2. Ἅγιο Πνεῦμα
καὶ Ἐκκλησία
Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀποστολή της στὸν κόσμο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κορ., κεφ. 12), ἡ ἕνωση καὶ ἑνότητα τῶν Πιστῶν στὴ «δοξασμένη»-θεωμένη ἀνθρώπινη φύση (ἀνθρωπότητα) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαίρετη, κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Γένος ἓν Θεοῦ καί ἀνθρώπων»9. Αὐτὴ ἡ σχέση ὅμως πραγματώθηκε «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ «δοξασμένη» (κατὰ φύση ἑνωμένη μὲ τὴ θεότητα) ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἐπανέρχεται στὸν κόσμο, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο (βλ. Ματθ. 28,20: «καί ἰδού ἐγώ μεθʼ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»). Μία παρουσία ὅμως μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Αὐτὸ δηλώνει ἡ φράση «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στέλνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, γιὰ νὰ γίνει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πραγματικότητα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, καὶ σὲ κάθε πιστὸ σʼ Αὐτὸν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ ὅλα αὐτὰ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, δίνοντας στοὺς Μαθητὲς του κάποιες περίεργες φαινομενικὰ ὑποσχέσεις. «Μικρόν καί οὐ θεωρεῖτέ με, καί πάλιν μικρόν καί ὂψεσθέ με» (Ἰω. 16,16: Γιὰ λίγο χρόνο δὲν θὰ μὲ βλέπετε, ἀλλὰ καὶ πάλι μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο θὰ μὲ δεῖτε). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ τὶς ἐμφανίσεις Του. «Πάλιν ἒρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν, ἳνα ὃπου εἰμι ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε» (Ἰω. 14,3: Πάλι θὰ ἔλθω καὶ θὰ σᾶς παραλάβω κοντά μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς, ὅπου εἶμαι ἐγώ). Ὁ Χριστός, ἀκόμη, ἀναφέρθηκε στὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Μαθητὲς θὰ γνωρίσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἐν τῷ Πατρί», οἱ Μαθητὲς στὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σʼ αὐτοὺς (Ἰω. 14,20). Οἱ Μαθητές, συνεπῶς, καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ (οἱ Ἅγιοι), φθάνοντας στὴ θέωση (τὴν Πεντηκοστή), θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, βλέποντας τὸν Χριστὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς Του. Ἀκόμη ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ ἐμφανιστεῖ σʼ ὅποιον τὸν ἀγαπᾶ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Του (Ἰω. 14,21) καὶ θὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα (14,23). Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος10. Ὅποιος φθάσει στὴ θέωση, μετέχει στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ μένει μόνιμα ἀνοικτὸ στὴν ἱστορία. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματός Του, ποὺ ἀναφέρει ὁ Χρι στὸς στὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ Του («ἳνα ὦσιν ἓν», Ἰω. 17,11), δὲν εἶναι κάποια συμβατική, κοσμικὴ-πολιτικὴ ἑνότητα, ὅπως ὁ ἴδιος διευκρινίζει: «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω, ἳνα ὃπου εἰμί ἐγώ, κἀκεῖνοι ὦσι μετʼ ἐμοῦ, ἳνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν» (Ἰω. 17,24).
Τότε εἶναι ἑνωμένος ὁ πιστὸς μὲ τὸν Χριστό, ὅταν βλέπει τὴν ἄκτιστη δόξα Του, τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του. Ἡ θέωση εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἄλλου εἴδους ἑνότητα δὲν ὑπάρχει, μὲ συμβατικὲς συμφωνίες καὶ φραστικὲς ὑποσχέσεις. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν «ἱδρύεται» ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι προαιώνια στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ συνδεδεμένη μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τοῦ Υἱοῦ. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ «συγκροτεῖται» ἁγιοπνευματικὰ καὶ φανερώνεται στὸν κόσμο («γεννᾶται») ὡς σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν Του. Αὐτὸ εἶ ναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς ἁγιοτριαδικοῦ Προσώπου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου