Ἔβλεπαν (οι πατέρες) τοὺς αἱρετικοὺς ὡς αὐτοκατάκριτους
ἐξ αἰτίας ἀκριβῶς τοῦ ἀσπασμοῦ κακόδοξης διδασκαλίας. Ἀποδεικνύεται ἀπὸ πάρα
πολλές πατερικὲς μαρτυρίες, ἰδίως, ὅμως, τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος τὸν 3ο αἰῶνα προσδιόρισε τὴν
ὁριστικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ θέμα αὐτὸ. Πρωτίστως, ἀποφαίνεται ὡς
πρὸς τὴν οὐσία τοῦ θέματος λέγοντας ὅτι «μία
εἶναι ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια». (Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης, Ἐπ. 71, Corpus Christianorum Series Latina, III C, 1.3.21: gratia et veritas una est.) Συνεπῶς, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια—δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει αἵρεσις—δὲν δύναται
νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ χάρις· καὶ συγκεκριμένα, δὲν δύναται νὰ ὑπάρχει μυστηριακὴ
χάρις. Ὁ Ἅγιος δηλώνει
κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ αἱρετικὸς εἶναι «αὐτοκατάκριτος καὶ ἐξορισμένος
ἀπὸ τὰς πηγὰς τοῦ παραδείσου» ( Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 73, 10.3.173: ipso damnatus et extra paradisi fontes relegates. ), «ἐπειδὴ οὐδαμῶς δὲν δύνανται τὸ βάπτισμα καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ χωριστοῦν καὶ
νὰ μείνουν χωριστά, ἐκεῖνος ποὺ πρώτα ἔλαβε τὸ βάπτισμα κατέχει ἐξίσου καὶ τὴν
Ἐκκλησία» (Αὐτόθι, 25.2.451-453: et cum separari a se et dividi omnino non possint baptisma et ecclesia, qui occupare baptisma prior potuit et ecclesiam pariter occupavit).
Πάλιν, «ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ ἀποκαλοῦνται ἀντίπαλοι καὶ ἀντίχριστοι,
ἐφ᾽ ὅσον ἀποκηρύττονται ὡς ἄτομα ἀποφευκτέα, καὶ ἐφ᾽ ὅσον θεωροῦνται ὡς πρόσωπα
διεφθαρμένα καὶ καταδικασμένα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τους, τότε γιὰ ποιό λόγο δὲν θὰ ἔπρεπε
νὰ θεωροῦνται ὡς ἄξιοι τῆς καταδίκης μας καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ
μαρτυρία ὅτι εἶναι αὐτοκαταδικασμένοι;» (Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 74, 2.3.37-41: Si vero ubique haeretici nihil aliud quam adversarii et antichristi nominantur, si vitandi et perversi et a semet ipsis damnati pronuntiantur, quale est ut videantur damnandi a nobis non esse quos constet apostolica contestatione a semet ipsis damnatos esse?)
Πάλιν, ἐξισώνει τὴν αἵρεση μὲ τὴν ἐκτὸς
Ἐκκλησίας κατάσταση, λέγοντας ὅτι «τηρεῖται καὶ πιστεύεται ἀπὸ ἐμᾶς
ὅτι πρέπει νὰ βαπτίζονται ὅλοι ὅσοι ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ εἰς τὴν Ἐκκλησία
ἀπὸ ὁποιανδήποτε αἵρεση». (Αὐτόθι, 12.1.243-246: Observatur itaque a nobis et tenetur explorata et perspecta veritate ut omnes qui ex quamcumque haeresi ad ecclesiam convertuntur ecclesiae unico et legitimo baptismo baptizentur.)
Ἡ Ἐκκλησία μεταγενέστερα ἐπέτρε-ψε τὴν
οἰκονομία κατά τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἀνέτρεψε τὴν ἀποστολικὴ
ἀρχὴ ὅτι ὅλες οἰ αἱρετικὲς ὁμάδες εἶναι ἐκτὸς Έκκλησίας καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀσθενὲς μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κηρύττει
αἵρεση καὶ ὄχι τὴν ἀλήθεια. Γιαυτὸ λέγει ὁ
Ἅγιος Κυπριανός: «Μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ὅτι ὑπάρχει
ἕνας Θεός, καὶ ἕνας Χριστός, καὶ μία ἐλπίδα, καὶ μία πίστις, καὶ μία Ἐκκλησία,
καὶ ἕνα βάπτισμα τελεσμένο πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο σὲ μία Ἐκκλησία, ἐκ τῆς
ὁποίας ἑνότητος, ὅποιος ἐκτρέπεται, κατ᾽ ἀνάγκην βρίσκεται μεταξὺ τῶν
αἱρετικῶν». (Αὐτόθι, 11.1.222-225: Traditum est enim nobis quod sit unus Deus et Christus unus et una spes et fides una et una ecclesia et baptisma unum non nisi in una ecclesia constitutum, a qua unitate quique discesserit cum haereticis necesse est inveniatur.)
Δὲν
δέχεται ὁ Ἅγιος τὴν συνύπαρξη πολλαπλῶν πίστεων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνο
μίαν. Οὔτε δέχεται τοὺς
αἱρετικοὺς ὅτι δύνανται νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι, ὅταν
πέσει κανεὶς σὲ αἵρεση, ἐξ
ὁρισμοῦ ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ
Ἅγιος Φιρμιλιανὸς Καισαρείας
ἐπιβεβαιώνει αὐτὴν τὴν θέση λέγοντας:
"Ἂν
τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι τό αὑτὸ καὶ τὸ ἴδιο μὲ τὸ δικὸ μας, χωρὶς
ἀμφιβολία εἶναι καὶ ἴδια καὶ ἡ πίστις. Ἀλλ` ἂν ἡ πίστις μας εἶναι μία, κατ᾽
ἀκολουθίαν ἔχουμε καὶ ἕνα Κύριον: Ἂν ὑπάρχει ἕνας Κύριος, ἕπεται καὶ τὸ ὅτι
λέμε ὅτι εἶναι Ἕνας. Ἀλλ᾽ ἂν ἡ ἑνότητα ποὺ δὲν δύναται νὰ χωριστεῖ καὶ νὰ
κατατέμνεται ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν, γιατὶ τοὺς καλοῦμε αἱρετικοὺς
καὶ ὄχι Χριστιανούς;
Μολαταῦτα,
ἐπειδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεὸ, οὔτε τὸν ἴδιο Κύριο,
οὔτε τὴν ἴδια Ἐκκλησία, οὔτε μία πίστη, οὔτε ἕνα Πνεῦμα, οὔτε ἕνα σῶμα, ἔκδηλα
φαίνεται ὅτι οὔτε τὸ βάπτισμα εἶναι κοινὸ ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τοὺς αἱρετικούς,
καθώς δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπολύτως κοινὸ μεταξὺ μας." (Φιρμιλιανοῦ Καισαρείας, Πρὸς Κυπριανὸν Ἐπ. 75, 26.3.495-505: Si unum atque idem est cum nostro baptisma haereticorum, sine dubio et fides una est. Si autem fides una est, utique et dominus unus. Si dominus unus est, consequens est dicere quia Deus unus est. Si autem haec unitas quae separari omnino et dividi non potest etiam apud haereticos et non christianos vocamus? Porro cum nobis et haereticis nec Deus unus sit nec dominus unus nec una ecclesia nec fides una, sed nec unus Spiritus aut corpus unum, manifestum est nec baptisma nobis et haereticis commune esse posse, quibus nihil est omnino commune.)
Γράφοντας κατὰ αὐτῶν ποὺ ὑπεραμύνονται
τῶν μυστηρίων τῶν αἱρε-τικῶν, ἀποφαίνεται:
«Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι αὐτοκατάκριτοι καὶ
ἔχουν ἐπιβάλλει εἰς τὸν ἑαυτὸν τους μία ἀναπόφευχτη καταδίκη πρὶν τὴν ἡμέρα τῆς
κρίσεως· καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τίς βαπτίσεις αὐτῶν, τὶ ἄλλο κάνει παρὰ
καταδικάζει τὸν ἑαυτὸν του, καθιστῶντας τον συμμέτοχο μὲ αὐτούς». (Αὐτόθι, 5.3.101-105: quos omnes (haereticos) manifestum est a semet ipsis damnatus esse et ante diem iudicii inexcusabilem sententiam adversum semet ipsos dixisse. Quorum baptisma qui confirmat, quid aliud quam cum ipsis se adiudicat et se ipse participem talibus faciendo condemnat?)
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἐπανειλημμένως τονίζει ὅτι οἱ
αἱρετικοὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὑπαιτιότητι τῆς αἱρέσεώς τους. Ἔτσι διδάσκει:
"Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἐπιβεβαίωσε εἰς
τὸ Εὐαγγέλιόν του ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἦταν μαζὶ Του ἦταν ἐχθροὶ Του, δὲν ὑπέδειξε
καμμία συγκεκριμμένη αἵρεση ἀλλ᾽ ἔδειξε ὅτι ὅλοι ποὺ δὲν ἦταν μαζὶ Του καὶ ποὺ διασκόρπιζαν τὸ ποίμνιό Του, μὲ
τὸ νὰ μὴ συνάγονται μαζὶ Του, ἦταν ἐχθροὶ Του, λέγοντας: ὁ μὴ ὢν μὲτ᾽ ἐμοῦ κατ᾽
ἐμοῦ ἐστιν, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει. (Κατὰ Λουκὰ 11, 23.)Μολαταῦτα, αὐτὸς ὁ μακάριος
ἀπόστολος Ἰωάννης δὲν διέκρινε μία
συγκεκριμένη αἵρεση ἢ ἕνα συγκεκριμένο σχίσμα καὶ οὔτε ἀποφάνθηκε περί τινος
συγκεκριμένου ὡς ἀποκεκομμένου ἁπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἀλλ᾽ ἐκάλεσε ὅλους αὐτοὺς ποὺ
εἶχαν ἀποσκιρτήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποὺ ἐνεργοῦσαν ἀντιθετικῶς κατὰ τῆς Έκκλησίας «ἀντιχρίστους» … ἐξ ὧν ἀρι-δήλως φαίνεται ὅτι
ὅλοι αὐτοὶ ποὺ διΐστανται ἀπὸ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἑνότητα τῆς καθολικῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντίχριστοι." (Ἁγ. Κυπριανοῦ, Ἐπ. 69, 1.2.13-28: Neque enim dominus noster Iesus Christus cum in evangelio suo testaretur adversaries suos esse eos qui secum non essent aliquam speciem haereseos designavit, sed omnes omnino qui secum non essent et secum non colligentes gregem suum sparegerent adverarios suos esse ostendit dicens: qui non est mecum adversus me est: et qui non mecum colligit, spargit. Item beatus apostolus Iohannes nec ipse ullam haeresin aut schisma discrevit aut aliquos speciatim separes posuit, sed universos qui de ecclesia exissent quique contra ecclesiam facerent, antichristos appellavit dicens: audistis quia antichristus venit, nunc autem antichristi multi facti sunt, Unde cognoscimus quia novissima hora est. Ex nobis exierunt, sed non fuerunt ex nobis. Si enim fuissent ex nobis, mansissent nobiscum. Unde apparet adverarios domini et antichristos omnes esse quos constet a caritate atque ab unitate ecclesiae catholicae recessisse.)
Καὶ
πάλιν ἐπισημαίνει:
"Ὁ ἀπόστολος Παῦλος
ἐξηγεῖ, διδάσκοντας καὶ ἐντέλλοντας ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ
ἀποφεύγεται … ὡς αὐτοκατάκριτος,
καθὼς ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος θὰ εἶναι ὑπεύθυνος τῆς καταστροφῆς του, ὁ ὁποῖος, μὴ
ἔχοντας ἀποβληθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του ἀποσκιρτᾶ ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίαν, εἶναι ἐξ ὑπαιτιότητος
αἱρετικοῦ δόγματος αὐτοκατάκριτος." (Αὐτόθι, 69.2.89-93: Quod apostolus Paulus explanat docens et praecipiens haereticum vitandum esse ut perversum et peccatorem et a semet ipso damnatum. Hic est enim qui reus sibi erit, non ab episcopo eiectus, sed sponte de ecclesia profugus et haeretica praesumptione a semet ipso damnatus.)
Ἐφαρμόζοντας αὐτές τίς ἀρχές στὸ σχίσμα τοῦ Νοβατιανοῦ -τοῦ σχισματικοῦ
ἐπισκόπου ῾Ρώμης- γράφει ὁ Ἅγιος
Κυπριανός:
"Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ καθὼς εἶναι μία δὲν δύναται νὰ εἶναι καὶ ἐντὸς καὶ
ἐκτός. Διότι ἂν εἶναι μὲ τὸν Νοβατιανό, δὲν δύναται νὰ εἶναι μὲ τὸν Κορνήλιο.
Ἀλλ᾽ εἶναι μὲ τὸν Κορνήλιο … ὁ Νοβατιανὸς δὲν δύναται νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας· ἀλλ᾽ οὔτε δύναται νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος, μὴ
διαδεχόμενος κανέναν καὶ ἀψηφῶντας τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἀποστολικὴν παράδοσιν,
φύτρωσε ἀπ᾽ τὸν ἑαυτό του."
Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία
θεωροῦσε τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας πρὶν τὴν συνοδικὴ καταδίκη τους.
Στόν Πρὸς Πύῤῥον Διάλογον τοῦ Ἁγίου
Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶ-ται τὸ περιστατικὸ, κατά τό ὁποῖο ὁ
μονοθελήτης πατριάρχης Πύῤῥος ἀποκήρυξε -προσωρινά ὅμως- τὴν αἵρεσή του «ἑνώσας δὲ ἑαυτόν διά τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας τῇ ἁγίᾳ, καθολικῇ καί
ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Τὸ περιστατικὸ ἔγινε τὸ 645 μ.Χ., πρὶν ἀπό τίς
τοπικές συνόδους, τῆς Καρθαγένης, (ποὺ συγκλήθηκε ἀργότερα τὸ ἴδιο ἔτος 645-46),
καὶ τῆς ῾Ρώμης, (ποὺ συγκλήθηκε τὸ 649), καὶ πολὺ πρὶν τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικῆ
Σύνοδο τοῦ 681! Ὅλες οἱ Σύνοδοι αὐτές ἦταν
ἐκεῖνες πού ἀναθεμάτισαν μέν τὸν Μονοθελητισμό ἀλλά ἀργότερα.
Πάλιν,
ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἁπο-φαίνεται περὶ
τῶν Μονοθελητῶν ὅτι ἀφώρισαν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅτι δὲν εἶναι
σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη. Δίδασκε δὲ καὶ ὅτι ἔχουν ἀποκοπεῖ καὶ εἶναι
ἀποστερημένοι τῆς ἱερωσύνης ὡς ὄντες αὐτοκατάκριτοι καί ὡς κατα-δικασμένοι στή
συνέχεια ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς ῾Ρώμης. Διερωτᾶτο, τί μυστήρια εἶχαν καὶ ἂν
κατέρχεται τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στίς χειροτονίες τους.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀποφαίνεται καὶ ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας ῾Ρώμης ὁ Ὁμολογητής
εἰς τὴν προοιμιακὴν του προσφώνηση κατά τὴν ἔναρξη τῆς πρώτης πράξεως τῆς
Λατερανῆς Σύνοδου τοῦ 649, ἤδη ἀποκαλῶντας τὸν Κῦρον Ἀλεξανδρείας καὶ τοὺς
Σέργιον, Πῦῤῥον, καὶ Παῦλον Κωνσταντινουπόλεως ὡς ψευδώνυμους ἱε-ρεῖς πρὸ
συνοδικῆς κρίσεως, ἐνῷ δηλαδὴ αὐτοὶ ἦταν ἀκόμα «ἄκριτοι» ἀπὸ «ἁρμόδια» ἢ
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο:
"Ψευδώνυμοι τινὲς
ἱερεῖς ἐταρά-χθησαν καὶ πρὸς τὴν λάμψιν τοῦ φωτὸς αὐτοῦ δυσχεραίνοντες τὴν
τούτου θειοτάτην ὁμολογίαν καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις, ἤγουν τῶν
προηγησαμένων ἡμᾶς ἀνελεῖν καιναῖς ῥημάτων ἐπινοίαις ἐσπούδασαν … λέγω δὴ Κῦρος
ὁ τῆς Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίας ἐπισκοπήσας καὶ
Σέργιος ὁ κατὰ τῆς τὸ Βυζάντιον προεδρεύσας καὶ οἱ καθεξῆς τούτου διάδοχοι,
Πύρρος καὶ Παῦλος, σύνδρομον ἀλλήλοις ἔχοντες ἐπὶ τούτῳ τὴν ἅμιλλαν." (Concilium Lateranense a. 649 Celebratum, Acta Conciliorum Oecumenicorum, ed. Rudolf Riedinger, (Βερολίνο: De Gruyter, 1984): 10.34-37;12.5-7.)
Ὁμοίως, ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ ἐν ᾽Ρουφινιαναῖς, ἡγούμενος μοναστηρίου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, διέστειλε τὴν ἐκ-κλησιαστικὴ κοινωνίαν καὶ ἔπαυσε τὸ
μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Νεστορίου καὶ ἀπεκάλυψε ὅτι εἶχε ἤδη παύσει ὁ
Νεστόριος νὰ εἶναι ὄντως ἐπίσκοπος, πρὶν τὴν καθαίρεσίν του ἀπὸ τὴν Γ´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο:
"Γνοὺς δὲ ὁ Ὑπάτιος ὅτι παρ’ ὃ δεῖ ἐφρόνησεν ὁ
Νεστόριος, εὐθέως ἐν τῷ ἀποστολείῳ περιεῖλεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ὁ Ὑπάτιος τοῦ μὴ
ἀναφέρεσθαι ἐν τῇ προσφορᾷ. Γνοὺς δὲ τοῦτο ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Εὐλάλιος
δεδοικὼς τὴν ἔκβασιν τοῦ πράγματος, ὡς δὲ λόγος εἶχεν, κἄκεῖνος (ὁ Νεστόριος)
ἐδήλωσεν αὐτῷ, ἵνα ἐπιτιμήσῃ τῷ Ὑπατίῳ· ἦν γὰρ ἀκμὴν ἐγκρατὴς ἐν τῇ πόλει ὁ
Νεστόριος· λέγει οὖν οὕτως ὁ Εὐλάλιος τῷ Ὑπατίῳ· «Διὰ
τί περιεῖλες τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μὴ γινώσκων τὸ ἀποβησόμενον;»
Ὁ δὲ Ὑπάτιος ἔφη· «Ἐγὼ
ἀφ’ οὗ ἔγνων ὅτι ἄδικα λαλεῖ περὶ τοῦ Κυρίου μου, οὐ κοινωνῶ αὐτῷ οὔτε ἀναφέρω
τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐκεῖνος γὰρ οὐκ ἔστιν
ἐπίσκοπος.» (Καλλινίκου Μοναχοῦ, Βίος Ἁγίου Ὑπατίου τοῦ ἐν Ρουφινιαναῖς, ed. G.J.M. Bartelink, Vie d'Hypatios (Sources Chrétiennes 177. Paris: Éditions du Cerf, 1971): 32.12-14)
Πάλιν, πολλὰ χρόνια πρὶν τὴν Ζ´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Ἄγιος Στέφανος ὁ
Νέος δήλωσε στὸν εἰκονομάχο ἐπίσκοπο Ἐφέσου Θεοδόσιο ὅτι οἱ ποιμένες ἔγιναν
προδότες τῆς ποίμνης:
Εἶτα Θεοδόσιος Ἐφέσου πρὸς αὐτόν φησιν·
«Τίνι
τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ καὶ
ὑπερφρονῆσαι ὑπέρ τε βασιλεῖς καὶ ἀρχιποιμένας καὶ ἐπισκόπους καὶ πάντας
χριστιανούς; Μὴ ἆρά γε πάντες ἡμεῖς τὴν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγμα-τευόμεθα;»
Ὁ δὲ ἅγιος ἠρεμαίᾳ φησὶ τῇ φωνῇ· «Προσέχετε
τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρὸς Ἀχαὰβ «Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλὰ σὺ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου»·
καὶ γὰρ οὐκ ἔγωγε ὁ διαστρέφων, ἀλλ’
ὑμεῖς, οἱ τὴν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν πατέρων διδασκαλίαν καὶ νέαν κενοφωνίαν τῇ ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ
γὰρ τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον αἰδέσιμον, ὥς τις σοφὸς ἔφησεν, τὰ νεωτεροφωνηθέντα
παρ’ ὑμῶν πάντη ἄσημα καὶ Θεοῦ ἀλλότρια, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησίας
φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς· οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι τοῖς προδόταις τῆς
ποίμνης συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, μελετήσαντες
κενὰ καὶ μάταια.» (Στεφάνου Διακόνου, Βίος Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, ed. M.-F. Auzépy, La Vie d' Étienne le Jeune par Étienne le Diacre (Birmingham Byzantine and Ottoman monographs 3. Aldershot/Brookfield: Variorum, 1997): 44.9-23.
Τό ἀνωτέρω κείμενο δημοσιεύεται μέ ἡμετέρα ἐπιμέλεια κάποιες διορθώσεις καί διευκρινίσεις καί ἀποτελεῖ ἐργασία τοῦ π. Μαξίμου Μαρέτα στήν Ἀμερική καί τοῦ θεολόγου Χ. Πίττου.)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου