Ὁ π. Ἱερώνυμος ἦταν διάκονος στήν Πόλη. Δέν εἶχε χειροτονηθεῖ παπᾶς ἀκόμη. Βρισκόταν ἐκεῖ μέ τήν μητέρα του, μιά ἁγιασμένη ψυχή καί ἄνθρωπο τῆς ἀδιά-λειπτης προσευχῆς.
Ἕνας
τοῦρκος χωροφύλακας πῆγε στό σπίτι τους μιά μέρα καί τούς ζήτησε νά πᾶνε στό
γραφεῖο τοῦ μεγάλου Καδῆ, (τοῦ ἀρχιδικαστῆ)!
-Πρός
στιγμήν ταράχθηκα, εἶπε ὁ Γέροντας. Τί νά μέ ἤθελε ὁ μεγάλος Καδής; Μήπως
ἑτοίμαζαν νέους διωγμούς σέ βάρος τῶν δυστυχισμένων Ρωμηῶν;
-Ὡστόσο,
ἔκανα τήν προσευχή μου, ὁπλίστηκα μέ τήν ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
πῆρα τήν εὐχή τῆς Μάννας καί πῆγα μέ θάρρος στόν Καδή, ἔχοντας πλήρη
ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
-Μόλις
ἔφτασα στό γραφεῖο τοῦ Καδῆ, ἐκεῖ ξεδιαλύθηκαν ὅλα. Ὁ ἀρχι-δικαστής μέ
ὑποδέχθηκε μέ εὐγένεια καί φιλοφροσύνη, καί ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τό
γραφεῖο του καί ἔκλεισε τίς πόρτες καλά, ἄρχισε νά μοῦ λέει:
-Ἐφέντη
μου παπᾶ, ἀπό τίς ἕξι λίρες πού παίρνω μισθό τό μῆνα, κρατάω δύο γιά νά ζήσουμε
ἐγώ καί ἡ οἰκογένειά μου καί τίς τέσσερις τίς δίνω καί κάνω ἐλεημοσύνες! -Παντρεύω ὀρφανά,
προστατεύω χῆρες, δίνω σέ ἀρρώστους. Νηστεύω καί προσεύχομαι μέ πίστη στόν
Ἀλλάχ καί κρίνω τό δίκηο μέ τή συνείδησή μου, χωρίς νά ἀποβλέπω σέ πρόσωπο
ἀνθρώπου, ἀμερόληπτα! Δέν δέχομαι καμμιά σύσταση ἤ ἀπειλή ἀπό κανένα, οὔτε καί
ἀπό τόν Βεζύρη!
-Δέν
μοῦ λές, Ἐφέντη μου παπᾶ, ρώτησε χαμηλόφωνα, ἀλλά γεμᾶτος ἀγωνία τόν Γέροντα,
θά πάω στόν Παράδεισο πού λέτε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί;
-Ὁ
ὅσιος Γέροντας προσευχήθηκε μέσα του, νά τόν φωτίσει ὁ Θεός, τί ἀπάντηση νά
δώσει στήν ψυχή αὐτή πού φαινόταν ὅτι λαχταροῦσε τήν σωτηρία της. Λέει, λοιπόν στόν Καδῆ:
Δέν
μέ λέγεις ἐφέντη μ' Καδῆ, ἔχεις παιδιά;
-Ἔχω,
ἀπάντησε ὁ Ἀρχιδικαστής.
-
Ἔχεις καί δούλους, ὑπηρέτες, ξανα-ρώτησε ὁ Γέροντας.
-
Ἔχω καί δούλους, ὑπηρέτες.
-
Τούς ἀγαπᾶς τούς δούλους σου;
-
Τούς ἀγαπῶ, γιατί πάντοτε μέ ὑπακούουν καί ἐκτελοῦν ἀμέσως τό θέλημά μου καί
πάντα πειθαρχοῦν σέ ὅ,τι τούς λέω.
- Ἔχεις σκοπό νά τούς καταστήσεις κληρονόμους στά
ὑποστατικά σου καί στήν περιουσία σου, ὅταν πεθάνεις;
-
Ὄχι!
-
Γιατί;
-
Τό δικαίωμα τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς στήν πατρική περιουσία ἀνήκει ἀποκλειστικά
καί μόνο στά νόμιμα τέκνα!
-
Ὁ ὅσιος Γέροντας σώπασε γιά λίγο, προσευχόμενος καί πάλι μέ τήν καρδιά του. Καί
μετά ἀπό λίγο, λέει ἀποφασιστικά στόν Καδή:
-
Μέ ὅλα ὅσα κάνεις ἐφέντη μ' Καδή, εἶσαι ἕνας καλός δοῦλος, ὅπως οἱ δοῦλοι σου
πού κάνουν ἀμέσως τό θέλημά σου καί πάντοτε σέ ὑπακούουν, πού δέν ἔχουν ὅμως
κληρονομικό δικαίωμα!
-
Ἄν θέλεις νά κληρονομήσεις τόν πατρικό Οἶκο, τόν παράδεισο, πρέπει νά γίνεις τέκνον Του. Αὐτό
σημαίνει πώς πρέπει νά ἀσπασθεῖς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά βαπτισθεῖς!
Ὁ
Ἀρχιδικαστής δέχθηκε τόν λόγο τοῦ ὁσίου Γέροντα, πού ἦταν φωτισμένος καί μέ
τόση διάκριση. Παραιτήθηκε, ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη, ἀσπάθηκε τήν Ὀρθοδοξία καί
βαπτίσθηκε, ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί ἔζησε μέ τήν οἰκογένειά του.
Ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια
οἱ ἱερεῖς θά εἶναι βουτηγμένοι στίς θλίψεις. Δέν θά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ
ὁμόνοια μεταξύ τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως πράγματι βλέπουμε νά ἐξελίσσονται τά
πράγματα στίς μέρες μας, πού ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, διά τό πληθυνθῆναι τήν
ἀνομίαν.
Μέ διάκριση προέτρεπε πολλούς νά ἀσπασθοῦν τό
ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο, γιατί αὐτό εἶναι τό σωστό.
Αὐτό εἶχαν οἱ Πατέρες! Ἀπό τότε πού μπῆκε τό Νέον Καλενδάριον ἐξασθένησε ἡ
Ἐκκλησία, ἔλεγε.
Εἶχε δεῖ ὁ Ὅσιος φοβερό ὅραμα καί
μόνον λίγα χρόνια ἔμεινε μέ τό Νέο, ἀφοῦ πίστευσε καί αὐτός τίς ἀπατηλές
ὑποσχέσεις τῶν Νεοημερολογιτῶν ψευδεπισκόπων ὅτι θά ἐπανέφερναν τήν παλαιά τάξη
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁπότε, τό 1942 ἀπεσύρθη στό
μοναστήρι του καί ἀκολουθοῦσε ἔκτοτε τήν γραμμή τῶν Πατέρων καί τό Πάτριο
Ἑορτολόγιο, ἔχοντας ἀφιερωθεῖ πλέον ὁλοκληρωτικά στήν ἡσυχία πού ὑπεραγαποῦσε.
Ἔκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς κληρικούς τούς ἀκολουθοῦντες τήν Νέαν
ἐκκλησίαν καί συγκεκριμένα μέ τόν μητροπολίτη Προκόπιο, πού δέν ἀνεγνώριζε τότε
καί τήν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου!
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁγιότητα τοῦ μεγάλου
καί ἀγαπημένου μας Ἁγίου Νεκταρίου,
ὁ Ὅσιος ἦταν πεπεισμένος ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὅτι ἦταν μεγάλος Ἅγιος!
Τοῦτο φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό αὐτά πού
εἶπε ὁ γέροντας σέ μία μοναχή ἀσκήτρια, πού πῆγε νά προσκυνήσει στόν Ἅγιο Νεκτάριο τήν ἡμέρα πού τόν
γιόρταζαν οἱ Νεοημερολογίτες καί εἶχε συρρεύσει πολύς κόσμος καί ταλαι-πωρήθηκε,
γιά νά πάει στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου.
Τῆς εἶπε:
- Ἄλλη φορά νά προσέχεις, καί τό
ράσο νά τό πονᾶς, νά μή τό ἀναμιγνύεις μέ τούς κοσμικούς, περιφέροντάς το μέσα
σέ τόσο κόσμο.
-Ἐξάλλου, νά σοῦ εἴπω καί κάτι, τό
ὁποῖον οἱ ἄλλοι δέν μποροῦν νά τό νοιώσουν;
-Πολλές φορές, καλῶ τόν Ἅγιον Νεκτάριον καί ἔρχεται ἐδῶ καί
συνομιλοῦμεν! -Δύνασαι καί
ἐσύ. Προσπάθησε...
Ὁ
Ὅσιος Ἱερώνυμος εἶχε γίνει ἡ ἐνσάρκωση τῶν λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ! Διότι, ἄν καί δέν ἔζησε στίς ἐρήμους τῆς Παλαιστίνης
καί τῆς Καππαδοκίας, ζοῦσε ὡς ἐρημίτης καί ἀσκητής στήν εὐλογημένην ἀπό τόν
Θεόν Αἴγινα, προσπαθῶντας νά ἐφαρμόσει σέ ὅλα τούς λόγους τοῦ μεγάλου Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
-Εἶναι καθρέφτης ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἔλεγε. Βλέπεις στούς
λόγους του τόν ἑαυτό σου, σέ ποιό μέτρο ἔχεις φτάσει...
-Ἄν δέν ἔχεις
χρήματα νά ἀγοράσεις τό βιβλίο του, νά ὑπάγεις εἰς τήν Ὁμόνοιαν καί νά
ζητιανέψεις, διά νά τό ἀγοράσεις!
Ἄλλοτε τόν ρωτοῦσαν:
-Γέροντα, τί βιβλία νά διαβάζουμε;
Καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀπαντοῦσε:
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ!
-Καλά, γέροντα, αὐτό τό διαβάζουμε.
Ποιό ἄλλο νά διαβάσουμε;
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ! τόνιζε πάλι ὁ Ὅσιος. Εἶναι θησαυρός ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Κάθε μέρα νά διαβάζεις
ἕνα φύλλο ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί νά
προσπαθεῖς νά ἐφαρμόσεις αὐτά πού διαβάζεις!
Ὅπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἦταν ὁ κατ' ἐξοχήν μυστικός Πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, ἔτσι
καί ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἦταν μυστικός
ἄνθρωπος! Ἔκρυβε μέ ἐπιμέλεια τήν ἀρετή του καί τίς καλές ἀλλοιώσεις πού
ἐδέχετο ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα!
Μερικές φορές, ὡστόσο, προδιδόταν,
ἀθελά του, ὅταν φανερωνόταν τό προορατικό του καί τό διορατικό του χάρισμα, πού
ἦταν ἀπόρροια τῆς καθαρῆς καί μυστικῆς ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι ζωῆς του.
Κάποτε, μάλιστα, ἐθεάθη σέ ἐκείνη
τήν κατάσταση τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως, πού συμβαίνει στούς Ἁγίους, ὅταν τούς
ἐπισκέπτεται ὁ Παράκλητος καί ποιεῖ
παρ' αὐτοῖς τήν μονήν Του!
Τόν εἶδαν ἀλλοιωμένον, μέσα στό
ἄκτιστο φῶς, πού προσευχόταν μπροστά στό ἅγιο θυσιαστήριο, σέ ἕνα ἐρημοκκλήσι,
ὅταν κάποια ἀδελφή ἄνοιξε τήν θύραν τοῦ Ἱεροῦ, γιά νά τόν εἰδοποιήσει ὅτι εἶχε
παρέλθει κατά πολύ ἡ ὥρα καί θά ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν ἀπό τήν ἐκδρομή πού εἶχαν
κάνει, γιατί διαφορετικά θά τίς μάλλωναν οἱ γονεῖς τους, ἄν ἀργοῦσαν
περισσότερο!
-Μήν πεῖς σέ κανέναν, ὅσο ζῶ, αὐτό
πού εἶδες, ζήτησε ταπεινά ὁ γέροντας, γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια,
πού ἀμέσως σπεύδει νά ὑποδαυλίσει ὁ πονηρός, γιά νά κλέψει τόν μισθό τῶν ἀληθινῶν
φίλων τοῦ Χριστοῦ μας!
Ἄλλοτε πάλιν ὁ Ὅσιος προσευχόταν, καί ἄλλη ἀδελφή εἰσῆλθε νά πάρει τήν εὐχήν
του, γιά νά ἀναχωρήσει, καί εἶδε καί ἐξεπλάγη ἀπό τήν νεανικότητα τοῦ προσώπου
τοῦ Γέροντος καί τό φῶς πού ἔλαμπε ἀλλά καί ἡ χεῖρα του ἦτο ὡς νέου καί ὄχι
γέρου ἀνθρώπου.
-Δέν
εἶναι τίποτε αὐτά, κόρη, εἶπε ὁ Ὅσιος,
ὑπάρχουν ἀνώτερα. Καί πάλιν συμβούλευσε νά μήν πεῖ σέ κανέναν τίποτε γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἐπέτρεψε ὁ Κύριος
νά βιώσει!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου