ΕΞ΄ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ Κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΣΘΟΝΙΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΑΣ.
Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης:
«...Ὅτι δὲ τοιοῦτος εἶναι ὁ μύχιος πόθος (σ.σ. τὸν αναφέρει προηγουμένως: "νὰ προσεγγίσωσι πάσῃ θυσίᾳ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μὲ τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως") καὶ σκοπὸς τῶν δύο τούτων μεταρρυθμιστῶν (σ.σ. Μεταξάκη καὶ Παπαδόπουλου) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δείκνυται τόσῳ ἐκ μιᾶς ἐρωτήσεως, ἥν ἀπηύθυνε ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Μακαριωτάτου ἐν τῷ Πανορθοδόξῳ λεγομένῳ Συνεδρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅσῳ καὶ ἡ ἐκ τῆς ἀποκρίσεως ἥν ἔδωκεν ὁ προεδρεύων Οἰκουμενικός τότε Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Εἰς πίστωσιν παραθέτομεν αὐτουσίας τὴν ἐρώτησιν καὶ τὴν ἀπόκρισιν. Ἐρώτησις: "Εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταρρυθμισθῇ καὶ τὸ Πασχάλιον, ἤ ἀρκεῖ μόνη ἡ προσαρμογὴ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν πρὸς τὰς ἀντιστοίχους ἡμερομηνίας τοῦ πολιτικοῦ ἡμερολογίου;". Ἀπόκρισις: "Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου διὰ τὰς ἀνἀγκας τὰς βιοτικὰς, ἡ προσαρμογὴ πρὸς αὐτὸ, καὶ δὴ ταχέως, καὶ τοῦ ἑορτολογίου ἀποβαίνει ἀναπόφευκτος. Ἄλλος λόγος ἐπὶ πλέον πρὸς ἄμεσον προσαρμογὴν καὶ τοῦ Πασχαλίου εἶναι ἡ μεγάλη ἠθικὴ σημασία καὶ ἐντύπωσις, ἥν θὰ παραγάγῃ εἰς ὅλον τὸν πεπολιτισμένον κόσμον ἡ διὰ τῆς ἀβιάστου πρωτοβουλίας ταύτης προσεγγίσις τῶν δύο Χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἐορτασμῷ τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν ἐορτῶν" (Γρηγορίου Ευστρατιάδου, περὶ ἡμερολ. σελ. 7). Καὶ ἡμεῖς ἀναντιρρήτως ἐπιθυμοῦμεν καὶ δὲν ἀποστέργομεν, οὐδ' ἀπαναινόμεθα ποσῶς τὴν προσέγγισιν, ὡς καὶ αὐτὴν τὴν ἔνωσιν τὼν Ἐκκλησιὼν, τοῦθ' ὅπερ άλλως τε καθ' ἑκάστην εὔχεται καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡμῶν, ἀλλ' ὁ πόθος οὗτος καὶ ἡ ευχὴ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἐπιδιωχθῇ μὲ τὴν θυσίαν καὶ τὴν ἀπεμπόλησιν τῆς Ὀρθοδοξίας, προσχωρούσης πρὸς τὸ μέρος τῆς κακοδοξίας, ἀλλὰ μὲ τὴν θυσίαν ταύτης προσχωρούσης εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἀρκούντως φρονοῦμεν, κατεδείξαμεν δι' ὅσον ἐξεθέσαμεν, ὅτι σκοπὸς τῶν δύο μεγαλόσχημων Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ ὁπωσδήποτε προσέγγισις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως μὲ τὴν θυσία τῶν ὀρθοδόξων θεσμῶν, καὶ αἰωνοβίων παραδόσεων, ἃς καθιέρωσαν οἱ Ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες εἰς τὰς 7 Οἰκουμενικὰς Συνόδους, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἀνωτέραν πνοὴν τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὸ ἀρίζηλον σέμνωμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν ὑμνωδίας καὶ φιλολογίας. Καὶ ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος θεία λατρεία ἀπογυμνωθῇ ὅλου αὐτοῦ τοῦ θείου θησαυροῦ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, οἵτινες ἀποπνέουσιν σὺν τῇ εὐωδίᾳ τοῦ θείου Πνεύματος καὶ τὴν θυμήρη εὐωδίαν τῆς Ἐλληνικῆς σοφίας, τότε εὐκολώτερον θὰ δύνανται οἱ μεταρρυθμισταὶ οὗτοι νὰ κάμωσι καὶ μίαν ἀβαρίαν πρὸς τὸ μέρος τὸ δογματικὸν, διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν.
(Τὸ ἐκκλησιαστικόν ἡμερολόγιον ὡς κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, Ι.Μ. Ἁγ. Διονυσίου Ὀλύμπου [σ.σ. ἐκεὶ ἤταν ἐξορία ὁ ἀείμνηστος], 1-14/7/1935)
«…ὁ πόλεμος οὗτος (σ. σ. Α΄ Παγκόσμιος) λόγῳ συμμαχιῶν τῶν ἐμπολέμων Κρατῶν ἠνάγκασε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ συμπροσεύχωνται εἰς τὸ πολεμικὸν μέτωπον καὶ τὰς Ἐκκλησίας μετὰ τῶν κακοδόξων Αἱρετικῶν καὶ Σχισματικῶν, τουθ' ὅπερ ἀπαγορεύουσιν οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ Κανόνες, κατὰ τὴν αὐστηρὰν καὶ ἀκριβῆ ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ τοιοῦτον ὅπερ ἐγένετο κατ’ οἰκονομίαν λόγῳ τῶν ἐμπολέμων περιστάσεων ἐνεθάῤῥυνε τὸ μεταῤῥυθμιστικὸν καὶ νεωτεριστικὸν πνεῦμα ἐνίων ῥηξικελεύθων Ἐκκλησιαστικῶν ἀρχηγῶν καὶ ὤθησεν αὐτοὺς εἰς Ἐκκλησιαστικὰς μεταῤῥυθμίσεις ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ προσεγγίσουν ἐκ παντὸς τρόπου τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως. Τὴν πρωτοβουλίαν εἰς τάς Ἐκκλησιαστικὰς ταύτας μεταῤῥυθμίσεις εἶχον δυστυχῶς δύο Ἕλληνες Ἱεράρχαι, ὁ μὲν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τότε καὶ εἴτα Ἀλεξανδρείας ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν Μελέτιος Μεταξάκης, ὁ δὲ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Οἱ δύο οὕτοι φιλόδοξοι Κληρικοὶ μὴ ἐκτιμήσαντες δεόντως τὴν δύναμιν τοῦ βαθέος ὀρθοδόξου πνεύματος καὶ τὴν μεγάλην καὶ θείαν ἀποστολήν, ἣν κέκτηται ἡ Ὀρθοδοξία διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐνόμισαν ἐν τῇ ἀφελεῖ αὐτῶν συνειδήσει καὶ ἀβαθεῖ κρίσει ὅτι προσφέρουσιν ὑπηρεσίαν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον προσεγγίζοντες ἐκ παντὸς τρόπου τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν πρὸς τάς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως, ἔστω καὶ διὰ τῆς θυσίας τοῦ ἀπέφθου τῆς ὀρθοδοξίας θησαυροῦ εἰς τὸν ὡς χρυσὸν λάμποντα ὀρείχαλκον τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν. Οὕτω ὁ Πατριάρχης Μελέτιος ἐν συνεργασίᾳ καὶ συνεννοήσει πάντως μετὰ τοῦ συμβούλου καὶ συνεργάτου Αὐτοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν συνεκάλεσεν κατὰ Μάϊον τοῦ 1923 ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησιαστικὸν Συνέδριον, ὅπερ καὶ ἀπεκλήθει κακῶς πανορθόδοξον, διότι εἰς τοῦτο δὲν ἀντεπροσωπεύθησαν παρὰ μόνον αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας καὶ τῆς Ῥουμανίας καὶ μάλισται αἱ δύο τελευταῖαι διὰ λαϊκῶν ἀντιπροσώπων. Εἰς τὸ Συνέδριον τοῦτο ἔλαμπον διὰ τῆς ἀπουσίας αὐτῶν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ῥωσσίας, τῆς Κύπρου, τοῦ Θεοβαδίστου ὅρους Σινᾶ, τῆς Πολωνίας καὶ δὴ τὰ τρία Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, ἤτοι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, προυτάθησαν ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου προέδρου Κυροῦ Μελετίου οὐκ ὀλίγαι Ἐκκλησιαστικαὶ μεταῤῥυθμίσεις πρὸς τὸν σκοπόν, ὅπως προσαρμοσθῇ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρὸς τὰς συγχρονισμένας καὶ προοδευτικὰς κοινωνικὰς ἀντιλήψεις καὶ εὐχερανθῇ οὕτω ἡ προσέγγισις Αὐτῆς μετὰ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως… Ἐξ ἄλλου ἡ ἐκ παντὸς τρόπου ὡς ἐδηλώθη ἐν τῷ σχεδιαγράμματι τῶν μεταῤῥυθμίσεων προσέγγισις τῶν Ἐκκλησιῶν καθιστᾷ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς προφανῆ μὲν τὸν ἑνωτικὸν ζῆλον, ἀλλὰ διακυβεύει τὸ ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξον πνεῦμα τῶν σχόντων τὴν πρωτοβουλίαν τοῦ Συνεδρίου, ἐννοούντων βεβαίως διὰ τῆς φράσεως ταύτης τὸ ἐπεῖγον τῆς προσεγγίσεως καὶ μὲ τὴν θυσίαν ἀκόμη τῶν προαιωνίων καὶ σεπτῶν θεσμῶν τῆς Ὀρθοδοξίας… Τὸ ἐνωτικὸν τοῦτο πρόγραμμα ὁ Πατριάρχης Μελέτιος ἔχων ὡς σύμβουλον καὶ συνεργάτην καὶ τόν ποτε Διδάσκαλόν του, τὸν ὁμόφρονα Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν τὸν κ. Χρυσόστομον, ὡς ἔφθημεν εἰπόντες, ἤρξατο ἀπὸ τῆς προσαρμογῆς τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου πρὸς τὸ Γρηγοριανόν…».
(Ὑπόμνημα ἀπολογητικὸν ὑπὲρ ἀναστηλώσεως τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου - 1945)
Η Παναίρεσις του Οικουμενισμού ενεφανίσθη τον παρελθόντα αιώνα. Ενταύθα δεν γράφομεν λεπτομερειακήν ιστορίαν αυτού. Λαμβάνονται μόνον τα αναγκαία στοιχεία προς κατανόησιν του περί τίνος πρόκειται, τίνων είναι έργον και εις τι αποβλέπει. Πρόδρομοι του Οικουμενισμού είναι μεταξύ άλλων διάφοροι προτεσταντικαί «χριστιανικαί οργανώσεις», όπως ήτο ή Χ Α.Ν. (= Χριστιανική Αδελφότης Νέων), ή Χ.Ε.Ν. (= Χριστιανική "Ενωσις Νεανίδων) κατασκευασθείσαι αμφότεροι ύπό των Αγγλων, ή μεν τό 1844, ή δε τό 1855 κλπ., καί αι οποίαι χρησιμοποιούν τάς μεθόδους αυτών. Αί οργανώσεις αυταί είναι διεθνιστικοί καί «άδογμάτιστοι», ηθικολογικοί καί πρακτικαί. Κατ΄ αρχάς τά μέλη των ήσαν μόνον προτεστάνται, ακολούθως έδέχοντο καί παπικούς καί ορθοδόξους καί αλλοθρήσκους. Έξ αύτων προήλθαν πολλά άπό τά μεγάλα στελέχη του Οίκουμενισμού.
Μιας των τοιούτων οργανώσεων, της «Παγκοσμίου Χριστιανικής Φοιτητικής Ομοσπονδίας» (Π.Χ.Φ.Ο.), ή όποία ήτο συγγενής προς τάς προηγούμενάς καί ώργανώθη παγκοσμίως τό 1895, κύριος εμπνευστής καί οργανωτής ήτο ό προτεστάντης Ιωάννης Μότ, περί ου κατωτέρω.
Ιδίως ήρχισε νά διοργανίζεται επισήμως αυτή ή «Κίνησις» καί νά περιπλέκη καί τήν Όρθοδοξίαν άπό του 1897, κυρίως διά της Αγγλικανικής «εκκλησίας» της Αγγλίας καί της 'Επισκοπελιανής «εκκλησίας» της Αμερικής. Καθ' ά άνέγραφεν τω 1920, τό έπίσημον όργανον του Οίκουμενικού Πατριαρχείου «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ»:
«πρώτη αφορμή προς επίσημον επικοινωνίαν των δύο Εκκλησιών (Όρθοδόξου και Προτεσταντικής) εδόθη εκ του εν Λάμπεθ συνεδρίου του συνελθόντος κατά Ίούλιον του 1897, έν τω όποίω οι εξ άπάσης της των Άγγλικανών κοινωνίας επίσκοποι, 194 τον αριθμόν, ομού συνελθόντες μια φωνή εψήφισαν ενέργειαν αποβλέπουσαν εις την ένωσιν των Εκκλησιών...».
«Συνεπεία τούτου ό αρχιεπίσκοπος Κανταουρίας Φρειδερίκος διεβίβασε, κατά Φεβρουάριον του 1898, έπιστολάς προς τους Πατριάρχας τής Ανατολής καί τόν 'Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, μετ' αντιγράφων των αποφάσεων του συνεδρίου τών σχετικών προς τήν ένωσιν τών Εκκλησιών.... Έζήτησεν ίνα ή Όρθόδοξος Εκκλησία παραδεχθή τό βάπτισμα τών Άγγλικανών καί έπιτρέψη είς τους ιερείς αυτής τήν μετάδοσιν τών θείων δώρων είς τους έπιθανατίους 'Αγγλικανούς, είς μέρη έν οίς δέν υπάρχουν ίδιοι αυτών ιερείς...».
Κατά τό ίδιον ακριβώς έτος (1897), ό Έβραίος Θεόδωρος Χέρζλ ίδρυσε τήν καταχθόνιον όργάνωσιν του Σιωνισμού, ή οποία διά του χρήματος καί τής πανταχού διεισδυτικότητος τών Εβραίων συνταράσσει όλα τά έθνη του κόσμου καί ετοιμάζει τήν έλευσιν του άντιχρίστου. Δεδομένου, ότι όλοι οί προτεστάνται «επίσκοποι» είς τήν σειράν τών αξιωμάτων των έχουν απαραίτητον καί τήν ένταξιν είς τήν μασωνίαν, έκ τούτου εννοείται ή καύχησις τών μασώνων ώς έγραφον είς τό μασωνικόν περιοδικόν «LΕ ΤΕΜΡLΕ» τών Παρισίων ότι δηλ. «εάν αυτή ή λεγομένη κίνησις διά τήν ένωσιν τών εκκλησιών ευρίσκεται είς καλόν δρόμον, τούτο οφείλεται είς τήν τάξιν μας». Δεδομένου δέ, ότι ή μασωνία είναι όργανον είς χείρας τών σιωνιστών διά τήν έκτέλεσιν τών σχεδίων των, δέν είναι σύμπτωσις η σύγχρονος διοργάνωσις του Σιωνισμού και του Οικουμενισμού, αλλά δημιούργημα του πρώτου προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του.
Βάσει λοιπόν, τών ανωτέρω «αποφάσεων», ό «άρχιεπίσκοπος» Κανταουρίας συνεχίζων τήν δράσιν του προς τήν πλευράν τών ορθοδόξων: «Τόν Σεπτέμβριον του 1899 δι' επιστολής πρός τόν Πατριάρχην Κωνσταντίνον Ε' έκφράζων τόν διακαή πόθον των Άγγλων προς σαφεστέραν τινά συνεννόησιν και σύναψιν στενωτέρων σχέσεων δηλοί, ότι είναι δύσκολον νά διατυπώση τις επί του χάρτου τοιούτου είδους λεπτομερείας και ότι η ευκταία επικοινωνία δέον να χωρήση βαθμηδόν αύξουσα, καθόσον δύσκολος ενδείκνυται ο καθορισμός εκ των προτέρων οιουδήτινος επί του προκειμένου προγράμματος· υποδεικνύει δε ως μέσα, όπως η επικοινωνία των δυο Εκκλησιών καταστή ασφαλεστέραν, την παύσιν του προσηλυτισμού , την επίσκεψιν των Ορθοδόξων κληρικών του Λονδίνου, του αρχιεπισκόπου Κανταουρίας και του αγγλικανού ιερέως εις Κωνσταντινούπολιν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά τας μεγάλας εορτάς και άλλας επισήμους ημέρας και την αναγγελίαν υφ΄ εκατέρας των Εκκλησιών τη ετέρα των εν αυτή λαμβανουσών χώραν σπουδαίων μεταβολών... Επί τη βάσει των αμφοτέρωθεν αποδεκτών γενομένων σημείων τούτων, κατά Δεκέμβριον του έτους 1900», ήρχισε και εσυνεχίσθη σχετική αλληλογραφία. Μετά ταύτα επηκολούθησαν διάφορα άλλα γεγονότα, φιλικάς εμφαίνοντα σχέσεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών...».
Εις άλλην περίπτωσιν, ο «Επίσκοπος» Γιβραλτάρ Γουλιέλμος ομιλών περί τινος «συνόδου» των Αγγλικανών τω 1908, λέγει συν τοις άλλοις «Η Σύνοδος αύτη μεταξύ πολλών άλλων ησχολήθη και δια το ζήτημα της ενώσεως της Αγγλικανικής μετά της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ειδικώς δε ετόνισε την απόφασιν της ειρημένης συνόδου, καθ΄ ην Αγγλικαναί Εκκλησίαι δύνανται να βαπτίζωσιν ορθοδόξων τέκνα προσαγόμενα εις Αγγλικανούς ιερείς εν τόποις, όπου ελλείπουσιν Ορθόδοξοι τοιούτοι, υπό τον όρον όμως όπως μη επαναλαμβάνηται το βάπτισμα τούτο υπό Ορθοδόξων κληρικών...».
Σημαντικόν σταθμόν εις την πορείαν του Οικουμενισμού αποτελεί το έτος 1910. Κατά το έτος τούτο οι προτεστάνται των οποίων είναι εφεύρημα και όργανον ο Οικουμενισμός, συνεκάλεσαν εις Αγγλίαν και Ελβετίαν διάφορα συνέδρια, με ονόματα κατ΄ επίφασιν μεν χριστιανικά, δια σκοπούς δε πολιτικούς και κοσμικούς.
Μεγαλύτερον και επισημότερον τών συνεδρίων τούτων ήτο τό «Διεθνές Ιεραποστολικόν Συνέδριον», γενόμενον είς Έδιμβούργον τό 1910, του οποίου οί σκοποί ήσαν ιδιοτελείς, αποικιοκρατικοί καί έγένετο προς συντονισμόν τής δράσεως μεταξύ τών ξένων λαών. Κατά τους οίκουμενιστάς, «ώς έν τών κυριωτέρων αιτίων, τά οποία παρήγαγον τήν Οίκουμενικήν Κίνησιν, εκλαμβάνεται ή ίεροποστολή». Τό συνέδριον τούτο του 1910 οί οίκουμενισταί «αποδέχονται ώς ίστορικήν αρχήν της Οικουμενικής Κινήσεως». Πρόεδρος τούτου ήτο ό προαναφερθείς Ιωάννης Μόττ, όστις καί ύπήρξεν ό εισηγητής τών όρων «Οικουμενισμός» καί «οικουμενικός», προς όνομασίαν τής νέας αίρέσεως τής Οίκουμενιστικής Κινήσεως. Είς αυτό δέ έλαβον μέρος οί μετά ταύτα μεγαλύτεροι προωθηταί τοΰ Οικουμενισμού.
Καρπός τών συνεδρίων τούτων ύπήρξεν ό λεγόμενος «Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας διά τών Εκκλησιών» (1914). Άπό τά επιτεύγματα του περιβόητου αύτού «Παγκοσμίου Συνδέσμου» ήσαν «Ή συνεργασία Ορθοδόξων και Προτεσταντών επί του κοινωνικού και ηθικού πεδίου, η εμφάνισις της Κινήσεως Ζωή και Εργασία, η εφαρμογή μεθόδων και τρόπων εργασίας οικουμενικής φύσεως χρησιμοποιηθέντων υπό των άλλων μορφών της Οικουμενικής Κινήσεως, και ιδίως ο χαρακτήρ προδρόμου κινήσεως, τον οποίον έσχεν ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος εν αναφορά πρός την καθόλου Οικουμενικήν Κίνησιν».
Αφού, όπως συμβαίνει πάντοτε, προητοιμάσθη τό έδαφος οίκουμενιστικώς, έκ τοΰ «Συνδέσμου» τούτου έξεπήγασεν ή περιβόητος «Παγκόσμιος Κίνησις Ζωής καί Εργασίας», ή «του Πρακτικού Χριστιανισμού», ή «Οίκουμενικόν Συνέδριον τής Έκκλησίας του Χριστού περί Ζωής και Έργου», η «κοινωνία τών Εκκλησιών». Κατά τά κείμενα τών οίκουμενιστών, «Ή συνδιάσκεψις περί Ζωής καί "Εργου, χωρίς νά είσέλθη είς ζητήματα πίστεως καί τάξεως, σκοπεύει νά ένωση τάς διαφόρους Εκκλησίας έν κοινώ ώφελίμω έργω...». «Ή Κίνησις Ζωής καί Έργασίας σκοπόν είχε τήν συνεργασίαν τών Χριστιανικών Εκκλησιών... 'Απώτερον σκοπόν είχε τήν διά τής συνεργασίας ταύτης προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά τάς έπαφάς τών Εκκλησιών έπι του δογματικού επιπέδου καί τήν μελλοντικήν ένωσιν αυτών. Συστηματικώς άπεφεύγετο ή συζήτησις δογματικής φύσεως ζητημάτων».
«Κύριος παράγων καί μοχλός διά τήν γένεσιν καί τήν περαιτέρω όργάνωσιν τής κινήσεως ταύτης ύπήρξεν ό Αρχιεπίσκοπος Ούψάλης τής Σουηδίας Νάθαν Σόδερμπλομ». Ό «αρχιεπίσκοπος» αυτός, «είς ον οφείλεται καί τό σχέδιον τής συγκλήσεως οικουμενικής τών Εκκλησιών έν ουψάλη συνδιασκέψεως», είς άρθρον ύπό τόν τίτλον Διεθνής φιλία δι' ευαγγελικής καθολικότητας», γράφει
«Ό σύνδεσμος των λαών πρέπει να αποβή θρησκεία. Ανεξαρτήτως ομολογίας ο χριστιανισμός οφείλει να ενωθή εν κοινότητι προσευχών, διδασκαλίας, κηρύγματος, τάσεων, ίνα ενισχύση την συναδέλφωσιν και συνενώση τους λαούς. Ίνα εκτελέσωσι το καθήκον τούτο, την ένωσιν των λαών, πρέπει να ενωθώσι τα διάφορα τμήματα της Εκκλησίας. Και η ένωσις αύτη δέον να εκδηλωθή εν οργανισμώ, όστις να αποτελή κοινόν φερέφωνον του χριστιανισμού... ».
«Προκαταρκτικό συνέδριον» της «Κινήσεως Ζωή και Εργασία» συνήχθη εις την Γενεύην το 1920. Κατά τον αυτόν χρόνον (Αύγουστος 1920) συνήλθεν επίσης εις την Γενεύην η «Προκαταρκτική συνέλευσις» της άλλης νεοεφευρέτου «Κινήσεως Πίστις και Τάξις».
Αί δυο αυταί «Κινήσεις» δρώσαι κεχωρισμένως φαινομενικώς, ενώ πολλά πρόσωπα μετείχον και της μιάς και της άλλης, συνεκρότησαν ανα δυο «Παγκόσμια Συνέδρια» η μεν εις την Στοκχόλμην το 1925 και εις Οξφόρδην το 1937, η δέ εις την Λωζάνην το 1927 και Εδιμβούργον το 1937. Το 1937 απεφάσισαν την συνένωσιν αυτών των δυο «Κινήσεων» και ούτω προήλθε εξ΄ αυτών, το 1948, το πρωτοφανές εις την ιστορίαν και πρωτάκουστον εις ονομασίαν και σύνθεσιν «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών».
Η δράσις των Οικουμενιστών η οποία ανεκόπη εν μέρει κατά τα έτη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), επανήρχισε σφοδρότερον μετά το τέλος τούτου.
Το 1919 ερρίφθη υπό του προαναφερθέντος «αρχιεπισκόπου» Ουψάλης Νάθαν Σόδερμπλομ η ιδέα συγκλήσεως «Παγχριστιανικού συνεδρίου. Απο τότε δέ ήρχισαν συστηματικαί «επισκέψεις Επιτροπών» των προτεσταντών εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εν γένει την Ανατολήν και αι προσκλήσεις Ορθοδόξων εις τα συνέδριά των.
Ανέγραφε Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ» (επίσημον όργανον των εν Φαναρίω και εκ του οποίου λαμβάνονται πλείστα των εν τω παρόντι αναγραφομένων κειμένων) το 1919
«Εν τη συνεδρία της 10ης Ιανουαρίου του έτους τούτου (1919) εγένετο υπό της Α. Σεβασμιότητος του Τοποτηρητού του Οικουμενικού Θρόνου κυρ. Δωροθέου η εξής πρότασις εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον «Νομίζω ότι είναι καιρός πλέον όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία σκεφθή σοβαρώς και περί του ζητήματος της ενώσεως των επί μέρους χριστιανικών Εκκλησιών»!Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν εγίνετο λόγος περί τοιούτου είδους «ενώσεως» και δια πρώτην φοράν εχαρακτηρίζεντο επισήμως αι δυσωνύμοι αιρέσεις ως «επί μέρους Εκκλησίες».
Κατὰ τὴν αὐτὴν ὡς ἄνω συνεδρίαν τῆς Ι. Συνόδου, Μετὰ συζήτησιν τῆς προτάσεως ταύτης κατηρτίσθη Ἐπιτροπή, ἥτις ὑπέβαλεν «Ἔκθεσιν ἐγκριθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ι. Συνόδου». Εἰς αὐτὴν περιελαμβάνοντο καὶ ταῦτα:
«Ἡ τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν προσέγγισις καὶ κοινωνία μὴ ἀποκλειομένη ὑπὸ τῶν ὑφισταμένων μεταξύ αὐτῶν δογματικῶν διαφορῶν, ἀλλ’ ὑπό τινας ὅρους οὖσα δυνατὴ καὶ παρὰ ταύτας, ὑπάρχει ἅμα καὶ εὐκταία ὡς ἀναγκαία καὶ πολλαχῶς χρήσιμος εἰς τὸ καλῶς έννοούμενον συμφέρον τῶν ἐπὶ μέρους ἐκκλησιῶν καὶ τῆς χριστιανοσύνης ἁπάσης. Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος τῆς εὐκταίας προσεγγίσεως καὶ κοινωνίας εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις πάσης ἀμοιβαίας δυσπιστίας καὶ δυσφορίας… Ἕτερος οὐχ ἧττον σπουδαῖος ὅρος τοῦ δυνατοῦ καὶ τελεσφόρου τῆς ζητουμένης προσεγγίσεως καὶ ἐπικοινωνίας εἶναι τὸ ζωηρὸν ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τῆς εὐσταθείας καὶ εὐεξίας καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, μὴ λογιζομένων ὡς πάντη ξένων καὶ ἀλλοτρίων, ἀλλ’ ὡς συγγενῶν καὶ οἰκείων ἐν Χριστῶ. Τρίτος ὅρος εἶναι ἡ προθυμία καὶ σπουδὴ εἰς τὸ παρακολουθεῖν μὲν τοῖς παρὰ ταῖς ἄλλαις ἐκκλησίαις συμβαίνουσι…τείνειν δὲ αὐταῖς χεῖρα βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως…Ἀνταλλαγή ἀδελφικῶν γραμμάτων κατὰ τε τὰς ἐπισήμους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτὰς καὶ ἐν ἄλλαις περιστάσεσιν ἐκτάκτοις…νέοι χάριν σπουδῶν ἀποστελλόμενοι ἑκατέρωθεν παρὰ τῆ ἑτέρα…ἐπικοινωνία τῶν θεολογικῶν σχολῶν…συνεργασία ἐν ταῖς χριστιανικαῖς ἀδελφότησι τῶν νέων…συγκρότησις παγχριστιανικῶν συνεδρίων…διαπραγμάτευσις τῶνδογματικῶν διαφορῶν…παροχή ὑπὸ τῆς μιᾶς ἐκκλησίας εὐκτηρίων οἴκων καὶ κοιμητηρίων πρὸς ταφὴν τῶν ὀπαδῶν τῆς ἄλλης…διακανονισμός τῶν μικτῶν γάμων…Ἡ ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν ἀποδοχὴ τῶν ὡς ἄνω θὰ ἀποτελέση τὸ πρῶτον βῆμα τῆς προσεγγίσεως αὐτῶν.
Συμφώνως το ανωτέρω προγράμματι, ήρχισε μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών η μέθοδος των αλληλοεπισκέψεων. Κατά ταύτα ο «επίσκοπος» Λονδίνου «εις έκτακτον υποδοχήν αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», προσφωνών αυτήν είπε
«Τα γεγονότα ταύτα (των επισκέψεων) προήγαγον εις μέγαν βαθμόν την αμοιβαίαν συννενόησιν και τον πόθον όπως επιτέλους οι δυο μεγάλοι κλάδοι εις τους οποίους ανήκουσιν ενωθώσιν ομού».
Οι δε Ορθόδοξοι λέγουν απαντώντες
«Η πρεσβεία ήλθεν εις το συνέδριον LAMPETH, ίνα συζητήση μετά των μελών της Αγγλικανικής Εκκλησίας τα χωρίζοντα αμφοτέρας τας Εκκλησίας σημεία και κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι η συννενόησις των δεν ήτο όνειρον. Σήμερον κάμνομεν ευθείας τας τρίβους δια την ένωσιν».
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ τῶν «συσκέψεων» καὶ διαβουλεύσεων τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς διορισθείσης ὑπὸ τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου μετὰ τὴν γενομένην, ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, πρότασιν τοῦ Τοποτηρητοῦ Δωροθέου κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς 10 Ἰανουαρίου 1919, ὑπῆρξεν ἡ μετὰ ἓν ἀκριβῶς ἔτος ἐκδοθεῖσα περιβόητος «Ἐγκύκλιος τοῦ 1920», τῆς ὁποίας ἡ σπουδαιότης καὶ ἐπικαιρότης δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἀποφασιστικὴ καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἔκτοτε τὸν «Καταστατικὸν χάρτην» τῶν Οἰκουμενιστῶν και ανέφερε τα εξῆς
«Δύναται δε η φιλία αύτη και αγαθόφρων πρός αλλήλους διάθεσις εκφαίνεσθαι και τεκμηριούσθαι ειδικώτερον, κατά την γνώμην ημών, ως εξής:
α΄) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανκών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών,
β΄) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι,
γ΄) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών,
δ΄) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων,
στ΄) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος,
ζ΄)δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς,
η΄) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων,
θ΄) δια της παροχής αμοιβαίως ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων ομολογιών,
ι΄) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων,
ια΄) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοίς έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοίς παραπλησίοις.....».
Ἀμέτρητα εἶναι τὰ ἐγκώμια, τὰ ὁποῖα ἐπιλέχθησαν ὑπὸ τοῦ Τύπου καὶ ἐπισήμων αἱρετικῶν Εὐρῶπης καὶ Ἀμερικῆς διὰ τὴν «Ἐγκύκλιον» ταύτην, ἐξ ῶν καὶ ταῦτα: Εἰς ἔκθεσίν της ἡ «Ἐπισκοπελιανὴ Ἐκκλησία» τῆς Ἀμερικῆς περιγράφουσα λεπτομερῶς αὐτήν, λέγει:
«Καθ’ ὑπόδειξιν τῆς Βουλῆς τῶν Ἐπισκόπων ἐδόθη εἰς τὴν ἀνακοίνωσιν ταύτην ἀπάντησις εὐνοϊκὴ καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουσιν ὅτι μέγα μέρος τοῦ προγράμματος τούτου υἱοθετήθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ταύτης… Προτείνεται ὅπως ἐκφράση αὕτη τὴν ἰδίαν εὐγνωμοσύνην ἐπὶ τῆ ἐκδοθείση τῶ 1920 Ἐγκυκλίω ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συστήση τοῖς Ἐπισκόποις, τοῖς κληρικοῖς καὶ λαϊκοῖς νὰ προαγάγωσιν ἐκ παντὸς τρόπου τὴν φιλικὴν ἐπικοινωνίαν, ἣν ἐπιθυμεῖ ἡ εἰρημένη Ἐγκύκλιος».
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Σουηδικῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιεπίσκοπος Οὐψάλης Νάθαν Σόνδερμπλομ ἐκφράζων τὰς εὐχαριστίας του καὶ φρονῶν:
«Ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶχε ποτὲ μεγαλυτέραν ἀποστολὴν κατὰ τὴν μακρὰν αὐτοῦ ἱστορίαν», ἐπιλέγει˙ «Ἡμῶν αἱ καρδίαι διαπνέονται ζωηρῶς ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ζήλου τῆς ἑνώσεως, ὅστις ἐνέπνευσε τὴν μεγάλην Ἐγκύκλιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἣν οὗτος ἀπέλυσε κατὰ τὸ 1920 πρὸς ὅλους τοὺς πιστούς».
Ὁ ὑπογράψας τὴν «Ἐγκύκλιον» ταύτην ὡς Τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου, ὁ Προύσης Δωρόθεος, ἐπορεύθη μετὰ τοῦτο εἰς τὴν Ἀγγλίαν, πρῶτος δὲ τῶν ἐπισήμων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πορευθεὶς εἰς τὴν Δύσιν μετὰ τὸν ἀπὸ πέντε αἰώνων πορευθέντα εἰς τὴν Φλωρεντίαν πατριάρχην Ἰωσήφ.
«Τιμαὶ ὑπέρλαμπροι ἀπεδόθησαν αὐτῶ καὶ τοῖς παρ’ αὐτῶ συμβούλοις, ἐπίσημοι δοχαὶ καὶ ἐντεύξεις παρὰ τοῖς εὐγενεστάτοις πολιτικοῖς, παρὰ τῶ Σεβασμιωτάτω Ἀρχιεπισκόπω Κανταουρίας καὶ παρὰ τῶ μεγαλειοτάτω τόν τε θρόνον καὶ τὴν καρδίαν Βασιλεῖ, ἱστορικαὶ ἐν τῆ ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰδικῶς ἀκόμη διὰ τὴν σύσφιγξιν τῶν δεσμῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξου καὶ Ἀγγλικανικῆς». Μὲ τὴν ευκαιρίαν ταύτην, «Ὁ Παγκόσμιος Σύνδεσμος περὶ τῆς φιλίας τοῦ Κόσμου διὰ τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐτέλεσεν ἐπὶ τῆ εἰς Ἀγγλίαν καθόδω τοῦ Σεβ. Τοποτηρητοῦ κυροῦ Δωροθέου ἐπιτίμου ἀντιπροέδρου, ὡραίαν καὶ εὐγενῆ συνεδρίαν, εἰς ἣν δυστυχῶς δὲν προέλαβεν ὁ μακαρίτης ἵνα παραστῆ (Την ίδιαν ημέραν και ώραν εξέψυξεν), ὡς ἡτοιμάσθη καὶ ἔγραψεν»!!
«Εὐγνωμοσύνης ἕνεκεν» τὸ ὄργανον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὸ «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐπὶ τῆ 25ετηρίδι αὐτοῦ (1973) ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων Γερμανόν, κύριον συντάκτην τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920, μίαν τῶν εἰς τὸ ἐν Γενεύη Κέντρον αὐτοῦ αἰθουςῶν, μετ’ ἀναμνηστικῆς πλακός!!
Επίσημος προτεστάντης συγγραφεὺς εἰς «τιμητικὸν τόμον», ἀφοῦ κάμνει λόγον περὶ τῆς «ἰσχυρᾶς ἀνασχετικῆς ἐπιδράσεως» τῆς περὶ ἐκκλησίας ἐννοίας τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν Κίνησιν, προσθέτει:
«Ἐν ἀντιδιαστολῆ πρὸς τὴν ἀντίληψιν ταύτην (περὶ τῆς ἀποκλειστικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), ἡ περίφημος Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἀποφασιστικὴ διὰ τῆς συμμετοχὴν της Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἀπευθύνεται γενικῶς πρὸς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τὸν κόσμον, ὡς δὲ ἐκ τοῦ κειμένου αὐτῆς προκύπτει, υἱοθετεῖ μίαν ἄλλην ἀντίληψιν τοῦ ἐκκλησιολογικοῦπροβλήματος: ἐκείνην ἀκριβῶς, ἡ ὁποία κατέστησε δυνατὴν τὴν συμμετοχὴν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν. Βεβαίως, αἱ δύο αὐταὶ ἐκκλησιολογικαὶ ἀντιλήψεις συνυπάρχουν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύουσαι οὕτω εἰς αὐτὴν πλείονα τοῦ ἑνὸς ρεύματα. Ὡς ἐκ τούτου καλοῦνται (οἱ αἱρετικοὶ) νὰ ἐπιδείξουν πνεῦμα κατανοήσεως διὰ τὰς παρατηρουμένας αὐτὰς ἀντινομίας εἰς τὰς θέσεις τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων».
Κατὰ τὴν αὐτήν, ὡς προαναφέρθη, συνεδρίαν τῆς Ι. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου (τῆς 10 Ἰανουαρίου 1919), ὁ Βιζύης (κατόπιν Μαρωνείας) Ἄνθιμος, ὑπέβαλεν πρότασιν «περὶ ἀναθεωρήσεως καὶ μελέτης τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου». Ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὴν πρότασιν ταύτην, διώρισεν Ἐπιτροπήν, ἡ ὁποία ὑπέβαλε τὴν σχετικὴν αὐτῆς «Ἔκθεσιν» τὴν 1 Σεπτεμβρίου καὶ περιλαμβάνονται καὶ ταῦτα:
«Ἀποδοχὴν τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου προτείνει ὁ Μητροπολίτης Σελευκείας, φρονῶν ὅτι ἡ χρησιμοποίησις αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας εἰς οὐδένα κανονικὸν λόγον προσκρούει, ἀποτελεῖ δὲ μάλιστα τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν ποθητὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν…Φόβος σκανδαλισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερεολογίου δὲν ὑφίσταται πλέον, κατ’ αὐτόν. Πρὸς τὴν τοιαύτην ἀντίληψιν διαφωνεῖ ὁ Μητροπολ. Πρ. Καισαρείας, φρονῶν ὅτι τὸ πλεῖστον τῶν Ἑλληνορθοδόξων Χριστιανῶν θέλει θορυβηθῆ καὶ σκανδαλισθῆ ἐκ τῆς γενησομένης τυχὸν ἀμέσου ἀντικαταστάσεως τοῦ Ἰουλιακοῦ διὰ τοῦ Γρηγοριακοῦ Ἡμερολογίου καὶ ὅτι τοῦ θορύβου τούτου καὶ σκανδαλισμοῦ ἐπωφελούμενοι οἱ καθολικοὶ ἱεραπόστολοι θέλουσι κατενέγκει βαρὺ πλῆγμα κατὰ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, τοσούτω μᾶλλον ὅσω τὸ Ἰουλιακὸν ἡμερολόγιον στενώτατα συνδέεται πρὸς τὸ ἑορτολόγιον τὸ ἐκφραζων ζωηρῶς τὸν θρησκευτικὸν βίον τῶν χριστιανῶν, κηρύσσεται ὑπερ τῆς ἀπαρεκκλίτου τηρήσεως τοῦ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῶν Ἰουλιακοῦ ἡμερολογίου».
Κατὰ δὲ τὸν Βιζύης Ἄνθιμον:
«Ἐὰν ἐξακολουθήσωμεν ρυθμίζοντες καὶ ἐφεξῆς τὴν μηνολογίαν τοῦ Πάσχα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, θὰ ἔλθη πάντως ἐποχὴ καθ’ ἣν θὰ ἑορτάζωμεν τοῦτο ἐν θέρει, φθινοπώρω καὶ χειμῶνι… Σχέσεις διεθνεῖς, ἀνάγκαι κοινωνικαὶ καὶ λόγοι πολιτικοὶ καὶ δὴ αὐτὸ τὸ ἐθνικὸν συμφέρον ἀπαιτεῖ τὴν χρῆσιν τοῦ αὐτοῦ πρὸς τὰ λοιπὰ πεπολιτισμένα ἔθνη ἡμερολογίου…Ἐπιβάλλεται ἡ τοιουτότροπος διαρρύθμισις τοῦ Ἰουλιακοῦ Ἡμερολογίου, ὥστε νὰ ἐπιτευχθῆ, ὅπως πάντες οἱ Χριστιανοὶ ἔχωσι τὴν αὐτὴν μηνολογίαν καὶ ἑορτάζωσι ταυτοχρόνως τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὰς λοιπὰς ἑορτάς…
Ἰδού, πῶς, διατὶ καὶ ὡς τὶ ἐξ ἀρχῆς ἐμεθοδεύθη ἡ παραδοχὴ τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ. Ὡς «πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν ποθητὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν», «ἴνα συμφωνήσει ὁ Ἐλληνικὸς λαὸς μετὰ τῶν λοιπῶν», «ὅπως πάντες οἱ χριστιανοὶ ἔχωσι τὴν αὐτὴν μηνολογίαν καὶ ἑορτάζωσι ταυτοχρόνως τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὰς λοιπὰς ἑορτάς» καὶ οὕτω καθεξῆς. Πολλάκις καὶ πολλαχοῦ ἐπανελαμβάνετο, ὅτι «ἡ διαρρύθμισις τοῦ ἡμερολογίου» «θέλει ἐπιφέρει τὸν ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τοῦ τε θείου Πάσχα καὶ τῶν ἄλλων ἑορτῶν παρὰ πάντων τῶν χριστιανικῶν ἐθνῶν… προσέτι δὲ θὰ ἐνεφανίζετο ἀναμφιβόλως ἤδη καὶ ὡς τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν πραγματοποίησιν τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἕνα τῶν κυρίων παραγόντων»˙ ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς «ἀποδοχῆς τοῦ μέτρου τούτου ὑπό τε τῆς ἡμετέρας καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν ἔσται ἀναμφιβόλως ἡ ποθουμένη ταυτόχρονος ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτωμένων κινητῶν ἑορτῶν ὑπο πάντων τῶν χριστιανικῶν λαῶν»˙ ὅτι σκοπὸς των ἦτο «ὅπως πραγματωθῆ ὁ πόθος ἡμῶν τῆς ἑνοποιήσεως τοῦ ἡμερολογίου καὶ οὕτως άποβῆ αὕτη ὁλόχρυσος πραγματικότης ἐν τῶ χριστιανικῶ ὁρίζοντι πρὸς τὸ πάντας ἐν μιᾶ ἡμέρα ὁμοφώνως ἀναπέμπειν τὰς εὐχὰς τῆ Ἁγία ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὡς καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς ἑορταῖς»˙ ὅτι «διὰ τῆς ἑνοποιήσεως τοῦ ἡμερολογίου θέλει ἀναμφισβητήτως ἐπιτελεσθῆ τὸ πρῶτον σπουδαῖον βῆμα πρὸς ἐπίτευξιν τῆς μελετωμένης καὶ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἐπιτακτικῶς ἐπιβαλλομένης Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν» καὶ τὰ λοιπά. Δεδομένου δὲ ὅτι αὐτὴ ἡ περιβόητος «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν» ἦτο κατασκεύασμα τῶν Ἑβραίων πρὸς ἐξυπηρέτησιν καὶ ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων των, ἐννοεῖ τις διατὶ γίνονται ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα.
Γινομένης ὑπὸ τινων συζητήσεως περὶ θέματος ἡμερολογίου, ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ΄ ἀποστέλλει, κατὰ Ἰούνιον τοῦ 1902, πρὸς τὰς λοιπὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας Ἐγκύκλιον, ζητῶν τὰς ἀπόψεις αὐτῶν, «ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Εἰς τὰς ἀπαντήσεις των αἱ Ἐκκλησίαι πᾶσαι τονίζουσιν ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ἐμμονὴ ἐν τῶ Ἰουλιανῶ ἡμερολογίω.
Ἡ τῶν Ἱεροσολύμων ἔγραφεν, ὅτι:
«Πᾶσα περὶ μεταρρυθμίσεως τοῦ κρατοῦντος ἡμερολογίου καὶ δὴ ἐπὶ προτιμήσει τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἀπόφασις ἔσται ἐπὶ βλάβη τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ἡ τῆς Ρωσσίας: «Οὐδαμῶς συγχωροῦντες τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ Ἰουλιακοῦ διὰ τοῦ ἧττον λογικοῦ Γρηγοριακοῦ ἡμερολογίου. . . Ἡ τοιαύτη μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ βίω, ἐν ὧ ἐν τῆ προκειμένη περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν».
Ἡ τῆς Ρουμανίας: «Φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον˙ ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῆ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιακοῦ ἡμερολογίου, μεθ’ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου, ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῆ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν».
Ἡ τῆς Ἑλλάδος: «Θρησκευτικῆς καὶ θεολογικῆς σπουδαιότητος μετέχει τοσοῦτον μόνον, καθ’ ὅσον μετ’ αὐτοῦ συνδέεται τὸ Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ τοῦ Μαυροβουνίου: «Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνάγκη ἵνα ὦσι μᾶλλον ἐπιφυλακτικοὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸ ζήτημα τοῦτο. Διότι ὡς γνωστόν, ἡ μεταβολὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐξυπονοεῖ τὴν μεταλλαγὴν τοῦ Πασχαλίου τ.ἔ. παντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος καὶ τοῦ ὑπολογισμοῦ τῆς ἐνιαυσίου περιόδου καὶ τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Γνωρίζομεν ἐκ τῆς ἱστορίας, ὅτι ἐγένοντο καὶ τινες μικρότεραι μεταβολαί, αἵτινες ὅτε ἐφηρμόσθησαν ἐν τῆ Ἐκκλησία προὐκάλεσαν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον δυσαρέσκειαν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Ταῦτα ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὀφείλουσι νὰ ἔχωσι κατὰ νοῦν πάντα τὰ δυνατὰ ἀποτελέσματα, ἅτινα ἐκ τῆς μεταβολῆς τοῦ ἡμερολογίου ἠδύναντο νὰ συμβῶσιν… Εἴμεθα τῆς γνώμης, ὅπως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τηρῶμεν τὴν πρᾶξιν τοῦ Ἰουλιακοῦ ἡμερολογίου».
Ἐν τῆ ἀνταπαντήσει του πρὸς τὰς Ἐκκλησίας ὁ Ἰωακεὶμ Γ΄, διὰ τῆς ἀπὸ 12 Μαΐου 1904 Ἐγκυκλίου ἔλεγε, σὺν τοῖς ἄλλοις:
«Τοῦτο γνώρισμα οὐσιωδέστατον τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦτο τὸ θεμέλιον τοῦ ὅλου αὐτῆς Κανονικοῦ καὶ διοικητικοῦ οἰκοδομήματος, τὸ μὴ «κινεῖν ὅρια αἰώνια ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν». Τοῦτο μόνον δυνήσεται ἀποκροῦσαι τὰς νεωτερικὰς τάσεις καὶ ἐνεργείας τὰς προϊούσας. Πῶς γὰρ οὐ δίκαιον τὰ ἀπ’ αἰῶνας τοσούτους κατὰ τάξιν γινόμενα καὶ εὐσχημόνως ἔχοντα, ταῦτα καὶ τοῦ λοιποῦ κρατεῖν καὶ αἰδέσιμα εἶναι; Τῶν εἰρημένων πατρικῶν διατάξεων καὶ ὁρίων ἡ ὀλιγωρία ἐγέννησεν, ὡς μήποτε ὤφειλε, καὶ τὰ ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχονται πρὸς τοῖς παλαιοῖς νεώτερα λυπηρὰ ὄντως καὶ ἄξια θρήνων ρήγματα. Ὡς δὲ ἐκ τῆς ἐκείνων ὀλιγωρίας ἐγεννήθησαν, οὕτω καὶ ἐκ τῆς ἐκείνων τηρήσεως ἐκποδὼν γενήσονται τοῦ Θεοῦ συναιρουμένου καὶ τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τὰ κρείττονα καὶ ἐχόμενα σωτηρίας ὑποτιθεμένων τοῖς ἀκούειν βουλομένοις, καίτοι δυσχερῶς τῶ λόγω τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ δικαίου πείθονται οἱ κατὰ κόσμον ἀγαθὰ καὶ τὰς οἰκείας δόξας ὑπὲρ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Κανονικῆς τάξεως καὶ διδασκαλίας τιθέμενοι. Περὶ δὲ τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην.
Αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπ’ αἰῶνος μὲν ἤδη καθωρισμένον κεκυρωμένον δὲ τῆ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον… ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι˙ τὸ δὲ, παραφυλάσσοντας τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον καὶ τὸ ἑορτολόγιον ἡμῶν ἀμετακίνητον, ὑπερπηδῆσαι μόνον 13 ἡμέρας, ὥστε συμπίπτειν τὰς μηνολογίας ἡμῶν τε καὶ τῶν τῶ ἑτέρω ἡμερολογίω κατακολουθούντων, ἀνόητον καὶ ἄσκοπον εἶναι…
Το νέο ημερολόγιο δεν εισήχθη δια αστρονομικήν ακρίβειαν και ότι δεν έχει τοιαύτην το παραδέχονται και εκείνοι εις τους οποίους το Πατριαρχείον ανέθεσε να ασχοληθούν και υποβάλουν έκθεσιν επί του θέματος, ότε αρχικώς ανεκινήθη, λέγοντες χαρακτηριστικώς «η κατασκευή ηλιακού ημερολογίου την απόλυτον ακρίβειαν κεκτημένου, είναι αδύνατος».
Η Επιτροπή, την οποίαν διώρισεν η Σύνοδος του Πατριαρχείου μετά την υπό του Βιζύης Ανθίμου γενομένην (10 Ιανουαρίου 1919) «πρότασιν περί αναθεωρήσεως και μελέτης του ζητήματος του Ημερολογίου» και την κατά την αυτήν ημέραν ανακίνησιν, δια πρώτην φοράν, «του ζητήματος της ενώσεως των επί μέρους Εκκλησιών» υπό του Δωροθέου Προύσσης ως Τοποτηρητού, και η οποία απετελείτο απο κληρικούς και λαικούς καθηγητάς, μαθηματικούς, αστρονόμους, μετά πολύμηνον εργασίαν υπέβαλεν εκτενή «Έκθεσιν», εν η και τα εξής
«....Η κατασκευή ημερολογίου κατέχοντος την απόλυτον ακρίβειαν τυγχάνει αδύνατος, δια τον λόγον ότι το μέσον μήκος του τροπικού έτους δεν είναι ακριβώς καθωρισμένον, αφ΄ ετέρου δέ δεν είναι και απαραίτητος η απόλυτη ακρίβεια, διότι του μέσου μήκους του πολιτικού έτους αποτελούντος μονάδα χρόνου η επί το μείζον ή επί το έλαττον διαφορά αυτού από του μέσου μήκους του τροπικού έτους ουδεμίαν επίδρασιν δύναται να ασκήση επί της ακριβούς μετρήσεως του χρόνου».
Ο αυτός δέ Άνθιμος Βιζύης, κύριον μέλος της Επιτροπής, όστις εξ΄ ων έγραφε φαίνεται ότι πολύ διηυκόλυνε τον Μεταξάκην, ο οποίος πολλάκις χρησιμοποιεί σχεδόν αυτολέξει τα λόγια του, έγραφεν «....Μετά την λήξιν του Ευρωπαικού πολέμου... οι λαοί δεν επιδιώκουσιν εν τω ημερολογιακώ ζητήματι τόσον την επίτευξιν ημερολογίου ακριβεστέρου επιστημονικώς και πρακτικωτέρου, όσον την ύπαρξιν κοινού μετά των λοιπών πεπολιτισμένων λαών ημερολογίου, πιεζόμενοι εν τούτω ισχυρώς και παρά των οικείων κυβερνήσεων».
Εν τω βιβλίω του «Το Ημερολογιακό Ζήτημα» (1922), λέγει τα εξής
«Επιβάλλεται η ημερολογιακή ημών μεταρρύθμισις και αποβαίνει αναγκαία η ταυτότης της μηνολογίας ημών μετά της του λοιπού πεπολιτισμένου κόσμου....Το αποτέλεσμα και ο επιδιωκόμενος σκοπός, όστις είναι όπως όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανικοί λαοί έχωμεν την αυτήν μηνολογίαν και εορτάζωμεν ταυτοχρόνως το άγιον Πάσχα και τας λοιπάς εορτάς. Κατ΄ ανάγκην επιβάλλεται πρωτίστως η ενέργεια περί της ταυτότητος του ημερολογίου και είτα να επακολουθήση η σκέψις περί της μονιμοποιήσεως του Πάσχα. Η διαρρύθμισις του Ιουλιανού ημερολογίου θέλει επιφέρει και την ενότητα παρά τοις λοιποίς πεπολιτισμένοις λαοίς, τον ταυτόχρονον εορτασμόν του Πάσχα και των άλλων εορτών παρά πάντων των χριστιανικών εθνών....Δια του ζητήματος του ημερολογίου, επιτυγχανομένης της ενοποιήσεως αυτού, θέλει αναμφισβήτως επιτελεσθή το πρώτον σπουδαίον βήμα πρός επίτευξιν της μελετωμένης και υπό των πραγμάτων επιτακτικώς επιβαλλομένης ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ...» .
Είδομεν ήδη ότι οι πρωτοστάται της εισαγωγής του νέου ημερολογίου εχαρακτήρισαν και ωνόμασαν τούτο «ως πρώτον βήμα» προς την εκτός Ορθοδοξίας «Κοινωνίαν των Εκκλησιών».
Ο Σελευκείας Γερμανός, ο κύριος συντάκτης της Εγκυκλίου του 1920, εν Εκθέσει ορισθείσης «Επιτροπής», ής ήτο μέλος, επισήμως «προτείνει αποδοχήν του Γρηγοριανού ημερολογίου, φρονών ότι η χρησιμοποιήσις αυτού και υπό της Εκκλησίας....αποτελεί το ΠΡΩΤΟΝ ΒΗΜΑ πρός την ποθητήν Κοινωνίαν των Εκκλησιών...».
Ο Βιζύης και κατόπιν Μαρωνείας Άνθιμος εν τω βιβλίω του «Το Ημερολογιακόν Ζήτημα» λέγει ότι «Η ενότης αύτη (η ημερολογιακή) θα ενεφανίζετο αναμφιβόλως ήδη και ως ΠΡΩΤΟΝ ΒΗΜΑ προς την πραγματοποίησιν της Κοινωνίας των Εθνών, της οποίας αποτελεί ενα των κυρίων παραγόντων...».Εις το Συνέδριον (1923) ο Αμερικής Αλέξανδρος ενθουσιωδώς διηρωτάτο «Μήπως η εισαγωγή του νέου Ημερολογίου δεν είναι ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΙΘΟΣ δια το οικοδόμημα της ενώσεως πασών των Εκκλησιών του Θεού;».
Γενομένου του «πρώτου βήματος»(αλλαγή του ημερολογίου), ως εικός, ηκολούθησαν εις αυτό τα επόμενα «βήματα». Όλα όσα όριζε η Εγκύκλιος του 1920, μετά το περί «παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν» με τους αιρετικούς της Δύσεως, επρογραμμάτισαν και απεφάσισαν ο Μεταξάκης, ο Βασίλειος ο Γ΄ και οι συν αυτοίς οικουμενισταί, έγιναν ήδη εις την πράξιν και εκτελούνται, ως τα επόμενα «βήματα», οδεύοντες αυτά βαθμιαίως, ώστε, ως είπεν ο Οικουμενιστής Αθηναγόρας «απροσδοκήτως θα ευρεθούν ενωμένοι» όχι εν Ορθοδοξία, ήγουν εν τω Χριστώ, αλλ΄ εν τω αντιχρίστω.
Ουσιαστικώς η αντορθόδοξος ένωσις με τους δυσεβείς έγινεν ήδη, αφ΄ ότου δια της Εγκυκλίου του 1920, τα αθροίσματα των αιρετικών ωνομάσθησαν επισήμως «Εκκλησίαι του Χριστού», «συγγενείς και οικείαι, και συγκληρονόμοι της επαγγελίας του Θεού» και τα λοιπά, δια να γίνουν «ένα» με αυτούς και τελικώς έγιναν το 1948 «μέλη» του αθέου συνονθυλεύματος όπου λέγεται «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» όμοιον του οποίου ούτε ενεπνεύσθη ούτε ηκούσθη άλλην φοράν. ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΣ λοιπόν και απο μέρους «αρχηγών» η ένωσις έγινεν· εκείνο δε όπερ μηχανεύεται είναι να «ενεργοποιηθή» αύτη εν τω λαώ και εις τούτο αποβλέπουν όλαι αι γινόμεναι κινήσεις, δια να συνηθίσει ή αδιαφορήση ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ο πολύς λαός.
Ποιός δεν γνωρίζει και δεν βλέπει, ότι μετά το πρώτον άρθρον ήτοι «της παραδοχής του ημερολογίου», όλα τα υπόλοιπα άρθρα αυτής της Εγκυκλίου εξετελέσθησαν και εκτελούνται πιστώς και κατα γράμμα;
Απο τότε, Ορθόδοξοι οι οδεύοντες πρός τας «σχολάς της Δύσεως» δια «θεολογικάς σπουδάς», επιστρέφοντες, εκείθεν «αντί του μάννα και του γνησίου γάλακτος με τα οποία έθρεψε και επότισεν η Μήτηρ των Ορθοδοξία, ανταποδίδουν εις αυτήν την χολήν και το δηλητήριον των αιρετικών της Δύσεως», ως έγραφεν ο αοίδιμος Δοσίθεος Ιεροσολύμων, και αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι αίτιοι του υποτονισμού και της διαβρώσεως ή και της εξαλείψεως του ορθοδόξου φρονήματος και του θρησκευτικού αισθήματος παρά τω λαώ και οι λυσσωδέστεροι προαγωγοί του Οικουμενισμού.
Με τα πρωτοφανή εις εφεύρεσιν συνεχώς «συγκροτούμενα παγχριστιανικά συνέδρια», την «απαθή εξέτασιν των διαφορών», «με αγάπην και κατανόησιν» ωσάν να επρόκειτο περί προσωπικών των αντικειμένων μικράς αξίας, προκαλείται «βαθμηδόν» η «εξοικείωσις» και ο παραμερισμός των «διαφορών» της Ορθοδοξίας ούτως ώστε «απροσδοκήτως να ευρεθούν ενωμένοι». Αφού με τόσην «αγάπην και κατανόησιν» και «απάθειαν», «συνεδριάζουν», «σχετίζονται», «επικοινωνούν», «ανταλάσσουν», «εξετάζουν», «αλληλοσέβονται», «αλληλουποστηρίζονται», «διαλέγονται», συμπροσεύχονται κλπ., διατί να τους χωρίζουν «κάτι διαφοραί» της Ορθοδοξίας;
Δηλαδή αντιστρόφως, κατ΄ αυτούς, λειτουργεί ο εγκέφαλος· δεν τους ενδιαφέρει ποίαι διαφοραί κατέστρεψαν την ένωσιν και επιζητούν «ένωσιν» δια καταστροφής εκείνων όπου διακρατούν την ένωσιν. Κατ΄ αυτούς, προηγείται η ένωσις και όχι η επιστροφή εις την προ της διαρρήξεως της ενώσεως κατάστασιν. Και εις το τέλος θα είπουν· αφού δεν μας χωρίζει τίποτε (το είπεν ο Αθηναγόρας), διατί να μας χωρίζη κατά τύπους η Ορθοδοξία;
Ποιός δεν βλέπει την με «γιγαντιαία βήματα» πρόοδον του Οικουμενισμού και την αποκορύφωση της δράσεώς του εις τας ημέρας μας, ώστε να συμπεριφέρονται οι Οικουμενισταί με τους δυσσεβείς αιρετικούς, τους οποίους ούτε κάν καταδέχονται να ονομάσουν αιρετικούς, ως να μη τους χωρίζη τίποτε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου