5. Ἡ κακοδοξία
τοῦ “Filioque”
καὶ τὸ σχίσμα
Μεγάλη διαμάχη στὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ προκάλεσε ἡ προσθήκη στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς φράσης “Filioque” (φιλιόκβε=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὴ Δύση. Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν πίστη, ὡς Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴ σημασία τῆς μικρῆς αὐτῆς φράσης καὶ τοῦ θορύβου, ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ προσθήκη της στὴ βασικὴ ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς Πίστης, τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381). Τὸ ἄρθρο του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴ μορφή: «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (…), τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, στὸ Ἰω. 15,26: «... τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται».
Καμιὰ μεταβολὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ διανοηθεῖ. Γιʼ αὐτὸ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σʼ αὐτὴ τὴ Δύση τῶν πρώτων αἰώνων, δὲν ἀποτολμήθηκε μία παρόμοια ἐνέργεια. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (4ος αἰ.) λ.χ., ὅπως καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ δὲν ταύτισαν τὸν ὅρο «ἐκπόρευσις» μὲ τὸν ὅρο «γέννησις», ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Υἱό. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἐκφράζουν τὸν αἰώνιο τρόπο ὕπαρξης τῶν δύο ἁγιοτριαδικῶν Προσώπων. Ἡ μόνη ἐξαίρεση στὴ Δύση ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), λόγω τῶν διαφορετικῶν θεολογικῶν προϋποθέσεών του (φιλοσοφικὴ θεολόγηση).
Ὁ Αὐγουστῖνος, χωρὶς τὴ θέλησή του, ἔγινε ἡ ἀρχὴ καὶ πηγὴ αὐτῆς τῆς πλάνης. Θεωρεῖ τὸ Πνεῦμα «κοινὸ ἔρωτα (amor) Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διότι εἶναι ἔρως, φιλία καὶ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ὁ Πατὴρ
εἶναι ὁ ἀγαπῶν τὸν Υἱόν, ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπώμενος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀγαπῶν τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη, σύνδεσμος, Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, πού ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο». Αὐτὸ εἶναι τὸ φιλοσοφικὸ συμπέρασμα τοῦ Αὐγουστίνου, ποὺ προϋποθέτει τὴν (ἀνύπαρκτη) ἀναλογία Θεοῦ καὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μὲ βάση τὴ δική του διδασκαλία προωθήθηκε τὸ «φιλιόκβε» στὴ Δύση.
Ὁ Αὐγουστῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει, γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀδελφός τοῦ Λόγου (Υἱοῦ). Βέβαια τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶχε λυθεῖ ἤδη στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ ἄγνοια ὅμως τῆς Ἑλληνικῆς ἐμπόδισε τὸν ἱερὸ Πατέρα νὰ φθάσει σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Ὑποστήριξε δέ, ὅτι τὸ θέμα θὰ βρεῖ ἀπάντηση στὴν ἄλλη ζωή! Μὴ ἐννοώντας τὴ σημασία τῆς διάκρισης οὐσίας καὶ ὑποστάσεως στὸ Θεὸ καὶ πιστεύοντας ὅτι καὶ μετὰ τὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα «περὶ ὑποστατικῆς ἰδιότητος τοῦ Πνεύματος» παρέμενε ἐκκρεμές, πέθανε τὸ 430 μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶχε δοθεῖ ἀπάντηση, στὸ γιατί τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀδελφός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης35: «Ταῦτα πάντα, διότι κατʼ αὐτὸν σκοπὸς τῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνίχνευσις τοῦ τί εἶναι γέννησις καὶ ἐκπόρευσις»36. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε ἀπορρίψει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅπως εἴδαμε. Ἂν ὅμως ὁ Αὐγουστῖνος ὑπῆρξε ὁ αἴτιος τοῦ «Filioque», ὁ μεγάλος σχολαστικὸς θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινάτης (†1274) ἔγινε ὁ κύριος ὑποστηρικτής του στὴ Δύση.
Στὴ Δύση τὸ Filioque, μὲ βάση τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἐπεκτάθηκε ἀρχικὰ στὴν Ἱσπανία, γιὰ τὴν ἰσχυροποίηση τῆς θέσης τοῦ Υἱοῦ στὴν ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἐκεῖ Ἀρειανῶν. Τὸ 547 ἔγινε ἡ προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς τοπικῆς συνόδου τοῦ Τολέδο καὶ τὸ 589, ἴσως, καὶ στὸ σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως37. Κατὰ τὶς φραγκικὲς πηγὲς ζήτημα προκλήθηκε ἀπὸ κάποιο Φράγκο μοναχὸ Ἰωάννη στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ φραγκικὸ μοναστήρι στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ 808, μὲ βάση τὸ «φραγκικὸ ἔθιμο», ἔψαλαν τὸ σύμβολο μὲ τὴν προσθήκη. Οἱ Ρωμαῖοι (ἑλληνορθόδοξοι) μοναχοὶ κατηγόρησαν τοὺς Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Τὸ 809 ὅμως ὁ Καρλομάγνος (†814) συνεκάλεσε σύνοδο τῆς φραγκικῆς Ἱεραρχίας στὸ Ἀκυΐσγρανον (Ἄαχεν-Aix la Chapelle) καὶ θέσπισε ὡς δόγμα πίστεως τὴν προσθήκη, ποὺ εἶχε γίνει ἤδη περὶ τὸ 780, ἀφορίζοντας τούς μὴ συμφωνοῦντες. «Παραδόξως τὰ Πρακτικὰ δὲν σώζονται» παρατηρεῖ ὁ π. Ρωμανίδης38.
Κύριο ἐπιχείρημα τῶν Λατίνων ἦταν –καὶ εἶναι– ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἐκ τοῦ Πατρὸς» καὶ ἔχει πάντα τὰ τοῦ Πατρὸς καί, «ὡς ἀρχὴ ἐκ τῆς ἀρχῆς», ἐκπορεύει, «ὡς μία μετὰ τοῦ Πατρὸς οὐσία» καὶ αὐτὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα39. Συγχέεται ὅμως ἔτσι ἡ αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἀποστολὴ καὶ πέμψη Του ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (Ἰω. 15,26). Ἡ φτώχεια, μάλιστα, τῆς λατινικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς, ὅπως θὰ τονίσει ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (†1472), ἐπέτρεπε στὴ Δύση διπλὴ χρήση τοῦ ρήματος procedere, καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση καὶ γιὰ τὴ χρονικὴ πέμψη τοῦ Πνεύματος.
Βέβαια ὁ Καρλομάγνος στὴν ἀποδοχὴ καὶ δογματοποίηση τοῦ «φιλιόκβε» εἶχε καὶ μία σοβαρὴ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Τὴ χρήση τῆς προσθήκης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἐναντίον τῶν «Γραικῶν», τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Καρλομάγνος πρῶτος σχεδίασε μία «Ἑνωμένη Εὐρώπη» ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν Φράγκων. Συνεχιστὴς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ θὰ εἶναι ἀργότερα ὁ Ναπολέων. Τὰ ἔργα «contra Graecos» (Κατὰ Γραικῶν), ποὺ ἐμφανίσθηκαν αὐτὴ τὴν περίοδο προωθοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου γιὰ τὴν ἀποστασιοποίηση τῶν Ρωμαίων (Ὀρθοδόξων) τῆς Δύσης ἀπὸ ἐκείνους τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ προσθήκη τοῦ «Φιλιόκβε» στὸ ἱερὸ Σύμβολο τὸ 809 εἶναι αἵρεση καὶ βλασφημία κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος, ὡς καὶ ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γιʼ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι (Ὀρθόδοξοι) οὐδέποτε δέχθηκαν τὴν προσθήκη. Παράδειγμα κλασικὸ ὁ πάπας Λέων Γ΄(†816), ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν δογματοποίηση τοῦ «Φιλιόκ βε», τοποθέτησε δύο ἀργυρὲς πλάκες στὴ θύρα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μὲ τὸ Σύμβολο στὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ (Β΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ
στὴ λατινικὴ μετάφρασή του χωρὶς τὴν προσθήκη, μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ταῦτα Λέων ἒθηκα διʼ ἀγάπην καί φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»40. Τί ἄλλο ἀποδεικνύει ἡ ἀποδοκιμασία ἀπὸ τὸν Λέοντα Γ΄ τῆς προσθήκης παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ συνείδηση τοῦ τελεσίδικου τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τοῦ ἐγκλήματος τῆς ἀθέτησής του; Ἀλλὰ καὶ ἡ Η΄ (γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ ἔτους 879 ἐπὶ Μ. Φωτίου καταδίκασε πανηγυρικὰ τὴν αἵρεση τοῦ «φιλιόκβε», δηλώνοντας ἔτσι τὴ συνεχιζόμενη ταύτιση καὶ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολῆς καὶ Δύσης41. Ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης Η΄(†882) μὲ ἐπιστολή του καὶ διὰ τῶν ἀντιπροσώπων του καταδίκασε τὴν προσθήκη ὡς αἱρετική, σὲ συμφωνία μὲ τὸν Μ. Φώτιο καὶ τὴν Ἀνατολή. Ἐνῶ ὅμως στὴ Δύση ἡ προσθήκη ἐπιβλήθηκε ὡς δόγμα πίστεως, στὴν Ἀνατολὴ οὐδέποτε ἔγινε δεκτὸ τὸ «φιλιόκβε». Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 18ο αἰώνα ὁ ἐπίσκοπος Ἠλίας Μηνιάτης (†1714), ὁ ὁποῖος διερωτᾶται γιὰ τὸν λόγο τῆς προσθήκης: «Ποία ἀνάγκη ἦταν καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν εὐλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ;»42. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι καὶ κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλʼ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος», ἐπαναλαμβάνοντας κατὰ λέξη τὸν Μ. Βασίλειο (Λόγος Κατʼ Εὐνομίου). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας τῆς περιόδου τῆς δουλείας διατυπώνει τὴ μόνιμη πίστη καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
Τὸ «φιλιόκβε» μαζὶ μὲ τὸ «παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας» ὑπῆρξαν τὰ κύρια αἴτια τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς καὶ Δύσης (867 καὶ ὁριστικὰ τὸ 1054)43. Ὁ Μ. Φώτιος, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε στὴν Ἀνατολὴ τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης καὶ διδασκαλίας τοῦ φιλιόκβε στὸ κλασικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας»44, τὸ χαρακτηρίζει «ἄθεον γνώμην», «κιβδήλευμα τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου», «καινὴν δυσσέβειαν», «ὑπερβολὴν βλασφημίας» κ.λπ. Ὁ πατριάρχης Φώτιος συνέλαβε τὴ βαρύτητα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς πρωτοφανοῦς θρασύτητας στὴν ἀθέτηση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 15,26). Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Μ. Φωτίου παραμένει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ πηγὴ κάθε θεολογικῆς ἀντιμετώπισης τῆς κακοδοξίας αὐτῆς μέχρι σήμερα. Καὶ δὲν ἔλειψαν, βέβαια, οἱ λατινόφρονες (φιλενωτικοὶ) καὶ στὴν Ἀνατολή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀμβλύνουν τὴ σημασία τοῦ φραγκικοῦ δόγματος, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν, βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, σὲ συμβιβαστικὲς λύσεις. Τὴν ἀπάντηση ὅμως ἔχει δώσει ὁ μεγαλύτερος δογματολόγος μας τοῦ 20οῦ αἰ. π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Τὸ λατινικὸ Filioque –γράφει– εἶναι ὄχι μόνον σοφιστεία, ἀλλὰ καὶ σαφὴς αἵρεσις καὶ ἀνατροπὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Πατέρων αὐτῶν»45.
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου