* Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο, το οποίο έλαβε χώρα στα Άγια Μετέωρα από 12 έως 14 Σεπτεμβρίου 2000 με θέμα: Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός στην ανατολή της τρίτης χιλιετίας
Πνευματική μητέρα του συγχρόνου συγκρητισμού είναι η Θεοσοφική Εταιρεία (ιδρύθηκε το 1875 στη Νέα Υόρκη από τη Ρωσσίδα Μπλαβάτσκυ και τον Αμερικανό συνταγματάρχη Όλκοττ). Βασικό δόγμα της είναι ότι καμμία θρησκεία δεν κατέχει ολόκληρη την αλήθεια αλλά τμήματα ή ψήγματά της. Για να απαρτισθεί το όλον της αληθείας θα πρέπει οι επί μέρους θρησκείες να συνεισφέρουν το δικό τους η κάθε μια μερίδιο. Θα πρέπει «να αλληλοεμπλουτισθούν». Πριν από 107 χρόνια ο ινδός γκουρού Βιβεκανάντα μιλώντας στο «Α' Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (Σικάγο, 27.9.1893) είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μήπως επιθυμώ οι Χριστιανοί να γίνουν Ινδουιστές; Προς Θεού! Μήπως επιθυμώ οι Ινδουιστές ή οι Βουδδιστές να γίνουν Χριστιανοί; Προς Θεού!»... Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να γίνουν Ινδουιστές, ούτε Βουδδιστές. ούτε και αυτοί να γίνουν Χριστιανοί. Αλλά κάθε θρησκεία θα πρέπει να αφομοιώσει το πνεύμα των άλλων θρησκειών, διατηρώντας ωστόσο τις ιδιαιτερότητές της, προκειμένου να αναπτυχθεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους...»5. Αυτά τα λόγια εκφράζουν άριστα το πνεύμα του διαθρησκειακού συγκρητισμού. Η ίδια βέβαια η Θεοσοφική Εταιρεία η οποία ισχυρίζεται ότι καμμία θρησκεία δεν έχει ολόκληρη την αλήθεια, διεκδικεί για το δικό της αυτό ακριβώς θρησκευτικό αξίωμα την απόλυτη αλήθεια. Πρόκειται για τον λεγόμενο δογματικό πλουραλισμό, ο οποίος αρνείται σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του την αξίωση για αποκλειστικότητα. Έτσι απορρίπτει τον λόγο του Κυρίου μας «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή», διότι «διεκδικεί αποκλειστικότητα»! Οι απόψεις και οι επιδιώξεις αυτές συμπλέκονται με το κίνημα της λεγομένης Νέας Εποχής, της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και της έξωθεν και άνωθεν προωθουμένης Παγκοσμιοποιήσεως, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η σύγκλιση όχι μόνο των οικονομιών αλλά και των θρησκειών και η δημιουργία μιας συγκρητιστικής πανθρησκείας. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων δεν θέλει τη θρησκεία ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Την αποδέχεται στο πλαίσιο του θρησκευτικού πλουραλισμού. Όποιος απορρίπτει το θρησκευτικό αξίωμα της Θεοσοφίας και κατ' επέκταση της «Νέας Εποχής» «πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μη διεκδικείς την αποκλειστικότητα της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας» εξοβελίζεται. Χαρακτηρίζεται φανατικός, μισσαλόδοξος, φονταμενταλιστής. Όμως σε καμμία περίπτωση η εμμονή στην αλήθεια του Χριστού δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον φανατισμό ή τη μισαλλοδοξία, όπως προσπαθούν κάποιοι κατ' όνομα μόνον προοδευτικοί να το παρουσιάσουν για να πλήξουν την Εκκλησία. Από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα η «Νέα Εποχή» όλες οι θρησκείες θεωρούνται δρόμοι που οδηγούν στο ίδιο τέρμα, στον ίδιο σκοπό. Θεωρούνται «ηθελημένοι οδοί από τον Θεόν για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία των πιστών τους»6. «Κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου»7. «Η ουσιαστική ανεξιθρησκεία δεν περιορίζεται σε απλή ανοχή, αλλά συνίσταται, πέραν αυτής και σε μία θετική αναγνώριση μιας ξένης θρησκείας ως γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως με το Ιερό»8. Οι ανωτέρω ρήσεις ανήκουν — δυστυχώς — σε Ορθόδοξον ιεράρχη. Οι οπαδοί αυτής της απόψεως πιστεύουν ότι υπάρχει ένας κοινός Θεός ο οποίος εκφράζεται στις διάφορες θρησκείες με διαφορετικά ονόματα και ότι θα πρέπει «να σεβόμεθα τον Θεόν του πλησίον μας» (!) Αυτή η θέση εκφράζεται χαρακτηριστικά στις γνωστές ίσως δηλώσεις του αποθανόντος πατριάρχου Αλεξανδρείας Παρθενίου (1996): «Για μένα, το θέμα της γνώσεως, αν το Ισλάμ είναι ή δεν είναι μία εμπνευσμένη θρησκεία, δεν τίθεται: είναι βεβαίως, εμπνευσμένη». «ο Μωάμεθ είναι άνθρωπος του Θεού, ο οποίος έκαμε τους Άραβας της ερήμου να πιστεύουν στον ένα Θεό, ικανούς να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγαπούν τους γείτονές τους και να εργάζονται για το καλό. Και αυτό είναι καλό πράγμα...»9. Και: «Το Ισλάμ, στο Κοράνιό του, μιλάει για Χριστό, για Παναγία, και μείς πρέπει να μιλήσουμε για τον Μωάμεθ με θάρρος και τόλμη. Να δούμε την ιστορία του και την προσφορά του, το κήρυγμα του ενός Θεού, και την ζωή των μαθητών του, που είναι μαθητές του ενός Θεού...»10(!) Ο γνωστός για τις ιδέες του καθηγητής Σάββας Αγουρίδης μετά τη συμμετοχή του στη Β' Συνδιάσκεψη της «Συνελεύσεως των Θρησκειών του Κόσμου» (Σαν Φραντσίσκο, 1990), η οποία αποτελεί μία από τις πολλές οργανώσεις του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν, εδήλωσε: «αυτό που εδώ στην Ελλάδα έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η «αντικειμενική γνώση του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού... πρόκειται... για γειτόνους μας και πρέπει να καταλάβουμε καλά... πως έχουμε υποχρέωση να μάθουμε τη θρησκευτική παράδοση των γειτόνων μας... και να τους αποδεχτούμε σαν ίσους και όμοιους»11. Και: «ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους Ορθοδόξους ως ίσοι και όμοιοι με την Ορθοδοξία και ο Βουδισμός, όπως προφανώς και άλλες θρησκείες, αποτελούν θρησκευτικά φαινόμενα, όπως η Ορθοδοξία!»12. Σύμφωνα με τις συγκρητιστικές αυτές αντιλήψεις οι διάφορες θρησκείες αποτελούν νόμιμες εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου. Αποτελούν κύκλους πνευματικής ζωής με ετερόκεντρη αφετηρία. Επιδίωξη είναι να καταστούν «τεμνόμενοι κύκλοι με συνεχώς διευρυνόμενο το κοινό τμήμα τους»13. Η άποψη αυτή αποδέχεται την παρουσία του Χριστού σε όλες τις εκτός Χριστιανισμού θρησκείες14 και θεωρεί το Άγιο Πνεύμα «κοινό παρονομαστή όλων των θρησκειών». Από επισημότατα δυστυχώς ορθόδοξα χείλη διακηρύσσεται ότι «Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδδισταί και Κομφουκιανοί... είμεθα ηνωμένοι εν τω πνεύματι του ενός Θεού»15. Ο συγκρητισμός συγχέει σκοπίμως στοιχεία διαφορετικών θρησκειών που παρουσιάζουν μια εξωτερική ομοιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταύτιση διαλογισμού και προσευχής από τους οπαδούς της «Νέας Εποχής». Επίσης βασικές διδασκαλίες κυρίως των ανατολικών θρησκειών, όπως η θεωρία του κάρμα και της μετενσαρκώσεως, θεωρείται ότι ανήκαν στον αρχέγονο χριστιανισμό, ο οποίος αλλοιώθηκε από την Εκκλησία και το ιερατείο! Από τους εκπροσώπους της «Νέας Εποχής» εκφράζεται η θέση ότι δεν πρέπει κανείς να εκφέρει αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα, την ανωτερότητα ή κατωτερότητα των διαφόρων θρησκειών, εφ' όσον όλες αποτελούν εξ ίσου νόμιμες, απλώς διαφορετικές — για λόγους ιστορικούς και πολιτισμικούς — θρησκευτικές παραδόσεις. Για την προώθηση αυτού του μοντέλου, διοργανώνονται σε ετήσια βάση με πρωτοβουλία του πάπα — και συμμετοχή δυστυχώς και Ορθοδόξων — «Συναντήσεις Θρησκειών για την Ειρήνη του Κόσμου», όπως εκείνη που έγινε για πρώτη φορά στην Ασσίζη το 1986. Επίσης άλλες διοργανώσεις όπως το Α', Β' και Γ' μέχρι στιγμής «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Μία από τις βασικές εκδηλώσεις εκεί είναι η «Εορτή της Θρησκευτικής Ποικιλίας». Στο Γ' Κοινοβούλιο, τον Δεκέμβριο του 1999 μετείχαν 6.000 (!) εκπρόσωποι διαφόρων θρησκειών. Οι ιδέες του συγκρητισμού που παρουσιάζεται συνήθως με το μανδύα της αγάπης, της κατανοήσεως, του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής «σ' αυτό που ζητεί η εποχή μας», προωθούνται ακόμη μέσω των Μ.Μ.Ε., μέσω βιβλίων και περιοδικών, με το επικάλυμμα μάλιστα τελευταία της θρησκειολογικής έρευνας, αλλά και με άλλους τρόπους που έχουν στη διάθεσή τους οι διαμορφωτές γνώμης παγκοσμίως. Επίσης βρίσκονται σε εξέλιξη, όσον αφορά σε μας τους Ορθοδόξους, διμερείς διάλογοι Ορθοδόξων και μουσουλμάνων αφ' ενός και Ορθοδόξων και Εβραίων αφ' ετέρου. Στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός και Ισλάμ θεωρούνται «Αβρααμικές» θρησκευτικές παραδόσεις με κοινές ηθικές αξίες(!) Ο συγκρητισμός αυτός έχει τόσο επηρεάσει τους παπικούς και προτεστάντες, ώστε γίνονται ανταλλαγές παπικών μοναχών με βουδδιστές μοναχούς, ώστε οι μεν να προσλάβουν στοιχεία των δε. Σε επίπεδο διαχριστιανικού συγκρητισμού, λειτουργεί διομολογιακό μοναστήρι μικτό (άνδρες και γυναίκες) στο οποίο «μονάζουν» παπικοί και προτεστάντες. Πρόκειται για τη Μονή Μπόζε (Bose) στη Βόρειο Ιταλία, η οποία μάλιστα διοργανώνει συνέδρια επάνω σε θέματα Ορθοδόξου πνευματικότητος! Γνωστή είναι επίσης και η Μονή Ταιζέ με παρόμοιο προσανατολισμό. Θα πρέπει να πούμε ότι οι δηλώσεις σαν κι αυτή του ινδού γκουρού που αναφέραμε στην αρχή, δεν εκφράζουν το πραγματικό πιστεύω των κηρύκων του συγκρητισμού. Το κήρυγμα της «ενότητος στην ποικιλία» είναι ένα δόλωμα για την παγίδευση των ανύποπτων χριστιανών στις ανατολικές θρησκείες και στη «Νέα Εποχή». Οι δάσκαλοι της Ν. Ε. βλέπουν με συγκατάβαση τους χριστιανούς, διότι πιστεύουν ότι οι χριστιανοί ευρίσκονται σε κατώτερο εξελικτικό επίπεδο, εκείνο της εποχής των Ιχθύων που τελειώνει, ενώ οι ίδιοι ευρίσκονται σε ανώτερο εξελικτικό επίπεδο, αυτό της εποχής του Υδροχόου, της πολυδιαφημιζομένης «Νέας Εποχής» που αρχίζει. Οι παρακάτω λόγοι που ανήκουν πάλι στον ινδό γκουρού Βιβεκανάντα δηλοποιούν την ανειλικρίνεια αυτού και των συναδέλφων του. Μεταφέρουμε απόσπασμα από τον πύρινο λόγο του σε φοιτητές στο Madras όταν επέστρεψε από τις Η.Π.Α. στην Ινδία μετά το πέρας του Α' «Κοινοβουλίου των Θρησκειών του Κόσμου», όπου και του έγινε αποθεωτική υποδοχή: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκεται μπροστά μας, και ο καθένας πρέπει γι' αυτό να οπλισθεί — η άλωση του κόσμου από την Ινδία — τίποτε το λιγότερο από αυτό, και όλοι εμείς πρέπει να οπλισθούμε και να τεντώσουμε γι' αυτό το σκοπό κάθε νεύρο... Σήκω, Ινδία, και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευματικότητά σου... Αυτό που πρέπει να κυριεύσει τη Δύση είναι η πνευματικότητα....»16. Όπως σωστά παρετηρήθη το Α' «Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» (1893) ήταν η αφετηρία της «ιεραποστολικής» εκστρατείας για την πνευματική άλωση της Δύσεως από τις ανατολικές θρησκείες. Η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος Είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δηλώνει επισήμως ότι «δεν μπορεί να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους Διαθρησκειακές Συνελεύσεις λόγω σχετικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας»17. Στην Δ.Ι.Σ. της 4-9.2.1999 «συζητήθηκε και το θέμα της συμμετοχής της Εκκλησίας σε διαθρησκειακές συναντήσεις και προσδιόρισε (η Δ.Ι.Σ.) τις αρχές της συμμετοχής της, οι οποίες είναι: α) Η Εκκλησία διαλέγεται με όσους είναι έξω από αυτήν για την διάδοση του Ευαγγελίου και τη μετάδοση του μηνύματος της σωτηρίας μέσα στα πλαίσια της αυτοσυνειδησίας της. β) Δεν συμμετέχει σε συμπροσευχές κατά την επιταγή των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας». Επίσης αποφασίσθηκε ο περιορισμός του Διαλόγου με τον Αγγλικανισμό, «λόγω των ακραίων αποκλίσεων των Αγγλικανών από την Βιβλική και Πατερική Παράδοση». Αυτές οι αποφάσεις, όπως και οι σχετικές δηλώσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, ολίγον μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόvo18, αναδεικνύουν την Εκκλησία της Ελλάδος ως την κατ' εξοχήν Εκκλησία η οποία τηρεί μία συνεπή παραδοσιακή στάση στα θέματα των διαλόγων και των σχέσεων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους**. Διαχριστιανικός συγκρητισμός Στο χώρο τώρα τον διαχριστιανικό, ο συγκρητισμός εκφράζεται κυρίως με τη «θεωρία των κλάδων» και τη θεωρία των «αδελφών εκκλησιών». Η θεωρία αυτή διατυπώνεται χαρακτηριστικά στη Συμφωνία Ορθοδόξων και παπικών στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993). Μετείχαν εκεί εννέα Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ απουσίαζαν έξι μεταξύ των οποίων και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος. Με τη συμφωνία αυτή γίνεται δεκτόν ότι αυτά που μας διαιρούν Ορθοδόξους και παπικούς είναι μόνον εξωτερικοί, ιστορικοί και ανθρώπινοι παράγοντες και όχι κάτι το ουσιαστικό και βαθύτερο. Με τη συμφωνία αυτή προωθείται ο δογματικός μινιμαλισμός και ο λαϊκός οικουμενισμός. Ήδη στην ορθόδοξο διασπορά ορθόδοξοι εκκλησιάζονται σε ναούς παπικών, επειδή π.χ. ο ορθόδοξος ναός ευρίσκεται σε μεγάλη απόσταση. Βαπτίζουν τα παιδιά τους εκεί κ.ο.κ. Έτσι με τον λαϊκό οικουμενισμό έχουμε μια «σταδιακή ψυχολογική προετοιμασία του λαού ώστε συν τω χρόνω η ένωσις να πραγματοποιηθή εις τον λαόν ανεξαρτήτως των αποφάσεων της ιεραρχίας»19. Η θεωρία των «αδελφών εκκλησιών» δέχεται ότι Ορθόδοξοι και Παπικοί είμεθα αδελφές Εκκλησίες με την πλήρη έννοια του όρου, παρά τις διαφορές σε δογματικό επίπεδο, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται. Ως αδελφές Εκκλησίες είμεθα «υπεύθυνοι από κοινού διά την διατήρησιν της μοναδικής Εκκλησίας του Θεού..»20. Η θεολογία αυτή όπως και οι συγγενείς «Βαπτισματική θεολογία», θεολογία του «Πολιτισμικού πλουραλισμού», της «Διευρυμένης Εκκλησίας» και της «Κοινής Διακονίας», οδηγούν σε εκατέρωθεν αναγνώριση της αποστολικής διαδοχής, της ιερωσύνης και των μυστηρίων -παρά τις δογματικές διαφορές- όπως ακριβώς έγινε στο Μπαλαμάντ. Έτσι ουσιαστικά ανατρέπεται η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία. Η έννοια των αδελφών εκκλησιών σημειωτέον επεκτείνεται, ώστε να θεωρηθούν και οι ποικιλώνυμες προτεσταντικές παραφυάδες και κυρίως οι Αγγλικανοί, ως αδελφές εκκλησίες προς την Ορθόδοξο. Στη συμφωνία του Μπαλαμάντ ασκήθηκε εντονωτάτη κριτική από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία εκφράζοντας την συνείδηση του ευσεβούς κλήρου και του λαού μας και ιδιαιτέρως των μοναχών, γράφει χαρακτηριστικά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι θεωρεί «το περί Ουνίας κείμενο του Μπαλαμάντ ως απαράδεκτον εξ επόψεως ορθοδόξου», και «ως παντελώς ξένον προς την μακραίωνα ορθόδοξον παράδοσιν»21. Κατά παρόμοιον τρόπον εξεφράσθησαν σε άρθρα τους Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες22, η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους και παραδοσιακοί καθηγητές των Θεολογικών μας Σχολών23. Ένας άλλος διάλογος στο πλαίσιο του οποίου καλλιεργήθηκε ο θρησκευτικός συγκρητισμός με την συνακόλουθη μείωση και υποτίμηση των δογματικών διαφορών ήταν αυτός με τους Αντιχαλκηδονίους. Ο διάλογος αυτός υποτίθεται ότι επερατώθη επιτυχώς. Μία προσεκτικότερη όμως μελέτη έδειξε ότι η συμφωνία που επετεύχθη ήταν επιφανειακή. Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους παρατηρεί ότι τα συμπεράσματα της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, βάσει των οποίων οι Αντιχαλκηδόνιοι «διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως»24 «πλήττουν καιρίως τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής. και δεύτερον, η Χριστολογία των Κοινών Δηλώσεων έρχεται εις ριζικήν διαφωνίαν προς την Χριστολογικήν διδασκαλίαν μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας»25. Το Π.Σ.Ε. Το βήμα από όπου προβάλλεται και προωθείται κυρίως ο διαχριστιανικός αλλά και ο διαθρησκειακός συγκρητισμός είναι αυτό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) στο οποίον ως γνωστόν μετέχουμε Ορθόδοξοι και προτεστάντες. Ήδη έχουν αποχωρήσει, όπως γνωρίζετε, οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Γεωργίας και Βουλγαρίας, ενώ και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως της Σερβίας και Ρωσίας, προβληματίζονται έντονα για τη δική τους συμμετοχή. Το Π.Σ.Ε. ήδη στην ιδρυτική του διακήρυξη εξέφραζε τη γραμμή του διαχριστιανικού συγκρητισμού. Από την δεκαετία του '70 και εξής έγιναν στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. μεγάλα βήματα προς τον διαθρησκειακό πλέον συγκρητισμό με προωθητή κυρίως το Τμήμα του Π.Σ.Ε. για τον «Διάλογο με τις άλλες θρησκείες». Οριακή εκδήλωση προς αυτή την κατεύθυνση απετέλεσε η Ζ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στην Καμπέρρα της Αυστραλίας το 1991 όπου προεβλήθησαν «παγανιστικές, ανιμιστικές και ειδωλολατρικές αντιλήψεις περί του Αγίου Πνεύματος, δείγμα της βαθειάς αλλοτρίωσης της προτεσταντικής θεολογίας» κατά την χαρακτηριστική έκφραση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου σε άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη Θρησκευομένων Ανθρώπων;»26. Θα ημπορούσε να επεκταθεί κανείς και σε πολλά άλλα θέματα που δικαιολογούν την άποψη ότι το Π.Σ.Ε. διέρχεται σήμερα μίαν βαθυτάτη κρίση η οποία ομολογείται πανταχόθεν και η οποία είναι άγνωστον που θα οδηγήσει. Είναι γεγονός ότι αν θα ήθελε να ιδεί κανείς βαθύτερα την κρίση που διέρχονται οι διάλογοι στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. αλλά και οι υπόλοιποι διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους, θα έπρεπε να διερευνήσει κυρίως τα αίτια και όχι τα επιφαινόμενα. Επιφαινόμενα είναι επί παραδείγματι τα προβλήματα που παρεμβάλλονται διαρκώς από την Ουνία από παπικής πλευράς ή οι χειροτονίες γυναικών και οι γάμοι ομοφυλοφίλων από προτεσταντικής πλευράς. Το βαθύτερο αίτιο της κρίσεως είναι — όπως ομολογείται και από συνειδητούς παλαιμάχους και ενθέρμους θιασώτες του Π.Σ.Ε. — το «έκδηλο συγκρητιστικό πνεύμα από το οποίο εμφορούνται πολλά στελέχη του Συμβουλίου» (του Π.Σ.Ε.)27. Τα σπέρματα βέβαια της σημερινής εξελίξεως ετίθεντο ήδη, όπως είπαμε, στο ιδρυτικό Καταστατικό του Π.Σ.Ε., όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι συνεστήθη προκειμένου: «1) Να καλή τας Εκκλησίας διά τον σκοπόν της ορατής ενότητος εν μια πίστει και μια ευχαριστιακή κοινωνία, εκφραζομένης εν τη λατρεία και τη κοινή εν Χριστώ ζωή και διά την πρόοδον — αυτών — προς την ενότητα ταύτην, ίνα ο κόσμος πιστεύση. 2) Να διευκολύνη την κοινήν μαρτυρίαν των Εκκλησιών εις ένα έκαστον τόπον και εις άπαντας τους τόπους... 3) Να υποστηρίζη τας Εκκλησίας εν τω παγκοσμίω ιεραποστολικώ και ευαγγελιστικώ αυτών έργω. 4) Να εκφράζη το κοινόν ενδιαφέρον των Εκκλησιών εν τη υπηρεσία των ανθρωπίνων αναγκών, της κατακρημνίσεως των μεταξύ των ανθρώπων εμποδίων και της προαγωγής μιας ανθρωπίνης οικογενείας εν δικαιοσύνη και ειρήνη»28. Τα ανωτέρω εκφράζουν, με τρόπον εύγλωττον την εξ αρχής αυτοσυνειδησία του Π.Σ.Ε. και των ιδρυτικών του μελών. Από ορθοδόξου πλευράς, για να αιτιολογηθεί στην γνωστή πατριαρχική εγκύκλιο του 1920 η συμμετοχή στην «οικουμενική κίνηση», προεβάλλετο ως μοναδική αιτία η αντιμετώπιση κινδύνων όπως «ο οσημέραι ευρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις αλκοολισμός, η θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια, η μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία και ηδυπάθεια, η ακολασταίνουσα ασχημοσύνη εν τη φιλολογία, τη ζωγραφική, τω θεάτρω ή και τη μουσική, η θεοποίησις του πλούτου...», χωρίς να προβάλλεται καθόλου η αλήθεια ότι ακόμη και η πλήρης εξάλειψη αυτών των κοινωνικών πληγών δεν σώζει από μόνη της τον άνθρωπο. Στην πατριαρχική αυτή εγκύκλιο του 1920, η οποία, σημειωτέον, κατά τους οικουμενιστές αποτελεί «οριακή έκφραση του Ορθοδόξου Οικουμενισμού, αλλά και ορόσημο στην ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως»29, ως «απανταχού Εκκλησίαι» θεωρούνται οι ετερόδοξες Κοινότητες της Δύσεως, οι οποίες χαρακτηρίζονται «όχι ως ξέναι και αλλότριαι προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλ' ως συγγενείς και οικείαι εν Χριστώ και συγκληρονόμοι και σύσσωμοι της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστώ». Εξ αρχής λοιπόν τα θεμέλια του Π.Σ.Ε. ήσαν τελείως εγκοσμιοκρατικά και ξένα προς την Ορθόδοξο αυτοσυνειδησία. Άλλωστε η εκκοσμίκευση, ο ηθικισμός, ο ευσεβισμός και ο ουμανισμός, με την έννοια του ρεύματος που εγέννησε ο Γαλλικός Διαφωτισμός, άνοιξαν τον δρόμο για τον μη Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Λέγω μη Ορθόδοξο, διότι έχουμε και Ορθόδοξο Οικουμενισμό. Ορθόδοξος Οικουμενισμός είναι η Οικουμενικότητα της Εκκλησίας την οποία ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι το Π.Σ.Ε. αποτελεί εδώ και χρόνια στόχο διαβρώσεως εκ μέρους της οργανώσεως του Κορεάτου ψευδομεσσία Σαν Μυούνκ Μουν «Ενωτική Εκκλησία», η οποία επιδιώκει την διάβρωση όλων των δομών εξουσίας στον κόσμο. Η «Ενωτική Εκκλησία» ισχυρίζεται ότι «χρειάζεται άλλα δεκαπέντε περίπου χρόνια για να διαβρώσει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ότι «ήδη υπάρχει ένας μεταξύ των πέντε Προέδρων του Π.Σ.Ε. που συνεργάζεται στενά με την κίνηση αυτή»!... «Με αυτές τις προϋποθέσεις», σχολιάζει ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: (1996), «ο διαθρησκευτικός διάλογος θα ήταν τουλάχιστον ανευθυνότητα και επιπολαιότητα από μέρους εκκλησιαστικών παραγόντων και εκφράζουμε απορία γιατί ένας από τους Προέδρους του Π.Σ.Ε. να είναι σήμερα συνεργάτης του Κορεάτη ψευδομεσσία και γιατί δεν ακούστηκε ακόμη καμμία κραυγή διαμαρτυρίας»30. Συνέπειες – αποτελέσματα Οι συνέπειες της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν γένει στην λεγομένη Οικουμενική κίνηση και τους συναφείς διαλόγους είναι, όπως θα δούμε, κυρίως εκκλησιολογικές, σωτηριολογικές και ποιμαντικές. Η συμμετοχή αυτή οδήγησε και οδηγεί καθ' ημέραν και περισσότερο στην αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους και στη διαμόρφωση ενός άλλου φρονήματος και ήθους «διαθρησκειακού», τουλάχιστον μεταξύ των στελεχών που εμπλέκονται στην όλη αυτή προσπάθεια. Όπως γράφει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Μουρατίδης «Διά της συμμετοχής της εις το Π.Σ.Ε. η Ορθοδοξία παρητήθη κατ' ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του Π.Σ.Ε., όπερ κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρό πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου»31. Ο αείμνηστος Σέρβος καθηγητής της Δογματικής και ομολογητής της Ορθοδοξίας π. Ιουστίνος Πόποβιτς χαρακτηρίζει το Π.Σ.Ε. ως «αιρετικόν, ανθρωποπαγή και ανθρωπολατρικόν σύλλογον» και την συμμετοχήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις αυτό ως «δουλικόν εξευτελισμόν». Ο δε μακαριστός π. Σπυρίδων Μπιλάλης γράφει: «Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας διά της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν διά την Ορθοδοξίαν»32. Ουσιαστικώς ο διαχριστιανικός και διαθρησκειακός συγκρητισμός καταργεί τα όρια μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως. Ο Οικουμενισμός με την έννοιαν του συγκρητισμού υποστηρίζει ότι τα όρια της Εκκλησίας είναι ασαφή. Ότι, Ορθόδοξος Εκκλησία αφ' ενός και άλλες χριστιανικές ομολογίες αφ' ετέρου, συναποτελούν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν του Συμβόλου της Πίστεως. Αυτό βέβαια αποτελεί εκκλησιολογική αίρεση και έρχεται σε αντίθεση με την απ' αρχής αυτοσυνειδησία μας ως Ορθοδόξων. Επ' αυτού θα ημπορούσαμε να προσκομίσουμε πλήθος αγιοπατερικών χωρίων. Με τον συγκρητισμό που καλλιεργείται στο πλαίσιο αυτών των διαλόγων με ετεροδόξους και ετεροθρήσκους ουσιαστικά αθετείται η έννοια της αιρέσεως για λόγους «οικουμενικής αβροφροσύνης» και για την επικράτηση «οικουμενικού πνεύματος». Μετατίθεται η πραγματική βάση ενότητος των ανθρώπων εν Αληθεία, δηλαδή εν Χριστώ, και προτείνεται ένα νέο πρότυπο ενώσεως -παρά τις δογματικές διαφορές-, δηλαδή όχι εν Αληθεία. Το πρότυπο της δράσεως από κοινού, της οργανώσεως, της «κοινής διακονίας», δηλαδή ένα πρότυπο ουμανιστικό, ανθρωποκεντρικό. Κέντρον της ενότητος αποτελεί πλέον όχι ο Θεάνθρωπος αλλ' ο πεπτωκός άνθρωπος. Η συμμετοχή στο Π.Σ.Ε. και ο όλος οικουμενιστικός συγχρωτισμός, που περιλαμβάνει όχι μόνον διαλόγους αλλά και κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, οδήγησε στην ουσιαστική παύση της Ορθοδόξου ιεραποστολής στις χώρες όπου επικρατούν οι χριστιανικές ομολογίες. Έτσι κλείνουμε την πόρτα στους κουρασμένους ανθρώπους της Δύσεως, υποδεικνύοντάς τους να μείνουν εκεί όπου ευρίσκονται, εφ' όσον «είμαστε το ίδιο», είμαστε «αδελφές Εκκλησίες» και «επίκειται η ένωση». Αλλά και αποκαθάρσεις λειτουργικών βιβλίων μελετώνται ώστε να μην θίγονται οι αντιχαλκηδόνιοι από τις αυστηρές εκφράσεις που χρησιμοποιεί η υμνολογία της Εκκλησίας μας για τους αιρεσιάρχες αρχηγούς των. Έλλειψη ενημερώσεως και συμφωνίας της Εκκλησίας Η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις διαδικασίες των διαλόγων αυτών με τον τρόπο που γίνονται, πάσχει όχι μόνον ουσιαστικώς αλλά και διαδικαστικώς. Ούτε εξ αρχής υπήρξε, ούτε υπάρχει ουσιαστική ενημέρωση για τα λαμβάνοντα χώραν στα πλαίσια των διαλόγων. Όχι μόνον ο ευσεβής κλήρος και λαός μας δεν ενημερώνεται, αλλ' ούτε και η σεπτή ιεραρχία ενημερώνεται σε βάθος. Οι διάλογοι αυτοί αποτελούν σε διεθνές επίπεδο αποκλειστική ενασχόληση μιας κατηγορίας ανθρώπων που θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει εξ επαγγέλματος γραφειοκράτες και τεχνοκράτες οικουμενιστές. Το θέμα όμως δεν είναι μόνον η ενημέρωση. Το ζητούμενον είναι τα αποφασιζόμενα στους διαλόγους να συμφωνούν και να εκφράζουν το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, αλλιώς θα έχουν την τύχη αποφάσεων τύπου Φερράρας-Φλωρεντίας και το μόνο που θα κάνουν θα είναι να δημιουργήσουν πληγές στο σώμα της Εκκλησίας. Ορθόδοξες θέσεις Η Ορθόδοξη Παράδοση, της οποίας άγρυπνος θεματοφύλακας είναι ο μοναχισμός, ως πρόταση αντιστάσεως στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό συγκρητισμό, ως πρόταση αντιστάσεως ουσιαστικά στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποιήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής, προβάλλει την οδό της αληθούς θεογνωσίας, την κατά χάριν θέωση, δηλαδή, σε προσωπική κοινωνία αγάπης και υπακοής με τον μόνον Άγιο Τριαδικό Θεό. Προβάλλει την ανεκτίμητη αξία του προσώπου το οποίο η Νέα Εποχή θέλει να αριθμοποιήσει και εξαφανίσει. Η Ορθόδοξη αυτή πρόταση ζωής δεν είναι μια διανοητική κατασκευή. Είναι η εμπειρία αναριθμήτου πλήθους αγίων στη διάρκεια των δύο χιλιάδων ετών εκκλησιαστικού βίου. Ο αγώνας αυτός για διάσωση του προσώπου είναι συγχρόνως και αγώνας για διάσωση της εθνικής και θρησκευτικής μας αυτοσυνειδησίας, η οποία τελευταία μάλιστα δέχεται πυκνά και μεθοδευμένα κτυπήματα. Ο διάλογος βέβαια με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους σε καμμία περίπτωση δεν απορρίπτεται. Αντιθέτως, πάντοτε κατείχε θέση σημαντική στη ζωή της Εκκλησίας, θέση συνυφασμένη με την αποστολή της που είναι το προφητικό και αποστολικό κήρυγμα της μετανοίας και η ένωσις των πάντων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε, ότι στο πλαίσιο της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως κακοποιούνται ερμηνευτικώς οι λόγοι του Κυρίου μας κατά την αρχιερατική Του προσευχή. Όταν ο Κύριος εύχεται «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17,21) κατά την πατερική ερμηνεία, που υπενθυμίζει ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ζητεί από τον Πατέρα «ώστε οι μαθηταί Του και οι μαθηταί των μαθητών Του να γίνουν ένα εις την θέαν της δόξης Του, εις αυτήν ήδη την επίγειον ζωήν ως μέλη του Σώματός Του, δηλαδή της Εκκλησίας...»33. Ορθοδόξως η ένωσις των πάντων, επομένως και η ένωσις των «εκκλησιών», επιτυγχάνεται με την Χάριν του Θεού διά της επιστροφής των πεπλανημένων εν μετανοία στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δηλαδή την Ορθόδοξο. Θα ήταν φρονούμε πολύ χρήσιμο και για τους σήμερον διαλεγομένους από πλευράς Ορθοδόξου και καλουμένους να δώσουν λόγον «παντί τω αιτούντι περί της εν ημίν ελπίδος», να εντρυφήσουν στο πώς διελέγοντο οι άγιοι της Εκκλησίας μας με τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους και μάλιστα κάτω από ασυγκρίτως δυσμενέστερες απ' ότι εμείς σήμερα ιστορικές συνθήκες. Εμείς σήμερα γιατί θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τη δική τους γραμμή; Μήπως είμεθα αγιότεροι ή εξυπνότεροι εκείνων; Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, σεπτή ομήγυρις μοναχών και φιλομονάχων, εξ όσων μέχρι στιγμής ελέχθησαν καθίσταται νομίζω σαφές ότι ευρισκόμεθα μπροστά σε ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα που αποτελεί μέρος της προκλήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής. Έγινε πιστεύω φανερό από όσα μέσα στο περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα εξετέθησαν, ότι ο συγκρητισμός, διαχριστιανικός και διαθρησκειακός είναι τελείως αντίθετος και ασυμβίβαστος με το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας. Το φρόνημα αυτό εκφράζει κατ' εξοχήν ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, ο οποίος αποτελεί την γρηγορούσα συνείδηση της Εκκλησίας και τον θεματοφύλακα της Παραδόσεώς της. Γι' αυτό το λόγο έχει κάθε δικαίωμα αλλά και καθήκον να προμαχεί και υπερμαχεί υπέρ της ορθοδόξου πίστεως προασπίζοντας την ακεραιότητά της. Κλείνοντας επιτρέψτε μου τούτο μόνον να προσθέσω: Επειδή η προσπάθεια προωθήσεως του συγκρητισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ενδύεται συνήθως, όπως είπαμε, το μανδύα της αγάπης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακριβώς η πατερική στάση που εμμένει στην αλήθεια της πίστεως και που λέγει την αλήθεια στους εκτός Εκκλησίας με πόνο, αγάπη και διάκριση, είναι όντως η φιλάνθρωπος στάση, διότι ουσιαστικά βοηθεί τον πλανώμενο άνθρωπο να έλθει σε συναίσθηση και μετάνοια, ενώ η άλλη -η ουμανιστική αγαπολογική- τον αφήνει αβοήθητο στην αρρώστεια του. Εξ άλλου η αγάπη η αληθινή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, συμπορεύεται πάντοτε με την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλιώς δεν πρόκειται ούτε για αληθινή αγάπη ούτε για αλήθεια. Σας ευχαριστώ
** Αυτά εγράφοντο πριν έλθει ο πάπας στην Ελλάδα τον Μάιο του 2001. Σήμερα, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τις δηλώσεις μας εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2000. 5. Βλ. Περιοδικό «Διάλογος» του Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων», τ. 1, σελ. 16 6. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156 7. Μητροπ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: Ορθοδοξία και Ισλάμ, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 16 8. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6 9. Στον συλλογικό τόμο "You shall be my Witnesses", επιμέλεια και έκδοσις Γεωργίου Λαιμοπούλου, εκδόσεις «Τέρτιος, σελ. 19, Κατερίνη 1993 10. Περιοδικό«Πάνταινος», αρ. 1 /Ιανουάριος-Απρίλιος 1991,σελ.59 11. † π:. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ή Προσευχή; -Ορθόδοξη Θεώρηση, σελ. 235, Αθήναι 1993 12. † π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σελ. 237 13. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, «Ο ακαδημαϊκός διάλογος...», ενθ' ανωτ., σελ. 14 14. Βλ. Δηλώσεις "Gaudium et spes" και κυρίως "Nostra Aetate" («Για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες») της Β' Βατικανής Συνόδου (1965) 15. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 511 / 39.11.1994, σελ. 28 16. Ενθ' ανωτ. περιοδ. «Διάλογος», τ.1, σελ. 16 17. Περιοδικόν «Εκκλησία», αρ. 15/15.8.-1.2.1998, σελ. 634 18. Απόσπασμα συνεντεύξεώς του στην εκπομπή του π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος (24.5.1998) 19. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Οικουμενισμός, Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ' έκδ. 1996, σελ. 123 20. Κοινό ανακοινωθέν Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχου μετά τον εορτασμό της θρονικής εορτής της Ρώμης (1995), βλ. Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 520/31.7.1995, σελ. 19 21. Εφημερίδα «Εκκλησιαστική Αλήθεια», αρ. 393/16.1.1995, σελ. 1 και 7 22. Βλ. Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νυν Μακ. Αρχιεπισκόπου) «Η ουνία μόνον ξεπερασμένη μέθοδος ενότητος;», εν περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 32 / Οκτ. 1993 23. Βλ. Κείμενον Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία» τεύχος 18/ Απρίλιος 1995, σελ. 86-99 24. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 446/1.10.1990, σελ. 19-20 («Δευτέρα Κοινή Δήλωσις», παρ. 9, της Γ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου, Σαμπεζύ, 23-28.9.1990) 25. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Άγιον Όρος 1996, σελ. 12 26. Βλ. Περιοδικόν «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 4/Μάρτιος 1991, σελ. 58-59 27. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, «Από το Βανκούβερ στην Καρμπέρα», περιοδικόν «Ενημέρωσις», ΣΤ' -1990/11-12, σελ. 4 28. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου - Ευ.Α. Βαρέλλα, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, 47, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 370 29. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση «Οικουμενικός θρόνος και Οικουμένη - Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα», εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1988, σελ. 57 30. Βλ. άρθρο «Η 'Νέα Εποχή' κίνδυνος για τον πολιτισμό!», εφημερίδα «Χριστιανική», 20.6.1991, σελ. 6-7 και 10• περιοδικό «Εκκλησία», αρ. 14/1.10.1990, σελ. 511α 31. Κ.Δ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις - Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, σελ. 28, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1973 32. Αρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τόμος Β', έκδοσις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1969, σελ. 598 33. Βλ. Επιστολή Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο περί του κειμένου του Μπάλαμαντ, εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία», τεύχος 18 / Απρίλιος 1995, σελ. 86
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26
** Αυτά εγράφοντο πριν έλθει ο πάπας στην Ελλάδα τον Μάιο του 2001. Σήμερα, δυστυχώς, δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τις δηλώσεις μας εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2000. 5. Βλ. Περιοδικό «Διάλογος» του Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων», τ. 1, σελ. 16 6. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156 7. Μητροπ. Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: Ορθοδοξία και Ισλάμ, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 16 8. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, εν περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6 9. Στον συλλογικό τόμο "You shall be my Witnesses", επιμέλεια και έκδοσις Γεωργίου Λαιμοπούλου, εκδόσεις «Τέρτιος, σελ. 19, Κατερίνη 1993 10. Περιοδικό«Πάνταινος», αρ. 1 /Ιανουάριος-Απρίλιος 1991,σελ.59 11. † π:. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ή Προσευχή; -Ορθόδοξη Θεώρηση, σελ. 235, Αθήναι 1993 12. † π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σελ. 237 13. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, «Ο ακαδημαϊκός διάλογος...», ενθ' ανωτ., σελ. 14 14. Βλ. Δηλώσεις "Gaudium et spes" και κυρίως "Nostra Aetate" («Για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη χριστιανικές θρησκείες») της Β' Βατικανής Συνόδου (1965) 15. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 511 / 39.11.1994, σελ. 28 16. Ενθ' ανωτ. περιοδ. «Διάλογος», τ.1, σελ. 16 17. Περιοδικόν «Εκκλησία», αρ. 15/15.8.-1.2.1998, σελ. 634 18. Απόσπασμα συνεντεύξεώς του στην εκπομπή του π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος (24.5.1998) 19. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθοδοξία και Οικουμενισμός, Ορθοδοξία και Παπισμός», Γ' έκδ. 1996, σελ. 123 20. Κοινό ανακοινωθέν Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχου μετά τον εορτασμό της θρονικής εορτής της Ρώμης (1995), βλ. Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 520/31.7.1995, σελ. 19 21. Εφημερίδα «Εκκλησιαστική Αλήθεια», αρ. 393/16.1.1995, σελ. 1 και 7 22. Βλ. Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου (νυν Μακ. Αρχιεπισκόπου) «Η ουνία μόνον ξεπερασμένη μέθοδος ενότητος;», εν περιοδ. «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 32 / Οκτ. 1993 23. Βλ. Κείμενον Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία» τεύχος 18/ Απρίλιος 1995, σελ. 86-99 24. Περιοδικόν «Επίσκεψις», αρ. 446/1.10.1990, σελ. 19-20 («Δευτέρα Κοινή Δήλωσις», παρ. 9, της Γ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου, Σαμπεζύ, 23-28.9.1990) 25. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Άγιον Όρος 1996, σελ. 12 26. Βλ. Περιοδικόν «Πειραϊκή Εκκλησία», αρ. 4/Μάρτιος 1991, σελ. 58-59 27. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση, «Από το Βανκούβερ στην Καρμπέρα», περιοδικόν «Ενημέρωσις», ΣΤ' -1990/11-12, σελ. 4 28. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου - Ευ.Α. Βαρέλλα, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, 47, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 370 29. Βλ. Μ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Τσέτση «Οικουμενικός θρόνος και Οικουμένη - Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα», εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1988, σελ. 57 30. Βλ. άρθρο «Η 'Νέα Εποχή' κίνδυνος για τον πολιτισμό!», εφημερίδα «Χριστιανική», 20.6.1991, σελ. 6-7 και 10• περιοδικό «Εκκλησία», αρ. 14/1.10.1990, σελ. 511α 31. Κ.Δ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις - Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, σελ. 28, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1973 32. Αρχιμ. Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τόμος Β', έκδοσις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1969, σελ. 598 33. Βλ. Επιστολή Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο περί του κειμένου του Μπάλαμαντ, εν περιοδ. «Αγιορειτική Μαρτυρία», τεύχος 18 / Απρίλιος 1995, σελ. 86
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002
ΤΕΥΧΟΣ 26
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου