Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ὁ αἱρετικὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν λόγῳ τῆς αἱρέσεώς του καὶ συνεπῶς εἶναι αὐτοκατάκριτος (1ο Μέρος)




"
 Ἡ  στάση, πού τηροῦσαν οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί Ἐνορίες διαχρονικά, ὅταν κηρυσσόταν αἵρεση, ἦταν νά ἀναθεματίζουν συνεχῶς τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Αὐτό συνέβαινε σχεδόν καθημερινά, κατά τίς ἀδιάψευστες ἱστορικές πηγές, τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Στή συνέχεια, ὅταν συνεκαλεῖτο Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος, δεχόταν κατ' οἰκονομίαν κάποιους ἀπό τούς εὑρισκομένους σέ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἄν ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί ἐφ' ὅσον ἔφερναν ἐπαρκῆ δικαιολογία γιά τήν στάση τους. Πολλές φορές δέν δεχόταν κανέναν ἀπό τούς αἱρετικούς"

"Ἅγιοι Κολλυβάδες", Χειμώνας 2012

"Οὔτε μιά ὥρα δέν ἔμεναν κοινωνικοί μέ τούς αἱρετικούς οἱ Ὀρθόδοξοι"
Μέγας Βασίλειος

"Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι λεγεών αἱρέσεων"
π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς


"Οἱ παγιωμένες πλέον συνοδικές αἱρετικές ἀποφάσεις, ἡ θεσμική ἀλλοίωση τῆς πίστης καί τῆς παράδοσης τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί οἱ ἐπί πολλές δεκαετίες ἀκολουθούμενες παγκοσμίως πρακτικές, τῶν ἑνωτικῶν πράξεων καί τῶν συμφωνιῶν μέ τούς προαιώνιους αἱρετικούς, ἡ πνευματική διακοινωνία καί οἱ συμπροσευχές ἀκόμη καί μέ ἀλλοθρήσκους, εἰδωλολάτρες καί παγανιστές τῶν οἰκουμενιστικῶν πατριαρχείων, πρωτοστατοῦντος τοῦ λεγομένου Οἰκουμενικοῦ, ἀποκαλύπτουν τήν ἑνιαία διαχρονική αἱρετική πίστη τῶν πρωταρχῶν τῆς αἱρέσεως καί τῶν ἀκολούθων τους."

                                                                                "Ἅγιοι Κολλυβάδες", Χειμώνας 2012 


Ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε ἀπό τόν Θεό στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ μοναχικά ἄτομα, ἀκριβῶς, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη "τά λόγια τοῦ Θεοῦ" (Ρωμ. 3, 2) δόθηκαν ὄχι σέ ἄτομα ἀλλά στό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποκάλυψη δίνεται, καί εἶναι προσιτή, μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία δηλαδή, μόνο διά μέσου τῆς ζωῆς μέσα στήν Ἐκκλησία, διά μέσου μιᾶς ζωντανῆς καί πραγματικῆς συμμετοχῆς στόν μυστικό ὀργανισμό τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀληθινή γνώση εἶναι δυνατή μόνο μέσα στό στοιχεῖο τῆς Παραδόσεως. Ἡ Ἱερή Παράδοση ὡς παράδοση τῆς ἀλήθειας, ὅπως τήν προσδιόρισε ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, εἶναι ὄχι μόνον ἱστορική μνήμη, ὄχι ἁπλῶς μιά ἔκκληση στήν ἀρχαιότητα καί στήν ἐμπειρική σταθερότητα. Παράδοση εἶναι ἡ ἐσωτερική μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πρό πάντων ἡ ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ἑνότητα καί συνέχεια τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί τῆς ζωῆς τῆς χάριτος. Εἶναι ἡ ζωντανή σχέση μέ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἡμέρα πού τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε μέσα στόν κόσμο ὡς τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας.
     Ἡ ἔκκληση πρός τήν Παράδοση δέν εἶναι τόσο πολύ μιά ἔκκληση πρός  ἀρχαιότερα πρότυπα, ὅσο εἶναι μιά ἔκκληση στήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, στό πλήρωμα τῆς γνώσεώς της. Ὅπως τό λέει ἡ πολύ γνωστή διατύπωση τοῦ ἁγίου Βικεντίου τοῦ ἐκ Λειρίνης: ὅ,τι πάντοτε, ὅ,τι παντοῦ, ὅ,τι ἀπό ὅλους ἔχει πιστευθεῖ.
     Ἡ παράδοση γνωρίζεται καί κατανοεῖται μόνο μέ τό νά ἀνήκεις στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στήν κοινή ἤ καθολική ζωή. Τό καθολικός, (ἀπό τό καθ’ ὅλου), δέν σημαίνει οὐδόλως μιά ἐξωτερική καθολικότητα, δέν εἶναι ἕνα ποσοτικό, ἀλλά μᾶλλον ἕνα ποιοτικό κριτήριο. Τό "καθολικός" δέν σημαίνει "οἰκουμενικός" οἱ δύο αὐτοί ὅροι δέν εἶναι ταυτόσημοι.
     Ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία μπορεῖ ἀκόμα ἱστορικά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι τό μικρό ποίμνιο. Ὑπάρχουν σήμερα περισσότεροι αἱρετικοί παρά Ὀρθόδοξοι πιστοί μέσα στόν κόσμο μας καί ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι παντοῦ, καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία ἐξαναγκάζεται νά ζεῖ στό περιθώριο τῆς ἱστορίας, μέσα στήν "ἔρημο". Αὐτό συχνά συνέβη καί συμβαίνει καί πάλι σήμερα, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Αὐτός ὁ ἐμπειρικός περιορισμός καί αὐτή ἡ κατάσταση, μέ κανένα τρόπο δέν καταστρέφει τόν καθολικό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, γιατί εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί λόγῳ τῆς ἑνότητας αὐτοῦ τοῦ Σώματος ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀμοιβαία συνανάπτυξη τῶν ἐπί μέρους μελῶνû ἡ ἀμοιβαία ἀπομόνωση καί ὁ διαχωρισμός ἀπό τούς ἄλλους ὑπερνικῶνται, καί ἡ ἀληθινή κοινωνία ἤ ἡ κοινή ζωή πραγματοποιεῖται. Καί αὐτό γίνεται καί ὡς πρός τή σκέψη. Στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται ἡ καθο-λικότητα τῆς συνειδήσεως. Σ’ αὐτήν περικλείεται τό ἀληθινό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: "ἵνα πάντες ἕν ὦσινû καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἄγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν ... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν..." (Ἰωάν. ιζ΄, 21-23).
     Ἡ ἑνότητα πραγματοποιεῖται διά μέσου τῆς συμμετοχῆς στή μιά καί μοναδική ἀλήθεια τῆς κοινῆς  πίστης τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ χρόνος ὑπερβαίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία οἱ πιστοί ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τῶν γενεῶν ἑνοποιοῦνται καί ἑνώνονται συναντῶντας ἀλλήλους. Σ' αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ θρησκευτική καί μεταφυσική σημασία τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων.

Σκηνικῶς παίξωμεν;

     Μέ τήν σιγουριά πού μᾶς δίνει ἡ συμμετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί στήν κοινωνία τῶν ἁγίων μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ Λατινό-φρονες καί οἱ Νεοημερολογίτες δέν συμ-μετέχουν στό σῶμα αὐτό. Δέν μετέχουν στήν μοναδική ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας. Δέν εἶναι μέλη τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
     Εἶναι ἐκτός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.     Ἐνῶ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀγκαλιάζει ὅλες τίς ἐποχές καί τούς ἁγίους, (τούς Ὀρθοδόξους), ἔχει ἀποβάλει καί οὐδέποτε ἀποδέχεται τούς ξένους καί ἀντίθετους στήν Ἱερή Παράδοση καί στήν ἑνιαία πίστη, τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί τούς Νεοημερολογίτες.    Ἡ καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς Λατινόφρονες καί Νεοημερολογίτες Οἰκουμενιστές τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ κάθε ἐνορία, προϊσταμένου τοῦ πνευματικοῦ της ἱερέως ἤ ἐπισκόπου, συμμαρτυρῶντας καί ἐπικρο-τῶντας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
     Τό ἀνάθεμα ἐνεργεῖται ἀπό τό πλήρωμα τῶν ἁγίων, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, πού διατρανώνουν ἐπί ἕνα σχεδόν αἰῶνα συνεχῶς τήν ἑνιαία πίστη καί ἀναθεματίζουν μέχρι σήμερα τούς αἱρετικούς.
     Αὐτό εἶναι ὑποχρέωση τῶν Ὀρθοδόξων καί αὐτό κάνουν, γιατί ὁ μή λέγων τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα, ἀνάθεμα ἔστω, κατά τό Συνοδικό τῆς ἀθάνατης Ὀρθοδοξίας. 
     Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἱερεύς παίρνουν τήν ἐξουσία καί τήν ἁρμοδιότητα νά διδάσκουν καί νά τελοῦν τά μυστήρια ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό σῶμα τῶν Ἁγίων. Γιαὐτό καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει δικαίωμα καί καθῆκον νά συμμαρτυρεῖ, νά συναινεῖ ἀλλά καί νά ἀρνεῖται τή συναίνεσή του στόν ἱερέα καί στόν ἐπίσκοποû ἀκόμη ἔχει τό δικαίωμα καί νά τόν καθαιρεῖ, ὅταν αὐτός παρεκκλίνει ἀπό τήν ὁμοφωνία τῶν Πατέρων, ἀπό τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς καθολικότητας τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν, ἑπομένως, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πνευματικοί προϊστάμενοι δέν εἶναι μάρτυρες αὐτῆς τῆς μετοχῆς στήν μοναδική ἀλήθεια καί δέν εἶναι φορεῖς τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας καί τῆς ἐσωτερικῆς μνήμης τῆς Ἱερῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἔχουν ἤδη ἐνδυθεῖ τήν κατά-ραν ὡς ἰμάτιον, κατά τήν ἐπί Ἀνθίμου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848Ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς  ἀναγνωρίζει στό λαό καί τό δικαίωμα τῆς ἀρνησικυρίας, ἀκόμη καί ἀποφάσεων Συνόδων, συγκλη-θέντων ὡς Οἰκουμενικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτές ἀντιπίπτουν στό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
     "Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον παρά τηλικούτων ἀνδρών, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου.
Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλειπῆ τήν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Ἀλλ’ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μή ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἥντιναούν, καί ὁ τολμῶν ἤ πρᾶξαι ἤ συμβουλεῦσαι, ἤ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ήδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα διά τό βλασφημεῖν εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὡς τάχα μή ἀρτίως λαλῆσαν ταῖς Γραφαῖς καί Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις.
Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἰρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἰμάτιον,
 κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανού, ἀνάθεμα."
     Οἱ Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές ἐπίσκοποι καί πνευματικοί προϊστάμενοι στεροῦνται τῆς πνευματικῆς καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, καθ’ ὅ,τι δέν εἶναι μέτοχοι στήν διαχρονική ἀλήθεια τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἑπομένως ἔχασαν τήν κοινωνία μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐξ ὀνόματος τοῦ ὁποίου δέν μποροῦν νά ἐνεργοῦν. Καί ἑπομένως ὁποιαδήποτε ἐνέργειά τους εἶναι ἄκυρη. Ἐνεδύθησαν κατάραν ὡς ἰμάτιον, καθυποβληθέντες εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα, ἐπειδή βλασφημοῦν συνεχῶς εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἀρτίως λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καί ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις.
     Αὐτό συμβαίνει πρῶτον, λόγῳ τῆς μή κοινωνίας τους μέ τήν ἀλήθεια καί τήν ἑνιαία πίστη τῶν Πατέρων, ἀλλά καί γιατί ἐνεργοποιοῦνται ἐπί ἕνα αἰῶνα τά ἀνα-θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό τίς τοπικές καθολικές ἐκκλησίες, πού βρίσκονται σέ ἐσωτερική μυστική πνευματική ἑνότητα μεταξύ τους καί σέ κοινωνία μέ τό σῶμα τῶν Ἁγίων πάντοτε, ἀλλά κυρίως τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας. Διαφορετικά, ποιό νόημα ἔχει ἡ σύναξη τῶν τοπικῶν καθολικῶν Ἐκκλησιῶν μέ πλήρη ἱερατική στολή, προϊσταμένων τῶν ἐπισκόπων καί τῶν ἱερέων μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκφώνηση τῶν ἀναθεμάτων τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας;
     Σκηνικῶς παίξωμεν;
     Αὐτό συμβαίνει ἐπίσης, γιατί οἱ πρῶτοι ἀποσχισθέντες τῆς ἀληθείας πῆραν τήν χάρη ἀπό τήν Καθολική Ἐκκλησία, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἀλλά οἱ ἴδιοι κατασταθέντες αἱρετικοί καί ἀποκοπέντες ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἑνιαία Πίστη καί Παράδοσή της, ὄντες αὐτο-κατάκριτοι, δέν μποροῦσαν πλέον νά μεταδώσουν τήν χάρη, κατά τόν Οὐρανο-φάντορα! Ὄχι μόνον οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί οἱ σχισματικοί στεροῦνται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διότι:
     "Ἡ μέν ἀρχή τοῦ χωρισμοῦ διά σχίσματος γέγονεν û οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς û ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν. Οἱ μέν γάρ πρῶτοι ἀνα-χωρήσαντες, παρά τῶν πατέρων ἔσχον τάς χειροτονίας, καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τό χάρισμα τό πνευματικόν û οἱ δέ ἀπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίανû οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, οἷς αὐτοί ἐκπεπτώκασιû διό ὡς παρά λαϊκῶν βαπτιζομένους τούς παρ' αὐτῶν, ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπί τήν ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς ἐκκλησίας ἀποκαθαίρεσθαι..."[1]
     Ἡ ἀνωτέρω ἀναφερομένη στάση ἦταν ἡ στάση, πού τηροῦσαν οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί Ἐνορίες δια-χρονικά, ὅταν κηρυσσόταν αἵρεση. Ἀνα-θεμάτιζαν συνεχῶς τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Αὐτό συνέβαινε σχεδόν καθημερινά, κατά τίς ἀδιάψευστες ἱστορικές πηγές, τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Στή συνέχεια, ὅταν συνεκαλεῖτο Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος, δεχόταν κατ' οἰκονομίαν κάποιους ἀπό τούς εὑρισκομένους σέ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἄν ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί ἐφ' ὅσον ἔφερναν ἐπαρκῆ δικαιολογία γιά τήν στάση τους, -(ὄχι ὅμως πάντοτε, βλ. Συνόδους Ἀφρικῆς καί Ρώμης κατωτέρω)-, ἀλλά ποτέ δέν δέχονταν τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως. Ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦσαν πάντοτε τούς αἱρετικούς ἐκτός τῆς ἀληθείας, καί ἑπομένως καί ἐκτός τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας.
     Ἐφ' ὅσον ὁ αἱρετικός στερεῖται τῆς χάριτος δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρεῖ τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἀνάθεμα δέν ἀποκόπτει αὐτόν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐξαγγέλλει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τήν πραγματοποιηθεῖσα ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο τόν αἱρετικό αὐτοαποκοπή, μέ τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Ἔτσι εἶναι δυνατή ἡ προστασία τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἰδίου, ἄν μετανοήσει.
     Ἀπό σῶμα Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀναθεματίσθηκαν ἰδιαίτερα ὁ Οἰκουμενισμός καί οἱ Οἰκουμενιστές στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς τό 1983, προϊσταμένου τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου. Τό ἴδιο ἔγινε καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τοῦ μακαριστοῦ μας Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χρυσοστόμου.
     Ἡ πρώτη παγκοσμίως ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τῆς Διασπορᾶς ἔχει πολλές ἀναλογίες καί εἶναι ἀναλόγου σπουδαιότητος μέ ἐκείνη, πού ἔγινε ἐπί Ἁγίου Μαρτίνου, πάπα Ρώμης, μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τό 649 μ.Χ., πού κατεδίκασε τούς Μονοθελῆτες καί Μονο-ενεργῆτες.
     Οἱ Ρῶσσοι ἐπίσκοποι τῆς Διασπορᾶς ἀποτελοῦσαν τήν συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού εἶχε διωχθεῖ καί ἐξορισθεῖ ἀπό τούς Μπολσεβίκους-Σιωνιστές. Ὅσοι ἔμειναν στό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, (οἱ Σεργιανιστές), ἦσαν ἐκεῖνοι πού πρόδωσαν καί ἔγιναν πράκτορες τοῦ Σιωνισμοῦ καί τοῦ Κομμουνισμοῦ καί διῶκτες τῶν κατακομβιτῶν Ὀρθοδόξων.
Αὐτοί δέ πού ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία, ἐφ' ὅσον μετανοοῦν, διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι πρέπει νά γίνονται δεκτοί, ὄχι ὅμως ἀκρίτως, ἀλλά νά δοκιμάζονται, ἐάν ἐπιδεικνύουν ἀληθινή μετάνοια καί ἐάν ἔχουν ὡς συμμαρτυρία τους τήν σπουδή γιά τήν σωτηρία τους (5ος Κανόνας).
     Γιαὐτό, ὁ Μέγας Ἱεράρχης δέν δέχεται οὔτε τούς Ἐγκρατίτες, οὔτε τούς Σακκοφόρους, οὔτε τούς Ἀποτακτίτες, ὅπως καί τούς Ναυατιανούς γιατί γιά ἐκείνους μέν ἐκφωνήθηκε κανόνας, ἄν καί διαφορετικός, γιά αὐτούς ὅμως ἐπικράτησε σιωπή. Αὐτούς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀναβαπτίζουμε, διδάσκει ὁ Ἅγιος, ἔστω καί ἐάν αὐτό ἀπαγορεύτηκε σέ σᾶς, ὁ ἀναβαπτισμός δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύουν τά ἴδια καί στήν Ρωμαϊκή Ἐκκλησία, λόγῳ κάποιας οἰκονομίας, ἀλλά ὁ λόγος μας νά ἔχει ἰσχύν, ἐπειδή ἡ αἵρεσή τους εἶναι ἀποβλάστημα τῶν Μαρκιωνιστῶν, ἐπειδή βδελύσσονται τόν γάμον καί ἀποστρέφονται τόν οἶνον καί θεωροῦν τήν κτίση τοῦ Θεοῦ μολυσμένη, δέν τούς δεχόμεθα στήν Ἐκκλησία, ἐάν δέν βαπτισθοῦν στό βάπτισμά μας.
Παρά τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι δέν ἔχει προηγηθεῖ ἀπόφαση καί κανόνας ἤ καταδίκη γιά τούς αἱρετικούς αὐτούς, ὁ Μέγας Ἱεράρχης δέν τούς δέχεται. Τούς θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί πρέπει νά βαπτισθοῦν καί ὁρίζει ὅτι πρέπει νά ἰσχύσει ὁ λόγος του, (47ος Κανόνας Μεγάλου Βασιλείου πού ἔχει πλέον Οἰκουμενική ἰσχύ).
Πόσο μᾶλλον οἱ Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, ψευδεπίσκοποι, κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, στεροῦνται καί οἱ ἴδιοι τοῦ ἀληθινοῦ βαπτίσματος καί οὔτε σέ ἄλλους μποροῦν νά μεταδώσουν τήν Χάρη, λαϊκοί γενόμενοι, κατά τόν Οὐρανοφάντορα, ὡς ἄλλα ἀποβλαστήματα καί αὐτοί τῶν Ἀρειανῶν, μή δεχομένων τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς μοναδικόν Θεόν ἀλλά καί τῶν Πνευματομάχων, γιατί ἀντιμάχονται τό ἔργον τοῦ Παναγίου Πνεύματος τήν Μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἑνούμενοι μέ ἐπίσημες συμφωνίες ταυτοχρόνως μετά τῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδικασθέντων Μονοφυσιτῶν καί Λατινο - Προτεσταντῶν, συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως συμπροσευχόμενοι καί συλλειτουργοῦντες οὐνιτικῶς μέ αὐτούς.
     Ὅταν ἐπί ἕνα σχεδόν αἰῶνα εἶναι ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας καί κοινωνοῦν τῆς δαιμονικῆς πλάνης τῆς πανθρησκείας καί τοῦ  θανατηφόρου δηλητηρίου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι παντελῶς ἀλλοτριωμένοι τῆς Χάριτος; Τοῦτο καταφαίνεται καί ἀπό τά παρακάτω καταλυτικά κείμενα:





[1] Α΄ Κανών Μεγάλου Βασιλείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου