλους να τολμήση να αλλάξη κάτι το παραμικρό. Διότι με αυτό το παραμικρό ανατρέπεται όλο το Ευαγγέλιο. Όσον αφορά δέ το να κάνωμε συζήτησι αντιρρητική με τους αιρετικούς, δεν επιτρέπεται, επειδή εναντιώνεται στην αποστολική διδασκαλία. Επιτρέπεται μόνον να τους ειπούμε κάτι πρός νουθεσία. Δι΄ αυτόν τον λόγο οι ανάξιοι δούλοι του ευσεβούς κράτους του αυτοκράτορος δεν τολμούν να πούν ούτε ενα ''γρύ''. Εάν δέ υπάρχη κάτι το οποίο αμφισβητείται ή δεν κατανοείται απο την μεγαλωσύνη του», επιλέγει ο Όσιος, «πρέπει να εξηγηθή απο τον αρχιερέα ορθόδοξα» (PG. 99, 1332A).
Απο όλα αυτά λοιπόν βλέπομε ότι άλλο είναι η ομολογία και η διδασκαλία και άλλο ή μετά των αιρετικών συζήτησις διά τα θέματα της πίστεως. Η ομολογία και η διδασκαλία σύμφωνα με τον Όσιο επιβάλλεται σε κάθε ορθόδοξο, αλλά απαγορεύεται ο μετά των αιρετικών διάλογος. Καταλαβαίνει λοιπόν κάποιος ότι, αν απαγορεύεται ο μετά των αιρετικών διάλογος, ο οποίος γίνεται με αγαθό σκοπό, τι συμβαίνει με τους σημερινούς διαλόγους με τους αιρετικούς, οι οποίοι γίνονται με τον σκοπό του συμβιβασμού και της συνυπάρξεως. Επί πλέον δέ, πόσο καλό μπορεί να περιμένη κανείς απο τέτοιους διαλόγους. Είναι όντως σημείο των καιρών μας η διαστροφή της ορθοδόξου Παραδόσεως. Ενώ δηλαδή οι Πατέρες επιτάσσουν την ομολογία και διδασκαλία, αλλά απαγορεύουν τον διάλογο, εμείς εκ του αντιθέτου εγκαταλείψαμε την ομολογία και την διδασκαλία και κρατήσαμε τον διάλογο, και μάλιστα το χειρότερο, ισχυριζόμεθα ότι ενεργούμε με διάκρισι και αγάπη προς τους αιρετικούς και ομολογούμε την ορθόδοξο πίστι. Αρκεί να σκεφθούμε ότι ομιλούμε διά τους διάλογους της συνυπάρξεως, του συμβιβασμού, της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των μυστηρίων, της αναγνωρίσεως και άλλων εκκλησιών κ.λπ.
Στις σχέσεις των Ορθοδόξων με τους αιρετικούς υπάρχει και κάτι ακόμα σημαντικό, το οποίον φαίνεται ότι δια τον όσιο Θεόδωρο είναι πολύ σημαντικό. Είναι το ότι οφείλει ο κάθε ορθόδοξος, δια να είναι όντως ορθόδοξος, να αναθεματίζη κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό. Στην περίπτωσι δέ κατά την οποία ο ορθόδοξος δεν αναθεματίζει κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό, αυτός ανήκει στην μερίδα των αιρετικών και όχι των Ορθοδόξων.
Σε επιστολή του πρός τον μοναχό Ευπρεπιανό, ο Όσιος ερμηνεύοντας τον απόστολο Παύλο και αναφερόμενος στην μοιχειανική αίρεσι λέγει «Σύμφωνα με την Γραφή, ένας νόμος υπάρχει και ένα Ευαγγέλιο παρελάβαμε. Όποιος δέ απο αυτό το Ευαγγέλιο αλλάξη το παραμικρό, έστω και αν είναι άγγελος απο του ουρανό, είναι αναθεματισμένος και ως εκ τούτου είναι αρκετά αυτά τα λόγια ώστε κάποιος να ασφαλισθή». Μήπως ο βασιλιάς είναι ανώτερος απο τον άγγελο; Μήπως ο κοσμοκράτορας στον κόσμο δεν είναι ανώτερος απο όλους όσους έχουν εξουσία, ανθρώπους και δαίμονες, με τρόπο όμως όχι θεικό; Τι λέγει όμως ο Απόστολος; ''Ανάθεμα έστω''. Οι άγγελοι λοιπόν δεν τολμούν κάτι να αλλάξουν ή να παραποιήσουν, ούτε εάν αλλάξουν κάτι μένουν χωρίς να αναθεματισθούν, όπως ακριβώς ο διάβολος και το πλήθος των δαιμόνων, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Πως λοιπόν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, ο οιοσδήποτε δηλαδή ο οποίος φέρει σάρκα, αλλάζοντας και καινοτομώντας και μάλιστα τέτοιες καινοτομίες δεν είναι εχθρός του Θεού;» (Επιστολή 36. Ευπρεπιανώ και τοίς συν αυτώ, Φατούρος σελ. 103, στίχ. 72).
Στην θαυμάσια αυτή ερμηνεία του ο όσιος Θεόδωρος ακολουθώντας πιστότατα τον απόστολο Παύλο, αναφέρει ότι δυνάμει των αποστολικών λόγων κάθε ένας ο οποίος αλλάζει κάτι απο την γραφή είναι αμέσως αναθεματισμένος. Εδω δεν εννοείται φυσικά κάθε προσωπική αμαρτία την οποία διαπράττομε και αγωνιζόμεθα να διορθώσωμε, αλλά κάθε δημόσια αμαρτία και κάθε διδασκαλία επ΄ Εκκλησία, ή οποία αντίκειται στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή αναθεματίζεται ο οιοσδήποτε τολμήση να θεσμοθετήση κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεσι με την αποστολική διδασκαλία. «Κάθε ορθόδοξος πρέπει να αναθεματίζη κάθε αιρετικό ανά πάσα στιγμή με την δύναμι της διαθέσεώς του, έστω και αν δεν το λέγη με λόγια» (PG. 99, 1088A).
Σε άλλη επίσης επιστολή πρός τον Πάπα της Ρώμης Λέοντα ο Όσιος λέγει «εμείς πάσχομεν χάριν της Ορθοδοξίας και δεν είναι δυνατόν να επικοινωνούμε με τους αιρετικούς. Ούτε επίσης κάνομε οιανδήποτε συγκατάβασι στην αποστολική πίστι. Αποδεχόμεθα όλες τις οικουμενικές και τοπικές συνόδους, μαζί με τους ιερούς Κανόνες τους οποίους εθέσπισαν. Επίσης κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό τον βδελυττόμεθα και τον αναθεματίζομε... Επί πλέον δέ ομολογούμε ότι εάν κάποιος δεν αναθεματίζη σε κάθε περίστασι κατά την οποία υπάρχει ανάγκη όλους τους αιρετικούς, ανήκει στην μερίδα αυτών» (PG. 99, 1028A).
Είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς πολύ σημαντική η θέσις αυτή του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου και δεικνύει ότι δεν είναι αρκετό να πιστεύη κάποιος ορθόδοξα, ούτε ακόμη να μην έχη καμμία σχέσι με τους αιρετικούς, αλλά επιπλέον να αναθεματίζη όλες τις αιρέσεις και όλους τους αιρετικούς. Γίνεται λοιπόν πλήρως αντιληπτό σε τι κατάστασι ευρισκόμεθα όλοι εμείς οι ορθόδοξοι, οι οποίοι δια της εκκλησιαστικής κοινωνίας αποδεχόμεθα, όχι μόνον τους διαλόγους και τους αιρετικούς, όχι μόνον τις κοινές δηλώσεις και συμφωνίες τύπου Μπαλαμέντ και Σαμπεζύ, αλλά και επί πλέον και την άρσι των αναθεμάτων την οποία έκανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τους Παπικούς και Μονοφυσίτες, χωρίς βεβαίως αυτοί να διορθώσουν το παραμικρό απο τις πλάνες των. Ο όσιος Θεόδωρος όμως λέγει με στεντόρεια φωνή ότι όλοι αυτοί οι οποίοι δεν αναθεματίζουν τον οιονδήποτε αιρετικό ανήκουν στην ίδια μερίδα. Εμείς και σ΄ αυτό το σημείο σήμερα, εκ του αντιθέτου, ακυρώσαμε αυτό το οποίο επιτάσσουν οι Πατέρες και εκάναμε νόμο αυτό το οποίο απαγορεύουν, υπό το πρόσχημα βεβαίως και το προσωπείο της αγάπης.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΤΟΥΔΙΤΗ, Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ», Λάρισα 2010)
Σε άλλη συζήτησι επίσης προς τον αυτοκράτορα οι Πατέρες, αφού ωμολόγησαν την ορθόδοξο πίστι και τον ήλεγξαν δια την πλάνη του, όταν διεπίστωσαν ότι ήτο αμεταμέλητος, απέφυγαν να συζητήσουν οτιδήποτε άλλο, αλλά μεταξύ των είπαν ότι είναι ανώφελο πάλι να συζητούν με αυτούς οι οποίοι είναι ήδη καταδικασμένοι λόγω της αιρέσεως, επειδή έχουν κλείσει τα ώτα των και δεν δύνανται να παραδεχθούν το ωφέλιμο, και συμπεριφέρονται σαν να μη θέλουν να θεραπευθούν (PG. 99, 181D).
Σε άλλο επίσης σημείο του βίου του οι Πατέρες και ομολογητές, αφού εδίδαξαν τον Βασιλέα περί της τιμής των εικόνων, ανέφεραν ότι και μόνον ότι κάθονται και συνεδριάζουν μαζί τους, εφ΄ όσον έχουν τέτοια φρονήματα, είναι δύσκολο να ειπούν ότι πράττουν κάτι καλό. Διότι ο προφήτης Δαυίδ λέγει τώρα μαζί των «Δεν θα καθίσετε σε συνέδριο αφρόνων και ανοήτων ανθρώπων, ούτε θα συμπορευθείτε με τους παρανόμους, ούτε πάλι θα συμμετέχετε στο συνέδριο των πονηρών και αιρετικών ανθρώπων, ή θα συναθροισθήτε μαζί των». Κατ΄ αυτόν λοιπόν τον τρόπο και με τέτοια λόγια οι Πατέρες, απο κοινού και με συνεργασία, το αιρετικό δόγμα του αποστάτου κατενίκησαν, αφού παρέστησαν το μέγεθος της απάτης και φαυλότητος που περιέχει (PG. 99, 173C).
Σε επιστολή του επίσης προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο Όσιος ομιλών ως εκπρόσωπος όλων των ηγουμένων και ολογητών, γράφει «Όταν η διδασκαλία αναφέρεται στον Θεό, του οποίου είναι δούλα τα σύμπαντα, δεν επιτρέπεται όχι μόνον ο τάδε και ο τάδε αλλά ούτε κάν ο Πέτρος και ο Παύλος ή κάποιος απο τους αγγέλους να τολμήση να αλλάξη κάτι το παραμικρό. Διότι με αυτό το παραμικρό ανατρέπεται όλο το Ευαγγέλιο. Όσον αφορά δέ το να κάνωμε συζήτησι αντιρρητική με τους αιρετικούς, δεν επιτρέπεται, επειδή εναντιώνεται στην αποστολική διδασκαλία. Επιτρέπεται μόνον να τους ειπούμε κάτι πρός νουθεσία. Δι΄ αυτόν τον λόγο οι ανάξιοι δούλοι του ευσεβούς κράτους του αυτοκράτορος δεν τολμούν να πούν ούτε ενα ''γρύ''. Εάν δέ υπάρχη κάτι το οποίο αμφισβητείται ή δεν κατανοείται απο την μεγαλωσύνη του», επιλέγει ο Όσιος, «πρέπει να εξηγηθή απο τον αρχιερέα ορθόδοξα» (PG. 99, 1332A).
Απο όλα αυτά λοιπόν βλέπομε ότι άλλο είναι η ομολογία και η διδασκαλία και άλλο ή μετά των αιρετικών συζήτησις διά τα θέματα της πίστεως. Η ομολογία και η διδασκαλία σύμφωνα με τον Όσιο επιβάλλεται σε κάθε ορθόδοξο, αλλά απαγορεύεται ο μετά των αιρετικών διάλογος. Καταλαβαίνει λοιπόν κάποιος ότι, αν απαγορεύεται ο μετά των αιρετικών διάλογος, ο οποίος γίνεται με αγαθό σκοπό, τι συμβαίνει με τους σημερινούς διαλόγους με τους αιρετικούς, οι οποίοι γίνονται με τον σκοπό του συμβιβασμού και της συνυπάρξεως. Επί πλέον δέ, πόσο καλό μπορεί να περιμένη κανείς απο τέτοιους διαλόγους. Είναι όντως σημείο των καιρών μας η διαστροφή της ορθοδόξου Παραδόσεως. Ενώ δηλαδή οι Πατέρες επιτάσσουν την ομολογία και διδασκαλία, αλλά απαγορεύουν τον διάλογο, εμείς εκ του αντιθέτου εγκαταλείψαμε την ομολογία και την διδασκαλία και κρατήσαμε τον διάλογο, και μάλιστα το χειρότερο, ισχυριζόμεθα ότι ενεργούμε με διάκρισι και αγάπη προς τους αιρετικούς και ομολογούμε την ορθόδοξο πίστι. Αρκεί να σκεφθούμε ότι ομιλούμε διά τους διάλογους της συνυπάρξεως, του συμβιβασμού, της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των μυστηρίων, της αναγνωρίσεως και άλλων εκκλησιών κ.λπ.
Στις σχέσεις των Ορθοδόξων με τους αιρετικούς υπάρχει και κάτι ακόμα σημαντικό, το οποίον φαίνεται ότι δια τον όσιο Θεόδωρο είναι πολύ σημαντικό. Είναι το ότι οφείλει ο κάθε ορθόδοξος, δια να είναι όντως ορθόδοξος, να αναθεματίζη κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό. Στην περίπτωσι δέ κατά την οποία ο ορθόδοξος δεν αναθεματίζει κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό, αυτός ανήκει στην μερίδα των αιρετικών και όχι των Ορθοδόξων.
Σε επιστολή του πρός τον μοναχό Ευπρεπιανό, ο Όσιος ερμηνεύοντας τον απόστολο Παύλο και αναφερόμενος στην μοιχειανική αίρεσι λέγει «Σύμφωνα με την Γραφή, ένας νόμος υπάρχει και ένα Ευαγγέλιο παρελάβαμε. Όποιος δέ απο αυτό το Ευαγγέλιο αλλάξη το παραμικρό, έστω και αν είναι άγγελος απο του ουρανό, είναι αναθεματισμένος και ως εκ τούτου είναι αρκετά αυτά τα λόγια ώστε κάποιος να ασφαλισθή». Μήπως ο βασιλιάς είναι ανώτερος απο τον άγγελο; Μήπως ο κοσμοκράτορας στον κόσμο δεν είναι ανώτερος απο όλους όσους έχουν εξουσία, ανθρώπους και δαίμονες, με τρόπο όμως όχι θεικό; Τι λέγει όμως ο Απόστολος; ''Ανάθεμα έστω''. Οι άγγελοι λοιπόν δεν τολμούν κάτι να αλλάξουν ή να παραποιήσουν, ούτε εάν αλλάξουν κάτι μένουν χωρίς να αναθεματισθούν, όπως ακριβώς ο διάβολος και το πλήθος των δαιμόνων, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Πως λοιπόν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, ο οιοσδήποτε δηλαδή ο οποίος φέρει σάρκα, αλλάζοντας και καινοτομώντας και μάλιστα τέτοιες καινοτομίες δεν είναι εχθρός του Θεού;» (Επιστολή 36. Ευπρεπιανώ και τοίς συν αυτώ, Φατούρος σελ. 103, στίχ. 72).
Στην θαυμάσια αυτή ερμηνεία του ο όσιος Θεόδωρος ακολουθώντας πιστότατα τον απόστολο Παύλο, αναφέρει ότι δυνάμει των αποστολικών λόγων κάθε ένας ο οποίος αλλάζει κάτι απο την γραφή είναι αμέσως αναθεματισμένος. Εδω δεν εννοείται φυσικά κάθε προσωπική αμαρτία την οποία διαπράττομε και αγωνιζόμεθα να διορθώσωμε, αλλά κάθε δημόσια αμαρτία και κάθε διδασκαλία επ΄ Εκκλησία, ή οποία αντίκειται στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή αναθεματίζεται ο οιοσδήποτε τολμήση να θεσμοθετήση κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεσι με την αποστολική διδασκαλία. «Κάθε ορθόδοξος πρέπει να αναθεματίζη κάθε αιρετικό ανά πάσα στιγμή με την δύναμι της διαθέσεώς του, έστω και αν δεν το λέγη με λόγια» (PG. 99, 1088A).
Σε άλλη επίσης επιστολή πρός τον Πάπα της Ρώμης Λέοντα ο Όσιος λέγει «εμείς πάσχομεν χάριν της Ορθοδοξίας και δεν είναι δυνατόν να επικοινωνούμε με τους αιρετικούς. Ούτε επίσης κάνομε οιανδήποτε συγκατάβασι στην αποστολική πίστι. Αποδεχόμεθα όλες τις οικουμενικές και τοπικές συνόδους, μαζί με τους ιερούς Κανόνες τους οποίους εθέσπισαν. Επίσης κάθε αίρεσι και κάθε αιρετικό τον βδελυττόμεθα και τον αναθεματίζομε... Επί πλέον δέ ομολογούμε ότι εάν κάποιος δεν αναθεματίζη σε κάθε περίστασι κατά την οποία υπάρχει ανάγκη όλους τους αιρετικούς, ανήκει στην μερίδα αυτών» (PG. 99, 1028A).
Είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς πολύ σημαντική η θέσις αυτή του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου και δεικνύει ότι δεν είναι αρκετό να πιστεύη κάποιος ορθόδοξα, ούτε ακόμη να μην έχη καμμία σχέσι με τους αιρετικούς, αλλά επιπλέον να αναθεματίζη όλες τις αιρέσεις και όλους τους αιρετικούς. Γίνεται λοιπόν πλήρως αντιληπτό σε τι κατάστασι ευρισκόμεθα όλοι εμείς οι ορθόδοξοι, οι οποίοι δια της εκκλησιαστικής κοινωνίας αποδεχόμεθα, όχι μόνον τους διαλόγους και τους αιρετικούς, όχι μόνον τις κοινές δηλώσεις και συμφωνίες τύπου Μπαλαμέντ και Σαμπεζύ, αλλά και επί πλέον και την άρσι των αναθεμάτων την οποία έκανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τους Παπικούς και Μονοφυσίτες, χωρίς βεβαίως αυτοί να διορθώσουν το παραμικρό απο τις πλάνες των. Ο όσιος Θεόδωρος όμως λέγει με στεντόρεια φωνή ότι όλοι αυτοί οι οποίοι δεν αναθεματίζουν τον οιονδήποτε αιρετικό ανήκουν στην ίδια μερίδα. Εμείς και σ΄ αυτό το σημείο σήμερα, εκ του αντιθέτου, ακυρώσαμε αυτό το οποίο επιτάσσουν οι Πατέρες και εκάναμε νόμο αυτό το οποίο απαγορεύουν, υπό το πρόσχημα βεβαίως και το προσωπείο της αγάπης.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΤΟΥΔΙΤΗ, Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ», Λάρισα 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου