Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Η ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΑΙΡΕΣΕΩΣ (3ον μέρος)

Σε άλλη επιστολή του προς τον κτήτορα Φιλόθεο ο Όσιος αναφέρεται πάλι στις σχέσεις των Ορθοδόξων με τους αιρετικούς. Φαίνεται απο τα γραφόμενα οτι ο Φιλόθεος ήτο στρατιωτικός και ευρίσκετο υπό την εξουσία κάποιου στρατηγού. Ο στρατηγός λοιπόν αυτός επίεζε τον Φιλόθεο και τον εξανάγκαζε να συμψάλη με τους αιρετικούς και να τρώγη απο αυτά τα φαγητά τα οποία ευλογούσαν οι αιρετικοί. Πρός αυτές τις υποχωρήσεις του Φιλοθέου αποκρίνεται ο Όσιος οτι δεν δύναται να απαντήση πρόχειρα. Διότι η ακρίβεια στα θέματα της πίστεως εμποδίζει τελείως τον Ορθόδοξο να έχη οιανδήποτε σχέσι με τους αιρετικούς. Ούτε δηλαδή να συντρώγη μαζί των, ούτε να έχη οιανδήποτε άλλη σχέσι και συνάφεια. Αυτά, καταλήγει ο όσιος, αφού τα γνωρίζη, ας ακολουθή τον αγαθό του ζήλο και ας οικοδομή σε καλό θεμέλιο την οικοδομή, στην ακρίβεια δηλαδή της πίστεως (PG. 99, 1544C).
Στην σχέσι μας και στην κοινωνία με τους αιρετικούς ο Όσιος κατατάσσει ακόμη και κάθε εξηρτημένη δοσοληψία. Κάθε δηλαδή υποδούλωσι και υποτέλεια των Ορθοδόξων, προκειμένου να ωφεληθούμε υλικά απο τους αιρετικούς. Σε επιστολή του λοιπόν προς τον ερημίτη Ιάκωβο αναφέρεται και τοποθετείται σ΄ αυτό το θέμα. Φαίνεται οτι ο Ιάκωβος τον ερώτησε για κάποιον προφανώς Επίσκοπο, ο οποίος έκανε αγώνες δια την πίστι, πλήν όμως ευρίσκετο σε κάποιο επισκοπείο και εσιτίζετο απο τους αιρετικούς, χωρίς αυτό να το θεωρή παράπτωμα. Ο Όσιος απαντά
«Πως είναι δυνατόν αυτή η στάσις να μην αντιμάχεται την αλήθεια, την στιγμή κατά την οποία ο προφήτης Δαυίδ ψάλλει ''έλαιον αμαρτωλού μή λιπανάτω την κεφαλή μου'' και ο άγιος Αθανάσιος προστάζει να μην έχωμε καμμία επικοινωνία με αιρετικούς, ακόμη δέ και με αυτούς οι οποίοι επικοινωνούν με τους ασεβείς; Πως πάλι δεν είναι επικοινωνία το οτι κάθεται σε τέτοιο τόπο και σιτίζεται απο τέτοιους ανθρώπους; Δεν επιτρέπεται αυτό, ακόμη δέ έστω και δεν κάθεται σε τέτοιο τόπο, αλλά απο αυτούς τρέφεται. Αυτή η δόσις και η λήψις είναι πραγματική επικοινωνία με τους αιρετικούς. Διότι λέγει και ο Απόστολος ''Γνωρίζετε και σείς Φιλιππήσιοι οτι, όταν έφυγα απο την Μακεδονία, καμμία Εκκλησία δεν επικοινώνησε μαζί μου με κάποια δοσοληψία, παρά μόνον εσείς οι οποίοι και στην Θεσσαλονίκη και μία και δύο φορές εστείλατε βοήθεια για τις ανάγκες μου''. Εάν λοιπόν το φώς του κόσμου ωνόμασε κοινωνία το ότι επήρε μία και δύο φορές βοήθεια, το να παίρνη κάποιος συνεχώς, ποιός λογικός άνθρωπος δεν θα το απέφευγε ως κάτι αντίθετο του φωτός; Πρέπει λοιπόν η οσιότης σου με επιείκεια και ταπεινοφροσύνη να αναφέρη στον πατέρα αυτές τις υποδείξεις. Και αν αυτός πεισθή, σημαίνει ότι εκερδήθη για τον Χριστό, άν δέ όχι, τουλάχιστον να μην ξεφύγωμε απο την ιδική μας ασφαλή οδό. Έτσι εγω ο ελάχιστος πιστεύω και τοιουτοτρόπως βλέπω ότι φρονούν και οι Άγιοι. Αν δέ κάποιος νομίζει πως έχουν διαφορετικά τα πράγματα άς ψάξει να το εύρη. Ίσως δέ ισχυρισθή ο σιτιζόμενος ότι η δοσοληψία γίνεται απο αυτόν ο οποίος δεν επανήλθε στο ορθόδοξο φρόνημα και επετιμήθη δια την αμαρτία του. Όμως δεν είναι αυτό σωστό. Διότι η αληθινή μετάνοια απαιτεί να αφήση την Επισκοπή και να φύγη μακρυά απο αυτή, όπως ακριβώς κάποιοι έκαναν, και όχι μόνον το να μην ιερουργή και να μή μετέχη στα μυστήρια. Τότε, άν το πράξη αυτό, η δοσοληψία είναι αβλαβής και επιτρέπεται η συνεστίασις» (PG. 99, 1392D).
Παρατηρώντας την ως άνω θέσι του Οσίου επισημαίνουμε ότι εθεώρησε επικοινωνία με τους αιρετικούς την τροφή την οποία έπαιρνε ο Επίσκοπος απο κάποιον άλλο μετανοημένο Επίσκοπο ή Μητροπολίτη. Διότι η πάγια θέσις του οσίου Θεοδώρου ήτο όπως θα ιδούμε ότι, εφ΄ όσον υπάρχει διωγμός της ορθοδόξου πίστεως απο την αίρεσι, και των Ορθοδόξων απο αιρετικούς, κάθε ένας ο οποίος δεν διώκεται, αλλά κρατεί μία εκκλησιαστική θέσι, όπως Μητρόπολι ή Μονή κ.λπ. συμβιβάζεται με τοςυ διώκτας αιρετικούς και ως εκ τούτου θεωρείται προδότης της πίστεως. Δι΄ αυτό διακηρύσσει σε άλλες επιστολές του ότι ουδεμία σχέσις υπάρχει μεταξύ δεδιωγμένων και αδιώκτων, δηλαδή Ορθοδόξων και αιρετικών, δεικνύοντας διά της αλλαγής των όρων ότι είναι αδύνατον να διώκεται η πίστις και οι Ορθόδοξοι να κατέχουν τις θέσεις των και τρόπο τινά να τα έχουν εύρη με τους αιρετικούς ή να ομιλούν όσο αυτοί τους επιτρέπουν.
Μεταφερομένη βεβαίως η θέσις αυτή του Οσίου στη σημερινή μας εποχή δεικνύει την ιδική μας πνευματική πτωχεία, διότι δια της αιρέσεως του Οικουμενισμού όχι μόνον υπάρχει κοινωνία με τους Οικουμενιστές, όχι μόνον υπάρχει πλήρης, όπως προείπαμε, λειτουργική κοινωνία και ταύτησις, αλλά επί πλέον προσπάθεια της οικουμενιστικης αυτής «Εκκλησίας» , ώστε να χωρέσουν μέσα σ΄ αυτή και οι παλαιότεροι αιρετικοί, Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.λπ. χωρίς να μετανοήσουν φυσικά για τις πλάνες των. Άν λοιπόν ο Όσιος ήτο τόσον αυστηρός προκειμένου να συμφάγει με κάποιον (αιρετικό) κατανοεί κανείς τι σημαίνει δι΄ αυτόν να έχη κάποιος λειτουργική και εκκλησιαστική κοινωνία. Απο τα κείμενα και απο τις πολλές άλλες επιτολές του Οσίου, γίνεται αντιληπτό ότι στην εποχή του υποχρέωναν οι αιρετικοί, προφανώς με την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας, τους ορθοδόξους να υπογράψουν ότι αναγνωρίζουν και συνταυτίζονται με την κρατούσα εκκλησιαστική κατάστασι. Ο Όσιος αυτό το θεωρούσε βαρύτατο παράπτωμα, το οποίο δια τους ιερείς και Επισκόπους εσήμαινε καθαίρεσι και δια τους λαικούς αφορισμό απο τα Μυστήρια διά κάποιο χρονικό διάστημα μαζί με τα άλλα επιτίμια. Σήμερα βεβαίως υπάρχει ταύτησις και συνοδοιπορία με την αίρεσι και οι μεν κληρικοί συνοδοιπορούν φοβούμενοι μήπως χάσουν την θέσι των και τα απορρέοντα απο αυτήν, οι δέ λαικοί φοβούμενοι μήπως εξέλθουν της Εκκλησίας, μήπως μείνουν χωρίς Μυστήρια, χωρίς Πνευματικό κ.λπ. Δηλαδή προφανώς εταύτισαν την αίρεσι με την Εκκλησία και, ως εκ τούτου, Ορθοδοξία δι΄ αυτούς είναι η αίρεσις, και κατά συνέπεια η απομάκρυνσις απο τον Οικουμενισμό είναι δι΄ αυτούς αδύνατος και αδιανόητος.
Υπάρχει και μία άλλη περίπτωσις στις σχέσεις μας με τους αιρετικούς και με αυτούς οι οποίοι επικοινωνούν με τους αιρετικούς. Είναι το πως θα αντιμετωπίσουμε κάποιον ο οποίος έρχεται κοντά μας με τον σκοπό της εκκλησιαστικής επικοινωνίας, εφ΄ όσον μας είναι άγνωστος και δεν γνωρίζουμε ούτε τι πιστεύει, ούτε την σχέσι του με τους αιρετικούς. Στην ενάτη ερώτησι τίθεται ένας τέτοιος προβληματισμός στον Όσιο ως εξής· Εάν κάποιος μοναχός ή μοναχή έλθη στην θεία Λειτουργία την οποία τελεί ορθόδοξος ιερεύς και επιθυμεί να μεταλάβη, ποία ομολογία πρέπει να του ζητήση ο ορθόδοξος ιερεύς, εφ΄ όσον δεν γνωρίζει τίποτα απο αυτόν (ορθόδοξος ιερεύς κατά την θεολογική σκέψι του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου δεν είναι αυτός που έχει απλώς ορθόδοξο φρόνημα, αλλά εκείνος ο οποίος δεν έχει καμμία εκκλησιαστική επικοινωνία με τους αιρετικούς της εποχής του). Απαντά ο Όσιος ότι, όταν έρχεται κάποιος άγνωστος δια να κοινωνήση και αγνοεί ο ιερεύς ο,τιδήποτε έχει σχέσι με αυτόν, πρέπει να τον ερωτήση εάν προσκυνή την σεπτή εικόνα του Χριστού και των Αγίων, εάν δεν έχη εκκλησιαστική επικοινωνία με τους αιρετικούς και δι΄ ό,τι άλλο υπάρχει υποψία ότι έχει αιρετικό φρόνημα. Και όταν όλα αυτά τα ομολογήσεο και η ομολογία του είναι ορθόδοξος και απηλλαγμένη απο κάθε αίρεσι, τότε μόνον να του μεταδίδη ο ιερεύς τη θεία κοινωνία.
Η δωδέκατη επίσης ερώτηση αναφέρεται στο ίδιο θέμα. Έχει δέ ως εξής
«Εάν έλθη κάποιος άγνωστος πρός εμάς, είναι σωστό, πρίν εξετάσωμε την πίστι του, να τον ονομάσωμε Άγιο και να ζητήσωμε την ευχή του;» Ο Όσιος απαντά ότι κατά την περίοδο την οποίαν υπάρχει μεταξύ των χριστιανών αίρεσις, πρίν εξετάσωμε εάν είναι ορθόδοξος η πίστις κάποιου μοναχού ή κληρικού, δεν πρέπει να τον προσφωνήσουμε λέγοντας «ευλογείτε Άγιε», ούτε να ζητήσωμε την ευχή του. Ο κοινός όμως χαιρετισμός, ο οποίος υπάρχει και χρησιμοποιείτε απο όλους τους ανθρώπους, δεν απαγορεύεται σύμφωνα με τους κανόνες του αγίου Βασιλείου (PG. 99, 1664B).
Δια το ότι πρέπει να εξετάζωμε την πίστι κάποιου, προκειμένου να έχωμε οιανδήποτε εκκλησιαστική επικοινωνία, αναφέρεται ο Όσιος και σε επιστολή του στον μοναχό Ναυκράτιο ομιλώντας δια την μοιχειανική αίρεσι. Στην πρώτη ερώτησι του Ναυκρατίου δια το πως να συμπεριφερώμεθα σε κάποιον ιερέα με ορθόδοξο φρόνημα, ο οποίος όμως απο φόβο μνημονεύει αιρετικό επίσκοπο, ο Όσιος καθορίζει τα όρια της σχέσεως την οποία επιτρέπεται ο ορθόδοξος να έχη με αυτόν τον ιερέα. Συνεχίζοντας λέγει ότι, εφ΄ όσον επικρατεί η αίρεσις πρέπει να ερωτά ο ορθόδοξος, και αφού λάβη την ομολογία του άλλου, να αρκείται σ΄ αυτήν, εκτός βεβαίως εαν είναι φανερά ψευδής. «Αυτό δέ το οποίο αναφέρεις» λέγει προς τον Ναυκράτιο, «ότι δηλαδή υπάρχει διδασκαλία των Πατέρων να μην ερωτώμε, ισχύει δια την περίοδο κατά την οποία δεν υπάρχει αίρεσις που είναι σε έξαρσι και εξέλιξι, και δια αυτούς οι οποίοι δεν είναι φανερά κατηγορημένοι».
Απο τα ανωτέρω παρατιθέμενα χωρία καταλαβαίνει κάποιος πόσο σημαντικό είναι δια τον Όσιο να γνωρίζωμε την πίστι κάποιου και την συμπεριφορά του έναντι των αιρετικών της εποχής του, προκειμένου να έχωμε οιανδήποτε εκκλησιαστική σχέσι και επικοινωνία με αυτόν. Απο τις ερωτήσεις τις οποίες παραθέτει ο Όσιος γίνεται αντιληπτό ότι τον ενδιαφέρει η πίστις του, ως προς την εν εξελίξει ευρισκομένη αίρεσι της εποχής του, και η σχέσις την οποία έχει το υπό εξέτασιν άτομο με τους αιρετικούς πάλι της εποχής του.
Μεταφερόμενα αυτά στους ιδικούς μας καιρούς, σύμφωνα πάντα με την σκέψι του Οσίου, θα έπρεπε, εφ΄ όσον πιστεύωμε ότι υπάρχει αίρεσις, να ερωτώμε αυτόν με τον οποίο θέλομεν να έχωμε οιανδήποτε εκκλησιαστική επικοινωνία τι πιστεύει δια τον Οικουμενισμό, δια το που ευρίσκεται η αληθινή Εκκλησία, δια τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, τις προδοτικές συμφωνίες τις οποίες υπογράφουν οι Επίσκοποι κ.λπ. Επί πλέον δια το τι εκκλησιαστική σχέσι και κοινωνία έχει με τους Οικουμενιστές, ακόμη και, όπως λέγει ο Όσιος, δι΄ ότι άλλο αιρετικό φρόνημα υποπτευόμεθα ότι έχει. Εφ΄ όσον δέ η ομολογία του και η ζωή του είναι ορθόδοξα, τότε μόνον επιτρέπεται να έχωμε οιανδήποτε εκκλησιαστική επικοινωνία με αυτόν. Είναι σημαντική η διευκρίνησις του Οσίου στην ένστασι του μοναχού Ναυκρατίου, ότι δηλαδή το να μην ερωτώμε στην περίπτωσι κατά την οποίαν θέλομε να επικοινωνήσωμε εκκλησιαστικά με κάποιον, εφ΄ όσον δεν τον γνωρίζωμε, ισχύει σε περιόδους κατα τις οποίες δεν υπάρχει αίρεσις. Άν λοιπόν, εφ΄ όσον υπάρχη αίρεσις, οι ορθόδοξοι δεν ερωτούν, σημαίνει ή ότι δεν ενδιαφέρονται με ποιούς επικοινωνούν εκκλησιαστικά ή ότι η πίστις των ταιριάζει με τους σημερινούς αιρετικούς, δηλαδή είναι χλιαρή και άχρωμος.
Τέλος σημαντική και άκρως ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωσις της συναντήσεώς μας με κάποιον μοναχό ή κληρικό, κατά την οποία, εφ΄ όσον υπάρχη αίρεσις, πρέπει, πρίν αποδώσομε τον οφειλόμενο σεβασμό στα πρόσωπα αυτά, να ερωτήσωμε δια την πίστι των. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την σκέψι του Αγίου, ότι εφ΄ όσον η πίστις των δεν είναι ορθόδοξος, αλλά συμφωνεί με την αίρεσι της εποχής, δεν πρέπει να αποδώσωμε τιμή στο σχήμα των. Η τιμή δηλαδή στο σχήμα του κληρικού και μοναχού αποδίδεται μόνον στους ορθοδόξους και όχι στους ορθοδοξοφανείς. Καταλαβαίνει λοιπόν κάποιος ότι η τιμή και η ευλάβεια δεν αποδίδονται τυφλά σε όσους φέρουν το σχήμα, αλλά σε όσους φέρουν την Παράδοσι και την ορθόδοξο πίστι. Τούτο μόνο προσθέτουμε εδω, δια την σημερινή εποχή· αν αυτά τα εγνώριζε και τα εφήρμοζε ο λαός του Θεού, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα της Εκκλησίας. Τώρα δρέπομε απλώς τους καρπούς της αδιαφορίας μας, του εφησυχασμού μας και της εξωτερικής μας ευγένειας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου