Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΑΙ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΑΙ ΠΑΡΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ


Άδικοι ποιναί, επιβαλλόμεναι παρά εχθρών, έστω και Ορθοδόξων, λογίζονται εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι.
Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας π.χ. μεταβάς είς Κωνσταντινούπολιν και λαβών <<προδήλους>> <<εχθρούς>> (Παλλαδίου Ελενουπόλεως, PG. 47, 29) του αγίου Ιωάννου του χρυσοστόμου, συνεκρότησεν <<επί Δρύν>> (Του αυτού , PG. 47, 28) Σύνοδον. Διά της εχθρικής ταύτης Συνόδου, καθήρεσε τον Χρυσόστομον αδίκως (Του αυτού, PG. 47, 30). Οι έν Κωνσταντινούπολει Ορθόδοξοι δεν εδέχθησαν την εχθρικήν και άδικον ταύτην καθαίρεσιν του Αγίου, αλλά έκριναν αυτήν εκκλησιαστικώς άκυρον και ανυπόστατον. Διό έλεγον πρός τον βασιλέα, ότι Ιωάννης ού <<καθήρηται (δεν έχει καθαιρεθή)>> αληθώς. Ομοίως έπραξε και ο Ιννοκέντιος Ρώμης και εκοινώνει πρός τον Χρυσόστομον, όπως και πρός τον Θεόφιλον, λέγων πρός τον τελευταίον <<ημείς και σε ίσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνικόν και τον αδελφόν Ιωάννην>> (Ιννοκεντίου Ρώμης, PG. 47, 12). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ουδέποτε ανεγνώρισε την άδικον καθαίρεσίν του και εθεώρει εαυτόν πάντοτε ώς τον κανονικόν Επίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι του θανάτου του. Διά τούτο έγραφεν έκ της αδίκου εξορίας, περί <<εκείνου του Αρσακακίου, όν εκάθισεν η βασίλισσα έν τώ θρόνω>>, ότι <<σχήμα μέν έχων επισκόπου>> <<ούτος μοιχός έστιν, ού σαρκός, αλλά πνεύματος, ζώντος γάρ εμού, ήρπασέ μου τον θρόνον της Εκκλησίας>> (Χρυσοστόμου, PG. 52, 685). O Χρυσόστομος κατά την εξορίαν έφερε μεθ' εαυτού τα λειτουργικά άμφια. Ολίγον δέ πρό του μαρτυρικού θανάτου του, <<Ιωάννης, λαβών τα ιμάτια αυτού τα της αγίας Λειτουργίας ενεδύσατο>> <<καί, ανακλίνας εαυτόν, απέδωκεν το πνεύμα Χριστώ τώ Θεώ ημών>> (Παλλαδίου Ελενουπόλ. PG. 47, LXXIX).
Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία, αν και αί κατ' αυτού μάταιαι κατηγορίαι ανήλθον είς τεσσαράκοντα έξ, ουδέποτε εθεώρησε τον Χρυσόστομον καθηρημένον. 'Ενεκα τούτου, δεν υπήρξεν ανάγκη αποκαταστάσεως αυτού υπό άλλης Συνόδου. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τιμάται εν τη Ορθοδοξίας ώς άγιος Ιεράρχης. Η θεία αυτού Λειτουργία τελείται πλέον των άλλων κατ' έτος και ο ίδιος εικονίζεται εντός του ιερού Βήματος μετα άλλων μεγάλων Ιεραρχών. Προσέτι, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος αποτελούσι <<τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος>>(Απολυτικίου εορτής Τριών Ιεραρχών), επί των οποίων βασίζονται και Οικουμενικαί Συνόδοι. Είς τάς Οικουμενικάς Συνόδους ο λόγος του Ιεράρχου Χρυσοστόμου ομολογείται αναντιρρήτος. Έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω ελέχθη, κατόπιν αναγνώσεως περικοπής λόγου του Αγίου <<Ιωάννης ο Χρυσόστομος τοιαύτα λέγει περί των εικόνων, τίς έτι τολμά ειπείν κατ' αυτών τι>> (Πρακτικών Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 8).
Ο καθαιρεθείς παρ' εχθρών και αδίκως άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διά της καταφώρου ταύτης αδικίας, ελαμπρύνθη περισσότερον. Διό τιμάται ανά τους αιώνας και μακαρίζεται, συμφώνως πρός τον λόγον του Κυρίου, ειπόντος <<Μακάριοι έστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ' υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού>> (Ματθ. ε΄ 11).

ΑΚΥΡΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών θείαν Χάριν ούκ έχουσιν, αλλ' είναι άκυρα και ανύπαρκτα.
Διό ο ΜΣΤ΄ Αποστολικός Κανών προστάσσει
<<καθαιρείσθαι>> τον <<επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν>>. <<Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τίς μερίς πιστώ μετά απίστου;>> (ΜΣΤ΄ Αποστολικού Κανόνος). Αιρετικοί ενταύθα νοούνται οι εκκλησιαστικώς κριθέντες και αποκηρυχθέντες. <<Αιρετικούς δέ λέγομεν>>, επεξηγεί η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, <<τούς τε πάλαι (υπό) της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα ύφ' ημών αναθεματισθέντας>> (ΣΤ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου).
Το αυτό έπραξεν και η έν Καρχηδόνι Σύνοδος του μέσου του τρίτου αιώνος, ήτοι των περί τον άγιον Κυπριανόν επισκόπων. Διά του μοναδικού ταύτης Κανόνος ώρισεν, ότι τα υπό των αιρετικών και σχισματικών
<<γινόμενα>> μυστήρια, <<ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα>> (Κανόνος έν Καρχηδόνι Συνόδου).
Βάση του ανωτέρου Κανόνος της έν Καρχηδόνι Συνόδου, ανεβαπτίζοντο οι κεκριμένοι αιρετικοί και σχισματικοί, ή το <<αποβλάστημα>> τούτων
(ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου), ήτοι οι εξ' αυτών προελθόντες. <<Ημείς>> <<αναβαπτίζομεν τοιούτους>> λέγει ο Μ. Βασίλειος (ΜΖ΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).

ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ

Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος επεκύρωσε <<τον υπό Κυπριανού>> <<και της κατ' αυτόν Συνόδου>> της Καρχηδόνος <<εκτεθέντα Κανόνα>>, αλλά μετά διαφοράς.
Η Οικουμενική Σύνοδος είπεν, ότι <<το παραδοθέν αυτοίς έθος>> του αναβαπτισμού των επιστρεφόντων αιρετικών, ώς τοπικόν, <<μόνον>> παρ' αυτοίς, ηγούν τοίς επισκόποις Καρχηδόνος <<εκράτησεν>> (Β΄ Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εκτός του αναβαπτισμού, εδέχθη και την διά Χρίσματος και αναθεματισμού της αιρέσεως αποδοχήν των κεκριμένων αιρετικών και σχισματικών (95ου Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου), ώς έπραξε και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Ζ΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Συμφωνεί δέ είς τούτο και ο Μ. Βασίλειος (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου).
Ταύτα δηλούσιν, ότι ο Κανών της έν Καρχηδόνι Συνόδου έν τοίς τόποις εκείνοις κατά το παραδωθέν αυτοίς (τοίς επισκόποις) έθος εκράτησεν. Εντεύθεν ούν δείκνυται, ότι και αρχήθεν ού παρά πάσιν ήν ενεργών ο Κανών (Ζωναρά, PG. 137, 1105), ώς πρός την αναβάπτισιν των αιρετικών και σχισματικών. Και ότι, ώς πρός τούτο, <<ούκ εδέχθη (δεν εγένετο δεκτός) ο παρών Κανών παρά <<των αγίων Πατέρων>> των Οικουμενικών Συνόδων (Ζωναρά, PG. 137, 1104).
Κατά ταύτα, αί Οικουμενικαί Σύνοδοι κηρύσσουσιν άκυρα τα μυστήρια των κεκριμένων αιρετικών. Δέχονται όμως οικονομικώς τον τύπον του βαπτίσματος τούτων διά τους επιστρέφοντας είς την ορθοδοξίαν, εφ' όσον ούτος ετελέσθη ορθώς.

ΜΗ ΑΚΥΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών και σχισματικών δεν θεωρούνται άκυρα. Τούτο μαρτυρούσιν η πράξις και ο λόγος της Ορθοδοξίας.
Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εχειροτονήθη παρά των τότε <<καινών αιρετικών>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429) αρειανών. Μερίς δέ των έν Αντιοχεία Ορθοδόξων δεν εδέχετο την μετ' αυτού κοινωνίαν <<ένεκεν>> <<κανονικών πραγμάτων>> (Επιφανίου Κύπρου, PG. 42, 468). Και όμως, ούτος εβάπτισεν τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον (Βίος Ι. Χρυσοστόμου έν επιτομή, PG. 47 LXXXVII) και εχρημάτισεν πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, θανών κατά την διάρκειαν των εργασιών ταύτης. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εξύμνησε τον Μελέτιον ώς νέον Απόστολον και <<ομότροπον>> <<αθλητήν>> των αγίων (Γρηγορίου Νύσσης, PG. 46, 852). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά τούτον ώς άγιον την 12ην Φεβρουαρίου μηνός ( Ωρολόγιον το Μέγα).
Ομοίως και ο άγιος Ανατόλιος <<υπό Διοσκόρου του δυσσεβούς κεχειροτόνητο (έχει χειροτονηθεί) παρόντος και Ευτυχούς>> του αιρεσιάρχου (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Εχειροτόνησε δέ τον Ανατόλιον ο Διόσκορος, ότε δεν είχε καθαιρεθεί εισέτι, ήτοι μετά την έν Εφέσω ληστρικήν Σύνοδον και πρό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις καθήρεσε και τον Διόσκορο και τον Ευτυχή (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). Και τότε εξεδηλώθη έν Κωνσταντινουπόλει αντίδρασις κατά της χειροτονίας ταύτης (Αυτόθι και Μ. 6, 44). Άλλ' όμως η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εδέχθη τον Ανατόλιον ώς έξαρχον αυτής (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά και τούτον ώς άγιον την 3ην Ιουλίου μηνός.
Προσέτι, <<και οι πλείους (περισσότεροι) των έν Έκτη Αγία>> Οικουμενική <<Συνόδω συνεδρευσάντων>> επισκόπων υπό αιρετικών εχειροτονήθησαν. Και μάλιστα <<υπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου εκεχειροτονήντο (είχον χειροτονηθεί), των καθηγητών (αρχηγών) της αιρέσεως των μονοθελητών>>. <<Επί πεντήκοντα γάρ ενιαυτούς το τηνικαύτα (τότε) η αίρεσις διήρκεσε>>. Και ούτοι <<οι της Έκτης Συνόδου Πατέρες αυτούς τους τέσσαρας>> αιρεσιάρχας <<ανεθεμάτισαν, καίπερ χειροτονία αυτών όντες>>. (Ταρασίου, Προέδρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1047). Δηλαδή, άν και ήσαν κεχειροτονημένοι παρ' αυτών, ούς ανεθεμάτισαν. Τότε γάρ εκρίθη συνοδικώς η δυσσεβής αίρεσις του Μονοθελητισμού.
Επί πλέον, και έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω, ήτις κατέκρινε την εικονομαχικήν αίρεσιν, εγένεντο δεκτοί εικονομάχοι επίσκοποι. Έκ τούτων τινές ωμολόγησαν, ότι <<έν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1031). Συνεπώς και εβαπτίσθησαν και εχειροτόνησαν και πάντα τα λοιπά εποίησαν.
Ταύτα έπραξαν αί Οικουμενικαί Σύνοδοι της Ορθοδοξίας, καθ' ότι τα μυστήρια των μή κεκριμένων εισέτι αιρετικών δεν λογίζονται άκυρα. Τούτο απεφάνθη η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, λέγουσα διά του Προέδρου αυτής αγίου Ταρασίου <<έκ του Θεού έστιν η χειροτονία>> αυτών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042).

ΖΗΤΗΜΑ ΣΥΝΟΔΙΚΩΣ ΛΕΛΥΜΕΝΟΝ

Το ζήτημα της εγκυρότητος των μυστηρίων των μή κεκριμένων αιρετικών συνεζητήθει έν τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδω και ελύθην παρ΄ αυτής έν Πνεύματι Αγίω.
Η Οικουμενική αύτη Σύνοδος ανέγνωσε και διεσαφήνισε τάς σχετικάς <<κανονικάς διατάξεις και τα συνοδικά παραγγέλματα και των αγίων Πατέρων την ακρίβειαν>>. Και απέδειξεν, ότι <<πάντες ομοφρόνως τους προσερχομένους απο αιρέσεως της οιασούν (οιασδήποτε) απεδέξαντο>>, <<εάν ετέρα κανονική αιτία η καθαιρούσα τον προσερχόμενον ούκ έστι>>. Δηλαδή, εάν δεν υφίσταται κανονικόν κώλυμα Ιερωσύνης. <<Η αγία Σύνοδος είπεν ούτως αληθώς έχει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1039).
Απεδέξαντο δέ οι Άγιοι όχι μόνον τους ορθοδόξως πρότερον χειροτονηθέντας, είτα είς αίρεσιν περιπεσόντας και εξ' αυτής επιστρέφοντας, αλλά και τους χειροτονηθέντας υπό αιρετικών. Διό Ταράσιος ο αγιώτατος Πατριάρχης είπε Διότι <<Και ημείς γούν δεχώμεθα (να δεχώμεθα) τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, ώς και Ανατόλιος εδέχθη (εγένετο δεκτός)>>. Διότι <<αληθώς φωνή Θεού έστιν, ότι ούκ αποθανούνται τέκνα υπέρ πατέρων, άλλ' έκαστος τη ιδία αμαρτία αποθανείται>>. Και, προσέτι, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>> των μή κεκριμένων αιρετικών (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Το αυτό εδίδαξεν και ο Μ. Βασίλειος καθ' ότι <<ούκ έφησεν (δεν είπεν) ο πατήρ αδέκτους είναι>> τους τοιούτους αιρετικούς (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη περί των ακρίτων αιρετικών <<δέχεσθαι τους έξ αιρέσεων επιστρέφοντας>> και τους από αιρετικών χειροτονηθέντας, <<ότι έκ Θεού έστιν η χειροτονία>>.

ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Πότε τα μυστήρια αιρέσεως τινος θεωρούνται άκυρα; Όταν αύτη αποκηρυχθή έν ομονοία.
Επί τούτου η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διά του Προέδρου ταύτης αγίου Ταρασίου, λέγει <<Εάν δέ συνοδική εκφώνησις γένηται>>, ήτοι συνοδική καταδικαστική απόφασις εναντίον της αιρέσεως. <<και ομόνοια των Εκκλησιών επί ορθοδοξία>>, τότε <<ο τολμών από των βεβήλων αιρετικών>> της αιρέσεως ταύτης <<χειροτονείσθαι (να χειροτονηθεί), τή καθαιρέσει υποπεσείται. Η Αγία Σύνοδος είπεν αυτή δικαία κρίσις>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1050).
Κατάκρισις της αιρέσεως υπό των Εκκλησιών έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>>, ή καταδίκη αυτής υπό γενικής Συνόδου της Ορθοδοξίας πάλιν έν ομονοία <<επί ορθοδοξία>> καθιστά άκυρα τα μυστήρια ταύτης.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΚΕΚΡΙΜΕΝΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ

Πώς κρίνονται τα μυστήρια του Ορθοδόξου, του πεσόντος είς αίρεσιν υπό των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατακεκριμένην;
<<Ουδέν>> έστιν, <<ό μή ειρήκασιν (έχουσι είπει) οι Πατέρες>> (Συμεών Θεσσαλονίκης, PG. 155, 64). Διό και επί τούτου του ζητήματος έρριψαν το φώς της Ορθοδοξίας. Τούτο μαρτυρεί η στάσις των Αγίων και πρός τον αιρεσιάρχην Νεστόριον. Ο Νεστόριος κατηγγέλετο υπό του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ότι εφρόνει <<τά τού Αρείου>> (Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μ. 4, 1256). Δηλαδή, επίστευε και εκήρυττεν αίρεσιν κατακεκριμένην παρά δύο Οικουμενικών Συνόδων, της έν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και της έν Κωνσταντινουπόλει Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και όμως, τα υπό του Νεστορίου τελούμενα μυστήρια εθεώρησαν ώς μή άκυρα μέχρι της καθαιρέσεως αυτού παρά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Διό <<των ύπ' αυτού χειροτονηθέντων>> πρό ταύτης της καθαιρέσεως, <<ουδείς καθήρηται (έχει καθαιρεθή) >>, ώς λέγει ο Μ. Φώτιος (PG. 104, 1224).

ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝ

Τί ποιήσουσι, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι; Θα αναμένωσι την συνοδικήν κρίσιν του αιρετικού και μάλιστα, ότε αυτή αργοπορεί ή προβλέπεται κατ' ανθρωπον απραγματοποίητος;
Επίσκοπος, λέγει η Ορθοδοξία, κηρύττων <<αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην>> <<δημοσία>> και <<γυμνή τη κεφαλή έπ' Εκκλησίας>>, συμφώνως πρός την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας τελεί υπό συνοδικήν διάγνωσιν και κρίσιν. Κατά δε τους ιερούς Κανόνας, κατατάσσεται, μετά των <<ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων>>.
Διό οι Ορθόδοξοι δικαιούνται, ίνα αποτειχισθώσιν έκ τούτου, διακόπτοντες την μετ' αυτού κοινωνίαν και <<πρό συνοδικής διαγνώσεως>> (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ΄ Συνόδου).
Οι ούτως αποτειχιζόμενοι Ορθόδοξοι δεν <<υπόκεινται>> <<κανονική επιτιμήσει>> άλλ' είναι αξιέπαινοι. Ούτοι είναι άξιοι <<τιμής>> <<πρεπούσης>> <<τοίς Ορθοδόξοις>>. Και <<ού σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι (να σώσωσι)>> (Αυτόθι). Δηλαδή, η αποτείχισις γίνεται ώς μέσον αντιαιρετικού αγώνος υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι γνησίως Ορθόδοξοι δεν εφησυχάζουσιν έν τη αποτειχίσει, άλλ' αγωνίζονται κατά της αιρέσεως και υπέρ της Ορθοδοξίας <<άχρι θανάτου>>.
Διό <<εξέλθετε έκ μέσου αυτών και αφορίσθητε (διαχωρισθήτε)>> (2 Κορινθ. στ΄ 17), λέγει ο θείος νόμος, αλλά και <<εώς του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας>>(Σοφ. Σειρ. δ΄ 28) και <<γίνου πιστός άχρι θανάτου>>, και τότε <<δώσω σοι τον στέφανον της ζωής>>.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΑΙ

Λέγουσι τινές από καρδίας λαλούντες. Εάν δεχθώμεν μή άκυρα τα μυστήρια των ακρίτων αιρετικών, τότε θα δεχθώμεν εγκύρους και τάς ποινάς τούτων κατά των ενισταμένων εναντίον της αιρέσεως Ορθοδόξων.
Έτερον όμως οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας διδάσκουσι. Δηλαδή, ότι τα μέν μυστήρια των αιρετικών τούτων δεν θεωρούνται άκυρα, άλλ' αί επιβαλλόμεναι παρ' αυτών ποιναί είναι εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι. Τούτο έγραφεν ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης περί του αιρεσιάρχου Νεστορίου, όστις ετιμώρησεν έν Κωνσταντινουπόλει Ορθοδόξους ενισταμένους κατά της αιρέσεως αυτού. Ήτοι, ότι ούτος <<ουδένα ή καθελείν (να καθαιρέση) ή αποκινήσαι (να αποκινήση έκ της θέσεώς του) ηδύνατο>> (Κελεστίνου Ρώμης, Μ. 4, 1045), καθ' ότι αιρετικός. Από πότε δέ ούκ είχε τοιούτον δικαίωμα; Από την στιγμήν κηρύξεως της αιρέσεώς του <<άφ' ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν>> ήρξατο ( αυτόθι). Διό καταδικαστική απόφασις του αιρετικού Νεστορίου ουδέ πρόσκαιρον ισχύν έσχεν (αυτόθι).
Τουτέστι, τα μέν μυστήρια του πεσόντος είς αίρεσιν Ορθοδόξου λογίζονται άκυρα απο της καθαιρέσεως αυτού, αί δέ ποιναί τούτου είναι άκυροι απο της κηρύξεως της αιρέσεως.

ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Λέγει φιλοκαινοτόμον πνεύμα. Εφ' όσον τα Μυστήρια είναι ισχυρά, καλώς εμμένομεν έν τή αντιπαραδοσιακήν καινοτομία και δεν αποτειχιζόμεθα έκ των ομολογούντων Οικουμενισμόν καινοτόμων!
Τούτο, όμως, είανι ασεβές. Διότι δεν σώζει τον Χριστιανόν μόνο η θεία Χάρις, αλλά <<η Χάρις και η αλήθεια>> (Ιωάν. α΄ 17), κατά το δόγμα του Κυρίου, <<ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δέ απιστήσας κατακριθήσεται>> (Μαρκ. ιστ΄ 16). Κατακριθήσεται δέ, όχι μόνον ο κληθείς είς το άγιον Βάπτισμα και αρνηθείς την σωτήριον κλήσιν όλως, αλλά και ο βαπτισθείς μέν, πεσών δε μετά τούτο είς απιστίαν αιρέσεως αμετανοήτως. Διότι, ενώ το Μυστήριον του Βαπτίσματος έστι Φώς, η αίρεσις είναι <<σκότος το εξώτερον>> (Δαλματίου, Μ. 4, 1257). Τα άγια Μυστήρια, λέγει ο ιερός Κανών, <<τοίς επιμένουσιν έν τή αιρέσει μεγάλην της καταδίκης την τιμωρίαν πορίζουσιν>>. Ούτω γίνεται έν αυτοίς το <<έν τή αληθεία πρός την αιώνιον ζωήν>> <<φωτεινότερον>> <<έν τή πλάνη σκοτεινότερον και πλέον καταδεδικασμένον>> (ΝΖ΄ Κανόνος Συνόδου Καρθαγένης). Διό αί Οικουμενικαί Σύνοδοι απαγγέλλουσι τον φρικτόν αναθεματισμόν <<τοίς κοινωνούσιν έν γνώσει>> τοίς καινοτόμοις <<ανάθεμα>> (Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου Μ. 13, 128).
Υπό το ανάθεμα, λοιπόν, των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας κείνται οι <<έν γνώσει>> (Θεοδώρου Στουδίτου, PG. 99, 1653) κοινωνούντες των Μυστηρίων των υπό κρίσιν καινοτόμων, καίτοι ταύτα είναι εισέτι ισχυρά. Ώς γάρ <<πάν το έν αγνοία καθαρισθήσεται (αυτόθι)>> ούτω το <<έν γνώσει>> (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 128) <<κατακριθήσεται>> (Μάρκ. ιστ΄ 16).

(ΚΑΛΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΙΘ. ΦΥΛ. 58)

ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ


Γενικώς, τρείς κατηγορίας αιρετικών διακρίνει ο πατερικός λόγος. Τούς εξ' Ορθοδόξων υπό κρίσιν, τούς εξ' ορθοδόξων κεκριμένους και τους έξ' αιρετικών απερρηγμένους (αποκεκομμένους).

Έξ ορθοδόξων αιρετικοί είσιν οι λαβόντες ορθόδοξον βάπτισμα ή και χειροτονίαν και πεσόντες είς αίρεσιν καινοφανή, ή
<<παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην>> (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ Συνόδου). Πλήν, είτε συγκεκριμένως, είτε γενικώς, <<πάσαν αίρεσιν>> κατέκριναν οι Άγιοι (Α΄ Κανόνος Β΄ Οικουμενικής Συνόδου). Οι πεπτωκότες ούτοι Ορθόδοξοι κείνται υπό εκκλησιαστικήν κρίσιν και συνοδικήν διάγνωσιν. Ούτως έπραξεν η Εκκλησία π.χ. επί του αιρεσιάρχου Νεστορίου Κωνσταντινουπόλεως. Τούτον καθήρεσε διά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και τότε <<ώρισε>> <<αλλότριον είναι>> <<αυτόν>> <<του επισκοπικού αξιώματος και παντός συλλόγου ιερατικού>> (Αποφάσεως Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ.4, 1212). Διό <<των υπ' αυτού χειροτονηθέντων>> πρό της συνοδικής καταδίκης <<ουδείς>> <<καθήρηται>>, λέγει ο Μ. Φώτιος (Μ. Φωτίου, PG. 104, 1224), άν και, κατά τους Όρους και Κανόνας της Ορθοδοξίας, ο Νεστόριος ήτο κατακεκριμένος, αφ' ότου εκήρυξεν αίρεσιν. Πρό γάρ της ορθοδόξου συνοδικής κρίσεως και κανονικής εκκλησιαστικής καταδίκης του αιρετίζοντος έξ' ορθοδόξων επισκόπου και κληρικού, εισέτι <<έκ του Θεού έστιν η χειροτονία>> αυτών, λέγει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). Δηλαδή, τα Μυστήρια τούτων δεν είναι άκυρα.

Έξ Ορθοδόξων κεκριμένοι αιρετικοί είσιν οί, ώς ανωτέρω, πεσόντες είς αίρεσιν Ορθόδοξοι, οίτινες όμως εκρίθησαν υπό αρμοδίας Ορθοδόξου Συνόδου και κατεκρίθησαν, ήγουν κατεδικάσθησαν κανονικώς. Τοιούτοι είναι π.χ. οι κατακριθέντες αιρεσιάρχαι, Άρειος, Μακεδόνιος, Νεστόριος, Ευτύχης κ.α. Οι ούτως απορραγέντες έκ της Εκκλησίας θείαν Χάριν ούκ έχουσι και τα Μυστήρια αυτών είναι άκυρα και ανυπόστατα.

Έξ αιρετικών αιρετικοί είσιν οι οπαδοί των κριθέντων και αποκοπέντων έκ της Εκκλησίας αιρετικών, οίτινες ουδέποτε έλαβον ορθόδοξον βάπτισμα. Ούτοι, ώς
<<παντελώς>> απερρηγμένοι (Α΄ Κανόνος Μ. Βασιλείου) έκ της Εκκλησίας, θείαν Χάριν ούκ έχουσιν. Διότι οι <<πρώτοι>> έκ τούτων των αιρετικών <<αναχωρήσαντες>> από της Εκκλησίας, πρότερον <<παρά των Πατέρων έσχον τάς χειροτονίας και διά της επιθέσεως των χειρών αυτών είχον το χάρισμα το πνευματικόν>>. Κατακριθέντες δέ και <<απορραγέντες (αποκοπέντες)>> και <<λαικοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο Χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις παρέχειν, ής αυτοί εκπεπτώκασι>>. Διό οι παρ' αυτών βαπτιζόμενοι και χειροτονούμενοι είναι όντως αβάπτιστοι και αχειροτόνητοι. Τοιούτοι είσι π.χ. οι παλαιοί μαρκιωνισταί αιρετικοί, ών τα μυστηρία, ώς λέγει ή έν Καρχηδόνι Σύνοδος, είσι <<φευδή και κενά>> και <<αδόκιμα>> (Κανόνος έν Καρχηδόνι Συνόδου). Επίσης και το <<αποβλάστημα>> τούτων, ήτοι <<Εγκρατιταί και Σακκοφόροι και Αποτακτίται>>, περί ών ομιλεί ο Μ. Βασίλειος (Α΄ και ΜΖ΄ Κανόνων Μ. Βασιλείου). Προσέτι οι αρειανοί, οι σημερινοί παπικοί και το αποβλάστημα τούτων προτεστάνται. Ούτοι <<είναι αβάπτιστοι>> και κενοί θείας Χάριτος, ώς και αληθείας (Νικοδήμου Αγιορείτου, <<Πηδάλιον>>σ. 55).

Η Εκκλησία της Σερβίας έναντι του Οικουμενισμού


Επίσκοπος Ράσκας και Πριζρένης Αρτέμιος

Ο Οικουμενισμός είναι τέκνο του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στην αρχή του, στα μέσα του αιώνα μεταμορφώθηκε σε Παγκόσμιο Συμβού­λιο Εκκλησιών και στο τέλος του αιώνα μαράθηκε, επειδή τον απαρ­νιόταν σφοδρά. Δυστυχώς επεβίωσε και σ' αυτή την κρίσει και συνε­χίζει να ενοχλεί την Εκκλησία του Θεού και κατά τον 21ο αιώνα.
Αυτή η επιστημονική σύνοδος περί Οικουμενισμού, κατά την τα­πεινή μας γνώμη, άργησε πολύ αλλά όχι και μάταια. Για τον λόγο αυτό ευχαριστούμε τον Θεό καθώς και όλους όσοι κατέβαλαν προσπά­θειες να πραγματοποιηθεί αυτή η σπουδαία σύνοδος, ώστε το ζήτη­μα του Οικουμενισμού να παρατηρηθεί από διάφορες όψεις, πράγμα που θα βοηθήσει πολύ τόσο όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όσο και το εκκλησιαστικό πλήρωμα και τον κάθε πιστό να λάβει τη σωστή θέση εναντίον αυτής, όχι μόνο της πιο πρόσφατης αλλά και της πιο επικίνδυνης εκκλησιαστικής αίρεσης, την οποία ο γνωστός μας θεολόγος π. Ιουστίνος Πόποβιτς αποκαλεί Παναίρεση, αφού μέσα της συμπεριλαμβάνει όλες τις διαμέσου της ιστορίας της Εκκλησίας γνωστές αιρέσεις. Περί της Εκκλησίας, ως «Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολι­κής» Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και περί της έννοιας του Οικουμενισμού γίνεται και θα γίνει λόγος σε αυτή την αξιότιμη συγκέν­τρωση. Συνεπώς στη δήλωσή μας δεν θα σταθούμε πολύ σε αυτές τις έννοιες. Αυτό για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε είναι το εξής: Είναι, και κατά ποιο τρόπο, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατά του Οικου­μενισμού; Μέσω ποίου και κατά ποιόν τρόπο αυτή η αντίθεση εκδη­λωνόταν η εκδηλώνεται και σήμερα; Προκαλεί πόνο το γεγονός ότι καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έμεινε άσπιλη και απείραχτη από την οικουμενιστική μόλυνση. Κάποια περισσότερο, κάποια λιγότερο. Αλλά παρηγορεί και ενθαρρύνει επίσης το γεγονός ότι σε κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρχαν και θα υπάρχουν εκείνα τα λαμπερά και Ιερά παραδείγματα, ατόμων η ομάδων, που αντιτίθενται δημοσίως, με τον προφορικό και γραπτό λόγο, κατά της διείσδυσης του Οικουμενισμού στο Ορθόδοξο πλήρωμα[1]. Ίσως τέτοιοι να μην υφίστανται πολλοί, ίσως μεταξύ τους δεν είναι αρκετά συνδεδεμένοι και ενωμένοι σε ένα κοινό αμυντικό μέτωπο, αλλά είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι πρώτα απ' όλα είναι ενωμένοι με την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ο πρώτος και ο πιο συνεπής αγωνιστής κατά του Οικουμενισμού ήταν και παρέμεινε ο μακάριος πατέρας Ιουστίνος Πόποβιτς, ο οποίος με το παράδειγμά του, με τα λό­για του και τα έργα του εντυπωσίασε και ενέπνευσε πολλούς να τον ακολουθήσουν. Τη θεολογική-Ορθόδοξη θέση του περί του Οικουμε­νισμού ο π. Ιουστίνος την εξέφρασε σύντομα στο πασίγνωστο βιβλίο του «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Οικουμενισμός», που εκδόθηκε πρώτα στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σ' αυτό το βιβλίο του ο π. Ιουστίνος έδωσε συνοπτικά και ολοκληρωμένα τον ορισμό του Οικουμενισμού. Κατά τον ίδιο: «Ο Οικουμενισμός είναι η κοινή ονομασία για τον ψευδο-Χριστιανισμό και τις ψευδο-Εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Στον ίδιο βρίσκονται με την καρδιά τους όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί με επικεφαλής τον παπισμό. Και όλοι αυτοί οι ψευδο-Χριστιανισμοί, όλες αυτές οι ψευδο-Εκκλησίες δεν είναι παρά αιρέσεις. Όλοι τους έχουν την κοινή ονομασία του ευαγγελίου: παναίρεση»[2]. Ο π. Ιουστίνος θεωρούσε ότι θα δείξει καλύτερα την παραδοξότητα και το τερατούρ­γημα του Οικουμενισμού, όπως εμφανίζεται στην εποχή μας, εφόσον τον καθρεφτίζουμε στον καθρέφτη της Μοναδικής αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Ο ίδιος το έκανε εκθέτοντας τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, την Αποστολικής Εκκλησία, την Εκκλησία των Πατέρων μας, την αγία παραδοσιακή. Μόνο εφόσον έχουμε σωστή και πλήρη γνώση της διδασκαλίας του Χριστού, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε και να αναγνω­ρίσουμε όλες τις ψεύτικες και αιρετικές διδασκαλίες. Ως προς τη γέννηση του Οικουμενισμού ως κινήματος για την ένωση των Χριστιανών, την ιστορική του πορεία και ανάπτυξη, κα­θώς και τις πιθανές παγίδες στις οποίες πίπτουν, και περαιτέρω θα πίπτουν, πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός κληρικών, μεταξύ των οποίων και ένας σημαντικός αριθμός Επισκόπων, περιέγραψε και συστηματικά εξέθεσε ο Ιερομόναχος Σάβ­βας Γιάνιτς, αδελφός από το μοναστήρι Ντέτσανι, στο βιβλίο του «Οικουμενισμός και περίοδος Αποστασίας» (Πρίζρεν 1995). Εκεί ο Οικουμενισμός ορίζεται ξεκάθαρα πριν από όλα ως «Εκκλησιαστική αίρεση», που έχει ως σκοπό να μετατρέψει το «Σώμα του Χριστού» (την Εκκλησία) σε μια οικουμενική οργάνωση, χτυπώντας την ίδια τη ρίζα της Ορθόδοξης πίστης την Εκκλησία της[3]. Ο Οικουμενισμός, κατά τον π. Σάββα, πράγμα θέλει να «διορθώσει» απολυταρχικά τη θεανθρώπινη διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού, καθοδηγών­τας τη σε επίπεδο κοινωνικής, ουμανιστικής και πασιφιστικής ιδέας, προσπαθώντας και τον ίδιο τον Χριστό να τον αντικαταστήσει με τον μη θεοποιημένο και λαϊκό ευρωπαίο άνθρωπο[4]. Λόγο της σαφούς αντι-οικουμενικής θέσης, το βιβλίο του π. Σάββα προσβαλλόταν από πολλούς και απαγορευόταν η πώληση του στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία, αλλά κανένας δεν προσπάθησε, να μην αναφέρουμε και ότι δεν επέτυχε, να αρνηθεί και αμφισβητήσει κάτι από αυτά που εκτέθηκαν στο βιβλίο του. Παρ' όλα αυτά, πρόσφατα, ο κύριος φορέας του αγώνα και της αντίστασης κατά του Οικουμενισμού στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν και παρέμεινε το περιοδικό της Επισκοπής της Ράσκα-Πρίζρεν "Άγιος Δούκας Λάζαρος, που κυκλοφορεί εδώ και 12 χρόνια. Το περιοδικό παρακολουθεί άγρυπνα όλα τα οικουμενικά γεγονότα, με­ταφέρει σχόλια, άρθρα, ανασκοπήσεις και θέσεις όλων εκείνων για τους όποιους το πλήρωμα της πίστης και της Ορθοδοξίας είναι πρω­ταρχικό πράγμα στη ζωή τους, σημαντικότερο και από την ίδια τη ζωή. Εκεί δημοσιεύονταν κείμενα αντιδράσεων και μεταφράσεις επιστολών, αποφάσεων και μαρτυριών αγιορειτικών μοναστηριών για διάφορες αιτίες. "Όταν στον τομέα των θεολογικών διαλόγων των Ορθοδόξων με τους μη Ορθοδόξους, η στο επίπεδο του πρακτικού «Οικουμενισμού» ξεπερνιόταν τα όρια, με ενέργειες τις οποίες το πλή­ρωμα και η αβεβήλωτη φύση της Ορθόδοξης πίστης και της Εκκλησίας αμφισβητούσαν, η φωνή της εκκλησιαστικής συνείδησης μιλούσε, πρώτο των μοναχών του Αγίου "Όρους και μετά και ορισμένων θεο­λόγων από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και άλλες τοπικές Ορθόδο­ξες Εκκλησίες. Το περιοδικό "Αγιος Δούκας Λάζαρος μετέφερε τέτοιες αναφορές, εκκλήσεις, διαμαρτυρίες στις σελίδες του, πράγμα που συν­εισέφερε πολύ στην ενδυνάμωση της αντίστασης κατά του Οικουμε­νισμού, κάτω από τη σκέπη της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέτοια κείμενα ήταν εκείνα που γράφτηκαν επ' ευκαιρία της απόφασης στο Μπάλαμαντ, τα οποία η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στα τέ­λη του 1993 απηύθυνε στην Αυτού Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, καθώς και η Έκθεση της Επιτροπής της Ιερές Κοινότητας του Αγίου Όρους περί του διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων και των αντι-χαλκηδονίων, που έλαβε χώρα στο Σάμπεζι της Γενεύης το Νοέμβριο του 1993, και πολλά άλλα. Παρόμοιες αναφορές και προειδοποιήσεις υπήρχαν και από άτο­μα και από ομάδες από την ίδια τη Σερβική Εκκλησία. Αξιοσημείω­το είναι το κείμενο του δόκιμου μοναχού Ηλία κάτω από τον τίτλο «Κάτι χειρότερο και από τον Οικουμενισμό», όπου εκθέτει τη φοβερή εμπει­ρία των οικουμενικών προσευχών των Ορθοδόξων, των Ρωμαιοκα­θολικών και των Μουσουλμάνων στις αρχές του 1992 στη Βοσνία και Έρζεγοβίνη. Σχετική μ' αυτό είναι και η σύντομη αναφορά μας «Ο Θεός δεν επιτρέπει την ασχήμια», όπου τονίζουμε ότι τέτοιου είδους καταπατήσεις των παραδόσεων των Πατέρων μας και των κανόνων της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας οδηγούν άμεσα, με την άδεια του Θεού, σε διεθνικές συγκρούσεις και αιματοχυσίες. Το ζήτημα του Οικουμενισμού και των σχέσεων της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με αυτόν, καθώς και το ζήτημα της ιδιότητας του μέλους της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμ­βούλιο Εκκλησιών, ήταν εκείνα τα χρόνια συχνό θέμα για συζήτηση και στην Ιερά αρχιερατική Σύνοδο. Ο υποκινητής και εμπνευστής των συζητήσεων αυτών πιο συχνά ήμασταν εμείς με τις θέσεις μας, καθώς και τα άρθρα που δημοσιεύαμε στο περιοδικό μας " Άγιος Δού­κας Λάζαρος. Αυτός ήταν ο λόγος που στα τέλη του 1994 λάβαμε την υπ' αριθμό 3128 απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1994 της Ιερές αρχιε­ρατικής Συνόδου να προετοιμάσουμε και να καταθέσουμε στην Ιερά αρχιερατική Σύνοδο σύντομη ανασκόπηση της Ιστορίας του Παγκο­σμίου Συμβουλίου Εκκλησιών καθώς και το ζήτημα της ιδιότητας μέ­λους της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' αυτό. Εκτελώντας, λοιπόν, την απόφαση της Αγίας Συνόδου καταθέ­σαμε τον Μάιο του 1995 στην Ιερά Αρχιερατική Σύνοδο λεπτομερή έκθεση στην οποία εξηγήσαμε πριν απ' όλα την αβασιμότητα της ίδιας της ονομασίας «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», εφόσον οι Άγιοι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δογμάτισαν την Ορθόδοξη πίστη σε Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και όχι σε «Πολλές», από τις οποίες θα μπορούσε να οικοδομείται και να πραγματοποιείται κάποιο «συμβούλιο» η «ένωση» που θα ήταν κάποια «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑ». Στη συνέχεια εκθέσαμε σε σύντομες γραμμές την Ιστορία της γέν­νησης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948, δείχνοντας ότι έχει τις ρίζες του σε μια σύγχρονη αίρεση-παναίρεση, που ονο­μάζεται Οικουμενισμός, ο οποίος γεννήθηκε κάτω από τη σκέπη του Προ­τεσταντισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και για τις ανάγκες του ιδί­ου. Μόνο αργότερα το κίνημα αυτό και οι αντι-Εκκλησιαστικές του ιδέες (όπως η «Θεωρία των κλάδων», Branch theory) υιοθετούνται και γίνονται αποδεκτές βαθμιαία από ορισμένες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, που γίνονται μέλη του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και καθίστανται «ΟΡΓΑΝΙΚΟ» μέρος του. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία για πολύ καιρό αντιστάθηκε σ' αυτό τον πειρασμό του Οικουμενισμού, ώστε τελικά το 1965 και η ίδια έγινε μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, προσπαθών­τας να μη μείνει πίσω από το παράδειγμα των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που έγιναν μέλη νωρίτερα, συμμετέχοντας ενεργά σε όλους τους οικουμενικούς διάλογους και δραστηριότητες, άσχετα με το πό­σο αυτό ήταν σε αντίθεση με την παράδοση των Πατέρων μας και τους ορισμούς των Κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ανασκοπώντας την έκθεσή μας, στο τέλος, προτείναμε στην Αρχιερατική Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τη συν- εδρίασή της να λάβει ανέκκλητη απόφαση περί αποχώρησης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και από όλες τις άλλες, παρόμοιες με αυτό, διεκκλησιαστικές οργανώσεις, και σύμφωνα με αυτή την απόφαση να διακόψει την πρα­κτική κάθε οικουμενικής δράσης και πρακτικής συμμετοχής στις άθε­ες οικουμενιστικές εκδηλώσεις. Αυτό πρέπει να γίνει, το αιτιολογή­σαμε, για τους εξής λόγους: 1. Λόγο υπακοής στον Άγιο Απόστολο Παύλο, ο οποίος συμβου­λεύει και διατάσσει: «Τον αιρετικό άνθρωπο, μετά από την πρώτη και τη δεύτερη συμβουλή, απόφυγέ τον». 2. Επειδή είναι σε συμφωνία με όλους τους ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους όποιους παραβιάσαμε σφοδρά μέχρι τώρα. 3. Επειδή δεν υπάρχει κυριολεκτικά κανένας ανάμεσα στους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας ο οποίος με τη διδασκαλία, τη ζωή και τα έργα του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως παράδειγμα που θα δι­καιολογούσε την ιδιότητα μέλους μας και την περαιτέρω παραμονή μας στη μη εκκλησιαστική οργάνωση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και σε παρόμοιες με αυτή. 4. Για τη σωτηρία των ψυχών μας, των ψυχών του ποιμνίου που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός, το οποίο με τον Οικουμενισμό παρασύραμε και πνευματικά ζημιώσαμε, καθώς και για τη σωτηρία εκείνων που ακόμη βρίσκονται εκτός της Κιβωτού της σωτηρίας, της Μόνης, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους όποιους θα βοηθήσει περισσότερο στην αναζήτηση και στην εξεύρεση της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας μια τέτοια αποφασιστική και σαφής πράξη μας, παρά η άχρωμη και άθεη περαιτέρω φιλία μας μα­ζί τους. Δύο χρόνια μετά από την έκθεσή μας αυτή, η Ιερά αρχιερατική Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη συνεδρίασή της που έλαβε χώρα τον Μάιο-Ιούνιο 1997 πήρε την απόφαση να αποχωρήσει η Σερβική Εκκλησία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, δηλαδή αποφασίστηκε η Σερβική Εκκλησία να μην είναι πλέ­ον οργανικό μέλος αυτής της οργάνωσης. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής διαπιστώθηκε ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατέστη έκφραση επιθυμίες, ειδικά του κομματιασμένου προτεσταν­τικού κόσμου (άρχίζοντας από το 1910), για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, η καθεμιά με τον τρόπο της, όπως το είδαμε, ειδικά μετά το 1920, συμμετείχε τα­κτικά στη λεγόμενη Οικουμενική Κίνηση, λόγο πραγματοποίησης της διαταγής του Χριστού «να είναι όλοι ένα». Στην αρχή στο πεδίο του Οικουμενισμού συμμετείχαν διακεκρι­μένοι θεολόγοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ο άγιος Επίσκοπος Νικόλαος της Ζίτσας, ο Επίσκοπος της Μπάτσκας Ειρηναίος (Τσίριτς), ο Επίσκοπος της Δαλματίας Ειρηναίος (Τζόρτζεβιτς), ο πρωθιερέας Γεώργιος Φλωρόφσκι, ο Δημήτριος Στανιλοάε και άλλοι. Σε κάθε ευκαιρία αυτοί μαρτυρούσαν την αιώνια αλήθεια και θέση της Ορθόδοξης θεολογίας, ότι «χωρίς ενότητα στην πίστη δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει ενότητα στην Εκκλησία ως θεανθρώπινο οργανισμό του Χριστού». Σε όλες τις οικουμενιστικές συναντήσεις και συνεδριάσεις κατέθεταν με ξεχωριστές «Δηλώσεις» τις Ορθόδοξες θέσεις και αποφάσεις τους. Μόνο αργότερα, μετά τη σύσταση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, υπήρξε βαθμιαία παρέκκλιση από την αρχή αυτή, και οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι όλο και περισ­σότερο πνίγονταν σε κοινά (στην ουσία αντι-Ορθόδοξα) συμπεράσμα­τα και αποφάσεις. Η αιτιολογία που εκτέθηκε στη Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με την οποία εξηγείται και αιτιολογείται η απόφαση πε­ρί αποχώρησης από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το τονίζει ειδικότερα αυτό. Η απόφαση ελήφθη: Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών άρχισε να αγνοεί στη δράσει του την αρχική θέσει περί αναγκαιότητας της ενό­τητας στην πίστη ως προϋπόθεσης της ενότητας της Εκκλησίας. Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών άρχισε να παίρνει τη φύση της «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το πνεύμα αυτό, κάνοντας πρακτικά αποδεκτό τον τρόπο δράσης του για την αναπόδεικτη για την Ορθοδοξία αγγλικανική «θεωρία των κλάδων», την πρόσφατα ονομαζόμενη θεωρία των «Χριστιανικών παραδόσεων», σύμφωνα με την οποία οι «παραδόσεις» κά­ποιων προτεσταντικών αιρέσεων (που γεννήθηκαν π. Χ. Τον προη­γούμενο αιώνα), εξισώνονται και θεωρούνται ισότιμες με τη ζωντα­νή Παράδοση της Εκκλησίας της ανατολής, που είναι αδιάκοπη από τους Αποστολικούς χρόνους. Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών τίθεται όλο και περισσότερο κάτω από την επιρροή της λαϊκότητας. Για το λόγο ότι η ίδια η δομή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στην οποία τη πολύ μεγάλη πλειοψηφία κατέχουν οι προτεσταντικές κοινότητες, η Ορθόδοξη Εκκλησία μειοψηφούσε πάντα, έτσι ώστε κάτω από τέτοιες συνθήκες να μην μπορεί να έχει επιρροή σε αποφάσεις του Συμβου­λίου ούτε να μπορεί να εκπροσωπηθεί κατάλληλα. Για το λόγο ότι στους επισήμους κύκλους του Παγκοσμίου Συμβου­λίου Εκκλησιών όλο και περισσότερο αγνοείται το ζήτημα της πίστης, της τάξης και της ενότητας στην πίστη και στην αρχική Εκκλησία του Χριστού, προς όφελος του πραγματισμού της παγκόσμιας πολιτι­κής. Για το λόγο ότι στους επισήμους κύκλους της Οικουμενικής Κί­νησης (ειδικά μετά από τις Γενικές Διασκέψεις στην Ουψάλα και στην Καμπέρα) επικρατεί το πνεύμα και η τάση του - πρακτικά εκδηλω­μένου και εφαρμοσμένου - θρησκευτικού συγκρητισμού. Για το λόγο ότι κάποια από τα πιο σημαντικά μέλη (π.χ. Η Αγγλικανική Εκκλησία) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αντί -σύμφωνα με το πνεύμα του Οικουμενισμού να μειώνουν τις υπάρχου­σες δογματικές και κανονικές διαφορές, εισάγουν νέα «Εκκλησιαστικά» έθιμα και πρακτικές τα οποία δικαιολογούν δογματικά, έθιμα που διακινδυνεύουν το ευαγγελικό ήθος και ολόκληρη τη Χριστιανική παράδοση της ανατολής και της Δύσης (χειροτονία γυναικών ως «επισκόπισσες» και «παστορίνες») δημιουργώντας ριζοσπαστικά μια νέα τάξει πραγμάτων, εκκλησιολογία και ηθική στην «Εκκλησία». Για το λόγο ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ανέχεται κάποιες από τις Χριστιανικές κοινότητες μέλη του, που σε αντίθεση με το ευαγγέλιο και τον Απόστολο Παύλο αποδέχονται και ευλογούν τη μη φυσική και αντίθετη στη φύση πορνεία (γάμος ομοφυλοφίλων), που είναι «ντροπή και να ακουστεί». Για το λόγο ότι το οικουμενιστικό και εκλαϊκευμένο πνεύμα μετα­φέρεται και σε ορισμένους Ορθοδόξους κύκλους, ειδικά στη Διασπορά και στα μεικτά περιβάλλοντα, όπου έγιναν συχνές οι κοινές κοινωνίες και προσευχές με μη Ορθοδόξους, μια πρακτική η οποία αρνείται το ίδιο το ήθος και τους πατερικούς κανόνες γύρω από της πίστης και ζωής στην Εκκλησία (δηλαδή αντανακλώνται αρνητικά στην ίδια την Εκκλησία). Για το λόγο ότι η ΟΡΓΑΝΙΚΗ ιδιότητα μέλους στο Παγκόσμιο Συμ­βούλιο Εκκλησιών προκαλεί μέσα στο Ορθόδοξο πλήρωμα αποπλανήσεις και σοβαρές πολώσεις μεταξύ των τοπικών Ορθοδόξων εκκλησιών (που σημαίνει ότι δεν συμβάλλει στην παγχριστιανική ενότητα, καθώς από μία τέτοιου είδους ιδιότητα μέλους κινδυνεύει άμεσα η ενότητα μέσα στην ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην πούμε και για την εκκλησιολογικά μη παραδεκτή τέτοιου είδους ιδιότητα μέλους!). Για όλους τους ως άνω αναφερόμενους λόγους η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστός μάρτυρας και φύλακας (μαζί με τις υπόλοιπες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες) της πίστης και του ήθους της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, προα­ναγγέλλει την αποχώρησή της από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, καθώς και την άρνηση να είναι ΟΡΓΑΝΙΚΟ μέλος της οργάνω­σης αυτής (πράγμα που έκανε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η Εκκλησία της Γεωργίας). Ωστόσο η Σερβική Εκκλησία δεν παύει να ενεργεί και περαιτέρω για την «ενότητα όλων» και να συνεργάζεται μαζί τους, στην προσπάθεια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στον ανθρωπιστικό τομέα, καθώς και σε άλλους τομείς διαχριστια- νικής ευθύνης για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ένωση μεταξύ λαών και κρατών στον κόσμο. Όμως αφού εδώ πρόκειται για μεγάλο βήμα που αφορά τη ζωή και την Αποστολή όχι μόνο της Σερβικής Εκκλησίας αλλά και ολό­κληρης της Ορθοδοξίας και της σωτήριας Αποστολής της στον κό­σμο, η Σύνοδος αρχιερέων της Σερβικής Εκκλησίας αποφάσισε να διαβιβάσει τη θέση της, πριν την τελική αποχώρηση, στον Οικουμε­νικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, καθώς και σε όλους τους αρχηγούς των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, με την πρόταση και αίτη­ση να συγκαλέσει όσο πιο σύντομα είναι δυνατό Πανορθόδοξη σύ­σκεψη περί του ζητήματος της περαιτέρω συμμετοχής των Ορθοδό­ξων Εκκλησιών γενικά στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μόνο μετά από αυτή τη σύσκεψη η τοπική μας Εκκλησία θα πάρει τελική θέσει περί του ζητήματος αυτού και θα το ανακοινώσει δημόσια. Δυστυχώς, οι τελευταίες θέσεις της απόφασης αυτής της Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ακύρωσαν όλους τους ως άνω αναφερόμενους ισχυρούς λόγους για τελική και μόνιμη διακοπή της ιδιότητας μέλους και συνεργασίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, πράγμα που γρήγορα αποδείχθηκε. Σύντομα έλαβε χώρα η «Σύσκεψη της Θεσσαλονίκης» των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τα «συμπεράσματα» της οποίας εμπόδισαν τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία να κάνει πράξη την από το 1997 απόφαση της και να εγκαταλείψει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Σαν να ήταν ο σκοπός αυτής της «σύσκεψης» να αποδυναμώσει και να αποθαρρύνει την απόφαση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και πράγμα, ήδη από το 1998 η Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας πήρε νέα απόφαση στο αναφερόμενο ζήτη­μα. Αυτή η δεύτερη απόφαση, κατά την ερμηνεία του Ορθόδοξου κανονολόγου κ. Ζ. Κοτοράνιν, «δεν είναι θεολογική, αλλά πολιτική». Αυτή φανερώνει, πρώτο, τη μη ετοιμότητα της Συνόδου να προστατεύ­σει την πρότερη απόφαση από πλαστογράφηση, απάρνηση και μη ε­κτέλεση, και δεύτερο, την υιοθέτηση των συμπερασμάτων της Θεσσα­λονίκης. Η απόφαση αυτή οδήγησε στην Αποστολή αντιπροσωπείας της Σερβικής Εκκλησίας στη Χαράρε στη συνεδρίαση της Συνέλευ­σης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Η ουσία, δηλαδή, των συμπερασμάτων της Θεσσαλονίκης αποτελεί το ζήτημα της ριζο­σπαστικής αναδιοργάνωσης του Συμβουλίου αυτού, η οποία και σή­μερα, μετά από επτά χρόνια, δεν ακολούθησε. "Έτσι, αυτά τα «συμπε­ράσματα» έμειναν «νεκρό γράμμα στο χαρτί». Το Παγκόσμιο Συμβού­λιο Εκκλησιών ούτε αναδιοργανώθηκε, ούτε έγινε πλησιέστερο στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, ούτε καμία από τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (ούτε η Σερβική) για το λόγο αυτό δεν αποχώρησε από την ιδιότητα μέλους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Οι λόγοι για τη διακοπή ιδιότητας μέλους σ' αυτό (που εκτέθηκαν στην απόφαση της Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) ισχύουν και περαιτέρω, καθώς δυστυχώς και οι βλαβερές εκκλησιολογικές συν­έπειες που προκύπτουν από αυτή την ιδιότητα μέλους. Με τη δεύτερη απόφαση η Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εγκαταλείποντας την πρότερη απόφαση της (από το 1997) και την αιτιολογία της, συνέχισε και παρέτεινε την ΟΡΓΑΝΙΚΗ της συμμετοχή ως ισότιμου μέλους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, οδηγώντας και την ίδια και το ποίμνιο της στο δρόμο της απώ­λειας. Τις συνέπειες τις αισθάνεται ήδη ο λαός και το κράτος. Οι πιο υπεύθυνοι στο Σώμα της Εκκλησίας (οι Επίσκοποι) παρακάμπτον­τας τα δόγματα και παραβιάζοντας τους κανόνες προκαλούν την ορ­γή του Θεού πάνω τους και στο ποίμνιο τους. Η αιρετική αντίληψη του «ευαγγελικού οικουμενισμού» - Ευαγγελίου χωρίς τον Χριστό, η σωτηρία χωρίς την Εκκλησία είναι απαράδεκτη για την Ορθόδοξη συνείδηση. Γι' αυτό η περαιτέρω ιδιότητα μέλους της Σερβικής Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν μπορεί να είναι κά­τι το θεάρεστο. Είναι παρήγορο το γεγονός ότι στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά από τις ασυνέπειες που επέδειξε η Ιερά Αρχιερατική Σύνοδος, υπάρχουν εκείνοι που δεν συμφιλιώθηκαν, και ανοιχτά και θαρραλέα εκδηλώνονται κατά του φρικαλέου Οικουμενισμού, καθώς και κατά εκείνων που τον υποστηρίζουν, εκθέτοντας τους εαυτούς τους συχνά σε ανοιχτό διωγμό από ορισμένους επισκόπους. Αξίζει να επισημάνουμε μερικά ονόματα εδώ, που είναι γνωστά στο σερβικό λαό. Εκτός από τον προαναφερόμενο Ζιέλκο Κοτοράνιν, είναι και ο Ρόντολιουμπ Λάζιτς, Μίοντραγκ Πέτροβιτς, Βλάντιμιρ Ντιμιτρίγιεβιτς, ο Ιερέας Μπόμπα Μιλένκοβιτς και άλλοι. Αντίθετοι με τον Οικουμενισμό στην πράξη με ιδιαίτερη συνέπεια και γενναιότητα είναι οι μοναχοί σε όλες σχεδόν τις επισκοπές της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η γενική φωνή όλων των αγωνιστών για το πλήρωμα της πίστης και τη νομιμοφροσύνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία ακούστηκε στη Σερ­βική Ορθόδοξη Εκκλησία από τη «Σύσκεψη του Σοπότσανι», που έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 2001. Από τη σύσκεψη αυτή των μονα­χών, των Ιερέων και των πιστών τέκνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθοδηγημένων από τη φροντίδα και την αγάπη προς την κληρονο­μιά του Αγίου Σάββα της μητέρας τους Εκκλησίας, απευθύνθηκε έκκληση-αίτηση στην Ιερά Αρχιερατική Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: Να εκτελέσει χωρίς αναβολή την από το 1997 απόφαση της πε­ρί αποχώρησης της Εκκλησίας μας από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, τονίζοντας ότι η κάθε τοπική Εκκλησία έχει την αρμοδιότητα να λάβει και να εκτελέσει μια τέτοια απόφαση, επειδή έγιναν μέλη χωριστά. Κανένα συμπέρασμα της Σύσκεψης της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εμπόδιο. Να αναθεωρήσει τη σχέση της προς τον Ρωμαιοκαθολικισμό, τον οποίο όλοι οι Άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, από τον Μεγάλο Φώτιο, μέσω του Μάρκου της Εφέσου μέχρι τον Ιουστίνο Τσελιίσκι (Justin Celijski) θεωρούν αίρεση, και όχι «αδελφή» Εκκλησία, και να διακόψει κάθε συμπροσευχή με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τον πάπα της Ρώμης που γίνεται με την πρόφαση της «αδελφικής αγάπης». Κάτω από κανένα όρο να μην αποδεχθεί τη συχνά προαναγγελθείσα άφιξη και επίσκεψη του πάπα στη Σερβική Εκκλησία, και να σταμα­τήσουν ορισμένες τάσεις (που συχνά ακούγονται) για την εισαγωγή του νέου ημερολογίου στην Εκκλησία μας, επειδή μια τέτοια προσπά­θεια θα προκαλούσε μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία μας, όπως έγινε και σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες που εισήγαγαν το νέο ημερολόγιο. Να ξεκινήσει μέσα στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ενδοεκκλησιαστικός διάλογος για όλα τα ζητήματα της πνευματικής ζωής και θεολογίας, επειδή αυτή η έλλειψη καλοπροαίρετου διαλόγου οδηγεί σε εσωτερικούς διαχωρισμούς του λαού σε οπαδούς διαφόρων θεολο­γικών, λατρευτικών και ποιμαντικών ρευμάτων, από τα οποία μερικά εκπροσωπούν νεωτερισμούς ξένους προς την αγία Παράδοση. Στο τέλος, η Σύσκεψη του Σοπότσανι τελειώνει την "Έκκληση της αναφέροντας τα λόγια του Αγίου Επισκόπου Νικολάου περί της ανάγκης του ζήλου και της αγρυπνίας στον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής μας: «... Εφόσον κάποιος πει: χθες υπήρχε κίνδυνος για την Εκκλησία μας και σήμερα αυτός ο κίνδυνος πέρασε, ξεγελιέται φο­βερά. Αυτός είναι σαλπιγκτής που παίζει για να κοιμηθούμε. Κι εμείς πρέπει να έχουμε σε αυτή την εποχή όλο και περισσότερους σαλ­πιγκτές που θα παίζουν για να παραμείνουμε ξύπνιοι, για ετοιμό­τητα, για άμυνα. Επειδή εκείνος ο "ακατονόμαστος", του οποίου ο άγιός μας λαός με τους Ιερείς του ματαίωσε "την ενσάρκωση σε μορ­φή νόμου" (εννοεί το Κονκορδάτο από το 1937), περπατά σε αυτή τη γη ως πνεύμα, ως φάντασμα και δρα, δρα, δρα». Τέλος, θα ολοκληρώσω αυτή την έκθεσή μου με μια προσευχή: αυτό το συμπόσιο της Θεσσαλονίκης να είναι η σύνοδος ΣΑΛΠΙΓΚΤΩΝ οι οποίοι με τη μαρτυρία τους και το ζήλο τους θα ξυπνήσουν τις κοι­μισμένες συνειδήσεις των εκπροσώπων όλων των τοπικών Ορθοδό­ξων Εκκλησιών, και όλες τους, η κάθε μία ξεχωριστά ακολουθώντας την εσωτερική της κλήση, να αποχωρήσουν από το Παγκόσμιο Συμ­βούλιο Εκκλησιών, να διακόψουν τις συμπροσευχές και την πρακτική συμμετοχή στην αίρεση του Οικουμενισμού, και με αυτό τον τρόπο να μαρτυρήσουν ενώπιον όλου του κόσμου ότι η Μία, Αγία, Καθολι­κή και Αποστολική Εκκλησία ήταν, είναι και θα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, και ότι εκτός αυτής δεν υπάρχει Εκκλησία, και χωρίς την Εκκλησία και την ενότητα με την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτό θα είναι η μοναδική αληθινή υπηρεσία στον κοντά, η αληθινή αγάπη προς όλους τους μη Ορθοδόξους η αλλόθρησκους ανθρώπους και λαούς του σύγχρονου κόσμου, επειδή κατά τον π. Ιουστίνο «μόνο η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον εξασφαλίζει αιώνια ζωή». -------------------------------------------------------------------------------- [1] Εξαίρεση από τον κανόνα, δυστυχώς, αποτελεί μόνο το Οικουμενικό Πατρι­αρχείο, πού είναι καί υποκινητής όλων των οικουμενιστικών γεγονότων σε παγκό­σμιο επίπεδο. Από αυτή την τοπική Εκκλησία έρχονται οι επιδρομές κατά εκεί­νων που σε όλη την 'Ορθοδοξία προσπαθούν να διαφυλάξουν «το ενέχυρο της πί­στης» καθαρό από την οικουμενιστική κακοπιστία. [2] Μνημ. έργο, σ. 145. [3] Σελ. 7. [4] Μνημ. έργο.

ΑΠΟ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Κύπρος - Πόλεμος Πάφου - Λάρνακας για τον Πάπα


Παρασκήνια ακόμα και για την υποδοχή του Βενέδικτου

ΓΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ της Λάρνακας να «κλέψει» την τελετή υποδοχής στις 4 Ιουνίου, κάνουν λόγο στην Πάφο. Η άφιξη και επίσημη υποδοχή του Πάπα στην Κύπρο, στις 4 Ιουνίου,
Όπως αποκαλύπτει σήμερα ο «Φ», το πρόγραμμα που επεξεργάζονται ήδη οι αρμόδιοι της Εθιμοτυπίας στο κυπριακό ΥΠΕΞ, σε συνεργασία με το Βατικανό, προνοεί την τελετή επίσημης υποδοχής του Πάπα στο αεροδρόμιο Πάφου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου.
Ο Πάπας Βενέδικτος θα αφιχθεί στην Πάφο στις 2 μ.μ. της 4ης Ιουνίου και μετά το τελετουργικό σε ειδικό χώρο του αεροδρομίου θα αναχωρήσει για τον ιερό ναό της Αγίας Κυριακής στην Κάτω Πάφο, όπου βρίσκεται και η Στήλη του Αποστόλου Παύλου. Εκεί θα τελεστεί υπαίθρια Θεία Λειτουργία, διάρκειας 50 λεπτών περίπου σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι μελετάται το κατά πόσο θα υπάρξει χρόνος και για επίσκεψη του Ποντίφικα στον αρχαιολογικό χώρο των ψηφιδωτών πριν την αναχώρηση του για τη Λευκωσία. Γύρω από την προετοιμασία της έλευσης του Πάπα στην Κύπρο εκτυλίσσεται ήδη έντονη προεργασία.
Χαρακτηριστικά, στις 4 Μαρτίου έχει ήδη διευθετηθεί να βρίσκεται στην Πάφο κλιμάκιο της Διεύθυνσης Εθιμοτυπίας του υπουργείου Εξωτερικών για συστηματικοποίηση των προεργασιών με τον Δήμο Πάφου, ενώ στις 14 του ίδιου μήνα την Πάφο θα επισκεφθεί για τον ίδιο λόγο και αντιπροσωπεία από το Βατικανό. Εκπρόσωπος του δήμου Πάφου επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι μεθοδεύτηκε ανεπιτυχώς τις προηγούμενες μέρες η ανατροπή των σχεδιασμών και η μεταφορά του χώρου έλευσης και επίσημης υποδοχής του Ποντίφικα στο αεροδρόμιο Λάρνακας.
Οι διεργασίες αυτές, σύμφωνα με την ίδια πηγή, προκάλεσαν μέχρι και την αντίδραση της διεύθυνσης της ΗΕRΜΕS στο αεροδρόμιο Πάφου, εκπρόσωποι της οποίας επισκέφθηκαν τον δήμαρχο Πάφου για να προλάβουν τις εξελίξεις.
«Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ» - 23 Φεβρουαρίου 2010
έχει ήδη διευθετηθεί από τη Διεύθυνση Εθιμοτυπίας του υπουργείου Εξωτερικών να γίνει στο Αεροδρόμιο Πάφου, ωστόσο από παράγοντες της επαρχίας Λάρνακας καταβλήθηκε ανεπιτυχής προσπάθεια με «όχημα» τη δημιουργία υπερπολυτελούς αίθουσας VΙΡ στο αεροδρόμιο Λάρνακας να αλλάξει το πρόγραμμα. Αυτό καταγγέλλουν φορείς της Πάφου, τονίζοντας ότι το πρόγραμμα της έλευσης του Ποντίφικα στην Κύπρο έχει σχεδόν διαμορφωθεί και παρόμοιες προσπάθειες μόνο προβλήματα δημιουργούν.

ΑΠΟ ΑΚΤΙΝΕΣ

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας»


ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα κείμενο, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται στὸ «Τριώδιο» καὶ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, δηλαδὴ τὴν Αʹ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι διὰ μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάσθηκαν διάφορες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἠρνοῦντο τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καί, στὴν πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφία καὶ
τὸν στοχασμό, ἀμφισβητοῦσαν τὴν ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω σὲ διάφορα δογματικά θέματα.
Οἱ Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Συνόδους ἀντιμετώπισαν αὐτὲς τὶς πλάνες. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων πάνω σὲ δογματικὰ θέματα καλοῦνται «῞Οροι». Γενικότερα, κάθε ἀπόφαση τῶν Συνόδων καλεῖται «Συνοδικόν». ῎Ετσι, ἔχουμε τὸν Συνοδικὸ Τόμο καὶ τὸν Συνοδικὸ ῞Ορο καί, ὁπωσδήποτε, κάθε Σύνοδος ἔχει τὸ δικό της Συνοδικό.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. ῾Η ἀνάγνωσή τους τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔδωσε τὸν τίτλο «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθῆ ὅτι ἀργότερα στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» προσετέθη καὶ ὁ ῞Ορος Πίστεως τῶν ῾Ησυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος. ῎Ετσι, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» περιλαμβάνει τὶς ἀποφάσεις τόσο τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καὶ τῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖες, ὅπως θὰ λεχθῆ πιὸ κάτω, ἔχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ χαρακτηρίζωνται καὶ νὰ θεωροῦνται ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Θὰ ἐπιχειρηθῆ μιὰ ἀνάλυση τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» στὰ κεντρικά του σημεῖα. Δὲν θὰ εἶναι εὐρεῖα ἀνάλυση ὅλου τοῦ Συνοδικοῦ, ἀλλὰ θὰ τονισθοῦν τὰ κυριότερα, κατὰ τὴν γνώμη μου, σημεῖα, γιατὶ ἐκφράζουν τὸ ἦθος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, γιατὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα συνδέεται καὶ συντονίζεται μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκαν συνοδικῶς.
ΟΠΟΙΟΣ διαβάσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», θὰ διαπιστώση ἀμέσως ὅτι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἐπευφημοῦνται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ῾Ομολογητές.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ἀπὸ τὸ παριστάμενο λαὸ ἀναφωνεῖται τὸ «ἀνάθεμα» τρεῖς φορές· γιὰ τοὺς δεύτερους, ἀναφωνεῖται τὸ «αἰωνία ἡ μνήμη» τρεῖς φορὲς σὲ κάθε πρόταση.
Μερικοὶ σκανδαλίζονται ὅταν βλέπουν καὶ ἀκοῦν μιὰ τέτοια ἐνέργεια, κυρίως ὅταν ἀκοῦν τὸ «ἀνάθεμα». Τὸ θεωροῦν πολὺ σκληρὸ καὶ λέγουν ὅτι ἐκφράζεται μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μισαλλόδοξο πνεῦμα ποὺ ἔχει ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. ῞Ομως τὰ πράγματα δὲν ἑρμηνεύονται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Οἱ ἀναθεματισμοὶ δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς φιλοσοφικὲς ἔννοιες καὶ ὡς μισαλλόδοξες καταστάσεις, ἀλλὰ ὡς ἰατρικὲς ἐνέργειες.
Πρῶτα-πρῶτα, οἱ αἱρετικοί, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ποὺ ἔκαναν, κατέληξαν στὴν αἵρεση καὶ στὴν διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. Χρησιμοποιώντας τὴν Φιλοσοφία, ἀντετάχθησαν στὴν Θεολογία καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνουν ὅτι ἀρρώστησαν καὶ στὴν πραγματικότητα ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
῎Επειτα ὁ ἀφορισμός ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἐπισημοποιήσεως τοῦ ἀποχωρισμοῦ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἤδη ὑπάρχουσα κατάσταση, καὶ ἐκτός αὐτοῦ, βοηθοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προφυλάσσωνται ἀπὸ τὴν αἵρεση-ἀσθένεια.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνεδρίας Δʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ θέτουν, δηλαδή, τὸν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» γιὰ νὰ λάμπη σὲ ὅλους ποὺ βρίσκονται στὴν οἰκία
καὶ νὰ μὴν τὸν κρύπτουν «ὑπὸ τὸν μόδιον». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τὸν Κύριο, νὰ βαδίζουν ἀπροσκόπτως τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες
«πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι καὶ τὸ σεσηπὸς μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι· καὶ τὸ πτύον κατέχοντες, τὴν ἅλωνα καθαίρουσι καὶ τὸν σῖτον, ἢτοι τὸν τρόφιμον λόγον, τὸν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ δὲ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρὶ ἀσβέστῳ»12.
῎Ετσι, οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σεσηπότα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνίατα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐκκόπτονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μὲ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ ἐξετάζωνται οἱ αἱρετικοί. ῾Οπότε μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ τὴν φιλανθρωπία τῆς ᾿Εκκλησίας. Γιατί, ὅπως ἔχουμε τονίσει καὶ ἀλλοῦ, ὅταν κανεὶς διαθέτη λαθεμένη ἰατρικὴ διδασκαλία, τότε δὲν ὑπάρχουν θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα, ὁπότε δὲν θεραπεύεται, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ φθάση στὴν θεραπεία. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὰ δόγματα ἢ τὴν πλανεμένη διδασκαλία. Μιὰ λαθεμένη διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ σφαλερὴ μεθοδολογία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση.
Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ ἀναθεματισμοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐπευφημίες ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατὶ αὐτὰ τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα
εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πλάθουν αὐτὲς τὶς διδασκαλίες καὶ στὴν συνέχεια ἀποκτοῦν ὀπαδούς.
Καί, μάλιστα, εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς χρησιμοποιοῦνται φοβερὰ ἐπίθετα. Πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὰ φρικτὰ ἐπίθετα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἀπὸ ἠθικὴ ἔννοια, ἄλλωστε πολλοὶ αἱρεσιάρχες ἦταν «ἠθικοὶ» ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀπὸ θεολογική. Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ δοῦμε μερικὰ τέτοια ἐπίθετα καὶ μερικοὺς χαρακτηρισμοὺς πολὺ ἐνδεικτικούς.
Τοὺς Εἰκονομάχους, ποὺ καταφέρονταν ἐναντίον τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» τοὺς ὀνομάζει «φαυλιστὰς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», «τολμητὰς κατὰ τῆς εἰκόνος καὶ θρασεῖς, δειλοὺς καὶ πεφευγότας». Αὐτοὺς ποὺ ἄρχισαν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὴν ἐποχὴ τῶν ᾿Ισαύρων, τοὺς ὀνομάζει «ἀνιέρους καὶ ὁδηγοὺς ἀπωλείας». ῾Ο Γερόντιος ἀναθεματίζεται γιὰ «τὸν ἰὸν τῆς μυσαρᾶς αὐτοῦ αἱρέσεως... σὺν τοῖς διεστραμμένοις αὐτοῦ δόγμασι». ῾Η αἵρεση εἶναι ἀσθένεια καὶ ἡ αἱρετικὴ δογματικὴ δοξασία εἶναι διεστραμμένη, γιατὶ διαστρέφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας. Δίδεται ἀναθεματισμὸς «τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατὰ τῶν σεπτῶν Εἰκόνων».
῞Οπως ἐλέχθη, στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» μνημονεύονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὸ φαίνεται ἀφ᾿ ἑνός μὲν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἴδια μέθοδο καὶ στὴν οὐσία συμπίπτουν μεταξύ τους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι τόσο ἡ Ζʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅσο καὶ ἡ φερομένη ὡς Θʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ὡς ἐκφραστὰς τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὡς συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
῾Ο ῎Αρειος ἀποκαλεῖται θεομάχος καὶ ἀρχηγὸς τῶν αἱρέσεων, ὁ Πέτρος ὁ Κναφεὺς παράφρων. ῾Ο ἴδιος χαρακτηρισμὸς «παράφρων» χρησιμοποιεῖται γιὰ πολλοὺς αἱρετικούς. Φυσικά, λέγονται παράφρονες ὄχι μὲ βιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς μὲ θεολογική. Τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνο, ἀρχηγοὺς τῶν ἀντι-ησυχαστικῶν διδασκαλιῶν, καὶ ὅλους τοὺς ὀπαδούς των τοὺς ὀνομάζει πονηρὰ συμμορία.
᾿Αντίθετα, γιὰ τοὺς ὑπερμάχους τῶν ὀρθοδόξων διδασκαλιῶν χρησιμοποιοῦνται ἐπίθετα, ὅπως εὐσεβής, ἁγιώτατος, καὶ ἀοίδιμος.
Καὶ πάλι πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει τὸν ἀληθινὸ τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ φθάση στὴν θέωση. ῎Αν σκεφθοῦμε ὅτι θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ πορευθῆ στὴν θέωση, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἀνατρέπει αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο αἰωνίως ἀθεράπευτο, χωρὶς ἐλπίδα θεραπείας καὶ σωτηρίας.

ΔΕΝ εἶναι δυνατόν, βέβαια, νὰ ἀναλύσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλο τὸ περίφημο καὶ μεγάλης σημασίας «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ῾Ο ἀναγνώστης πρέπει νὰ τὸ διάβαση προσεκτικὰ καὶ
θὰ διαπιστώση τὴν σπουδαιότητά του. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ δοῦμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα, νομίζω εἶναι ἡ βάση ὅλων ὅσων λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ἀλλὰ καὶ ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ δείχνουν κατὰ πόσον διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

α) ῾Η καταδίκη τῆς Φιλοσοφίας
Σὲ ὅλο τὸ κείμενο τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας» φαίνεται καθαρὰ ὅτι καταδικάζεται ἡ Φιλοσοφία. Καταδικάζεται τόσο ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Φιλοσοφία γιὰ νὰ μιλήση καὶ νὰ
παρουσιάση τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα καταλήγει. Καί, φυσικά, μιλώντας γιὰ Φιλοσοφία, ἐννοοῦμε τὴν μεταφυσική, ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾿Αριστοτέλη καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους φιλοσόφους. Θὰ δοῦμε ποιές αἱρετικὲς διδασκαλίες ἀφορίζονται καὶ ἀποβάλλονται.
᾿Αφορίζονται ὅσοι δέχονται τὰ δυσσεβῆ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, καὶ τὰ ἀναμειγνύουν μὲ τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Λέγεται χαρακτηριστικά:
«Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελομένοις τὰ τῶν ῾Ελλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ᾿Ορθοδόξῳ καὶ Καθολικῇ ᾿Εκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ, καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων, ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν, ἀνάθεμα».
Πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται μὲν τὰ δόγματα τῶν ῾Ελλήνων, ἀλλὰ παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς.
Φαίνεται ὅτι καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὰ ἄλλα προσποιοῦνταν τὸν εὐσεβῆ, εἶχαν καλοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς, ὅμως δὲν παραδέχονταν τὴν δογματικὴ
διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας.
Βέβαια, δὲν ἀφορίζονται αὐτὰ καθ᾿ ἑαυτὰ τὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων, ἀλλὰ ἡ προτίμηση τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν σὲ βάρος τῆς Πίστεως, καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν ἀπαγορεύεται ἡ μελέτη τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ κατηγοροῦνται οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ παραδέχονται τὶς μάταιες θεωρίες τους.
Λέγεται: ἀνάθεμα «τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις». Καὶ, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, κατηγοροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν παραμένει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ σὲ συγκεκριμένα θέματα, τὰ ὁποῖα καταδικάζει. Καί, ὅπως θὰ διαπιστωθῆ, ἀναφέρεται σὲ βασικὲς
διδασκαλίες τῆς Φιλοσοφίας, τῆς λεγομένης μεταφυσικῆς. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία Πλάτωνος περὶ ἰδεῶν.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ὑπάρχουν οἱ ἰδέες καὶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀντιγραφὴ αὐτῶν τῶν ἰδεῶν ἢ πτώση ἀπὸ τὶς ἰδέες αὐτές. Κατὰ τὸν Πλάτωνα, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ νὰ ἐπιστρέψη ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» καταδικάζουν αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τοὺς δεχομένους «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας, ὡς ἀληθεῖς».
Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχος καὶ ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ἀΐδια καὶ ἄναρχα καί, βεβαίως, ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Οἱ δεχόμενοι αὐτὰ
καταδικάζονται: «Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας, ἢ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καὶ Θεῷ δογματίζουσι, καὶ ὅτι περ οὐρανὸς καὶ γῆ, καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τέ εἰσι καὶ
ἄναρχα, καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα... ἀνάθεμα». Η ὕλη καὶ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν παραμένουν ἀναλλοίωτα.
᾿Αλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς δημιουργίας ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας ἀπὸ τὴν Θεολογία. Βασικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ
τοῦ μηδενός, «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», ἐκ «μὴ ὑπαρχούσης ὕλης». Αὐτὴ ἡ διδασκαλία κλονίζει ὅλα τὰ θεμέλια τῆς Φιλοσοφίας. ῾Η Φιλοσοφία πίστευε, ὅπως ἀναφέραμε, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀΐδιος. ῎Ετσι,
καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» ὅσοι δέχονται ὅτι «οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο».
Καὶ στὸ θέμα τῆς ψυχῆς ὑπάρχει διαφοροποίηση τῆς Φιλοσοφίας καί, ἑπομένως, καταδικάζονται ὅσοι δέχονται τὶς ἀπόψεις της. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πίστευαν στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς,
στὶς μετεμψυχώσεις καὶ στὸ ὅτι ὑπάρχει τέλος τῆς ψυχῆς, ὅτι, δηλαδή, κάποτε θὰ πεθάνη ἡ ψυχή. Τέτοιες διδασκαλίες εἰσεχώρησαν καὶ σὲ μερικοὺς θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάζονται. ᾿Αναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «ὅτι προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν» καὶ ὅσοι δέχονται ἀκόμη «τὰς μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις», καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀθετοῦν «ἀνάστασιν, κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν». ᾿Επίσης καταδικάζονται καὶ ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα σώματα θὰ ἀναστηθοῦν καὶ
θὰ κριθοῦν «καὶ οὐχὶ μεθ᾿ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο».
Παράλληλα μὲ αὐτά, καταδικάζονται καὶ ὅσοι δέχονται τὴν δοξασία τῶν φιλοσόφων ὅτι θὰ ὑπάρξη ἀποκατάσταση τῶν πάντων, δηλαδή, «ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἤ ἀποκατάστασις
αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων».
῞Οπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄνθρωποι ποὺ ὑπερτιμοῦσαν τοὺς φιλοσόφους ἔναντι τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὺς θεωροῦσαν ἀνώτερους καὶ γι᾿ αὐτὸ δέχονταν τὶς διδασκαλίες τους. ῞Οσοι, λοιπόν, διδάσκουν ὅτι οἱ φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους
«κρείττονες εἰσὶ κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα, καὶ ἐν τῇ μελλούση κρίσει» τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ὅσοι ἀποβάλλουν τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσοι δὲν ἐκλαμβάνουν ὀρθὰ τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ προσπαθοῦν «παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν» αὐτές, ἀναθεματίζονται. Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα.
᾿Αναφέραμε προηγουμένως ὅτι ὅλοι οἱ φιλόσοφοι εἶχαν μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο ποὺ διακρινόταν ἀπὸ τὴν μεθοδολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν λογικὴ καὶ τὴν
φαντασία γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν αὐτὰ τὰ θέματα, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔφθασαν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη. ῾Η ἐσφαλμένη μέθοδος τῶν φιλοσόφων, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν, καταδικάζονται ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας». ᾿Αντίθετα, ἐπαινεῖται ἡ καθαρὰ πίστη καὶ ἡ ἁπλὴ καὶ ὁλόψυχος καρδία.
Γράφεται συγκεκριμένα:
«Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ, καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρ- δίᾳ τὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ, καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καὶ τῶν λοιπῶν ῾Αγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις, ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς, ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν, ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν, καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα».
῞Οταν στηρίζεται κανεὶς μόνον στὴν λογικὴ καὶ στὴν φαντασία, τότε βρίσκεται σὲ λαθεμένη πορεία. Καί, ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀκολούθησαν αὐτὸν τὸν δρόμο. Προσπάθησαν μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν φαντασία καὶ μὲ τὴν χρησιμοποίηση τῆς Φιλοσοφίας νὰ ἀναλύσουν καὶ νὰ κατανοήσουν ὅλα τὰ δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο, ποὺ εἶναι ὁ λεγόμενος ῾Ησυχασμός, ὁ ὁποῖος συνίσταται στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση.
Λέγοντας ὅλα αὐτά, πάλι πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ φιλόσοφοι στὴν ἐποχή τους ἔκαναν μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν μερικὰ πράγματα ποὺ ζητοῦσαν λύση. ῞Ομως ἐκεῖνο
ποὺ μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι χρησιμοποίησαν ἄλλη μέθοδο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀστόχησαν.
Μὲ ὅσα λέγονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» δὲν προτρεπόμαστε νὰ σταματήσουμε νὰ μελετοῦμε τὰ συγγράμματα τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, ἀλλὰ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο τὴν μέθοδό τους, ποὺ συνίσταται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν λογικοκρατία, ὅσο καὶ νὰ μὴν δεχόμαστε τὶς δοξασίες τους, γιατὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη Πίστη.
Οἱ θεωρίες περὶ ἰδεῶν, περὶ ἀνάρχου καὶ ἀϊδίου ὕλης περὶ αἰωνιότητος τοῦ κόσμου, περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, περὶ μετεμψυχώσεως ἤ μετενσαρκώσεως, περὶ δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐξ ὑπαρχούσης ὕλης, περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων κ.λ.π. κλονίζουν τὶς διδασκαλίες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀναιροῦν τὴν ᾿Αποκάλυψη.
ΟΠΟΙΟΣ μελετήσει τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας», ὅταν φθάση στὰ κεφάλαια ποὺ ἀναφέρονται στὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου, θὰ παρατήρηση ἀσφαλῶς ὅτι ἕξι φορὲς ὑπάρχει ἡ φράση:
«κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Καὶ μάλιστα θὰ παρατήρηση ὅτι, ἀντικρούοντας ἡ Σύνοδος ὅλες τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ᾿Ακινδύνου καὶ ἀναφέροντας τὴν διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στὸ συγκεκριμένο θέμα, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια φράση. Καταδικάζονται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
Πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ θεολογίες τῶν ῾Αγίων χαρακτηρίζονται θεόπνευστες. Καί, βέβαια, ἡ θεοπνευστία συνδέεται μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψη. Οἱ ῞Αγιοι βίωσαν τὸν Θεό, ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, γνώρισαν προσωπικὰ τὸν Θεό, ἔφθασαν στὴν Πεντηκοστή, παρέλαβαν τὴν ᾿Αποκάλυψη καὶ γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίζονται θεόπνευστοι καὶ ἀπλανεῖς Διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Ιδιαιτέρως πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὴν μέθοδο, τὴν ὁποία χρησιμοποίησαν καὶ τὸν τρόπο, τὸν ὁποῖο βίωσαν γιὰ νὰ γίνουν κατὰ Χάριν θεόπνευστοι. Αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ὁ ῾Ησυχασμός, ὁ
ὁποῖος συγκεκριμενοποιεῖται στὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση.
Αὐτοὶ οἱ θεούμενοι καὶ θεόπνευστοι ῞Αγιοι εἶναι οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ ᾿Απόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» λέγει:
«οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ᾿Απόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν».
῾Υπάρχει, ἑπομένως, ταυτότητα ἐμπειριῶν μὲ ὅλους τοὺς ῾Αγίους, ἀκριβῶς γιατὶ ἀκολούθησαν τὸν ἴδιο τρόπο, βίωσαν ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ φυγή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ
φυγὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ μέσα μας καὶ ἡ ἄνοδος στὴν θεωρία του Θεοῦ.
᾿Ακόμη, ἡ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν ῾Αγίων συνδέεται στενὰ μὲ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα. Η ᾿Εκκλησία γεννᾶ τοὺς ῾Αγίους καὶ οἱ ῾Αγιοι ἐκφράζουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας. Δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ δὲν νοοῦνται ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αἱρετικές καὶ λαθεμένες ἀπόψεις πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα.
Μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπάρχουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι» καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ σέβονται αὐτοὺς τοὺς πεπειραμένους. ῎Ετσι, ἂν δὲν ἔχουμε δική μας πείρα στὰ θέματα αὐτά, πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν, θεουμένων καὶ πεπειραμένων ῾Αγίων. Μόνον ἔτσι ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Διαφορετικὰ ἀνοίγουμε τὸν δρόμο γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή.
Πρέπει συνεχῶς νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε «κατὰ τὰς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα».
* * *
ΤΟ «Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» εἶναι ἕνα ὑπέροχο πολὺ συνοπτικὸ κείμενο, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τὸ ἐνέταξε μέσα στὴν λατρεία Της, τὴν Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ διαβάζεται σὲ στάση προσοχῆς καὶ προσευχῆς. Εἶναι κείμενο ἱερό. Καὶ πρέπει νὰ προσαρμόζουμε ὅλη μας τὴν σκέψη καὶ πρὸ παντὸς τὴν ζωή μας σ᾿ αὐτό.
Χρειάζεται νὰ τὸ μελετοῦμε ἐπισταμένως γιὰ νὰ γνωρίζουμε σὲ τὶ συνίσταται ἡ ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ζωή. Καὶ πραγματικὰ ἡ ὀρθόδοξη βιοτὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ σχολαστικισμοὺς καὶ ἠθικισμούς. Εἶναι ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογική.
῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ στάση στὸ κείμενο αὐτὸ δείχνει κατὰ πόσο διαπνεόμαστε ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιακτικὸ φρόνημα ἤ κατὰ πόσο διακατεχόμαστε ἀπὸ τὸν σχολαστικισμό.
Εἴμαστε ἐκκλησιαστικοὶ ὅσο εἴμαστε ἁγιοπατερικοί.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

xristos_panselinosἩ πρώτη Κυριακή τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἀφιερωμένη στή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας καί ὅλων τῶν αἱρέσεων. Πρίν ἀπό δώδεκα αἰώνες ἐπί ἑκατό χρόνια ἀναστατώθηκε ἡ χριστιανοσύνη γιά τό ζήτημα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἡ ἀφορμή καί τό πρόσχημα ἦταν ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ αἵρεση ὅμως εἶχε βαθύτερες ρίζες, κι ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἦταν μιά «ἀθεώτατη μεταστοιχείωσις τῶν ἁπάντων», ἀπέβλεπε δηλαδή σέ μιά γενική ἀνατροπή τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν μιά ἀτυχής ἀνάμιξη τοῦ Κράτους στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, σάν ἐκεῖνες πού πολλές φορές δυστυχῶς ἔγιναν στήν Ἱστορία, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων πάντα ἡ Ἐκκλησία ἐπλήρωσε ξένες ἁμαρτίες. Ἡ εἰκονομαχία, ἦταν μιά ἀπό τίς πιό δραματικές περιπέτειες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τό Κράτος ἦλθε σέ σύγκρουση μαζί της. Φανερά μέν ἦταν τό ζήτημα τῶν εἰκόνων, στήν οὐσία ὅμως, γιατί τό Κράτος ἤθελε μιά ριζικώτερη ἀλλαγή καί μεταρρύθμιση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Στό τέλος νίκησε πάλι ἡ Ἐκκλησία καί ἐπικράτησε ἡ ορθή πίστη˙ γιατί πάντα ἡ Ἐκκλησία νικᾶ, ὅταν ἀγωνίζεται γιάτά δίκαια τοῦ Θεοῦ. Σ’ ἐκείνη λοιπόν τή νίκη καί γενικά στούς ἀγώνες καί στό θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή ἑορτή.

Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι ἡ πολύτιμη κληρονομιά τῶν Πατέρων μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά τό ἔχωμε καύχηση πώς εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί νά τό θεωροῦμε ἱερώτατο χρέος μας νά φυλᾶμε καί νά ὑπερασπίζουμε τήν Ὀρθοδοξία μας.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστόςτό εἶπε καθαρά στούς Ἀποστόλους, ὅτι «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν». Οἱ καλύτερες καί οἱ ἐνδοξότερες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἡμέρες τῶν διωγμῶν. Τό ὀδυνηρό στόν καιρό μας εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν διώκεται ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, ἀλλά ἀπό τούς ἴδιους τούς χριστιανούς. Οἱ Χριστιανικοί λαοί, σάν καί νά κουράστηκαν νά σηκώνουν τό σταυρό τοῦ Κυρίου, πού στ’ ἀλήθεια δέν τόν σήκωσαν ποτέ, βιάζονται νά ξαναγυρίσουν στήν εἰδωλολατρεία. Οἱ σημερινοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ξένοι, εἶναι δικοί της ἄνθρωποι καί βαπτισμένοι χριστιανοί. Αὐτή εἶναι ἡ σύχγρονη δραματική περιπέτεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι βρίσκεται ἀντιμέτωπη σέ μιά νέα ἐσωτερική εἰκονοκλαστική ἐξέγερση.

Ὅταν ἐδῶ λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία»˙ αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παράδοσης, αὐτή εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι γνωστά τά λόγια τοῦ Συνοδικοῦ, πού διαβαζέται σήμερα στη Λιτανεία˙ «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίσις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξε». Καί εἶναι γνωστό στήν Ἱστορία πώς ἡ Ὀρθοδοξία στήριξε τήν Οἰκουμένη, ὅσο κι ἄν αὐτό ἀμφισβητήθηκε πρῶτ’ ἀπό του ξένους κι ὕστερα κι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους, πού εἶναι ἀλήθεια πώς ἄρχισε νά μᾶς βαραίνει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ Οἰκουμένη, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ τό Συνοδικό, εἶναι ὁ τότε πολιτισμένος κόσμος, ὁ πρίν ἀπό τό σχίσμα χριστιανικός κόσμος, πού συμπίπτει σχεδόν μέ τή Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Πῶς μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἐθνική μας Ἱστορία; Πῶς μποροῦμε νά ἀμφισβητήσουμε τό σπουδαῖο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στή διάσωση καί τήν ἀναβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ;

Εἶναι ἀρχαῖο ἀξίωμα τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ὀρθή πίστη καί δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὅποιος θέλει νά εἶναι χριστιανός πρέπει νά ἀνήκη στήν Ἐκκλησία, κι ὅποιος θέλει τή σωτηρία του πρέπει νά ξέρη πώς μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία σώζεται. Χριστιανός θά πῆ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι πολλοί πού στά χαρτιά λέγονται χριστιανοί ὀρθόδοξοι, ἀλλά τήν Ἐκκλησία δέν τήν ξέρουν, γιατί θαρροῦν πώς δέν τούς χρειάζεται.

Πιστεύουν πώς ἀρκεῖ νά εἶναι καλοί ἄνθρωποι καί πείθουν τόν ἑαυτό τους πώς πραγματικά εἶναι καλοί. Τό Χριστιανός ὅμως δέν τούς λέγει τίποτε οὔτε τό καταλαβαίνουν, φτάνει ὅμως πού πιστεύουν πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι, ἀφοῦ καί οἱ ἄλλοι τούς βλέπουν γιά καλούς ἀνθρώπους.

Οἱ χριστιανοί, πού μπορεῖ καί νά μήν εἶναι ἀπό τούς λεγόμενους καλούς ἀνθρώπους, εἶναι καί μένουν μέσα στήν Ἐκκλησία καί παλέβουνε νά γίνουν καλοί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι φτιάχνονται στήν Ἐκκλησία, μέ τόν δικό τους πνευματικό ἀγώνα καί μέ τή θεία χάρη, πού ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα καί θεραπεύει τά ἀσθενῆ.

Ὁ κόσμος πραγματικά καλυτερεύει, ὅταν μέσα μας ριζώνη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἑδραιώνεται ἡ ἀληθινή πίστη. Γιατί ἡ πίστη δέν εἶναι μιά θεωρητική γνώμη, ἀλλά ἡ δύναμη μέσα μας, πού μᾶς φτερώνει καί μᾶς ἀναβάζει στόν οὐρανό.

Ἑορτάζοντας καί σήμερα τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας καί ὅλων τῶν αἱρεσέων, εὔκαιρο εἶναι νά δώσουμε ἄλλη μιά φορά καί νά ἀνανεώσουμε τήν παλαιά ὑπόσχεση˙ Δέν θά σέ ἀπαρνηθοῦμε, ἀγαπητή μας Ὀρθοδοξία˙ δέν θά σέ ψευτίσουμε, ἱερή καί σεβαστή κληρονομιά τῶν πατέρων μας˙ «Οὐκ ἀπαρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία˙ οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας», ὅπως ἐκφώνησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.