Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Οι αρχαίοι πατέρες εξήλθον εις την έρημον και ιάθησαν, και γεγόνασιν ιατροί και ανακάμψαντες εκείθεν άλλους ιάσαντο....



Χθές κάναμε μια ανάρτηση υπό τον τίτλο: ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΟΛΑΤΡΕΙΑ. Επίσης πρό ημερών είχαμε κάνει άλλη μια ανάρτηση υπό τον τίτλο: ΙΑΤΡΕ, ΘΕΡΑΠΕΥΣΟΝ ΣΕΑΥΤΩ!.  Όπως τονίσαμε, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ και ΜΕΤΡΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ είναι οι άγιοι πατέρες μας. Με αυτούς πρέπει να κάνουμε σύγκριση δια να δούμε εάν βαδίζουμε σωστά. Αυτούς έχουμε ως μίμηση, διότι αυτοί πρώτοι εμιμήθησαν τον Δεσπότη Χριστό αγιάζοντας έτσι την ψυχή και το σώμα τους. Αυτοί πρώτα «εξήλθον εις την έρημον και ιάθησαν, και γεγόνασιν ιατροί και ανακάμψαντες εκείθεν άλλους ιάσαντο», εις αντίθεσιν με σήμερα! Κάποιος όμως μπορεί να ισχυρισθεί λέγοντας: Μα εγώ βλέπω τον ''τάδε'' και ας μην αποσύρθηκε εις την ''έρημο'', να είναι ενάρετος, φωτισμένος κ.λπ.
Εις τούτον τον αδερφό υπενθυμίζουμε μία μικρή ιστορία. Ας την αναγνώσει αυτός και εμείς μαζί του:


«Ἕνας νέος μοναχός ἐπεσκέφθη τόν Ἀββᾶ Θεόδωρο προκειμένου νά τοῦ πῆ μιά μεγάλη στενοχώρια πού εἶχε.

·        Στόν κόσμο Γέροντα, εἶπε ὁ μοναχός, ἤμουν καλύτερος. Νήστευα πιό πολύ, ἔκανα πολλές προσευχές, ἀγρυπνίες, εἶχα κατάνυξη, ἔκανα ἀγαθοεργίες. Ἐδῶ στήν ἔρημο, τά ἔχασα αὐτά καί φοβᾶμαι μήπως χάσω καί τήν ψυχή μου.

·                    Ἔχεις δίκηο, τοῦ εἶπε ὁ σοφός καί διορατικός Γέροντας. Ἀλλά αὐτά πού ἔκανες στόν κόσμο δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἔργο κενοδοξίας καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦσες ἦταν ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος. Ἤθελες νά σοῦ λένε μπράβο οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως ὁ Θεός δέν τά δεχόταν τά ἔργα σου καί τίς πράξεις σου. Ἀντίθετα ὁ διάβολος χαιρόταν μέ τήν ἐπίπλαστη εὐσέβειά σου. Τώρα ὅμως πού ἀποφάσισες νά ἀγωνιστῆς σωστά καί κατατάχτηκες ὁριστικά στό στρατό τοῦ Κυρίου, ὁ διάβολος λυπήθηκε καί ὁπλίστηκε δυνατά ἐναντίον σου. Ἐδῶ δέν δέχεσαι τούς ἐπαίνους τῶν κοσμικῶν, ἀλλά μαθαίνεις τήν ταπείνωση. Ἐδῶ συντρίβεται τό ἐγώ σου καί βρίσκεις σιγά σιγά τήν πνευματική σου ἰσορροπία. Μάθε παιδί μου, ὅτι ἀρέσει πιό πολύ στόν Κύριό μας ἕνας μόνο ψαλμός,ὅταν τόν λές μέ ταπείνωση καί συντριβή καρδίας, παρά χίλιοι ψαλμοί σάν αὐτούς πού ἔλεγες στόν κόσμο γιά νά ἐπιδεικνύης τήν δῆθεν εὐσέβειά σου καί νά ἀπολαμβάνης τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων,νομίζοντας ὅτι κάποιος εἶσαι. Ὅ,τι ἔκανες στόν κόσμο ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας σου.

                    Ὁ νέος ἐπέμεινε. Γέροντα ἐδῶ δέν κάνω τίποτα. Ἐκεῖ ἤμουν καλύτερος.

·                    Ἄκουσε, παιδί μου, εἶπε μέ αὐστηρότητα ὁ φωτισμένος Ἀββάς,καί αὐτό πού κάνεις αὐτή τή στιγμή, νά ἐπιμένης νομίζοντας ὅτι στόν κόσμο ἤσουν καλύτερος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Θυμᾶσαι τόν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς; Καί αὐτός τήν ἴδια γνώμη εἶχε γιά τόν ἑαυτό του καί καταδικάστηκε. Εἶχε ὑψηλόφρονες, ὑπερήφανους λογισμούς. Νόμιζε ὅτι αὐτός ἦταν ὁ καλύτερος. Ὅτι οἱ ἄλλοι δέν ἦταν τίποτα μπροστά του. Πίστευε ὅτι ἦταν ὁ πιό εὐσεβής καί ὁ καλύτερος τηρητής τοῦ νόμου.

Ἐπίσης,θυμᾶσαι τόν τελώνη; Δικαιώθηκε γιατί εἶχε αὐτογνωσία τήν ὁποία πέτυχε μέσα ἀπό τήν ταπείνωση. Πιό ἀρεστός εἶναι στό Θεό ὁ ἁμαρτωλός, μέ τή συντετριμμένη καρδιά καί τίς ταπεινές σκέψεις, παρά ὁ ὑψηλόφρων «ἐνάρετος».

Πόσο απλά και κατανοητά μας τα λέγουν οι άγιοί μας!!
Βέβαια δεν εννοούμε με το άρθρο μας ότι όλοι είναι έτσι, απλώς θέλουμε να τονίσουμε την προσοχή που χρειάζεται από εμάς εις το ποιόν θα ακολουθήσουμε, και φυσικά να μην εντυπωσιάζομαστε από την αρετή που θα δούμε εις αυτόν. Ένα είναι σίγουρο. Οι άγιοί μας είχαν ως γνώρισμα την ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, την αποφυγή ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ και την ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ!


ΠΑΤΗΣΤΕ ΓΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

1.  ΙΑΤΡΕ, ΘΕΡΑΠΕΥΣΟΝ ΣΕΑΥΤΩ!

Διηγήσεις από το Λειμωνάριο



Διηγήσεις από το Λειμωνάριο: Ο Πατριάρχης Ιακώβ αποτρέπει  αββά από την συγκατοίκηση με Μονοφυσίτη μοναχό
Ο Πατριάρχης Ιακώβ αποτρέπει τον αββά Ζωσιμά 
και από την απλή συγκατοίκησι με Μονοφυσίτη μοναχό.

Πρόκειται για μια μαρτυρία και ένα παρόμοιο όραμα που είχε ο θεοφοβούμενος αββάς Ζωσιμάς. Ήταν ξένος και περιπλανώμενος με καθαρή ψυχή και ακέραιο χαρακτήρα. Αξιώθηκε μάλιστα να μονάσει κοντά στον σεβάσμιο Πέτρο και να κρατήσει ανόθευτη την πίστη του. Ο Ζωσιμάς αφού μόνασε στη Ραϊθού και στο όρος του Σινά με τους ορθοδόξους πατέρες, όπως μου διηγήθηκε, έφυγε από κει και ήρθε στα Ιεροσόλυμα. Είχε αγαπήσει πολύ τον τρόπο ζωής σ’ αυτούς τους αγίους τόπους και πηγαινοερχόταν συνεχώς να βρει έναν τόπο ησυχίας.
Ήρθε λοιπόν στη Βαιθήλ, όπου ο πατριάρχης Ιακώβ είδε το όραμα με την Κλίμακα12, και απέκτησε τη συμπάθεια του μοναχού που φρόντιζε τον τόπο αυτόν. Ο μοναχός παρακαλούσε συνεχώς τον Ζωσιμά να μείνει κοντά του και υποσχόταν ότι θα του εξασφάλιζε μια ζηλευτή ησυχία. Τότε ο αββάς Ζωσιμάς του είπε με ειλικρίνεια ότι αυτό θα ήταν αδύνατο, γιατί δεν είχε κοινωνία με τους αποστάτες της Χαλκηδόνας13. Ο άλλος όμως επέμενε και του υποσχόταν ότι σ’ αυτό το ήσυχο μέρος δεν θα του δημιουργούσε κανένα πρόβλημα για το θέμα αυτό και του έλεγε. «Μείνε εδώ. Θα ψάλλεις μαζί μου και θα φροντίζεις τον τόπο αυτό».
Καθώς ο Ζωσιμάς είχε σχεδόν πειστεί από τις προτάσεις αυτές, είδε ένα βράδυ στον ύπνο του τον πατριάρχη Ιακώβ, κατάλευκο, σεβάσμιο και σκεπτικό, ντυμένον με μανδύα και ένα ραβδί στο χέρι να περιφέρεται σ’ εκείνα τα μέρη. Κάποια στιγμή τον πλησίασε και του είπε. «Πώς εσύ, που έχεις κοινωνία με τους ορθοδόξους, σκέπτεσαι να μονάσεις εδώ; Μην παραβείς την πίστη σου για μένα, αλλά γρήγορα φύγε μακριά από τους αποστάτες και δεν θα σου λείψουν ούτε τα αγαθά ούτε η ησυχία ούτε ό,τι σου είναι απαραίτητο».
Έφυγε και έτσι έμεινε μέχρι τέλος αμετακίνητος στα καλά έργα και την ορθόδοξη πίστη14.
12.    βλ. Γεν. κη’ 10-22.
13.    δηλαδή τους Αντιχαλκηδονίους.
14.    Δημ. Τσάμη, Το Γεροντικόν του Σινά, Σιναϊτικά Κείμενα 1, Εκδόσεις Ι. Μονής του Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 127-129

Άγγελος Κυρίου ζητά από έναν απλοϊκό γέροντα, που είχε 
κοινωνία με τους Σεβηριανούς, να ξεκαθαρίση την πίστι του, 
προτού πεθάνη.

Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων ότι ησύχαζε στα Μονίδια ένας γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως αφελής κατά την πίστη και μεταλάμβανε αδιάκριτα όπου έβρισκε. Μια μέρα λοιπόν του φανερώθηκε άγγελος Θεού και του είπε; «Πες μου, γέροντα, αν πεθάνεις, πώς θέλεις να σε ενταφιάσουμε; Όπως οι Αιγύπτιοι μοναχοί ενταφιάζουν, ή όπως οι Ιεροσολυμίτες;» Ο γέροντας τότε του αποκρίθηκε και του είπε: «Δεν ξέρω». Τότε του λέει ο άγγελος: «Σκέψου κι έρχομαι μετά τρεις βδο¬μάδες και μου λες». Πήγε τότε ο γέροντας σε κάποιον άλλο και του διηγήθηκε όσα άκουσε από τον άγγελο. Μόλις λοιπόν το άκουσε ο γέροντας, έμεινε εμβρόντητος από το άκουσμα. τον ατένισε για πολύ και του λέει, παρακινημένος από το Θεό: «Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια;» Αυτός αποκρίνεται και του λέει: «Όπου βρω». Τότε του λέει ο γέροντας: «Μην κρίνεις πια σωστό να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία μνημονεύει τις τέσσερις άγιες συνόδους, της Νικαίας των 318 (Θεοφόρων Πατέρων), και της Κωνσταντινουπόλεως των 150 και της Εφέσου την πρώτη των 200 και της Χαλκηδόνος των 630. Κι όταν έρθει ο άγγελος, πες του: «Όπως οι Ιεροσολυμίτες θέλω». Μετά τρεις βδομάδες λοιπόν ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα: «Τί έγινε, γέροντα; Σκέφτηκες;» Τότε ο γέροντας του λέει: «Όπως οι Ιεροσολυμίτες θέλω». Του λέει ο άγγελος: «Καλά, καλά». Κι ευθύς παράδωσε την ψυχή. Κι όλο αυτό έγινε, για να μη χάσει τους κόπους του ο γέροντας και καταδικαστεί μαζί με τους αιρετικούς.(1)
1. Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον σ. 195-196




ΠΗΓΗ ''Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ''

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΟΛΑΤΡΕΙΑ



Η Υπακοή είναι παρεξηγημένη και άγνωστη στις μέρες μας γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σε πνευματική σύγχυση και την παρεξηγεί με την πειθαρχία.Η πειθαρχία είναι η εκτέλεση μιας εντολής εξωτερικά, τυπικά, δίχως την εσωτερική οικειοθελή αποδοχή της. Σημαίνει παθητική υποταγή της ανθρώπινης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρώπινη θέληση του ανωτέρου. Επομένως, η πειθαρχία υποτάσσει τον άνθρωπο στον απρόσωπο «Νόμο», το «θεσμό».
Αντιθέτως, η υπακοή είναι ελευθερία. Είναι πράξη αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του.
«Προϋποθέτει την έξοδο από την φιλαυτία και την προσπάθεια να εισέλθει μέσα στην υπόσταση του άλλου και να εισάγει την υπόστασητου άλλου μέσα στην δική του υπόσταση»

Η υπακοή είναι εκτέλεση μιας εντολής με εσωτερική οικιοθελή αποδοχή. Υποτάσσει ο άνθρωπος το φρόνημα της ψυχής του γιανα απαλλαγεί από τον κακό εαυτό του. Με την απελευθέρωση από το ατομικό του θέλημα, μπορεί να γευθεί την αληθινή ελευθερία. Μέσα σε αυτήν καταξιώνεται και επαναπροσδιορίζεται η ελευθερία του ανθρώπου. Η υπακοή κόβει το δικό μας θέλημα και προϋποθέτει την έξοδο από τα κακά εσωτερικά στοιχεία του ανθρώπου όπως τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό τη φιλαυτία, τη φιληδονία και τη φιλαργυρία και γεννάει την ταπεινοφροσύνη, την μετάνοια, την υπομονή και την αγάπη προς τους ανθρώπους. Έτσι, η υπακοή είναι μια ελεύθερη πνευματική πράξη, που ενεργεί το υποτακτικό ον για να λυτρωθεί από τα δεσμά τωνπαθών.Απαρνήτετο εμπαθές εγωκεντρικό θέλημα και ακολουθεί το θέλημα του Θεού, που υπερβαίνει κάθεανθρώπινη σοφία.
Μας νουθετεί για την υπακοή, «να μάθουμε να σιωπάμε, να λέμε την ευχή, να προσευχόμαστε, να σκεπτόμαστε τα αμαρτήματά μας, να δημιουργούμε ένα πένθος αγαθό, μια μνήμη θανάτου, και πως να προετοιμαστούμε για την αναχώρηση από αυτόν τον κόσμο, επειδή ο θάνατος είναι και το μόνο βέβαιο που έχουμε σε αυτή τη ζωή».Εμείς, προσπαθούμε να καταλάβουμε τα λεγόμενα του Γέροντα με τη γνώση. Όμως, αυτά που μας λέει εκείνος είναι εμπειρίες, είναι έμπρακτες πληροφορίες πνευματικής επαφής της καρδιάς του με τον Θεό. Ο Γέροντας, με την υπακοή στον Χριστό, και με την νοερά προσευχή, παίρνει μηνύματα από τον Θεό μέσα από μυστηριακά και θαυματουργικά Θεία ιδιώματα. Γίνεται μια θεωρία μέσα στο νου του, που οδηγείται στα Θεία μυστήρια και κατόπιν γίνονται αποκαλύψεις μέσα στον ίδιο τον νου του. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να καταλάβει αυτές τις θείες καταστάσεις, αυτά τα θεία βιώματα. Ούτε μπορεί ο Γέροντας, να μοιραστεί μαζί μας τα θεία μηνύματα για τις συνθήκες των καιρών. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σηκώσει το βάρος των πνευματικών καταστάσεων. Μόνον αυτοί που έχουν τις ίδιες αποκαλύψεις και την ίδια πνευματική εμπειρία μπορούν να δουν τις εντολές που παίρνει ο Γέροντας από τον Θεό, μέσα από την υπακοή του. Ο Γέροντας έχει μεταμορφωθεί διότι δέχτηκε την αγάπη του Θεού, διότι βιώνει την ταπείνωση και έχει εξέλθει από τον ανθρώπινο εγωισμό και τον υλικό τρόπο ζωής.

Ποια όμως είναι η αληθινή υπακοή; Σήμερα, δυστυχώς, έχει εμφανιστεί (ξανά!) το φαινόμενο του «γεροντισμού». Ανάξιοι Πνευματικοί (λίγοι, ευτυχώς) υποδύονται τους σοφούς Γέροντες, οδηγώντας ορισμένες φορές τα Πνευματικοπαίδια τους στο ... ψυχιατρείο. 
Εννοούμε, όλους εκείνους , όσους υποδύονται πως έχουν φτάσει τα μέτρα των Πνευματικών Γερόντων, και απαιτούν μάλιστα τυφλή υπακοή, ενώ δεν έχουν το δικαίωμα. Αυτού του είδους ο «Γεροντισμός», έχει καταντήσει στις μέρες μας μάστιγα. Τέτοιου είδους «γέροντες» χρησιμοποιούν στρεβλά την περί υπακοής διδασκαλία των Πατέρων για να υποδουλώσουν τα πνευματικοπαίδια τους.
Οι «γέροντες», εκείνοι που παίζουν τον ρόλο (χρησιμοποιούμε αυτή την δυσάρεστη λέξη, που ανήκει στη γλώσσα τού κόσμου, για να δείξομε σαφέστερα ότι το έργο τέτοιων «γερόντων» στην ουσία του, δεν είναι καθόλου λιγότερο ψυχοφθόρο από μία αξιοθρή­νητη κωμωδία), των αρχαίων αγίων Γερόντων, χωρίς να έχουν τα πνευματικά χαρίσματα εκείνων — να το ξέρουν, ότι τόσο η καλή τους διάθεση, όσο και οι καλές τους σκέψεις και ιδέες είναι λανθασμένες. και ότι ακόμη και ό τρόπος, με τον οποίον σκέπτονται, και αντιλαμβάνονται τα πράγματα, είναι μία αυταπάτη, μία διαβολι­κή πλάνη, που δεν μπορεί να μη γεννήσει ανάλογο καρπό και σ’ εκείνον, που ευρίσκεται στην πνευματική τους καθοδήγηση.
Η λανθασμένη και ανεπαρκής κατάσταση τους δεν θα μείνει για πολύ απαρατήρητη στον υπό την καθοδήγηση τους άπειρο αρχάριο, αν έχει έστω και λίγο μυαλό και διαβάζει τα ιερά βιβλία με μοναδικό στόχο να βρει την σωτηρία του. Κάποτε αυτό θα φανεί. Και θα γίνει αφορμή μιας ανεπιθύμητης ψυχικής από­στασης, που θα κάνει πολύ δυσάρεστη την σχέση ανά­μεσα στον γέροντα και τον μαθητή του, και θα φέρει ψυχολογική αναστάτωση και στους δύο.
Είναι φοβερό, να παίρνει κανείς (αυτόγνωμα και αυθαίρετα!) καθήκοντα, που ό άνθρωπος μπορεί να εκπληρώσει μόνον με την δύναμη και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Είναι φοβερό, να φαντάζεται κανείς ότι είναι δοχείο τού Άγιου Πνεύματος, ενώ ακόμη δεν έχουν διακοπή οι σχέσεις του με τον σατανά· και αυτό το «δοχείο» δεν έχει ακόμη παύσει να μολύνεται από ενέργειες τού σατανά.
Είναι φοβερό και φρικτό πράγμα μία τέτοια υπο­κρισία, ένας τέτοιος θεατρινισμός! ολέθριο για τον ίδιο και για τον πλησίον, ένοχο στα μάτια του Θεού και βλάσφημο.
Οι ματαιόδοξοι και οι φίλαυτοι έχουν το χόμπυ να διδάσκουν και να δίνουν οδηγίες. Δεν ενδιαφέρον­ται για την αξία της συμβουλής των. Δεν τους απασχο­λεί καν ή σκέψη, ότι μπορεί και να προκαλέσουν στον πλησίον τους πληγή αθεράπευτη, με την λανθασμένη συμβουλή τους! Μία τέτοια συμβουλή ένας άπειρος αρ­χάριος την παίρνει με άκριτη εμπιστοσύνη, που προκαλεί ένα φούντωμα της σαρκός και του αίματος.
Τέτοιων γερόντων, τους χρειάζεται μία επιτυχία, οποία και αν είναι η φύση της! Τους χρειάζεται μία εντύπωση, όποια και αν εί­ναι ή προέλευση της! Θέλουν να κάνουν εντύπωση στον αρχάριο, να τον υποδουλώσουν ηθικά! Θέλουν τον αν­θρώπινο έπαινο! Θέλουν να έχουν την φήμη αγίων! Την φήμη ότι είναι συνετοί πνευματικοί «γέροντες», διδά­σκαλοι με χάρισμα προορατικό τους χρειάζεται να θρέψουν την αχόρταγη μα­ταιοδοξία τους, την υπερηφάνεια τους! Η προσευχή του Προφήτη ήταν πάντοτε σωστή. Πιο πολύ σωστή φαίνεται σήμερα: «Σώσον με Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος· ότι ωλιγώθησαν αι αλήθεια! από των υιών των ανθρώπων. Μάταια έλάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αύτοϋ χείλη δόλια εν καρδία, και έν καρδία έλάλησε κακά» (Ψαλμ. 11, 2-3). 
Ψεύτικος και υποκριτικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι κακός και επιζήμιος. Για να αντιμετωπίσει κα­νείς μία τέτοια διάθεση, είναι αναγκαίο να λάβει προ­ληπτικά μέτρα.
Λέγει ο άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος:
«Μελέτα την Άγια Γραφή και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, ιδιαίτερα τα πρακτικά τους κεφάλαια. Και συγκρίνοντας την διδασκαλία τους με την διδασκα­λία και την διαγωγή του δασκάλου σου και γέροντα σουφρόντιζε να βλέπεις σαν σε καθρέφτη (στην ζωή και συμπεριφορά του), την ποιότητα του, για να κατα­λάβεις, πως πρέπει να ενεργείς και συ. Εάν η διδασκαλία του συμφωνεί με την Αγία Γραφή, δέξου την, κάμε την δική σου, και συγκράτησε την στον νου σου. Μα αν είναι κακή και λανθασμένη, να την απορρίψεις, για να μην πέσεις σε πλάνη. Γιατί πρέπει να το ξέρεις, ότι πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι και απατεώνες παρουσιάσθη­καν στις ημέρες μας» (Φιλοκ. τόμ. Γ', σ. 242, κεφ. λγ').
Ό όσιος Συμεών έζησε τον δέκατο αιώνα, εννέα αιώνες πριν από τις μέρες μας. Να λοιπόν, ότι και τότε μέσα στην αγία Εκκλησία τού Χρίστου ακούστηκε ή φωνή ενός δικαίου, να θρηνεί για την έλλειψη αληθι­νών πνευματοφόρων οδηγών, και για την πληθώρα ψευδοδιδασκάλων!
Με την πάροδο τού χρόνου οι καλοί οδηγοί λιγό­στεψαν ακόμη περισσότερο. Έτσι αναγκάστηκαν οι ά­γιοι Πατέρες να συνιστούν όλο και πιο πολύ, να φροντίζομε να παίρνομε τα διδάγματα μας απ’ ευθείας από την 'Αγία Γραφή και τα Πατερικά συγγράμματα.
Ο Θεός μας, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά του, που τον πιστεύουν, τον αγαπούν και τον λατρεύουν, χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους, μεθόδους και σχέδια. Μέσα στα σχέδια του Θεού μας είναι και ή επιβολή κανόνων, οι όποιοι αποσκοπούν, πάντα, στη σωτηρία της ψυχής μας. Εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να διαγράψουμε τα σχέδια ιού Θεού. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να του το επιβάλλουμε. Μπορούμε, όμως, να τον παρακαλέσουμε και να τον ικετεύσουμε, και Εκείνος, σαν φιλάνθρωπος που είναι, μπορεί να εισακούσει τις προσευχές μας και να συντμήσει το χρόνο ή ακόμη και να τον διαγράψει. Και το ένα και το άλλο, στο χέρι του είναι. Εμείς θα το ζητήσουμε. Και Εκείνος θα το εγκρίνει. Ύστερα, οι κανόνες αυτοί δεν έχουν το χαρακτήρα της εκδικήσεως ή της τιμωρίας, αλλά της διαπαιδαγωγήσεως, και δεν έχουν καμιά σχέση με αυτούς που επιβάλλονται από ορισμένους πνευματικούς κατά την εξομολόγηση, και οι οποίοι, είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, είτε από άγνοια, εξαντλούν τα όρια της τιμωρίας, χωρίς να αντιλαμβά­νονται, ότι με τον τρόπο αυτό, αντί να κάνουν καλό, διαπράττουν έγκλημα
Οι άπειροι αυτοί κληρικοί δεν μπορούν να υποφέρουν τη μοναξιά.
Θέλουν πάντα κοντά τους ανθρώπους να τους υπηρετούν. Ούτε τα άμφιά τους δεν μεταφέρουν μόνοι τους.Κάποιο πνευματικοπαίδι πρέπει να κρατάει το βαλιτσάκι, κάποιο άλλο το ιεραποστολικό υλικό, κάποιο άλλο την ομπρέλα ή το διπλωμένο ράσο τους.
Είναι οι Αρχιμανδρίτες με τα άβουλα πνευματικοπαίδια τους.

Ένας αγιορείτης μοναχός, αναφερόμενος στην επίμονη αναζήτηση του πιστού λαού να συναντήσει ενάρετους γέροντες και να τους εμπιστευθεί τα προβλήματά του, τονίζει ότι δημιουργείται συχνά ένα σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα.  Γράφει: «Κάποιοι ανώριμοι, φιλόδοξοι, άπειροι, άγευστοι τελείως βασικών πνευματικών καταστάσεων κληρικοί εμφανίζονται ως γέροντες, ικανοποιώντας έτσι επιθυμίες, πάθη και φαντασίες. Το φαινόμενο είναι
αξιοπρόσεκτο και αξιοδάκρυτο. Νέοι, που δεν έκαναν ποτέ υπακοή, να ζητούν απόλυτη υπακοή από τα πνευματοπαίδια τους. Οι ίδιοι να ζουν μία ρηχή πνευματική ζωή και να επιβάλουν κανόνες αδύνατους γι’ αρχάριους. Να είναι υπεράγαν αυστηροί στους άλλους και ιδιαίτερα επιεικείς στους εαυτούς τους. Να θέλουν να κάνουν τις ενορίες μοναστήρια και να υποχρεώνουν τους ακολούθους τους σ’ ένα βαρύ τυπικό, μόνο και μόνο για να θαυμάζονται ως παραδοσιακοί και αυστηροί. Να δημιουργούν φανατικούς, δεσμευμένους, ανελεύθερους οπαδούς. Να ταλαιπωρούν τελικά ψυχές και να τις καθυστερούν από την πραγματική πνευματική τους ανάβαση, καθυστερώντας στην ενασχόληση περιττών και κουραστικών λεπτομερειών» 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ







Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας.

Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.

Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα - Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.

Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας. Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.

Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαιας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.

Έκτος, λοιπόν, άπ' αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ' εκείνες πού του είχαν ορίσει.

Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ' εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο - λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ' όλα τ' άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.

Πνευματικός του ήταν ό Παπα - Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.


ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ


Μια νύχτα του Γενάρη, τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου του, αφού είπαν δυο λέξεις μόνον από το «Δι' ευχών».

Ό Μοναχός Σπυρίδων άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά του έναν Άγγελο. Μόλις τον είδε ταράχτηκε τόσο πού δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνον έτριβε τα μάτια του και του φάνηκε ο Άγγελος πολύ κόκκινος.

Ό φαινόμενος Άγγελος, δεν του έδωκε καιρό να σκεφθεί, άρχισε να του λέει επαίνους και κολακείες: «— Αδελφέ, ό Θεός δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, σα θυμίαμα και επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά πού κάνεις, από τον εαυτό σου και την προαίρεση σου, με έστειλε να σε πάρω νάρθεις ν' ανέβουμε μαζί στην κορυφή του Άθωνα, και κείνος θα κατέβει με όλους τους αγίους, για να τον προσκυνήσεις, να πάρεις θάρρος και δύναμη, για να κάνεις μεγαλύτερες και περισσότερες αρετές. Εμπρός να φύγουμε, έχω εντολή να σε πάρω αμέσως, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ό Δεσπότης Χριστός θα είναι στο θρόνο να τον προσκυνήσεις και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα». Ό Μοναχός Σπυρίδων, από τη φαντασία και την υπερηφάνεια σκοτισμένος, δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να ειπεί την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή καν να κάνει έστω και μια φορά το σταυρό του, χωρίς να σκεφθεί τίποτε το πονηρό, ακολούθησε τον φαινόμενο Άγγελο και πήραν τον ανήφορο να πάνε στην κορυφή του Άθωνα από τα Κατουνάκια, μες την καρδιά του χειμώνα. Ό δρόμος ήταν καλυμμένος με πολλά χιόνια, πολλές φορές ό Μοναχός βούλιαζε μέχρι τη μέση στα χιόνια, παραπονιόταν πώς κουράστηκε, κι έλεγε να καθίσουν λίγο, αλλά ό φαινόμενος Άγγελος του απαντούσε: «Κάνε κουράγιο, αδελφέ, δεν είδες ότι τα καλά έργα «κόποις κτώνται και μόχθοις κατωρθούνται λίγο ακόμη φθάνουμε».

Ό Μοναχός άλλου έπεφτε κι άλλου σηκωνότανε, με πολλή ταλαιπωρία και κόπο, σε τρεις ώρες φτάσανε επί τέλους στην κορυφή !

Ό φαινόμενος Άγγελος όλος χαρά, λέγει στο Μοναχό Σπυρίδωνα: Κοίταξε άββά προς τα εκεί. Ό Μοναχός σαστισμένος από την πολλή κούραση, γύρισε προς τα δυτικά της Κορυφής και είδε μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο πού είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση φαινότανε σαν το Δεσπότη Χριστό φορεμένο αρχιερατικά άμφια, να κάθεται σε θρόνο, γύρω - γύρω να είναι Άγγελοι. Μετά βλέπει να έρχονται κύματα - κύματα οι άγιοι σε Τάγματα. Τότε άρχισε να διακρίνει, πώς ερχόντουσαν τα διάφορα Τάγματα των Αγγέλων, των Αποστόλων, των Όσίων, των Ιεραρχών και των Δικαιων ανδρών και γυναικών, ακριβώς όπως παριστάνονται στην εικόνα των Αγίων Πάντων.


Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ


Από τους ιεράρχες, μπροστά - μπροστά φαινόταν να έρχεται ό Άγιος Σπυρίδων, τότε ό φαινόμενος Άγγελος προστακτικά είπε στο μοναχό Σπυρίδωνα: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός και κοιτάς έτσι περίεργα; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό πού σε περιμένει; Πήγαινε σύντομα να τον προσκυνήσεις».

Ό Μοναχός Σπυρίδων, επηρεασμένος από τη φαντασία της υπερηφάνειας, φούσκωνε πιο πολύ σαν το Παγώνι και προχώρησε λίγο, αλλά σιγά - σιγά πήγαινε με δισταγμό κάπως, σαν να του έλεγε κάτι από μέσα του, μην προχωρείς άλλο! τι να ήταν άραγε ; Να ήταν ή φωνή της συνειδήσεως ή ό φύλακας Άγγελος του; Σε μια στιγμή, ό πάτερ Σπυρίδων, πρόσεξε τον Άγιο Σπυρίδωνα, πού ερχότανε μπροστά, πώς στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, πού, το ύψος του έφτανε το ένα μέτρο. Τον άγιο Σπυρίδωνα, επειδή έφερε το όνομά του, σαν προστάτη του, τον είχε περισσότερη ευλάβεια και σεβασμό και επειδή συνήθως οι αγιογράφοι στις εικόνες, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον παριστάνουν αντίθετα από εκείνο πού αυτός έβλεπε, με πολύ μικρή σκούφια, ό πάτερ Σπυρίδων, παραξενεύτηκε βλέποντας τόσο μεγάλη και ψηλή σκούφια να φορεί ό άγιος του και κάνοντας το σταυρό του είπε φωναχτά: «Κύριε ελέησον, ό άγιος μου Σπυρίδωνας να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα! !»

Μόλις έκαμε το σημείο του σταυρού, χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ό ίδιος, είδε πώς βρισκότανε στο χείλος του γκρεμού, ευτυχώς το ένα πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι και το άλλο πού είχε σηκωμένο, γιο: να προχωρήσει, βρίσκονταν στο κενό, δηλαδή δεν είχε μέρος να το πατήσει, γιατί αν έκανε μισό βήμα ακόμη, θα έπεφτε στο κενό πού είναι περισσότερο από χίλια μέτρα βάθος. Τον λυπήθηκε όμως ό Θεός, γιατί αντί να πέσει μπροστά, έγειρε προς τα πίσω και έμεινε εκεί από το φόβο και τη φρίκη πού δοκίμασε περισσότερο από τρεις ώρες λιπόθυμος και συνήλθε σαν πήρε για καλά ή ήμερα και, τον ζέστανε ό ήλιος.


Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ


Πήρε το δρόμο του γυρισμού, άλλα τα πόδια κι όλο το σώμα πονούσαν φρικτά και έτρεμαν από το φόβο και την υπερβολική νηστεία. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έκαμε 12 ολόκληρες ώρες να κατέβει από τον Άθωνα και με πολύ κόπο πήγε στο ησυχαστήριο, κτύπησε την πόρτα του Γέροντα του, άνοιξε και τον βρήκε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό.

στην ερώτηση τι του συνέβη, ό Πάτερ Σπυρίδων, αντί απαντήσεως έπεσε στα πόδια του Γέροντα του, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το φρικτό πάθημα του και την απάτη πού του έκαναν οι Δαίμονες.

Ό Γέροντας του, απλός και ενάρετος άνθρωπος, ζήτησε να μάθει την αίτια και αφού έμαθε τα κρυφά θελήματα, τις επί πλέον προσευχές, νηστείες και γονυκλισίες, του έδωκε επιτίμιο και αυστηρό κανόνα και εν συνεχεία τον έστειλε στον Πνευματικό του Παπα - Γρηγόρη, ό όποιος με τη σειρά του, επειδή ό πάτερ Σπυρίδων, πίστεψε στις φαντασίες του Σατανά και τον ακολούθησε, χωρίς να ρωτήσει το Γέροντα του ή καν να κάνει το σταυρό του, κίνησε και πήγε στο άγνωστο, τον έπετίμησε και τον τιμώρησε επί τρία χρόνια να μη κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Του επέβαλε αποκλεισμό από την κοινή προσευχή και υποχρεωτικά, για τις κρυφές νηστείες πού έκανε με το θέλημα του, θα κατέλυε κάθε μέρα αρτύσιμοι τροφή και για να του ταπεινώσει το φρόνημα, τον έστειλε στο ιερό Κοινόβιο της Μονής του αγίου Διονυσίου, πού ήταν ένα από τα αυστηρότερα Μοναστήρια, να πλένει υποχρεωτικά τα πιάτα στο μαγειρείο του Κοινοβίου και να λέγει αύτη την προσευχή συνέχεια: «ελέησον με ό Θεός το βδέλυγμα».

Τρία χρόνια έμεινε στον κανόνα αυτό στο Μοναστήρι του Διονυσίου και μετά γύρισε και πάλι στο Γέροντα του, ό όποιος με χαρά τον δέχτηκε μετανοημένο και διορθωμένο.
Ό αδελφός Σπυρίδων, έλεγε το πάθημα του αυτό, σ' όλους τους Πατέρες, τους οποίους παρακαλούσε να προσεύχονται και γι' αυτόν. Σ' όλη δε τη ζωή του, δεν έλειψαν ποτέ τα δάκρυα από τα μάτια του. Για την υπακοή του δε αυτή, πού ακολούθησε κατά γράμμα τον κανόνα του Γέροντα και του Πνευματικού -του, τον αξίωσε ό Θεός να αποκτήσει ταπείνωση πλέον αληθινή και όχι ψεύτικη και να τελειωθεί με μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση, γενόμενος υπόδειγμα κάλου υποτακτικού και τέλειου Μονάχου.


Ο ΘΕΟΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΡΕΤΕΣ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ


Λίγα χρόνια μετά από το συμβάν αυτό, σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες στα Κατουνάκια, ασκήτευε ένας Ιερομόναχος σαν υποτακτικός σε έναν ευλαβέστατο και διακριτικό Γέροντα Σεραφείμ.

Ό υποτακτικός νέος Ιερεύς τότε, με πολλή προθυμία και ευλάβεια στα πνευματικά καθήκοντα, από τον μισόκαλο διάβολο παρακινούμενος, έκανε κρυφά προσευχές και νηστείες, χωρίς να έχει τη γνώμη και συγκατάθεση του Γέροντα του.

Πέρασαν αρκετά χρόνια, με τη νοθευμένη, από το θέλημα του, αύτη ευλάβεια, πού του έδωσε και μια ψευτοταπείνωσι στα μάτια των άλλων αδελφών να φαίνεται αγαθός και άκακος.

Μια βραδιά τα μεσάνυχτα, όπως έκανε την κρυφή προσευχή του αυτή, βλέπει στη γωνιά της οροφής του Κελιού του, να κατεβαίνει από το ταβάνι ένας κατακόκκινος άγγελος πού έμοιαζε σαν φωτιά (παίρνει ό Σατανάς το σχήμα του αγγέλου, αλλά το διακριτικό πού τον ξεχωρίζει από τον πραγματικό άγγελο είναι πώς φαίνεται κατακόκκινος σα φωτιά και φέρνει ταραχή και φρίκη στην ψυχή εκείνου πού τον βλέπει), ό όποιος αφού κατέβηκε δήθεν από τον ουρανό χωρίς να πιάνεται από πουθενά, για να κατέβει στο δωμάτιο του αδελφού, πιανότανε από τα ξυλοπάταρα του ταβανιού, όπως έχουν εκεί τα παλιά σπίτια και Καλύβια, πιανότανε λοιπόν ό φαινόμενος άγγελος για να μην πέσει στο κενό.

Ό Ιερομόναχος όταν τον είδε τρόμαξε και άρχισε με το δεξί του χέρι να σταυρώνει τον αέρα και να φωνάζει: «Κύριος επιτίμησε σε διάβολε, φύγε από το δωμάτιο μου καταραμένε» και συνέχιζε να σταυρώνει.

Ό φαινόμενος άγγελος όμως δεν έφευγε, άλλα με κολακευτικό τρόπο, του έλεγε: «Αδελφέ, μην ενοχλείσαι από την παρουσία μου, γιατί μ' έστειλε ό Θεός να σου ειπώ, πώς δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, ευχαριστήθηκε πολύ άπ' αυτές και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα».

Ό Ιερομόναχος υστέρα άπ' αυτά άρχισε να υποχωρεί και να παίρνει θάρρος, άλλ' ό φανείς άγγελος έγινε άφαντος, αφού συνέχιζε να σταυρώνει τον αέρα και επειδή έδωκε βάση κάπως σ' αυτά πού άκουσε, φαίνεται πίστεψε στα κολακευτικά λόγια του Σατανά, διότι άρχισε από μέσα του να φουσκώνει από εγωισμό και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.

Δεν πέρασαν όμως ούτε 15 ήμερες και επειδή δεν φανέρωσε σε κανέναν τη σατανική παγίδα, ό δαίμονας πείραξε τον Ιερομόναχο με πολύ σκληρό σαρκικό πόλεμο, τόσο πού δεν έβρισκε ησυχία μέρα - νύχτα επί σαράντα ή μερόνυχτα. Τότε εξαναγκάστηκε να το εξομολογηθεί στο Γέροντα του και στο πνευματικό του, Παπα - Συμεών, ό όποιος ήταν καλός και διακριτικός, τον κανόνισε περισσότερο για την απόκρυψη των κρυφών αυτών ενεργειών του και του επέβαλε αυστηρή τιμωρία.

Στην αρχή του επέβαλε, να εξευτελίζει τον εαυτό του ενώπιον όλων των Πατέρων και να λογαριάζει πώς είναι ό αμαρτωλότερος άνθρωπος της γης. Σε συνέχεια του λοιπού δε θα κάνει τίποτε χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δε θα κάνει ούτε προσευχή πέραν της κεκανονισμένης ούτε θα λειτουργήσει επί αρκετό χρονικό διάστημα.
Έτσι αφού εξομολογηθεί και ταπεινώθηκε ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και τους ανθρώπους, άρχισε να υποχωρεί ό σαρκικός πόλεμος, ό οποίος κυρίως τρέφεται με τον εγωισμό, την πολυφαγία και τη φαντασία των αισχρών λογισμών και πραγμάτων, και ανάλογα ό άνθρωπος γίνεται θύμα του πολέμου ή νικητής και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Δεσπότη Χριστό, πού βραβεύει τις καλές μας πράξεις και τιμωρεί τίς κακές και κρυφές ενέργειες μας.




Εις δε τους ανθρώπους που επιμένουν να κάνουν το θέλημα τους αυτά και χειρότερα παραχωρεί ό Πανάγαθος θεός, πού θέλει με κάθε τρόπο να μας σώσει και να μας παραλάβει καθαρούς και αγνούς στη βασιλεία των ουρανών, όπως έγινε με τον εν λόγω ιερομόναχο, πού για παραδειγματισμό όλων ημών παραχώρησε να πάθει αυτά για να προσέχομε εμείς. 

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ






῾Ο Γέροντας ἀξημέρωτα ἀκόμη ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ καθολικοῦ. Τό σκοτάδι ἦταν ἀκόμη πηχτό, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε νά προχωρήσει καί νά φτάσει στό ἅγιο βῆμα. ῎Ηξερε κάθε πατημασιά, κάθε κρυφή γωνιά τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ του. Χρόνια βρισκόταν καί ὑπηρετοῦσε στό μικρό καί ταπεινό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, πού ἀπεῖχε λίγη ὥρα ἀπό τό σκαρφαλωμένο πάνω στό βουνό χωριό τῆς περιοχῆς. Λιγοστοί οἱ κάτοικοί του, εὐλαβεῖς καί πιστοί ὅμως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν δίσταζαν μέ κάθε καιρό νά ἀνεβαίνουν στούς ἁγίους καί νά λειτουργοῦνται ἀπό τόν ἀγαπημένο τους Γέροντα. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία τό γεγονός ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἐγκατάλειψή τους ἀπό τήν Πολιτεία εἶχαν τό μοναστήρι καί τόν Γέροντα, ἔστω καί μόνο του.

 ῾῾Ο Θεός καί οἱ ἅγιοι ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός τουλάχιστον δέν μᾶς ἔχουν ἀφήσει ποτέ ἀβοήθητους᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν μέ εὐγνωμοσύνη. ῾Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἰσχύει αὐτό πού λένε: ἀπ᾽ τόν Θεό κι ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους ξεγραμμένοι. ᾽Απ᾽ τούς ἀνθρώπους, ναί! ῎Οχι ὅμως ἀπό τόν Θεό!᾽

Γι᾽ αὐτό καί εἶχαν κανονίσει ἐκ περιτροπῆς νά ἀνεβαίνουν καί νά βοηθοῦν τόν Γέροντα στήν καθαριότητα τοῦ χώρου, ἐνῶ ὁ κυρ-Κωστῆς, πού διατηροῦσε ἕνα μικρό καφενέ ἀπό παλιά στό χωριό κι εἶχε μάθει ἀπό τόν παπποῦ του μερικά ψαλτικά, ἐκτελοῦσε χρέη νεωκόρου καί ψάλτη. Μπορεῖ νά μήν ἤξερε τά σημαδάκια τῶν βιβλίων τῆς ψαλτικῆς, ἀλλά τά κατάφερνε μιά χαρά στίς διάφορες ἀκολουθίες, τούς ἑσπερινούς καί τίς θεῖες λειτουργίες.

Πολλές φορές βέβαια εἶχε παραξενευτεῖ ἀπό τήν στάση τοῦ Γέροντα. Σάν νά ἀφαιρεῖτο κάποιες στιγμές τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, σάν νά μιλοῦσε ἄλλοτε μέ κάποιους, τότε πού ἑτοίμαζε τήν προσκομιδή.

῾Γέροντα, τί λές; Μέ ποιούς μιλᾶς;᾽ εἶχε τολμήσει κάποια φορά νά τόν ρωτήσει.
῾Μά, μέ τούς ἀγγέλους, παιδί μου᾽, τοῦ ᾽χε ἀπαντήσει ὁ ἁπλοϊκός Γέροντας, σάν νά τοῦ ἔλεγε τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου.
 ῾Εἶναι δυνατόν νά λειτουργοῦμε τόν Κύριο, νά ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί νά μᾶς δίνει τό σῶμα καί τό ἅγιο αἷμα Του, καί νά μή συνοδεύεται ἀπό τούς ἁγίους ὑπηρέτες Του, τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους;  Δέν λέμε στήν Λειτουργία ὅτι παρευρίσκονται χιλιάδες ἄγγελοι καί ἀρχάγγελοι, δυνάμεις, ἐξουσίες, πολυόμματα, πτερωτά; ῎Ε, μ᾽ αὐτούς μιλάω᾽.

῾Ο κυρ-Κωστῆς κρατοῦσε μία ῾πισινή᾽ στά λόγια αὐτά τοῦ καλόγερου. Μπορεῖ νά ἦταν πιστός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἦταν ἐντελῶς πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τήν λογική τοῦ καλοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος στό κάτω-κάτω δέν διακρινόταν καί γιά τήν μόρφωσή του.

῎Ηξερε ὅτι ἀπό μικρό παιδί ὁ Γέροντας εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, ἀλλά γράμματα ἰδιαίτερα δέν εἶχε μάθει. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε ἀκουστεῖ τά ἐκκλησιαστικά γράμματα τά εἶχε μάθει ἀπό ἀνθρώπους ἀμφίβολης χριστιανικῆς πίστης. Κάποιοι λέγανε ὅτι αἱρετικοί τόν δίδαξαν τά τῆς Θείας Λειτουργίας. ᾽Αλλά κι ὁ κυρ-Κωστῆς ὀλιγογράμματος ὅπως ἦταν δέν μποροῦσε νά καταλάβει ἀκριβῶς ποιά ἦταν ἡ ἀλήθεια.

᾽Εκεῖνο πού γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί χωρίς ἀμφιβολία, κι αὐτός καί ὅλοι στό χωριό, ἦταν ἡ ἁγία βιοτή τοῦ παπᾶ τους. ῎Α, ὅλα κι ὅλα, μπορεῖ ὁ Γέροντας νά μήν ἤξερε πολλά γράμματα, εἶχε ὅμως φόβο Θεοῦ καί μεγάλη εὐλάβεια γιά τήν πίστη. Τό ᾽βλεπες ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν προσευχόταν. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε. ῾Ο ἴδιος ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἤτανε ὀλιγαρκής σέ ὅλα του, κι ὅ,τι τοῦ ἔφερναν τό μοίραζε στούς ἀναγκεμένους χωρίς νά τό διατυμπανίζει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ἀπό τό πουθενά οἱ φτωχοί ἄνθρωποι ἔβρισκαν στήν πόρτα τους αὐτό πού τούς ἔλειπε, ἀλλά ξέρανε ὅτι αὐτό προερχόταν ἀπό τόν Γέροντά τους. Δέν ἦταν τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὅλοι πιά τόν πίστευαν καί τόν εἶχαν γιά ἅγιο.
῾᾽Αλλά νά βλέπει καί νά μιλάει μέ ἀγγέλους;᾽ σιγομουρμούριζε ὁ κυρ-Κωστῆς. ῾Αὐτό μᾶλλον παραπάει...᾽.

῾Ο Γέροντας ἄναψε τά καντήλια. ῎Εκανε πολλές στρωτές μετάνοιες, φίλησε τίς εἰκόνες, πῆρε καιρό. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ῾Κύριε, ἐλέησον᾽, ψέλλιζε διαρκῶς.

Μέχρι νά ᾽ρθεῖ ὁ νεωκόρος φόρεσε τήν στολή του, λέγοντας τήν συγκεκριμένη εὐχή γιά κάθε ἄμφιο, καί ξεκίνησε τήν προσκομιδή γιά τήν λειτουργία τοῦ Σαββάτου. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ὅλον τόν χρόνο λειτουργοῦσε. Πέρα ἀπό τίς ἄλλες γιορτές. ῾Ο κόσμος, ὅσο μποροῦσε, ἀνταποκρινόταν. ῎Εβλεπε κι ἔνιωθε ὅτι στό μοναστηράκι αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν κάτι ἄλλο. Σάν νά κατέβαινε ὁ οὐρανός στήν γῆ.

῾Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων᾽, πῆρε νά λέει ὁ Γέροντας κι ἄρχισε νά λέει ὅ,τι εἶχε μάθει γιά τήν ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς.

Κοίταξε στό ἡμίφως τῶν κεριῶν δεξιά καί ἀριστερά του. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ψιθύρισε μέ εὐγνωμοσύνη. ῾῞Αγιοι ἄγγελοι πρεσβεύσατε καί ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ᾽, ἔκανε μία κίνηση προσκύνησης βλέποντας τούς ἁγίους ἀγγέλους πού παρευρίσκονταν κάθε φορά πού ξεκινοῦσε τήν ἁγία τελετή, ἀλλά καί μετέπειτα στήν ὅλη ἀκολουθία.

Ξάφνου ἄκουσε βήματα καί κάτι σάν συζήτηση ἔξω ἀπό τό ἱερό πού τόν παραξένεψαν. ῾Γέροντα,  τήν εὐχή σου. ῾Ο Κωστῆς εἶμαι, ἀλλά ὄχι μόνος᾽, εἶπε ψιθυριστά ὁ νεωκόρος καί ψάλτης, ὁ ὁποῖος καί αὐτός εἶχε μάθει καί ἀκολουθοῦσε τό ὡράριο τοῦ Γέροντα.  ῾῎Εχει ἔλθει κι ἕνας παπᾶς ξένος μαζί μέ κάποιους ἄλλους καί περιμένει ἔξω ἀπό τό ἱερό᾽, συνέχισε, κατεβάζοντας ἀκόμη περισσότερο τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί πλησιάζοντας τόν Γέροντα γιά νά φιλήσει τό χέρι του. ῾Νά τοῦ πῶ νά μπεῖ μέσα; Δέν μοιάζει χωριατόπαπας κι οὔτε τόν ἔχω ματαδεῖ. Ποιός ξέρει ἀπό ποιά πόλη ἦρθε καί πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽
῾Πές του, παιδί μου, νά περάσει. Οἱ ἱερεῖς στό ἅγιο βῆμα μπαίνουν καί προσκυνοῦν᾽.

῾Ο παπᾶς ἦταν ἕνας νεαρός διάκος πού εἶχε ἔρθει μέ κάποιους προσκυνητές, γιατί εἶχε μάθει ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, τό ὁποῖο σημειωτέον ἐκτός ἀπό τήν πνευματική του προσφορά εἶχε νά προσφέρει καί μία καταπληκτικοῦ κάλλους φυσική ὀμορφιά.  Βρισκόταν ἀνάμεσα σέ λυγερόκορμα δέντρα, μέσα σέ πλούσια βλάστηση, πού τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ ἔβρισκαν καταφύγιο, δοξολογώντας τόν Θεό μέ τό ἀδιάκοπο τιτίβισμά τους. Θέλησαν λοιπόν νά προσκυνήσουν τούς ἁγίους καί νά ἀπολαύσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν εὐκαιρία νά λειτουργηθοῦν, μιά καί ἦταν Σάββατο.

῾Παιδί μου, νά μέ συμπαθᾶς᾽ εἶπε ὁ Γέροντας στόν νεαρό διάκο. ῾Θά τά ποῦμε ἀργότερα, στό τέλος᾽.

῾Ο Γέροντας συνέχισε τήν προσκομιδή μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βάλει ῾εὐλογητό᾽ γιά τόν ὄρθρο. ῾Ο διάκος στεκόταν πλάϊ του στό μικρό ἱερό καί παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τήν ὅλη τελετή. ῾Η μορφή τοῦ Γέροντα τόν εἶχε ἐντυπωσιάσει. Τοῦ εἶχαν μιλήσει γιά τήν ἁγιότητά του, ἀλλά τό διεπίστωνε κι ὁ ἴδιος. Στό βλέμμα τοῦ ἁπλοῦ αὐτοῦ καλόγερου ἔβλεπε μιά ὑπερκοσμιότητα πού δέν εἶχε ξαναδεῖ σέ ἄλλους ἱερεῖς.

῾Μά..., Γέροντα, συγγνώμη πού ἐπεμβαίνω, μέ ὅλο τό θάρρος...᾽, διέκοψε τήν τελετή κάποια στιγμή μέ συστολή καί μεγάλη σεμνότητα ὁ διάκος. Εἶχε παλέψει νά μή μιλήσει, ἀλλά ἡ συνείδησή του τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν δισταγμό του. ῾Δέν θά ἔλεγα τίποτε, ἀλλά αὐτά πού λέτε στήν προσκομιδή δέν εἶναι τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, ἀλλά κάποιας κακόδοξης. Δέν μπορῶ νά μήν σᾶς τό πῶ᾽.

Σάν νά τοῦ κακοφάνηκε τοῦ Γέροντα ἡ ἐπέμβαση τοῦ διάκου. ῾Ο ἴδιος συνέχιζε νά βλέπει τούς ἀγγέλους, τούς ὁποίους προφανῶς δέν ἔβλεπε ὁ νεαρός κληρικός, γι᾽ αὐτό καί στηριγμένος στήν ὅρασή του καταφρόνησε τά λόγια τοῦ διάκου. ῎Εκανε πώς δέν τόν ἄκουσε καί συνέχισε τό ἔργο του.

῾Ο διάκος ὅμως ἐπέμενε. ῾᾽Εδῶ δέν εἶναι θέμα εὐγένειας᾽ ἔλεγε ὁ λογισμός του, καί δικαίως. ῾᾽Εδῶ εἶναι θέμα ὀρθῆς πίστης. Καί μέ τήν πίστη δέν παίζει κανείς. ῾Ο Γέροντας εἶναι ἅγιος, ἀλλά σφάλλει᾽.

῾Σφάλλετε, Γέροντα, γιατί αὐτά πού λέτε ὡς εὐχές δέν τά παραδέχεται ἡ ᾽Εκκλησία μας᾽.

Προβληματίστηκε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ διάκου νά τόν ἐλέγχει. Στράφηκε καί πάλι πρός τούς ἀγγέλους.
῾᾽Επειδή ὁ διάκονος αὐτά κι αὐτά μοῦ λέει, εἶναι σωστά τά λόγια του; ῎Εχει δίκιο ἤ ἄδικο;᾽
῾Νά τά παραδεχτεῖς, Γέροντα᾽, τοῦ εἶπαν οἱ ἄγγελοι, πάλι μέ φωνή πού μόνος αὐτός ἄκουγε. ῾῾Ο διάκος καλά σοῦ τά λέει᾽.

᾽Απόρησε καί παραξενεύτηκε ὁ Γέροντας. ῾Καί τόσο καιρό πού μέ  βλέπετε νά τά λέω λάθος, γιατί δέν μοῦ εἴπατε τίποτε; Γιατί δέν μέ διορθώσατε ἐσεῖς;᾽ Φάνηκε ἐξουθενωμένος ὁ παπᾶς.

῾Γιατί ὁ Θεός ἔτσι οἰκονόμησε τά πράγματα: ὁ ἄνθρωπος νά διορθώνεται ἀπό ἀνθρώπους. Γέροντα, μή ξεχνᾶς. ῾Ο Θεός μας γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους δέν ἔγινε ἄγγελος, δέν ἔγινε κάτι ἄλλο, ἀλλά ἔγινε κι ᾽Εκεῖνος ἄνθρωπος. Ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτησή σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽.

Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἅγιου Γέροντα. Ταπεινά διόρθωσε ὅ,τι ἐσφαλμένο ἔκανε καί ἔλεγε, εὐχαρίστησε τόν Θεό καί τόν ἀδελφό.

Μά τό πολύ σημαντικότερο πού ἔμαθε ἦταν κάτι ἄλλο: κατάλαβε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ κάθε συνανθρώπου του μπορεῖ νά εἶναι τό μήνυμα πού τοῦ στέλνει κάθε φορά ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία του.  Ὁ ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νά ῾βλέπει᾽ ὡς ἀγγέλους καί τούς ἴδιους τούς συνανθρώπους του. 




ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''


Ο ΦΡΙΚΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥ


῾Γέροντα, πάλι μᾶς ἀφήνεις;᾽ τοῦ εἶπε μέ ἀγαθή διάθεση ὁ νεαρός καλόγερος, θέλοντας νά πειράξει λίγο τόν ἀββᾶ ῎Ιανθο. ῾Τόσο πολύ δέν μᾶς ἀγαπᾶς πιά καί κάθε λίγο καί λιγάκι μᾶς ἐγκαταλείπεις;᾽

Χαμογέλασε πλατιά ὁ ἀββᾶς. Χαιρόταν νά βλέπει τά νεαρά καλογέρια τοῦ μοναστηριοῦ νά τόν πλησιάζουν μέ ἄνετη διάθεση, χωρίς νά κρατοῦν ἀπέναντί του τυπικές ἀποστάσεις. Μπορεῖ νά ἦταν γέροντας στήν ἡλικία, ἀλλά ἡ ὅλη βιοτή του στό μοναστήρι δεκαετίες τώρα ἔκανε τούς πάντες νά τόν θεωροῦν ῾τόν δικό τους ἄνθρωπο᾽. ῎Ισως ἦταν τό γλυκό του χαμόγελο, ἡ συγκαταβατικότητα πού ἐπιδείκνυε σέ ὅλους, ἀκόμη κι ἡ διακριτική σοβαρότητά του, ἡ ὁποία  ἐξέπεμπε μία τέτοια συμπάθεια πού ἕλκυε τούς ἄλλους σάν μαγνήτης.

 Ἦταν ἕνα παράδοξο αὐτό πού συνέβαινε μέ τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ. ᾽Αφενός παρουσίαζε μία ἀσκητικότητα καί αὐστηρότητα ὡς πρός τόν ἑαυτό του, πού ἔφθανε κάποτε μέχρι σημείου σκληρότητας τέτοιας  πού τόν παρακαλοῦσαν ὁρισμένοι μοναχοί νά μετριάσει τήν ἀσκητική του διαγωγή, ἀφετέρου ἡ καρδιά του ἦταν τόσο τρυφερή, ὥστε ὅλοι ἔνιωθαν μαζί του σάν νά τούς ἀγκάλιαζε ἡ ἴδια ἡ μάνα τους. Μά αὐτή εἶναι ἡ λογική τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης: ὑποπιάζει κανείς, κατά τόν ἀπόστολο, τό σῶμα του καί τό δουλαγωγεῖ, γιά νά γίνει δόκιμος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τά ἀνθρώπινα πάθη δέν ἀντιμετωπίζονται μέ τό ῾σεῖς καί τό σᾶς᾽. ᾽Απαιτοῦν δόσιμο αἵματος, προκειμένου νά καθαρίσει τό ἔδαφος ἀπό τά ἀγκάθια τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί νά φυτρώσει τό ὡραιότερο ἄνθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη του λοιπόν καί ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα του εἶχαν σμιλευτεῖ κάτω ἀπό τήν σμίλη τῆς ἀδιάκοπης μέριμνάς του ῾πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ᾽. Σκληρός μέ τόν ἑαυτό του, ἀνεκτικός καί ἀνοικτός μέ τούς ἄλλους. Νά ἡ εἰκόνα τοῦ ἀββᾶ ῎Ιανθου μέσα στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ κοινοβιάρχου στούς ῞Αγιους Τόπους τῆς γῆς αὐτῆς.

῎Εδωσε τήν εὐχή στόν νεαρό πού τόν ρώτησε κι ἀπάντησε σάν νά ᾽παιρνε σοβαρά τά λόγια του: ῾῾Ο Θεός γνωρίζει πόσο σᾶς ἀγαπῶ, παιδί μου. Κι ἀκριβῶς ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ τόσο, παίρνω εὐλογία κάθε μήνα γιά νά ἀποσυρθῶ μερικές ἡμέρες στήν ἔρημο. Στήν ἡλικία μου εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ ἀπομόνωση, νά μιλήσω μόνος μόνῳ Θεῷ, νά προσευχηθῶ ἀπερίσπαστος γιά σᾶς καί γιά ὅλον τόν κόσμο. Ἡ ἔρημος, παιδί μου, μοιάζει σάν τήν καρδιά στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. ῞Οπως τό αἷμα περνάει κάθε φορά ἀπό ἐκεῖ, γιά νά φιλτραριστεῖ, νά ἀνανεωθεῖ, νά διοχετευθεῖ μέ καινούργια δύναμη στό σῶμα μας, ἔτσι συμβαίνει καί μ᾽ αὐτήν γιά ἐκεῖνον πού ξέρει νά τήν ἀξιοποιήσει. ῾Η ἔρημος μᾶς ἀνανεώνει καί μᾶς στέλνει καινούργιους πίσω στό μοναστήρι. Θά τό δεῖς κι ἐσύ ἀργότερα, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου θά ζητήσει μία τέτοια κίνηση καί θά τό ἐπιβεβαιώσει ὁ ἅγιος ἡγούμενος᾽.
῾Εὐλόγησον, ἀββᾶ᾽, εἶπε μέ σεμνότητα ὁ καλόγερος, ῾καί νά εὔχεσαι γιά μένα᾽.

῾Ο ἀββᾶς ῎Ιανθος χωρίς βιασύνη καί μέ μυστική χαρά στήν καρδιά του πῆρε τά χρειαζούμενα γι᾽ αὐτό πού ἔκανε χρόνια τώρα, τήν γιά λίγες μέρες ἀπόσυρσή του, καί μέ τό κατευώδιο τοῦ ἡγουμένου προχώρησε στόν Κουτιλᾶ, τήν ἔρημο πού στίς σπηλιές της δεχόταν τούς ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι μέ βαθύ ἔρωτα πρός τόν Θεό ἀνέπεμπαν τούς ἀλαλήτους στεναγμούς τῆς καρδιᾶς τους πρός Αὐτόν καί τόν ἀδαμιαῖο θρῆνο τους ὄχι μόνο γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά πολύ περισσότερο γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ σύμπαντος κόσμου. Αὐτό πού ζοῦσε κι ὁ ἀββᾶς ῎Ιανθος τίς ἡμέρες καί τίς νύκτες ἐκεῖνες δέν μποροῦσε νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν μερικές φορές τόσο δυνατές, ὥστε ἐκεῖνες τίς ὧρες νόμιζε πώς ἡ καρδιά του δέν θά ἀντέξει καί θά σπάσει. Τό σύνηθες ὅμως ἦταν νά στέκει γονατιστός ἤ κι ἐντελῶς μπρούμυτα καί μέ δάκρυα στά μάτια νά παρακαλεῖ διαρκῶς τόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με᾽, ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με᾽ ἐπαναλάμβανε ἀδιάκοπα μέσα στήν καρδιά.

῎Εφτασε κι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς διαμονῆς του. ῾Η προσευχή του παρατάθηκε ὅλη τήν νύκτα, μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος φώτισε μέ τίς ἀκτίνες του τήν ἅγια κατοικία του. ῾Ο Κουτιλᾶς ἔπρεπε γιά μία ἀκόμη φορά - ἤ ἴσως καί τελευταία; σκέφτηκε – νά ἀφεθεῖ πίσω του. ῎Ηδη ἄρχισε πρίν τήν ἀναχώρηση νά τήν νοσταλγεῖ.

῾Μά, τί ᾽ναι αὐτές οἱ φωνές καί ἡ φασαρία;᾽ ἀναρωτήθηκε ξαφνικά, τεντώνοντας τό αὐτί του νά καταλάβει τί γίνεται. ᾽Ανασηκώθηκε καί βγῆκε ἀπό τήν σπηλιά. ῾Στήν ἔρημο τέτοιες φωνές καί τρανταχτά γέλια;᾽ Δέν ἄργησε νά καταλάβει. Μιά ὁμάδα Σαρακηνῶν ληστῶν, καμιά δεκαριά στόν ἀριθμό, ἀνέβαινε τό βουνό χαχανίζοντας μέ ἀπόλυτη αἴσθηση τῆς κυριαρχίας τοῦ χώρου. Δέν πολυκαταλάβαινε τί ἔλεγαν, ἀλλά φαινόταν ὅτι τά λόγια τους ἦταν λόγια προκλητικά, γιατί τούς ἔκαναν νά τραντάζονται ἀπό τά γέλια.

Μιά στιγμή ὁ ἕνας τους σταμάτησε ἀπότομα. ῎Αρχισε νά δείχνει ἀγριεμένος μέ τό δάχτυλό του στούς ἄλλους τόν ἀββᾶ πού στεκόταν σέ μικρή σχετικά ἀπόσταση ἀπό αὐτούς στό ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς. Κάτι εἶπε στούς ἄλλους πού ἀκούστηκε σάν βρισιά κι ἄρχισε νά προχωρεῖ γρήγορα καί ἀπειλητικά πρός τό μέρος του. Ἡ διάθεσή του δέν ἄργησε νά φανεῖ. ᾽Ερχόμενος πρός τόν Γέροντα γύμνωσε τό ξίφος του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει. Λίγα μέτρα καί ὁ ἀββᾶς θά ἦταν ἕνα παρελθόν γιά τόν κόσμο τοῦτο.

῾Ο ἀββᾶς μεταρσιωμένος ἀπό τήν ὁλονύκτια προσευχή δέν ἔδειξε νά ταράζεται ἰδιαίτερα. ῎Αλλωστε πολύ συχνά παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά τόν πάρει ἀπό τήν ζωή αὐτή, γιά νά βρεθεῖ μιά ὥρα ἀρχύτερα  κοντά Του. Κι ἄν δέν ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του νά τόν συγκρατεῖ, γιατί ἔνιωθε ὅτι δέν εἶχε βάλει κἄν ἀρχή μετανοίας, θά θεωροῦσε τήν ἔξοδό του ὡς τήν μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

῾Ο Γέροντας ῎Ιανθος βλέποντας μέ συμπόνια τήν κατάντια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ πού ἐρχόταν σάν χάρος νά τοῦ ἀφαιρέσει τήν ζωή, ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ εἶπε καί προσπάθησε νά ἀντιμετωπίσει μία φυσική δειλία πού εἶδε νά ἀνεβαίνει στήν καρδιά του.

῾Κύριε, ἐλέησον!᾽ ἀναφώνησε ὅμως ὄχι μέ δειλία ἀλλά μέ τρόμο αὐτήν τήν φορά. Αὐτό πού συνέβη ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο φαντασίας του. Τόν ἔκανε νά παγώσει καί νά μήν μπορεῖ οὔτε νά προσευχηθεῖ, ἀλλ᾽ οὔτε καί νά κουνήσει ἀπό τήν θέση του. Τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο συνέβη καί μέ τούς ἄλλους Σαρακηνούς. ῾Ο ἴδιος μέ τοῦ Γέροντα τρόμος ζωγραφίστηκε ἀνάγλυφα στά πρόσωπά τους. Κανένας φακός δέν θά μποροῦσε νά ἀποτυπώσει τό τί διαδραματίστηκε στήν στιγμή.

Τήν ὥρα πού μέ λίγες δρασκελιές ἀκόμη ὁ δαιμονοκίνητος Σαρακηνός θά ἔσφαζε τόν ἀββᾶ ἄνοιξε εὐθύς ἡ γῆ μπροστά του καί τόν κατάπιε. Τό μόνο πού ἀκούστηκε ἦταν ἕνα φοβερό βουητό τῆς σχισμένης γῆς καί ἡ ἀπελπισμένη καί τρομοκρατημένη κραυγή τοῦ Σαρακηνοῦ. Ἡ ἴδια ἡ γῆ κατάπιε τόν δαίμονα. Μετά τίποτε.

Γιά ἀρκετή ὥρα δέν κουνιόταν κανείς. Ὁ Γέροντας μέ σταυρωμένα τά χέρια παρακολουθοῦσε καί προσευχόταν. Οἱ Σαρακηνοί σάν νά ᾽χαν πετρώσει στήν θέση τους. Ξαφνικά, σάν νά ἦταν ὅλοι συνεννοημένοι χωρίς καμμία ἄχνα ἔκαναν μεταβολή καί ἐξαφανίστηκαν τρέχοντας.

Ὁ ἀββᾶς γονάτισε καί μέ δάκρυα ἄρχισε νά δοξολογεῖ τόν Κύριο γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Κύριος τοῦ εἶχε παρουσιαστεῖ ὄχι μόνο μέ τήν γλυκύτητα τῆς χάρης Του τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, ἀλλά μέ τρόπο τώρα ἐντελῶς φυσικό καί ὁρατό. Τά πόδια του σάν νά πῆραν φτερά καί κατάπιαν γρήγορα τήν ἀπόσταση μέχρι τό μοναστήρι. Τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ἔγινε ἔκτοτε ἡ διαρκής ἐπωδός τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου ἀλλά  καί ὅλου τοῦ μοναστηριοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ ῎Ιανθου οἱ καλόγεροι εἶδαν τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ τους. ῾Ζῇ Κύριος ὁ Θεός᾽ ἔλεγαν καί ξανάλεγαν χωρίς σταματημό.  



ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''