Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΡΑΥΓΑΖΕΙ, ΑΛΛΑ ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;

Η ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΕΡΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Φεβρουάριος 2007



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ι. Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΙΙΙ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΣΗΜΕΡΑ

1. Ἡ Ἐκκλησιολογία

α. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἔννοια Μία Ἐκκλησία)

β. Ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας

γ. Ἡ ἀποστολικότης καί ἡ ἁγιότης τῆς Ἐκκλησίας

δ. Ἡ πίστις, ἡ ζωή καί ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας

2. Τό Βάπτισμα

3. Ἡ ἱεραποστολή

4. Ὁ στόχος τῆς ὁρατῆς ἑνότητος

5. Ἡ “ὁμολογιακή” καί ἡ “διομολογιακή” κοινή προσευχή

6. Ἡ ἔλλειψις προσανατολισμοῦ πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία

7. Ἠθικά καί κοινωνικά θέματα

8. Ἡ στάσις ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν

IV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΟ Π.Σ.Ε.

Α. Τά προβλήματα

1. Στήν ἀδυναμία οὐσιαστικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας

2. Στήν καλλιέργεια ἑνός ὁράματος ψευδοῦς ἑνότητος

3. Στήν συνέχισι τῶν συμπροσευχῶν

4. Στήν φθορά τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων

5. Στήν συντήρησι αἱρετικῶν νοημάτων καί βιωμάτων

6. Στίς προοπτικές

Β. Τό πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

VI. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ὁ προβληματισμός γιά τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (στό ἑξῆς Π.Σ.Ε.) εἶναι ἀπολύτως εὔλογος. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἐντεῦθεν πολλές φορές ἐξέφρασαν τίς ἀνησυχίες τους γιά ποικίλες τάσεις καί ἐκδηλώσεις του. Τό 1997 ἀπεχώρησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί τό 1998 ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας. Στήν Διορθόδοξο Συνάντησι τῆς Θεσσαλονίκης τό 1998 διατυπώθηκε ἔντονα ἡ πιό πρόσφατη δυσαρέσκεια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τόν τρόπο συμμετοχῆς τους στό Π.Σ.Ε., ὁπότε ἀπείλησαν μέ ἀποχώρησι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Σερβίας καί τῆς Ρωσίας.

Ἔργο τῶν ὑπευθύνων ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων εἶναι νά ἀναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, νά παρακολουθοῦν τήν ἐξέλιξί τους μέ αἴσθησι εὐθύνης καί νά ἀντιμετωπίζουν μέ συνέπεια τά προβλήματα πού δημιουργοῦνται ἀπό τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. καί σέ παρόμοιους σχηματισμούς. Ὁ πιστός Ὀρθόδοξος λαός ἔχει ὑποχρέωσι νά διατηρῇ γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική συνείδησι καί δογματική εὐαισθησία, ἰδίως οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν φύσι τῆς μοναχικῆς μας κλήσεως ἔχουμε αὐξημένη εὐαισθησία γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἐφ’ ὅσον «ἔργον Μοναχοῦ τό μηδέ τό τυχόν ἀνέχεσθαι καινοτομεῖσθαι τό Εὐαγγέλιον». Ἡ καλή αὐτή ἀνησυχία σημαίνει τήν ἐπαγρύπνησι ἀπέναντι σέ κάθε νεωτεριστική γνώμη ἤ ἐνέργεια, πού δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 4, 14). Αὐτή εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ αἰσθητηρίου καί κριτηρίου, ὅπως τό βεβαιώνει ἡ μακραίων Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καί τό τονίζει μέ πολλή ἔμφασι ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1848. Ὁ λαός, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πράγματι «ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν πατέρων αὐτοῦ», γι’ αὐτό «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα».

Σέ ἕνα χρόνο συμπληρώνεται ἑξηκονταετία ἀπό τήν ἵδρυσι τοῦ Π.Σ.Ε. καί τό ἐρώτημα, ἄν ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων σέ αὐτό γίνεται ἐπί ὀρθῶν ἐκκλησιολογικῶν βάσεων, περιμένει μία ἐκ νέου ἀπάντησι. Τό αἴτημα (ἡ εὐχή) γιά τήν ἐπανένωσι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν μέ τήν Ἐκκλησία καί ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας νά διακηρύττῃ τήν Πίστι της καί νά βοηθῇ τούς ἑτεροδόξους νά ἐπανεύρουν τήν χαμένη τους ταυτότητα, παραμένουν ἡ μία πλευρά τοῦ ζητήματος. Ἡ ἄλλη πλευρά εἶναι ἡ διαπίστωσις ὅτι ὁ συμφυρμός μέ τούς ἑτεροδόξους ἀλλοιώνει καί τήν ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Πρέπει νά σταθοῦμε μέ πολλή περίσκεψι μπροστά στό ἐνδεχόμενο νά ἀναπτυχθῇ μεταξύ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἕνα φρόνημα διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο τῶν ἀοιδίμων πατέρων μας. Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά ζημιωθῇ στήν Πίστι της.

Ι. Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, «ἐκκλησιάζει» τούς ἀνθρώπους, τούς καθιστᾷ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἐκ τούτου μετόχους τῆς θείας υἱοθεσίας καί κληρονόμους τῆς αἰωνίου ζωῆς. Προσεύχεται γιά τούς ἑτεροδόξους νά ἐπιστρέψουν στήν κοινωνία της, καί προσκαλεῖ τούς μακράν εὑρισκομένους ἀλλοθρήσκους νά γνωρίσουν τήν Ἀλήθειά της. Ὡς μοναδική ὁδό πρός πραγμάτωσιν «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει καί Ἐκκλησίᾳ, τό ὁποῖο σημαίνει ἑνότητα ἐν τῇ Ἀληθείᾳ. Ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως τόν προεῖδαν οἱ Προφῆται, ὅπως τόν ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως τόν ἐδογμάτισαν οἱ Πατέρες, ὅπως τόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διακηρύσσει αὐτήν τήν ἑνότητα καί στήν σημερινή ἐποχή τῶν οἰκουμενισμῶν καί τῶν παγκοσμιοποιήσεων, ἀντιδιαστέλλοντάς την ἀπό θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές καί οἰκονομικές ἑνοποιήσεις ἐγκοσμιοκρατικοῦ χαρακτῆρος. Ἡ ἐμπειρία της ἀπό τήν Ἐξωτερική Ἱεραποστολή καί τήν ποιμαντική της εἶναι ἡ καλλίτερη ἀπόδειξις ὅτι δέν θά παύσῃ νά ἔχῃ πάντοτε τούς κατηχουμένους της, ὄχι μόνο ἀπό τούς μή χριστιανικούς λαούς ἀλλά καί ἀπό τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς, αὐτούς πού ἀντιλήφθηκαν ὅτι τό πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς τους ταυτότητος δέν βρίσκεται στίς χριστιανικές τους κοινότητες.

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὅτι ἐνίοτε ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικές σύνοδοι, ἐπεδίωξαν ἕνωσι τῶν διισταμένων Χριστιανῶν μέ τήν Ἐκκλησία χωρίς τήν ἀληθῆ καί θεοδώρητη ἑνότητα στήν Πίστι. Τό Ἑνωτικόν ἐπί αὐτοκράτορος Ζήνωνος, ἡ Ἔκθεσις ἐπί Ἡρακλείου καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας εἶναι χαρακτηριστικά παραδείγματα ἐσφαλμένων ἑνωτικῶν προτάσεων. Ὁ χρόνος ἀπέδειξε ἀσταθεῖς καί ἐπιζήμιες τίς ἑνώσεις πού στηρίχθηκαν σέ αὐτές τίς βάσεις.

Διαλόγους καί ἑνωτικές προσπάθειες ἐπί ὀρθῶν βάσεων καί ὑπό Ὀρθόδοξες προϋποθέσεις ἔχουν πραγματοποιήσει ἱερώτατοι ἄνδρες καί ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀγαθά ἀποτελέσματα ἤ τουλάχιστον χωρίς ἐπιζήμιες ἐπιπτώσεις στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι χαρακτηριστικά τά δύο παραδείγματα πού ἀκολουθοῦν. Πρῶτον, ἡ ἐπιστροφή ὁμάδων ἐκ τῶν Ὁμοιουσιανῶν στήν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀδιασαλεύτων ἀρχῶν πού ἔθεσε ὁ Μέγας Βασίλειος: τήν ἀποδοχή τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας («μηδεμίαν τῶν ἐκεῖ λέξεων ἀθετεῖν») καί «τό μή δεῖν λέγεσθαι κτῖσμα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μηδέ κοινωνικούς αὐτῶν εἶναι τούς λέγοντας» (Ἐπιστολές 113, 114)· ἡ ἕνωσίς τους μέ τήν Ἐκκλησία στηρίχθηκε στήν ἀπόλυτη συμφωνία στήν Πίστι τῆς Νικαίας καί στήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ ὅσους δέν τήν ἀποδέχονταν. Δεύτερον, ἡ πρωτοβουλίᾳ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἐπιστροφή ὡρισμένων Ἀρμενίων στήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῇ βάσει τῆς Πίστεως τῆς Χαλκηδόνος καί ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι οἱ ἐπιστρέφοντες θά ἀποκηρύξουν τούς μέχρι τότε αἱρετικούς διδασκάλους των: «Καί γάρ οἱ τήν Ἀρμενίαν οἰκοῦντες ... τήν μακράν ἐκείνην πλάνην ἀποθέσθαι ἐνεδυναμώθησαν· καί λατρεύει σήμερον καθαρῶς καί ὀρθοδόξως ἡ τῶν Ἀρμενίων λῆξις τήν τῶν Χριστιανῶν λατρείαν, Εὐτυχῆ τε καί Σεβῆρον καί Διόσκορον... καί πᾶσαν αὐτῶν τήν πολύσπορον διασποράν, ὡς ἡ Καθολική Ἐκκλησία, μυσαττομένη, καί δεσμοῖς ἀλύτοις τοῦ ἀναθέματος ὑποβάλλουσα».

Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ἔχει καταγράψει καί πολλές ἄλλες ἑνωτικές πρωτοβουλίες. Τά προβλήματα καί οἱ συνθῆκες, μέσα στίς ὁποῖες αὐτά ἀνέκυπταν, ἦσαν κάθε φορά διαφορετικά, ἀλλά οἱ προϋποθέσεις πού ἔθεταν οἱ Πατέρες γιά τήν ἕνωσι ἦσαν ἀμεταθέτως πάντοτε οἱ ἴδιες. Οἱ ἑτερόδοξοι πού ἐπιθυμοῦν τήν ἕνωσι μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία πρέπει νά ἔλθουν σέ πλήρη ἑνότητα Πίστεως μαζί της καί νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τούς πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως καί μέ ὅσους συνεχίζουν νά τούς ἀκολουθοῦν. Ὁ Μέγας Βασίλειος δέν συμφωνοῦσε μέ ἑνώσεις, στό πλαίσιο τῶν ὁποίων θά ὑπῆρχε ποικιλία στό φρόνημα, ὅπως συνήθως λέγεται σήμερα στούς διαχριστιανικούς διαλόγους: «unity in diversity». Ἔγραφε ὁ ἅγιος Πατήρ: «Κἄν μέν πείσωμεν, κοινῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐάν δέ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις. Τόν δέ ἐπαμφοτερισμόν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους ... ἦν γάρ, φησί, τῶν πιστευσάντων καρδία καί ψυχή μία» (Ἐπιστολή 128). Ἐάν δηλαδή δέν ἐπιτευχθῇ ἕνωσις μέ ἑνότητα στήν Πίστι, εἶναι προτιμώτερο νά περιορισθοῦμε οἱ ὁμόδοξοι στήν μεταξύ μας κοινωνία. Κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἡ ἕνωσις δέν εἶναι αὐτοσκοπός, οὔτε ἡ ποικιλομορφία σέ θέματα Πίστεως ἐκφράζει εὐαγγελικό ἦθος. Ἐκεῖνος πού πραγματικά πρέπει νά ἀποβληθῇ εἶναι ὁ «ἐπαμφοτερισμός τοῦ ἤθους», μία κατάστασις πού δυστυχῶς κατά προτεσταντική ἐπίδρασι ἀποκτᾶ χαρακτῆρα φρονήματος μεταξύ Ὀρθοδόξων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά κατηγορῆται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γιά «ἀπομόνωσι» (self-isolation).

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ.

Μία ἱστορική ἀναδρομή στίς ἑνωτικές πρωτοβουλίες μέ τόν προτεσταντικό κόσμο κατά τό ἀπώτερο καί τό πρόσφατο παρελθόν βοηθεῖ στό νά ἀξιολογηθῇ σωστά ἡ σημερινή σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε.

Ὁ νεοπαγής Προτεσταντισμός τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀμυνόμενος ἔναντι τῆς παπικῆς ἀντιμεταρρυθμίσεως, εἶχε κατ’ ἀρχάς φιλικές –ἀλλά ὄχι ἀθῶες οὔτε ἀνιδιοτελεῖς οὔτε ἀνώδυνες– σχέσεις μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (Φίλιππος Μελάγχθων καί Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β΄, Βιττεμβέργιοι θεολόγοι καί Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄, Καλβινισταί θεολόγοι τῆς Γενεύης καί Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, Μητροφάνης ὁ Κριτόπουλος καί οἱ τρεῖς πτέρυγες τῆς Διαμαρτυρήσεως)1. Τόν 18ο καί 19ο αἰῶνα ὅμως οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες ἀνέπτυξαν ἀνεπίτρεπτες προσηλυτιστικές ἐνέργειες κατά τῶν ἐμπεριστάτων Ὀρθοδόξων. Ἐν τούτοις Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καλλιέργησαν πνεῦμα ἑνωτικό μέ κοινότητες τῶν Διαμαρτυρομένων, ὁσάκις αὐτές διετύπωναν τήν πρόθεσί τους γιά ἕνωσι (Ἄγγλοι Ἀνώμοτοι -Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Γ΄, Ἀλεξανδρείας Σαμουήλ, Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος Γ΄, Ἱεροσολύμων Χρύσανθος)2. Κατά τήν διάρκεια τριῶν αἰώνων ἐγράφησαν ἀξιόλογα ὁμολογιακά καί ἀντιρρητικά κείμενα. Στόχος τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν καί ὅρος ἑνώσεως ἦταν ἡ ἐπάνοδος τῶν προτεσταντικῶν κοινοτήτων στήν Ὀρθόδοξο Πίστι καί τήν πλήρη ἑνότητα μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἡ τακτική τους ἀπαρεγκλίτως ἦταν νά διακόπτουν τίς ἑνωτικές ἐπαφές, ἐφ’ ὅσον διεπίστωναν ἀπροθυμία τῶν Διαμαρτυρομένων νά ἀποδεχθοῦν τόν ὅρο αὐτό.

Μετά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος οἱ Ἀγγλικανικές ἐκκλησίες κατεδίκασαν τυπικά τόν προτεσταντικό προσηλυτισμό καί ἀνέπτυξαν φιλόφρονες σχέσεις ὑψηλοῦ ἐπιπέδου μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος3, καθώς καί “ποιμαντικό” ἐνδιαφέρον γιά τίς παροικίες τῶν Ὀρθοδόξων στίς ἀγγλικές ἀποικίες4. Ταυτόχρονα ἡ μερίδα τῶν Παλαιοκαθολικῶν (1870) ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθοδοξία5. Ἔτσι δημιουργήθηκαν οἱ συνθῆκες γιά νά τεθῇ ἀφ’ ἑνός θέμα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ τήν Διαμαρτυρομένη Δύσι, καί ἀφ’ ἑτέρου ζήτημα περί τά ἐκκλησιολογικά ὅρια αὐτῆς τῆς ἐπικοινωνίας. Στό κλῖμα αὐτό ἐντάσσονται ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ (1902) καί οἱ ἔγγραφες ἐπιφυλάξεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρότασι τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ τραγωδία τοῦ Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά τό ὅραμα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνταποκρίθηκαν μέ τό «Διάγγελμα» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1920) γιά τήν ἵδρυσι «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν». Πρέπει νά ὑποσημειωθῇ στό σημεῖο αὐτό ἡ διαφορά στήν ἐκκλησιολογία τῶν δύο ἐγκυκλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ ὁρίζει ὅτι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία «μία ἐστί πράγματι ἐν ταυτότητι πίστεως καί ὁμοιότητι ἠθῶν καί ἐθίμων, συνῳδά ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί μία ὀφείλει εἶναι, ἀλλ’ οὐ πολλαί καί διαφέρουσαι πρός ἀλλήλας κατά τε τά δόγματα καί τούς θεμελιώδεις θεσμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως»6. Τό «Διάγγελμα» τοῦ 1920 ἀντιθέτως προτρέπει τίς χριστιανικές ἐκκλησίες νά θεωροῦν ἀλλήλας ὄχι «ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλά συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί “συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ”»7.

Βάσει τοῦ «Διαγγέλματος» Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετέσχον ἐπισήμως στίς προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως ὀργανώσεις «Πίστις καί Τάξις» (τῶν Ἀγγλικανικῶν ἐκκλησιῶν) καί «Ζωή καί Ἐργασία» (τῶν Λουθηρανικῶν ἐκκλησιῶν) κατά τήν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου. Τό ρηξικέλευθο «Διάγγελμα» μέ τήν ἐκκλησιολογική του καινοτομία καί τίς δέκα καταστατικές του προτάσεις ἐχάραξε τήν μέχρι σήμερα κρατοῦσα γενικῶς γραμμή στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τίς ἑτερόδοξες. Πρέπει ὅμως νά σημειωθῇ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, πού μετεῖχαν στά Συνέδρια τῶν ἀνωτέρω ὀργανώσεων (Γενεύη 1920, Στοκχόλμη 1925, Λωζάννη 1927, Ἐδιμβοῦργο 1937), ἔδιναν ὁμολογουμένως ὀρθή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς μόνης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Στήν Λωζάννη π.χ. ἐδήλωσαν ὅτι «αἱ τεθεῖσαι βάσεις πρός διατύπωσιν κοινῶν προτάσεων καί ἐπιψήφισιν αὐτῶν ὑπό τοῦ Συνεδρίου ἀποκλίνουσιν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ἀντιπροσωπεύομεν· ἐντεῦθεν καί θεωροῦμεν ἔργον συνειδήσεως, ὅπως ἀπόσχωμεν τῆς ἐπιψηφίσεως τῶν γενομένων ἐκθέσεων». Καί ἐπίσης ὅτι «ἀδυνατοῦμεν νά ἐννοήσωμεν ἕνωσιν περιοριζομένην εἰς ἐλάχιστα κοινά σημεῖα, διότι, κατά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅπου ἐλλείπει ὁλοκληρία τῆς πίστεως, ἐκεῖ οὐδεμία δύναται νά ὑπάρξῃ κοινωνία ἐν τοῖς μυστηρίοις»8.

Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) ἱδρύθηκε τό 1948 γιά νά συνενώσῃ τίς αὐτοτελῶς μέχρι τότε ἐργαζόμενες προτεσταντικές ὀργανώσεις «Πίστις καί Τάξις» καί «Ζωή καί Ἐργασία» καί νά ἀποτελέσῃ μία πιό δυναμική παρουσία στόν κόσμο. Προσκληθεῖσα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνταποκρίθηκε θετικῶς ὑπό τόν ὅρον ὅτι πρόκειται περί συνεργασίας ἐπί πρακτικῶν θεμάτων καί ὄχι συμμετοχῆς σέ δογματικές συζητήσεις τοῦ Τμήματος «Πίστις καί Τάξις» καί ὅτι οἱ ἐκπρόσωποί της δέν θά συμμετέχουν σέ συμπροσευχές καί ἄλλες λατρευτικές ἐκδηλώσεις πού ἀπαγορεύονται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνας9.

Ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στά πρῶτα Συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. καί τῶν ἰδιαιτέρων τμημάτων του ἦταν ἀξιοθαύμαστα ὁμολογιακή. Στήν Λούνδη (πρώτη σύσκεψις τοῦ «Πίστις καί Τάξις» ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Π.Σ.Ε., 1952), ἐδήλωσαν: «... ἡ Ἱεραρχία τῆς ὅλης Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιφυλάσσει δι’ ἑαυτήν καί μόνην τό δικαίωμα νά ὁρίζῃ τί εἶναι σφαλερόν εἰς θρησκευτικά ζητήματα καί τί εἶναι σύμφωνον ἤ ἀσύμφωνον πρός τήν πίστιν αὐτῆς... οὕτω συνέβαινε πάντοτε, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καί διακηρύττει, ὅτι τό περιεχόμενον τῆς πίστεώς της δέν εἶναι ἀνθρώπινος διδασκαλία καί ἀνθρώπινα ἐντάλματα, ἀλλά θεῖα τοιαῦτα, καί οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά συγχέῃ αὐτά μέ ἀτομικάς γνώμας περί αὐτῶν. Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων»10.

Παρομοία δήλωσις ἔγινε στήν Γεν. Συνέλευσι τοῦ Π.Σ.Ε. στό Ἔβανστον (1954). Στήν Γεν. Συνέλευσι μάλιστα τοῦ Νέου Δελχί (1961) οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἐδήλωσαν τά ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα: «... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι μία Ὁμολογία, μία ἐκ τῶν πολλῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν. Διά τούς Ὀρθοδόξους ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι “ἡ” (καθαυτό) Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀντίληψιν καί συνείδησιν, ὅτι ἡ ἐσωτερική της δομή καί ἡ διδασκαλία της συμπίπτουσι πρός τό ἀποστολικόν κήρυγμα καί τήν παράδοσιν τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας ... ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται διά τῆς ὁδοῦ τῆς ἐλαττώσεως (ὑποβιβάσεως, Reduction) καί τοῦ ἀποχωρισμοῦ (Separation) ὅλαι αἱ ὑφιστάμεναι χριστιανικαί ὁμολογίαι. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως δύναται ἡ παροῦσα οἰκουμενική προσπάθεια νά χαρακτηρισθῇ ὡς “οἰκουμενικότης ἐν χώρῳ”, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ εἰς συμφωνίαν μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, ὅπως αὗται ὑφίστανται ἐπί τοῦ παρόντος. Ἡ προσπάθεια αὕτη εἶναι ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως πλήρως ἀνεπαρκής καί ἀτελής...»11.

Εἶναι ἄξιον ἐπισημάνσεως ὅτι, ἐνῶ ὅλες σχεδόν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶχαν ἐπιδείξει προθυμία γιά τήν συμμετοχή στά συνέδρια τῶν ὀργανώσεων «Πίστις καί Τάξις» καί «Ζωή καί Ἐργασία», ἔδειξαν ἐπιφυλακτικότητα γιά τήν συμμετοχή τους στό Π.Σ.Ε. Στό Ἄμστερνταμ (1948) ἐκπροσωπήθηκαν μόνο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Ἐκκλησίες τῆς Κύπρου καί τῆς Ἑλλάδος. Ἐν μέρει βεβαίως δικαιολογεῖ τήν ἐπιφυλακτικότητα ἡ κατάστασις, στήν ὁποία περιῆλθαν οἱ σλαβόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέ τήν ἐπικράτησι τοῦ Κομμουνισμοῦ στίς σλαβικές χῶρες, καί ἡ ἀπόφασις τοῦ Συνεδρίου τῆς Μόσχας, κατά τήν ὁποία «ἀπεκρούετο ἡ συμμετοχή εἰς τήν οἰκουμενικήν κίνησιν κατά τό παρόν στάδιον αὐτῆς»12. Ἐν τούτοις δέν εἶναι ἄνευ λόγου ἡ παρατήρησις, ὅτι στά συνέδρια τῶν ἀνωτέρω ὀργανώσεων εἶχαν ἐπισημανθῆ ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων βασικές καί μᾶλλον ἀνυπέρβλητες θεολογικές διαφορές πρός τίς προτεσταντικές θέσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων: «α) περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας· β) περί τοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας· γ) περί τοῦ τίς τῶν ὑφισταμένων Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ γνησία· δ) περί τοῦ ἱερατείου (ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος)· ε) περί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως...· στ) περί τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ὅτι ὡς τοιοῦτον εἶναι μόνον τό τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἄνευ τῆς προσθήκης τοῦ Filioque· ζ) περί τῶν μυστηρίων...»13. Τό ἀδύνατον τῆς ὑπερβάσεως τῶν διαφορῶν αὐτῶν καί ἑπομένως τό ἀλυσιτελές τῆς συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική κίνησι ἐπί τῷ τέλει τῆς ἐν τῇ πίστει ἑνώσεως, ὑπῆρξε ἔν τινι μέτρῳ ἡ αἰτία τῆς ἀποχῆς πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τά πρῶτα συνέδρια τοῦ Π.Σ.Ε. (Ἄμστερνταμ, Λούνδη). Ἄλλωστε τό πνεῦμα τοῦ «Διαγγέλματος» τοῦ 1920, καθώς καί ἡ προηγηθεῖσα καί ἡ ἀκολουθήσασα προωθημένη «ἐπικοινωνία» ὡρισμένων Ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν μέ τίς ἀγγλικανικές ἐκκλησίες, εἶχαν δημιουργήσει ἀντιδράσεις στό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό ἀπό πλευρᾶς ἐπισκόπων καί θεολόγων τάσεις αὐτοκριτικῆς14.

Μετά τήν Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί (1961) ἄρχισε νέα περίοδος σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων μέ τό Π.Σ.Ε., περίοδος ἀπομακρύνσεως καί πάλι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία. Ἔπαυσαν οἱ Ὀρθόδοξοι νά καταθέτουν ἰδιαιτέρα δήλωσι. Ἐπεκράτησε ἡ πρότασις τοῦ καθηγητοῦ Νικ. Νησιώτη, ὅτι «ἡ ἑνότητα πραγματώνεται μέ τίς ἐνέργειες τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ... Ὅλος ὁ κόσμος δυνάμει βρίσκεται σέ τούτη τήν ἑνότητα· σχισματικές ἐκκλησίες δέν ὑπάρχουν, ἀλλά μονάχα ἐκκλησίες σέ σχισματική κατάσταση μέσα στή μία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία... Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά καλεῖ τίς ἄλλες νά ἐπιστρέψουν στήν ἀρχαία παράδοση καί στούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες (μιά συνεχής μνεία τῶν Δηλώσεων), ἀλλά μονάχα νά τίς ὁδηγεῖ μέ τή μαρτυρία καί τή διακονία... Μιά κλήση γιά ἐπάνοδο στήν ἀρχαία παράδοση μετατρέπει τήν Ὀρθοδοξία (πού εἶναι τό πλήρωμα τῆς καθολικότητας καί τῆς ἀποστολικότητας) σέ μιά ὁμολογιακή ὁμάδα πού κρατάει γιά τόν ἑαυτό της τήν ἀλήθεια»15. Αὐτή ἡ γνώμη, πού στίς λεπτομέρειές της εἶναι ἀκόμη πιό προκλητική γιά τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο (περιελάμβανε πρότασι νά ἱδρυθοῦν οἰκουμενικά συμβούλια σέ ὅλες τίς κατά τόπους ἐκκλησίες μέ ἁρμοδιότητες ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου!), σήμαινε τήν παραίτησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τό θεμελιωδέστερο στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὅτι αὐτοί μόνοι ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς ἀποτελοῦν τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Κατά τήν περίοδο ἀπό τήν ἔναρξι τῶν Πανορθοδόξων καί τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων (1961-1968 καί 1976-1986) καί ἐντεῦθεν τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συμμετέχει στό Π.Σ.Ε. Ἡ παράλληλη ὅμως ἀνάπτυξις διμερῶν διαλόγων μέ ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καί κοινότητες καθιστᾶ τό ζήτημα τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. μέρος τοῦ ὅλου προβλήματος τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων. Τά ἀποτελέσματα τῶν διμερῶν διαλόγων φανερώνουν ἀφ’ ἑνός τίς θεολογικές βάσεις τῆς ἐν γένει συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική κίνησι, ἀφ’ ἑτέρου ἐπηρεάζουν θετικά ἤ ἀρνητικά καί τόν πολυμερῆ διάλογο. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά ὄργανα πού ἐκφράζουν τό δαιδαλῶδες πλέγμα τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν.

Ἱστορικός βέβαια τῆς ἀνωτέρω περιόδου συμπεραίνει ὅτι οἱ διμερεῖς διάλογοι «ἐν μέσῳ παλινδρομήσεων, ἀπογοητεύσεων καί συμφωνιῶν προσεγγίζουν συνεχῶς τόν ἀπώτερόν των στόχον, τοῦτ’ ἔστιν τήν ἕνωσιν πάντων ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολοπαραδότου πίστεως, ὡς ἐκφράζεται αὕτη ὑπό τοῦ παγίου της θεματοφύλακος, τῆς Ὀρθοδοξίας... χωρίς οὐδαμῶς νά γίνουν παραχωρήσεις εἰς τόν πειρασμόν τοῦ συγκρητισμοῦ καί μινιμαλισμοῦ»16. Ἐν τούτοις τά κατωτέρω στοιχεῖα εἶναι ἀρκούντως πειστικά περί τοῦ ἀντιθέτου. Ἡ ἕνωσις πάντων ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολοπαραδότου Πίστεως καθίσταται στόχος ὅλο καί πιό ἀπόμακρος.

Πρῶτος ἀπό τούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους ὡλοκληρώθηκε ὁ διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Ὁ ἀνεπίσημος διάλογος (1964-1971) πραγματοποιήθηκε μέ τήν πρωτοβουλία, τήν ἐποπτεία καί τήν οἰκονομική ὑποστήριξι τοῦ Π.Σ.Ε. καί κατέληξε σέ συμφωνίες πού οὐσιαστικά ἐπαναβεβαιώθηκαν ἀπό τά συμπεράσματα (Κοινές Δηλώσεις καί Προτάσεις) τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου (1985-1993). Στό Aarhus π.χ. τό 1964 συμφωνήθηκε ὅτι: «Ἀνεγνωρίσαμε μεταξύ μας τή μία ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Δεκαπέντε αἰῶνες ἀπομονώσεως δέν μᾶς παραπλάνησαν ἔξω ἀπό τήν πίστη τῶν Πατέρων μας»· καί τό 1990 μέ τήν Β΄ Κοινή Δήλωσι διακηρύχθηκε ὅτι: «ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον».

Μέ γνώμονα αὐτή τήν συμφωνία προτάθηκε νά ἀρθοῦν τά ἀναθέματα τῶν αἱρεσιαρχῶν Διοσκόρου καί Σεβήρου, καί μάλιστα τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας προχώρησε σέ μερική μυστηριακή διακοινωνία ἀπό τό 1991 μέ τούς Συροϊακωβίτας. Ὅμως οἱ συμφωνίες καί οἱ προτάσεις αὐτές βρίσκονται σέ πλήρη ἀντίθεσι πρός τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ καί τήν διδασκαλία ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μνημονεύουμε ἀντιπροσωπευτικῶς μόνο τόν α΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης, κατά τόν ὁποῖον ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος «τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας περιβόλων ἐξήλασε ... Νεστόριον καί Διόσκορον, τόν μέν τῆς διαιρέσεως, τόν δέ τῆς συγχύσεως ὑπερασπιστήν τε καί πρόμαχον, τούς ἐκ διαμέτρου τῆς ἀσεβείας πρός ἕν ἐκπεπτωκότας ἀπωλείας καί ἀθεότητος βάραθρον».

Ὁ διμερής διάλογος μέ τούς Ἀγγλικανούς, πού ἐπίσης ἀναπτύχθηκε διεξοδικῶς καί μέ τούς καλλίτερους οἰωνούς, ἄφησε πίσω του βαθειά ἴχνη ἀσυμφωνίας. Τό τελευταῖο κοινῶς ἀποδεκτό κείμενο τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, τό ἐν Δουβλίνῳ Συμφωνηθέν Κείμενον (1984), πέραν τῆς κραυγαλέας διαφοροποιήσεως στό ζήτημα τῆς χειροτονίας γυναικῶν σέ ἱερατικούς βαθμούς καί τῆς ἀμφισβητήσεως τοῦ κύρους τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν, τά ὁποῖα δέν ἔχουν ἐπισήμως συζητηθῆ, ἐπισημαίνει τήν διάστασι ἀπόψεων ὅσον ἀφορᾶ τίς ἔννοιες:

α) τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας:

«Οἱ Ἀγγλικανοί θεωροῦν τάς διαιρέσεις τῶν χριστιανῶν ὡς ὑφισταμένας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· δέν πιστεύουν ὅτι μόνοι των ἀποτελοῦν τήν μίαν ἀληθινήν ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ὅτι ἀνήκουν εἰς αὐτήν [comprehensiveness]. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀπεναντίας, πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μία ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία, ὡς τό Σῶμα Του, δέν δύναται νά διαιρεθῇ»17·

β) τῆς «κοινωνίας» καί «διακοινωνίας»:

«Ἐπιτρέπεται διά τούς ἀγγλικανούς εὐχαριστιακή διακοινωνία μετά μελῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν εἰς εἰδικάς οἰκουμενικάς περιπτώσεις, εἰς περιπτώσεις ἀνάγκης ἤ ἀκόμη καί ἐπί τακτικῆς βάσεως»18 , καί «ἡ ἔννοια τῆς “διακοινωνίας” (intercommunion) δέν ἔχει θέσιν εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν»19·

γ) τοῦ Filioque [ὡς δογματικῆς διδασκαλίας, ὄχι ὡς προσθήκης]:

«Οἱ ἀγγλικανοί ἀντιπρόσωποι θεωροῦν τό Filioque ὡς ἔγκυρον θεολογικήν διατύπωσιν, ἄν καί δέν τό δέχονται ὡς δόγμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι θεωροῦν τήν διδασκαλίαν τοῦ Filioque ὡς ἀπαράδεκτον»20·

δ) τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:

«Ἐνῶ οἱ ἀγγλικανοί ἀντιπρόσωποι προσέδωσαν μεγαλυτέραν ἔμφασιν εἰς τάς πρώτας τέσσαρας Οἰκουμενικάς Συνόδους καί ὀλιγωτέραν εἰς τάς πέμπτην, ἕκτην καί ἑβδόμην, ἐφαρμόζοντες εἰς τάς συνοδικάς ἀποφάσεις τήν ἀρχήν τῆς “τάξεως” ἤ τῆς “ἱεραρχίας ἀληθειῶν”, οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι θεωροῦν τήν ἀρχήν ταύτην ὡς ἀντικειμένην πρός τήν ἑνότητα τῆς πίστεως ἐν γένει»21·

ε) τῆς πρεσβείας τῶν Ἁγίων:

«Αἱ πλεῖσται τῶν Ἀγγλικανικῶν Ἐκκλησιῶν δέν δέονται τῶν Ἁγίων, ἵνα πρεσβεύωσιν ὑπέρ αὐτῶν, αἱ δέ δεήσεις των ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δέν εἶναι κοιναί εἰς ἁπάσας»22· καί,

στ) τῆς διακρίσεως θείας οὐσίας καί θείων ἐνεργειῶν στόν Θεό:

«Ἡ κανονική Ὀρθόδοξος ὁρολογία περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί περί θεώσεως δέν χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν πλειονότητα τῶν ἀγγλικανῶν»23.

Περιττό νά λεχθῇ ὅτι τό ζήτημα τῆς χειροτονίας γυναικῶν καί ὁμοφυλοφίλων διευρύνει ἀκόμη περισσότερο τό ὑφιστάμενο χάσμα.

Ἐνδεικτική ἐπίσης τοῦ προαναφερθέντος πνεύματος τῶν διμερῶν διαλόγων εἶναι καί ἡ πρόσφατος ἀναγνώρισις τοῦ Βαπτίσματος τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας (συμφωνία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Εὐαγγελική Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, Φανάρι 22/9/2004), παρά τό εὐρύτατο δογματικό καί ἐκκλησιολογικό χάσμα. Λέγεται στό ἀνακοινωθέν: «Παρότι αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν δέν εὑρίσκονται εἰσέτι εἰς κοινωνίαν, θεωροῦμεν ἑκατέρωθεν τά μέλη ἡμῶν ὡς βεβαπτισμένα καί ἀπορρίπτομεν τόν ἐπαναβαπτισμόν. Οἱ συμμετέχοντες εἰς τόν Διάλογον χαιρετίζουν τάς προσπαθείας τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Γερμανίᾳ (Οἰκουμενικόν Συμβούλιον τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν) διά τήν προσπάθειαν ἐπιτεύξεως συμφωνίας ὡς πρός τήν ἑκατέρωθεν ἀναγνώρισιν τοῦ Βαπτίσματος»24.

Τέλος, ὁ τόσο αἰσιόδοξος ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς συμφωνίας διμερής διάλογος μέ τούς Παλαιοκαθολικούς συνάντησε σοβαρό ἐμπόδιο στήν ἐκκλησιολογική του πλευρά λόγῳ τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας τῶν Παλαιοκαθολικῶν μέ τούς Ἀγγλικανούς καί ὡρισμένους Λουθηρανούς25.

Συνεκτιμώντας τήν ἀρνητική αὐτή πλευρά τῶν θεολογικῶν διαλόγων μέ τήν θετική προοπτική πού ἔχει πάντοτε ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων στήν ὀρθοδοξία της καί μέ τήν θετική ἐπίσης συμβολή πολλῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων στούς διαλόγους, παρατηρεῖ κανείς ὅτι δέν ἀρκοῦν οἱ ἀγαθές τυχόν προθέσεις καί οἱ δηλώσεις τῶν Ὀρθοδόξων ὅτι πρέπει νά συμμετέχουν στήν οἰκουμενική κίνησι χωρίς «ὑπέρβασιν ἤ καταπάτησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὁρίων “ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν”»26. Τά ἀνωτέρω στοιχεῖα δείχνουν ὑπερβάσεις τῶν ὁρίων· ὅπως ἐπίσης οἱ συμπροσευχές καί ἡ συμμετοχή σέ λειτουργικές ἐκδηλώσεις μαζί μέ ἑτεροδόξους σημαίνουν ἀθετήσεις τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Γιά νά ἐξασφαλισθῇ ἡ ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθοδοξία ἀπαιτεῖται πρό πάντων πιστότης καί συνεχής ἀναβαπτισμός μας στήν Ὀρθόδοξο Πίστι, πού καλλιεργεῖται μέ τίς καθημερινές ἱερές Ἀκολουθίες, τήν τιμή τῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν Πατέρων, τά συναξάρια τῶν Νεομαρτύρων, τήν ἄσκησι τῶν χαριτωμένων Μοναχῶν, τήν ταπείνωσι τῶν ἁπλοϊκῶν ἀλλά εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, γενικῶς τῶν μαρτύρων τῆς ἁγιότητος.

ΙΙΙ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΤΟΥ Π.Σ.Ε. ΣΗΜΕΡΑ.

Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. μεταβάλλεται διαρκῶς. Στήν πραγματικότητα τό Π.Σ.Ε. ἀναζητεῖ μία ταυτότητα. Ὡρισμένα καταστατικοῦ χαρακτῆρος κείμενα προσδιορίζουν μέ ἀρκετή ἀκρίβεια τήν ταυτότητα τοῦ Π.Σ.Ε. (ἡ Καταστατική Βάσις, ἡ Δήλωσις τοῦ Τορόντο, ἡ Δήλωσις τοῦ Νέου Δελχί, τό κείμενο Β.Ε.Μ., ἡ Δήλωσις τῆς Καμπέρρα). Σήμερα ἡ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. δίδεται ἐπαρκῶς ἀπό τά δύο κοινῶς ἀποδεκτά κείμενα τῆς Θ΄ Συνελεύσεως στό Porto Alegre τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), δηλαδή α) τήν «Τελική Ἔκθεσι τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε.» (Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC) καί β) τό «Κείμενο περί ἐκκλησιολογίας: Κεκλημένοι νά γίνουμε ἡ Μία Ἐκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church), καθώς ἐπίσης καί ἀπό τό κείμενο μέ τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι καί ἕνα κοινό Ὅραμα τοῦ Π.Σ.Ε.» (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC) πού εἶχε υἱοθετήσει ἤδη ἡ Η΄ Γεν. Συνέλευσις στό Χαράρε τό 1998. Αὐτά τά τρία κείμενα προϋποθέτουν καί τίς προαναφερθεῖσες καταστατικῆς φύσεως Δηλώσεις.

Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν μελέτη αὐτῶν τῶν κειμένων, ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία συνεχίζει νά διαμορφώνῃ τό θεολογικό πλαίσιο λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε., παρά τίς ὅποιες ἐμφανεῖς ἀλλαγές στόν τρόπο λειτουργίας του ἐπέφεραν οἱ παλαιότερες παρεμβάσεις καί οἱ πρόσφατες ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι προτεσταντική.

Στήν συνέχεια θά ἀναπτυχθοῦν βάσει τῶν ἀνωτέρω κειμένων (καί κάποιων συναφῶν) οἱ θεολογικές θέσεις πού φανερώνουν αὐτή τήν ἐκκλησιολογική ταυτότητα.

1. Ἡ Ἐκκλησιολογία.

Τό «Κείμενο περί ἐκκλησιολογίας: Κεκλημένοι νά γίνουμε ἡ Μία Ἐκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church) ἐκπονήθηκε ἀπό τήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις» μετά ἀπό αἴτησι τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἀποτελεῖ μία πρόσκλησι πρός τίς ἐκκλησίες-μέλη νά ἀνταποκριθοῦν στά νέα δεδομένα πού προέκυψαν ἀπό τήν ἀποδοχή τῆς «Τελικῆς Ἐκθέσεως τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε.». Σέ αὐτό τό κείμενο οἱ ἐκκλησίεςμέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναφέρονται σέ θεμελιώδη ἐκκλησιολογικά θέματα, πολύ διαφωτιστικά γύρω ἀπό τήν ἐκκλησιολογία πού προτείνεται νά διέπῃ τό Π.Σ.Ε.

Ἐκ προοιμίου εἶναι ἀπαραίτητη μία ἐπισήμανσις. Ἐάν ἡ «Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» ὑπῆρξε μία ἀκόμη ἐκκλησιολογική πρόκληση27 πρός τό Π.Σ.Ε., τό ὑπ’ ὄψιν κείμενο εἶναι ἡ τελευταία ἐκκλησιολογική πρόσκλησις τοῦ Π.Σ.Ε. πρός τά μέλη του. Ἔχοντας τόν χαρακτῆρα προσκλήσεως τό κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», ἤδη στόν τίτλο αὐτό συνοψίζει τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, ὅτι οἱ ὑπάρχουσες χριστιανικές ἐκκλησίες δέν ἀποτελοῦν οὔτε καθεμία καθεαυτήν οὔτε ὅλες μαζί στήν παροῦσα διῃρημένη τους κατάστασι τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά κινοῦνται, στοχεύουν, στήν ἀναζήτησί της. Καί οἱ μέν προτεσταντικές ἐκκλησίες, θά ἔλεγε κανείς, συνεπεῖς στήν ἐκκλησιολογία τους ἔτσι πορεύονται. Γιατί ὅμως σέ αὐτή τήν πορεία συσκευάζονται καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες συναποδέχθηκαν τό ὡς ἄνω κείμενο;

Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι σέ αὐτό τό κείμενο δέν γίνεται εἰδική μνεία τῆς ἐκκλησιολογικῆς πεποιθήσεως τῶν Ὀρθοδόξων ὅτι ταυτίζουν ἑαυτούς μέ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως γίνεται στήν «Τελική Ἔκθεσι τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...» (παράγρ. 15)28, καί ἑπομένως δέν περιέχεται σαφής δήλωσις (τουλάχιστον ὡς θέσις τῶν Ὀρθοδόξων) ὅτι καθ’ ἡμᾶς οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. πρέπει νά προσανατολίζωνται πρός ἀποδοχήν τῆς Πίστεως καί τῆς κοινωνίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μία τέτοια δήλωσις ἴσως νά μή ἦταν δυνατή, ἄν ὑπολογίσῃ κανείς ὅτι ἡ «Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...» πέρασε στήν Κεντρική Ἐπιτροπή μέ ψήφους 55 ὑπέρ, 26 κατά, 10 ἀποχές καί μέ παραίτησι καί θορυβώδη ἀποχώρησι ἑνός μέλους τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς29. Θά ἦταν ὅμως συνεπής στήν Ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία καί θά ὑπεδείκνυε τόν ὀρθό προσανατολισμό τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία, ἄν καί φαίνεται αὐστηρή καί δικαιολογεῖ ἀκόμη καί ἀποχώρησι ἀπό τό Π.Σ.Ε., ἐν τούτοις ἡ ἀκεραία προβολή της μπορεῖ νά βοηθήσῃ οὐσιαστικά τούς ἑτεροδόξους. Αὐτό ἄφησε νά νοηθῇ κατά τήν πρόσφατη εἰσήγησί του στήν Θεσ/νίκη ὁ δρ. Raiser, ὅταν ὑπενθύμισε αὐστηρές δηλώσεις τοῦ π. Φλωρόφσκυ πού διέσωσε σέ ἔργοἀπολογισμό τῆς θητείας του στό Π.Σ.Ε. ὁ πρῶτος Γεν. Γραμματέας του W.A.Visser’t Hooft)30.

Τά σημαντικώτερα ἐκκλησιολογικά θέματα πού περιλαμβάνονται στό ἀνωτέρω κείμενο εἶναι τά ἀκόλουθα:

α. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἔννοια Μία Ἐκκλησία).

Ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις ἀναφέρει:

«Ὁμολογοῦμε τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ὅπως τήν ἐκφράζει τό Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν θείων Προσώπων. Ἡ Θεία Γραφή περιγράφει τήν κοινότητα τῶν Χριστιανῶν ὡς Σῶμα Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἡ ἀμοιβαία διαφορετικότητα [τῶν μελῶν] εἶναι οὐσιαστική γιά νά εἶναι [τό Σῶμα] ἕνα ὅλον (whose interrelated diversity is essential to its wholeness): “Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσίν, τὸ δὲ αὐτὸ πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσιν, καὶ ὁ αὐτὸς κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτὸς θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον” (Α΄ Κορ. 12, 4-7). Ἔτσι ὡς ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία, καλεῖται νά φανερώνει τήν μοναδικότητά της μέσα σέ εὐρεῖα διαφορετικότητα»31.

Ἀπό τό ἀπόσπασμα αὐτό γίνονται φανερές οἱ ἑξῆς βασικές προτεσταντικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές:

Πρῶτον, ἡ ἀρχή περί «ἀοράτου» Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὁμολογοῦν τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά θεωροῦν ὅτι αὐτή ἡ Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται μέ καμμία ἀπό τίς ὑπάρχουσες χριστιανικές ἐκκλησίες. Ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται μόνο ὡς ἕνα “ἀόρατο” (δηλαδή μή συγκεκριμενοποιημένο σέ χριστιανική κοινότητα) Σῶμα Χριστοῦ, μέλη τοῦ ὁποίου εἶναι ὅσοι ὁμολογοῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτῆρα καί εἶναι βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁμάδος στήν ὁποία ἀνήκουν.

Δεύτερον, ἡ συναφής ἀρχή περί διακρίσεως Ἐκκλησίας (ἀοράτου) καί ἐκκλησιῶν (ὁρατῶν). Γι’ αὐτήν κάνει λόγο καί ἡ παράγρ. 9 τοῦ κειμένου παραπέμπουσα στήν καταστατικῆς ἰσχύος Δήλωσι τοῦ Τορόντο (1950) μέ τίτλο: «Ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἐκκλησίες καί τό Π.Σ.Ε.», ὅπου λέγεται ὅτι «τό ὅτι εἶναι κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά εἶναι μέλος τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ὁμάδος». Ἐπίσης αὐτή τήν ἀρχή μνημονεύει καί ἡ «Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...» (παράγρ. 13 καί 16)32.

Καί τρίτον, ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητος μέσα στήν διαφορετικότητα (unity in diversity). Παρερμηνεύοντας τό ἐδάφ. Α΄ Κορ. 12, 7 οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δηλώνουν ὅτι «ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά φανερώνει τήν μοναδικότητά της μέσα σέ εὐρεῖα διαφορετικότητα». Ὅμως τό ἐδάφιο κάνει λόγο γιά ποικιλία χαρισμάτων καί διακονιῶν μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων, τῶν διακονιῶν καί τῶν ἐνεργημάτων ἀποτελοῦν δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσφερόμενες στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος πραγματευόμενος τό ἴδιο θέμα στήν ἐπιστολή του πρός Ἐφεσίους, ἡ διαφορά τῶν χαρισμάτων δίδεται «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 12-13). Δέν πρέπει οἱ «διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων» νά ἐννοοῦνται ὡς δογματικές διαφοροποιήσεις, ἀντιευαγγελικές ἠθικές ἐπιλογές καί ματαιόφρονες ἀνθρώπινες πρακτικές, διότι ἀπό αὐτές ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλει νά προφυλάξῃ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λέγοντας στήν συνέχεια τοῦ ἐδαφίου: «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης» (Ἐφ. 4, 14). Oἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι φαίνεται νά ἔχουν προσυπογράψει μαζί μέ τό ἀνωτέρω κοινῶς ἀποδεκτό στήν Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο, πού ἤδη πραγματευόμαστε, καί τήν προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως δήλωσι ὅτι «ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά φανερώνει τήν μοναδικότητά της μέσα σέ εὐρεῖα διαφορετικότητα»!

Κοινός παρονομαστής αὐτῶν τῶν ἀρχῶν εἶναι ἡ θεωρία τῶν κλάδων, τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπορρίπτουμε.

Συνέπεια ἐξάλλου αὐτῶν τῶν ἀρχῶν εἶναι ὅτι οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δέν ἔχουν περιλάβῃ στίς δεσμεύσεις τους (commitments) τήν ὑποχρέωσι νά ἐργασθοῦν κατ’ ἰδίαν καί ἀπό κοινοῦ πρός ἀνεύρεσι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς κοινωνίας μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (ὡς τήν μόνη ἀποτελοῦσα τήν Una Sancta). Πραγματικά τέτοια δέσμευσις δέν ὑπάρχει! Ἀντίθετα παραπέμπουν σέ «περαιτέρω διερεύνησι τῶν ἑξῆς θεμάτων:

α΄. πῶς οἱ ἐκκλησίες-μέλη κατανοοῦν τήν “ὁρατή ἑνότητα”, τήν “ἑνότητα καί διαφορετικότητα” καί τήν δέσμευσί τους “νά καλοῦν ἡ μία τήν ἄλλη στόν στόχο τῆς ὁρατῆς ἑνότητος”·

β΄. ἐάν τό Βάπτισμα πρέπει νά περιληφθῇ στήν καταστατική Βάσι τοῦ Π.Σ.Ε.·

γ΄. ὁ ρόλος τοῦ Π.Σ.Ε. στήν ἐνθάρρυνσι τῶν ἐκκλησιῶν νά σέβωνται ἡ μία τό Βάπτισμα τῆς ἄλλης καί νά βαδίζουν πρός ἀμοιβαία ἀναγνώρισι τοῦ Βαπτίσματος·

δ΄. ἡ φύσις τῆς κοινῆς ζωῆς πού βιώνεται στό Π.Σ.Ε.: ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου fellowship (κοινωνία) πού χρησιμοποιεῖται σέ αὐτή τήν συνάφεια;» (Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς..., παράγρ. 18)33.

β. Ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις σημειώνει:

«Ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τήν πληρότητα, τήν ἀκεραιότητα, τήν ὁλότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς της διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ. Αὐτό τό μυστήριο ἐκφράζεται σέ κάθε κοινότητα βεβαπτισμένων πιστῶν, στήν ὁποία ὁμολογεῖται καί βιοῦται ἡ ἀποστολική πίστις, κηρύσσεται τό Εὐαγγέλιο καί τελοῦνται τά [ἱερά] Μυστήρια. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλᾶ μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολική Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροῖ τήν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες. Βεβαιώνουμε ὅτι ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέ τόν καλλίτερο ὁρατό τρόπο διά τῆς συμμετοχῆς στήν θεία εὐχαριστία καί διά τῆς ἀμοιβαίως ἀναγνωρισμένης καί κατηλλαγμένης ἱερατικῆς διακονίας [ἱερατείου]...

... Ἀκόμη καί τώρα πού ἡ συμμετοχή στήν ἴδια Εὐχαριστία δέν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διῃρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τήν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι [mutual accountability] καί ὄψεις τῆς καθολικότητος, ὅταν προσεύχωνται ὑπέρ ἀλλήλων, μοιράζωνται τούς πόρους, συμπαρίστανται ἡ μία στήν ἄλλη ἐν καιρῷ ἀνάγκης, συναποφασίζουν, συνεργάζωνται γιά τήν δικαιοσύνη, τήν καταλλαγή καί τήν εἰρήνη, ἀλληλοεκτιμοῦν τήν συμ-μαθητεία πού εἶναι σύμφυτη μέ τό Βάπτισμα, καί διατηροῦν διάλογο ἐν ὄψει τῶν διαφορῶν, ἀρνούμενες νά εἰποῦν “χρείαν σου οὐκ ἔχω” (Α΄ Κορ. 12, 21). Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχότεροι»34.

Ὅσα οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὁμολογοῦν περί καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας στό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρατιθεμένου ἀποσπάσματος, ἀποτελοῦν θέσεις τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἐφαρμόζονται μόνο στίς Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες. Μέ ὅσα λέγουν στήν συνέχεια τοῦ ἰδίου ἀποσπάσματος, ἀκυρώνουν τήν Ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία καί τήν ἀνατρέπουν. Ἡ καθολικότης, καθό καθολικότης, δέν ἔχει ὄψεις πού νά ἐκφράζωνται μερικῶς. Ἡ καθολικότης δέν μερίζεται, πολλῷ μᾶλλον δέν διασπᾶται σέ ἄνισα μέρη πού νά μετέχωνται ἀπό “ἐκκλησίες” χωρισμένες ἀπό τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἡ καθολικότης μερίζεται ἀμερίστως καί κατέχεται ὁλοκλήρως ἀπό κάθε τοπική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἡ ἀποστολική Πίστις καί ἡ πατερική Παράδοσις, τό Ὀρθόδοξο βίωμα καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολή εἶναι στοιχεῖα πού φανερώνουν τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν ὑπάρχουν ἔξω ἀπό τά κανονικά ὅρια τῆς Καθολικῆς (δηλονότι Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, ὅταν οἱ ἑτερόδοξοι προσεύχωνται ὑπέρ ἀλλήλων, συμπαρίστανται στούς ἐμπεριστάτους, κηρύττουν τόν Χριστό καί συνεργάζωνται γιά κοινωνικούς σκοπούς, ἐκδηλώνουν εὐγενεῖς, ἴσως ἐπαινετές, χριστιανικές συμπεριφορές, δέν ἐκφράζουν ὅμως ὄψεις τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας

Πάντως ἡ ἀναφορά σέ «συμ-μαθητεία πού εἶναι σύμφυτη μέ τό Βάπτισμα» εἶναι ἐντελῶς ξένη πρός τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον παραπέμπει εὐθέως σέ διομολογιακό συγκρητισμό στήν βάσι τῆς προτεσταντικῆς βαπτισματικῆς θεολογίας.

γ. Ἡ ἀποστολικότης καί ἡ ἁγιότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις γράφει:

«Ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινότης τῶν πιστῶν δημιουργήθηκε ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, διότι μέ τήν ἀκοή τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου ἀφυπνίσθηκε ἡ πίστις (Ρωμ. 10, 17), διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδή τό εὐαγγέλιο, πού κηρύχθηκε γιά νά ἀφυπνίσῃ τήν πίστι, εἶναι τό εὐαγγέλιο πού ἔφθασε μέχρις ἐμᾶς διά τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ἐκκλησία πού δημιουργήθηκε δι’ αὐτοῦ εἶναι ἀποστολική. Θεμελιωμένη ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἶκος Θεοῦ, ἅγιος ναός, στόν ὁποῖο κατοικεῖ καί ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μέ τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ πιστοί αὐξάνουν “εἰς ναόν ἅγιον ἐν Κυρίῳ” (Ἐφ. 2, 21)»35.

Τό ἀπόσπασμα δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περί ἀποστολικότητος καί ἁγιότητος τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶλλον ἀντανακλᾶ τίς προτεσταντικές ἀπόψεις. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ κοινότης τῶν πιστευσάντων στό ἀποστολικό κήρυγμα, ἀλλά εἶναι κυρίως τό σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἡ κοινότης τῶν πιστευσάντων συγκροτεῖται σέ σῶμα Χριστοῦ. Γιά τήν συγκρότησί του οἱ Ἀπόστολοι δέν λειτούργησαν ὡς ἁπλᾶ ἐξωτερικά ὄργανα γιά τήν μετάδοσι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς στῦλοι ἐποικοδομηθέντες ἐπί τόν μόνον θεμέλιον (Α΄ Κορ. 3, 11) κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο. Ὑπῆρξαν οἱ δομικοί λίθοι, «ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 2, 20), οἱ συνεκτικοί τῆς Οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὀρθῆς Πίστεως, τῆς ὁποίας οἱ ἴδιοι μετέσχον καί τήν ὁποία μετέδωσαν στούς διαδόχους των.

Ἡ ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξασφαλίζεται μόνον ἀπό τό γεγονός ὅτι τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου «ἔφθασε μέχρις ἐμᾶς διά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων», ἀλλά καί διότι διατηρήθηκε στήν Ἐκκλησία ἀκαινοτόμητο ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό ἐγκώμιό του στόν Μέγα Ἀθανάσιο θεωρεῖ κριτήριο ἀποστολικῆς διαδοχῆς τήν Ὀρθόδοξο Πίστι: «Τό μέν ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον· τό δέ ἀντίδοξον καί ἀντίθρονον· καί ἡ μέν [διαδοχή στήν προεδρία] προσηγορίαν, ἡ δέ [διαδοχή στήν εὐσέβεια] ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γάρ [διάδοχος] ... ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ’ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μή οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καί φωτός σκότος, καί ζάλην γαλήνης, καί συνέσεως ἔκστασιν» (PG 35, 1089).

Ἐπιπλέον, ὁ α΄ Κανών τοῦ Μεγ. Βασιλείου (Ἐπιστολή 188) ἀνατρέπει κάθε ἰσχυρισμό ὅτι ἑτερόδοξες ἐκκλησίες μποροῦν νά ἔχουν κατά διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων ἑνότητα μέ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Γράφει: «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν. Οἱ μέν γάρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρά τῶν Πατέρων ἔσχον τάς χειροτονίας, καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν ἔλαβον τό χάρισμα τό πνευματικόν· οἱ δέ ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοί ἐκπεπτώκασι». Πολλές ἄλλωστε ἀπό τίς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δέν ἔχουν κἄν ἐπισκόπους καί γι’ αὐτό εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά ὁμιλοῦν γιά ἀποστολικότητα τῆς ὁμάδος τους.

Οἱ προτεσταντικές “ἐκκλησίες” ὡς ἑτερόδοξες καί ἀποκεκομμένες ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐκπέσει τῆς ἀποστολικότητος καί τῆς ἁγιότητός της.

δ. Ἡ πίστις, ἡ ζωή καί ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας.

Στό κατωτέρω ἀπόσπασμα ἀπό τό ἴδιο κείμενο γίνονται σημαντικές ἐκκλησιολογικές ἀναφορές:

«Βεβαιώνουμε ὅτι ἡ ἀποστολική πίστις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία, καθώς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα· ἐντούτοις ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς νέα ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι μία· ἐντούτοις οἰκοδομεῖται μέσα ἀπό ποικίλα χαρίσματα καί διακονίες. Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία· ἐντούτοις ἐκφράζεται μέ διαφορετικές ἀνθρώπινες προσδοκίες. Γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν διαφορετικές ἐκκλησιολογικές ἀφετηρίες καί μία ποικιλία ἀπόψεων περί τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς ἐκκλησίες. Κάποιες διαφορές ἐκφράζουν τήν Χάρι καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· αὐτές πρέπει νά ἀποδοθοῦν στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάποιες ἄλλες διαφορές διαιροῦν τήν Ἐκκλησία· αὐτές πρέπει νά ξεπερασθοῦν διά τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης, ἔτσι ὥστε ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομόνωσις νά μή ἔχουν τόν τελικό λόγο. Ὁ Θεός προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς” (Ἐφ. 1, 10), διορθώνοντας τίς ἀνθρώπινες διαιρέσεις. Ὁ Θεός καλεῖ τόν λαό του ἐν ἀγάπῃ νά ἐπανεύρῃ τόν δρόμο πρός τήν πλήρη κοινωνία»36.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀσυνέπεια τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογίας, πού ἐκφράζεται στό ἀπόσπασμα αὐτό, πρός τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστός εἶναι ἕνας, τό Σῶμα Του εἶναι ἕνα καί συνεπῶς ἡ πίστις, ἡ ζωή καί ἡ ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ Σώματος (τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι μία (Ἐφ. 4, 4-6). Μέσα στήν Μία αὐτή κατά Παῦλον Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν «νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας» ἀλλά μία καθορισμένη ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὅλοι οἱ ἀγῶνες τῶν Πατέρων γι’ αὐτό ἔγιναν, γιά νά ἀποβληθῇ ἡ πολυμορφία τῶν δογματικῶν διατυπώσεων, πίσω ἀπό τήν ὁποία (ὅταν χρονίζῃ καί ἀποδεικνύῃ ἀσυμβίβαστες τίς διατυπώσεις) κρύπτεται διαφορετικό φρόνημα. Οὔτε πάλι οἱ «διαφορετικές ἐκκλησιολογικές ἀφετηρίες καί μία ποικιλία ἀπόψεων περί τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς ἐκκλησίες» εἶναι πράγματα συμβατά μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐάν τό ἐκκλησιολογικό κείμενο τοῦ Π.Σ.Ε. «Τext on ecclesiology: Called to be the One Church» συνεχίζει νά ὁμιλῇ γιά Ἐκκλησία καί ἐκκλησίες καί μάλιστα ἐν ποικιλίᾳ σχέσεων μεταξύ τους, τότε πολύ ἀπέχει ἀπό τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού διακρατεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἐάν τό ἐν λόγῳ κείμενο ἁπλῶς διαπιστώνει τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. καί καλεῖ σέ ὑπέρβασί τους, τότε ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ σέ αὐτήν εἶναι ἡ παραίτησις ἀπό τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία καί ἡ ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στήν ἑνότητα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως πού διασώζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Σχετικά μέ ὅλα τά ἀνωτέρω ἐκκλησιολογικά θέματα, ἡ ἀνάλυσις πού ἐπιχειρεῖται ἀπό τό Τμῆμα «Πίστις καί Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε. στό πολυσυζητούμενο κείμενο ἐργασίας «Ἡ φύσις καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 9-6737, εἶναι ἀξιοπρόσεκτη καί ἀποκαλυπτική τοῦ προτεσταντικοῦ πνεύματος πού ἀκόμη διαπνέει τίς μή Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Παραθέτουμε μερικά ἀποσπάσματα:

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας:

«Γιά μερικούς εἶναι ἀδύνατο νά λεχθεῖ ὅτι “ἡ Ἐκκλησία ἁμαρτάνει”, ἐπειδή θεωροῦν τήν Ἐκκλησία δῶρο Θεοῦ, καί μέ αὐτή τήν ἔννοια σφραγισμένη ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι [σ.σ. ἐννοοῦνται οἱ Προτεστάνται], ἐνῶ δηλώνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς δημιούργημα τοῦ λόγου καί τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὡς σῶμα Χριστοῦ, κ.λπ., εἶναι ἁγία καί χωρίς ἁμαρτία, συγχρόνως λένε ὅτι ὑπόκειται σέ ἁμαρτία, ἐπειδή ὁρίζουν τήν Ἐκκλησία ὡς τήν κοινωνία τῶν μελῶν της... Γιά ἄλλους, ἡ ἁμαρτία στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά εἶναι “ἐνδημική” καί νά ἔχει ἐπιπτώσεις ἀκόμη καί στόν θεσμό»38.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποικιλομορφία ἐν τῇ ἑνότητι:

«Ἡ ποικιλία στήν ἔκφραση τοῦ Εὐαγγελίου, στίς λέξεις καί τίς πράξεις, ἐμπλουτίζει τήν κοινή ζωή. Διαφορετικά σημεῖα ἔμφασης ἐμπεριέχονται σήμερα στή ζωή καί τή μαρτυρία διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν: γιά παράδειγμα, ἡ παράδοση τῆς ἁγιότητας στούς Μεθοδιστές, τό δόγμα τῆς δικαίωσης μόνο ἀπό τήν πίστη μέσῳ τῆς χάριτος στούς Λουθηρανούς, ἡ ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπό τούς Πεντηκοστιανούς, τό λειτούργημα τοῦ πρωτείου στήν ὑπηρεσία τῆς ἑνότητας στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἡ ἀξία τῆς περιεκτικότητας στήν ἀγγλικανική κοινωνία, τό δόγμα τῆς θέωσης πού συνδέεται μέ αὐτό “τῆς συνεργίας” στούς Ὀρθοδόξους, κ.λπ. Κατά πόσο τά διαφορετικά σημεῖα ἔμφασης εἶναι συγκρουόμενες θέσεις ἤ μιά ἔκφραση θεμιτῆς ποικιλομορφίας; Τό βάρος πού τοποθετεῖται στά διαφορετικά σημεῖα ἔμφασης ἐπισκιάζει τήν πληρότητα τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου;»39

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποστολική Πίστι:

«Οἱ ἐκκλησίες διαφέρουν σήμερα σχετικά μέ τό ποιά θεωροῦν ἀνεκτά ὅρια γιά διαφορετικότητα στήν ὁμολογία τῆς κοινῆς πίστης. Παραδείγματος χάριν, εἶναι αἰτία διαίρεσης:

      • νά κατανοεῖται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μόνο συμβολικά;
      • νά ὁμολογεῖται ὁ Χριστός μόνο ὡς ἕνας μεσολαβητής μεταξύ ἄλλων;
      • νά ἀντικατασταθεῖ ἡ ἱστορία τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, ὅπως καταγράφεται ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τήν προ-χριστιανική ἱστορία κάποιου πολιτισμοῦ ἤ λαοῦ;
      • νά κατανοεῖται μέ διαφορετικούς τρόπους ἡ συμβολή καί ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπινου συγγραφέα στή σύνθεση τῆς Γραφῆς; [σ.σ. ἀμφισβητεῖται ἡ θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς]
      • νά ἀντιλαμβάνεται [σ.σ. νά γίνεται ἀντιληπτή] μέ διαφορετικούς τρόπους ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;»40

Ἀπέναντι σέ ὅλα αὐτά εἶναι ἀξιοπρόσεκτες οἱ εὔστοχες ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως παρατηρήσεις τῶν Καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Ἀποδελτιώνουμε μερικές ἀπό αὐτές:

«Ἡ φράση “ἐκτεθειμένη [ἐνν. ἡ Ἐκκλησία] στό διφορούμενο χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας” ὑπονοεῖ τή γνωστή ἄποψη περί ταύτισης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας μέ τήν ἁμαρτία, ἀρνεῖται τήν καθολικότητα τῆς ἱστορικῆς-ὁρατῆς Ἐκκλησίας, καί γι’ αὐτό τή δέχεται καί ὡς ἐσχατολογική: ἀρνούμενη τήν καθολικότητα μέσα στήν ἱστορικότητά της... Ἡ παράγραφος ὑπαινίσσεται διαφορά μεταξύ ὁρατῆς καί ἀόρατης Ἐκκλησίας» (σχόλιο στήν παράγρ. 35)41.

«Ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν ὡστόσο δέν μπορεῖ νά προκύψει μέσα ἀπό τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησιολογίας τῶν κλάδων, τήν ὁποία τά σχήματα αὐτά προϋποθέτουν» καί «Ἡ φράση “πληρέστερη ὁρατή ἐνσάρκωση τῆς ἑνότητας” δέν συνάδει μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ γιά τήν τελευταία ἡ Una Sancta ἐκφράζεται ὁρατά, καί ἐκφράζεται μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» (σχόλιο στήν παράγρ. 38)42.

«Θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι στή σύγχρονη οἰκουμενική ὁρολογία ἡ κοινωνία [σ.σ. fellowship] φαίνεται πολλές φορές νά διακρίνεται ἀπό τήν ἑνότητα ἤ νά εἶναι μικρότερη σέ σημασία ἡ πρώτη ἀπό τή δεύτερη... Κατά τή γνώμη μας ὡστόσο εἶναι σημαντικό στίς μέρες μας νά ἀπαντηθεῖ σαφῶς τό ἐρώτημα: Ὅταν γίνεται λόγος στόν οἰκουμενικό διάλογο γιά κοινωνία, ἐννοεῖται ἡ κοινωνία σχέσεων τῶν ὁμολογιῶν ἤ ὁ σκοπός τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί ἑνότητας γιά ὅλους κάτω ἀπό τόν παρονομαστή τῆς κοινῆς [σ.σ. ἐνν. Ὀρθόδοξης] πίστης;» (σχόλιο στήν παράγρ. 48)43.

«Φυσικά στήν παράγραφο αὐτή εἶναι [σ.σ. γίνεται] δεκτή ἡ ὁρολογία ἐκκλησία καί ἐκκλησίες, κάτι πού ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη δέχεται ἀρνητική κριτική... Σύμφωνα μέ τήν κριτική αὐτή, ἡ διαφορετικότητα στήν πίστη σημαίνει καί ἔλλειψη κοινωνίας μέ σωτηριολογικό περιεχόμενο» (σχόλιο στήν παράγρ. 58)44.

Ἔχοντας κανείς ὑπ’ ὄψιν ὅλα αὐτά, διερωτᾶται: Ἡ ἐπί δεκαετίες Οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν ἀκρόασις τῆς φωνῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στό Π.Σ.Ε., – ἀλλά καί ἐπί αἰῶνες ἐνωρίτερα, ἐάν ὑπολογισθοῦν οἱ ἐπαφές ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄– ὅτι αὐτή μόνη ἀποτελεῖ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ἡ ἀπροθυμία ἀποδοχῆς της ἀπό τούς Προτεστάντες, δέν σημαίνουν ὅτι οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες κινοῦνται σέ ἕνα ἀδιέξοδο κύκλο οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν καί συζητήσεων στό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε;

Ἴσως προβληθῇ ἡ ἔνστασις ὅτι δέν πρόκειται γιά ἀδιέξοδο κύκλο, ἐάν ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν τά θετικά ἀποτελέσματα ἀπό τήν συμβολή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., τά ὁποῖα ἀπαρίθμησε ὁ πρώην Γεν. Γραμματεύς του δρ. Raiser τό 2003 σέ συνέδριο στήν Θεσ/νίκη45, καί ὡρισμένα ἄλλα πού ἀναφέρθηκαν στό ἴδιο συνέδριο46. Ὅμως, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι συζητήσιμο πόσο Ὀρθόδοξη ἦταν ἡ συμβολή αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι καταλυτική ἡ παρατήρησις τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, ὅτι «ἡ πρόσφατη φιλελευθεροποίηση τῆς διδασκαλίας καί τῆς πρακτικῆς σέ πολλές προτεσταντικές ἐκκλησίες, τίς ἀποξένωσε ἀπό τούς ὀρθοδόξους πολύ περισσότερο ἀπό ὅλη τήν προηγούμενη προτεσταντική παράδοση... Αὐτό, ἰσχυρίζομαι, ἀποτέλεσε ἕνα πολύ σοβαρό πλῆγμα γιά ὅλη τήν οἰκουμενική κίνηση καί βέβαια τόν διάλογο ὀρθοδόξων-προτεσταντῶν»47. Ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων ἀναφέρεται στήν χρῆσι τῆς «περιεκτικῆς γλώσσας», στήν χειροτονία γυναικῶν καί στήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀπό πολλές προτεσταντικές ἐκκλησίες, τά ὁποῖα εἶναι πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας.

Ἀλλά καί ἐάν ἐπιπλέον ὑποστηριχθῇ ὅτι δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεσις νά ἀπαγκιστρωθοῦν οἱ Προτεστάνται ἀπό τά δεσμά τοῦ παρελθόντος των –καί ὁμολογουμένως δέν εἶναι–, γιατί πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά συντηροῦμε τόν ἀδιέξοδο κύκλο ἀποφεύγοντας νά ποῦμε τά πράγματα ὡς ἔχουν; Μέ ἐνδιαφέρον περιμένουμε ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἀντιπροσώπους στό Π.Σ.Ε. μία ἐκκλησιολογικῶς ὀρθή ἀπάντησι στό ἐρώτημα τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς», πού διατυπώθηκε μέ τίς ἑξῆς λέξεις: «Ὑπάρχει χῶρος γιά τίς ἄλλες ἐκκλησίες στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία; Πῶς περιγράφετε αὐτόν τόν χῶρο καί ποιά εἶναι τά ὅριά του;» Ἀπό τήν ἀπάντησι στό ἐρώτημα αὐτό καί ἀπό τήν ἀνταπόκρισι τοῦ Π.Σ.Ε. σέ αὐτήν θά ἀποκαλυφθῇ, ἄν ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία πρυτανεύσῃ στό Π.Σ.Ε. ἤ ἄν συνεχισθῇ ἡ παροῦσα κατάστασις.

2. Τό Βάπτισμα.

Οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναγνωρίζουν τό Βάπτισμα ὡς συστατικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητός τους ὡς ἐκκλησιῶν καί μάλιστα τό θεωροῦν κριτήριο γιά τήν εἰσδοχή μιᾶς χριστιανικῆς κοινότητος στό Π.Σ.Ε. μέ τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους. Ἐν τούτοις ὡρισμένες περί Βαπτίσματος ἀντιλήψεις φανερώνουν ὅτι τό θεμελιῶδες αὐτό χριστιανικό Μυστήριο κατανοεῖται στούς κόλπους τοῦ Π.Σ.Ε. μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογίας καί βαπτισματικῆς πράξεως:

«Ὅλοι ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ ἐν Χριστῷ εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στό Σῶμα Του: “συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτως καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν” (Ρωμ. 6, 4). Στό Βάπτισμα τό Πνεῦμα προσφέρει στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Τό Βάπτισμα πού ἑνώνει μέ τόν Χριστό καλεῖ τίς ἐκκλησίες νά εἶναι ἀνοικτές καί τίμιες μεταξύ τους, ἀκόμη καί ὅταν αὐτό εἶναι δύσκολο: “ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Χριστός” (Ἐφ. 4, 15). Τό Βάπτισμα προσφέρει στίς ἐκκλησίες τήν ἐλευθερία καί ἐν ταυτῷ τήν εὐθύνη νά προχωρήσουν πρός μία κοινή μαρτυρία τοῦ Λόγου, ὁμολογία τῆς μιᾶς Πίστεως, λειτουργία τῆς μιᾶς Εὐχαριστίας καί πλήρη μετοχή στήν μία ἱερατική διακονία. Ὑπάρχουν κάποιοι πού δέν ἀναγνωρίζουν τόν τύπο τοῦ Βαπτίσματος στό ὕδωρ, ἀλλά μετέχουν τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Τό ὅτι ὅλοι μας ἀνήκουμε στόν Χριστό διά τοῦ Βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθιστᾶ ἱκανές καί καλεῖ τίς ἐκκλησίες νά συμπορεύωνται, ἔστω καί ἄν εὑρίσκωνται σέ ἀσυμφωνία. Βεβαιώνουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα Βάπτισμα, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει ἕνα σῶμα καί ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα τῆς κλήσεώς μας, ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνας Θεός καί Πατήρ ὅλων μας (πρβλ. Ἐφ. 4, 4-6). Ἐν τῇ Χάριτι τοῦ Θεοῦ τό Βάπτισμα φανερώνει τήν πραγματικότητα ὅτι ἀνήκουμε εἰς ἀλλήλους, παρότι μερικές ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν τούς ἄλλους ὡς Ἐκκλησία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου. Ξαναθυμίζουμε τήν διακήρυξι τοῦ Τορόντο, στήν ὁποία οἱ ἐκκλησίες-μέλη βεβαιώνουν ὅτι “τό νά εἶναι κανείς μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά εἶναι μέλος τῆς ἴδιας τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ὁμάδος”. Ἀναζητοῦν λοιπόν νά ἔλθουν σέ ζωντανή ἐπικοινωνία μέ ἐκείνους πού ἔξω ἀπό τίς δικές τους τάξεις ὁμολογοῦν τόν Ἰησοῦ ὡς Κύριο»48.

Εἶναι ἀπό τά ἀνωτέρω προφανές ὅτι οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀλληλοαναγνωρίζουν τό ποικιλοτρόπως γινόμενο Βάπτισμά τους, γεγονός πού προσκρούει στήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καί τελεῖται μόνο ἀπό αὐτήν μέ τόν συγκεκριμμένο τύπο τῆς τριπλῆς καταδύσεως στό ὕδωρ, στό ὄνομα καί μέ τήν ὀρθή θεολογία τῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων, καθώς καί μέ τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς συνταφῆς καί τῆς συναναστάσεως ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ στήν νέα ζωή τῆς Χάριτος. Βαπτίσματα πού τελοῦνται ἐκτός Ἐκκλησίας χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, δέν εἰσάγουν στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἠ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τό Βάπτισμα (ὅπως καί τά λοιπά Μυστήρια) τῶν ἑτεροδόξων, ἐνόσῳ αὐτοί δέν ἐπέστρεφαν στήν κοινωνία της ἀποκηρύσσοντας τήν ἑτεροδοξία τους. Ὁσάκις ὅμως ἐπέστρεφαν στήν κοινωνία της ὡς τῆς μόνης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποβάλλοντες διά λιβέλλου τήν ἑτεροδοξία τους καί ὁμολογοῦντες τήν Ὀρθόδοξο Πίστι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τούς εἰσῆγε στήν πλήρη μυστηριακή κοινωνία της ἄλλοτε ἐξ ὑπαρχῆς διά Βαπτίσεως καί ἄλλοτε διά Χρίσματος (7ος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί 95ος τῆς Πενθέκτης).

Οἱ ὑποχρεώσεις γιά τίς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., πού πηγάζουν ἀπό τήν ἀλληλοαναγνώρισι τῶν προτεσταντικῶν Βαπτισμάτων, δηλαδή τό «νά προχωρήσουν πρός μία κοινή μαρτυρία γιά τόν Λόγο, πρός ὁμολογία τῆς μιᾶς Πίστεως, λειτουργία τῆς μιᾶς Εὐχαριστίας καί πλήρη μετοχή στήν μία ἱερατική διακονία», δέν εἶναι ἀποδεκτές ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Δέν εἶναι σέ θέσι οἱ ἐκκλησίες αὐτές νά δώσουν μαρτυρία τῆς μιᾶς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καί νά τελέσουν τήν μία Εὐχαριστία, ἄν δέν προχωρήσουν πρῶτα σέ πλήρη δογματική καί μυστηριακή ἑνότητα μέ τήν Ὀρθόδοξο Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν δεχόμεθα ὅτι «ἀνήκουμε εἰς ἀλλήλους» μέ ὅσους τελοῦν ἁπλῶς ἕνα “χριστιανικό” Βάπτισμα. Πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά ἐκείνους πού «δέν ἀναγνωρίζουν τόν τύπο τοῦ Βαπτίσματος στό ὕδωρ, ἀλλά μετέχουν τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», δηλαδή γιά τίς νεο-χαρισματικές προτεσταντικές ὁμάδες πού μετέχουν στό Π.Σ.Ε (π.χ. Πεντηκοστιανοί).

Ἡ Βαπτισματική θεολογία πού ὑποστηρίχθηκε μέ τό κείμενο Β.Ε.Μ. (Βάπτισμα, Εὐχαριστία. Ἱερωσύνη) στήν Λίμα τό 1982, δυστυχῶς ἔχει ἐπηρεάσει πολυτρόπως τούς Ὀρθοδόξους θεολόγους. Ἕνα διορθόδοξο Συμπόσιο στήν Βοστώνη θεωρεῖ «τό Β.Ε.Μ. ὡς ἀξιόλογο οἰκουμενικό κείμενο δογματικῆς σύγκλισης. Πρέπει, ἑπομένως, νά συστηθεῖ ἰδιαιτέρως γιά τή σοβαρή προσπάθειά του νά φέρει στό φῶς καί νά ἐκφράσει σήμερα “τήν πίστη τῆς ἐκκλησίας διά μέσου τῶν αἰώνων”»49. Σέ αὐτό ἐπίσης παραπέμπουν μεταξύ ἄλλων καταστατικῶν ἀρχῶν οἱ συντάκται τῆς «Τελικῆς Ἐκθέσεως τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» (παράγρ. 19). Σύμφωνα μέ σχόλιο Ὀρθοδόξου θεολόγου στίς ἀποφάσεις τῆς Θ΄ Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.50 σημαντική εἶναι ἡ «σύνδεση τῆς ἐπιδιωκόμενης συγκλίσεως τῶν ἐκκλησιολογιῶν τῶν Ἐκκλησιῶν-μελῶν μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος». Ὅμως ἡ ἐκκλησιολογική σύγκλισις (δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀλληλοαναγνώρισις ὡς ἐκκλησιῶν) τόσο ἑτερόκλητων δογματικῶς χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί παραφυάδων βάσει τοῦ γεγονότος ὅτι ὅλες τελοῦν ἕνα τυχόν εἶδος Βαπτίσματος, δέν βρίσκει ἔρεισμα στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καθώς τό Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων δέν προϋποθέτει τήν Ὀρθόδοξο Πίστι. Ὁ Μέγας Βασίλειος (ἐπιστολή 125) λέγει: «δεῖ γὰρ ἡμᾶς βαπτίζεσθαι μὲν ὡς παρελάβομεν, πιστεύειν δὲ ὡς βαπτιζόμεθα, δοξάζειν δέ, ὡς πεπιστεύκαμεν, Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφίστασθαι δὲ τῆς κοινωνίας τῶν κτίσμα λεγόντων ὡς φανερῶς βλασφημούντων», καί δέν ἀφήνει περιθώρια γιά ἐκκλησιολογική σύγκλισι μέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν κοινή δογματική διδασκαλία.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα, πού δίνει τό Τμῆμα «Πίστις καί Τάξις» μέ τό κείμενο ἐργασίας «Ἡ φύσις καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 75-77, γύρω ἀπό τίς διαφορές περί τό Βάπτισμα πού πρέπει νά γεφυρωθοῦν στήν προοπτική τῆς ὁρατῆς ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε.: «Παραμένουν διαφορές μεταξύ μερικῶν χριστιανικῶν παραδόσεων σχετικά μέ:

      • τήν μυστηριακή φύση τοῦ βαπτίσματος
      • τή σχέση τοῦ βαπτίσματος μέ τήν πίστη
      • τή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
      • τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας
      • τό νηπιοβαπτισμό καί τό βάπτισμα ὅσων μποροῦν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους
      • τό βαπτισματικό τύπο
      • τόν τρόπο βαπτίσματος.

Ὑπάρχουν κοινότητες – χριστιανοί πού δέν τελοῦν τήν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος, κι ὅμως μετέχουν στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ [σ.σ. ἐννοοῦνται οἱ Πεντηκοστιανοί]»51.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὅμως δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσῃ τό Βάπτισμα ἄλλων Χριστιανῶν πού παραμένουν στίς ἑτεροδοξίες τους· οὔτε νά παρακάμψῃ τίς ἀνωτέρω διαφορές μέ τίς προτεσταντικές ἐκκλησίες, γιά νά δικαιολογήσῃ μία ἐπίπλαστη ἑνότητα μαζί τους. Πολύ περισσότερο αὐτό ἀφορᾶ τούς Πεντηκοστιανούς πού δέν ἔχουν καθόλου βαπτισθῆ σέ νερό.

3. Ἡ ἱεραποστολή.

Σύμφυτη μέ τήν Ἐκκλησία θεωρεῖται ἀπό τίς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ Ἱεραποστολή. Στό ἐκκλησιολογικό κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», πού ἀποδέχθηκε ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις τοῦ Π.Σ.Ε., σημειώνεται:

«Ἡ Ἱεραποστολή εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραποστολή της ἐκφράζει τήν κλῆσι της νά κηρύττῃ τό Εὐαγγέλιο καί νά προσφέρῃ τόν ζῶντα Χριστό σέ ὁλόκληρη τήν κτίσι. Οἱ ἐκκλησίες βρίσκονται ἐνεργά δίπλα σέ ἀνθρώπους ἄλλων ζωντανῶν θρησκειῶν καί ἰδεολογιῶν. Ὡς ὄργανο τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἀναπτύξῃ διάλογο καί συνεργασία μέ αὐτούς, ἔτσι ὥστε ἡ ἱεραποστολή της νά ἐπιφέρῃ τό ἀγαθό ὅλων τῶν δημιουργημάτων καί τήν εὐημερία τῆς γῆς. Ὅλες οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νά ἀγωνισθοῦν κατά τῆς ἁμαρτίας σέ ὅλες της τίς ἐκδηλώσεις, μέσα στόν δικό τους χῶρο καί ἔξω ἀπό αὐτόν, καί νά ἐργασθοῦν μαζί μέ ἄλλους γιά νά καταπολεμήσουν τήν ἀδικία, νά ἀνακουφίσουν τόν ἀνθρώπινο πόνο, νά ὑπερνικήσουν τήν βία καί νά ἐξασφαλίσουν πληρότητα ζωῆς σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους»52.

Ἡ ἰδιαιτερότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς ὀφείλεται στήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι αὐτή μόνη κατέχει καί αὐτή μόνη μπορεῖ νά κηρύξῃ τό αὐθεντικό εὐαγγελικό μήνυμα στόν κόσμο. Ἡ ἱεραποστολική δραστηριότης τῶν προτεσταντικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμάδων φαίνεται στά μάτια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνεπαρκής νά δώσῃ στόν κόσμο τόν ὅλο Χριστό, ἐπειδή καί ἡ δογματική διδασκαλία τῶν Προτεσταντῶν καί ἡ πολυδιάσπασίς των δέν μαρτυροῦν τόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τόν ὑποκειμενικό Χριστό τῆς ἑκάστοτε προτεσταντικῆς παραφυάδος. Ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νά συμφωνήσῃ σέ μία κοινή ἱεραποστολική δραστηριότητα. Πολλῷ μᾶλλον πού μέχρι σήμερα ὁ προσηλυτισμός στίς μητροπολιτικές Ὀρθόδοξες χῶρες καί στόν χῶρο τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς δέν ἔχει παύσει.

4. Ὁ στόχος τῆς ὁρατῆς ἑνότητος.

Ὁ Καταστατικός Χάρτης τοῦ Π.Σ.Ε. ὁρίζει καί ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις ἐπαναβεβαιώνει ὅτι,

«Ὁ πρωταρχικός σκοπός τῆς κοινωνίας τῶν ἐκκλησιῶν στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν εἶναι νά καλοῦν ἡ μία τήν ἄλλη πρός ὁρατή ἑνότητα στήν μία πίστι καί στήν μετοχή στήν μία Εὐχαριστία ἐκπεφρασμένη στήν λατρεία καί τήν κοινή ἐν Χριστῷ ζωή, διά τῆς μαρτυρίας καί τῆς διακονίας στόν κόσμο, καί νά προωθοῦν αὐτή τήν ἑνότητα γιά νά πιστεύσῃ ὁ κόσμος»53.

Ἡ ὑποχρέωσις τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. νά προωθήσουν τήν πορεία τους πρός τήν ὁρατή ἑνότητα, περιγράφεται στό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church»:

«Οἱ ἐκκλησίες πού μετέχουν στό Π.Σ.Ε. παραμένουν δεσμευμένες ἡ μία πρός τήν ἄλλη νά βαδίσουν πρός τήν πλήρη ὁρατή ἑνότητα. Αὐτή ἡ δέσμευσις εἶναι δῶρο τοῦ παναγάθου Κυρίου μας. Ἡ ἑνότης εἶναι θεῖο δῶρο καί κλῆσις. Οἱ ἐκκλησίες μας ἔχουν βεβαιώσει ὅτι ἡ ἑνότης, γιά τήν ὁποία προσευχόμεθα, ἐλπίζουμε καί ἐργαζόμεθα, εἶναι “μία κοινωνία δεδομένη καί ἐκπεφρασμένη ἐν τῇ κοινῇ ὁμολογίᾳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως· μία κοινή μυστηριακή ζωή πού ἀρχίζει μέ τό ἕνα Βάπτισμα καί ἱερουργεῖται ὁμοῦ στήν μία εὐχαριστιακή κοινότητα· μία κοινή ζωή, στήν ὁποία τά μέλη καί τά ἱερατεῖα ἀμοιβαίως ἀναγνωρίζονται καί καταλλάσσονται· καί μία κοινή ἀποστολή μαρτυρίας τοῦ εὐαγγελίου τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί διακονίας ὅλης τῆς κτίσεως” [The Camberra Statement, 3.2]. Μία τέτοια κοινωνία πρέπει νά ἐκφράζεται σέ κάθε τόπο, καί μέσῳ σχέσεων καταλλαγῆς μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν σέ διαφόρους τόπους. Ἔχουμε ἀκόμη πολλή δουλειά καθώς μαζί ζητοῦμε νά κατανοήσουμε τήν σημασία τῆς ἑνότητος καί τῆς καθολικότητος, καί πόσο σημαντικό εἶναι τό Βάπτισμα»54.

Ἡ προτεσταντική σύγχυσις εἶναι προφανής. Ἡ ἑνότης τῶν «ὁρατῶν» ἐκκλησιῶν-μελῶν εἶναι ταυτοχρόνως δεδομένη καί ἀναζητουμένη. Δεδομένη στήν «ἀόρατη» Ἐκκλησία διά τοῦ ἀλληλοαναγνωριζομένου Βαπτίσματος καί ἀναζητουμένη πάλι σέ μία προσπάθεια ὁρατῆς πραγματώσεως τῆς «ἀόρατης» Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά θεολογική σχιζοφρένεια. Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες βρίσκουν στό κείμενο αὐτό τόν ἑαυτό τους. Ἐμεῖς ὅμως ὄχι. Οἱ Ὀρθόδοξοι κατέχουμε ὡς δῶρον Θεοῦ ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή ἡ ἑνότης καί κοινωνία. Ἀγωνιζόμαστε μόνο νά τήν διατηροῦμε καί νά αὐξάνουμε σέ αὐτήν. Δέν χρειάζεται νά συντάσσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν προτεσταντική θεολογική σχιζοφρένεια προσυπογράφοντας τέτοια κείμενα. Οἱ πολυδιῃρημένες προτεσταντικές ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες στεροῦνται τό πλήρωμα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, δικαίως ἀναζητοῦν τήν ἑνότητά τους στήν μελλοντική κοινή ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, στήν μελλοντική τέλεσι τῆς μιᾶς Εὐχαριστίας καί στήν μελλοντική κοινή ἱεραποστολική μαρτυρία. Διότι πρός τό παρόν τό μόνο κοινό τους εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιά ὁρατή ἑνότητα. Ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότης ἤδη ὑπάρχει στήν συγκεκριμένη, ἱστορική, ὁρατή, Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Εἶναι τόσο δύσκολο νά γίνῃ αὐτό κατανοητό, ὥστε νά σταματήσουν οἱ Προτεστάνται νά πορεύωνται ἀπό τήν μία διάσπασι στήν ἄλλη καί ἀπό τό ἕνα ἀντιευαγγελικό ἦθος στό ἑπόμενο, καί νά ἀναζητοῦν τήν ἑνότητά τους μέσα σέ αὐτή τήν πολυ-διαφορετικότητά τους;

5. Ἡ “ὁμολογιακή” καί ἡ “διομολογιακή” κοινή προσευχή.

Μία ἀκόμη ἔνδειξις ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν προσανατολίζεται πρός τήν κοινωνία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι καί οἱ προτάσεις τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» γιά “ὁμολογιακή κοινή προσευχή” καί “διομολογιακή κοινή προσευχή” πού υἱοθετήθηκαν ἀπό τήν Θ΄ Συνέλευσι. Ἡ πρότασις ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Προτείνεται μία σαφής διάκρισις μεταξύ “ὁμολογιακῆς” καί “διομολογιακῆς” κοινῆς προσευχῆς στίς συγκεντρώσεις τοῦ Π.Σ.Ε. “Ὁμολογιακή κοινή προσευχή” εἶναι ἡ προσευχή μιᾶς ὁμολογίας, μιᾶς κοινότητος ἤ μιᾶς ὁμάδος μέσα στήν ὁμολογία. Ὁ ἐκκλησιακός της χαρακτήρας εἶναι σαφής. Προσφέρεται ὡς δῶρο στήν συναθροισμένη κοινότητα ἀπό μιά ἰδιαίτερη ἀντιπροσωπεία ἐξ αὐτῶν, καθώς μάλιστα τούς καλεῖ νά μποῦν στό πνεῦμα τῆς προσευχῆς. Ἐπιτελεῖται καί ἔχει προεστῶτα σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού τήν κατανοεῖ καί τήν τελεῖ ἡ [συγκεκριμένη] ἐκκλησία. Ἡ «διομολογιακή κοινή προσευχή» συνήθως προετοιμάζεται γιά εἰδικά οἰκουμενικά γεγονότα. Ἀποτελεῖ μία εὐκαιρία γιά μιά κοινή τελετή, χρησιμοποιώντας στοιχεῖα ἀπό τόν πλοῦτο μιᾶς ποικιλίας παραδόσεων. Μία τέτοια προσευχή ἔχει τίς ρίζες της στήν μέχρι τώρα ἐμπειρία τῆς οἰκουμενικῆς κοινότητος, καθώς καί σ’ αὐτό πού κερδίζουν οἱ ἐκκλησίες ἀπό τήν μεταξύ τους ἀνταλλαγή ἐμπειριῶν. Πάντως δέν ἀξιώνει νά γίνῃ ἡ λατρεία μιᾶς δεδομένης ἐκκλησίας-μέλους ἤ ἑνός εἴδους ὑβριδικῆς ἐκκλησίας ἤ μιᾶς ὑπερ-ἐκκλησίας. Ὅταν κατανοηθῇ καί ἐφαρμοσθῇ κατάλληλα, ἡ διάκρισις αὐτή μπορεῖ νά καταστήσῃ ἐλεύθερες τίς παραδόσεις νά ἐκφρασθοῦν εἴτε μέ πιστότητα στήν ἰδιαιτερότητά τους εἴτε συνδυάζοντας παραδόσεις, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀληθές ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν βιώνουν ἀκόμη τήν πλήρη ἑνότητά τους καί ὅτι τά οἰκουμενικά σώματα στά ὁποῖα μετέχουν δέν ἀποτελοῦν ἐκκλησίες»55.

Καί ἐπίσης,

«Σύμφωνα μέ τήν διάκρισι ὁμολογιακῆς καί διομολογιακῆς κοινῆς προσευχῆς, μπορεῖ νά τελοῦνται ὁμολογιακές Εὐχαριστιακές συνάξεις κατά τίς Γεν. Συνελεύσεις ἤ ἄλλες μεγάλης σημασίας εὐκαιρίες. Ἡ ἐκκλησία πού θά τελεῖ τήν Εὐχαριστία [hosting church] (ἤ οἱ ἐκκλησίες πού μποροῦν νά τήν τελοῦν ἀπό κοινοῦ) πρέπει νά δίνουν σαφῆ τήν ταυτότητά τους»56.

Τό ὅλο πλαίσιο αὐτῆς τῆς προτάσεως (περισσότερες ἀπό 20 σελίδες κειμένου) φανερώνει μία ὁμολογουμένως εὐγενεστάτη διευθέτησι τοῦ προβλήματος τῆς κοινῆς προσευχῆς, ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ δυσφορία ἀπό τίς λατρευτικές ἐκδηλώσεις μέ τίς ὁποῖες πολλοί στό Π.Σ.Ε. δέν συμφωνοῦν. Εἶναι ἐν τούτοις χαρακτηριστική ἡ ἐπιμονή τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» στήν κοινή προσευχή παρά τά πολλά προβλήματα πού δημιουργεῖ. Ἀναγνωρίζει μέν τήν σημασία τοῦ κανόνος lex orandi – lex credendi, τήν σημασία τῆς κοινῆς πίστεως στήν κοινή προσευχή, ἀλλά παρά ταῦτα θεωρεῖ ὅτι αὐτοί οἱ παράγοντες «δέν μειώνουν τήν ἀνάγκη τέτοιας [κοινῆς] προσευχῆς, οὔτε τήν καθιστοῦν ἀδύνατη» (Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς..., Παράρτημα Α, παράγρ. 13-14)57. Προφανῶς στό ὅραμα τοῦ Π.Σ.Ε. προέχουσα θέσι ἔχει ἡ κοινή πορεία τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν (τό stay together), καί αὐτήν καλεῖται νά ὑπηρετήσῃ καί ἡ κοινή προσευχή. «Ἡ δυνατότης νά προσευχόμαστε ἀπό κοινοῦ σέ οἰκουμενικές συγκεντρώσεις εἶναι ἐπίσης μία νέα πρόκλησις μέ συγκεκριμένη καί ἰδιαίτερη ἀποστολή νά συνδράμῃ καί ἐνισχύσῃ τούς Χριστιανούς στήν πορεία τους πρός τήν ἑνότητα» (ἔνθ' ἀνωτ., παράγρ. 37)58, λέγουν οἱ συντάκται τῆς «Τελικῆς Ἐκθέσεως τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...» καί βεβαιώνουν γιά τά ἀγαθά ἀποτελέσματα τῆς πολυετοῦς ἀσκήσεως τῆς κοινῆς προσευχῆς (ἔνθ' ἀνωτ., παράγρ. 39)59.

Γιά τό Π.Σ.Ε. λοιπόν ἡ “κοινή προσευχή” εἶναι πηγή ζωῆς. Εἴτε ὁμολογιακή, εἴτε διομολογιακή, πάντως νά εἶναι κοινή προσευχή, ἐπειδή αὐτό ἐκπηγάζει ἀπό τήν ἐκκλησιολογία τῶν προτεσταντῶν-μελῶν του. Γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅμως τό ζήτημα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό, ἐπειδή εἶναι διαφορετική καί ἡ ἐκκλησιολογία μας. Ἡ συμπροσευχή ἀπαγορεύεται ρητῶς ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων. Ὡρισμένοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι σχετικοποιοῦν τήν σημασία τῶν Κανόνων αὐτῶν ἤ τούς παραθεωροῦν, ὡσάν νά εἶναι γραμμένοι γιά ἄλλες ἐποχές ἤ ὡσάν νά μή διαπνέωνται ἀπό ἀγάπη. Ἄλλοι πάλι τούς παρερμηνεύουν, ὅτι δῆθεν ἀπαγορεύουν μόνο τήν εὐχαριστιακή συμπροσευχή. Ὅλοι ὅμως συμφωνοῦν στήν ποιμαντική διάστασι τῶν ἱερῶν Κανόνων, ὅτι δηλαδή ἀποσκοποῦν στήν διαφύλαξι καθαρῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας60.

Αὐτή ἡ τελευταία ὅμως, ἡ ποιμαντική διάστασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δίνει νόημα καί στήν ἐφαρμογή τους τόσο στήν ἐποχή πού γράφθηκαν ὅσο καί σήμερα. Κανείς μας δέν προσφεύγει στούς ἱερούς αὐτούς Κανόνας, ἄν δέν βλέπῃ νά κινδυνεύῃ ἡ δογματική συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας ἀπό κάποια αἱρετική ἐκκλησιολογία. Καί σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἡ δογματική συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας κινδυνεύει νά ἀλλοιωθῇ ἀπό τήν ἐκκλησιολογία πού καλλιεργεῖται στό Π.Σ.Ε. Ἡ συμπροσευχές εἶναι ἕνα μόνο σημεῖο ἐκκλησιολογικῆς ἀλλοιώσεως. Ὅσοι νομίζουν ὅτι ἐπικαλούμεθα τήν ἰσχύ τῶν συγκεκριμένων ἱερῶν Κανόνων ἀπό συντηρητισμό ἤ φονταμενταλισμό, σφάλλουν. Ἀγνοοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία προέβαλλε τέτοιους Κανόνες, ὁσάκις ἔβλεπε ἀλλοιουμένη τήν ἐκκλησιολογική συνείδησι τῶν μελῶν της. Σήμερα ὑπάρχει ἀνάγκη νά τονισθοῦν οἱ ὑπάρχοντες σχετικοί Κανόνες καί, ἄν χρειασθῇ, νά δημιουργηθοῦν νεώτεροι μέ τό ἴδιο πνεῦμα, γιά τόν ἴδιο σκοπό καί μέ εἰδική ἀναφορά στό Π.Σ.Ε.

Δέν εἶναι ὑπερβολή τά λεγόμενα. Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, τά μισά ἀπό τά μέλη τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς», προτείνουν διευθετήσεις στό πρόβλημα τῶν κοινῶν προσευχῶν στό Π.Σ.Ε. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο λάθος. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία δέν προβλέπει κοινές προσευχές, προβλέπει μόνο Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές γιά τόν λόγο πού προαναφέρθηκε. Ἐάν οἱ θεολόγοι τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» ἤθελαν νά εἶναι συνεπεῖς μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἔπρεπε νά θέσουν ὡς ἀδιαπραγμάτευτο ὅρο περαιτέρω συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε. τήν κατάργησι τῶν κοινῶν προσευχῶν, ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ κοινές προσευχές στό Π.Σ.Ε. ἔχουν τήν ἀποκλειστική ἔννοια νά προαγάγουν τήν ὁρατή ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μέ προτεσταντικές ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ αἰτία, γιά τήν ὁποία ἐπικαλούμεθα τήν τήρησι τῶν ἱερῶν Κανόνων στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ ἐπίκλησις τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός συμμετεῖχε στήν ἐναρκτήρια τελετήπροσευχή στήν Φερράρα ἤ ἡ ἀναφορά στήν συμμετοχή ἑτεροδόξων τοῦ 12ου αἰῶνος στίς Ὀρθόδοξες λειτουργικές συνάξεις στούς Ἁγίους Τόπους, στό Σινᾶ ἤ ἀλλοῦ61, δέν προσφέρονται γιά νά ὑπερασπίσουν τήν σημερινή πρακτική τῶν συμπροσευχῶν. Ὁ ἅγιος Μάρκος μετέσχε τῆς ἐναρκτηρίου προσευχῆς62, ὄχι ὅμως γιά νά προαγάγῃ τήν ἑνότητα ὑπό παπικές προϋποθέσεις. Ἀπόδειξις τούτου ὁ σθεναρός του ἀγώνας, ἡ ἀποχώρησίς του κατόπιν ἀπό τόν διάλογο, καί ἐν τέλει ἡ ἀπουσία του ἀπό τό συλλείτουργο μέ τόν Πάπα, ὁπότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχώρησαν σέ ὅλες τίς παπικές ἀπαιτήσεις καί ὑπέγραψαν τόν ταπεινωτικό Ὅρο τῆς Συνόδου63. Ἐπίσης οἱ προσκυνηταί τῶν Ἁγίων Τόπων δέν ἐκινοῦντο ἀπό διάθεσι προβολῆς μιᾶς αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου. Στό Π.Σ.Ε. ὅμως προβάλλεται – ὅπως ἀποδεικνύουν τά γεγονότα καί τά κείμενα– ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία.

Τό δεύτερο λάθος εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωσις τοῦ “ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρος” τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν. Ἐφ’ ὅσον οἱ κοινές προσευχές γίνονται ἐκ προοιμίου ἀποδεκτές, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά μετάσχουν στήν “ὁμολογιακή κοινή” προσευχή ἤ λειτουργία κάποιας ἐκ τῶν ποικίλων προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, στήν ὁποία εἶναι μάλιστα προσκεκλημένοι. Μία τέτοια συμμετοχή σαφῶς καί κατηγορηματικῶς δέν σημαίνει μετοχή σέ κοινό Ποτήριο, εἶναι ὅμως ἐπιβεβαίωσις ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ “ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρος” τῆς συγκεκριμένης Ὁμολογίας.

Τό τρίτο λάθος εἶναι ἡ θεσμοθέτησις (ἄν καί μέ δυνατότητα βεβαίως ἀναθεωρήσεως στό μέλλον) “ὁμολογιακῶν κοινῶν” προσευχῶν ἤ λειτουργιῶν, στίς ὁποῖες θά προΐσταται τό πρόσωπο πού καθορίζεται ἀπό τά θέσμια τῆς συγκεκριμένης Ὁμολογίας (βλ. «Τελική Ἔκθεσι τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...», παράγρ. 42). Ἐδῶ πρόκειται γιά ἐπιβεβαίωσι τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἐνδεχομένως καί ὁμοφυλοφίλων. Ἡ «Τελική Ἔκθεσις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς...» (Παράρτημα Α, παράγρ. 30) ὁρίζει χωρίς περιστροφές: «Ὅταν ἡ κοινή προσευχή προσφέρεται ἀπό συγκεκριμένη ὁμολογία, ἡ πρακτική αὐτῆς τῆς ὁμολογίας, ἀναφορικά μέ τήν ἡγεσία τῶν γυναικῶν, θά πρέπει νά ἰσχύει κανονικά. Γιά τήν διομολογιακή κοινή προσευχή, καλό θά εἶναι νά υἱοθετεῖται ἕνα εἶδος ἀποκεντρωμένης ἡγεσίας καί ἰσότητας στήν συμμετοχή, πού θά ἐπιτρέπει σέ ὅλους τούς συμμετέχοντες, ἄνδρες ἤ γυναῖκες, κληρικούς ἤ λαϊκούς, νά διαδραματίσουν ὁποιοδήποτε ρόλο»64.

Ἤδη ἀνοίγει τό κουτί τῆς Πανδώρας, ὅπως εὐφυῶς παρετήρησε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων Ἀλφέγιεφ λέγοντας: «Ἡ Εἰδική Ἐπιτροπή ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες της καί ἔλυσε πολλά προβλήματα, τά ὁποῖα, γιά τίς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἀποτελοῦσαν ἐμπόδια γιά τή συμμετοχή τους ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες εἶναι τώρα πιά πίσω μας; Ἐπιπλέον, ποιά θά εἶναι τά συνεπακόλουθα τῶν συμπερασμάτων τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν ὀρθόδοξη συμμετοχή στήν εὐρύτερη οἰκουμενική κίνηση; Πρίν ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο, θέλω νά δώσω ἔμφαση στό γεγονός ὅτι ἡ Ἐπιτροπή σκόπιμα περιορίσθηκε στή συζήτηση ἐκείνων τῶν θεμάτων πού σχετίζονται ἄμεσα μέ τίς σχέσεις ὀρθοδόξωνπροτεσταντῶν μέσα στό Π.Σ.Ε. Ἡ ἐντολή της δέν περιελάμβανε συζήτηση τοῦ εὕρους τῶν θεμάτων σέ σχέση μέ τήν παροῦσα κρίση τοῦ Συμβουλίου καί τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως γενικότερα. Ἐπιλύνοντας ὁρισμένα θέματα, ταυτόχρονα ἄνοιξε τό “κουτί τῆς Πανδώρας” βασικῶν διαφωνιῶν πού ὑπάρχουν μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν καί τῶν οἰκουμενικῶν ἑταίρων»65.

6. Ἡ ἔλλειψις προσανατολισμοῦ πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

Εἶναι φαίνεται θέμα ἀρχῆς γιά τίς προτεσταντικές Ὁμολογίες πού ἀποφασίζουν τήν συμμετοχή τους στό Π.Σ.Ε., νά μή δεσμεύωνται μέ κάποια ἔννοια μεταστροφῆς στήν Ὀρθοδοξία καί ἀποδοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων, ὅπως φαίνεται ἀπό κείμενα πού ἐνέκρινε καί υἱοθέτησε ἡ Θ΄ Συνέλευσις66. Πραγματικά, ἡ σύστασις (ἄν ὄχι καί ἀπαίτησις) ἐπιστροφῆς ὅλων στήν Πίστι καί τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεσις πού λείπει ἀπό τίς προτάσεις τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» καί πού θά ἦταν ἐνδεικτική ὀρθῆς ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε.

Τό ἴδιο τό Π.Σ.Ε. προσδιορίζοντας τήν αὐτοσυνειδησία του κάνει λόγο γιά κοινωνία ἐκκλησιῶν:

«Κάθε συζήτησις τοῦ Π.Σ.Ε. περί αὐτοσυνειδησίας του πρέπει νά ἀρχίζῃ ἀπό τήν καταστατική Βάσι, ἐπί τῆς ὁποίας τό Π.Σ.Ε. ἔχει θεμελιωθῆ καί ἐπί τῆς ὁποίας ὅλες οἱ ἐκκλησίες-μέλη ἔχουν συμφωνήσει: “Τό Π.Σ.Ε. εἶναι μία κοινωνία (fellowship) ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ὁμολογοῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί Σωτῆρα, σύμφωνα μέ τίς Γραφές, καί ἀναζητοῦν νά φέρουν εἰς πέρας τήν κοινή τους κλῆσι γιά τήν δόξα τοῦ ἑνός Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”»67.

«Παρότι ἡ λέξις “fellowship” ἐνίοτε χρησιμοποιεῖται γιά νά ἀποδώσῃ τήν ἑλληνική λέξι κοινωνία, πού εἶναι ἔννοια-κλειδί κατά τίς πρόσφατες οἰκουμενικές συζητήσεις περί ἐκκλησίας καί τῆς ἑνότητός της, ἡ σχέσις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. ὡς σύνολο δέν εἶναι κοινωνία μέ τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου (ὅπως περιγράφηκε π.χ. στήν Γεν. Συνέλευσι τῆς Καμπέρρα, “Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κοινωνίας: Δῶρο καί Κλῆσις”)»68.

Μάλιστα ὅσο περισσότερο γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἀδυναμία τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. νά προσανατολισθοῦν πρός τήν Ὀρθόδοξο Πίστι καί τήν ἐν αὐτῇ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, συντηρεῖται ἡ τάσις νά συμπεριφέρωνται μεταξύ τους ὡς μέλη μιᾶς ἔστω ἐπί μινιμαλιστικῆς βάσεως κοινωνίας (membership) καί αὐξάνεται ἡ τάσις νά ἀναπτύσσωνται εὐρύτεροι κύκλοι συνεργασίας μεταξύ τους μέ σχέσεις συν-εταιρικές (partnership).

7. Ἠθικά καί κοινωνικά θέματα.

Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί ἡ ὑπεράσπισίς τους εἶναι στίς προτεραιότητες τοῦ Π.Σ.Ε. Ἐνῶ ὅμως σέ θέματα καταπιέσεων, κοινωνικῆς ἀδικίας, φτώχειας, παρατηρεῖται ἀπόλυτη συμφωνία, ὑπάρχει μεγάλη διαφοροποίησις τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ὅσον ἀφορᾶ τήν στάσι τους ἀπέναντι στά ζητήματα πού σχετίζονται μέ τήν ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα. Τά κεντρικά συντονιστικά ὄργανα τοῦ Π.Σ.Ε. δέν παίρνουν θέσι ὑπέρ τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ἀπόψεως. Προτιμοῦν νά δώσουν τό βῆμα τοῦ Π.Σ.Ε. γιά νά ἀναπτυχθῇ διάλογος μεταξύ τῶν διαφόρων τάσεων. Τοποθετοῦν τήν στρατηγική αὐτή στήν προοπτική τῆς ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν. Ἀντιγράφουμε ἀπό τό εἰσηγητικό πρός τήν Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο «Ἡ ἀπάντησις τῶν ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα» (Churches’ response to human sexuality):

«Τό νά ἐπικεντρωθοῦμε στόν κύριο ὄγκο τῶν τοποθετήσεων καί νά παραγάγουμε ἐπίσημες δηλώσεις, εἶναι προφανῶς ἀναποτελεσματικό καί βαθαίνει τά ρήγματα μέσα στίς ἐκκλησίες καί μεταξύ αὐτῶν· ὑπάρχει ἀνάγκη νά δοθῇ οἰκουμενικός χῶρος γιά συνάντησι, ἀνάλυσι, διάλογο καί ἐπιμόρφωσι στήν κατεύθυνσι μιᾶς ἐφικτῆς καί ποιμαντικῆς προσεγγίσεως τῶν ὑπ’ ὄψιν θεμάτων ... Ὡς παγκόσμια κοινωνία (fellowship) ἐκκλησιῶν τό Π.Σ.Ε. βρίσκεται στήν μοναδική θέσι νά δεσμεύσῃ τίς ἐκκλησίες-μέλη νά κρατήσουν διαφορετικές ἀπόψεις καί τοποθετήσεις γιά τήν ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα ... Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τό Συμβούλιο φέρνει τίς ἐκκλησίες σέ ζωντανή ἐπικοινωνία γι’ αὐτό τό οὕτως ἤ ἄλλως δυνητικά διχαστικό ζήτημα καί προσφέρει τό παγκόσμιο οἰκουμενικό βῆμα του γιά ὑπεύθυνη συζήτησι ... Ἐμπλεκόμενο σέ αὐτό τό θέμα τό Π.Σ.Ε. γίνεται μία κοινωνία (fellowship) ἐκκλησιῶν μέ μία βαθύτερη ἔννοια – παρουσιάζεται σάν ἀδελφός καί ἀδελφή (“fellow”) σέ αὐτούς πού ἔτσι καί ἀλλοιῶς αἰσθάνονται ἀποξενωμένοι καί ἀποκλεισμένοι ἀπό τήν κοινωνία τους καί τήν ἐκκλησιαστική τους κοινότητα»69.

Τό θέμα αὐτό ἔχει ἀρχίσει νά συζητῆται ἀπό τήν Γ΄ Γεν. Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί καί εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ “κοινωνική εὐαισθησία”, μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζεται. Ἐν τούτοις ἤδη σήμερα τό Π.Σ.Ε. δέν θέτει τό ζήτημα μέ βάσι τήν σαφῆ εὐαγγελική διδασκαλία. Προέχει ἡ “ἑνότης” τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε. καί ὄχι ἡ εὐαγγελική ἀλήθεια;

8. Ἡ στάσις ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν.

Ἡ στάσις τῶν ἐκκλησιῶν–μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκειῶν χαρακτηρίζεται ἀπό διάθεσι ἀποδοχῆς τους, βασισμένη δῆθεν σέ ἁγιογραφικές μαρτυρίες. Σέ κείμενο πού ἐνέκρινε ἡ Θ΄ Γεν. Συνέλευσις μέ τίτλο «Θρησκευτική πολυμορφία καί αὐτοσυνειδησία τῶν Χριστιανῶν» (Religious plurality and Christian self-understanding) γράφεται:

«Οἱ θρησκευτικές παραδόσεις τῆς ἀνθρωπότητος, στήν μεγάλη τους διαφορετικότητα, εἶναι “πορεῖες” καί “προσκυνηματικά ταξίδια” γιά ἀνθρώπινη καταξίωσι τῆς ἀναζητήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀληθείας περί τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἄν καί μπορεῖ νά εἴμαστε “ξένοι” μεταξύ μας, ὑπάρχουν στιγμές πού οἱ δρόμοι μας διασταυρώνονται στό σημεῖο πού λέγεται κλῆσις γιά “θρησκευτική φιλοξενία”. Τόσο ἡ προσωπική μας πεῖρα σήμερα ὅσο καί ἱστορικές στιγμές τοῦ παρελθόντος μαρτυροῦν γιά τό γεγονός ὅτι τέτοια φιλοξενία εἶναι δυνατή καί γίνεται ἐνίοτε.

Μία ἐκτεταμένη τέτοια φιλοξενία ἐξαρτᾶται ἀπό μία θεολογία φιλόξενη στόν «ἄλλον». Οἱ ἀντιλήψεις μας γιά τήν φύσι τῆς βιβλικῆς μαρτυρίας περί Θεοῦ, τί πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει κάνει ἐν Χριστῷ, καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δείχνουν ὅτι στήν καρδιά τῆς χριστιανικῆς πίστεως βρίσκεται μία φιλόξενη διάθεσις, πού ἀγκαλιάζει τούς «ἄλλους» στήν διαφορετικότητά τους. Εἶναι αὐτό τό πνεῦμα πού χρειάζεται γιά νά ἐμπνεύσῃ τήν θεολογία τῶν θρησκειῶν σέ ἕνα κόσμο πού χρειάζεται ἴασι καί καταλλαγή...

...Τά πεπερασμένα ἀνθρώπινα ὅρια καί οἱ περιορισμένες δυνατότητες τῆς γλώσσης καθιστοῦν ἀδύνατη κάθε κοινότητα νά ἐξαντλήσῃ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας πού προσφέρει ὁ Θεός στήν ἀνθρωπότητα. Ὅλες οἱ θεολογικές μας ἀντιλήψεις σέ τελική ἀνάλυσι δέν ξεπερνοῦν τά ὅρια τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας καί δέν μποροῦν νά παρακολουθήσουν τό εὗρος τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποκατάστασι τοῦ κόσμου.

Αὐτή ἡ ταπείνωσις μᾶς κάνει νά λέμε ὅτι ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό καί μόνο. Δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας ἡ σωτηρία· μετέχουμε σέ αὐτήν. Δέν προσφέρουμε τήν σωτηρία· μαρτυροῦμε γι’ αὐτήν. Δέν ἀποφασίζουμε ποιός θά σωθῆ· αὐτό τό ἀφήνουμε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωτηρία μας εἶναι μία αἰώνια «φιλοξενία», στήν ὁποία μᾶς ἔχει περιλάβει ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι ὁ παρέχων τήν σωτηρία. Καί ἐπίσης, στήν ἐσχατολογική θεώρησι τοῦ καινοῦ οὐρανοῦ καί τῆς καινῆς γῆς, ἔχουμε τό δυνατό συμβολισμό τῆς σκηνώσεως τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας: “καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ θρόνου λεγούσης, Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾽ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαοὶ αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ θεὸς μετ᾽ αὐτῶν ἔσται” (Ἀποκ. 21, 3)»70.

Εἶναι νά ἀπορῇ κανείς πῶς υἱοθετήθηκαν αὐτές οἱ ἀπόψεις καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἀντιπροσώπους στό Π.Σ.Ε. Ἐδῶ καταλύονται ὅλα τά ὅρια. Οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουμε τήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί γι’ αὐτήν μαρτυροῦμε. Γι’ αὐτό ἀναπτύσσουμε τήν Ἱεραποστολή, χωρίς νά πολυπραγμονοῦμε τί ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει μέ τά μή Ὀρθόδοξα παιδιά του. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ «ἀνθρώπινη καταξίωσι τῆς ἀναζητήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀληθείας περί τῆς ὑπάρξεώς μας» εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία καί «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία, οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12). Ὀφείλουμε πρός τούτοις νά εἴμαστε φιλόξενοι καί ἀγαθοεργοί πρός πάντας παρά τήν διαφορετικότητά τους, ἀλλά δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἀναπτύσσουμε θεολογίες «θρησκευτικῆς φιλοξενίας» τῶν ἑτεροθρήσκων, δηλαδή νά ἀγκαλιάζουμε τήν διαφορετικότητά τους. Στήν δεύτερη περίπτωσι ὑπερβαίνουμε τά ὅρια τῆς ἀγάπης καί βαλτώνουμε στά νερά τοῦ συγκρητισμοῦ. Ἄλλο ἀγάπη καί ἄλλο συγκρητισμός71. Καί βεβαίως ἡ σωτηρία μας εἶναι δῶρο Θεοῦ, δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας οὔτε ἐπίτευγμά μας, ἀλλά ὁ δωρεοδότης καί σωτήρας μας Θεός εἶναι αὐτός πού στήν ἐσχατολογική προοπτική ὅλου τοῦ κόσμου ἄλλους δέχεται στήν κοινωνία Του (Ἀποκ. 21, 3) καί ἄλλους τούς ἀποβάλλει (Ἀποκ. 22, 14-15), καθένα κατά τήν πίστι καί τά ἔργα του.

Οἱ ἀπόψεις πού ὑπάρχουν στό ἀνωτέρω μνημονευθέν εἰσηγητικό κείμενο φανερώνουν ἄγνοια ἤ παραθεώρησι τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας στό ζήτημα τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεός προσφέρει τήν σωτηρία πρός ὅλους, ἀλλά ἡ ἐνσυνείδητη ἐπιλογή μιᾶς θρησκείας πού ἀπορρίπτει τό εὐαγγελικό κήρυγμα καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, φανερώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν συνεργεῖ μέ τόν Θεό γιά νά κάνῃ κτῆμα του τήν προσφερομένη σωτηρία.

IV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΟ Π.Σ.Ε.

Ὑπό τίς θεολογικές προϋποθέσεις πού ἀναλύθηκαν, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετέχουν στίς δραστηριότητες τοῦ Π.Σ.Ε. Ὅπως ὅμως φαίνεται ἀπό τήν ἀνάλυσι, αὐτή ἡ ἴδια ἡ συμμετοχή ἀποτελεῖ μέγα πρόβλημα καί δημιουργεῖ σοβαρά ἐπί μέρους προβλήματα.

Α. Τά προβλήματα.

Αὐτά ἑστιάζονται:

1. Στήν ἀδυναμία οὐσιαστικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὑποστηρίζεται συχνά καί ἀπό διαφορετικά χείλη, ὅτι σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πρός τούς ἑτεροδόξους. Ἡ ἑξηκονταετής ὅμως παρουσία μας σέ αὐτό βεβαιώνει ὅτι τό βῆμα τοῦ Π.Σ.Ε. δέν προσφέρεται γιά τήν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δέν ἀντιλαμβάνονται τήν ἔννοια τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας μέ τήν σημασία πού τήν κατανοοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι. Ἐπιθυμοῦν τήν συνεργασία μας, ἐγκωμιάζουν τήν παρουσία μας, χαίρονται πού εἴμαστε φορεῖς τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλά δέν θεωροῦν τήν Ὀρθόδοξο μαρτυρία ὡς πρόσκλησι στήν μοναδική Μία Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξο. Ἀρκοῦνται νά ἐμπλουτίσουν ἁπλῶς τήν δική τους παράδοσι μέ στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ διαδικασία τοῦ ἀλληλοἐμπλουτισμοῦ ἔχει καταστατική σχεδόν ἰσχύ: «Ἡ σχέσις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν εἶναι δυναμικῶς διαδραστική. Κάθε ἐκκλησία καλεῖται νά δώσῃ καί νά λάβῃ ἀμοιβαίως χαρίσματα»72. Ὁ δρ. Raiser στήν εἰσήγησί του στό Συνέδριο τῆς Θεσ/νίκης τό 2003 ἀνέπτυξε τά ἐννέα ἐνδεικτικά σημεῖα οὐσιαστικῆς κατ’ αὐτόν Ὀρθοδόξου συμβολῆς στήν ζωή τοῦ Π.Σ.Ε. καί εἶπε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν στό Π.Σ.Ε. γιά «νά μαρτυρήσουν τήν ἀληθινή ἀποστολική πίστη, ὅπως ἔχει παραληφθεῖ καί διαβιβαστεῖ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Δέν συμμετέχουν προκειμένου νά συζητηθεῖ ἡ πίστη ἤ γιά νά ἐπιλύσουν τίς συμφωνίες μέ τούς ἀντιπροσώπους ἐκκλησιῶν ἀπό ἄλλες παραδόσεις»73. Πέρα τοῦ γεγονότος ὅτι, ὅπως καί πάλι ἐλέχθη, ὡρισμένα σημεῖα δέν ἀποτελοῦν προβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στό Π.Σ.Ε. ἀλλά συμβιβασμό ἤ ἀθέτησί της (τό κείμενο Β.Ε.Μ., ἡ συμβολή τοῦ Νικ. Νησιώτη), ἀπό τόν εὔφημο λόγο τοῦ κ. Raiser καί ἀπό τήν ὅλη εἰσήγησί του δέν προκύπτει ὅτι ὁ προσανατολισμός τῶν προτεσταντικῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν στοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι τελικῶς πρός τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως κατανοοῦμε ὅτι ἀποδοχή τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως σημαίνει ἀποβολή τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων καί ἀποδοχή τῶν ἀντιστοίχων Ὀρθοδόξων. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος, «δέν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια Ὁμολογία νά ἐγκαταλείψει στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διαλόγων... Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν νά δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας νά ἀλλάξουν· ποτέ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους»74. Ἡ διαπίστωσις αὐτή θυμίζει τήν παρομοία ἐπίσης χαρακτηριστική διαπίστωσι τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Β΄ περί τῶν διαθέσεων τῶν Θεολόγων τῆς Τυβίγγης: «ταῦτα καί νῦν ἐγχαράττομεν [σ.σ. τήν τρίτη ἐπιστολή] καίπερ καλῶς πληροφορηθέντες ἐκ τῶν γραμμάτων ὑμῶν, ὡς οὐδέποτε ἡμῖν ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τῇ ἀληθείᾳ συναινέσαι δύνασθε»75. Τό Π.Σ.Ε., ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικός μηχανισμός πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος, “ἑνότητα”. Στό κοινῶς ἀποδεκτό κείμενο μέ τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι καί ἕνα κοινό Ὅραμα τοῦ Π.Σ.Ε» (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC), παράγρ. 1.4.6, φέρεται ὡς καταπληκτική ἐπιτυχία τοῦ Π.Σ.Ε. τό γεγονός ὅτι «μία ὅλο καί πιό ἐμφανής κοινή παράδοσις, τό ὅτι συμμεριζόμαστε τίς ἴδιες ἀπόψεις στήν πίστι, τήν ζωή καί τήν μαρτυρία, ἔχει ἀρχίσει νά ἐμπλουτίζῃ τήν θεολογική σκέψι, πού ἦταν αἰχμάλωτη σέ μία σκληρή ὁμολογιακή προοπτική, καθώς οἱ ἐκκλησίες ἦλθαν πιό κοντά ἡ μία στήν ἄλλη διά τοῦ Π.Σ.Ε»76.

2. Στήν καλλιέργεια ἑνός ὁράματος ψευδοῦς ἑνότητος.

Ἀναμφίβολα ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. συνετέλεσε κατά τό παρελθόν στό νά γίνουν ὠφέλιμες ἀλλαγές. Μεταξύ αὐτῶν μνημονεύουμε τόν ἐμπλουτισμό τῆς καταστατικῆς βάσεως τοῦ Π.Σ.Ε. μέ τριαδολογικά χαρακτηριστικά. Ἐνῶ κατ’ ἀρχήν, ὅσοι πίστευαν στόν Χριστό ὡς Θεό καί Σωτῆρα, μποροῦσαν νά εἶναι μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μέ Ὀρθόδοξη παρέμβασι ἀποφασίσθηκε νά γίνωνται δεκτές ὡς μέλη μόνον οἱ ἐκκλησίες ἤ ὁμολογίες πού πίστευαν στήν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι ξεπεράσθηκε (ἐπίσημα τουλάχιστον) ὁ Χριστομονισμός, ὁ ὁποῖος θά ἐπέτρεπε σέ ἀντιτριαδικές προτεσταντικές Ὁμολογίες νά μετέχουν στό Π.Σ.Ε. καί βεβαίως νά ἐπηρεάζουν τήν θεολογία του πρός τά ἀριστερά. Μνημονεύουμε ἀκόμη τόν, χάρις στήν σθεναρή ἀπαίτησι τῶν Ὀρθοδόξων, ἀποκλεισμό ἀπό τά ἐπίσημα βήματα Π.Σ.Ε. τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων πού ὑπερασπίζονται τήν ὁμοφυλοφιλία.

Θά περίμενε ὅμως κανείς οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἐπηρέαζαν οὐσιαστικά τό πνεῦμα τοῦ Π.Σ.Ε. καί στό θέμα τῆς ἐκκλησιολογίας. Ἡ ἑνότης εἶναι κατ’ ἐξοχήν θέμα ἐκκλησιολογικό. Ὅπως δείχνει ἡ προηγηθεῖσα ἀνάλυσις, ἀκόμη καί μετά τήν ἔντονη διαμαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τό 1998, δέν σημειώθηκαν ἀκόμη μεταβολές. Τό ἐκκλησιολογικό πνεῦμα πού διαπνέει τό Π.Σ.Ε. παραμένει τό ἴδιο, ὅπως τό εἶχε καθορίσει ἡ Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ Π.Σ.Ε. τό 1950 μέ τήν Δήλωσι τοῦ Τορόντο77. Οἱ προτάσεις τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» ἔγιναν δεκτές μέ ἐνθουσιασμό, ἀλλά στήν ἐκκλησιολογία τοῦ Π.Σ.Ε. παρατηρεῖται δυσκαμψία. Ὁ Samuel Cobia, Γεν. Γραμματεύς τοῦ Π.Σ.Ε. σήμερα, προσδιορίζει τό κέντρο βάρους τῶν προτάσεων ἀρκετά μακρυά ἀπό τήν ἀνάγκη μιᾶς ἄλλης (μή προτεσταντικῆς) ἐκκλησιολογίας στό ΠΣΕ: «οἱ συστάσεις τῶν Ὀρθοδόξων δημιούργησαν ἕνα νέο πνεῦμα μέσα στήν κοινωνία τοῦ Π.Σ.Ε., πρότειναν νέους τρόπους συνεργασίας καί ἄνοιξαν νέες λεωφόρους γιά νά συνεχίσουμε τό ταξίδι στήν πορεία πρός τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν»78. Καί διερωτᾶται: «Πῶς τό Π.Σ.Ε., ἀντί γιά κανονιστικές ἀλλαγές, θά προχωρήσῃ σέ ἀλλαγή ἤθους;»79

Ὅπως εἶναι γνωστό, τό θέμα τῆς Γεν. Συνελεύσεως τοῦ Porto Alegre ἦταν «Θεέ, μέ τήν Χάρι Σου μεταμόρφωσε τόν κόσμο». Ἔγιναν ἀναπτύξεις τῆς ἐννοίας τῆς μεταμορφώσεως σέ προσωπικό, κοινωνικό, οἰκολογικό, ἐκκλησιαστικό καί διαχριστιανικό ἐπίπεδο. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στήν Ἔκθεσί της («Report of the Consultation», παράγρ. 19)80 ἡ διορθόδοξος προπαρασκευαστική συνέλευσις τῆς Ρόδου δέν θέλησε νά προσδιορίσῃ ὅτι μεταμόρφωσις τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε. σημαίνει κυρίως τήν ἐπιστροφή τους στήν Ὀρθοδοξία. Φαίνεται ὅτι μία τέτοια πρότασις δέν θά εἶχε θέσι στό περιβάλλον τοῦ Π.Σ.Ε. Στήν παράγρ. 30 τῆς ἴδιας Ἐκθέσεως παρατηρεῖται εὔστοχα ὅτι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» «ἦταν περισσότερο “οἰκουμενικό” παρά “Ὀρθόδοξο”».

Τό Π.Σ.Ε. συνεχίζει νά εἶναι τό βῆμα, τό ὁποῖο παρέχει τήν δυνατότητα νά ἐκφράζεται μέν ἐλεύθερα μεγάλη ποικιλία θεολογικῶν ἀπόψεων, δέν συντελεῖ ὅμως στήν ἀληθινή ἑνότητα. Ἑνότητα μέσα στήν διαφορετικότητα (unity in diversity), αὐτός εἶναι ὁ στόχος τοῦ Π.Σ.Ε.! Ἀκόμη καί ἡ πολύκροτη ἀντικατάστασις τῆς ἀρχῆς τῆς πλειοψηφίας ἀπό τήν ἀρχή τῆς συναινέσεως κατά τήν λῆψι ἀποφάσεων δέν εἶναι μεθόδευσις πού συντελεῖ στήν ἐπίτευξι κοινοῦ φρονήματος, ὅπως ἦταν π.χ. ἡ ὁμοφωνία τῶν ἐπισκόπων στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ἑπομένως δέν συντελεῖ στήν ἀληθῆ ἑνότητα. Ὅπως φαίνεται ἀπό τίς προτάσεις πού υἱοθέτησε ἡ Θ΄ Συνέλευσις81, συναίνεσις (consensus) γιά ἕνα θέμα δέν σημαίνει μόνο ὁμοφωνία. Συναίνεσις σημαίνει καί τήν συγκατάθεσι τῆς μειοψηφίας, ἐφ’ ὅσον τό θέμα συζητήθηκε πλήρως-διεξοδικῶς καί ἡ πλειονότης συμφώνησε στό «γενικό πνεῦμα τῆς συναντήσεως». Συναίνεσις ἀκόμη σημαίνει καί τήν ἀναγνώρισι ποικιλίας ἀπόψεων, ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι οἱ μειοψηφοῦσες ἀπόψεις θά γραφοῦν στήν πρότασι (ὄχι στά πρακτικά). Συναίνεσις ἐπιπλέον θεωρεῖται καί ἡ συμφωνία γιά ἀναβολή τῆς ὑποθέσεως ἤ γιά τό ὅτι δέν ἐλήφθη ἀπόφασις.

3. Στήν συνέχισι τῶν συμπροσευχῶν.

Σέ συμφωνία πρός τό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο τοῦ Π.Σ.Ε. βρίσκεται καί ἡ λατρευτική του πρακτική. Οἱ συμπροσευχές θεωροῦνται τό πιό ἀπαραίτητο πνευματικό ἐφόδιο γιά τό ταξίδι πού κάνει τό καραβάκι τοῦ Π.Σ.Ε. μέσα στόν χρόνο, τό ἀντιστάθμισμα στήν κοινωνικοπολιτική του πολυ-δραστηριότητα. Οἱ συμπροσευχές θεωροῦνται ἐπίτευγμα, κατάκτησις τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ «Εἰδική Ἐπιτροπή» στήν Τελική της Ἔκθεσι μέ αἰσιοδοξία λέγει ὅτι «ἡ κοινή προσευχή σέ ἕνα οἰκουμενικό περιβάλλον μπορεῖ νά γίνῃ κατανοητή ὡς καιρός ὁμολογίας καί καταλλαγῆς στήν ὁδό πρός τήν πλήρη ἑνότητα»82 .

Οἱ συμπροσευχές πολύ σοφά ἀπαγορεύονται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνας, διότι βλάπτουν καί τίς δύο πλευρές. Τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή ἀμβλύνουν τήν δογματική τους συνείδησι. Τούς ἑτεροδόξους, ἐπειδή τούς στεροῦν τήν δυνατότητα νά ἰδοῦν καθαρά ὅτι ἡ ἀληθινή ἑνότης βρίσκεται στήν ἑνότητα τῆς πίστεως.

4. Στήν φθορά τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἡ συμμετοχή στό Π.Σ.Ε. συνετέλεσε στήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματος ὡρισμένων Ὀρθοδόξων. Εἶχε εὔστοχα ἐπισημανθῆ ὅτι «δέν παρῆλθον εἰ μή ὀλίγαι δεκαετηρίδες καί τό ἀποσυνθετικόν πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τό ὁποῖον δεσπόζει εἰς τό Π.Σ.Ε., ἐπέδρασεν εἰς τοιοῦτον βαθμόν διαβρωτικῶς ἐπί τῆς περαιτέρω πορείας κορυφαίων ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τό Π.Σ.Ε. οὕτως, ὥστε νά ἀποδεχθοῦν οὗτοι πλήρως τήν διαβόητον θεωρίαν τῶν Κλάδων, τήν ἀρχήν τῆς περιεκτικότητος καί τήν ἀπάρνησιν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς Ἐκκλησίας»83.

Κλασικό παράδειγμα ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀποτελεῖ ἡ στάσις τοῦ καθηγητοῦ Νικ. Νησιώτη στήν Γ΄ Γεν. Συνέλευσι τοῦ Π.Σ.Ε. στό Νέο Δελχί. Ἀντιγράφουμε ἀποσπάσματα ἀπό τίς προτάσεις του:

«Δέν σκεπτόμεθα διαρκῶς καί δέν ἐνεργῶμεν ὡσάν ἡ “Una Sancta” περιωρίζετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς μας Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας; Ἀλλ’ ἡ πεῖρα τῆς συναντήσεως εἰς συνελεύσεις καί συνέδρια ἀποσείει ἀφ’ ἡμῶν τήν αὐταρέσκειάν μας ταύτην»84.

Καί πάλιν:

«Ἐν ἑκάστῃ τοπικῇ ἐκκλησίᾳ θά ἔδει νά ὑπάρχῃ ὄχι τοπικόν οἰκουμενικόν Συμβούλιον, ἀλλά ἀληθής ἐκκλησιαστική Σύνοδος, προεδρευομένη ὑφ’ ἑνός, συνισταμένη δέ ἐκ μελῶν ἐκπροσωπούντων πάσας τάς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ὑφισταμένας ὁμολογίας... Δέν πρόκειται περί οἰκουμενικῆς “συνελεύσεως”, ἀλλά περί διαρκοῦς συνόδου, ἀσκούσης τήν ποιμαντικήν αὐθεντίαν (ἐξουσίαν) ἐν τῇ πλήρει ἐννοίᾳ τῆς λέξεως. Οὕτως ἡ Μία χαρισματοῦχος Ἐκκλησία θά ἐπραγματοποιεῖτο ἐκ τῶν προτέρων»85.

Καί τέλος:

«Ἐν παντί μυστηρίῳ θά λαμβάνουν μέρος οἱ ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, οἵτινες ἀποτελοῦν μέλη τῆς Συνόδου. Παραδείγματος χάριν, εἰς περίπτωσιν χειροτονίας ἐπισκόπων ἤ ποιμένων (πρεσβυτέρων) τά μέλη τῆς Συνόδου θά εἶναι παρόντα καί θά ἐπιθέσουν τάς χεῖρας ἐπί τοῦ ὑποψηφίου συγχρόνως μετ’ ἐκείνων, οἵτινες εἶναι ἀμέσως ὑπεύθυνοι διά τήν χειροτονίαν του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτῶν»86.

Ἄλλο παράδειγμα φθορᾶς τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος ἀπό τόν συγχρωτισμό στό Π.Σ.Ε. εἶναι τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, πού ἀπό μερικές δεκαετίες ἀποτελεῖ πρᾶξι στίς ἀγγλικανικές, λουθηρανικές καί μεταρρυθμισμένες ἐκκλησίες. Ἡ προτεσταντική πρακτική ἐπηρέασε καί ἡμετέρους θεολόγους, μέ ἀποτέλεσμα νά προβαίνουν προσφάτως σέ “διαπιστώσεις”, ὅπως ὅτι γιά τόν ἀποκλεισμό τῶν γυναικῶν ἀπό τήν ἱερωσύνη «δέν γίνεται καμμία ἀπολύτως δογματική ἀπόφανση καί μάλιστα ρητῶς ἐκπεφρασμένη»87 στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι εἶναι ἔκδηλη ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ ἐπιχειρήματος, ὅτι ἡ Παναγία δέν ἄσκησε ἱερατικό ρόλο, ἐπειδή συνάγεται ex silentio (ἐκ τῆς σιωπῆς) ἤ καλύτερα ex absentia (ἐκ τῆς ἀπουσίας)88.

Τέλος, στό περιβάλλον τοῦ Π.Σ.Ε. οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀνέπτυξαν τήν “συνείδησι” νά θεωροῦν τούς Ἀντιχαλκηδονίους ὡς Ὀρθοδόξους, παραβλέποντας τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας πού δημιουργήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν θεολογία ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτή τήν “συνείδησι” ἐπηρεάσθηκε καταλυτικά ὁ ἐπίσημος θεολογικός Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους89, μέχρι πού κατέληξε στίς ἀπαράδεκτες ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί ἀνατρεπτικές τῆς διαχρονικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας Κοινές Δηλώσεις90 καί στήν προσπάθεια τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας νά δικαιολογήσῃ τίς ἀδικαιολόγητες συμφωνίες μέ διδακτορικές διατριβές καί ἄλλες συγγραφές91, ἀπέναντι στίς ὁποῖες χρειάσθηκε νά ἀναπτυχθῇ ἀντιρρητική θεολογική γραμματεία92.

5. Στήν συντήρησι αἱρετικῶν νοημάτων καί βιωμάτων.

Ἐάν δέν ὑπάρξῃ ἀποφασιστική ἀπαίτησις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά ἐπιστροφή τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Πίστι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θά συντηροῦνται παρερμηνεῖες καί ἐσφαλμένες κατανοήσεις τόσο σέ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καί σέ κείμενα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, μέ τήν ἀνοχή μας πλέον. Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστική ἡ ἀνιμιστική παρουσίασις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν Πρεσβυτεριανή θεολόγο Chung Hyun στήν Καμπέρρα μετά χορῶν καί τυμπάνων93, ἡ ὁποία ἐνθουσίασε πολλούς φιλελεύθερους Προτεστάντες καί δυσαρέστησε τούς Ὀρθοδόξους καί πολλούς συντηρητικούς Ἀγγλικανούς καί Λουθηρανούς. Πῶς δικαιολογεῖται ἡ συμπεριφορά τῆς Chung Hyun, ἀφοῦ μέχρι τό 1991 τό Π.Σ.Ε. εἶχε σαράντα τρία χρόνια ζωῆς καί στήν περίοδο αὐτή οἱ Ὀρθόδοξοι μετεῖχαν δυναμικά;

Ἡ βαθύτερη αἰτία μιᾶς τέτοιας συμπεριφορᾶς καί θεολογικῆς τοποθετήσεως εἶναι ἡ διαφορετική βιωματική ἐμπειρία τῆς πίστεως, πού στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνῶ ἔξω ἀπό αὐτήν καρπός ἄλλων πνευμάτων (Πράξ. 19, 13-16). Πολύ σωστά σχολιάσθηκε τό ἀνωτέρω γεγονός τῆς Καμπέρρα μέ τά ἑξῆς λόγια: «... σκιαγραφοῦσε τελικά [σ.σ. ἡ εἰσήγησις τῆς Chung Hyun] τήν εἰκόνα μιᾶς “τραυματισμένης” προσωπικότητας πού ἡ θεολογία δέν εἶχε θέσιν εἰς τήν ζωήν της καί εἰς τήν ὕπαρξίν της γενικῶς. Πῶς ἦτο δυνατόν νά ὁμιλήσῃ διά τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ἤ νά συνδέσῃ τήν σχέσιν Χριστοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος καί τόν τελικόν σκοπόν τῆς Τριαδικῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου;»94

Ὁ μεταστραφείς στήν Ὀρθοδοξία πρώην Εὐαγγελικός Προτεστάντης Frank Schaeffer περιγράφει μέ ζωντάνια τήν διαφορά τῶν βιωμάτων τῶν πιστῶν Προτεσταντῶν ἀπό ἐκεῖνα πού συναντᾶ στήν ζωή τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν: «Ὅσοι ἀπό μᾶς ἀνατραφήκαμε ὡς Εὐαγγελικοί ἔχουμε ἀκούσει ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς, ἐμεῖς οἱ Προτεστάντες λατρεύουμε τόν Θεό “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”... Ἐφ’ ὅσον αἰσθανόμασταν πνευματικοί, ἄρα καί ἤμασταν. Τό τί κάναμε ἤ τό πῶς λατρεύαμε τόν Θεό δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τήν σωτηρία μας, τήν ὁποία καταλαβαίναμε ὡς ἕνα στιγμιαῖο, σχεδόν μαγικό, προκαθορισμένο γεγονός καί ὄχι ὡς μία πορεία. Πιστεύαμε στήν Βίβλο· ὄχι ὅμως στήν Ἐκκλησία... Ὁ Χριστιανισμός μας ἦταν στ’ ἀλήθεια ὅ,τι θέλαμε ἐμεῖς νά εἶναι, ἄν καί ἴσως ποτέ δέν τό παραδεχθήκαμε αὐτό. Ἰσχυριζόμασταν πώς ὅ,τι πιστεύαμε ἦταν Βιβλικό. Ὅμως συχνά ἴσχυε τό ἀντίθετο· δηλαδή ἡ Βίβλος ἔλεγε ὅ,τι ἐμεῖς θέλαμε νά πεῖ... Ἡ τάξη τῶν δικῶν μας αὐτοσχέδιων ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν σπάνια ἦταν διαφοροποιημένη μέσα στίς ὑπάρχουσες Ὁμολογίες. Προσευχόμασταν πάντοτε κατά τόν ἴδιο μονότονο τρόπο εἴτε διαβάζαμε τίς προσευχές εἴτε ὄχι (π.χ. “Ἀγαπημένε μας οὐράνιε Πατέρα, θά θέλαμε αὐτό, θά θέλαμε ἐκεῖνο...”)... Ἐάν συνέβαινε νά ἀνήκουμε σέ κάποια ἀπό τίς λεγόμενες χαρισματικές Ὁμολογίες, τότε ἡ ἄτακτη λατρεία, οἱ γλῶσσες, ἡ προφητεία, τά σημεῖα καί τά τέρατα καί τά παρόμοια δημιουργοῦσαν ἕνα ὀργανωμένο χάος... Ἀπό τήν προσωπική μου ἐμπειρία καί παρατήρηση πιστεύω ὅτι αὐτοί [οἱ Προτεστάντες] γνωρίζουν πολύ λίγα γιά τό φῶς τοῦ ἱστορικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν μιλοῦν γιά τό φῶς καί γράφουν γι’ αὐτό καί ἰσχυρίζονται ὅτι βρίσκονται μέσα σ’ αὐτό... Ἡ Προτεσταντική λατρεία κατήντησε νά εἶναι σέ μεγάλο βαθμό τόσο προσανατολισμένη πρός τή διασκέδαση, ἀκόμη καί τετριμμένη, ὥστε καί αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ πιό βασική προϋπόθεση γιά τήν προσωπική μετάνοια, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, φαίνεται νά ἔχει σχεδόν ἐξαφανισθεῖ. Τό μυστήριο τῆς Πίστεως ἔχει ἀντικατασταθεῖ μέ τή λογικοκρατούμενη θεολογία ἀπό τό ἕνα μέρος καί μέ τίς ἐπιπόλαιες ἐσωτερικοποιημένες “εὐερέθιστες” ψυχαγωγίες ἀπό τό ἄλλο... Παρά τό γεγονός ὅτι πολλοί Προτεστάντες ἀγαποῦν καί ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, ὅμως οἱ ἴδιοι εἶναι εὐάλωτοι ἀπό κάθε ἐφήμερο πνευματικό ἤ πολιτικό συρμό. Ζοῦν τή ζωή τους, ὅπως ἀκριβῶς ζοῦσα κι ἐγώ πρίν ἀπό τήν μεταστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία, στηριγμένοι πνευματικά μόνο στά προσωπικά τους συναισθήματα καί αἰσθήματα»95.

Ἡ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως βιώνεται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει στίς προτεσταντικές καί στίς νεο-χαρισματικές καί Πεντηκοστιανές κοινότητες πού ὅλο καί περισσότερες ἐντάσσονται στό Π.Σ.Ε.96 Εἶναι φανερό ὅτι δέν ἐπιζητῆται ἡ ἴδια δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους μέ τίς ἐπικλήσεις «Ἐλθέ Πνεῦμα Ἅγιον, ἀνακαίνισον πᾶσαν τήν κτίσιν» (Καμπέρρα) καί «Θεέ, ἐν τῇ Χάριτί σου, μεταμόρφωσον τόν κόσμον» (Porto Alegre). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀπό τήν προσευχή-μήνυμα τῆς Θ΄ Συνελεύσεως97, πού περιλαμβάνει διάφορες αἰτήσεις-δεήσεις πρός τόν Θεό γιά μεταμόρφωσι τοῦ κόσμου, λείπει ἡ πολύ βασική πλευρά τῆς μεταμορφώσεώς του, ἡ ἔννοια τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτή ὅμως ἡ ἔννοια εἶναι θεμελιώδης γιά τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῆς Ἁγία Σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι, πού στήν Συνέλευσι τοῦ Porto Alegre προσευχήθηκαν μέ αὐτή τήν προσευχή μαζί μέ τόσους πολλούς προτεστάντες συναδέλφους τους, θά ἦταν χρήσιμο νά εἶχαν ἐνσωματώσει στήν ἀνωτέρω προσευχή-μήνυμα τήν ἔννοια τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἀντί αὐτοῦ στήν εἰσαγωγή τοῦ μηνύματος-προσευχῆς δεσπόζει ἡ ἔννοια τῆς ἑνότητος μέσα στήν διαφορότητα: «Ἀδελφοί καί Ἀδελφές, χαίρετε ἐν Κυρίῳ. Μαζευτήκαμε στό Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας, ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό ὅλες τίς περιοχές τοῦ κόσμου... Ἔχουμε κληθεῖ ἐδῶ γιά νά συμμετάσχουμε σέ μία a festa da vida, μιά γιορτή τῆς ζωῆς. Προσευχόμαστε, μελετᾶμε τίς Γραφές, ἀγωνιζόμαστε καί χαιρόμαστε μαζί γιά τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν διαφορότητά μας...»98 .

Καί ἐπίσης, ἡ ἐπιμονή πολλῶν Προτεσταντῶν στό Π.Σ.Ε. γιά τήν χειροτονία τῶν γυναικῶν καί τῶν ὁμοφυλοφίλων φανερώνει ὅτι νοήματα καί βιώματα ἄσχετα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ συντηροῦνται στίς προτεσταντικές κοινότητες, παρά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε.

6. Στίς προοπτικές.

Ὁ Συντονιστής τοῦ Π.Σ.Ε., ὁ Καθολικός τῆς Κιλικίας Ἀράμ Ι, – σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκτελεστική Ἐπιτροπή καί οἱ Συντονισταί κινοῦν τά νήματα στό Π.Σ.Ε. ὡς οἱ πλέον ὑπεύθυνοι γιά τήν πορεία του– ἔχει στόν νοῦ του τρεῖς στόχους γιά τό μέλλον: α) Τήν ἀμοιβαία ἀναγνώρισι τοῦ Βαπτίσματος, β) Τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα ἀπό ὅλες τίς χριστιανικές “ἐκκλησίες”, καί γ) Τήν σύγκλησι μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνελεύσεως, ἄν καί ὄχι Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρός τό παρόν99.

Ἀξίζει νά διερωτηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπίσκοποι, κλῆρος καί λαός, τί σημαίνει νά πραγματοποιηθοῦν αὐτοί οἱ στόχοι, δεδομένου ὅτι ἡ προεργασία πού ἔχει γίνει στά οἰκουμενικά κλιμάκια πρός τίς κατευθύνσεις αὐτές χαρακτηρίζεται ἀπό πνεῦμα ἐκκλησιαστικοῦ συμβιβασμοῦ100 μέ δεδομένη καί ἄκρως ἀνησυχητική τήν παντελῆ ἔλλειψι δογματικῆς ἑνότητος.

Β. Τό πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς.

Ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική κίνησι ἀποτελεῖ πραγματικό πρόβλημα. Δέν ὑπῆρξε ποτέ ἑνιαία στάσις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι σέ αὐτήν. Ἡ συμμετοχή δέν ἦταν ποτέ ὁλόθυμη καί σχεδόν ποτέ σύσσωμη. Ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ ὑποστηρικταί καί οἱ ἐπικριταί της. Ἀρχῆς γενομένης ἀπό τίς ἐπιφυλάξεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν πρότασι τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀναθεώρησαν κατά καιρούς τήν συμμετοχή τους στούς διαλόγους ἤ ἀπείλησαν μέ διακοπή τους. Ἄν καί τό γενικό ρεῦμα κατά τόν 20όν αἰῶνα ἦταν ἡ σύγκλισις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί σέ αὐτή τήν κατεύθυνσι κινήθηκαν ὡρισμένοι Προκαθήμενοι Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό ὄνομα τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης» μέ στόχο τήν «παγχριστιανική ἑνότητα», παρακάμπτοντας τίς μεγάλες δογματικές διαφορές πού χωρίζουν τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀπό τίς ἑτερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, ἐν τούτοις στό σύνολό της ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν συγκατένευσε σέ διαχριστιανική σύγκλισι ἄνευ τῶν ἀναγκαίων προϋποθέσεων.

Οἱ Πανορθόδοξες Διασκέψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπέτυχαν τήν ὁμοφωνία τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν συμμετοχή στήν Οἰκουμενική κίνησι, ἐν τούτοις ὅμως ἀπό αὐτές δέν ἀπουσίασε ἕνα ἔλλειμμα συνοδικότητος. Ἔχουν ἐπισημανθῆ εὔστοχα τά ἑξῆς: «Ἡ τακτική πού ἀκολουθοῦν ὑπεύθυνοι ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας δίδει τήν ἐντύπωσιν ὅτι τό ὅλον θέμα δέν ἀντιμετωπίζεται “συνοδικῶς” ἀλλά κατά τρόπον ὁλοκληρωτικόν καί συγκεντρωτικόν. Ὑπάρχουν πολλαί ἐνδείξεις ὅτι δέν ἐπιζητεῖται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνοδική διάσκεψις διά τήν χάραξιν τῆς ἐνδεδειγμένης ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων γραμμῆς, ἀλλά καταβάλλεται προσπάθεια νά “ρυμουλκηθῇ” ἡ Ἐκκλησία εἰς προκαθωρισμένας θέσεις. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα γράφει ὁ Καθηγητής Ἰω. Καρμίρης διά τόν τρόπον καθ’ ὅν ἐλαμβάνοντο αἱ ἀποφάσεις εἰς τήν Πανορθόδοξον διάσκεψιν τῆς Γενεύης τοῦ 1968: “Ἀλλ’ ὁ Σεβ. Πρόεδρος, ἐπειγόμενος ἵνα ἐπιτύχῃ ὁπωσδήποτε τήν ταχεῖαν ἐπιψήφισιν τῶν σχεδίων ἀποφάσεων ἀμεταβλήτων, διέκοψεν ἀντικανονικῶς τήν ἀρξαμένην συζήτησιν [...]” (σ.σ. παραπομπή στό ἔργο Ἰω. Καρμίρη, Ἡ Ε΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Ἀθῆναι 1968). Καί δέν εἶναι μόνον αὐτό. Οἱ μή συμφωνοῦντες πρός τήν γραμμήν αὐτήν δέν καλοῦνται νά συμμετάσχουν εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς οἰκουμενικῆς πολιτικῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καί αἱ ἀπόψεις των δέν ἐμφανίζονται εἰς ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά περιοδικά. Βοηθεῖ ἄραγε ἡ τακτική αὐτή διά νά ἐκφράσῃ ἡ Ὀρθοδοξία τό φρόνημά της;»101

Ὁ Κωνσταντῖνος Καβαρνός περιγράφοντας τό τέλος τῆς πρώτης περιόδου τῶν οἰκουμενικῶν σχέσεων γράφει: «Ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμός, ὅπως τόν εἶχε συλλάβει ὁ π. Φλωρόφσκυ καί τόν ἀσκοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι πρίν ἀπό τούς νεωτερισμούς τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, περιλαμβανομένων τοῦ ἰδίου τοῦ Φλωρόφσκυ, τοῦ Παναγιώτη Μπρατσιώτη καί τοῦ Ἰωάννου Καρμίρη, εἶχε ὡς στόχο του τήν μεταστροφή τῶν ἑτεροδόξων –τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν– στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἔβλεπε τήν συμμετοχή τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική κίνησι ὡς ἱεραποστολή. Ὅταν ὁ Φλωρόφσκυ καί οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι εἶδαν τήν αὐξανομένη ἀδιαφορία καί ἀκόμη τήν ἀποδοκιμασία τῆς δογματικῆς προσεγγίσεως ἀπό πλευρᾶς τῶν ἑτεροδόξων καί τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀθηναγόρα, ἀπεχώρησαν ἀπό αὐτήν»102.

Ὁ καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, ἀνταποκρινόμενος σέ αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά σχολιάσῃ τήν εἰσηγητική ἔκθεσι τῆς Μονίμου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς περί τῆς τηρητέας στάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως, ἔγραφε συμπερασματικῶς τό 1971: «Ἡ ὑπό τούς σημερινούς ὅρους συμμετοχή μας εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐάν δέν ἐξασφαλισθῇ, καθ’ οὕς ὅρους αὐτός ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τό νά φέρωσιν αἱ ἐνέργειαι καί ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχί τήν Προτεσταντικήν ἀλλά τήν Ὀρθόδοξον σφραγῖδα, ἐνδείκνυται νά ἀποχωρήσωμεν»103.

Τό 1973 ὁ καθηγητής Κων/νος Μουρατίδης πραγματευόμενος τό πρόβλημα τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Οἰκουμενική κίνησι ἔγραφε: «Διατί ἡ Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία ἀνέχεται τήν περαιτέρω συμμετοχήν εἰς τό παγκόσμιον συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. παρά τήν κατάφωρον παραβίασιν θεοπνεύστων ἱερῶν Κανόνων καί θεμελιωδῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν, δι’ ἧς πλήττεται αὐτή αὕτη ἡ ἐν γένει λυτρωτική πορεία τῆς ὀρθοδοξίας; ... Διατί ἡ Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία τοὐλάχιστον μετά τήν διαπίστωσιν τῶν ἐπικινδύνων καί τοῦτ’ αὐτό καταστρεπτικῶν ἐπιπτώσεων ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε. δέν ἀποχωρεῖ ἐξ αὐτοῦ;»104

Τό 1991 στό συλλογικό τόμο πού ἐκδόθηκε γιά τήν Ζ΄ Γενική Συνέλευσι τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Καμπέρρα, ὁ τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος ἔγραφε τά ἀκόλουθα ἄκρως ἐνδιαφέροντα:

«Τελικά οἱ Ὀρθόδοξοι διερωτώμεθα: τί προσφέρουμε παραμένοντας στό Π.Σ.Ε.; Τί ρόλο παίζουμε στή διαμόρφωση τῶν ἀποφάσεών του; Οἱ 300 προτεσταντικές παραφυάδες, πού σήμερα μετέχουν ὡς ἰσότιμα μέλη, συνεχῶς ἀλλοιώνουν, μέ τίς αἱρετικές δοξασίες των, τόν ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα τοῦ Π.Σ.Ε. Διαρκῶς κινεῖται ἡ εἰσροή καί νέων μελῶν, οἱ γυναῖκες διεκδικοῦν ἴση συμμετοχή μέ τούς ἄντρες σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Ἤδη στήν “Λειτουργία τῆς Λίμα”, πού τελέσθηκε τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς 10-2-91, ἔλαβαν μέρος καί δύο γυναῖκες “ἱερεῖς”. Ἡ θεολογία ὑποχωρεῖ καί ἀπωθεῖται ἀπό τόν λαϊκισμό. Ὁ Χριστιανισμός σιγά-σιγά ἐξανθρωπίζεται καί πλησιάζει ἰσότιμα τίς ἄλλες θρησκεῖες. Τελικά τί δέον γενέσθαι;

Τό καίριο αὐτό ἐρώτημα πλανᾶται πιό αἰσθητά τώρα στήν ἀτμόσφαιρα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε ἤδη ἀπό τό 1975 ζητήσει τήν ἀναδιάρθρωση τῶν δομῶν τοῦ Π.Σ.Ε., ὥστε νά μᾶς ἐξασφαλισθῇ φωνή δυνατώτερη καί ἀποτελεσματικώτερη. Τότε γιά πρώτη φορά διερωτηθήκαμε ἄν τελικά πρέπει νά παραμένουμε ἐκεῖ, ὅταν δέν ἐπηρεάζουμε οὐσιαστικά τήν κατάσταση. Πέρασαν 15 χρόνια καί οἱ ἴδιοι προβληματισμοί ἐξακολουθοῦν καί σήμερα πιό ἔντονα νά μᾶς ἀπασχολοῦν στά ἐρωτήματα πού γεννᾶ ἡ νέα κατάσταση. Καί θά καταλήξουν σέ λύσεις, πού ἀσφαλῶς θά εὐνοοῦν τήν ἀκεραιότητά μας, ἀλλά καί τήν δυνατότητα τῆς μαρτυρίας μας»105.

Δεκαπέντε χρόνια ἀκόμη πέρασαν καί τό ἐρώτημα παραμένει ἐπίκαιρο καί μᾶλλον ἐντονώτερο. Θά εἶναι μάλιστα ἀκόμη πιό ἔντονο, ἄν ἀνοίξῃ τό κουτί τῆς Πανδώρας! Μπροστά σέ αὐτές τίς συχνές διαχρονικά διαπιστώσεις, φαίνεται ἀνίσχυρος ὁ λόγος πού οἱ ὁμιληταί στό Συνέδριο τῆς Θεσ/νίκης ἀμήχανα ἐπανελάμβαναν: «ὑπάρχουν προβλήματα, ἀλλά δέν θά φύγουμε ἀπό τό Π.Σ.Ε.»!

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Ἀπό ὅσα ἀναπτύχθηκαν ἀνωτέρω, καί ἀσφαλῶς ἀπό ὅσα στοιχεῖα δέν ἦταν δυνατόν νά παρατεθοῦν, εἶναι φανερό ὅτι:

  1. Tό Π.Σ.Ε. ἀποδεικνύεται ἕνας ὀργανισμός πού στόχο του ἔχει νά καλλιεργήσῃ τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν σέ δύο μορφές: α) ὡς κοινή δέσμευσι γιά ἀλληλοαναγνώρισι (mutual recognition), ἀλληλοεκτίμησι (mutual accountability), συμπόρευσι στήν ἱστορία (stay together), συνεργασία σέ πρακτικό ἐπίπεδο (cooperation) καί στήν ἱεραποστολή (common witness)·β) ὡς κλῆσι γιά ἑνότητα ἐν τῇ μιᾷ πίστει, τῇ μιᾷ εὐχαριστίᾳ καί τῇ κοινῇ ζωῇ τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ὅπως εἶναι προφανές, οὔτε ἡ πρώτη μορφή ἀποτελεῖ ἀληθινή ἑνότητα οὔτε ἡ δεύτερη εἶναι ἐφικτή, ἐπειδή οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες δέν ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ ἀποστολική Πίστις εἶναι αὐτή ἡ ἰδία Πίστις, τήν ὁποία κατέχει ἡ συγκεκριμένη σήμερα ἱστορική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
  2. Ὑπό τήν παροῦσα μορφή “ἑνότητος” οἱ ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. προσανατολίζονται νά ἀλληλοαναγνωρίσουν τό Βάπτισμά τους. Δυστυχῶς ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν προχωρήσει στήν ἀναγνώρισι τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καί τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Γερμανίας. Ἡ πρωθύστερη ὅμως ἀναγνώρισις τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων χωρίς δογματική ἑνότητα, δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες διατηροῦν ὅλες τίς αἱρετικές διδασκαλίες πού ἔχουν ἐπισημάνει οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καί θεολόγοι ἀπό τόν 16ον αἰῶνα καί ἐντεῦθεν.
  3. Οἱ συμπροσευχές καί ἡ συμμετοχή σέ λειτουργικές συνάξεις ἀποτελοῦσαν συνήθη πρᾶξι στίς οἰκουμενικές συναντήσεις τοῦ Π.Σ.Ε. Μόνο μετά τήν διαμαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων τό 1998 σχεδιάσθηκε μία τροποποίησις, ἡ ὁποία ὅμως δέν μεταβάλλει τό καθεστώς τῶν συμπροσευχῶν, πού ἀπαγορεύονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δέν πρέπει νά συνεχίζωνται.
  4. Ὁ στόχος τοῦ Π.Σ.Ε. γιά παγχριστιανική ὁρατή ἑνότητα ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία περί τῆς “ἀοράτου” Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ὁρατῶν ἱστορικῶν μορφῶν της, ἀπό τίς ὁποῖες καμμία δέν κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, τῆς Καθολικότητος καί τῆς ἐν Χάριτι ζωῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ στόχος τοῦ Π.Σ.Ε. γιά ὁρατή ἑνότητα δέν ἔχει νόημα γιά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τό πλήρωμα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἡ παγχριστιανική ἑνότης Ὀρθοδόξως κατανοεῖται ὡς ἐπιστροφή ὅλων τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξο Πίστι καί διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἐπανάκαμψί τους στήν κοινωνία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου).
  5. Στό Π.Σ.Ε. ὑπάρχει ἡ τάσις νά ἐπεκταθῇ ἡ διαχριστιανική ἑνότης καί νά συμπεριλάβῃ ὅλες τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἐπειδή δῆθεν ἡ ἐκ Θεοῦ σωτηρία προορίζεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μᾶς εἶναι ἄγνωστοι οἱ τρόποι τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἑνότης γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη, διότι ναί μέν ἡ σωτηρία προσφέρεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τήν ἀπορρίπτουν ἀκολουθώντας δρόμους πού δέν συντελοῦν στήν ἀποδοχή τῆς σωτηρίας.
  6. Ὡρισμένες προτεσταντικές ὁμάδες ἀπαιτοῦν ἀπό τό Π.Σ.Ε. ἐπίσημο βῆμα γιά νά ζητήσουν νά τούς ἀναγνωρισθοῦν ἀκραῖες ἀντιευαγγελικές ἠθικές ἐπιλογές (ὁμοφυλοφιλία κ.λπ). Δέν βρίσκουν πρός τό παρόν συγκατάθεσι. Ὑπάρχουν ὅμως ἐνδείξεις ὅτι χάριν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων θά προχωρήσῃ ἡ ἤδη ἀρξαμένη συζήτησις καί θά ἀπαιτηθῇ ἡ ἴση ἀναγνώρισις ὅλων τῶν ἠθικῶν τάσεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσῃ τήν εὐαγγελική διδασκαλία καί νά συμπορεύεται μέ τήν ἀνομία (Ἡσ. 52, 11· Β΄ Κορ. 6, 14-7,1). Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἀπό πολλές προτεσταντικές ἐκκλησίες εἶναι ἐπίσης ἕνα σοβαρό δεῖγμα μείζονος ἀθετήσεως τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
  7. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν γίνεται δεκτή στό σύνολό της ἀπό τίς προτεσταντικές ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἑξηκονταετῆ ἱστορία τοῦ Π.Σ.Ε. καί τήν πολύ μακρύτερη ἱστορία τῶν Ὀρθοδοξο-προτεσταντικῶν ἐπαφῶν. Ὅλα δείχνουν ὅτι τό ἐπιδιωκόμενο στό Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίησις τῶν “ἐκκλησιῶν-μελῶν” τοῦ Π.Σ.Ε. μέσῳ ἐνός μακροχρονίου συμφυρμοῦ.
  8. Ἡ ἀλλοίωσις τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων (θεολόγων πού μετέχουν τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἄλλων) εἶναι γεγονός πού ἐγκυμονεῖ κινδύνους γιά τήν μελλοντική πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο. Ὁ κίνδυνος ἐνδο-ορθοδόξων σχισμάτων εἶναι ὑπαρκτός.
  9. Κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ Π.Σ.Ε. Ὀρθόδοξοι καί Ἀντιχαλκηδόνιοι παρακάθηνται ὡς ἡ Ὀρθόδοξη πτέρυγα τοῦ Π.Σ.Ε., ἀλληλοαναγνωριζόμενοι ὡς ὀρθόδοξοι. Τό ἴδιο πνεῦμα ὡδήγησε στήν ἀπαράδεκτη ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς συμφωνία (Κοινές Δηλώσεις) τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων στούς ἀνεπισήμους διαλόγους καί στόν ἐπίσημο διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς ἀντίστοιχες ἀντιχαλκηδόνιες ἐκκλησίες.
  10. Οἱ προοπτικές γιά τό μέλλον (προτάσεις γιά κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα καί σύγκλησι Οἰκουμενικῆς Συνελεύσεως χωρίς δογματική ἑνότητα) δέν εἶναι εὐοίωνες καί ἀπαιτεῖται πολλή προσοχή καί ἐπαγρύπνησις.
  11. Ἡ διακοπή τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τό Π.Σ.Ε. ἦταν ἕνα μόνιμο ἐρώτημα πού συνεχίζει νά εἶναι ἐπίκαιρο, ὅσο οἱ προτεσταντικές ἐκκλησίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δέν φαίνεται νά ἀφίστανται τῶν ἐκκλησιολογικῶν τους προϋποθέσεων. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέ τήν συμμετοχή τους στό Π.Σ.Ε. δείχνουν στήν πρᾶξι ὅτι παραιτοῦνται ἀπό τήν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στό σημεῖο αὐτό οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικά ἀπό τό Π.Σ.Ε., εἶναι συνεπέστεροι στήν ἐκκλησιολογία τους ἀπό ὅ,τι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στήν δική μας.
  12. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν κερδίζουμε τίποτε ἀπό τήν συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε ζημία καί φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νά κηρύξουμε τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τούς ἑτεροδόξους, δέν εὐοδώνεται, ἐπειδή οἱ Προτεστάντες στό Π.Σ.Ε. δέν προσανατολίζονται πρός ἀποδοχή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά πρός συνύπαρξι μαζί της στό ἐπιδιωκόμενο μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτός εἶναι σύμφωνος μέ τήν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως μποροῦμε νά συμμετέχουμε σέ ἕνα Ὀργανισμό (τό Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομή καί ἡ λειτουργία βασίζονται στήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, χωρίς ἡ συμμετοχή μας νά σημαίνῃ παραίτησι ἀπό τήν ἐκκλησιολογία μας;

VI. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ.

Κατόπιν τούτων ἡ Ὀρθόδοξος στάσις ἔναντι τοῦ Π.Σ.Ε. θά μποροῦσε νά χαραχθῇ βάσει τῶν ἀκολούθων θέσεων:

  1. Ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. δέν ἀποβαίνει πρός ὄφελος οὔτε τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε τῶν ἑτεροδόξων, ἀλλά οὔτε καί λυσιτελής εἶναι γιά τήν ποθουμένη ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανῶν στήν ἀληθινή ἀποστολική Πίστι καί τήν Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Μήπως ἐπέστη ὁ καιρός οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διακόψουν τίς σχέσεις τους μέ τό Π.Σ.Ε.;
  2. Ἐάν γιά λόγους ὑψίστου, καλῶς νοουμένου καί θεοφιλοῦς συμφέροντος ὡρισμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τί ἐστι τό συμφέρον) ἤ καί γιά λόγους ἐνημερώσεως κριθῇ ἀπαραίτητη κάποια μορφή συνεργασίας μέ τό Π.Σ.Ε., πρέπει νά ἀπαιτηθῇ ἡ μετονομασία τοῦ Π.Σ.Ε. σέ «Παγκόσμιο Χριστιανικό Συμβούλιο» καί νά ὑπάρχῃ χαλαρή σχέσις μέ αὐτό, δι’ ἁπλῶν παρατηρητῶν, χωρίς δεσμεύσεις καί ὑποχρεώσεις πού ἀντιβαίνουν στήν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
  3. Στήν περίπτωσι αὐτή δέν θά γίνωνται συμπροσευχές καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις. Ἡ συμμετοχή θά εἶναι ἀπολύτως ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου, ἀπαραιτήτως δέ οἱ Ὀρθόδοξες θέσεις θά διατυπώνωνται μέ τήν μορφή τῶν χωριστῶν Δηλώσεων, ὅπως γινόταν μέχρι τήν Γεν. Συνέλευσι τοῦ Νέου Δελχί (1961).

Ἡ ἕνωσις, ἄν ποτε γίνῃ, δέν θά εἶναι ἀποτέλεσμα συμφυρμοῦ ἀλλά καρπός προσευχῆς, πιστότητος στήν Ὀρθόδοξο αὐτοσυνειδησία μας καί κυρίως δῶρο τοῦ Παναγάθου Θεοῦ.

Ἐν Ἀγίῳ Ὄρει τῇ 18ῃ Φεβρουαρίου 2007

Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς

Ὁ τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Καθηγούμενος + Ἀρχιμ. Ἐφραίμ

Ὁ τῆς Ἱ. Μ. Φιλοθέου Γέρων Λουκᾶς

Ὁ τῆς Ἱ. Μ. Γρηγορίου Καθηγούμενος + Ἀρχιμ. Γεώργιος




ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καί Προτεσταντισμός, τόμ. Ι, Ἀθῆναι 1937. Τοῦ αὐτοῦ, Ὀρθοδοξο-προτεσταντικός διάλογος, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, σέ συνέχειες ἀπό τόν τόμο 58 (1987) τεῦχ. 54 μέχρι τόν τόμο 59 (1988) τεῦχ. 4.

2 Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καί Προτεσταντισμός, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 318-328.

3 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 329-347.

4 Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἡ Κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων (intercommunio), Ἀθῆναι 1957, σελ. 17-32.

5 Werner Küppers, Θέσεις καί προοπτικαί τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν Παλαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, στό περιοδ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, τεῦχ. 633 (1973) σελ. 8-24 καί τεῦχ. 634 (1973) σελ. 109-123. Ἐπίσης, Εὐαγγελίας Βαρέλλα, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Κ΄ αἰῶνα, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/νίκη 1994, σελ. 231-236· καί Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Θεολογικοί Διάλογοι – Μία Ὀρθόδοξος προοπτική, ἐκδ. ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1986, σελ. 27-32 καί 241-285.

6 Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 946στ.

7 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 958.

8 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 963-965.

9 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 962-3.

10 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 970.

11 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 978.

12 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 951, ὑποσημ. 1.

13 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 393.

14 Ἱερωνύμου Κοτσώνη, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 33-46 καί 96-101.

15 Νίκου Ματσούκα, Οἰκουμενική Κίνηση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1986, σελ. 246.

16 Εὐαγγελίας Βαρέλλα, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 253.

17 Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Θεολογικοί Διάλογοι..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 189.

18 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 192.

19 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 193.

20 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 218.

21 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 221.

22 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 222.

23 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 218.

24 Περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, τεῦχ. 640/31.10.2004, σελ. 5.

25 Εὐαγγελίας Βαρέλλα, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 235.

26 Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 49.

27 Πρβλ. Konrad Raiser, Ἡ σπουδαιότητα τῆς Ὀρθόδοξης συμβολῆς στό Π.Σ.Ε. (μετάφρασις ἀπό τά ἀγγλικά), στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 52.

28 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 15. Βλ. καί τήν ἑλληνική μετάφρασι τοῦ κειμένου στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 214-215.

29 Ἀμβροσίου, Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας, Οἱ νέες προοπτικές τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. μετά τίς προτάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 70.

30 Konrad Raiser, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 37.

31 «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the Nicene-Constantinopolitan Creed (381). The Church’s oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons. Holy Scripture describes the Christian community as the body of Christ whose interrelated diversity is essential to its wholeness: “Now there are varieties of gifts, but the same Spirit; and there are varieties of services, but the same Lord; and there are varieties of activities, but it is the same God who activates all of them in everyone. To each is given the manifestation of the Spirit for the common good” (1 Cor. 12:4-7).Thus, as the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 3).

32 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 13 & 16. Βλ. καί ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 214 καί 215.

33 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 18. Βλ. καί ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 215-216.

34 «The catholicity of the Church expresses the fullness, integrity, and totality of its life in Christ through the Holy Spirit in all times and places. This mystery is expressed in each community of baptized believers in which the apostolic faith is confessed and lived, the gospel is proclaimed, and the sacraments are celebrated. Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing Holy Communion and in a mutually recognised and reconciled ministry... Even today, when eucharistic sharing is not always possible, divided churches express mutual accountability and aspects of catholicity when they pray for one another, share resources, assist one another in times of need, make decisions together, work together for justice, reconciliation, and peace, hold one another accountable to the discipleship inherent in baptism, and maintain dialogue in the face of differences, refusing to say “I have no need of you” (1 Cor.12:21). Apart from one another we are impoverished» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 6-7).

35 «The Church as communion of believers is created by the Word of God, for it is through hearing the proclamation of the gospel that faith, by the action of His Holy Spirit, is awakened (Rom. 10:17). Since the good news proclaimed to awaken faith is the good news handed down by the apostles, the Church created by it is apostolic. Built on the foundation of the apostles and prophets the Church is God’s household, a holy temple in which the Holy Spirit lives and is active. By the power of the Holy Spirit believers grow into a holy temple in the Lord (Eph 2. 21-22)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 4).

36 «We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches. Some differences express God’s grace and goodness; they must be discerned in God’s grace through the Holy Spirit. Other differences divide the Church; these must be overcome through the Spirit’s gifts of faith, hope, and love so that separation and exclusion do not have the last word. God’s “plan for the fullness of time [is] to gather up all things in him” (Eph. 1:10), reconciling human divisions. God calls his people in love to discernment and renewal on the way to the fullness of koinonia» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 5).

37 Συλλογικός τόμος ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 275-298.

38 Ἡ φύση καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας (Κείμενο ἐργασίας τοῦ Τμήματος “Πίστη καί Τάξη” τοῦ Π.Σ.Ε.), στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 286.

39 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 295-296.

40 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 301.

41 Κριτικός σχολιασμός τοῦ κειμένου ἐργασίας “The Nature snd the Purpose of the Church” κατά ἑνότητες, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 335.

42 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.

43 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 339.

44 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 343.

45 Konrad Raiser, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 32-54.

46 Γεωργίου Ν. Λαιμόπουλου, Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκουμενικός Διάλογος:

Προβλήματα καί προοπτικές, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 57 ὑποσημ. 2.

47 Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, ἐπισκόπου Αὐστρίας καί Βιέννης (Πατριαρχείου Μόσχας), Προοπτικές γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στήν Οἰκουμενική κίνησι μετά τίς προτάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 83.

48 «All who have been baptised into Christ are united with Christ in his body: “Therefore we have been buried with him by baptism into death, so that, just as Christ was raised from the dead by the glory of the Father, so we too might walk in newness of life” (Rom. 6:4). In baptism, the Spirit confers Christ’s holiness upon Christ’s members. Baptism into union with Christ calls churches to be open and honest with one another, even when doing so is difficult: “But speaking the truth in love, we must grow up in every way into him who is the head, into Christ” (Eph. 4:15). Baptism bestows upon the churches both the freedom and the responsibility to journey toward common proclamation of the Word, confession of the one faith, celebration of one eucharist, and full sharing in one ministry. There are some who do not observe the rite of baptism in water but share in the spiritual experience of life in Christ.

Our common belonging to Christ through baptism in the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit enables and calls churches to walk together, even when they are in disagreement. We affirm that there is one baptism, just as there is one body and one Spirit, one hope of our calling, one Lord, one faith, one God and Father of us all (cf. Eph. 4:4-6). In God’s grace, baptism manifests the reality that we belong to one another, even though some churches are not yet able to recognise others as Church in the full sense of the word. We recall the words of the Toronto Statement, in which the member churches of the WCC affirm that “the membership of the church of Christ is more inclusive than the membership of their own church body. They seek, therefore, to enter into living contact with those outside their own ranks who confess the Lordship of Christ”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 8-9).

49 Konrad Raiser, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 45-46.

50 Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἡ Θ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

(Porto-Alegre, 14-23 Φεβρουαρίου 2006), περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, ἀρ. 659/31.3.2006, σελ. 25.

51 Ἡ φύση καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 303.

52 «Mission is integral to the life of the church. The Church in its mission expresses its calling to proclaim the Gospel and to offer the living Christ to the whole creation. The churches find themselves living alongside people of other living faiths and ideologies. As an instrument of God, who is sovereign over the whole creation, the Church is called to engage in dialogue and collaboration with them so that its mission brings about the good of all creatures and the wellbeing of the earth. All churches are called to struggle against sin in all its manifestations, within and around them, and to work with others to combat injustice, alleviate human suffering, overcome violence, and ensure fullness of life for all people» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 11).

53 «Τhe primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches is to call one another to visible unity in one faith and in one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, through witness and service to the world, and to advance towards that unity in order that the world may believe» (Purposes and Functions, WCC, Constitution, III).

54 «Churches in the fellowship of the WCC remain committed to one another on the way towards full visible unity. This commitment is a gift from our gracious Lord. Unity is both a divine gift and calling. Our churches have affirmed that the unity for which we pray, hope, and work is “a koinonia given and expressed in the common confession of the apostolic faith; a common sacramental life entered by the one baptism and celebrated together in one eucharistic fellowship; a common life in which members and ministries are mutually recognised and reconciled; and a common mission witnessing to the gospel of God’s grace to all people and serving the whole of creation”. Such koinonia is to be expressed in each place, and through a conciliar relationship of churches in different places. We have much work ahead of us as together we seek to understand the meaning of unity and catholicity, and the significance of baptism» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 2).

55 «... A clear distinction is proposed between “confessional” and “interconfessional” common prayer at WCC gatherings. “Confessional common prayer” is the prayer of a confession, a communion, or a denomination within a confession. Its ecclesial identity is clear. It is offered as a gift to the gathered community by a particular delegation of the participants, even as it invites all to enter into the spirit of prayer. It is conducted and presided over in accordance with its own understanding and practice. “Interconfessional common prayer” is usually prepared for specific ecumenical events. It is an opportunity to celebrate together drawing from the resources of a variety of traditions. Such prayer is rooted in the past experience of the ecumenical community as well as in the gifts of the member churches to each other. But it does not claim to be the worship of any given member church, or of any kind of a hybrid church or super-church. Properly understood and applied, this distinction can free the traditions to express themselves either in their own integrity or in combination, all the while being true to the fact that Christians do not yet experience full unity together, and that the ecumenical bodies in which they participate are not themselves churches» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 42).

56 «... Following the pattern of distinguishing between confessional and interconfessional common prayer, confessional celebrations of the Eucharist at assemblies and other major events can be accommodated. The hosting church (or group of churches which are able to host together) should be clearly identified...» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 44).

57 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix Α § 13-14. Βλ. καί ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 238.

58 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 37. Βλ. καί ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 220.

59 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 39. Βλ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 221.

60 Γιά ὅλες αὐτές τίς ἀπόψεις βλ. τό ἄρθρο τοῦ Peter Bouteneff, Ἡ πρόκληση καί ἡ ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς προσευχῆς, καί τό ἄρθρο τοῦ Θεοδώρου Γιάγκου, Ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀμφότερα στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 128-134 καί 143-153 ἀντίστοιχα, καθώς καί τό ἄρθρο τοῦ Constantine Scouteris, Common prayer, περιοδ. Ecumenical Review, Jan.-April 2002.

61 Θεοδώρου Γιάγκου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 151-153.

62 Πρακτικά Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, στῆλες 475-478.

63 Ἔνθ’ ἀνωτ., στῆλες 1025 καί 1040.

64 Τελικό κείμενο τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τή συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 245.

65 Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 81-82.

66 Δεσμεύσεις:

«-In its life and witness, the church professes faith in the triune God as expressed in the scriptures and in the Nicene-Constantinopolitan Creed.

-The church maintains a ministry of proclaiming the gospel and celebrating the sacraments.

-The church baptizes in the name of the “Father, Son and Holy Spirit” and acknowledges the need to move towards the recognition of the baptism of other churches.

-The church recognizes the presence and activity of Christ and the Holy Spirit outside its own boundaries and prays for the wisdom of all in the awareness that other member churches also believe in the Holy Trinity and the saving grace of God.

-The church recognizes in the other member churches of the WCC elements of the true church, even if it does not regard them as churches in the true and full sense of the word» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix C).

Ὑποχρεώσεις:

«The elements of this common calling have been summarized in the delineation of "functions and purposes" now found in Article 3 of the WCC's Constitution. The present formulation is that adopted by the Nairobi Assembly in 1975:

- to call the churches to the goal of visible unity in one faith and one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, and to advance towards that unity in order that the world may believe;

- to facilitate the common witness of the churches in each place and in all places;

- to support the churches in their worldwide missionary and evangelistic task

- to express the common concern of the churches in the service of human need, the breaking down of barriers between people, and the promotion of one human family in justice and peace;

- to foster the renewal of the churches in unity, worship, mission and service;

- to establish and maintain relations with national councils and regional conferences of churches, world confessional bodies and other ecumenical organizations;

- to carry on the work of the world movements for Faith and Order and Life and Work and of the International Missionary Council and the World Council of Christian Education» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3.10).

67 «Any discussion of the WCC's self-understanding must begin with the constitutional Basis on which the WCC is founded, with which all member churches express agreement: “The World Council of Churches is a fellowship of churches which confess the Lord Jesus Christ as God and Saviour according to the Scriptures and therefore seek to fulfil together their common calling to the glory of the one God, Father, Son and Holy Spirit”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3.1).

68 «While "fellowship" is sometimes used to translate the Greek word koinonia, which is a key concept in recent ecumenical discussion about the church and its unity, the relationship among the churches in the WCC as a whole is not yet koinonia in the full sense (as described, for example, in the Canberra Assembly statement on "The Unity of the Church as Koinonia: Gift and Calling"» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3.3).

69 «To concentrate on the mainstreaming of positions and the production of authoritative statements is obviously counterproductive and deepens the rifts within and among churches; there is a need for ecumenical spaces for encounter, analysis, dialogue and education following an enabling and pastoral approach to the issues at stake; ... As a global fellowship of churches the WCC is in a unique situation to engage member churches holding different views and positions on human sexuality... In this way the Council brings churches into living contacts with each other on this otherwise potentially dividing issue and offers the global ecumenical platform to deal with it responsibly... Through involvement in this issue the WCC is becoming a fellowship of churches in a deeper sense - it is being seen as a brother and sister ("fellow") to those who are otherwise feeling alienated and excluded from their fellowship and ecclesial community» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Churches' response to human sexuality).

70 «The religious traditions of humankind, in their great diversity, are “journeys” or “pilgrimages” towards human fulfillment in search for the truth about our existence. Even though we may be “strangers” to each other, there are moments in which our paths intersect that call for “religious hospitality”. Both our personal experiences today and historical moments in the past witness to the fact that such hospitality is possible and does take place in small ways.

Extending such hospitality is dependant on a theology that is hospitable to the “other”. Our reflections on the nature of the biblical witness to God, what we believe God to have done in Christ, and the work of the Spirit shows that at the heart of the Christian faith lies an attitude of hospitality that embraces the “other” in their otherness. It is this spirit that needs to inspire the theology of religions in a world that needs healing and reconciliation...

...human limitations and limitations of language make it impossible for any community to have exhausted the mystery of the salvation God offers to humankind. All our theological reflections in the last analysis are limited by our own experience and cannot hope to deal with the scope of God’s work of mending the world.

It is this humility that enables us to say that salvation belongs to God, God only. We do not possess salvation; we participate in it. We do not offer salvation; we witness to it. We do not decide who would be saved; we leave it to the providence of God. For our own salvation is an everlasting “hospitality” that God has extended to us. It is God who is the “host” of salvation. And yet, in the eschatological vision of the new heaven and the new earth, we also have the powerful symbol of God becoming both a “host” and a “guest” among us: “‘See, the home of God is among mortals. He will dwell with them; they will be his peoples...” (Rev. 21:3)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Religious plurality and Christian self-understanding, 44-47).

71 Πρβλ. Χριστοδούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ὀρθόδοξη Θεολογία καί τό μέλλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 23.

72 «The relationship among churches is dynamically interactive. Each church is called to mutual giving and receiving gifts» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 7).

73 Konrad Raiser, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 52.

74 Παρά Ἰω. Κορναράκη, Ὁ μῦθος τῆς ὀρθοδόξου μαρτυρίας εἰς τούς διαλόγους μέ ἀλλοδόξους, ἐφημ. Ὀρθ. Τύπος, φ. 1670 / 22-12-2006.

75 Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα..., τόμ. ΙΙ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 476 [556].

76 «Αn emerging common tradition of shared convictions on faith, life and witness has begun to enrich theological reflection undertaken from a strictly confessional perspective as the churches have drawn closer to each other through the WCC» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the WCC, 1.4.6).

77 Βλ. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 1.12.

78 Grace in Abundance, Orthodox Reflections to the Way to Porto Alegre, WCC, Geneva 2005 (Foreword).

79 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Report of the Moderator, 24d.

80 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 4.

81 «A consensus is reached when one of the following occurs: i) all are in agreement (unanimity); ii) most are in agreement and those who disagree are content that the discussion has been both full and fair and that the proposal expresses the general “mind of the meeting”; the minority therefore gives consent; iii) the meeting acknowledges that there are various opinions, and it is agreed that these be recorded in the body of the proposal (not just in the minutes); iv) it is agreed that the matter be postponed; v) it is agreed that no decision can be reached» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 49).

82 Βλ. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix A, 9). Βλ. καί ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 237.

83 Κων. Δωρ. Μουρατίδου, Οἰκουμενική Κίνησις -Ὁ μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ὀρθ. Τύπου, Ἀθῆναι 1973, σελ. 29.

84 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 33.

85 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 39-40.

86 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 40.

87 Νίκου Ματσούκα, Ἡ ἱερωσύνη τῶν γεναικῶν ὡς θεολογικό καί οἰκουμενικό πρόβλημα, στόν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 126.

88 Ἔνθ’ ἀνωτ.

89 Ἀνδρέα Παπαβασιλείου, Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000.

90 Βλ. Ἱερά Κοινότης Ἁγίου Ὄρους, Παρατηρήσεις περί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, 1996. Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; Ἅγιον Ὄρος 1995.

91 Ἠλία Δ. Κεσμίρη, Ἡ Χριστολογία καί ἡ ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας (διδακτορική διατριβή), Θεολογική Σχολή Θεσ/νίκης 2000· Ἰω. Θ. Νικολόπουλου, Ἡ Χριστολογία τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καί ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνας (διδακτορική διατριβή), Θεολογική Σχολή Θεσ/νίκης 2002· Γεωργ. Δ. Μαρτζέλου, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τόμ. 75, τεῦχ. 2ο, 2004, σελ. 593-609.

92 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ “ἰδεολογική” ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, Ἅγιον Ὄρος 2005. Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Διόσκορος καί Σεβῆρος, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι, Ἅγιον Ὄρος 2003. Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Θεολογικαί παρατηρήσεις ἐπί τεσσάρων εἰσηγήσεων τοῦ Μητροπολίτου Δαμιέττης κ. Bishoy περί τῶν Κοινῶν Δηλώσεων τοῦ θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους (29 Ἰουνίου -11 Ἰουλίου 2004). Σέ αὐτά βλ. καί τήν λοιπή σχετική βιβλιογραφία.

93 Ἰω. Καλογήρου, Τό κεντρικόν θέμα τῆς Ζ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως ... καί αἱ ἀκουσθεῖσαι ἐκεῖ Ὀρθόδοξοι ἀπόψεις, Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ (1114 Νοεμβρίου 1991), Θεσ/νίκη 1992, σελ. 244-246.

94 Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 245.

95 Frank Schaeffer, Ἀναζητώντας τήν Ὀρθόδοξη Πίστη στόν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν, β΄ ἔκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη 2004, σελ. 36-49 (σποράδην). Τίτλος ἀγγλικοῦ πρωτοτύπου Dancing Alone, μετάφρ. Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Μύρου.

96 Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἐμπειρίες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, Ἅγιον Ὄρος 1997.

97 Χρυστάλλα Καλογήρου, Ἡ 9η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε.: Τό μήνυμά της, στό Περιοδ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ (Κύπρος), σελ. 376-380.

98 Ἔνθ’ ἀνωτ.

99 «I dreamed that mutual recognition of baptism, the seal of our Christian identity and foundation of our Christian unity would soon be realised. I dreamed that all the churches of the world would celebrate the Resurrection of our common Lord together on the same day, as one of the visible expressions of Christian unity. I dreamed that an Ecumenical Assembly – if not an Ecumenical Council at this point in time – would be convened with the participation of all churches to celebrate their fellowship in Christ and address common challenges facing the church and humanity. Dreaming is an essential dimension of “being ecumenical”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Report of the Moderator, 31).

100 Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Θεολογικοί Διάλογοι..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 103· Εὐαγγελίας Βαρέλλα, Διορθόδοξοι καί Οἰκουμενικαί σχέσεις..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 187-190· Ὑπόμνημα περί Οἰκουμενισμοῦ, ἐκδ. «Παρακαταθήκη» 1998, σελ. 32-37.

101 Γεωργίου Καψάνη (νῦν Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου), Εἰσήγησις περί Οἰκουμενισμοῦ (Διά τήν Γεν. Συνέλευσιν τοῦ Συνδέσμου Ὀρθοδόξων Νεολαιῶν, συνερχομένην ἐν Βοστώνῃ τῶν Η.Π.Α., τόν Ἰούλιον τοῦ 1971), 1η Ἰουλίου 2004. Δυστυχῶς τό ἄρθρο, παρότι ἐζητήθη ἀπό τόν Σύνδεσμο, δέν ἀνεγνώσθη στήν Συνέλευσι τῆς Βοστώνης.

102 Constantine Cavarnos, Ecumenism Examined, Institute for Byzantine and Modern Greek Studies, U.S.A. 1996, σελ. 28

103 Παν. Τρεμπέλα, Ἐπί τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως καί τῶν θεολογικῶν Διαλόγων ἡμιεπίσημα ἔγγραφα, ἔκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων “Ὁ Σωτήρ”, Ἀθῆναι 1972, σελ. 46.

104 Κων. Δωρ. Μουρατίδου, Οἰκουμενική Κίνησις..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 87-88.

105 Μητροπ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἤ Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων; στόν συλλογικό τόμο «Ἡ Ζ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό – Κείμενα -Ἀξιολογήσεις», ἐκδ. Τέρτιος 1992, σελ. 178-179.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου