Θα διερωτάτο κάποιος· γιατί κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό ή το συσχετισμό. Κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό ή αύτη την παράλληλη σύνδεση, γιατί οι θείοι και Ιεροί κανόνες είναι οι «εικόνες» της Εκκλησίας. Εκφράζουν και αποτυπώνουν τη συνείδηση της Εκκλησίας. Οι κανόνες αυτοί μας υποδεικνύουν, τι θέλει η Εκκλησία, και ορίζουν, πως θα ιδρύονται, πως θα οργανώνονται και πως θα λειτουργούν και θα δρουν οι κατά τόπους Εκκλησίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την καθόλου Εκκλησία, σαν άλλες εικόνες Της. ’λλα και οι κανόνες αυτοί καθορίζουν τα περί της τάξεως και ενότητας μέσα στην καθόλου Εκκλησία, η οποία έτσι θα δίδει στον κόσμο μία καλή εικόνα της παρουσίας Της σ' αυτόν.
Aλλ' εκτός τούτων -για να εξετάσουμε τα πράγματα και ουσιαστικώτερα - οι ι. κανόνες είναι μία απόρροια, ένα απαύγασμα της δογματικής διδασκαλίας και αλήθεια της Εκκλησίας, αποτελούν μία εφαρμογή των δογμάτων της πίστεως Της. Όπως ορθά τονίζει ο VI. Lossky, «οι κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωήν της Εκκλησίας «εν τη γηΐνη αυτής όψει» είναι αχώριστοι των Χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλ' εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας» (1). Και ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης σημειώνει στην « Εκκλησιολογία » του: «Οι στηρίζοντες το εκκλησιαστικόν πολίτευμα ιεροί κανόνες, κεκτημένοι χαρακτήρα καθολικόν και αιώνιον, οίος είναι και ο προορισμός της Εκκλησίας, συγκροτούσι το θετικόν δίκαιον αυτής, το ρυθμίζον τας μεταξύ των μελών της σχέσεις, ώστε «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω " (Α' Κορ. 14,40)» (2).
Και ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος πολύ εύστοχα παρατηρεί: «Τα ζητήματα της Εκκλησίας είναι ζητήματα ζωής, εις την οποίαν δεν χωρίζεται η θεωρία από την πράξιν. Ο χωρισμός των ζητημάτων της Εκκλησίας εις δήθεν θεωρητικά και πρακτικά οδηγεί εις διάσπασιν του εκκλησιαστικού οργανισμού και αντινομίαν εν τω βίω » (3).
Τοιουτοτρόπως η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, η εκκλησιολογία Της και οι ι. κανόνες της αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα. Γι' αυτό οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας δίνουν μίαν αυθεντική εικόνα της Εκκλησίας και της Εκκλησιολογίας Της, δίνουν την ταυτότητα της στην καθημερινή, γήινη Της όψη, ζωή και δραστηριότητα.
Το ερώτημα βεβαίως που προκύπτει ευθύς αμέσως είναι, ποιοι κανόνες δίνουν αυτήν την αυθεντική εικόνα της Εκκλησίας και της Εκκλησιολογίας Της; Βεβαίως και ασφαλώς πρέπει να διευκρινίσουμε και να τονίσουμε, ότι κανόνες οι όποιοι δίνουν αυτήν την αυθεντική εικόνα είναι οι αυθεντικοί κανόνες της Εκκλησίας, οι αλάθητοι κανόνες Της, οι κανόνες, οι όποιοι έχουν θεσπισθεί ή επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτοί που την εξέφρασαν εν αγίω Πνεύματι, με την επιστασία του αγίου Πνεύματος και την εκφράζουν διηνεκώς και μονίμως διαχρονικώς και διατοπικώς, αιωνίως και οικουμενικώς, καθολικώς.
Τα ανωτέρω στηρίζονται και στον α' καν. της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου, όπου οι Πατέρες αυτής διακηρύσσουν: «... ἀσπασίως τούς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν τῶν ἐκθέντων ὑπό τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε Ἁγίων ἕξ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί τῶν τοπικῶς συναθροισθειςῶν ἐπί ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐξ ἑνός γάρ και τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα» (4).
Επίσης στον β' κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο όποιος αποτελεί ένα είδος επίσημης συνοπτικής κωδικοποιήσεως των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, διακηρύσσεται: « Ἔδοξε δε καί τοῦτο τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ συνόδω κάλλιστα τε καί σπουδαιότατα, ὥστε μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχών θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ὀνόματι τῶν ἁγίων καί ἐνδόξων Ἀποστόλων ὀγδοήκοντα πέντε κανόνας... καί τούς λοιπούς πάντας Ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων ἡμῶν ἐκτεθέντας (5).... Καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τίς ἁλῷ (=συλληφθεί) κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτόμων, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι' αὐτοῦ ἐν ὧπερ πταίει θεραπευόμενος » ( 6 ).
2. Οι κανονομάχοι
Βάσει, λοιπόν, και αυτών των αυθεντικών κανόνων:
α) Όσοι δεν ασπάζονται και δεν ενστερνίζονται τους θείους κανόνες, δεν ακολουθούν τους Πατέρες των Συνόδων και κάπου χωλαίνουν.
β) Όσοι δεν δέχονται, ότι θεσπίσθηκαν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων με το φωτισμό του Αγ. Πνεύματος, τ.ε. με τη θεία επιστασία, απιστούν ως προς την μαρτυρία -διδασκαλία των πατέρων - κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων.
γ) Όσοι δεν δέχονται, ότι είναι από την επικύρωση τους αυτή βέβαιοι και ασφαλείς για τη θεραπεία ψυχών και την ιατρεία παθών, γίνονται πρόσκομμα στη σωτηρία των πιστών.
δ) Όσοι παραχαράσσουν, ή αθετούν, ή δέχονται άλλους αντίθετους προς την αλήθειαν και την ορθότητα αυτών των κανόνων, νοθεύουν την αλήθεια και εκκλίνουν προς πλάνη και αίρεση, γιατί αντιτίθενται στους κανόνες.
ε) Όσοι καινοτομούν ή επιχειρούν να ανατρέχουν κάποιον από αυτούς τους κανόνες, σαφώς είναι κανονομάχοι.
Και για να μιλήσουμε με ένα-δύο παραδείγματα: Όσοι μετατρέπουν το πρωτείο ή τα πρεσβεία τιμής που αναγνωρίζουν οι κανόνες σε πρωτεία εξουσίας και δυνάμεως (παπική εξουσία « ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), ή όσοι μετατρέπουν και αναθεωρούν τα επιτίμια που προβλέπουν οι κανόνες για τη θεραπεία και τη σωτηρία των ψυχών των πιστών σε ποινές η κυρώσεις (δεσποτική εξουσία « ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), για να τιμωρήσουν σωματικώς ή κοινωνικώς τους κληρικούς ή τους λαϊκούς, πρέπει να κρίνουν, μήπως κι αυτοί εμπίπτουν στην κατηγορία των κανονομάχων ;
Περαιτέρω θα λέγαμε, διευρύνοντες τα πράγματα: περισσότερο κανονομάχοι είναι και όσοι διδάσκουν τους άλλους να μην τηρούν τους κανόνες, όχι εκείνοι που δεν τηρούν τους κανόνες. Εκείνοι που δεν τηρούν και δεν εφαρμόζουν τους κανόνες, είτε από άγνοια, είτε από αδυναμία, είτε από αμέλεια και αδιαφορία, απλώς είναι αμαρτωλοί, αλλά όσοι διδάσκουν να μη τηρούνται οι κανόνες δεν είναι μόνο αμαρτωλοί, αλλά είναι και αιρετικοί.
Επίσης κανονομάχοι είναι και όσοι ισχυρίζονται ότι οι κανόνες είναι καιρικοί, πρόσκαιροι και προσωρινοί και ότι μπορούμε να τους αλλάζουμε, όπως και τους νόμους της Πολιτείας, οι όποιοι δεν έχουν ούτε διεκδικούν το αλάθητο, και γι' αυτό τους καταργούμε και θεσπίζουμε άλλους.
Ωσαύτως κανονομάχοι είναι και όσοι διατείνονται ότι οι κανόνες έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, χωρίς να έχουν λόγο ή χωρίς να έχουν ερευνήσει επισταμένως και επιστημονικώς το θέμα βάσει των άρχων της ερμηνείας και εναρμονίσεως των κανόνων (7). Και αυτοί νομίζουν ότι «κάτι» γνωρίζουν. Και εδώ επικρατεί η αρχή και η συνέπεια της ημιμάθειας.
Επίσης κανονομάχοι λογίζονται και όσοι καταβιβάζουν τους θείους κανόνες στο επίπεδο των διαφόρων ανθρωπίνων νόμων, ή αντιθέτως, όσοι αναβιβάζουν δικές τους κανονιστικές διατάξεις στο επίπεδο των ιερών κανόνων, προτού ακόμη μία Οικουμενική Σύνοδος να τους δώσει αυτήν την αυθεντία και τη σφραγίδα, εάν βεβαίως την αξίζουν.
Κανονομάχοι δεν είναι μόνο, όσοι προβαίνουν στις ανωτέρω ενέργειες ή και απόπειρες ή ισχυρογνώμονες γνωμοδοτήσεις, αλλά και όσοι παρακινούν ή παρωθούν τους ασχολούμενους με τους κανόνες, τους κανονολόγους, να προβαίνουν στις ανωτέρω ενέργειες και θεωρήσεις, καθώς και όσοι επιτίθενται προς αυτούς. Βεβαίως κανονομάχοι (τουλάχιστον εμμέσως) είναι και όσοι κανονολόγοι αδιαφορούν για την καθ' οιονδήποτε τρόπο παραχάραξη ή αλλοίωση ή τροποποίηση, ή αθέτηση των ι. κανόνων, για να μην δυσαρεστούν ή τα «χαλάνε» με τους κρατούντες ή τις κυκλοφορούμενες κοσμικές αντιλήψεις ή απαιτήσεις της εποχής τους.
Ασφαλώς κανονομάχοι είναι -ίσως χωρίς να το θέλουν- και όσοι θέλουν να γίνουν βασιλικώτεροι του βασιλέως, επί του προκειμένου, εκκλησιαστικώτεροι των ι. κανόνων, όσοι δηλ. θέλουν να γίνουν «ευσεβέστεροι» από ό,τι υποδεικνύουν αυτοί οι κανόνες της Εκκλησίας. Πρβλ. τους νηστεύοντες και άλλα Σάββατα πλην του Μεγάλου Σαββάτου, παρά τη ρητή υπόδειξη τους.
Κανονομάχοι, λοιπόν, δεν είναι όσοι δεν εφαρμόζουν από τυχόν άγνοια ή αδυναμία τους ι. κανόνες, αλλά όσοι δεν τους τηρούν, όσοι δεν τους φυλάσσουν ως παρακαταθήκη και όσοι δεν τους περιβάλλουν, αλλά τους αναθεωρούν και τους παραθεωρούν, ή τους παραμερίζουν.
3. Κανονολάτρες
Τέλος, κανονομάχοι αποβαίνουν και όσοι απολυτοποιούν την ισχύ των κανόνων και μάλιστα εκείνων που επιλέγουν αυτοί, και θέλουν «σώνει και καλά» να τους εφαρμόζουν πάντοτε -ιδίως στους άλλους- παραθεωρούντες την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη αδυναμία και ασθένεια. Αυτοί εμφανίζονται ως ανυποχώρητοι υπέρμαχοι των ιερών κανόνων, προσκολλημένοι στον τύπο του γράμματος. Αυτούς μπορούμε κάλλιστα να τους χαρακτηρίσουμε ως κανονολάτρες, όπως άλλοτε οι εικονολάτρες. Όμως σε τελική, βέβαια, ανάλυση καταντούν κανονομάχοι, γιατί δίνουν εσφαλμένη εντύπωση στους ανθρώπους περί του σκοπού τους και του χαρακτήρα τους.
Οι κανονολάτρες αυτοί δίνουν την αφορμή στους ασθενείς κατά την ορθόδοξο πίστη και τον γνήσιο εκκλησιαστικό βίο να νομίζουν εσφαλμένως, ότι οι ι. κανόνες δεν εκφράζουν το πνεύμα της δικαιοσύνης και της αγάπης του Ευαγγελίου, άλλα ότι είναι σκληροί νομικίστικοι τύποι.
Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κάποιος ότι αυτοί οι κανονολάτρες δεν είναι λιγώτερο επικίνδυνοι από τους κανονομάχους. Η μη καλή γνώση τους του Κανονικού Δικαίου και των θεσμών της Εκκλησίας, όπως είναι η εκκλησιαστική Οικονομία, έχει τις δυσμενείς αυτές επιπτώσεις. Η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την άγνοια, όπως γνωρίζουμε ήδη.
Αυτοί δεν γνωρίζουν καλά, ότι εάν το κύρος και η αυθεντία των θείων κανόνων είναι απόλυτη, και έτσι μπορούν να αποτελούν απλανείς οδηγούς, γενικώς και διαχρονικώς, αντιθέτως η ισχύς τους και η εφαρμογή τους είναι σχετική, ότι δηλαδή έχει να κάνει με τις περιστάσεις, με τις περιπτώσεις, τις προσωπικές ή τις μερικές, και με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις εν λόγω καταστάσεις, προϋποθέσεις και συνθήκες, θα τις κρίνει βεβαίως το εκάστοτε αρμόδιο εκκλησιαστικό επισκοπικό, ή συνοδικό, ή εντεταλμένο απ' αυτό όργανο, το οποίο θα χορηγεί αναλόγως την οικονομία, τ.ε. την άδεια για παρέκκλιση από τους κανόνες εκ των προτέρων ή την συγχώρηση για την παράβαση τους εκ των υστέρων.
Αυτοί δεν γνωρίζουν το θεσμό της εκκλησιαστικής οικονομίας, ο όποιος παρέχει στα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας το δικαίωμα να χορηγούν την άδεια ή τη συγχώρηση για κάποια πρόσκαιρη και λογική παρέκκλιση από την πιστή εφαρμογή των ι. κανόνων, όχι των δογμάτων, πάντοτε βεβαίως από χριστιανική αγάπη και προς σωτηρία των ανθρώπων (8). Δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει το μέτρο της εκκλησιαστικής οικονομίας που είναι η εν Χριστώ ελευθερία, την οποία έχει η Εκκλησία να διαχειρίζεται τη θεία Χάρη, για να διευθετεί τα του οίκου Της, βεβαίως πάντοτε προς ψυχική
ωφέλεια του ανθρώπου, ο όποιος βρίσκεται εντός και έκτος Αυτής (9) , και όχι προς το ίδιον των οργάνων αυτής υλικό ή κοσμικό συμφέρον.
Δεν μπορούν ίσως ακόμη να αντιληφθούν ή να κατανοήσουν, ότι η οικονομία αυτή λειτουργεί έτσι, ώστε να μη μπορεί να δικαιολογηθεί καμμία κατάργηση η αναθεώρηση, ή τροποποίηση των ι. κανόνων.
Αυτοί δεν ενθυμούνται ή κάνουν πως δεν ενθυμούνται τους λόγους του Κυρίου, που δίδαξε, ότι « Τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο καί οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον » ( Μαρκ. 2,27), χωρίς βεβαίως να καταργήσει το Σάββατο. Τελικά αυτοί δεν καταντούν μόνο κανονομάχοι, αλλά και ανθρωπομάχοι, ή μήπως και ανθρωποκτόνοι;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. V. Lossky - Μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 206. Πρβλ. Κων. Μουρατίδου, Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τῶν ἱ. κανόνων, «Κοινωνία», τομ. ΙΖ' (1974), σελ. 150-151.
2. Ιω. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, ( Δογματικῆς Τμῆμα Ε'), Αθή ναι 1973, σελ. 520.
3. Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης, Χαριστήριος Ὠδή, εν Αθήναις 1969, σελ. 168.
4. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμ. Β', σελ. 556.
5. Στη συνέχεια εκτίθενται ονομαστικώς οι σχετικοί κανόνες.
6. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, τόμ. Β', σελ. 308-310.
7. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γ' Ἐπηυξημένη, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2002, σελ. 69 εξ.: «Ὁ ἑρμηνευτής καί οἱ προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῶν ἱ. κανόνων», και « Ἀρχές ἑρμηνείας ( καί ἐναρμονίσεως ) τῶν ἱ. κανόνων».
8. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 51.
9. Βλ. Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 60.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου