Δίδασκε ὁ ἅγιος γέροντας Ἱερώνυμος, ὅτι ὀφείλουμε νά αὐξάνουμε τήν προσευχή. Νά μιλᾶμε στόν Θεό, σάν νά τόν ἔχουμε ἀπέναντί μας. Πρόσωπο πρός πρόσωπο.
-Τήν ἄλλη φορά πού θά ἔλθεις, ἔλεγε,
νά μοῦ πεῖς ὅτι προόδευσες στήν προσευχή!
Τήν προσευχή πού δέν εἶχε δάκρυα δέν
τήν θεωροῦσε ὡς προσευχή πού φέρνει καρπούς.
-Μή σηκωθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἄν
δέν χύσεις ἔστω καί ἕνα κόμπο δάκρυ!
-Νά προσεύχεσαι μέχρι νά
"βρέξει"!
-Ἔγώ ὅταν προσεύχομαι ὑποφέρω! Δίνω
ἀπό τόν ἑαυτό μου. Γιαὐτό σᾶς λέγω μή μοῦ δίνετε τίποτε... Δέν μπορῶ ἄλλο...
Εἶμαι γέρων!
Ἔδειχνε μέ αὐτό τόν τρόπο ὅτι γιά
ὅ,τιδήποτε τοῦ ἔδιναν ἔκανε πολλή προσευχή καί ... "ἔδινε ἀπό τόν ἑαυτό του", θυσιαζόταν γιά τόν πλησίον!
-Καί ἐγώ εἶμαι ὑποχρεωμένος σέ σᾶς
γιά αὐτά πού μοῦ δίνετε, ἀλλά καί σεῖς ἔχετε ὑποχρέωση σέ μένα, ἔλεγε. Ἔτσι
ἔδειχνε ὅτι ἔκανε πολλή προσευχή γι' αὐτούς πού τόν συνέδραμαν στό φιλανθρωπικό
του ἔργο. Γιατί πολύ λίγα κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Σχεδόν ὅλα ὅσα τοῦ ἔδιναν,
τά ἔδινε καί κεῖνος στή συνέχεια στούς φτωχούς ἐλεημοσύνη!
Δίδασκε αὐτούς πού ἔχουν οἰκο-γένεια
καί ὑποχρεώσεις νά πολιτεύονται μέ σωφροσύνη καί μέ ἱλαρότητα νά δίνουν
ἐλεημοσύνη ἀλλά καί μέ σύνεση, γιά νά μή στεροῦνται στή συνέχεια καί ἴδιοι!
-Σύ τίς πρῶτες μέρες μόνον γελᾶς,
μετά, μέχρι νά τελειώσει ὁ μῆνας κλαῖς, γιατί δέν ἔχεις νά περάσεις, ἀφοῦ τά
δίνεις ὅλα στούς φτωχούς. Διάκριση! Νά ἔχεις διάκριση καί ὅλα νά τά οἰκονομεῖς
καλῶς καί μέ σύνεση!
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας
τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἔζησαν σέ διαφορετικούς χρόνους καί σέ
ἄλλα μέρη, ἔχουν τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί ἡ διδασκαλία τους δέν διαφέρει...
Τό ἴδιο μᾶς δίδασκε καί ὁ θαυμαστός
ἐκεῖνος γέροντας, στήν Κερασιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ παπα-Μόδεστος!
-Νά κάνετε οἰκονομία καί νά μή
σπαταλᾶτε τά χρήματά Σας ἄσκοπα. Μᾶς ἔλεγε.
Κάποτε πού εἴχαμε κάποιες δυσκολίες
οἰκονομικές, ἄν καί ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας δέν μᾶς ἄφησε ποτέ καί εἴχαμε
ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. ἀπό τότε πού γυρίσαμε μέ τήν Ἐκκλησία
τῶν Πατέρων μας, μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀρκετά μεγάλο ποσό καί μοῦ εἶπε:
-Νά πάρεις γιά τά παιδιά ὅ,τι
χρειάζεται. Νά μή στεροῦνται τίποτε, γιατί εἶστε μέ τήν Ὀρθοδοξία καί κάνατε
μεγάλο βῆμα νά ἀρνηθῆτε τό μισθό σας καί τήν ἀσφάλεια.
-Νά ξέρετε ὅτι τίποτε δέν θά σᾶς
λείψει! Ὅλα θά τά οἰκονομήσει ὁ Πανυπεράγαθος καί γλυκύτατος Χριστός μας,
γλυκύτατος πρᾶγμα καί ὄνομα, ὅπως μοῦ ἔγραφε καί στίς ἐπιστολές του...
Ἔτσι καί ὁ θαυμαστός ἅγιος τῆς Αἴγινας, ὁ
γέροντας Ἱερώνυμος καθημερινά ἔπαιρνε τό ντορβά του καί γύριζε στήν Αἴγινα
καί ὅλοι ἔσπευδαν νά τοῦ δώσουν κάτι ἀπό τά ψάρια ὅπου ἔπιασαν ἤ ἀπό τά
προϊόντα πού πουλοῦσαν οἱ παντοπῶλες, γνωρίζοντας ὅτι θά ἔπιαναν τόπο! Γιατί
στή συνέχεια ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος πήγαινε καί τά μοίραζε στούς φτωχούς καί σέ
ὅσους "ἤξερε" ὅτι ἔχουν ἀνάγκη!
Κάποτε κάποιος δέν τοῦ ἔδωσε ἀπό τά
ψάρια πού ἔπιασε καί τά ἔβγαζε ἀπό τά δίχτυα. Δέν σήκωσε τό βλέμα του νά δεῖ
τόν ὅσιο πού πέρασε μπροστά του.
Σκέφτηκε:
-Τί τά κάνει ὁ γέροντας τόσα ψάρια πού τοῦ
δίνουμε;
Οἱ ἄλλοι ψαράδες πρόθυμα ὅλοι
ἔτρεχαν καί τοῦ γέμιζαν τή σακκούλα μέ ψάρια.
-Πᾶρε κι ἀπό μένα γέροντα! Εἶναι
εὐλογία, τοῦ ἔλεγαν μέ χαρά!
-Τότε καί ὁ ψαράς ἐκεῖνος τό
μετάνοιωσε καί ἔτρεξε στό γέροντα καί τοῦ λέει:
-Γέροντα, πάρε κι ἀπό μένα αὐτά.
-Γιατί δέν σταμάτησες καί σέ μένα;
Τοῦ εἶπε μέ παράπονο. Καί τοῦ ἔβαλε μερικά ψάρια μαζί μέ τά ἄλλα.
-Δέν σταμάτησα, διότι σύ καλῶς δι'
ἐμέ δέν ἐσκέφθης! Τοῦ εἶπε, ἀπαντῶντας στούς λογισμούς του.
-Τί σέ νοιάζει ἐσένα τί τά κάνω ἐγώ
τά ψάρια. Ἄλλα τά δίνω καί ἄλλα τά κρατάω γιά τόν ἑαυτό μου.
-Γέροντα συγχώρεσέ με, τοῦ εἶπε
ταπεινωμένος ὁ ψαράς... Καί ἔκτοτε ἔτρεχε πρῶτος νά τοῦ δώσει τό μερίδιό του,
γιά νά παίρνει καί 'κεῖνος εὐλογία!
Εἶχε, λοιπόν, ὁ Γέρων ἀπωλέσει τήν χεῖρα ἐξ
ἀτυχήματος διά χειροβομβίδος. Συνέβαινεὅταν ἤρχετο κανείς νά τοῦ διηγηθεῖ τίς
θλίψεις του, τά πένθη του καί τίς συμφορές, γιά νά τόν παρηγορήσει ἀλλά καί νά
τόν διδάξει νά ἔχει ἀκλόνητον ἀλλά καί ἀπερίεργον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν Πατρικήν
Ἀγάπην τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ ἔδειχνε τό χέρι του καί τοῦ ἔλεγε:
-Τό
βλέπεις αὐτό; Ποτέ δέν ἐρώτησα τόν Θεόν: "Γιατί;"
Ἤρχετο δέ ἐπίσης κάπου-κάπου μία
γερόντισσα μοναχή διά νά τόν περιποιηθεῖ. Κάποτε δέ πού ἡ Γερόντισσα αὐτή ἦτο
παροῦσα ἦλθαν πρός ἐπίσκεψιν μία ἄλλη Γερόντισσα συνοδεύουσα νεαρόν μοναχόν.
Καί ἐρώτησε ἡ γερόντισσα πού ἐπεριποιεῖτο τόν Γέροντα Ἱερώνυμον, τόν νέον
μοναχόν νά μάθει ἀπό ποιό μοναστήρι εἶναι. Καί εἶπεν καί ἐκεῖνος, ἀπό τό δεῖνα!
-Μήπως τότε γνωρίζεις τόν ἀδελφόν
μου, τόν πατέρα Ἀρσένιον;
-Καί βέβαια τόν γνωρίζω, ἀφοῦ εἴμεθα
μαζί!
-Ἄχ τί χαρά! Τί χαρά! Ἄρχισε νά
φωνάζει ἡ Γερόντισσα πρός τόν Γέροντα Ἱερώνυμον. Ἔρχεται ἀπό τόν ἀδελφόν μου,
τό ἀκοῦς;
-Πᾶψε το καλογραία! Πᾶψε! Ἀπήντησεν
ἐκεῖνος μέ τήν συμπαθητικήν καραμανλίδικη προφορά του!
-Κύττα τήν καλογραίαν! Ἀκούει
ἀδελφός καί χαίρεται! Γιά τόν ἀδελφό ἡ καρδιά τῆς καλογραίας χοροπηδάει. Ἀλλά
γιά τόν Χριστό ἡ καρδιά κοιμᾶται!
Καί τἄλεγε αὐτά ὄχι ἀπό
σκληροκαρδίαν τάχα, ἀλλά γιά νά μήν ξεχάσει ἡ μοναχή πού πέθανε γιά τόν κόσμο
συσσταυρούμενη μέ τόν Χριστόν ὅτι εἰς τό ἑξῆς μαμμιά χαρά δέν μποροῦσε πλέον νά
ἐπισκιάσει τήν χαρά τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπεν κάι ὁ Χριστός μας
ὅτι "ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν
μου ἄξιος!" (Ματθ. ι΄, 37).
Ὅταν δέ σηκώθηκαν νά φύγουν οἱ
ἐπισκέπται, λέγει ὁ νεαρός μοναχός πρός τόν Γέροντα:
-Εὔχεσθε, πάτερ, καί γιά μένα τόν
ἁμαρτωλόν.
-Ἐγώ
δέν ἀκούω!
Ὁ
μοναχός κατάλαβε καί δέν ἐζήτησε περαιτέρω ἐξηγήσεις. Μία ὅμως ἐκ τῶν καλογραιῶν
θέλησε νά ὑποστηρίξει τήν αἴτησίν του.
-Σοῦπε νά τόν θυμᾶσαι στή προσευχήν
σου!
- Ἐγώ δέν ἀκούω!
- Καλέ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί δέν ἀκοῦς; Μέχρι τώρα
ἄκουες καί τώρα δέν ἀκοῦς; Προσευχή σοῦ ζητάει νά κάνεις ὁ ἄνθρωπος.
- Ἄκουσε παιδί μου! Μαζί νά κάτσουμε, ἐγώ νά τρώω
κι' ἐσύ νά κυττάζεις ἐμένα. Χορταίνεις ἐσύ, ἐπειδή ἐγώ τρώω; Ἔτσι εἶναι καί μέ
τήν προσευχήν. Ἡ προσευχή τηλέφωνο εἶναι. Ἄμα ἐγώ προσευχή κάνω, ντρίννν στόν
οὐρανό τό τηλέφωνο χτυπάει καί ὁ Θεός ἀκουστικό παίρνει! "Τί θέλεις;"
μέ λέει. "Νά εὐλογήσεις τήν ἀδελφή Κατίνα!" λέω.
"Καλά!" ὁ Θεός λέει, "Ἐγώ τώρα θά τηλεφωνήσω
στήν Κατίνα!"
Ἔτσι τό τηλέφωνο τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τῆς Κατίνας
ντρίννν κάνει καί Κατίνα κοιμᾶται, ἤ ἔξω ἀπό τήν καρδιά τῆς Κατίνας ντρίνννν κάνει
καί Κατίνα κοιμᾶται καί δέν ἀκούει τόν Θεό πού τήν καλεῖ. Τί ὠφέλησε τήν Κατίνα
ἡ δική μου προσευχή;
- Ἄκουσε καλογραία, δέν θέλω νά σᾶς λυπήσω:
- Αὐτός μοναχός εἶναι!
- Νά κάνει μόνος του προσευχή! Γιά νά πάρει μισθό!
Τό κατ' ἐξοχήν ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή! [1]
[1] Ἀπό τό Σύγχρονον Λειμωνάριον, ἐκδιδόμενον ὑπό τοῦ Διορθοδόξου Φυλλαδίου "Ἡ παραδοθεῖσα πίστις",
Γενεύη, 1972, σελ. 7-8).
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου