Ι.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως. ᾿Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίο

1. ᾿Επιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον (M., P.G., 37, στλ. 118).
2. ᾿Επίσκοπος B.F. Westcott, «The Gospel of Greation» εἰς The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη ἔκδοση (Macmillan, 1892), σελ. 288.
3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeu, lib. 13 (M., P.L., 148, στλ. 1628): «᾿Εδῶ κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ρωτήσουμε ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, στὸν ῾Οποῖον ἀναφέρεται ἡ παροῦσα ὁμιλία, θὰ γινόταν ἄνθρωπος ἢ ὄχι, ἀκόμα κι᾿ ἂν ἡ ἁμαρτία, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὅλοι πεθαίνουμε, δὲν εἶχε μεσολαβήσει. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι Αὐτὸς δὲ θὰ εἶχε γίνει θνητὸς καὶ δὲ θὰ εἶχε ἀναλάβει ἕνα θνητὸ σῶμα, ἂν ἡ ἁμαρτία δὲν συνέβαινε καὶ δὲν γινόταν ἡ αἰτία νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θνητός· μόνο ἕνας ἄπιστος μπορεῖ νὰ τὸ ἀγνοεῖ αὐτό. Τὸ ἐρώτημα εἶναι: αὐτὸ θὰ συνέβαινε, καὶ θὰ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός, ὁ ᾿Αρχηγὸς καὶ ὁ Βασιλιὰς ὅλων, ὅπως Αὐτὸς εἶναι τώρα; Ποιά θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση;».
῾Ο Rupert ὕστερα παραθέτει ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Αὐγουστίνο γιὰ τὸν αἰώνιο προορισμὸ τῶν ἁγίων (De Civitate Dei, 14.23) καὶ συνεχίζει: «ἀφοῦ, σχετικὰ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι θὰ ἀνευρεθοῦν, μέχρι τὸν ἀριθμὸ ποὺ ὁρίστηκε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο λέγει εὐλογώντας, πρὸ τῆς ἁμαρτίας, ῾῾αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε᾿᾿, καὶ εἶναι παράλογο νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀναγκαία γιὰ νὰ ἀποκτηθεῖ αὐτὸς ὁ ἀριθμός, τί θὰ πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γι᾿ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ καὶ Βασιλιὰ ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, παρὰ ὅτι δὲν εἶχε κανένα ἀναγκαῖο λόγο γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ ἀγάπη Του ῾῾ἑνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων᾿᾿ (Παροιμ. ηʹ 31)».
Πρβλ. ἐπίσης De Glorificatione Trinitatis, βιβλ. 3.20 (M., P.L., 169, στλ. 72):
«Λοιπόν, λέμε μὲ κάθε πιθανότητα, ὄχι τόσο ὅτι ὁ ἄνθρωπος (ἔγινε) γιὰ νὰ συμπληρώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀγγέλων (δηλ. γιὰ κείνους ποὺ εἶχαν ἐκπέσει), ἀλλ᾿ ὅτι καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν ἐξαιτίας ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, οὕτως ὥστε, ὅπως Αὐτὸς ὁ ῎Ιδιος γεννήθηκε Θεὸς ἐκ Θεοῦ καὶ ἐπρόκειτο νὰ εὑρεθεῖ ἄνθρωπος, νὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μιὰ οἰκογένεια ἕτοιμη κι᾿ ἀπ᾿ τὶς δυὸ πλευρές... ᾿Απὸ τὴν ἀρχή, πρὶν ὁ Θεὸς κάνει τίποτε, ἦταν στὸ σχέδιό Του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ὁ Λόγος, νὰ γίνει ῾῾σάρξ᾿᾿, καὶ νὰ κατοικήσει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴν πιὸ βαθιὰ ταπείνωση, ποὺ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀληθινὰ Τὸν εὐφραίνουν» (καὶ πάλι ὑπαινιγμὸς στὸ Παροιμ. ηʹ 31).
4. Honorius of Autun, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, κ. 2 (M. P.L., 172, στλ. 72): «Καὶ ἑπομένως ἡ ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δὲν ἦταν ἡ αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ· μᾶλλον, αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταδίκης. ῾Η αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωθεῖ. Εἶχε προοριστεῖ πράγματι ἀπὸ τὸ Θεὸ προαιωνίως ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ θεωθεῖ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε, ῾῾Πάτερ, ᾿Εσὺ ἠγάπησας αὐτοὺς πρὸ καταβολῆς κόσμου᾿᾿ [πρβλ. ᾿Ιωάν. ιζʹ 24· ἔχει «μὲ» ἀντὶ «αὐτούς»], αὐτούς, δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεώθηκαν μέσῳ ᾿Εμοῦ... ῏Ηταν ἀναγκαῖο, ἑπομένως, γι᾿ Αὐτὸν νὰ σαρκωθεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορέσει νὰ θεωθεῖ, καὶ ἔτσι δὲν βγαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἦταν ἡ αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεώς Του, ἀλλὰ βγαίνει πολὺ πιὸ λογικὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν μποροῦσε νὰ μεταβάλει τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου· ἀφοῦ πράγματι καὶ ἡ αὐθεντία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ ὁ καθαρὸς λόγος διακηρύσσουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ προσλάμβανε τὸν ἄνθρωπο ἀκόμα κι᾿ ἂν ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε ἁμαρτήσει».
5. Alexander Halensis, Summa theologica, ἔκδ. ad. Claras Aquas, dist., 3, qu. 3, m. 3·
Albertus Magnus, In 3, 1. Sententiarum, dist. 20, art. 4 ἔκδ. Borgnet, τ. 28, 361:
«Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ λύση εἶναι ἀβέβαιη, ἀλλὰ ὅσο μπορῶ νὰ ἐκφράσω μιὰ γνώμη, πιστεύω ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ εἶχε γίνει ἄνθρωπος, ἔστω κι᾿ ἂν ἡ ἁμαρτία δὲ συνέβαινε ποτέ».
6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, 3, dist. 7, qu. 4, schol. 2, ἔκδ. Wadding, τ. 11.1, σελ. 451: «Λέγω, ἐν τούτοις, ὅτι ἡ Πτώση δὲν εἶναι ἡ αἰτία τοῦ προορισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι, ἀκόμα κι᾿ ἂν δὲν εἶχε πέσει ἕνας ἄγγελος, ἢ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε πάλι προορισθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο—ἔστω κι᾿ ἄν ἄλλοι δὲν εἶχαν δημιουργηθεῖ, παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύω ὡς ἑξῆς: ὁποιοσδήποτε ἐπιθυμεῖ μεθοδικὰ κατὰ πρῶτον ἐπιθυμεῖ ἕνα σκοπό, καὶ ὕστερα πιὸ ἄμεσα, ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ σκοπό.
᾿Αλλὰ ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ μεθοδικότατα· ἑπομένως ἐπιθυμεῖ ὡς ἑξῆς: πρῶτα ἐπιθυμεῖ τὸν ῾Εαυτό Του, καὶ κάθε τι ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ῾Εαυτό Του· πιὸ
ἄμεσα, ὅσο ἀφορᾶ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ.
῾Επομένως, σχετικὰ μὲ ὁποιαδήποτε ἀξία καὶ πρὶν νὰ προβλεφθεῖ ὁποιαδήποτε ἀξία, Αὐτὸ (ὁ Θεὸς) προβλέπει ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του μὲ μιὰ οὐσιαστικὴ ἕνωση... ῾Η διευθέτηση καὶ ὁ προορισμὸς ἀφορᾶ κατὰ πρῶτον τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ ὕστερα γίνεται κάτι σχετικὸ μὲ τοὺς κατακριθέντες, ὡς μιὰ δεύτερη πράξη, μή, τυχὸν κάποιος χαρεῖ σὰν νὰ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἕνα κέρδος ἡ ἀπώλεια ἑνὸς ἄλλου· ἑπομένως, πρὶν ἀπὸ τὴν προβλεπόμενη Πτώση, καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε ἀπαξία, ἡ ὅλη πορεία σχετικὰ μὲ τὸ Χριστὸ εἶχε προβλεφθεῖ... Γι᾿ αὐτὸ λέγω τὸ ἑξῆς: πρῶτα, ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ῾Εαυτό Του· δεύτερο, ἀγαπᾶ τὸν ῾Εαυτό Του διὰ μέσου τῶν ἄλλων, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἁγνή· τρίτο ἐπιθυμεῖ νὰ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ ἕναν ἄλλον, ἕναν ποὺ μπορεῖ νὰ Τὸν ἀγαπήσει στὸν ὕψιστο βαθμὸ (μιλώντας γιὰ τὴν ἀγάπη κάποιου ἐξωτερικοῦ)· τέταρτο προβλέπει τὴν ἕνωση ἐκείνης τῆς φύσεως ποὺ ἔπρεπε νὰ Τὸν ἀγαπᾶ στὸν ὕψιστο βαθμό, ἂν καὶ κανένας δὲν εἶχε πέσει [δηλαδή, ἀκόμα κι᾿ ἂν κανένας δὲν εἶχε πέσει]... καί, ἄρα, πέμπτο, βλέπει ἕναν ἐρχόμενο Μεσίτη ὁ ὁποῖος θὰ πάθει καὶ θὰ λυτρώσει, τὸ λαό Του· Δὲ θὰ εἶχε ἔλθει ὡς μεσίτης, νὰ πάθει καὶ νὰ λυτρώσει, παρὰ μόνο ἂν κάποιος πρῶτα εἶχε ἁμαρτήσει, παρὰ μόνο ἂν ἡ δόξα τῆς σαρκὸς εἶχε φουσκώσει μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, παρὰ μόνο ἂν κάτι χρειαζόταν νὰ λυτρωθεῖ· ἀλλιῶς, θὰ εἶχε ἀμέσως δοξαστεῖ ὁλόκληρος ὁ Χριστός».
῾Ο ἴδιος συλλογισμὸς εἶναι στὸ Opus Oxoniense, dist. 7, qu. 3, σχόλιο 3, Wadding 202. Βλέπε P. Raymond, «Duns Scot», στὸ Dictionnaire de la Théologie Catholique, τ. 4, σελ. 1890-1891, καὶ τὸ ἄρθρο του, «Le Motif de l’ Incarnation: Duns Scot et l’ École scotiste», εἰς Études Franciscaines (1912)· ἐπίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus (Leipzig 1900), σελ. 250.
7. Summa theol. 3a, qu. 1, art. 3· in 3 Sentent., dist. 1, qu. 1, art. 3.
8. Bonaventura, εἰς 3 Sentent., dist. 1, qu 2, ἔκδ. Lugduni (1668), σελ. 10-12.
9. Πρβλ. A. Michelé, «Incarnation» στὸ Dictionnaire de la Théologie Catholique, τ. 7, σελ. 1495 κ.ἑ.: John Wessel, De causis Incarnationis, βιβλ. 2, σ. 7, παρατίθεται ἀπὸ τὸν G. Ullman, Die Reformatoren von der Reformation, τ. 2 (Gotha, 1866), σελ.: 398 κ.ἑ. Γιὰ τὸν Naclantus βλέπε Westcott, ὅπου πιὸ πάνω, σελ. 312 κ.ἑ. Andreas Osiander, An Filius Dei fuit incarnatus, si peccatum non intervevenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimontis et non ex philosophicis et humanae rationis cogitationibus derompta explicatio» [«῎Η ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ σαρκωνόταν, ἂν ἡ ἁμαρτία δὲν παρενέβαινε στὸν κόσμο; ᾿Επίσης ποιά εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ; ᾿Απὸ σαφεῖς καὶ ὁλοφάνερες μαρτυρίες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικοὺς συλλογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ πρέπει νὰ δοθεῖ ἐξήγηση» (Σ.τ.Μ.)] (Monte Regia Prussiae 1550)· βλέπε I.A. Dorner, Entwicklungsgeschichte der Lehre von der Person Christi, 2 Aufl. (1853), τ. 2, σελ. 438 κ.ἑ. καὶ 438· Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, τ. 2 (Leipzig 1912) σελ. 462. ῾Ο Osiander δέχτηκε τὴν
σθεναρὴ κριτικὴ τοῦ Καλβίνου, Institutio, βιβλ. 2, κ. 12, 4-7, ἔκδ. Tholuck, 1, σελ. 304-309.
10. Βλέπε, π.χ. τὴν μακρὰ συζήτηση εἰς «Dogmata Theologica» τοῦ L. Thomassin (1619-1695) στὸν τόμο 3, De Incarnatione Verbi Dei, 2, κ. 5 μέχρι 11, ἔκδ. νέα Parisiis 1866), σελ. 189-249.
῾Ο Thomassin ἀπορρίπτει τὴ Σκωτικὴ θεωρία ἁπλῶς σὰν μιὰ «ψευδαίσθηση», ποὺ ἀντικρούεται φανερὰ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Δίνει ἕνα μακρὺ κατάλογο Πατερικῶν χωρίων, κυρίως ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Αὐγουστίνο.
῾Ο Bellarmin (1542-1621) ἀπορρίπτει αὐτὴ τὴν ἰδέα μὲ μιὰ φράση: «Γιατὶ ἂν ὁ ᾿Αδὰμ εἶχε παραμείνει σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀθωότητα μὲ τὴν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ, ἀναμφιβόλως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶχε ὑποφέρει· ῎Ισως ἀκόμα δὲ θὰ εἶχε ἀναλάβει ἀνθρώπινη σάρκα, ὅπως ἀκόμα κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Καλβίνος διδάσκει». De Christo, βιβλ. 5, κεφ. 10, Πρώτη Ρωμαϊκὴ ἔκδοση (Romae, 1832), τ. 1, σελ. 432.
῾Ο Petavius (1583-1652) δὲν ἐνδιαφέρθηκε πολὺ γιὰ τὴν διαμάχη: «Αὐτὸ τὸ θέμα εὐρύτατα καὶ μὲ πολλὴ φιλονικεία συζητεῖται στὶς σχολές, ἀλλά, ἐπειδὴ εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν φιλονικεία θὰ τὸ ἐπεξηγήσουμε μὲ λίγες λέξεις». Δὲν ὑπάρχει καμιὰ μαρτυρία γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη μέσα στὴν Παράδοση, καὶ ὁ Petavius δίνει λίγες παραπομπὲς γιὰ τὴν ἀντίθετη θέση. «Opus de Theologicis Dogmatibus», τόμος 4, De Incarnatione, βιβλ. 2, κεφ. 17, 7-12, ἔκδ. (Venetiis, 1757), σελ. 95-96.
Γιὰ τὴν Προτεσταντικὴ πλευρὰ βλέπε μιὰ σύντομη συζήτηση στὸν John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, «De Persona et Officio Christi», κεφ. 7, μὲ πολύτιμες παραπομπὲς στὴν ἀρχαιότερη φιλολογία καὶ μιὰ ἐνδιαφέρουσα συλλογὴ Πατερικῶν περικοπῶν· ἔκδ. Sd. Preuss (Berolini, 1863), τ. 1, σελ. 513-514, καὶ μιὰ εὐρύτερη συλλογὴ στὸν J.A. Quenstedt, Theologia Didactico- Polemica, sive Systema Theologicum (Wittebergae, 1961), Pars 3 καὶ 4, Pars 3, κεφ. 3, Membrum 1, Sectio 1, ᾿Ερ. 1, σελ. 108-116.
᾿Αφ᾿ ἑτέρου, ὁ Suarez (1548-1617) ὑπερασπίστηκε μιὰ συμφιλιωτικὴ ἄποψη, κατὰ τὴν ὁποία καὶ οἱ δυὸ συγκρουόμενες γνῶμες μποροῦν νὰ ὑπάρξουν μαζί. Βλέπε τὰ σχόλιά του στὴ Summa, 3α, Disput. 4, sectio 12, καὶ ὁλόκληρη τὴν Disp. 5α, Opera Omnia, ἔκδ. Berton (Parisiis, 1860), σελ. 186-266.
11. François de Sales, Traité de l’ amour de Dieu, βιβλ. 2, κεφ. 4 καὶ 5, εἰς Oeuvres, édition complète, τ. 4 (Annecy, 1894) σελ. 99 κ.ἑ. καὶ 102 κ.ἑ. Malcbranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, ἔκδοση κριτικὴ ἀπὸ τὸν Armand Cuvillier (Paris, 1948), τόμος 2, Entretien 9, 6, σελ. 14: «Qui assurement l’ Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu: c’ est ce qui justifie sa conduite» [«᾿Ασφαλῶς ἡ ᾿Ενσάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ κύριος ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ δικαιολογεῖ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς του» (Σ.τ.Μ.)]· Traité de la Nature et de la Grâce (Rotterdam, 1712), Λόγος 1, 1, σελ. 2· Δεύτερη Διευκρίνηση, σελ. 302 κ.ἑ. Réflexions sur la Prémotion Physique (Paris, 1715), σελ. 300: «Il suit évidemment, ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et le principal dessein de Dieu dans la création, est l’ Incarnation du Verbe: puisque Jesus Christ est le premier en toutes choses.: . et qu’ ainsi, quand l’ homme n’ aurait point péché, le Verte se serait incarné»
[«Προκύπτει σαφῶς, μοῦ φαίνεται, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέγω, ὅτι ὁ πρῶτος καὶ κύριος σκοπὸς τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν δημιουργία εἶναι ἡ ᾿Ενσάρκωση τοῦ Λόγου: ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος ῾῾ἐν πᾶσι᾿᾿... καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ θὰ εἶχε καθόλου ἁμαρτήσει, ὁ Λόγος θὰ ἐνσαρκωνόταν»
(Σ.τ.Μ.)]· πρβλ. σελ. 211 καὶ σποραδικά.
Βλέπε γιὰ περισσότερες πληροφορίες: J. Vidgrain, Le Christianisme dans la
philosophie de Malebranche (Paris 1923), σελ. 99 κ.ἑ. καὶ 112 κ.ἑ. H. Gouhier,
La Philosophie de Malebranche et son Expéeience Religieuse (Paris, 1926), σελ.
22 κ.ἑ.· J. Maydien, «La Création du Monde et l’ Incarnation du Verbe dans la
Philosophie de Malebranche», εἰς Bulletin de Littétarure Ecclésiastique (Toulouse,
1935).
Εἶναι ἀξιομνημόνευτο ὅτι καὶ ὁ Leibniz θεωροῦσε τὴν ᾿Ενσάρκωση σὰν
ἕνα ἀπόλυτο σκοπὸ στὴν δημιουργία· βλέπε παραπομπὲς ἀπὸ τὰ ἀδημοσίευτα
κατάλοιπά του εἰς J. Baruzi, Leibniz et l’ Organization religieuse de la Terre
(Paris, 1907), σελ. 273-274.
12. ῾Η Σκωτικὴ ἄποψη ἔχει ἐκτεθεῖ ἀπὸ ἕνα Φραγκισκανό, τὸν Πατέρα Χρυσό-
στομο, στὰ δυό του βιβλία: Christus Alpha et Omega, seu de Christi universali
regno (Lille, 1910, δημοσιευμένο χωρὶς τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα) καὶ Le
Motif de l’ Incarnation et les principaux thomistes contemporains (Tours, 1921).
Τὸ δεύτερο ἦταν ἀπάντηση στοὺς ἐπικριτές, μέσα στὴν ὁποία συγκέντρωσε
ἕναν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ Πατερικῶν χωρίων.
῾Η Θωμιστικὴ ἄποψη ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα E. Hogon, Le Mystère
de l’ Incarnation (Paris, 1913), σελ. 63 κ.ἑ., καὶ τὸν Πατέρα Paul Galtier, S.J.,
De Incarnatione et Redemptione (Parisiis, 1926)· βλέπε ἐπίσης Πατέρα Hilair
de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis (Lyons, 1867)
[περιλαμβάνει ἀνάλυση Πατερικῶν χωρίων ἀπὸ Θωμιστικὴ ἄποψη]. Πρβλ.
ἐπίσης τὴν εἰσαγωγὴ στὸ βιβλίο τοῦ Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum, caro
factum? Das Motiv der Menschwerdung und das Verhältnis der Erlösung zur
Menschwerdung in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und füntem
christlichen Jahrjunderts (Paderborn, 1938) [«Forschnungen zur christlichen
Literatur-und Dogmengeschichte», hsgg. Von A. Ehrhard und Dr. J.P. Kirsch, τ. 18,
Τεῦχος 2].
13. Βλέπε σημείωση 1 πιὸ πάνω.
14. p. Sergii Bulgakov, Agnets Bozhii (Paris, 1933), σελ. 191 κ.ἑ. (στὰ Ρωσικά).
Γαλλικὴ μετάφραση, Du Verbe Incarné (Paris, 1943).
15. ῾Ο De. Spindler ἦταν ὁ μόνος μελετητὴς τοῦ προβλήματος ποὺ χρησιμοποίησε
τὴ σωστὴ ἱστορικὴ μέθοδο κατὰ τὴν χρήση τῶν κειμένων.
16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique: Maxime le Confesseur (Paris,
Αυβιες, 1947), σελ. 204-205· ὁ πατὴρ Balthasar παραθέτει τὸ Qu. Ad Talass.
60 καὶ προσθέτει ὅτι ὁ ῞Αγιος Μάξιμος θὰ ἔπαιρνε τὴν Σκωτικὴ ἄποψη
στὴν σχολαστικὴ διένεξη, ὅμως μὲ μιὰ σημαντικὴ ἐπιφύλαξη: «Maxime de
reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la
possibilité d’ un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la
'volonté prèexistante' de Dieu est identique au monde des 'idées' et des 'possibles': l’
ordre des essences et l’ ordre des faits coincident en ce point suprème» [«῾Ο Μάξιμος
ἄλλωστε ἐντελῶς ξένος στὸ θέμα αὐτῆς τῆς σχολαστικῆς συζητήσεως, ἡ
ὁποία ἐπινοεῖ τὴν πιθανότητα μιᾶς ἄλλης τάξεως τοῦ κόσμου χωρὶς ἁμαρτία
καὶ ἐξ ὁλοκλήρου μὴ πραγματικῆς. Γι᾿ αὐτὸν ἡ ῾῾προϋπάρχουσα θέληση᾿᾿
τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὸν κόσμο τῶν ῾῾ἰδεῶν᾿᾿ καὶ τῶν ῾῾πιθανῶν᾿᾿: ἡ
τάξη τῶν οὐσιῶν καὶ ἡ τάξη τῶν γεγονότων ταυτίζονται σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψιστο
σημεῖο» (Σ.τ.Μ.)]· (στὴν Γερμανικὴ ἔκδοση, Kosmische Liturgie, σελ. 267-
268). Βλέπε ἐπίσης Dom Polycarp Sherwood, O.S.B.,«The Earlier Ambigua of
Saint Maximus the Confessor», εἰς Studia Anselmiana (Romae, 1955), fasc. 36, κ.
4, σελ. 155 κ.ἑ.
17. ῾Η καλύτερη ἔκθεση τῆς θεολογίας τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου εἶναι τοῦ S.L.
Epifanovich, St. Maximus the Confessor and Byzantine Theology (Kiev, 1915· στὰ
Ρωσσικά)· πρβλ. ἐπίσης τὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο στὸ βιβλίο μου:
The Byzantine Fathers (Paris, 1933), σελ. 20-227 (στὰ Ρωσσικά).
– 15 –
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Πατρὸς von Balthasar, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο παραθέσαμε
πιὸ πάνω ἕνα χωρίο, μπορεῖ κανεὶς νὰ ὠφεληθεῖ συμβουλευόμενος τὴν
«Εἰσαγωγὴ» τοῦ Dom Polycarp Sherwood στὴν μετάφρασή του τοῦ ἔργου τοῦ
῾Αγίου Μαξίμου: The Four Centuries on Charity, Ancient Christian Writers, No. 21
(London καὶ Westminster, Md., 1955). Βλέπε ἐπίσης Lars Thunberg, Microcosm
and Mediator: The Theological Anthropology of Maximus the Confessor (Lund,
1965).
18. Βλέπε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ὅρου «θεολογούμενα» ποὺ δίνει ὁ Bolotov, Thesen
über das «Filioque», ποὺ ἀρχικὰ δημοσιεύτηκε χωρὶς τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα
(«von einem russischen Theologen») στὴν Revue Internationale de Théologie, No.
24 (᾿Οκτ.-Δεκ. 1898), σελ. 682: «Man kann fragen, was ich unter Theologoumenon
verstehe? Seinem Wessen nach ist es auch eine theologische Meinug, aber eine
theologische Meinung derer, welche für einen jeden “Katholiken” mehr bedeuten als
gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinungen der hl. Väter der einen
ungeteilten Kirche; es sind die Meinungen der Männer, unter denen auch die mit
Recht “hoi didaskaloi tês oikoumenês” genannten sich befinden» [«Μπορεῖ κανεὶς
νὰ ρωτήσει τί ἐννοῶ μὲ τὸ ῾῾θεολογούμενον᾿᾿; Κατὰ τὴν οὐσία του εἶναι κι᾿
αὐτὸ μιὰ θεολογικὴ γνώμη, ἀλλὰ θεολογικὴ γνώμη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι γιὰ
κάθε ῾῾Καθολικὸ᾿᾿ (Σ.τ.Μ.=᾿Ορθόδοξο) σημαίνουν περισσότερο ἀπὸ συνήθεις
θεολόγους· εἶναι οἱ θεολογικὲς γνῶμες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς μιᾶς ἀδιαί-
ρετης ᾿Εκκλησίας· εἶναι οἱ γνῶμες τῶν ἀνδρῶν ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους
βρίσκονται οἱ δίκαια ὀνομαζόμενοι ῾῾οἱ Διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης᾿᾿»
(Σ.τ.Μ.)].
Κανένα «θεολογούμενον» δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει τίποτα περισσότερο
ἀπὸ μιὰ «πιθανότητα», καὶ κανένα «θεολογούμενον» δὲν μπορεῖ νὰ γίνει
δεκτὸ ἂν ἔχει ἀπορριφθεῖ καθαρὰ ἀπὸ μιὰ αὐθεντικὴ ἢ «δογματικὴ» διατύπωση
τῆς ᾿Εκκλησίας..
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου