Ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει αἱρετικοὺς πού ἔχουν ἤδη καταδικασθεῖ καὶ βρίσκονται ἐκτὸς αὐτῆς.
Ἐπειδὴ ὁ κύριος σκοπὸς μιᾶς
Συνόδου εἶναι νὰ κοινοποιήση εἰς τοὺς πιστοὺς τὸν
καθορισμὸν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν διάγνωσιν
τοῦ ψεύδους, ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ἀναθεματίζει αὐτοὺς
πού ἔχουν ἀποσκιρτήσει ἀπ' αὐτήν, ἀνακηρύττοντας ἔτσι
τὸ ψεῦδος τῆς ἐν λόγῳ διδασκαλίας καὶ ὅτι
οἱ ὀπαδοὶ τῆς διδασκαλίας εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Κάθε Κυριακή
τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ Ἐκκλησία ἀναθεματίζει τοὺς
πρὸ αἰώνων ἀναθεματισμένους, δεικύοντας ὅτι οἱ ἀποφάσεις
τῆς Ἐκκλησίας μένουν διὰ πάντα καὶ ὅτι
αὐτοὶ πού ἀποδέχονται αἱρετικὰ δόγματα ἀναθεματισμένα,
αὐτομάτως ὑπό-κεινται εἰς ἀνάθεμα.
Ὅταν μία σύνοδος συνέρχεται
νὰ καταδικάση νέαν αἵρεσιν, τὴν καταδικάζει ὅπως καταδικάζει
καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις:
μὲ τήν παραδοχήν καί
βασικήν προϋπόθεσιν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκ τῶν
προτέρων ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Οἱ περισσότερες σύνοδοι
κατα-δικάζουν ταυτοχρόνως, τόσον ὅλας τὰς ἀρχαίας καὶ παλαιάς
αἱρέσεις, ὅσον καὶ τὴν καινήν.
Ἂν καὶ οἱ αἱρετικοὶ αὐτομάτως ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ ὑπαιτιότητος
τῆς αἱρετικῆς διδαχῆς τους, ἡ Ἐκκλησία εὐλόγως συνεχίζει νὰ τοὺς
καταδικάζη, ὄχι
διὰ νὰ τοὺς ἐκβάλλη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μέσῳ τῆς
κρίσεώς της, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐποικοδόμησιν καὶ τὴν
στήριξιν τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
Ὅτι ἂν σχίσμα γίνῃ
μεταξὺ δύο ὁμάδων πού ἔχουν διαφορετικὲς ὁμολογίες,
οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ σχίσματος καὶ οἱ κεκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι.
Ἂν ἕνας αἱρετικὸς
χωρισθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς
νὰ ἀφορισθῆ ἀπὸ Σύνοδον, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἁπλοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸ σῶμα
τῶν πιστῶν, προκύπτει τὸ ἐρώτημα, πῶς γίνεται αὐτὸς ὁ χωρισμὸς
καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος. Ἐπειδὴ, ὅποτε προκύπτει
αἵρεσις, καὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι
βρίσκονται ἤδη χωρισμένοι πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, δύναται
νὰ εἶναι μόνο τέσσερις οἱ ἐκδοχὲς τοῦ χωρισμοῦ:
α) Οἱ Ὀρθόδοξοι
χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἔτσι οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι
οἱ σχισματικοί·
β)
Οἱ αἱρετικοὶ χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους,
καὶ ἔτσι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι σχισματικοί·
γ) Καὶ οἱ δύο μερίδες
φατρίασαν ἀμφοτέρωθεν, καὶ ἔτσι εἶναι ὅλοι
σχισματικοὶ καὶ ἔπαυσε νὰ ὑπάρχη ἡ μία
καθολικὴ Ἐκκλησία·
δ) Τὸ σχίσμα ἁπλῶς «ἔγινε»
καὶ κανένας δὲν εὐθύνεται.
Ἂν τὸ τελευταῖο εἶναι ἀληθές,
θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι δύναται
νὰ προκύψει ἀποτέλεσμα χωρὶς αἰτία καὶ ὅτι ἐνεργοποιοῦνται
πράξεις χωρὶς ἐνεργοῦντα -πρᾶγμα πού εἶναι γελοῖο.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος διδάσκει ὅτι
δὲν δύναται ἀποτέλεσμα νὰ προκληθῆ ἀπὸ αἰτία
πού δὲν ὑφίσταται. (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάλογος πρὸς Πύῤῥον, PG 91, 292αb). Οἱ αἱρετικοὶ σαφῶς εὐθύνονται διὰ κάθε σχίσμα
καὶ διαίρεσιν. Ὁ αἱρετικὸς ἀποσκιρτᾶ ἀπὸ τὸν Ἐκκλησίαν.
Εἶναι ἐπιπόλαιο νὰ ἰσχυ-ριζόμαστε ὅτι Ὀρθόδοξοι
καὶ αἱρετικοὶ δύνανται νὰ ἐκπίπτουν τῆς μεταξύ τους κοινωνίας
κατὰ τρόπον πού ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ νά
μήν ἀποδίδεται εἰς τοὺς αἱρετικούς.
Ἐφαρμόζοντας αὐτὴν
τὴν ἀρχὴ εἰς τὴν σημερινὴν καταστασιν -ᾶν
οἱ αἱρετικοὶ δύνανται νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀφ' ἑαυτοῦ τους
καὶ χωρὶς Συνοδικήν κρίσιν -πρεπει νὰ ἐρωτήσουμε, γιατί δὲν
δύναται νὰ θεωρηθοῦν
οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς ἔχοντες ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν;
Ἂν ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι
οἱ Οἰκουμενιστὲς οὐδέποτε
αἰσθάνθηκαν ὅτι ἀποσκίρτησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ἀπάντησις
εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτὸν
τους ἐντός της Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ θεωροῦν
τοὺς ἑαυτούς τους ὡς γραμμικοὺς διαδόχους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν
καὶ πρὸ τοῦ σχίσματος. Κανένας αἱρετικὸς δὲν
παραδέχεται ὅτι εἶναι σχισματικός, εἰ μὴ μόνον ἐν μετανοίᾳ.
Ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς
Πατέρες εἰς πάντα. Νὰ μὴ κάνουμε διακρίσεις
πού δὲν ἔκαναν ἐκεῖνοι
καὶ νὰ μὴ ἰσχυριζόμασστε ὅτι οἱ Πατέρες ἔκαναν
γενικεύσεις ἢ ἁπλοποιήσεις.
"Καθόλου τοιγαροῦν
οὐ τολμητέον εἰπεῖν οὔτε μὴν ἐννοῆσαί τι
περὶ τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος
παρὰ τὰ θειωδῶς ἡμῖν ἐκ τῶν ἱερῶν
λογίων ἐκπεφρασμένα." (Ἁγίου Διονυσίου
Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῶν Θείων Ὁνομάτων, 1).
Ἡ ἐπινόησις διακρίσεων
πού δὲν ἔχουν βᾶσιν εἰς τὴν σκέψιν τῶν Πατέρων
καὶ πού οὐδέποτε ἐφαρμόσθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἶναι
λανθασμένη. Ἡ ἐπινόησις διακρίσεων εἰς τὴν θεολογίαν ἐκτός τῆς
πατερικῆς παραδόσεως, ἄγνωστες εἰς τοὺς Πατέρας,
καὶ πού ἀναιροῦν τὴν ἁπλῆν ἑρμηνείαν τῶν κειμένων
τους, ἐπιφέρει τὴν ἀνατρόπην κάθε δόγματος τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ ἠδυνάμεθα τότε νὰ εἰποῦμε ὅτι ὑπάρχει «διαγνωστικὴ» κόλασις ἢ «δυνάμει» ἀνθρώπινη
φύσις εἰς τόν Χρι-στόν, καὶ ἄλλες παρόμοιες φλυαρίες.
Ἡ μέθοδος
τῶν ὅσων ἰσχυρίζονται αὐτὰ ἔχει ἐπινοηθεῖ ἐκ
τῶν ὑστέρων, διὰ νὰ δικαιολογίση σχίσμα. Ἀναιροῦν
τὴν ἁπλῆν ἑρμηνείαν τῶν Πατέρων, ἐπινοῶντας νέες
διακρίσεις ἀλλότριες τῆς πατερικῆς σκέψεως, καὶ ὁδηγοῦν συνεκδοχικῶς
καὶ κατ' ἀνάγκην εἰς ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες. Καί τοῦτο, διὰ νά ἀποδειχθῆ, ὅτι
συμφωνοῦν μὲ τοὺς Πατέρας. Κανένας Πατήρ δὲν μίλησε «διαγνωστικῶς» ἢ «ἐν
δυνάμει», ὅταν ὁ λόγος εἶναι περί
πίστεως, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλῆν καὶ γνησίαν γλῶσσαν
τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπέδειξαν τὰς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας,
διὰ νά γίνουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερον ἀντιληπτοί.
Δὲν ἔγραψαν οἱ Πατέρες διὰ νά μείνουν ἀκατανόητοι, μέχρι
πού μία μικρὴ μερίδα πιστῶν ἀπεκάλυψε τάχα τὸ «κλειδὶ»
τῆς ἀληθινῆς ἑρμηνείας τῶν κειμένων τους!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
1. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (1ο Μέρος)
2. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (2ο Μέρος)
2. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (2ο Μέρος)
3. Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (3ο Μέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου