Οι διαφορές των αγίων Πατέρων με τους σύγχρονους δήθεν «πατέρες»! (3ο ΜΕΡΟΣ)



Χθές κατά το πάτριον εορτολόγιον τιμήσαμε την μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μαρίνου. Διαβάζουμε απο τον βίο του:

«Μαρίνος ο Άγιος του Θεού Μάρτυς, ήτο εκ προγόνων Χριστιανός. Βλέπων δέ τους ειδωλολάτρας προσφέροντας θυσίας (εις τα είδωλα), ήναψεν υπό Θείου ζήλου, ώρμησε και κατεκρήμνισε τον βωμόν, καταπατήσας τάς εν αυτώ θυσίας, τον δέ εαυτόν του ωνόμασε Χριστιανόν. Αμέσως λοιπόν συνελήφθη υπό των ειδωλολατρών, οίτινες πρώτον μέν έδειραν τον Άγιον με χονδράς ράβδους, κατόπιν δέ συντρίψαντες δια λίθων το στόμα και τους οδόντας του, έσυραν αυτόν εκ των τριχών της κεφαλής. Έπειτα δέσαντες αυτόν, παρέδωκαν εις τον άρχοντα, υπό του οποίου, δεινώς βασανισθείς, απεκεφαλίσθη και ούτως έλαβε ο μακάριος του Μαρτυρίου τον Στέφανον».

Πώ πώ!! Μα τι φονταμενταλιστές ήσαν αυτοί οι άγιοι!! Μα δεν είχαν το επίπεδο (που έχουν ωρισμένοι σήμερα), να κατανοήσουν την διαφορετικότητα του άλλου;; Τι μισαλλοδοξία είναι αυτή που ωρμούσαν, γκρέμιζαν, και καταπατούσαν τα είδωλα!!! 

Ο νοών νοείτω!


Ταις του αγίου μάρτυρος Μαρίνου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς!



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

Σχόλια εις το άρθρο ΟΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ - π. Ιωήλ Κωνστάνταρος''



Αναγνώσαμε ένα άρθρο υπό τον τίτλο '' ''ΟΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΡΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ'' . 
Βέβαια το έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, ότι όταν κάποιος θέλει να γράψει κατά του Οικουμενισμού, ο λόγος του ξαφνικά μετατρέπεται σε αντιζηλωτικό!! Το άρθρο εδώ  ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΣ Ο ΑΓΩΝ Η ΑΝΤΙΖΗΛΩΤΙΚΟΣ??

Θα σχολιάσουμε με απλά λόγια ένα επίμαχο μέρος του άρθρου που μας έκανε εντύπωση.


Αναφέρει ο π. Ιωήλ:

«με το να κάνουμε λόγο, αλλά και να αγωνιζόμαστε εναντίον του Οικουμενισμού και του θρησκευτικού συγκρητισμού, δεν θα πέσουμε από την άλλη στην ετέρα μεγάλη παγίδα και στον άλλο πειρασμό του πονηρού, που ονομάζεται άκριτος ζηλωτισμός. Ουδείς έχει το δικαίωμα να αποσπασθεί από το Σώμα της Εκκλησίας και να δημιουργήσει παρατάξεις και σχίσματα. Ουδέποτε αυτό. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο τόπος μας, η Ελλαδική δηλαδή Εκκλησία, και όχι μόνο, έχει δεχθεί κατά καιρούς πολλές τις πληγές στο σώμα της από τους «εκ δεξιών πειρασμούς».

Εδώ ο αρθρογράφος αναφέρει ότι είναι παγίδα και πειρασμός ''εκ δεξιών'' του πονηρού το να είναι κάποιος ζηλωτής. Δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να ''αποσπασθεί'' (αποτείχιση;;) από το Σώμα της Εκκλησίας και να δημιουργεί παρατάξεις και σχίσματα.

Μας κάνει μεγάλη εντύπωση το ότι ενώ ο δάσκαλος των τοιούτων θεωριών (Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος ''ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ'') αναφέρει ότι ο Ορθόδοξος έχει το ΔΙΚΑΙΩΜΑ (και όχι ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ), να διακόψει το μνημόσυνο του αιρετίζοντος Επισκόπου, οι μαθητές του δεν έχουν την ίδια άποψη με αυτόν! Έγραφε ο ίδιος:


«ΑΝ ΔΕ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΙΝΟΣ ΔΕΝ ΑΝΕΧΗΤΑΙ ΝΑ ΜΝΗΜΟΝΕΥΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ (ΛΟΓΩ ΚΗΡΥΤΤΟΜΕΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ), ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ, ΠΡΟΒΑΙΝΩΝ ΕΤΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ, ΝΑ ΠΑΥΣΗ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΥΤΟΥ (ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ), ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΤΩ ΙΕ΄ ΚΑΝΟΝΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ...(Τα δυο άκρα σελ. 89)

 Διαφωνείτε μαζί του; 

Επίσης δια ποιό Σώμα της Εκκλησίας μας ομιλείτε; Ομιλείτε δια ένα Σώμα το οποίο συμπεριλαμβάνει αιρετικούς (Οικουμενιστές) και Ορθοδόξους Επισκόπους (μη Οικουμενιστές) και ιερείς οι οποίοι συνυπάρχουν, συγκοινωνούν, αλληλομνημονεύονται εις τα δίπτυχα, συλλειτουργούν και συν - πανηγυρίζουν εις τις εορτές ως να μην συμβαίνει απολύτως τίποτε; Σε τι διαφέρει αυτό το ''Σώμα'' με  το Οικουμενιστικό Σώμα όπου συμπεριλαμβάνει ένα συνονθύλευμα, μίαν συνύπαρξιν θα λέγαμε μεταξύ τους και ας διαφωνούν σε σημαντικά θέματα, ας έχουν ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ! 
Πως μας λέτε δια ΕΝΑ ΣΩΜΑ εις το οποίο υπάρχουν διαφορετικά φρονήματα, είναι άξιον απορίας.

Ας υποθέσουμε ότι εις τους κόλπους των παλ/των δεν υπήρχαν ΄''παρατάξεις'', αλλά μία και μόνη Σύνοδος, μήπως θα τους αποδεχθείτε;

«Η σύγχρονη μάλιστα κατάσταση στον δραματικό χώρο των σχισμάτων και των ποικίλων «συνόδων», αποδεικνύει άμεσα σε ποιο κατάντημα μπορούν να φθάσουν διάφορες ομάδες, όταν τους λείπει η ακριβής γνώση της εκκλησιαστικής Ιστορίας και όταν υπάρχει ημιμάθεια του Κανονικού Δικαίου. Ο τρόπος δε που χειρίζονται κάποιοι «ηγέτες» των σχισματικών παρατάξεων τα θέματα γενικώτερα, αποδεικνύει, όχι απλώς ασχετοσύνη περί τα θεολογικά, αλλά στην κυριολεξία, αθεοφοβία. Και πώς να μη συμβαίνει αυτό αγαπητοί, όταν αρκετοί εξ' αυτών που παρουσιάζονται με βαρύγδουπους τίτλους και με «εκκλησιαστικά» αξιώματα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα μπορούσαν «τιμής ένεκεν» να είναι απλώς «κανδηλανάπτες», για να μην ισχυριστούμε ότι θα έπρεπε ν' ανήκουν στους «προσκλαίοντες»; Πώς αλήθεια ηρεμούν με τη συνείδησή τους όταν φτάνουν να προβαίνουν σε ανοικονόμητες οικονομίες, για το καλό δήθεν της παρατάξεως που την έχουν βαπτίσει «εκκλησία»; Και όλα αυτά φίλοι μου, στο όνομα της ταλαίπωρης «ορθοδοξίας» και «ένεκεν αληθείας»...

Επαναλαμβάνουμε ας υποθέσουμε ότι εις τους κόλπους των παλ/των δεν υπήρχαν ΄''παρατάξεις'', αλλά μία και μόνη Σύνοδος, μήπως θα τους αποδεχθείτε;

Γνωρίζουμε ότι από παλαιότερους καιρούς τους παλ/τες τους ονόμαζαν αμαθείς, σχισματικούς, παλαιοημερολογίτες κ.λπ. χλευαστικά προσωνύμια. Όμως όταν ομιλείτε περί ''ημιμάθειας του Κανονικού Δικαίου'' τι εννοείτε; Πολύ θα θέλαμε να δούμε έναν διάλογο μεταξύ εσάς και με Καθηγητή Κανονικού Δικαίου που ανήκει εις τους κόλπους των παλ/των, δια μας δείξετε την ημιμάθεια που τον διακατέχει. Εάν θέλετε μπορούμε να γίνουμε ο ''διαύλος'' μεταξύ εσάς και του ιδίου.

Γνωρίζουμε επίσης, και σας υπενθυμίζουμε ότι τούτα τα ''εκκλησιαστικά αξιώματα'' δια τα οποία ομιλείτε είναι μόνο ''αξιώματα'' δια όσους ανήκουν εις τους παλ/τες! δηλαδή δια μία χούφτα ανθρώπων, όπως λέγουν μερικοί που έχουν τα ίδια φρονήματα με εσάς. Αυτά είναι τα αξιώματα; Μία ''χούφτα'' ανθρώπων να τους τιμά, ενώ οι πολλοί (εσείς) να τους ονομάζει με τα γνωστά προσωνύμια;;; Δεν νομίζω ότι κάποιος θα ζήλευε τέτοια ''αξιώματα'' ούτε μία τέτοια ''δόξα''!!! Ο καθείς θα ήθελε να δοξάζεται από τους πολλούς (βλ. Πάπα), όχι από μία χούφτα ανθρώπων!!!

Εσείς είστε σίγουρος ότι όλα αυτά τα έτη όπου εμφανίστηκε ο Οικουμενισμός (1924 και μετά), είστε σίγουρος ότι διαχειριστήκατε τα θέματα όπως έπρεπε; Τα διαχειρισθήκατε με σχετικότητα αλλά και με θεολογική ορθή κατάρτιση;

Εσείς πως ηρεμείτε την συνείδησή σας όταν φτάνετε σε οικονομίες τύπου π.χ., να δέχεσθε την επισκέψη ενός  αιρετικού Οικουμενιστή Επισκόπου εις τους τόπους σας (ομιλούμε δια όλους εσάς), με τιμές ως να μην συμβαίνει τίποτα, μνημόνευση εις τα δίπτυχα, συνεορτασμούς μαζί τους κ.λπ;  Πως ηρεμείτε όταν ομιλείτε δια έναν αιρετικό Οικουμενισμό, ΑΚΕΦΑΛΟ όμως, διότι δεν ονομάζετε από ποιούς εκπροσωπείται αυτός, ποιός τον κηρύττει, ποιοί είναι τέλος πάντων αυτοί οι Οικουμενιστές, και έτσι πέφτετε εσείς οι ίδιοι εις την άλλη παγίδα της αιρέσεως του ΟΝΟΜΑΤΟΚΡΥΠΤΙΣΜΟΥ, όπως πολύ ορθά επισήμανε ο π. Θεόδωρος Ζήσης;;

«Όχι λοιπόν! Ξεκάθαρα όχι. Δεν θα φύγουμε από την Κιβωτό της Σωτηρίας. Δεν θα γίνει δηλαδή αυτό που θέλει ο διάβολος, αλλά και που μάλλον θα ήθελαν όσοι συνειδητά παρασπονδούν στα θέματα της πίστεως. Είναι κι αυτό μια τραγικότητα. Όσοι δηλαδή βάλλουν έσωθεν την Εκκλησία μας, θα ήθελαν μετά πολλής της χαράς μάλιστα, να απομακρυνθούν όσοι πονούν για τα ολισθήματα και τα εκκλησιαστικά εγκλήματα, και τούτο για να αποδυναμωθεί η αντίσταση, και έτσι να οδηγήσουν το σκάφος εκτός σωτηρίου πορείας, και στην ρότα που επιθυμούν».

Ο διάβολος αγαπητέ πατέρα μας, ήδη ''πέτυχε'' αυτό που ήθελε, και μάλλον έχει ξεκαρδιστεί από τα γέλια διότι βλέπει κάποιους με ''άσφαιρα'' βλήματα να πυροβολούν! Άσφαιρα βλήματα, εννούμε τον ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ κατά των Οικουμενιστών! Εάν αυτό εσείς το θεωρείτε αντίσταση, τότε τι να πούμε εμείς!!! Αυτό που θέλει ο διάβολος και οι Οικουμενιστές δεν είναι να αδειάσει το σκάφος, αλλά να ΓΕΜΙΣΕΙ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΦΡΟΝΗΜΑ!!

Ας υποθέσουμε όμως και πάλι ότι δήθεν απομακρύνεσθε εσείς και όλοι από το ''σκάφος'', όπως το λέτε. Ποιό σκάφος θα οδηγήσουν οι Οικουμενιστές, όταν ΟΛΟΙ ΣΥΣΣΩΜΟΙ θα έχουν εξέλθει από αυτό;; (αιρετικό σκάφος το λέμε εμείς). Τι να το κάνουν τέτοιο σκάφος όταν θα έχει ήδη αδειάσει;;  Εσείς δηλαδή μας λέτε ότι οι Οικουμενιστές θέλουν μετά πολλής χαράς να αδειάσει τούτο το σκάφος δια να το πάνε όπου αυτοί θέλουν;;; Μα αν αδειάσει το σκάφος τότε χάρισμά τους!! Ας καταποντισθεί και αυτό αλλά και αυτοί μαζί του! Οι Ορθόδοξοι θα έχουν βρεί άλλο σκάφος ΟΡΘΟΔΟΞΟ!! Ποιό είναι αυτό;; Μας το λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής!!

««Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων· Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς.
»Πρός οὕς εἶπον · Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ’ ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις, καί τοῦ γενομένου καλῶς, οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450). Ἐδῶ ὁ ἅγιος ὀνομάζει «Καθολική Ἐκκλησία τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν». Συνεπῶς ὅποιος δέν ἔχει αὐτήν τήν ὁμολογία δέν δύναται νά ἀνήκη εἰς τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν».


Αυτό πατέρα μας είναι το σκάφος, αυτή είναι η Καθολική Εκκλησία! Η ΟΡΘΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑ! και όχι τα Πατριαρχεία και οι Τοπικές Εκκλησίες!

Χαρακτηριστικά ἀναφέρουν εἰς τόν ὅσιο τήν ἕνωσι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξον πίστι. Ὁ ὅσιος προτιμᾶ ἀπερίφραστα τήν ὀρθόδοξον πίστι καί ὄχι τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι ἄνευ αὐτῆς τῆς πίστεως. Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ θέσις τοῦ ὁσίου καί δεικνύει ὅτι ἡ μόνη ἀληθής ἕνωσις συντελεῖται ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι τεχνάσματα τοῦ διαβόλου!!!


«Θα μείνουμε λοιπόν και θα αγωνιστούμε εντός της Εκκλησίας. Και Εκκλησία, δεν είναι τα λάθη και οι ανθρώπινες αδυναμίες, ή έστω και προδοσίες. Εκκλησία είναι το Σώμα του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Άλλωστε, και στο θέμα αυτό, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται τώρα για πρώτη φορά, έχουν ξεκαθαρίσει δια παντός τα πράγματα, μεγάλες άγιες και σύγχρονες μορφές της Εκκλησίας μας, όπως ο Σέρβος Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, αλλά και ο δικός μας, ο ανεπανάληπτος και όσιος πατήρ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Φυσικά την μέση και βασιλική οδό, μας τη διδάσκει ο λόγος του Θεού και οι άγιοι της Εκκλησίας μας, που ερμηνεύουν τον ζωντανό λόγο του Θεού». 

Είναι δικαίωμά σας να κάνετε ότι εσείς θέλετε. Αναφέραμε άνωθεν ποιά είναι η Καθολική Εκκλησία! Θα θέλαμε να δούμε εάν όντως ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς ήταν εν ζωή σωματικώς τι θα έπραττε ο ίδιος. Θα ήταν ενδιαφέρον.
 Όσο δια τον ''όσιο;;'' π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, απεδείχθη εις την πράξη ότι έκανε λάθος, διότι ενόμιζε ότι ο Οικουμενισμός δεν θα διαρκέσει πολύ, αλλά δυστυχώς έπεσε έξω και όχι μόνο διάρκεσε αλλά και  ΕΓΙΓΑΝΤΩΘΗ!!! Και έμεινε αυτό το ατυχές ''άχρι καιρού''!!!

Όσο δια την βασιλική οδό που αναφέρατε, σας υπενθυμίζουμε και εμείς το λεχθέν:

οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. 
οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. (Αποκ. 3. 15-16)

Γνωρίζω καλά τα έργα σου, τα ολίγα, τα ατελή και χλιαρά. Αυτά και μαρτυρούν, ότι ούτε ψυχρός είσαι ως προς την πίστιν, ούτε θερμός. Είθε να ήσουν ψυχρός (διότι υπήρχεν ελπίς να μετανοήσης και θερμανθής) η να ήσουν ζεστός και θερμός.
 Ετσι επειδή είσαι χλιαρός και δεν είσαι ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, πρόκειται να σε εμέσω από το στόμα μου, (να σε αποδοκιμάσω και σε αποκόψω από την Εκκλησίαν μου).


Κυριακή Β΄ Νηστειών - Αθεϊα η σιωπή για την πίστη (παλαιότερη ανάρτηση)


Στέργιος Ν. Σάκκος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Η  σιγή, λέγει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, σε θέματα πίστεως είναι τρίτο είδος αθεΐας μετά από την άρνηση του Θεού και την απόρριψη του Ιησού Χριστού.

Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν πολυενδιαφέρεται για τα πνευματικά και μάλιστα για τα δογματικά θέματα, που αποτελούν το θεμέλιο και την πηγή της πνευματικής ζωής και της σωτηρίας. Η σημερινή κουλτούρα και γενικότερα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα όχι μόνο ευνοεί μια τέτοια νοοτροπία αλλά και εξωθεί σ αυτήν. Άλλωστε το στίγμα του «φονταμενταλισμού» και η μομφή της μισαλλοδοξίας συνοδεύουν ανεξέλεγκτα κάθε προσπάθεια για την διατήρηση των παραδεδομένων αξιών που αποτελούν τα θεμέλια του πολιτισμού και της πνευματικής μας οικοδομής. 

Κάτω από όλες αυτές τις έμμεσες πιέσεις ο σημερινός ορθόδοξος χριστιανός αβασάνιστα αποδέχεται τα δελεαστικά κηρύγματα του Οικουμενισμού, αυτού του οδοστρωτήρα και ισοπεδωτή των δογμάτων, και περνά στα «ψιλά γράμματα» τις δογματικές διαφορές. Ωστόσο, είναι λάθος και παράπτωμα πνευματικό να αδιαφορούμε για τα δόγματα· να τα θεωρούμε σχολαστική ενασχόληση των θεολόγων, ανούσιο και ενοχλητικό πονοκέφαλο για μας τους «απλούς χριστιανούς». 
Την θεμελιακή σημασία του δόγματος και την στενή σχέση του με την καθημερινή μας ζωή εκφράζει η Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως, ακόμη και με την διάταξη των πέντε πρώτων Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής, στην οποία ήδη εισερχόμαστε τον μήνα αυτό. Οι δύο πρώτες Κυριακές, της Ορθοδοξίας και του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, διατρανώνουν το ορθόδοξο δόγμα και την κυριαρχία του από τα χρόνια της εικονομαχίας μέχρι τον καιρό των παπικών αυθαιρεσιών. Η τέταρτη Κυριακή και η πέμπτη, όπου προβάλλονται αντίστοιχα οι μορφές του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, «δοτού τω Κυρίω εκ κοιλίας μητρός», και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, εξαγνισμένης με την συγκλονιστική της μετάνοια και με το αίμα του Ιησού Χριστού, παρουσιάζουν την εν Χριστώ ζωή. Κι ανάμεσα στις δύο δυάδες, η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πως ο σταυρός, σύμβολο και χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδοξίας, συμπλέκει και ενώνει το δόγμα με την ζωή, την αγάπη με την αλήθεια. Το κατακόρυφο δοκάρι του ενώνει τον ουρανό με την γη αποκαλύπτοντας την μοναδική αλήθεια, την πίστη που ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό· το οριζόντιο συνάζει όλα τα μήκη και πλάτη της γης εφαρμόζοντας την εν Χριστώ αγάπη. Αν είναι αδύνατο να σταθεί ο σταυρός χωρίς το κατακόρυφο δοκάρι του, είναι εξίσου ακατόρθωτο να υπάρξει στον κόσμο αγάπη πραγματική χωρίς πίστη αληθινή. 
Παράγγελμα και απαίτηση της αγάπης του Χριστού είναι η διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως από κάθε παραχάραξη και μάλιστα από την παπική κακοδοξία, την τόσο έντονη στις μέρες μας. Αυτό επισημαίνουν πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μέσα στους ένδεκα αιώνες που μεσολάβησαν από την απόσχιση των παπικών μέχρι σήμερα. Χωρίς εμπάθεια και κακία αλλά με σεμνότητα και παρρησία καταδικάζουν την παπική αίρεση. Έχω γράψει γι αυτό παλαιότερα. Εδώ θα σταθώ μόνο στο όνομα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. 
Με σθένος ο Παλαμάς ξεσκέπασε τον φιλοπαπικό θεολόγο Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ένα είδος ουνίτη εκείνης της εποχής. Φαινόταν δεινός θεολόγος ο Βαρλαάμ. Είχε θαμπώσει και είχε καταστήσει θαυμαστές του διακεκριμένους θεολόγους της Ανατολής. Κατόρθωσε μάλιστα να αναλάβει αυτός τη διαχείριση των συζητήσεων με την παπική Δύση κι ενώ προωθούσε τα παπικά συμφέροντα, είχε κερδίσει την συμπάθεια ακόμη και του αυτοκράτορα και αυτού του Πατριάρχη. Δεν ήταν λίγοι ούτε άσημοι εκείνοι που επηρεασμένοι από τον Βαρλαάμ στράφηκαν εναντίον του αγίου Γρηγορίου. Ασυμβίβαστος και ακαταγώνιστος εκείνος, καταδικάζει έντονα την «έκφυλον προσθήκην» της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Αποδοκιμάζει τις παπικές κακοδοξίες και καλεί όλους τους πιστούς να επαγρυπνούν στα θέματα της πίστεως. Δεν δικαιολογείται αδιαφορία η σιωπή όταν «πίστις το κινδυνευόμενον». Η σιγή, λέγει, σε θέματα πίστεως είναι τρίτο είδος αθεΐας μετά από την άρνηση του Θεού και την απόρριψη του Ιησού Χριστού. Ποια απήχηση είχε στην ζωή και παράδοση της Εκκλησίας ο αγώνας του αγίου Γρηγορίου φαίνεται από το γεγονός ότι, όπως ήδη ανέφερα, η Εκκλησία θέσπισε να τιμάται η μνήμη του όχι μόνο κατά την ημέρα της κοιμήσεώς του, 14 Νοεμβρίου, αλλά και κατά την δεύτερη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής. Κι ενώ την Κυριακή της Ορθοδοξίας, με την αναστήλωση των αγίων εικόνων η Εκκλησία πανηγυρίζει την νίκη της εναντίον των αιρέσεων των οκτώ πρώτων αιώνων, την Κυριακή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά γιορτάζει την κατατρόπωση της αιρέσεως του παπισμού, που πάσχισε να στηλώσει την εικόνα του πάπα-πλανητάρχη. Είναι αξιοσημείωτο ότι την μεγάλη αυτή ημέρα δεν τιμά η Εκκλησία κάποιον από τους αρχαίους μεγάλους πατέρες και θεολόγους της, όπως Μ. Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο κ. α. , διότι στην δική τους εποχή δεν είχε αποσκιρτήσει ακόμη η Δύση, ανήκε στην μία Εκκλησία του Χριστού.Αργότερα οι παπικοί προσπαθώντας να στηρίξουν το θεμελιώδες και κυρίαρχο δόγμα τους περί πρωτείου του πάπα, που πρόβαλε σαν αθεμελίωτος ετοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν σ αυτό σαν αντερείσματα έναν ολόκληρο «αστερισμό» αιρετικών δογμάτων. Έτσι αποστασιοποιήθηκαν και αποκόπηκαν από την Ορθοδοξία. 
Τιμάται, λοιπόν, ο Γρηγόριος Παλαμάς ως εκφραστής και ενσαρκωτής της Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τον παπισμό, που εκείνη την εποχή είχε ήδη διαμορφώσει τις αιρετικές του πλάνες. Μπορούμε να πούμε ότι έμμεσα ο Παλαμάς καταδίκασε και κατατρόπωσε και τις πολυάριθμες· παραφυάδες του προτεσταντισμού, ο οποίος ως αντίδραση προς τον παπισμό αναφάνηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Αν θέλουμε, λοιπόν, σήμερα να αναγνωρίζουμε στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και γενικά στους πατέρες της Εκκλησίας την θέση που τους ανήκει, οφείλουμε να κρατούμε και να διακηρύττουμε την δική τους πίστη. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία κρατά ακέραια και ανόθευτη την διδασκαλία και τον τρόπο της σωτηρίας. Τα άλλα χριστιανικά συστήματα και οι άλλες λεγόμενες χριστιανικές ομολογίες όσο ποσοστό αλήθειας και αν διατηρούν, εφόσον δεν συνδέονται οργανικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι πλάνες. Αδικούμε την Ορθοδοξία και προσβάλλουμε την αλήθεια όταν ανομάζουμε «αδελφές Εκκλησίες» τις ποικιλώνυμες χριστιανικές ομολογίες. Αλλά και τους ίδιους τους αιρετικούς βλάπτουμε και αδικούμε όταν τους δημιουργούμε την εντύπωση ότι βρίσκονται στην αλήθεια, ενώ είναι εκτός Ορθοδοξίας. 
Επίκαιρο και διαχρονικό το μήνυμα του αγίου Γρηγορίου ηχεί ως εγερτήριο σάλπισμα επισημαίνοντας τα τρία είδη αθεΐας που μας απειλούν και σήμερα:
Είναι αθεΐα να αρνείσαι τον Θεό. Αθεΐα να μην πιστεύεις ορθόδοξα τον Ιησού Χριστό, να είσαι αιρετικός. Αθεΐα να είσαι ορθόδοξος και να μην αγωνίζεσαι για τα ορθόδοξα δόγματα. 


Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Αγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Λόγοι ἀποδεικτικοὶ δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (1ο ΜΕΡΟΣ)


Λόγος Πρώτος

Πάλιν ὁ δεινός καί ἀρχέκακος ὄφις, τήν ἑαυτοῦ κεφαλήν καθ᾿ ἡμῶν διαιρών, ὑποψιθυρίζει τά τῆς ἀληθείας ἀντίθετα.
Μᾶλλον δέ τήν μέν κεφαλήν τῷ τοῦ Χριστοῦ σταυρῷ συντριβείς, τῶν δέ κατά γενεάς πειθομένων ταῖς ἀπολουμέναις ὑποθήκαις αὐτοῦ κεφαλήν ἑαυτοῦ ποιούμενος ἕκαστον καί οὕτω πολλάς ἀντί μιᾶς κατά τήν ὕδραν ἀναδούς κεφαλάς, δι᾿ αὐτῶν ἀδικίαν εἰς τό ὕψος λαλῶν οὐκ ἀνίησιν.
Οὕτως Ἀρείους, οὕτως Ἀπολιναρίους, οὕτως Εὐνομίους καί Μακεδονίους, οὕτω πλείστους ἑτέρους προσαρμοσάμενος τῷ αὐτοῦ προσφύντας ὁλκῷ, διά τῆς ἐκείνων γλώττης τόν οἰκεῖον κατά τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκεν ἰόν, ἀντ᾿ ὀδόντων ἰδίων τοῖς ἐκείνων λόγοις χρησάμενος καί περιπείρας τούτους τῇ τῆς εὐσεβείας ἀρχῇ, οἷόν τινι ρίζῃ νεαρῶς καλόν τεθηλότος φυτοῦ καί καρποῖς ὡραιοτάτοις βρίθοντος, οὐ μήν τούτῳ καί λυμήνασθαι ἴσχυσε·
καί γάρ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν δηχθέντων αὖθις συνετρίβη τάς μύλας, ὑπό τῶν ὡς ἀληθῶς κεφαλήν ἑαυτῶν ποιησαμένων Χριστόν.

Οὗτος τοίνυν ὁ νοητός καί διά τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τό πρῶτον καί μέσον καί τελευταῖον κακόν, ὁ πονηρός καί τήν χαμερπῆ καί γηΐνην πονηρίαν ἀεί σιτούμενος, ὁ τῆς πτέρνης, δηλαδή τῆς ἀπάτης, ἐπιτηρητής ἀκάματος, ὁ πρός πᾶσαν θεοστυγῆ δόξαν ποριμώτατος σοφιστής καί ἀμηχάνως εὐμήχανος, μηδαμῶς ἐπιλελησμένος τῆς οἰκίας κακοτεχνίας, διά τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περί Θεοῦ καινάς εἰσφέρει φωνάς, μικράν μέν δοκούσας ἔχειν ὑπαλλαγήν, μεγάλων δέ κακῶν ἀφορμάς καί πολλά καί δεινά φερούσας, τῆς εὐσεβείάς ἔκφυλά τε καί ἄτοπα, καί τοῖς πᾶσι φανερῶς δεικνύσας, ὡς οὐ μικρόν ἐν τοῖς περί Θεοῦ τό παραμικρόν.
Εἰ γάρ ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ὄντων ἑνός ἀτόπου τήν ἀρχήν δοθέντος πολλά τά ἄτοπα γίνεται, πῶς οὐ μᾶλλον ἐπί τῆς κοινῆς ἁπάντων ἀρχῆς καί τῶν κατ᾿ αὐτήν οἷον ἀναποδείκτων ἀρχῶν ἑνός ἀήθους δοθέντος οὐκ εὐσεβῶς πολλά γενήσεται παρά τοῦτο τά ἀτοπήματα;

Πρός ἅ καί φανερῶς τό Λατίνων γένος ἐκπεπτώκασιν ἄν, εἰ μή παρ᾿ ἡμῶν ἀντιλεγόντων τῇ καινοφωνίᾳ τοῦ δόγματος τῆς κακοδοξίας τό πλεῖστον περιῃρεῖτο.
Καί γάρ ἐπί τοσοῦτον ἔστιν ὅτε συστέλλονται ὡς καί διανοίας ἡμῖν εἶναι τῆς αὐτῆς λέγειν, διαφωνοῦντας τοῖς ρήμασι, σφῶν αὐτῶν ὑπ᾿ ἀπορίας καταψευδόμενοι.
Ἡμῶν γάρ οὐχί καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ λεγόντων εἶναι τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὕπαρξιν, ἐκείνων δέ καί ἐκ τῆς τοῦ Υἱοῦ, τῶν ἀδυνάτων εἰς μίαν ἀμφοτέρους συνάγεσθαι ἔννοιαν·
εἷς γάρ ὁ μονογενής καί μία ἡ τοῦ Πνεύματος ὕπαρξίς ἐστιν.
Ἡ γοῦν ἀπόφασις τῇ καταφάσει ἀεί ἀντίκειται καί ἀεί ψευδής ἡ ἑτέρα, εἰ ἀληθής ἡ ἑτέρα·
καί τό αὐτό περί τοῦ αὐτοῦ καταφῆσαι καί ἀποφῆσαι σύν ἀληθείᾳ οὐκ ἔνι.

Ἀλλ᾿ ὡς μέν ἡμῖν οὐ λέγουσι μόνο ἀλλά καί φρονοῦσι τά ἐναντία, οὐδείς οἶμαι τῶν εὖ φρονούντων καί μή ὁμοφρονούντων ἐκείνοις ἀντερεῖ.
Ὡς δέ οὐχ ἡμῖν μόνον, ἀλλά καί αὐτῷ τῷ τῆς ἀληθείας ἀντιδογματίζουσι λόγῳ, ὅς παρ᾿ ἡμῖν ἀμείωτος καί ἀναυξής καί τό πᾶν ἀμεταποίητος διαπεφύλακται, πάντες μέν ὑμεῖς καί χωρίς ἀποδείξεως ἀκριβῶς ἴστε, τό τῶν εὐσεβούντων λέγω πλήρωμα.
Δειχθήσεται δέ ὅμως, Θεοῦ διδόντος, καί διά τοῦδε τοῦ λόγου, ὡς ἄν καί «πᾶν στόμα» τό ἀντιλέγον «φραγῇ», καί πρός μίαν ὁμολογίαν στηριχθῇ τό ἀμφίρροπον.

Ἀλλ᾿ ὦ Θεέ τοῦ παντός, ὁ μόνος δοτήρ καί φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καί τῶν κατ᾿ αὐτήν δογμάτων καί ρημάτων, ἡ μόνη μοναρχικωτάτη τριάς, οὐ μόνον ὅτι μόνη τοῦ παντός ἄρχεις, ἀλλ᾿ ὅτι καί μίαν ἐν σεαυτῇ μόνην ἔχεις ὑπεράρχιον ἀρχήν, τήν μόνην ἀναίτιον μονάδα, ἐξ ἧς προάγεσθον καί εἰς ἥν ἀνάγεσθον ἀχρόνως καί ἀναιτίως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ἐκ Θεοῦ Πατρός ἐκπορευτῶς τήν ὕπαρξιν ἔχον, καί δι᾿ Υἱοῦ τοῖς ὀρθῶς πιστεύουσιν εἰς σέ καί διδόμενον καί πεμπόμενον καί φαινόμενον·
Υἱέ μονογενές, ἐκ Θεοῦ Πατρός γεννητῶς τήν ὕπαρξιν ἔχων καί διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ταῖς καρδίαις τῶν εἰς σέ πιστευόντων ἐμμορφούμενος καί ἐνοικῶν καί ἀοράτως ὁρώμενος·
Πάτερ ἀγέννητε μόνε καί ἀνεκπόρευτε, καί, τό σύμπαν εἰπεῖν, ἀναίτιε, ὁ μόνος πατήρ τῶν ἀνεκφοιτήτων καί ὁμοτίμων σοι φώτων, ἕν κράτος, μία δύναμις, ἡ δημιουργός τῶν ποιητῶν καί ὑπό χεῖρά σοι φώτων, ἡ πάσης γνώσεως δότειρα, ἡ πολυειδεῖς ἰδέας παραγαγοῦσα γνωστικῶν τε καί γνωστῶν καί καταλλήλως τοῖς γινώσκουσι καί φυσικῶς ἐνθεῖσα τάς γνώσεις, τοῖς μέν νοεροῖς ἁπλᾶς καί ἀπαθεῖς νοήσεις, τοῖς δέ αἰσθητικοῖς πολυμερεῖς καί παθητάς αἰσθήσεις, τοῖς δέ μικτοῖς ἡμῖν ἀμφότερα·
ἡ καί τήν περί σοῦ κατά τό ἐγχωροῦν γνῶσιν μόνοις τοῖς λογικοῖς σου κτίσμασιν ἀφάτῳ χρηστότητι χαριζομένη, δός καί ἡμῖν ἀρτίως εὐαρέστως σοι θεολογῆσαι καί τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργῳ σοι καί λόγῳ εὐαρεστήσασι συμφώνως·
ὡς ἄν καί τούς μή θεαρέστως σε θεολογοῦντας ἀπελέγξωμεν, καί τούς ἐν ἀληθείᾳ σε ζητοῦντας πρός τήν ἀλήθειαν στηρίξωμεν, ἵνα σε γινώσκωμεν πάντες μίαν μόνην πηγαίαν θεότητα, τόν μόνον Πατέρα τε καί προβολέα, καί σοῦ Υἱόν ἕνα καί Υἱόν μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί καί προβολέα, καί σόν ἕν Πνεῦμα ἅγιον, καί πρόβλημα μόνον, ἀλλ᾿ οὐχί καί ποίημα·
καί δοξάζοιμεν ἕνα Θεόν, ἐν μιᾷ μέν καί ἁπλῇ, πλουσίᾳ δ᾿, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, καί ἀστενοχωρήτω θεότητι, καί ἀντιδοξαζοίμεθα παρά σοῦ ἐν πλουσίᾳ θεώσει καί τρισσοφαεῖ φωτοχυσίᾳ, νῦν καί εἰς τούς ἀκαταλήπτους αἰῶνας.
Ἀμήν.

Κοινή μέν ἥδε ἡ εὐχή πᾶσι τοῖς μίαν σέβουσιν ἀρχήν.
Ὑμεῖς δέ τί φατε οἱ τάς δύο λέγοντες ἐπί τῆς θεότητος ἀρχάς; Τί γάρ, εἰ μή φανερῶς τοῦτο λέγετε, ἀλλ᾿ ἐξ ὧν λέγετε τοῦτο συνάγεται; Τοιαῦτα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, τά τοῦ πονηροῦ μυστήρια, ἅ τοῖς ὑπέχουσιν αὐτῷ τά ὦτα ψιθυρίζει οὐ χαλῶν καί ὑπεκκλύων τόν τόνον τῆς φωνῆς, ἀλλά τό βλαβερόν ὑποκρύπτων τοῦ νοήματος.
Οὕτως καί τῇ Εὔᾳ, ὡς ἐγᾦμαι, ἐψιθύρισεν.

Ἀλλ᾿ ἐμεῖς διδαχθέντες ὑπό τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων αὐτοῦ τά νοήματα μή ἀγνοεῖν, ἀφανῆ τήν ἀρχήν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα, οὐδέποτ᾿ ἄν ὑμᾶς κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις ἄν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγητε.
Ἆρα γάρ οὕτω λέγοντες οὐ φανερῶς διατελεῖτε προστιθέντες πρῶτον μέν τῇ περί τοῦ ἁγίου καί προσκυνητοῦ Πνεύματος ἐκφαντορικῇ θεολογίᾳ τῆς αὐτοαληθείας Χριστοῦ, ὅς Θεός ὤν προαιώνιος δι᾿ ἡμᾶς καί θεολόγος ἐγεγόνει, ὅς αὐτόχρημα ὤν ἀλήθεια διά φιλανθρωπίαν κῆρυξ ἡμῖν ἀναπέφηνε τῆς ἀληθείας, ὅς διά τοῦτο εἰς τόν κόσμον ἦλθεν, ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ, οὗ καί πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας καί ταύτην ἐν ἀληθείᾳ ζητῶν, ἐπαΐει τῆς ἀληθινῆς φωνῆς;
Ἆρ᾿ οὖν οὐ πρώτῳ μέν τούτῳ ἀντιπίπτετε τῷ καί πρώτῳ πάντων οὕτω θεολογήσαντι («τό Πνεῦμα γάρ, φησί, τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»), ἔπειτα τοῖς αὐτόπταις καί αὐτηκόοις γεγενημένοις μαθηταῖς καί ἀποστόλοις αὐτοῦ, μᾶλλον δέ πρό τούτων καί αὐτῷ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ὅ καί ἦλθε κατά τήν δεδομένην ὑπό τοῦ Σωτῆρος αὐτοῖς ἐπαγγελίαν, ὅ καί ἐδίδαξεν αὐτούς τά πάντα, ὅ τοῦτο οὐκ ἐδίδαξεν ὡς οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τῶν φώτων, ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἰοῦ; Εἰ γάρ οὕτω τούτους ἐδίδαξε, καί ἡμᾶς ἄν οὗτοι ὁμοίως ἐδίδαξαν.
Ἐπεί καί διά τοῦτο διδαχθέντες τε καί φωτισθέντες ἀπεστάλησαν, ἵνα διδάξωσιν ὡς ἐδιδάχθησαν, ἵνα φωτίσωσιν ὡς ἐφωτίσθησαν, ἵνα κηρύξωσιν ἐν παρρησίᾳ, ὅ εἰς τό οὖς ἀκούσειαν, τουτέστιν οὐκ ἐν ἐπηκόῳ πάντων, ἵν᾿ εἴπωσιν ἐν τῷ φωτί, δηλονότι φανερῶς τοῖς πᾶσιν, ἅ τούτοις εἴρηται ἐν τῇ σκοτίᾳ, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην, δι᾿ ἀποκαλύψεως ἐν ὑπερφώτῳ γνόφῳ, ἔστω δέ καί παραβολικῶς, καί οἷος ὁ παρά τῷ Σολομῶντι σκοτεινός λόγος ὁ τῷ μετειληχότι τῆς σοφίας τρανούμενος.
Εἰ δέ βούλει, τό κατά μόνας ἡ σκοτία δηλούτω καί ἀποκρύφως καί μήπω τοῖς πολλοῖς ἐγνωσμένως.

Ἀλλά πρός ὅ νῦν ἡμῖν ὁ λόγος, ὅ μή τούτοις εἴρηται τοῖς παρρησιασαμένοις τήν ἀλήθειαν, ὅ μή ἀνήγγειλε τό Πνεῦμα τό πᾶσαν ἀπαγγεῖλαν τήν ἀλήθειαν, ὅ μή ἐμαρτύρησεν ἤ ἐγνώρισεν ὁ πάντα ὅσα ἤκουσε παρά τοῦ Πατρός τοῖς ἀγαπητοῖς γνωρίσας, καί διά τοῦτο ἐλθών, ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ, πῶς ὑμεῖς τοῦτο τολμᾶτε λέγειν οὕτως ἔκφυλον εἰσάγοντες προσθήκην ἐν τῷ τῆς πίστεως ὅρῳ, ὅν οἱ πρόκριτοι πατέρες κοινῇ συνειλεγμένοι πνευματοκινήτως, σύμβολον ἀψευδοῦς δόξης τῆς εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα καί βάσανον εἰλικρινοῦς θεογνωσίας καί ὁμολογίαν ἀσφαλῆ πᾶσι τοῖς ὀρθοτομεῖν προῃρημένοις τόν λόγον τῆς ἀληθείας συνεγράψαντό τε καί παραδεδώκασιν;
Ἥν γάρ ὑπολογίζεσθε πρόφασιν, ὡς ἔστιν ὧν λεγόντων οὐκ ἴσον εἶναι τῷ Πατρί τόν Υἱόν, ὅτι μή καί αὐτός ἔχει τό ἐκπορεύειν, ὑμεῖς ἴσον δεικνύναι σπεύδοντες τήν προσθήκην εἰσηνέγκατε ταύτην, οὐδαμόθεν ἔχει τό εὔλογον.
Εἰ γάρ τινες φαῖεν χρῆν εἶναι καί τό γεννᾶν ἔχειν τοῦτον, ὡς μή τούτου προσόντος τό ἴσον ἀφαιρουμένου, ἀνάγκη προστιθέναι καί τοῦτο πειθομένους τοῖς ἀσυνέτοις·
καί ἁπλῶς μή μείζω λέγειν τῷ αἰτίῳ τοῦ Υἱοῦ τόν Πατέρα, ἵνα μή τό πρός αὐτόν ἴσον τοῦ Υἱοῦ ἀθετήσωμεν.

Ὅπερ ἄρα δοκεῖτε καί ὑποβάλλειν δολίως πρός ἀντίθεσιν τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων καί διδαγμάτων·
ὁ γάρ καί τόν Υἱόν αἴτιον θεότητος λέγων αὐτόν ἀθετεῖ τόν Υἱόν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ σαφῶς εἰπόντα «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν», οὐχ ὡς ἀνθρώπου μόνον, ἀλλά καί ὡς Θεοῦ, τῷ τῆς θεότητος αἰτίῳ.
Διό καί οὐχ ὁ Θεός εἶπεν, ἀλλ᾿ ὁ Πατήρ·
οὐ γάρ ὡς Θεός μείζων τοῦ Υἱοῦ, ἄπαγε τῆς ἀσεβείας, ἀλλ᾿ ὡς αἴτος θεότητος, καθάπερ καί οἱ θεοφόροι πατέρες ἡμῖν ἡρμήνευσαν.
Τούτοις οὖν ὡς ἔοικε τοῖς θεοφόροις καί Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν θεοφόρων ἀντιλέγετε, τῷ Πατρί τόν Υἱόν οὐκ ἴσον κατά τό αἴτιον λέγουσιν.

Ἀλλ᾿ ἡμεῖς καί τό ἴσον ἴσμεν τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα κατά τήν φύσιν καί τό μεῖζον τοῦ Πατρός ὁμολογοῦμεν κατά τό αἴτιον, ὅπερ ἄμφω, τό τε γεννᾶν καί ἐκπορεύειν, συμπεριβάλλει.
Καί αὐτοῖς δέ τοῖς συγγραψαμένοις τήν ἀρχήν ὑπέρ τῆς πρός τόν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ συμφυΐας, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν ὁμοτιμίας, οὔσης τῆς ἀγωνίας, χωρίς τῆς παρ᾿ ὑμῶν προσθήκης ἀποχρῶν ἐνομίσθη τό τῆς πίστεως σύμβολον.

Οὐκοῦν εὐλόγως οὐδέ εὐσεβῶς ταύτην εἰσάγειν τήν προσθήκην ἐν τῷ τῆς πίστεως ὅρῳ, ὅν οἱ πρόκριτοι πατέρες κοινῇ συνειλεγμένοι, πνευματικινήτως συνεγράψαντό τε καί παραδεδώκασιν.
Ὧ καί προσθῆναι ἤ ἀφελεῖν ὅλως οὐκ ἐφεῖται μετά τήν τῷ χρόνῳ δευτερεύουσαν ἐκείνης τῶν ἁγίων σύνοδον, δι᾿ ἧς καί ὁ τοῦτο τολμήσων ἀραῖς ὑποβάλλεται καί τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλεται, καί ταῦτα προσθήκην οὐκ εἰρημένην ὡς εἴρηται τῷ λόγῳ, οὐκ ἀποκεκαλυμμένην τῷ Πνεύματι, οὐχ εὑρημένην ἐν τοῖς τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἀναγράπτοις λογίοις.

Οἷς συμφώνως καί οἱ ἐκθέμενοι τόν τῆς πίστεως τοῦτον θεῖον ὅρον ἐξέθεντο καί οἱ μετ᾿ αὐτούς γεγονότες συνέθεντο, εἰ καί μή συνεξέθεντο.
Οὐ γάρ ἔχετε λέγειν, ὡς οὐχί οὕτως οἱ μέν ἐξέθεντο, οἱ δέ τοῖς τήν ἀρχήν ἐκθεμένοις συνέθεντο, ὑπό τε τῶν ἀναγραψάντων τά καθέκαστα τῶν ἁγίων ἁπασῶν συνόδων ἐξελεγχόμενοι, καί αὐτῆς τῆς ἐξ ἐκείνων μέχρι καί νῦν, μᾶλλον δέ καί ἐσαεί συμφωνίας τῶν τεσσάρων πατριαρχικῶν θρόνων, καί αὐτῶν τῶν πολλῶν καί διαφόρων καί γενῶν καί γλωσσῶν ἀδίαφορον φερουσῶν τήν ἐξ ἀρχῆς ἔκθεσιν καί ἀμεταποίητον.

Καί τοίνυν αἱ μέν ἐκφαντορικαί κοιναί φωναί τῶν θεοφόρων θεολόγων, εὐαγγελιστῶν, ἀποστόλων, καί τῶν πρό αὐτῶν ἐξ αἰῶνος προφητῶν οὕτως ὁμολογουμένως ἔχουσι περί τοῦ Πνεύματος καί οὕτως ὁμολόγως τῷ Θεανθρώπῳ λόγῳ·
πρός δέ καί αἱ κατά διαφόρους αἰτίας καί καιρούς ὑπέρ εὐσεβείας συγκροτηθεῖσαι πᾶσαι σύνοδοι, ταὐτό δέ σχεδόν εἰπεῖν πᾶσα γλῶσσα θεοφόρος·
ἐν οὐδεμιᾷ γάρ τῶν συνόδων τούτων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τεθεολόγηται τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Ἔδειξα δ᾿ ἄν ἀρτίως τοῦτ᾿ αὐτό καί τούς θεηγόρους πάντας αὖθις ἕκαστον ἐν μέρει στέργοντας ἀπαραλλάκτως διά τῶν ἰδίως ἑκάστῳ τούτων ἐξενηνεγμένων λόγων ἐφεξῆς.

Ἀλλ᾿ οὐκ ἐπί τοσοῦτον ἀνέξεται τό φίλερι τοῦ λατίνου μακρούς ἡμῶν ἀποτεινόντων λόγους, ἀλλ᾿ ἀπαντήσει λέγον·
πῶς οὖν καί ὑμεῖς καί πόθεν εὑρόντες τήν προσθήκην ταύτην, παρά μόνου τοῦ Πατρός ἐννοεῖτε τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, διό καί ἡμᾶς ἑτεροδόξους οἴεσθε, τοῦ Χριστοῦ τοῦτο μή εἰπόντος, ἀλλ᾿ οὐδέ τῶν ἐκείνου μαθητῶν τινος;

Πρός ὅ νῦν ἡμεῖς εὐθύς ἀναντήσομεν, οὕτω λέγοντες.
Τό τῶν εὐσεβούντων πλήρωμα χεῖλος γεγονότες ἕν ἐπ᾿ ἀγαθῷ, πύργον εὐσεβείας ὠκοδόμησαν, δυσσεβείας νοητοῦ κατακλυσμοῦ παντάπασιν ἀνώτερον.
Ἐπεδήμησε γάρ καί αὐτοῖς οἰκοδομεῖν ἐπιχειροῦσιν ἡ τελεσιουργός τῶν ἀγαθῶν τριάς οὐ συγχέουσα, ἀλλά συνδέουσα καί τάς δόξας καί τάς γλώσσας εἰς εὐσεβεστάτην καί ὀρθόδοξον ὁμοφροσύνην.
Αὐτοῦ τοίνυν ἡμεῖς ἐπ᾿ ἀσφαλοῦς ὀχυρώματος ἱστάμενοι τούς ἀπεναντίας τῶν ὀρθῶν δογμάτων φερομένους πρῶτον μέν ἐντεῦθεν εὐστοχώτατα καί γενναιότατα βαλοῦμεν, ἅμα δέ καί λυσιτελῶς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο.
Μετά τοῦτο δέ τάς πολλαχόθεν, μᾶλλον δέ τῶν πανταχόθεν ἀναφαινομένων ἀποδείξεων τῆς ἀληθείας, ἔστιν ἅς προκομίσομεν αὐτοῖς πρός πόθον ταύτης καί αὐτούς ἐπαίροντες, ἵν᾿ εἴπω κατά τό γεγραμμένον·
«εἰ ἄραγε ψηλαφήσειαν αὐτήν καί εὕροιεν, καί γε οὐ μακράν ὑπάρχουσαν αὐτῶν».
Νῦν δέ μᾶλλον τούτους οὐχ ἡμεῖς, ἀλλ᾿ αὐτό τό οἷον λογικόν τῆς εὐσεβείας περιτείχισμα καί βαλεῖ καί πατάξει καί τροπώσεται, εἰ δέ βούλει, καί ἰάσεται.

Τοιοῦτος γάρ ὁ τῶν θείων θεῖος ὅρος οὗτος·
οὐ περιβάλλει μόνον τούς ἐμμένοντας καί καθίστησιν ἐν ἀσφαλείᾳ, ἀλλά καί προπολεμεῖ καί ἀνυποστάτως ἀντιτάττεται τοῖς ἐπανισταμένοις·
τό δ᾿ ὅπως, ἄκουε.

«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα», «καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων».
Ἆρ᾿ οὖν οὐ συννοεῖται οὐδέ συνυπακούεται τό μόνου, οὐδ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός γεγέννηται, εἰ καί μή προστέθειται τό μόνου; Καί πάνυ μέν οὖν συνυπακούεται, καί οὐχ ἦττον προσκείμενον, εἰ ὅλως εὐσεβεῖν ἐθέλεις, εἴποις ἄν.
Ἐντεῦθεν τοίνυν καί περί τοῦ Πνεύματος διδάσκου.
Καί ἡνίκ᾿ ἄν ἀκούοις ἐπί τοῦ αὐτοῦ συμβόλου, «τό Πνεῦμα τό ἅγιον τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», εὐθύς ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον νόμιζε τό «μόνου» καί μή προσθήκην ἄλλως νόμιζε ἡμῶν, ὑπέρ ἀληθείας διά τήν σήν ἀθέτησιν ἐν ταῖς πρός ὑμᾶς διαλέξεσι προστιθέντων ἀκροώμενος.
Εἰ δέ μή, οὐδ᾿ ἐπί τῆς ἐκ τοῦ Πατρός τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ἐάσεις συνυπακούεσθαι τό «μόνου»·
καί οὕτω σου πολυπλασιάσεις τό δυσσέβημα.

Καί τοῦτο δέ μοι λάβε κατά νοῦν, ὡς ἐπί τοῦ τῆς πίστεως συμβόλου τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούοντες γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων καί τῷ ἐκ τοῦ Πατρός συννοούμενόν τε καί συνυπακουόμενον ἔχοντες τό «μόνου», καθάπερ ἄν καί αὐτός ἡμῖν συμφήσαις, ὅμως οὐδείς οὐδέποτε τό «μόνου» προσέθηκεν ἐκεῖ, ὥστε καί τήν σήν δόξαν ὅτι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται, εἰ καί ἀνωμολογημένον ἦν, καί ἡμῖν καί ἁπλῶς πάσῃ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ συνδοκοῦν, οὐδ᾿ οὕτως ἐχρῆν ἐν τῷ τῆς πίστεως συμβόλῳ προστεθῆναι παρ᾿ ὑμῶν.
Ἦν οὖν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδέ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μή τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε·
τῆς δέ παρ᾿ ἡμῶν προσθήκης παρ᾿ ὑμῶν ἐκβεβλημένης πρότερον, ἔπειτα ζητεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί τό ἀναφανέν τοῖς θεοφόροις συνδοκοῦν κυροῦν·
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ οὕτω προστιθέναι τῷ συμβόλῳ τῆς πίστεως, καθάπερ ἐπί τῶν δύο τοῦ ἑνός Χριστοῦ φύσεων καί θελημάτων καί ἐνεργειῶν, τῆς τε καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσεως καί τοῦ ἐπωνύμου τῆς παρθενομήτορος, οἱ πρό ἡμῶν πεπράχασι καλῶς τε καί φιλευσεβῶς, ὡς μετά τῆς εὐσεβείας καί τῆς κοινῆς εἰρήνης ἀντιποιούμενοι, καίτοι πολλάκις ἔπειτα κοινῇ συνειλεγμένοι, συνεκκλησιαζόντων ἤ συνευδοκούντων καί τῶν κατά καιρούς τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἀρχιερατικῶς προϊσταμένων.
Οὔκουν ἔχει τις ὑπολογίζεσθαι τήν τοῦ περιόντος πάπα περιωπήν·
οὐ γάρ διά τοῦτον ἤ τούτους τούς μετ᾿ ἐκείνους ἀποστερκτέον τούς τοσούτους καί τηλικούτους καί μακαρίῳ τέλει τήν ἡγιασμένην καί πολυειδῶς παρά Θεοῦ μεμαρτυρημένην κατακλείσαντας ζωήν.

Ἀλλά γάρ οὐ μόνον τό τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σύμβολον, - δεῖ γάρ τῶν εὐγνωμόνως ἀκουσομένων ἕνεκα λέγειν˙- μή μόνον οὖν τό τῆς πίστεως σύμβολον, ἀλλά καί πᾶσα σχεδόν γλῶσσα θεολόγος ἐκ Πατρός γεννηθέντα τόν Υἱόν κηρύττουσα καί παρά τοῦ αὐτοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευόμενον, οὐ προστίθησι τό «μόνου»·
ὡς κἄν μή προσκέηται, ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, καί τοῦτ᾿ εἴσῃ ἀνελίττων καί διεξιών αὐτάς τάς θεολόγους βίβλους.
Σήν δ᾿ ὅμως χάριν, καί ἡμεῖς ὀλίγ᾿ ἄττα προενέγκωμεν καί διά βραχέων γεγραμμένα.
Ὁ γοῦν μέγας Ἀθανάσιος, «τί ἐστι», φησί, «Θεός; Ἡ πάντων ἀρχή κατά τόν Ἀπόστολον, λέγοντα, "εἷς Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τά πάντα", καί γάρ ὁ λόγος ἐξ αὐτοῦ γεννητῶς καί τό Πνεῦμα ἐξ αὐτοῦ ἐκπορευτῶς».
Ὁρᾷς ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τό ἐξ αὐτοῦ καί οὐδαμοῦ ρήματι προσκείμενον τό «μόνου»; Καί σύ τοίνυν ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν ἤ τήν σήν προσθήκην λήψῃ ἤ τό μόνου ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον νοήσεις.

Τί δέ ὁ μετ᾿ αὐτόν εὐθύς τῷ χρόνῳ καί οὐ μετ᾿ αὐτόν τῇ μεγαλειότητι παρά Θεῷ, τό φερωνύμως βασίλειον ἱεράτευμα, ἆρ᾿ οὐ συμφωνήσει τε καί συμφρονήσει; Ἀλλ᾿ ἄκουε καί μάνθανε·
«κυρίως ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός ἐξῆλθε καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται·
ἀλλ᾿ ὁ μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννητῶς, τό δέ ἀρρήτως ἐκ τοῦ Θεοῦ».
Ἰδού πολυπλασίως ὁμοίως ἐπ᾿ ἀμφοῖν τέθεικε τό ἐκ τοῦ Πατρός·
ἔχεις οὖν ὅλως λέγειν ἔτι, ὡς οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»;

Βούλει δή καί τοῦ μεγάλου θεολόγου ἀκοῦσαι Γρηγορίου, ἐν βραχεῖ τό πᾶν συνάγοντος καί τήν σήν ὥσπερ τινί σμιλίῳ ἀποσμιλεύοντος προσθήκην καί ἀμφοτέροις τό ἐκ μόνου ἐφαρμόζοντος; καί τό θαυμασιώτερον, οὐχ ὅτι προστίθησιν, ἀλλ᾿ ὅτι μή προστήθησιν.
«Ἡμῖν εἷς Θεός», φησίν, «ὅτι μία θεότης, καί πρός ἕν τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει, κἄν τρία πιστεύηται».
Ἀκήκοας; Ἐξ αὐτοῦ εἶπεν ἄμφω.
Ἆρ᾿ οὖν οὐ νοήσομεν καί προσθήσομεν, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐξ ἑτέρου τινός προέρχεται ἀμφότερα, ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου», καί τοῦ μόνου Θεοῦ τῆς ἀνωτάτω Τριάδος διά τοῦτο ἐκπεσούμεθα; Μή σύ γε τοῦτο πάθῃς, μᾶλλον δέ μή διαμείνῃς ἀνίατος παθών·
γνωστόν γάρ ἤδη γέγονέ σοι τό ὀρθόν.

Καί μήν ἐκ τοῦ Πατρός φαμεν εἶναι τόν Υἱόν, ὡς ἐκ τῆς θείας οὐσίας γεννηθέντα, δηλονότι κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν·
ἡ γάρ οὐσία μία τῶν τριῶν ἐστιν·
ὥστε τό γεννᾶν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τόν Υἱόν ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Ἐπεί οὖν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐκ τῆς θείας οὐσίας καί αὐτό κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν ἐκπορευόμενόν ἐστιν·
ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν.
Οὐκοῦν τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζεται καί οὐκ ἔστιν εἶναι τό Πνεῦμα καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, οὐ γάρ ἐστι τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν.
Κατά γάρ τόν ἱερόν Δαμασκηνόν, «τήν διαφοράν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐν μόναις τρισίν ἰδιότησιν ἐπιγινώσκομεν, τῇ ἀναιτίῳ καί πατρικῇ, τῇ αἰτιατῇ καί υἱϊκῇ, καί τῇ αἰτιατῇ καί ἐκπορευτῇ».
Ὁρᾷς ὡς ἡ τοῦ Υἱοῦ ὑπόστασις οὐχί καί αἰτία, ἀλλ᾿ αἰτιατή μόνον ἐστί; Μόνην γάρ, φησί, ταύτην ἔχει τήν ἰδιότητα, καθάπερ καί ἡ τοῦ Πνεύματος.
Συνορᾷς δέ καί τοῦτο, ὡς ἡ πατρική, καθό πατρική ἰδιότης, ἄμφω τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν συμπεριβάλλει; Τοιγαροῦν, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, εἴη ἄν καί ὁ Υἱός αἴτιός τε ἅμα καί Πατήρ ὡς αἴτιος.

Οὐκοῦν ἔνι τι τῶν τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν·
εἰ δ᾿ ἔχει, ἤ δύο ἔσονται τά αἴτια, ὡς ἐν δυσίν ὑποστάσεσι τοῦ ἐκπορεύειν ὄντος (οὕτω γάρ δύο καί τά αἰτιατά, ὡς τοῦ αἰτιατοῦ ἐν δυσίν ὑποστάσεσι θεωρουμένου), ἤ συνδραμοῦνται εἰς μίαν τήν ὑπόστασιν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός.
Ἐκ μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί προσεχῶς καί ἀμέσως ἐκ Πατρός, ὡς καί ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός γεννᾶται.

Διό καί Γρηγόριος ὁ Νύσσης θεῖος πρόεδρος, «τά τοῦ ἀνθρώπου», φησί, «πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια.
Ἐπί δέ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως·
ἕν γάρ πρόσωπον καί τό αὐτό τοῦ Πατρός, ἐξ οὗπερ ὁ Υἱός γεννᾶται καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται.
Διό καί κυρίως τό ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμεν τεθαρρηκότως».

Ἆρα νοῦν ἔλαβες πληγείς τῷ τῆς ἀληθείας λόγῳ καί μεταμανθάνεις τήν ἀλήθειαν καί πείθῃ Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν πατράσιν, ὡς ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων τό Πνεῦμα συνυπακούειν τό ἐκ μόνου καί μηκέτ᾿ ἐκ διαφόρων προσώπων τήν ὕπαρξιν αὐτῷ παρέχειν, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ ἑνός, τοῦ Πατρός, κατά τό προσεχές θεολογεῖν, οὐ τόν Υἱόν μόνον, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἕν πρόσωπον τό αἴτιον τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν εἶναι δοξάζων τόν Θεόν, ἀλλ᾿ οὐχ ἕν αἴτιον ὡς τῆς αὐτῆς οὐσίας τά δύο πρόσωπα λέγων τοῦ ἑνός, οὕτω γάρ πολλά γίνεται τά αἴτια, ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν συμβαίνει, καί οὐκέτι Θεός εἷς, ὥσπερ οὐδ᾿ ἡμεῖς εἷς οἱ πάντες ἄνθρωπος, εἰ καί τῆς αὐτῆς ἐσμεν οὐσίας;
Ἆρ᾿ οὖν πείθῃ κατά ταῦτα Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν θεολογοῦσιν ἤ ζητεῖς ἔτι καί διά βροντῆς ἀκηκοέναι κατά τούς μετά τάς πολλάς Ἰησοῦ θεοσημίας σημεῖον ζητοῦντας ἐκ τοῦ οὐρανῶν ἰδεῖν; Ἄκουε δή καί τῆς βροντῆς, Ἰωάννου καί θεολογικωτάτου τῶν τοῦ Κυρίου μαθητῶν, ὅς φησιν·
«εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά τοῦ πατρός».
Τί οὖν, οὐκ ἐροῦμεν τόν μονογενῆ παρά μόνου τοῦ Πατρός, ἐπεί μή πρόσκειται τοῦ «μόνου»; Ἀλλά καί ὁ Κύριος αὐτός πρός Ἰουδαίους λέγων, «εἰ ὁ Θεός πατήρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἄν ἐμέ, ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἥκων», καί πάλιν, «οὐχ ὅτι τις ἑώρακε τόν πατέρα, εἰ μή ὁ ὤν παρά τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τόν πατέρα», πῶς οὐ προσέθηκε τό «μόνου» λέγων ‘ἐκ τοῦ Πατρός μόνου ἐξῆλθον’, ἤ "ὁ ὤν παρά μόνου τοῦ Πατρός", οὐχ ὡς ἐξ ἀνάγκης συννοούμενον;

Τοσαυτάκις οὖν εἰρημένου περί τοῦ Υἱοῦ ὅτι παρά τοῦ Πατρός καί μηδαμοῦ τοῦ «μόνου» προσκειμένου, αὐτός τε πανταχοῦ συνυπακούεις τοῦτο καί τοῖς πανταχοῦ συνυπακούουσιν οὐ δυσχεραίνεις.
Μᾶλλον μέν οὖν καί τοῖς μή συννοοῦσι τοῦτο ἐς τά μάλιστα δυσχερανεῖς καί ὡς δυσεβέσιν ἤ καί ἀσεβέσιν ἐγκαλέσεις.
Περί δέ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων, εἶτα τί παθών, οὐ συννοεῖς τό ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, ἀλλά καί εἰς τήν ἐναντίαν ἐξετράπης δόξαν, ὅ ἄν ἐνεκάλεσας δικαίως τοῖς περί τοῦ Υἱοῦ κακῶς νοοῦσι, τοῦτ᾿ αὐτός ἀδίκως πεπονθώς ἐπί τοῦ Πνεύματος, ἐκ μηδεμιᾶς ὅλως τό δυσσεβές προεξενούσης ἀφορμῆς;

Οὐ γάρ μόνον ὅτι λέγεται παρά τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, ὡς ὁ Θεός Λόγος πρό αἰώνων παρά τοῦ Πατρός, ἐξ ἀνάγκης παρά μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον νοεῖται, ἀλλ᾿ ἐπεί καί κατά τόν σοφόν μάρτυρα τῆς ἀληθείας Ἰουστῖνον, «ὡς ὁ Υἱός ἐστιν ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως·
ὁ μέν γάρ γεννητῶς ἐκ φωτός ἐξέλαμψε, τό δέ, φῶς μέν ἐκ φωτός καί αὐτό, οὐ μήν γεννητῶς, ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς προῆλθεν».
Εἰ ὁ Υἱός ἀμέσως ἐκ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός ἀμέσως·
καί εἰ ὁ Υἱός οὐχί καί ἐκ τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ·
καί εἰ ὁ Υἱός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ μόνου τοῦ Πατρός.
Ἐπεί γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός, τό δέ ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, τό Πνεῦμα ἄρα τό ἅγιον ἐκ Θεοῦ Πατρός μόνου ἐκπορευτῶς προερχόμενος.

Ταῦτα ἄρα καί ὁμοίως λέγεταί τε καί ἔστιν, ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερον, διά μέν τοῦ ὁμοίως εἶναι τήν ἀπόδειξιν ἡμῖν τῆς ἀληθείας αἰτιώδη παρεχόμενα, διά δέ τοῦ ὁμοίως λέγεσθαι τεκμηριώδη·
οὐ γάρ ὅτι ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, διά τοῦτο οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τά τοῦ Πνεύματος γνωρίσομεν, ἀλλ᾿ ὅτι γνωριμώτερα ἡμῖν ἐστι τά τοῦ Υἱοῦ, ἐκ τῶν γνωριμωτέρων τούτων καί τό Πνεῦμα ἀποδείξομεν.
Ἄλλως τε οὐδέ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ εἶναι ὡς ὁ Υἱός τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὑπάρχον ἀποδέδεικται.

Καί μήν κατά τόν θεῖον Παῦλον Πνεῦμα καί νοῦς λέγεται Χριστοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθάπερ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν τοῖς πρός Εὐνομιανοῦς περί τοῦ Πνεύματός φησιν γράφων·
«τό ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα εἶναι τρανῶς ἀνεκήρυξεν ὁ ἀπόστολος λέγων, ὅτι "τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐλάβομεν"·
καί τό δι᾿ Υἱοῦ πεφηνέναι σαφές πεποίηκεν, Υἱοῦ Πνεῦμα ὀνομάσας αὐτό καθάπερ Θεοῦ, καί νοῦν Χριστοῦ προσειπών, καθάπερ Θεοῦ Πνεῦμα, ὡς τό τοῦ ἀνθρώπου».

Καθάπερ οὖν τῶ νἀνθρώπων ἕκαστος τόν οἰκεῖον ἔχει νοῦν καί αὐτοῦ μέν ἐστιν ἑκάστου τούτων ὁ οἰκεῖος νοῦς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐξ οὗπερ καί αὐτός, οὐκ ἐξ αὐτοῦ τοίνυν ἑκάστου ὁ οἰκεῖος νοῦς, εἰ μή ἄρα κατ᾿ ἐνέργειαν, οὕτω καί τό θεῖον Πνεῦμα φυσικῶς ἐνυπάρχον ὡς Θεῷ τῷ Χριστῷ, καί Πνεῦμα καί νοῦς ἐστιν αὐτοῦ.
Καί κατά μέν τήν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἐστι καί ἐξ αὐτοῦ, ὡς ἐμφυσώμενον καί πεμπόμενον καί φανερούμενον, κατά δέ τήν ὕπαρξιν καί τήν ὑπόστασιν αὐτοῦ μέν ἔστιν, οὐκ ἐξ αὐτοῦ δέ, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ γεννήσαντος αὐτόν.

Ἵν᾿ οὖν σοι πανταχόθεν τάς κατά τῆς ἀληθείας ἐκκρούσωμεν λαβάς, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, φύσει ὤν ἐκ τοῦ Θεοῦ, φύσει γεννᾶται, ἀλλ᾿ οὐ χάριτι γίνεται ἐκ τοῦ Πατρός.
Ἐπεί δέ ὁ γεννῶν πηγαία θεότης καί πηγή θεότητος, πηγάζεται ὁ γεννώμενος.
Ἐπεί δέ μόνος πηγή θεότητος καί πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὡς Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί Ἀθανάσιος ὁ μέγας συνῳδά φθέγγονται, ἐκ μόνου ἄρα ὁ φύσει Υἱός ὑπάρχει τοῦ Πατρός·
ὁ δέ θέσει οὐκ ἐκ μόνου ἀλλά δι᾿ Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρός, καίτοι οὐχ Υἱός μόνον, ἀλλά καί Πνεῦμα χάριτί ἐστιν·
«ὁ γάρ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν Πνεῦμα ἐστι», φησίν ὁ ἀπόστολος.
Τό δέ Πνεῦμα τό ἅγιον οὐ χάριτι, ἀλλά φύσει ἐστίν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὡς καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Τό δέ φύσει ὄν Πνεῦμα ἐκ Θεοῦ φύσει ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Θεοῦ·
τό δέ φύσει ἐκπορευόμενον πηγάζεται ἐκ τοῦ Θεοῦ·
τό δέ πηγαζόμενον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς πηγαίας θεότητος πηγάζεται, ἥτις ἐστί μόνος ὁ Πατήρ.
Τό Πνεῦμα ἄρα τό ἅγιον φύσει Θεός, ἐκ Θεοῦ Πατρός μόνου ἐκπορευτῶς πηγαζόμενον.

Εἰ δέ τις τοῦτ᾿ οὕτως ἔχειν οὐχ ὁμολογεῖ, καί περί τοῦ Υἱοῦ κακῶς δοξάζων ἐξελεγχθήσεται.
Τῇ γάρ τῆς ἀληθείας ἀποδείξει ταύτῃ συμμαρτυρῶν καί ὁ θεολογικώτατος Γρηγόριος, «τί», φησίν, «οὐ προσαγορεύεται τό Πνεῦμα ὧν ὁ Υἱός, πλήν γεννήσεως»; Καί «πάντα ὅσα τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Πνεύματος, πλήν τῆς υἱότητος».
Δαμασκηνός δ᾿ ὁ θεῖος, «διά τόν Πατέρα», φησί, «τουτέστι διά τό εἶναι τόν Πατέρα, ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα πάντα ἅ ἔχει, τουτέστι διά τό τόν Πατέρα ἔχειν αὐτά, πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως».

Ἑκάτερον ἄρα τούτων οὐκ ἔχει τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν·
καί ὡς τό Πνεῦμα κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἔχει τήν γέννησιν, οὕτω ὁ Υἱός κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἔχει τήν ἐκπόρευσιν.
Τοιγαροῦν ὁ αὐτός Υἱοῦ καθάπερ ὅρος καί τοῦ Πνεύματος, πλήν τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, καθ᾿ ἅ καί μόνα διενηνόχασιν ἀλλήλων.

Καί τοῦτ᾿ ἄρα τηρητέον ἐφ᾿ ἅπασι τόν μή βλασφημεῖν ἀλλά θεολογεῖν ἐθέλοντα.
Ὡς γάρ εἷς καί μόνος γεννητός ὑπάρχει, ὁ Υἱός, διόπερ καί μονογενής, οὕτως ἕν καί μόνον ἐκπορευτόν ὑπάρχει, Πνεῦμα ἅγιον·
καί ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός·
καί ὡς ὁ Υἱός ἀμέσως ἐκ Πατρός γεννητός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ Πατρός ἀμέσως.

Ὁρᾷς ὅτι τό μέν παρ᾿ ἡμῶν προσκείμενον ἔκφανσίς ἐστι τῆς ἀληθείας συνεκφωνουμένη διά τήν σήν πρός τήν ἀλήθειαν ἀθέτησιν; Καί γάρ παρόν τε καί ἀπόν τό αὐτό δίδωσι νοεῖν.
Τό δέ σόν οὐ προσθήκη λέγοιτ᾿ ἄν κυρίως, ἀλλά σαφής ἐναντιότης καί ἀνατροπή τοῦ εὐσεβοῦς φρονήματος·
περιτρέπει γάρ τήν τῶν ἀκουόντων διάνοιαν εἰς τοὐναντίον καί ἀντί μιᾶς δύο δίδωσι δοξάζειν ἐπί τῆς μιᾶς θεότητος ἀρχάς καί τῇ πολυθέῳ πλάνῃ πάροδον παρέχει.
Τίς γάρ τό ἕν ἐξ ἀμφοτέρων ἀκούων ἤ λέγων ἤ πιστεύων ἑτέρως ἄν φρονῆσαι;

Ἀλλ᾿ οὐδέν ἄτοπον, φησίν, εἴ τις δύο μέν ἀρχάς λέγει, οὐκ ἀντιθέτους μέντοι, ἀλλά τήν ἑτέραν ἐκ τῆς ἑτέρας, ὡς καί Γρηγόριος ὁ θεολόγος περί τοῦ Υἱοῦ φησιν, «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή»˙οὕτω γάρ πάλιν μία ἔσται ἡ ἀρχή καί τό τῆς μοναρχίας δόγμα περισώζεται.
Πρός ὅ λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι καί Θεόν ἐκ Θεοῦ φαμεν, ἀλλ᾿ οὐ δύο ποτέ θεούς.

Ἄλλως τε τό δημιουργικόν ταύτης σημαινούσης τῆς ἀρχῆς οὐ δύο μόνον ἄν εἴποι τις, εἰ καί μή καλῶς, ἀλλά καί πλείους.
Τρισυπόστατος γάρ αὕτη ἡ ἀρχή·
φύσει δέ οὖσα καί κοινή ἐστι·
κοινήν δέ οὖσαν πῶς οὐκ ἄν ἔχοι καί τό Πνεῦμα ταύτην τήν ἀρχήν; Καί ὁ τῷ Ἰώβ δέ προσδιαλεγόμενος ὑπέρ τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης Ἐλιούς, «Πνεῦμα, λέγων, Κυρίου τό ποιῆσάν με» οὐ ποιητικήν ἀρχήν τό Πνεῦμα λέγει; Καί ὁ θεῖος ᾠδικός Δαβίδ, «λόγῳ μέν Κυρίου τούς οὐρανούς στερεωθῆναι» ψάλλων, «Πνεύματι δέ τάς τῶν οὐρανῶν δυνάμεις» οὐχ ὥσπερ τῷ Υἱῷ, οὕτω καί τῷ Πνεύματι, τήν δημιουργικήν ἀρχήν προσμαρτυρεῖ; Εἰ τοίνυν διά τό γεγράφθαι «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή» δύο εἰπεῖν ἀρχάς οὐδέν κωλύει κατά σέ, οὐκοῦν καί διά τό γεγράφθαι καί τό πνεῦμα ποιητήν, δύο ποιητάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει·
ἤ διά τό «Λόγῳ Θεοῦ καί Πνεύματι τήν κτίσιν στερεοῦσθαι», ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν συνίστασθαι, τρεῖς ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν ἄτοπόν ἐστιν.

Ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ τῶν θεολόγων εἶπέ τις οὔτε δύο οὔτε τρεῖς.
Ὥσπερ γάρ Θεόν ἑκάστην τῶν τριῶν προσκυνητῶν ἐκείνων ὑποστάσεών φαμε καί Θεόν ἑκατέραν ἐκ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐ παρά τοῦτο τρεῖς ἤ δύο ποτέ θεούς, οὕτω καί ἀρχήν ἐξ ἀρχῆς φαμεν, ἀλλ᾿ οὐ δύο ποτέ ἀρχάς·
δευτέραν γάρ ἀρχήν οὐδέπω καί τήμερον ὑπό τῶν εὐσεβῶν ἀκηκόαμεν, ὥσπερ οὐδέ θεόν δεύτερον.
Ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός καί μοναρχία τό προσκυνούμενον, οὐκ ἐκ δύο θεῶν, οὐδ᾿ ἐκ δύο ἀρχῶν συνιόντα εἰς ἕν·
ἐπεί μηδέ κατά ταυτά μεριστόν ἡμῖν τό σεβόμενον.
Καί μήν οὐδέ κατά τό αὐτό μερίζεταί τε καί συνάγεται·
διαιρεῖται μέν γάρ ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι, ταῖς δέ κατά τήν φύσιν ἑνοῦται.
Εἰ γοῦν δύο ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει, λοιπόν αὗταί εἰσι, καθ᾿ ἅς μερίζεται·
ἑνωθῆναι τοίνυν αὖθις κατ᾿ αὐτάς ἀδύνατον·
οὐκ ἄρ᾿ αἱ δύο μία.

Μᾶλλον δέ ἀναλαβόντες καί ἑτέραν ἀρχήν τῷ λόγῳ δόντες τά τῆς μοναρχικωτάτης ἀρχῆς εἰς δύναμιν διατρανώσωμεν, ὡς ἄν φερωνύμως ἔχοντά τε δείξωμεν τόν τῆς θεολογίας ἐπώνυμον καί ἀπελέγξωμεν τούς τοῦ ἑνός ἁγίου Πνεύματος δύο δογματίζοντας ἀρχάς, ὅτι τε τοῦτο δογματίζουσι καί ὅτι οὐ καλῶς.
Ἡ δημιουργική ἀρχή μία ἐστίν, ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Ὅταν οὖν ἐκ τοῦ Θεοῦ τά ἐκ τοῦ μή ὄντος προηγμένα λέγωμεν, τήν τε ἀγαθότητα, δι᾿ ἥν τό εἶναι ἔσχον, καί τήν ἐγγεγενημένην χάριν, ὅθεν ἕκαστον τοῦ εὖ εἶναι καταλλήλως μετεσχήκασι, καί τήν ἐπιγεγενημένην ὕστερον, δι᾿ ἥν πρός τό εὖ εἶναι τά διαπεπτωκότα ἐπανῆλθον, ὅταν ταῦτά τε καί περί τούτων ποιώμεθα τούς λόγους, ἀρχήν καί πηγήν καί αἴτιον τόν Υἱόν ἐν ἁγίῳ Πνεύματί φαμεν, οὐχ ἑτέραν ἄπαγε, ἀλλά τήν αὐτήν ὡς τοῦ Πατρός δι᾿ αὐτοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί προάγοντος καί ἐπανάγοντος καί συνέχοντος καλῶς τά πάντα.
Ὁ δέ Πατήρ πρός τῷ πηγή τῶν πάντων εἶναι διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, καί πηγή καί ἀρχή ἐστι θεότητος μόνος θεογόνος ὤν.
Καί τοῦτ᾿ ἐσμέν εἰδότε κρεῖττον ἤ κατά ἀπόδειξιν, διά τῶν θεοπνεύστων λογίων τρανῶς ἐκπεφασμένον.

Ὅταν οὖν ἀκούσῃς ὅτι ὁ Υἱός, «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχήν» καί «ὁ καλῶν αὐτόν ἀπό γενεῶν ἀρχήν» καί «μετά σοῦ ἡ ἀρχή ἐν ἡμέρᾳ τῆς δυνάμεώς σου», τῶν δημιουργημάτων νόει, καθάπερ καί Ἰωάννης ἀριδήλως ἐν τῇ Ἀποκαλύψει περί αὐτοῦ βοᾷ, «ἡ ἀρχή τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ», οὐχ ὡς καταρχή, ἄπαγε, Θεός γάρ, ἀλλ᾿ ὡς δημιουργός αὐτῶν·
κοινωνός γάρ ἐστι τῆς ἐξ ἧς ταῦτα πατρικῆς ἀρχῆς, ἥ καί τῆς πάντων δεσποτείας ἐστίν ἐπώνυμον.

Τοῦ δέ Πνεύματος τόν Υἱόν ἀρχήν ἐπί τῆς σημασίας ταύτης πῶς ἄν φαίη τις, εἰ μή καί τό Πνεῦμα δοῦλον καί κτιστόν; Ἀλλ᾿ ἐπεί Θεός τό Πνεῦμα, οὐκ ἀρχή αὐτοῦ κατά τοῦτο ὁ Υἱός, εἰ μή ἄρα ὡς θεότητος ἀρχή.
Εἰ δέ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος θεότητος ὁ Υἱός ἐστιν ἀρχή, κοινωνεῖν δέ κατά ταύτην τήν ἀρχήν τῷ Πατρί ἀμήχανον, μόνος γάρ τεθεολόγηται πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ἑτέρας ἄρα διαφόρου τινός θεότητος ὁ Υἱός ἐστιν ἀρχή καί διέσπασε τό Πνεῦμα τῆς πηγαζούσης ἐκ τοῦ Πατρός θεότητος.
Ἤ δύο διαφόρους θεότητας δώσωμεν τούτῳ τῷ ἑνί, οἱ καί τοῖς τρισί μίαν ἀνομολογοῦντες θεότητα;

Πῶς δέ καί αἱ δύο κατά Λατίνους τοῦ Πνεύματος ἀρχαί μία ἐστίν ἀρχή; Οὐ γάρ ἀξιώσουσιν ἡμᾶς πίστει δέχεσθαι τούτων τά προβλήματα, ἀλλά μηδέ σοφιστικῶς ἀποκρινέσθωσαν ἄλλην ἀντ᾿ ἄλλης ποιούμενοι τήν ἀπόκρισιν.
Ἡμῶν γάρ ἐρωτώντων, πῶς δύο κατ᾿ αὐτούς τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχαί, μίαν ἐκεῖνοι διισχυρίζονται τῶν δύο εἶναι τήν ἀρχήν.
Ἡμεῖς δέ οὐ περί τῶν δύο προσώπων ἐρωτῶμεν, ἀλλά περί τοῦ ἑνός·
περί τούτου γάρ πρός αὐτούς ποιούμεθα τόν λόγον.
Ὡς ἐπεί τῶν δύο μία ἡ ἀρχή καλῶς, πῶς τοῦ ἑνός δύο ἔσονται ἀρχαί καί πῶς αἱ δύο μία κατ᾿ αὐτούς;

Φασίν οὖν, διότι ἡ μία ἐστίν ἐκ τῆς ἑτέρας.
Τί οὖν ὁ Σήθ, ἐκ μιᾶς ἄρα γεγέννηται ἀρχῆς, ὅτι ἡ Εὔα ἦν ἐκ τοῦ Ἀδάμ, καί οὐ δύο εἰσί τούτου τοῦ ἑνός ἀρχαί, ὅτι ἡ μία ἐστιν ἐκ τῆς ἑτέρας; Τί δέ ἡ Εὔα, οὐ δευτέρα ἀρχή τῶν ἐξ αὐτῆς, ὅτι καί αὐτή τήν ἀρχήν ἔσχεν ἐξ Ἀδάμ; Καίτοι ἀμφοῖν τό γόνιμον αὐτοῖς, ἀλλά διάφορον καί ἐν διαφόροις ὑποστάσεσι·
διόπερ οὐδέ μία ἐστίν αὗται αἱ ἀρχαί, καθάπερ καί τόν Νύσσης θεῖον πρόεδρον ἀνωτέρω προηνέγκαμεν εἰπόντα, καίτοι ἡ μία τούτων ἐστίν ἐκ τῆς ἑτέρας.

Εἰ γοῦν ἐνταῦθα οὗ εἰ καί μή ἕν, ὅμως ἐστί τό γόνιμον ἀμφοῖν, οὐκ ἔνι τοῦ ἑνός μίαν τήν ἀρχήν, πῶς ἐπί τῆς ἀνωτάτου Τριάδος αἱ δύο κατ᾿ αὐτούς τοῦ ἑνός ἁγίου Πνεύματος μία εἰσίν ἀρχαί, ἐν ᾗ μηδαμῶς ἐστι κατά τό θεογόνον κοινωνία; Μόνος γάρ τεθεολόγηται θεότης θεογόνος ὁ Πατήρ.
Πάλιν ἡ Εὔα ἐκ μόνου οὖσα τοῦ Ἀδάμ, ἐκ μιᾶς ἐστιν ἀρχῆς·
ὁ δέ Ἀδάμ ἐκ γῆς ἐστιν Ἀλλ’, οὐ παρά τοῦτο ἡ Εὔα ἐκ τῆς γῆς καί τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ γάρ Ἀδάμ μόνος ἐκ τῆς γῆς.
Ἤ τοίνυν καί αὐτοί ἐκ τοῦ Υἱοῦ μόνου λεγέτωσαν τό Πνεῦμα καί οὕτως αὐτό ἐκ μιᾶς ἀρχῆς λεγέτωσαν, ἑαυτοῖς μέν ἀκολούθως ἀλλ᾿ οὐκ εὐσεβῶς, οὐ γάρ ἐκ τῆς αὐτῆς ἀφ᾿ ἧς καί ὁ Υἱός, κἀντεῦθεν πάλιν δύο εἰσίν ἐπί τῆς θεότητος ἀρχαί καί οὐκέτ᾿ ἐστί μείζων ὁ Πατήρ τῷ αἰτίῳ τοῦ Υἱοῦ, ἐπίσης γάρ καί αὐτός αἴτιος θεότητος, ἤ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός αὐτό λέγοντες μίαν καί τῷ Πνεύματι ὡς καί τῷ Υἱῷ εὐσεβῶς διδότωσαν ἀρχήν.
Μέχρι γάρ ἄν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἤ ἐξ ἀμφοτέρων λέγωσιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, οὐκ ἔστι μίαν εἶν αι τῆς θεότητος καί ἑνός Πνεύματος ἀρχήν.

Συνάπτων γάρ τις ἐπί τῶν τοιούτων, εἰ καί μίαν φαίη τήν ἀρχήν, ἀλλ᾿ ὁμονύμως, ὥστ᾿ οὐ μία.
Εἰ δέ διαιρῶν κατά μίαν ὁρᾷ τάς ὑποστάσεις, τῆς μιᾶς ἐξ ἀνάγκης δύο φανερῶς γίνονται ἀρχαί.
Ἐμοί δ᾿ ἔπεισι θαυμάζειν καί τό ὑπερβάλλον τῆς ἀνοίας τῶν τάς δύο ταύτας, ἅς φασιν ἀρχάς, μίαν λεγόντων τε καί οἰομένων·
εἰ μέν γάρ κοινωνεῖ τῷ Πατρί κατά τόν θεογόνον ὁ Υἱός προβαλλόμενος τό Πνεῦμα καί ἕν αὐτοῖς τό θεογόνον καί ἡ ἐκ τούτων αὕτη πρόοδος, τῆς φύσεως ἄρα τοῦτο καί οὐ δύο εἰσίν ἀρχαί, οὐδ᾿ αἱ δύο μία, ἀλλά ἁπλῶς μία, καί ἀπεξένωται τῆς θείας φύσεως αὐτό τό Πνεῦμα, μή καί αὐτό κατά θεογόνον κοινωνοῦν.
Εἰ δέ μή κοινωνεῖ ὁ Υἱός κατά τοῦτο τό Πατρί, μηδέ ἕν αὐτοῖς τοῦτο τό προβάλλειν, καθ᾿ ὑπόστασιν τῷ Υἱῷ ἡ πρόοδος τοῦ Πνεύματος·
διάφορος ἄρα αὕτη τῆς ἐκ τοῦ Πατρός τοῦ Πνεύματος προόδου·
τά γάρ ὑποστατικά διάφορα.

Πῶς οὖν μία αἱ διάφοροι ἀρχαί, καί μήν τοῦ μεγάλου Διονυσίου ἐν δευτέρῳ κεφαλαίῳ τοῦ Περί θείων ὀνομάτων λόγου λέγοντος «ὅσα ἐστί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ταῦτα καί τῷ θεαρχικῷ Πνεύματι κοινῶς καί ἡνωμένως ἀνατίθεσθαι», καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἐν τοῖς πρός Εὐνομιανούς Ἀντιρρητικοῖς αὐτοῦ κεφαλαίοις γράφοντος, «πάντα τά κοινά Πατρί τε καί Υἱῷ κοινά εἶναι καί τῷ Πνεύματι»; Εἰ μέν κοινόν ἐστι Πατρί τε καί Υἱῷ τό ἐκπορεύειν, κοινόν ἔσται τοῦτο καί τῷ Πνεύματι, καί τετράς ἔσται ἡ Τριάς·
καί τό Πνεῦμα γάρ ἐκπορεύσει Πνεῦμα ἕτερον.
Εἰ δέ μή κοινόν ἔστι κατά Λατίνους τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ τό ἐκπορεύειν, ὡς τοῦ μέν Πατρός ἐμμέσως κατ᾿ αὐτούς, τοῦ δέ Υἱοῦ ἀμέσως ἐκπορεύοντος τό Πνεῦμα, οὕτω γάρ καί ὑποστατικῶς ἔχειν τόν Υἱόν τό προβλητικόν φασιν, οὐκοῦν κατ᾿ αὐτούς καί τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν καί ἁπλῶς ἅπαντα τά φυσικά οὐ κοινά Πατρός τε καί Υἱοῦ, ἐπειδή ὁ μέν Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ κτίζει τε καί ἁγιάζει, καί διά μέσου τοῦ Υἱοῦ δημιουργεῖ καί ἁγιάζει, ὁ δέ Υἱός οὐ δι᾿ Υἱοῦ.
Τοιγαροῦν κατ᾿ αὐτούς ὑποστατικῶς ἔχει τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν ὁ Υἱός·
ἀμέσως γάρ καί οὐχ ὡς ὁ Πατήρ ἐμμέσως·
καί οὕτω κατ᾿ αὐτούς τά φυσικά τῶν ὑποστατικῶν διενήνοχεν οὐδέν·
οὐκοῦν καί ἡ φύσις τῆς ὑποστάσεως, ὡς μή τρισυπόστατον ἤ τριφυᾶ κατ᾿ αὐτούς εἶναι τόν Θεόν.

Εἰ δ᾿ ἄρα φαῖεν διά τοῦ Πνεύματος τόν Υἱόν δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν, ἀλλά πρῶτον μέν οὐ σύνηθες τοῖς θεολόγοις διά τοῦ Πνεύματος τόν Υἱόν ἤ τόν Πατέρα δημιουργόν εἶναι λέγειν τῶν κτισμάτων, ἀλλ᾿ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἔπειτα πρός τῷ μηδ᾿ οὕτω τό ἀνωτέρω δεδειγμένον ἄτοπον αὐτούς ἐκφεύγειν, οὐ γάρ δι᾿ Υἱοῦ πάλιν ὁ Υἱός ἀναφαίνεται δημιουργός καθάπερ ὁ Πατήρ συμβήσεται τούτοις μηδέ κοινόν εἶναι λέγειν καί τῷ Πνεύματι τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν, ὡς μή δι᾿ ἑτέρου, μηδέ ὡς ὁ Πατήρ ἤ καί ὁ Υἱός αὐτοῦ ταῦτα ἐνεργοῦντος.
Κατ᾿ αὐτούς οὖν ὑποστατικῶς ἔχει τό Πνεῦμα τό δημιουργεῖν καί ἁγιάζειν, ὡς οὐκ ἐμμέσως καθάπερ ὁ Πατήρ κτίζον τε καί ἁγιάζον.
Ἐντεῦθεν δή πάλιν κατ᾿ αὐτούς, ταῦτά τε εἶναι καί ἀδιάφορα δείκνυται τοῖς ὑποστατικοῖς τά φυσικά.
Εἰ δέ τοῦτο, καί ἡ φύσις ταῖς ὑποστάσεσι ταὐτόν τε καί ἀδιάφορον.
Ἆρ᾿ οὐ σαφῶς τῆς ἀνωτέρω Τριάδος ἐκπεπτώκασι καί τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος οἱ ταῦθ᾿ οὕτω λέγοντες τε καί φρονοῦντες;

Ἀλλά γάρ ἐπανέλθωμεν ὅθεν ἐξέβημεν.
Τίς γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐξ ἀμφοτέρων Υἱοῦ τε καί Πατρός ἀκούων ἤ λέγων ἤ πιστεύων καί παρά μέν τοῦ Υἱοῦ ἀμέσως, παρά δέ τοῦ Πατρός ἐμμέσως καί τά παρ᾿ αὐτῶν θρυλλούμενά τε καί περιᾳδόμενα προσεχῆ τε καί ἐφεξῆς καί πόρρω, τίς ταῦτ᾿ ἀκούων καί πιστεύων οὐ δύο δοξάσει τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχάς; Πῶς δέ οὐκ ἄν εἴη ὁ Υἱός τῷ Πατρί συναίτιος, εἰ μή μάτην λέγεται καί ἐξ αὐτοῦ; Πῶς δέ οὐκ ἄν τό Πνεῦμα εἴη κτίσμα; Ἐπί γάρ τῶν κτισμάτων τῷ Πατρί συναίτιος, εἰ μή μάτην λέγεται καί ἐξ αὐτοῦ; Πῶς δέ οὐκ ἄν τό Πνεῦμα εἴη κτίσμα; Ἐπί γάρ τῶν κτισμάτων τῷ Πατρί ὁ Υἱός συναίτιος.

Καί μήν ἐπί τῆς κτίσεως, ἐφ᾿ ἧς φανερῶς αἴτιός ἐστι καί ὁ Υἱός καί τῷ Πατρί συναίτιος, ὡς ἐκ Πατρός δι᾿ αὐτοῦ καί ἐξ αὐτοῦ τό εἶναι λαβούσης, ἀσεβές παντάπασιν εἰπεῖν ὅτι τήν κτίσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν καί ὅτι τό δημιουργικόν ἰδιότης ἐστί τῆς τοῦ Πατρός ὑποστάσεως.
Τοιγαροῦν εἰ καί τό ἐκπορευτῶς ὑπάρχον Πνεῦμα ἅγιον ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ αὐτοῦ τό εἶναι εἶχεν, οὐκ ἄν ἦν ὅλος εὐσεβοῦς εἰπεῖν, ὡς ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι τό Πνεῦμα οὐ λέγομεν καί ὡς ἡ ἐκπορευτική ἰδιότης τῷ Πατρί μόνῳ πρόσεστιν.

Ἐπεί δέ οἱ ταῦτα λέγοντες Δαβίδ ἐστιν ὁ θεοπάτωρ καί Γρηγόριος ὁ Νυσσαέων φανότατος φωστήρ καί Δαμασκηνός ὁ θεοφόρος, κατά πᾶσαν ἀνάγκην οἱ συναίτον τῷ Πατρί τόν Υἱόν λέγοντες ἐπί τοῦ παναγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν αὐτῷ διδόντες, τοσοῦτον ἀπέχουσι τῆς εὐσεβείας, ὅσον ἀντέχονται ταύτης οἱ προαπηριθμημένοι τῶν ἁγίων καί οἱ τούτοις συνῳδά θεολογοῦντες.
Καί τοῦτο δέ συνορᾶν τῶν ἀναγκαιοτάτων, ὡς καθάπερ ἐκ τοῦ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ Υἱοῦ τήν γένεσιν ἔχοντες ἡμεῖς, Πατέρα καί ποιητήν ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερον ἐπικαλούμεθα καί ἀνομολογοῦμεν, οὕτω καί τοῦ θείου Πνεύματος ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερος Πατήρ ἄν ἐλέγετο καί προβολεύς, εἴπερ ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ καί ἐξ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν τό Πνεῦμα εἶχεν.
Ἀλλά τά τοιαῦτα πάντα πολυειδῶς συγχέοντα τάς θείας ὑποστάσεις παρίστησι σαφῶς, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

Καί μέν δή, «πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ ἐστι», κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον, «ἄνευ τῆς αἰτίας.
Ποίας αἰτίας; Τῆς τῶν κτισμάτων; Ἄπαγε·
τούτων γάρ ἀρχή καί αἴτιος καί ὁ Υἱός.
Τοιγαροῦν ἄνευ τῆς αἰτίας καί ἀρχῆς τῆς ἐν Τριάδι νοουμένης θεότητος·
πάντα οὖν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ τοῦ Πατρός, ἄνευ τοῦ ἀρχή καί αἴτιος εἶναι καί αὐτός τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος.
Ἐκ μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθάπερ ὁ Υἱός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός γεννᾶται, καί προσεχῶς καί ἀμέσως τοῦ Πατρός ἔχεται καθ᾿ ὕπαρξιν, καθά καί ὁ Υἱός, εἰ καί διά τοῦ Υἱοῦ Πατρός εἶναι Πνεῦμα ἔσχεν, ὡς τοῦ ἐκπορεύοντος ὄντος καί Πατρός.

Ἐπεί δέ καί δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστι κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον, «καί διά δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα», καί ἡμεῖς τό νῦν εἶναι τῶν ἄλλων ἀφέμενοι διά τό μῆκος τρεῖς παραστήσομέν σοι μάρτυρας, σαφῶς ἀπαγορεύοντάς σου τήν προσθήκην.
Καί δή παρίτω πρῶτος ὁ καί τῷ χρόνῳ πρότερος Βασίλειος ὁ μέγας·
ἐν γάρ τοῖς Κατ᾿ Εὐνομίου κεφαλαίοις, «γεννᾷ», φησίν, «ὁ Θεός οὐχ ὡς ἄνθρωπος, γεννᾷ δέ ἀληθῶς·
καί τό γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ ἐκφαίνει λόγον οὐκ ἀνθρώπινον, ἐκφαίνει δέ λόγον ἀληθῆ ἐξ αὑτοῦ·
ἐκπέμπει Πνεῦμα διά στόματος, οὐχ οἷον τό ἀνθρώπινον, ἐπεί μηδέ στόμα Θεοῦ σωματικῶς·
ἐξ αὐτοῦ δέ τό Πνεῦμα καί οὐχ ἑτέρωθεν».
Ὁρᾷς ὅτι οὐχ ἑτέρωθεν, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ καί τόν Υἱόν γεννῶντος; Ὥστε οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ἐπεί καί λόγος ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ οὐ στόμα τοῦ Πατρός ἐνταῦθα τῷ μεγάλῳ τεθεολόγηται.
Ὅς ἀλλαχοῦ δεικνύς καί τόν λόγον τοῦτον ἐκ τοῦ αὐτοῦ προϊόντα στόματος, «εἰ γάρ τό Πνεῦμα μή πιστεύεις», φησίν, ἐκ στόματος Θεοῦ προεληλυθέναι, οὐδ᾿ ἄν τόν λόγον πιστεύσεις».
Ὁρᾷς σαφῶς ὅτι Λόγος ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ οὐ στόμα τοῦ Πατρός·
ἐξ οὗ στόματος κατά τόν μέγαν Βασίλειον πρόεισι καθ᾿ ὕπαρξιν ὡς τό Πνεῦμα τό ἅγιον;

Τόν αὐτόν δέ τρόπον καί ὁ ἀδελφός αὐτῷ καί ἀδελφά φρονῶν Γρηγόριος ἐν τῷ Περί θεογνωσίας λόγῳ, «Πνεῦμα δέ», φησί, «τό τῆς πατρικῆς ἐκπορευόμενον ὑποστάσεως.
Τούτου γάρ ἕνεκα καί Πνεῦμα στόματος ἀλλ᾿ οὐχί καί τόν () λόγον στόματος ὁ Δαβίδ εἴρηκεν, ἵνα τήν ἐκπορευτικήν ἰδιότητα τῷ Πατρί μόνῳ προσοῦσαν πιστώσηται».

Μετ᾿ αὐτόν τόν ἀψευδῆ τῆς ἀληθείας μάρτυρα, ὁ ζῶν φωστήρ γεγονώς Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, συμμαρτυρήσων παρελθέτω·
φησί γάρ ἐν τῷ Περί τῆς ἁγίας Τριάδος·
«αἱ προσκυνηταί τρεῖς ὑποστάσεις γινώσκονται καί πιστεύονται ἐν Πατρί ἀνάρχῳ καί ἐν Υἱῷ μονογενεῖ καί ἐν Πνεύματι ἁγίῳ τῷ ἐκ πορευομένῳ ἐκ τοῦ Πατρός, οὐ γεννητῶς καθάπερ ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ ἐκπορευομένῳ καθάπερ εἴρηται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὡς ἀπό στόματος, πεφηνότι δέ διά τοῦ Υἱοῦ καί λαλήσαντι ἐν τοῖς ἁγίοις πᾶσι προφήταις τε καί ἀποστόλοις».
Καί ἀλλαχοῦ πάλιν·
«οὐχ ὥσπερ ὁ Υἱός καί τοῦ Πατρός γεννητῶς οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἀπό τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευτῶς, ἄπαγε τῆς βλασφημίας καί πολυθεΐας·
εἷς γάρ παρ᾿ ἡμῖν ἀμφοῖν τοῖς προσώποις αἴτιος καί σύνδεσμος, ὁ Πατήρ».

Ἆρ᾿ ἔστι τρανότερον ἔλεγχον τῆς σῆς δυσσεβείας παρελθεῖν; Ἀνθρώπῳ μέν οὐκ ἄν ἔδοξεν.
Ἀλλά καί τοῦθ᾿ ἡμῖν τό Πνεῦμα δέδωκε τόν ἐκ Δαμασκοῦ σοφίσαν Ἰωάννην·
«τό Πνεῦμα γάρ», φησίν οὗτος, «τοῦ Υἱοῦ μέν λέγομεν, ἐκ δέ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν·
δι᾿ Υἱοῦ δέ πεφανερῶσθαι καί μεταδιδόσθαι ἡμῖν ὁμολογοῦμεν».

Ἀφείς δέ σοι τούς ἄλλους συνείρειν ἐφεξῆς ὅτι πλείστους ὄντας καί σχεδόν ὅσοι τῶν πατέρων οὐδέν ἧττον ἤ ζῶντες ἐν τοῖς καθ᾿ ἑαυτούς συγγράμμασι λαλοῦσιν, ἐκ τῶν λόγων σου κρινῶ σε·
πάντως δέ καί ὁ Θεός.
Σοῦ γάρ αὐτοῦ λέγοντος ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα καί τό «μόνων» οὐ προστιθεμένου, ἆρ᾿ οὐδ᾿ ἐκ τούτων μόνων τό Πνεῦμα ἐννοεῖς, οὐδέ συνυπακούεις τό μόνων, κἄν μή συνεκφωνῇς; Ἀλλά ζητήσομεν κατά τήν σήν, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, φιλοπολυεκπόρευτον διάνοιαν, καί ἐκ ἄλλου του ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα διά τήν σήν περί τοῦ μόνου ἄγνοιαν;

Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἵνα πάλιν ἐκ τῶν αὐτῶν σοι συσκευάσω τῆς ὡς ἀληθῶς πληγῆς τό ἴαμα καί τῶν δυσσεβῶν ἐκσπάσω καί δογμάτων καί ρημάτων, εἰπέ μοι, ὦ βέλτιστε, εἴ τις ἔροιτό σε περί τοῦ Υἱοῦ, ὡς ἐπειδήπερ γέγραπται ὅτι, «εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», καί ὅτι «πιστεύω εἰς ἕνα Υἱόν τόν ἐκ τοῦ Πατρός πρό αἰώνων γεννηθέντα, καί τ᾿ ἄλλα ὅσα σοι ἀνωτέρω ἀπηρίθμηται, οἷς οὐ πρόσκειται τό «μόνου», ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ ἁγίου Πνεύματος προσθείς φαίης ἄν γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, τοῦτ᾿ αὐτό προφασιζόμενος ὅτι μή πρόσκειται τό «μόνου»; Ἄπαγε δήπου, φαίης ἄν.
Καί αὐτῆς ἐκπέσοι τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως ὁ τοῦτο προστιθείς καί μή ἐκ μόνου δοξάζων γεγεννῆσθαι τοῦ Πατρός τόν Λόγον.
Οὐδαμοῦ γάρ γεννήτωρ εἴρηται τό Πνεῦμα σύν ἡμῖν καλῶς ἐρεῖς, οὐδέ κοινόν ἔχει τι Πατρί, ὅ μή ἔστι κοινόν καί τῷ Υἱῷ·
οὐδ ἐκ τῆς δυάδος προάγεται τό ἕν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέρεται·
οὐδ᾿ ἡ μονάς εἰς μονάδα κινηθεῖσα καί εἰς ἑτέραν αὖθις μονάδα ἡ δυάς, «ἀλλ᾿ ἡ μονάς θεοπρεπῶς εἰς δυάδα κινηθεῖσα, μέχρι τριάδος ἔστη».
Καί «εἷς ἡμῖν Θεός·
οὐ μόνον ὅτι μία θεότης, ἀλλ᾿ ὅτι καί εἰς ἕν ἀμφότερα τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει.
Καί μία πηγαία θεότης, ὁ Πατήρ καί μόνος αἴτιος καί μόνος πηγή θεότητος».
Οὐκοῦν καί ταῦτ᾿ ἐστίν αὐτοῦ τά ἰδιάζοντα τῶν γνωρισμάτων·
μόνος γάρ·
οὐδεμίαν ἄρα τήν κοινωνίαν ἕξει πρός ταῦτα τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐπεί καί «τά τῆς ὑπερουσίου θεογονίας οὐκ ἀντιστρέφει πρός ἄλληλα», Διονύσιος αὖθις ἄν εἶπεν ὁ οὐρανόφρων.

Ἀλλ᾿ εὖγέ σοι τῆς ἐν τούτοις πρός τε τούς θεοσόφους τῶν πατέρων καί ἡμᾶς τούς ἐξ ἐκείνων σοφισθέντας ἀπαραλλάκτου συμφωνίας.
Ἑάλως δ᾿ ὅμως, τό τοῦ λόγου, τοῖς σαυτοῦ πτεροῖς καί λυσιτελῶς ὄντως ἐπατάχθης τῷ τοῦ ὀρθοῦ προπολεμοῦντι λόγῳ·
τό γάρ εἰς αὐτόν ᾗκον, οὐ μόνον ἐπατάχθης, ἀλλά καί ἰάθης κατά τό εἰρημένον ὡς ὑπό Θεοῦ, «πατάξω καί ἰάσομαι».

Ἅ γάρ ἄν εἶπες μεθ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας πρός τούς ἐκ Πατρός τε καί ἐκ τοῦ Πνεύματος λέγοντας γεγεννῆσθαι τόν Υἱόν, ἄλλας τε προφάσεις προφασιζομένους ἐν ἁμαρτίαις, μᾶλλον δέ δυσσεβείαις, καί ὅτι μή προστέθειται τῷ γεγεννῆσθαι ἐκ Πατρός τό "μόνου", ταῦτα καί αὐτός ἀρτίως ἀφ᾿ ἡμῶν τε καί τῆς ἀληθείας ἄκουε, ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ λέγων ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
ἑτέρωθέν τε τοῦτο πειρώμενος πιστοῦσθαι καί τοῦ μή προσκεῖσθαι τῷ ἐκ Πατρός ἐκπορεύεσθαι τό "μόνου" ·
καί αὐτῆς γάρ ἐκπεσεῖται τῆς διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος υἱοθεσίας ὁ καί ἐκ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγων˙

Ποῦ γάρ τῶν θεοπνεύστων λογίων προβολέα τόν Υἱόν εὕροι τις ἄν ὠνομασμένον, καίτοι Γρηγορίῳ τῷ μεγάλῳ θεολόγῳ τῶν τοῦ Υἱοῦ προσηγοριῶν πασῶν καί πολλάκις ἀπηριθμημένων καί οὐκ ἀπηριθμημένων μόνον ἀλλά καί τεθεωρημένων; Ὅς καί τό "μονογενής" ἐξηγούμενος, «οὐχ ὅτι», φησί, «μόνος ἐκ μόνου καί μόνον, ἀλλά καί μονοτρόπως»·
ὅ ἀλλαχοῦ μόνως εἶπε ἰδιοτρόπως, τοῦτ᾿ αὖθις ἐξηγούμενος.
Τό δέ "μόνος" ὡς εἷς·
τό δ᾿ "ἐκ μόνου" ὡς ἐν παρθενίᾳ γεννήσαντος, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν ὡς οὐκ ἀπό συζυγίας.
Τό δέ "μόνον" τί ἄν ἄλλο εἴη ἤ ὅτι μόνος Υἱός, ἀλλ᾿ οὐχί καί Πατήρ οὐδέ προβολεύς; Εἰ δέ καί ὁ Πατήρ, Πατήρ μόνον λέγεται, εἰκότως – καί γάρ ἐκ Πατρός τό Πνεῦμα – καί Πατρός λέγεται Πνεῦμα καί ὁ Πατήρ καί τοῦ Πνεύματος λέγοιτ᾿ ἄν ὡς αἴτιος·
Πατέρα γάρ τῶν φώτων τοῦτον εἶπεν ὁ μέγας Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, τουτέστιν Υἱοῦ καί Πνεύματος, ὡς καί Ἀθανάσιος ὁ μέγας ἐξηγούμενος λέγει.
Εἰ δέ τοῦτ᾿ οὕτως ἔχει, ὥσπερ οὖν ἔχει, λέγοιτ᾿ ἄν καί ὁ Υἱός Πατήρ φωτός, τουτέστι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰ καί ἐξ αὐτοῦ κατά σέ τό Πνεῦμα.

Εἰ γοῦν ταῦτ᾿ ἦν ὀνομάσαι, οἷον Πατέρα φωτός ἤ προβολέα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πῶς ἄν οὐχί τῶν ἄλλων αὐτοῦ σχεδόν πάντων ὀνομάτων ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος προὔθηκε, καίτοι τό πρός τόν Πατέρα ἀγωνιζόμενος δεικνύναι; Διό φησιν·
«εἰ μέγα τῷ Πατρί τῷ μηδαμόθεν ὡρμῆσθαι, οὐκ ἔλαττον τῷ Υἱῷ τό ἐκ τοιούτου Πατρός.
Καί πρόσεστιν τῷ Υἱῷ τό τῆς γεννήσεως πρᾶγμα τοσοῦτον».
Εἰ γοῦν προσῆεν τό προβολέα εἶναι, πῶς οὐκ ἄν εἶπε πρᾶγμα τοσοῦτον, δι᾿ ὅ καί μᾶλλον ἄν δεικύειν ἔδοξεν ἴσον τῷ Πατρί; Ἀλλ᾿ οὐκ εἶπεν·
οὐκοῦν οὐδέ πρόσεστιν.

Ὁ γάρ μέγας οὗτος θεολόγος οὐδ᾿ ἁπλῶς οὕτω τό ἐκπορευόμενον ἴδιον τίθησι τοῦ Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, προορῶν δήπου καί προανατρέπων σου τήν δυσσεβῆ προσθήκην.
Ἀνωτέρω γάρ μικρόν εἰπών, τόν μέν Πατέρα γεννήτορα καί προβολέα, τόν δέ Υἱόν προβολέα μέν οὐ, γέννημα δέ μόνον, προσϊών, ἡμεῖς δέ, φησίν, «ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων ἱστάμενοι, τό ἀγέννητον εἰσάγομεν καί τό γεννητόν καί τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».
Οὐκ εἶπε τό ἐκπορευόμενον ἁπλῶς ἴδιον τοῦ Πνεύματος ὑπάρχειν, ἵνα μή τις ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι νομίσῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
τό μέν γάρ γεννητόν συνεισάγει τῇ διανοίᾳ τόν Πατέρα, τό δέ ἐκπορευτόν οὐχ οὕτω.
Διά τοῦτο τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον ἴδιον τέθηκε τοῦ Πνεύματος·
«τοῦτο γάρ», φησί καί Βασίλειος ὁ μέγας, «γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος σημεῖον ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι».
Ἀλλ᾿ ὁρᾷς, ὅπως παρ᾿ ἡμῶν δικαίως ἀπελήλασθε τῆς κοινωνίας, οὐκ ἐπί τῶν ἡμετέρων ὅρων καί τῆς εὐσεβείας ἱστάμενοι;

Ἤ γάρ καί τόν Υἱόν Πατέρα προσερεῖς, ὡς καί ἀνωτέρω δέδεικται, ἵν᾿ ἐκπορευόμενον εἴη σοι καί ἐξ αὐτοῦ τό Πνεῦμα, ἤ τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι οὐκ ἄν ἴδιον εἴη σοι τοῦ Πνεύματος, οὐδέ τό ἐκπορεύειν ἴδιον εἶναι νομίσεις τοῦ Πατρός, καί ἀπ᾿ ἐναντίας θεολογήσεις τοῦ τό θεολογεῖν ἐπωνυμίαν κτησαμένου καί πρός τήν ἐναντίον ὄντως μοῖραν στήσῃ καί παρ᾿ ἡμῶν ἐκκήρυκτος γενήσῃ·
τάς γάρ αὐτοῦ φωνάς ἐκφαντορίας οὔσας ἴσμεν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἀλλά γάρ, ὥσπερ τῆς νοτίδος ἐξ ὑγρῶν σωμάτων ἐκπορευομένης καί τοῦτ᾿ ἴδιον ἐχούσης καί τῶν ὑγρῶν σωμάτων ἴδιόν ἐστι τό νοτίδα ἐκπορεύειν, τόν αὐτόν τρόπον καί τοῦ Πνεύματος ἴδιον ἔχοντος τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι καί τοῦ Πατρός ἐξ ἀνάγκης ἐστι τό τό Πνεῦμα ἐκπορεύειν.

Μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἡ τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις·
καί ἀεί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα καθ᾿ ὑπαρκτικήν ἀλλ᾿ οὐκ ἐκφαντικήν προέλευσιν.
Καί ἐν οἷς γάρ τῷ ἐκπορευτῷ μή συνεκφωνεῖται τό ἐκ τοῦ Πατρός, συνυπακουόμενον ἐστιν ἀεί τοῖς συνετῶς ἀκούουσιν, ὥσπερ καί ἐπί τοῦ Υἱοῦ τῷ γεννητῷ συνυπακούεται.
Γεννητός γάρ καί ἡμῶν ἁπάντων ἕκαστος·
γεννητός δέ ἐκ τοῦ Πατρός, ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν ἐκ Θεοῦ Πατρός, μόνος ὁ Υἱός, ὥστε τό συννημένον τοῦτ᾿ ἔστιν ἴδιον αὐτοῦ καί ἀεί συννοεῖται, κἄν μή συνεκφωνεῖται.
Τόν αὐτόν οὖν τρόπον ἐκπορευτόν ἄν εἴποις καί τό πνεῦμα τό ἡμέτερον.
Οὐκοῦν οὐ τό ἁπλῶς ἐκπορευτόν ἴδιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν·
ἐκεῖνος γάρ ἀεί Πατήρ.
Τῶν ἀδυνάτων ἄρ᾿ ἐστίν ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευτόν ὑπάρχειν, εἰ μή καί ὁ Υἱός εἴη σοι Πατήρ.
Οὐ μόνον δέ τό ἐκ τοῦ Πατρός τῷ ἐκπορευτῷ συνυπακούεται, ἀλλά καί τό ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καθάπερ καί τῷ γεννητῷ·
ὡς γάρ οἱ ἔνθεοι θεολόγοι διδάσκουσιν ἡμᾶς, ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, χωρίς τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα·
τοιγαροῦν παντάπασιν ἀδύνατον εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.

Πρός δέ, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί δι᾿ αὐτοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχει κατά σέ, αὐτός ἐστιν ἕνωσις Πατρός καί Πνεύματος.
Πῶς οὖν ὁ αὐτός μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριός φησιν, «ἄναρχον καί ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός», «φύσις δε τοῖς τρισί μία·
ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ καί πρός ὅν ἀνάγεται τά ἑξῆς, οὐχ ὡς συναλείφεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι»;

Ἀκούων γάρ τις διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συναπτόμενον, νοεῖν ἄν ἔχοι τοῦτο λεγόμενον, διά τήν κατά τήν ὁμολογίαν ἐκφώνησιν, μέσου κειμένου τοῦ Υἱοῦ.
Καί ὅτι Πατρός Πνεῦμα οὐκ ἄν ἄλλως λέγοιτο, εἰ μή διά τόν Υἱόν.
Ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ πῶς ἄν εἴη, εἰ μή προσεχῶς ἔχει πρός ἑκάτερον ἀμέσως προβαλλόμενος ἑκάτερον; Ἀλλά καί τό οὐχ ὡς συναλείφεσθαι δέ, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι, τήν προσεχῆ καί ἄμεσον ἑκατέρου σχέσιν πρός αὐτόν δηλοῖ.

Τί δέ, ὅτι «τό ἄναρχον καί ἡ ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός»; Εἰ γάρ ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ᾔδει, τό ἐκ τῆς ἀρχῆς ἄν εἶπεν, οὐ τό μετά τῆς ἀρχῆς.
Οὐκοῦν ὅταν ἀκούσῃς διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι, ὡς συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ νόησον.
Οὕτω γάρ καί τήν "διά" οὐκ εἰς τήν "ἐκ" κακῶς, ἀλλ᾿ εἰς τήν "μετά", τῷ τῆς θεολογίας ἐπωνύμῳ συνᾴδων μεταλήψῃ.
«Πνεῦμα γάρ», φησί, «μεμαθήκαμεν», Δαμασκηνός ὁ θεῖος, «τό συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ καί φανεροῦν αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν».
Συμπαρομαρτεῖν δέ ἐστι τό συνακολουθεῖν, ὡς ὁ αὐτός ἐκεῖ φησιν ὥστε οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά σύν τῷ Υἱῷ τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, συνακολουθούσης ἀδιαστάτως τε καί ἀχρόνως τῇ γεννήσει τῆς ἐκπορεύσεως.
Μεμαθήκαμεν δέ εἶπεν, ὡς τῶν πρό αὐτοῦ θεοφόρων οὕτω διδασκόντων, παρ᾿ ὧν μυηθείς οὕτω νοεῖν τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ, τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ τοῦτο λέγειν παντάπασιν ἀπηγόρευσεν.

Εἰ δ᾿ ὁ μέγας Βασίλειος οὐδέν εἶναί φησιν ἀπᾷδον εἰς τήν "ἐκ" τήν "διά" μεταλαμβάνειν, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν κτισμάτων, διό καί τόν ἀπόστολον προήγαγεν εἰπόντα, «ἐξ αὐτοῦ καί δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα», παρ᾿ αὐτοῦ γάρ δεδημιούργηνται καί δι᾿ αὐτοῦ συνέχονται καί πρός αὐτόν ἐπιστρέφονται τά ὄντα πάντα, ὁ δέ ἱερός Δαμασκηνός κἀν τῷ ἑβδόμῳ τῶν Θεολογικῶν αὐτοῦ κεφαλαίων προθείς πάλιν ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, μετά τινα συνᾴδων τῷ Κατηχητικῷ λόγῳ τοῦ Νύσσης ἐνθέου Γρηγορίου, «τό ἅγιον Πνεῦμα δύναμιν εἶναί φησιν οὐσιώδη, αὐτήν ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει θεωρουμένην καί αὐτοῦ, δηλονότι τοῦ Λόγου, οὖσαν ἐκφαντικήν, οὐ χωρισθῆναι τοῦ Θεοῦ ἐν ᾧ ἐστι καί τοῦ Λόγου ᾧ συμπαρομαρτεῖ δυναμένην», ἆρ᾿ οὐ σαφές κἀντεῦθεν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον;
Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρά τῶν θεολόγων ποτέ μέν ὁ Πατήρ μέσος εἶναι λέγεται Υἱοῦ καί Πνεύματος, ποτέ δέ ὁ Υἱός μέσος τοῦ Πατρός τε καί Πνεύματος, ποτέ δέ τό Πνεῦμα μέσον τοῦ Πατρός τε καί Υἱοῦ, οὐκ ἄν εἴη τό Πνεῦμα τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός, οὐδ᾿ ἄν ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχοι.
Τοῖς γάρ ἐφεξῆς τρισί σημείοις, οὐκ ἄν εἴη ποτέ τι τῶν ἑκατέρωθεν κειμένων ἄκρων μέσον·
ἀλλ᾿ ἔοικεν ἡ ἐπί τῆς θεολογίας μεσότης νοουμένη τοῖς ἐπί τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου σημείοις ἄκροις·
ἐκεῖ γάρ ἕκαστον μέσον ἑκατέρωθεν εὑρίσκεται.
Ἄν δέ καί τόν μεσότητα πρῶτον ἔχοντα ἐν ἀριθμοῖς ἐπισωρεύσας ὡς ἐν ἐπιπέδῳ θῇς, οὕτω τόν τε πρῶτον ἐνεργείᾳ τρίγωνον ἀποτελέσεις ἀριθμόν, καί ἥν ἄν λάβοις τῶν ἐν αὐτῷ μονάδων μέση δυσῖν ὑπολοίποιν ἔσται.
Εἴ τις οὖν ἀρχήν καί αἴτιον τῶν δύο κέντρων ὑποθοῖτο τό ἕν, προσεχῶς καί ἀμέσως ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνο πρός ἑκάτερον ἔχει κἀν ταῖς μονάσι δήπου τόν αὐτόν τρόπον.

Τί δέ, οἱ λέγοντες ὡς ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρός τό ἕτερον οὐχ ἧττον ἤ πρός ἑαυτό, ἆρ᾿ οὐκ ἀριδήλως ἀμέσως ἔχειν παριστῶσι πρός ἄλληλα;
Τί δ᾿ ὁ ἐμμέτροις Ἔπεσι θεολογικῶς τε ἅμα καί πατρικῶς ἐγκελευόμενος, ὡς εἴπερ ἀκούσαις περί Υἱοῦ καί Πνεύματος, «ὥς ρα Θεοῖο τά δεύτερα Πατρός ἔχουσιν, οὕτω νοεῖν κέλομαί σε λόγους σοφίης βαθυκόλπου»·
ὡς εἰς ρίζαν ἄναρχον ἀνέρχεται, οὐ θεότητα τέμνει.
Εἰ γάρ μή ἀμέσως ἦν ἐκ τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, οὐκ ἄν δεύτερον καί τοῦτ᾿ ἀπό τοῦ Πατρός ἐτίθει, καθά καί τόν Υἱόν.

Καί μήν ἐκπόρευσις, ἐφ᾿ οὗπερ ἄν λέγοιτο, πρόοδός τις καί κίνησίς ἐστι, κατάλληλος τῷ τε ἐκπορεύοντι καί τῷ ἐκπορευομένῳ.
Ἡ δέ τοῦ Πνεύματος πρόοδος διττή διά τῆς θεοπνεύστου κηρύσσεται Γραφῆς·
προχεῖται γάρ ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ, εἰ δέ βούλει καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐπί πάντας τούς ἀξίους, οἷς καί ἐπαναπαύεται καί ἐνοικεῖ.
Αὕτη οὖν ἡ κίνησίς τε καί πρόοδος, εἰ δέ βούλει καί ἐκπόρευσις – οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν, ἐπεί καί ὁ Δαβίδ λέγει, «ὁ Θεός ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ, γῆ ἐσείσθη», ἐκπόρευσιν ἐνταῦθα λέγων τήν τοῦ Πνεύματος ἔκχυσιν ἐπί πᾶσαν σάρκα τήν εἰς Χριστόν πιστεύσασαν, ἥτις ἔρημος ἦν πρότερον τῆς χάριτος, ὥσπερ καί σεισμόν τῆς γῆς τήν ἐξ εἰδωλολατρίας πρός Θεόν μετάθεσιν – αὕτη οὖν ἡ ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πρόοδος τοῦ Πνεύματος οὐκ ἄν εἴη πάντως καί διά τῶν ἀξίων·
καί ταῦτα πρός τούς αὐτούς πάλιν, ἐν οἷς οἰκεῖ τε καί ἀναπαύεται χάριτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Ἀνάπαυσις γάρ ἐστιν ἐν τούτοις, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτῶν κίνησις τοῦ Πνεύματος, ἀλλά μᾶλλον τῆς ἐπ᾿ αὐτούς κινήσεως παῦλα·
κἄν τινες μεταδιδόναι δύναμιν ἐκτήσαντο, ἀλλ᾿ ἑτέρῳ πάντως τρόπῳ.

Ἡ μέντοι ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ, ἥν ἔφημεν, πρόοδος τοῦ Πνεύματος καλεῖται καί εὐδοκία Πατρός τε καί Υἱοῦ, ὡς διά φιλανθρωπίαν πάντως τελεσθεῖσα, καί ἀποστολή καί δόσις καί συγκατάβασις, καί χρονικῶς ἀεί προάγεται καί πρός τινας καί δι᾿ αἰτίας, ἵνα ἁγιάσῃ καί διδάξῃ καί ὑπομνήσῃ καί τούς ἀπειθεῖς ἐλέγξῃ·
μίαν μέν οὖν αὕτη κίνησις καί πρόοδος τοῦ Πνεύματος.

Ἔστι δέ καί ἡ ἀναιτίως τε καί ἀπολελυμένως πάντῃ καί ὑπέρ εὐδοκίαν καί φιλανθρωπίαν, ὡς μή κατά θέλησιν ἀλλά κατά φύσιν μόνην ἐκ τοῦ Πατρός οὖσα προαιώνιος καί ὑπερφυεστάτη τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις καί κίνησις καί πρόοδος.
Ζητῆσαι δή χρεών ἡμᾶς καί κατά ταύτην τήν ἄφραστόν τε καί ἀπερινόητον κίνησιν τό Πνεῦμα προερχόμενον ἐκ τοῦ Πατρός, ἆρ᾿ ἔχει κατά τάς γραφάς καί «ἐν ᾧ ἀναπαύεται» θεοπρεπῶς; Ζητοῦντες οὖν εὑρίσκομεν εὐδοκιμήσαντα τόν Πατέρα τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ διδάξαι καί ἀποκαλύψαι τοῦτο πρῶτον Ἰωάννῃ τῷ τοῦ Κυρίου προδρόμῳ τε καί βαπτιστῇ, ὅς φησι·
«κἀγώ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν·
ἐφ᾿ ὅν ἄν ἴδοις τό Πνεῦμα καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ».
Διό «καί ἐμαρτύρησεν ὁ Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεί περιστεράν ἐξ οὐρανοῦ καί ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν».

Ἀλλ᾿ ἵνα μή τις, νομίσας διά τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ταῦτα λεχθῆναί τε καί τελεσθῆναι παρά τοῦ Πατρός, οὐχ ἱκανόν εἶναι δεῖγμα τοῦτ᾿ εἴπῃ πρός εὕρεσιν τοῦ ζητουμένου ἀκουέτω Δαμασκηνοῦ τοῦ θείου γράφοντος ἐν ὀγδόῳ τῶν Δογματικῶν, «πιστεύομεν καί εἰς ἕν Πνεῦμα ἅγιον, τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον», καί ἐν τῷ περί θείου τόπου, «Θεός τό Πνεῦμα τό ἅγιόν ἐστι, δύναμις ἁγιαστική ἐνυπόστατος ἐκ τοῦ Πατρός ἀδιαστάτως ἐκπορευομένη καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυομένη».
Διό καί ταμίας τοῦ θείου Πνεύματος ὁ Χριστός ἐκ Θεοῦ γνήσιος Υἱός ἐστί τε καί λέγεται.
Ὅ καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς δεικνύς, «ἀνάγκη πᾶσα», φησί, «τῆς θείας φύσεως εἶναι λέγειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἧς καί ἔστιν ἀπαρχή κατά τόν ἀπόστολον·
εἰ δέ τοῦτο, οὐκ ἔστι κτίσμα, Θεός δέ μᾶλλον ὡς ἐκ Θεοῦ καί ἐν Θεῷ».
Καί πάλιν, «Θεός ἄρα τό Πνεῦμά ἐστι τό ἐν Υἱῷ παρά Πατρός φυσικῶς ὑπάρχον καί ὅλην αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν ἔχον».
Ἀλλά καί ὁ τοῦ Διαλόγου θεῖος Γρηγόριος ἐν τῷ τελευταίῳ αὐτοῦ λόγῳ φησίν, ὅτι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται καί ἐν τῷ Υἱῷ μένει».
«Οὕτω γάρ ἄν θεώμενοι σεφθείημεν πηγήν ζωῆς εἰς ἑαυτήν χεομένην καί ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἑστῶσαν ὁρῶντες», κατά τόν μέγαν θεοφάντορα Διονύσιον.

Καί τοίνυν τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατά τήν προαιώνιον ἐκείνην καί ἀπερινόητον ἐκπόρευσίν τε καί πρόοδον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, πῶς ἄν διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ᾧ ἀναπαύεται ταύτην ἔχει τήν πρόοδον; Οὐκοῦν εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ πάλιν προέρχεσθαι θεολεγεῖται, οὐ κατ᾿ ἐκείνην πάντως, ἀλλά καθ᾿ ἑτέραν πρόοδον, ἥτις ἐστίν ἡ πρός ἡμᾶς φανέρωσις καί πρός τούς ἀξίους μετάδοσις.
Ὁ γάρ Χριστός ἐστι κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον ὁ τοῦ Πνεύματος ταμίας, ὡς Θεός τε καί Θεοῦ Υἱός.
Ὁ δέ ταμίας οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ πάντως τά διδόμενα προβάλλεται, καίτοι φυσικῶς ἔχει ἐν αὐτῷ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός καί φυσικῶς ἐξ αὐτοῦ προϊόν εἰς τούς ἀξίους, ἀλλ᾿ οὐχί τήν ὕπαρξιν ἔχον ἐξ αὐτοῦ.
Ταῦτ᾿ ἄρα καί αὐτός ὁ Κύριος, «ὅταν ἔλθῃ», φησίν, «ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός», ὡς παρά τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν αὐτῷ ἀναπαυόμενον καί οὕτω πεμπόμενον πρός τούς οἰκείους.

Εἰ δ᾿ ὡς τήν ὕπαρξιν ἔχον ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὡς δι᾿ Υἱοῦ παρ᾿ αὐτοῦ τό Πνεῦμα πέμπεται, ἀρχήν οὐκοῦν ἔχει καί τοῦτο τόν Υἱόν καί τῶν γεγονότων ἐστίν ἕν.
Καί μαρτυρείτω πάλιν ἡ θεολόγος φωνή·
«τηροῖτο γάρ», φησίν, «ὡς ὁ ἐμός λόγος, εἷς μέν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, καί κατά τό ἕν καί ταὐτόν τῆς θεότητος, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, κίνημά τε καί βούλημα καί τήν τῆς οὐσίας ταυτότητα.
Αἱ δέ τρεῖε ὑποστάσεις μηδεμιᾶς ἐπινοουμένης συναλοιφῆς ἤ ἀναλύσεως ἤ συγχύσεως, Πατρός μέν ὡς ἀνάρχου καί ἀρχῆς ἐπινοουμένου καί λεγομένου, ἀρχῆς δέ ὡς αἰτίου καί ὡς πηγῆς καί ὡς ἀϊδίου φωτός, Υἱοῦ δέ ἀνάρχου μέν οὐδαμῶς, ἀρχῆς δέ τῶν ὅλων».
Εἰ οὖν καί τοῦ Πνεύματος εἴη ἀρχή ὁ Υἱός, ἕν τῶν ὅλων ἔσται κατά σέ τό Πνεῦμα·
τούτων γάρ ἀρχή καί ὁ Υἱός.
Ἵν᾿ οὖν αὖθις εἴπω τό τοῦ θεολόγου, «δεῖξον ὅτι γέγονε τό Πνεῦμα καί τότε τῷ Υἱῷ δός», ὥστε δι᾿ αὐτοῦ ἤ καί ἐξ αὐτοῦ τήν ὕπαρξιν κεκτῆσθαι, - ἐπεί καί ὁ θεῖος Κύριλλος πρός τούς λέγοντας ὡς, εἰ καί ἐκ τοῦ Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλ᾿ οὐ κυρίως οὐδ᾿ ἐξῃρημένως, ἵν᾿ ἐντεῦθεν ὁμοούσιον νοῆται τό ἐξ οὗ, γέγραπται γάρ ὅτι καί τά πάντα ἐκ Θεοῦ «μένει», φησί, «τῷ ἁγίῳ Πνεύματι κυρίως τό ἐξ οὗ, διά τό ἐκ Θεοῦ Πατρός πρός τό εἶναι τά οὐκ ὄντα δραμεῖν, δι᾿ Υἱοῦ δέ» - δεῖξον οὖν, ἵνα πάλιν εἴπω, τό θεῖον Πνεῦμα ἐκ μή ὄντων, καί τότε καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τήν ὑπόσταστιν αὐτῷ παράσχου, ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν παρ᾿ ἀμφοτέρων.
Ἐξ ἀμφοτέρων οὖν ὑπάρχον τό Πνεῦμα οὐκ ἔστι μή ἕν τῶν πάντων εἶναι ἤ τό τάχα μετριώτερον δοκοῦν, μή καί ἀμφοτέρους τό ἕν αἰτίους ἔχειν καί ἀρχήν ἑκάτερον.
Ὡς γάρ ἐξ ἀμφοτέρων τῆς κτίσεως ἁπάσης προηγμένης ἑκάτερός ἐστιν ἀρχή τῶν ὅλων, οὕτως ἐξ ἀμφοτέρων τοῦ Πνεύματος ἐκπορευομένου, κατά τούς λατινικῶς φρονοῦντας, ἑκάτερος ἔσται τοῦ πνεύματος ἀρχή, καί δύο κἀντεῦθεν ἔσονται ἀρχαί τῆς μιᾶς θεότητος.
Εἰ γάρ συντελεῖ τι, μάτην εἴληπται καί ὡς ἐκ γεωμετρικοῦ πορίσματος μάταιοι ὄντως ἀνεφάνησαν οἱ λατῖνοι θεολόγοι·
οὐ γάρ ταῦτ᾿ ἔχουσι λέγειν.
Ὡς, καθάπερ ἐπί τῶν δημιουργημάτων ἑκατέρου ὑπάρχοντος ἀρχῆς, μία οὐδέν ἧττόν ἐστιν ἀρχή, οὕτω δή κἀνταῦθα μία ἔσται, κἄν ἐξ ἀμφοτέρων λέγηται.
Ἐκεῖ μέν γάρ, καθάπερ ἔφημεν, φυσική ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑποστατική, διά τοῦτο ἡ δημιουργική δύναμις μία καί ἀμφοῖν·
ἐνταῦθα δέ οὐχί τό γόνιμον ἀμφοῖν.

Ἠκούσαμεν γάρ μικρόν ἀνωτέρω τοῦ τῆς θεολογίας ἐπωνύμου, τόν μέν Πατέρα πηγήν καί ἀρχήν εἰπόντος ἀϊδίου φωτός, τόν δέ Υἱόν ἄναρχον μέν οὐδαμῶς ἀρχήν δέ τῶν ὅλων.
Διό καί «μόνη πηγή τῆς ὑπερουσίου θεότητος ὁ Πατήρ», ὁ μέγας εἶπε Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης·
καί αὖθις «ἔστι πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὁ δέ Υἱός καί τό Πνεῦμα τῆς θεογόνου θεότητος, εἰ οὕτω χρή φάναι, βλαστοί θεόφυτοι καί οἷον ἄνθη καί ὑπερούσια φῶτα»·
καί πάλιν·
«διακεκριμένα δέ ἐστι τό Πατρός ὑπερούσιον ὄνομα καί χρῆμα καί Υἱοῦ καί Πνεύματος, οὐδεμιᾶς ἐν τούτοις ἀντιστροφῆς ἤ ὅλως κοινότητος ἐπεισαγομένης».
Κἀν τῷ Περί μυστικῆς θεολογίας τρίτῳ, «ἐκ τοῦ ἀΰλου», φησί, «καί ἀμεροῦς ἀγαθοῦ τά ἐγκάρδια τῆς ἀγαθότητος ἐξέφυ φῶτα, καί τῆς ἐν αὐτῷ καί ἐν ἑαυτοῖς καί ἐν ἀλλήλοις συναϊδίου τῇ ἀναβλαστήσει μονῆς ἀπομεμένηκε ἀνεκφοίτητα»·
καί αὖθις·
«τά τῆς ὑπερουσίου θεογονίας οὐκ ἀντιστρέφει πρός ἄλληλα».

Εἰ τοίνυν εἴποις προβολέα τόν Υἱόν ὁ Πατήρ οὐδέποτ᾿ ἄν εἴη προβολεύς·
κοινωνήσει γάρ κατά τό θεογόνον τῷ Υἱῷ·
ἀλλά τοῦτ᾿ ἀπείρηται.
Εἰ δέ τόν Πατέρα φαίης, ὥσπερ οὖν ἐστιν, ὁ Υἱός οὐκ ἄν εἴη προβολεύς, οὐκ ἄρα ἐξ αὐτοῦ τό Πνεῦμα·
μόνος γάρ θεότης θεογόνος ὁ μόνος γεννήτωρ καί προβολεύς·
κατά ταῦτα γάρ καί θεογόνος.
Ταύτην δή τήν κοινωνίαν καί ὁ μέγας Βασίλειος ἀπαγορεύων πρός τόν ἑαυτοῦ γράφων ἀδελφόν, «τό Πνεῦμα», φησί, «τό ἅγιον τοῦ Υἱοῦ μέν ἤρτηται, ᾧ ἀδιαστάτως συγκαταλαμβάνεται·
τῆς δέ τοῦ Πατρός αἰτίας ἐξημμένον ἔχει τό εἶναι, ὅθεν καί ἐκπορεύεται, τοῦτο γνωριστικόν τῆς κατά τήν ὑπόστασιν ἰδιότητος σημεῖον ἔχον, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι.
Ὁ δέ Υἱός τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον Πνεῦμα δι᾿ ἑαυτόῦ καί μεθ᾿ ἑαυτοῦ γνωρίζων, μόνος μονογενῶς ἐκ τοῦ ἀγεννήτου φωτός ἐκλάμψας, οὐδεμίαν κατά τό ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων τήν κοινωνίαν ἔχει πρός τόν Πατέρα ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον».

Ὁρᾷς ὅπως ἔχει πρός τε τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί τίνα Υἱοῦ καί Πνεύματος τά γνωρίσματα; «Γνωρίζει τοίνυν ἡμῖν», φησί, «καί φανεροῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δι᾿ ἑαυτοῦ καί μεθ᾿ ἑαυτοῦ ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενής Υἱός, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἐκπορεύει, ἵνα μή κοινωνίαν ἔχῃ κατά τό ἰδιάζον τῷ Πατρί.
Τῆς γάρ τοῦ Πατρός, φησίν, αἰτίας ἐξημμένον ἔχει τό εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἥτις ἰδιότης μόνου τοῦ Πατρός ἐστι·
«Πάντα γάρ», φησίν ὁ θεολόγος, «ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ ἐστιν, ἄνευ τῆς αἰτίας».
Τίς οὖν ἐκ τοῦ παντός αἰῶνος τῶν ἐνθέων θεολόγων τά ἴδια ἑκάστου τῶν τριῶν τῆς μιᾶς θεότητος προσώπων τοῖς δυσίν ἤκουσται προσνείμας, ἀλλά μή ἀσύγχυτα φυλάξας; Ὅτι δέ τοῦ Πατρός ἴδιον τό ἐκπορεύειν δῆλον·
Τῆς γάρ αὐτοῦ, φησίν, αἰτίας ἐξῆπται τό Πνεῦμα, ὅθεν καί ἐκπορεύεται, παρ᾿ οὗ καί ὑφέστηκεν·
εἰ καί μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεται.

Ἐπεί δέ τά κοινά ἐπί τῆς ἀνωτάτω καί προσκυνητῆς Τριάδος ἐπίστης ἔνεστιν, οἷς ἐστι κοινά, τό δέ ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι κατά τούς Λατίνους οὐκ ἐπίσης πρόσεστι τῷ Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, - ὁ μέν γάρ προσεχῶς ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται καί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, τό δέ ἐμμέσως καί οὐ προσεχῶς ἐκπορεύεται καί οὐκ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὥς γε αὐτοί φρονοῦσιν – εἰ οὖν κατ᾿ αὐτούς οὐκ ἐπίσης πρόσεστιν, οὐδέ κοινόν Υἱῷ καί Πνεύματι τό εἶναι ἐκ Πατρός·
εἰ δέ μή κοινόν τοῦτ᾿ἔστιν αὐτοῖς, οὐδ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός ὅλως οὐδέτερον αὐτῶν.
Θάτερον γάρ ὁποιονοῦν ἐκ τοῦ Πατρός ὑπάρχον, θάτερον ἐκβάλλεται μή κοινωνοῦν, καί δι᾿ ἀλλήλων ἀμφότερα.
Οὕτως οὐδέν ἄν διαφύγοις τῶν ἀτόπων ὁ λατινικῶς φρονῶν, ὥσπερ οὐδ᾿ οἱ ἐκ τοῦ Πνεύματος εἰπόντες τόν Υἱόν, ἀλλ᾿ οἷς ἄν ἐπιχειρήσῃς διαφεύγειν, τοῖς αὐτοῖς ἐπιχειρήμασι κἀκεῖνοι χρήσονται καί σοι δι᾿ ἑαυτῶν ἄφυκτον ἀποδείξουσι τόν τῶν ἀτόπων ἑσμόν.


Εἰ γάρ ὅτι μετά τόν Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα ὑπαριθμούμενον ἐρεῖς, ὅ σοι δοκεῖ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀσφαλέστερον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην οὐχ ἧττον τῶν ἄλλων σφαλερόν, κἀκεῖνοί σοι τόν Υἱόν δείξουσιν, ἔστιν οὐ λεγόμενον μετά τό Πνεῦμα, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ἀμφοτέροις δέ ἡμεῖς μετά τῆς ἀληθείας ἀντεροῦμεν λέγοντες, οὐκ ἐν τῇ τάξει τῶν ὀνομάτων, ὦ οὗτοι, κεῖνται τά πράγματα.

Εἰ γάρ τοῦτο, τί κωλύει κατά τόν αὐτόν λόγον τῆς συναριθμήσεώς τε καί προαριθμήσεως ἐπαλαττομένης παρά τῇ θείᾳ Γραφῇ, ποτέ μέν γεννᾶν τε καί προβάλλειν, ποτέ δέ τά αὐτά γεννᾶσθαί τε καί προβάλλεσθαι; Οὐδέ γάρ προκαταρκτικόν , οὐδέ πρῶτον αἴτιον ἐπί τοῦ Πνεύματος, ὡς ὑμεῖς, τόν Πατέρα λέγομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, εἰ καί διά τό δημιουργικόν αἴτιον ταῦτα καλεῖται ὁ Πατήρ.
Κἀκεῖθεν οὕτω κεκλημένος, ἔσθ᾿ ὅτε παρά τῶν θεολόγων οὕτως ὀνομάζεται καί περί τῶν ἀκτίστων τόν λόγον ποιουμένων, ὥσπερ καί Πατήρ διά τόν Υἱόν καλεῖται.
Ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί περί τῶν κάτω ποιούμενοι τούς λόγους, οὕτω τοῦτον ὀνομάζομεν·
οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵν᾿ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ᾿ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων.

Ὁ γάρ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐξηγούμενος τό παρά τοῦ Ἀβραάμ πρός τόν οἰκεῖον οἰκέτην εἰρημένον, «θές τήν χεῖρά σου ὑπό τόν μηρόν μου», κατά τήν ὁμιλίαν προϊών φησι·
«κηρυττέσθω Πνεῦμα ἅγιον·
ὑψούσθω ὁ μονογενής·
δοξαζέσθω ὁ Πατήρ.
Μηδείς ἀνατετράφθαι τήν ἀξίαν νομιζέτω, εἰ Πνεύματος πρῶτον μνημονεύομεν, εἶτα Υἱοῦ, εἶτα Πατρός·
ἤ Υἱοῦ πρῶτον, εἶτα Πατρός.
Οὐ γάρ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπέρ τάξιν ὤν.
Οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος».

Ὑπέρ τάξιν οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό τάξιν ὁ Θεός.
Εἰ δ᾿ ἔστι καί τάξις ἐπί τοῦ Θεοῦ διά τό τρισυπόστατον τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διά τό ὑπέρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι.
Τήν μέν γάρ κατά τήν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρά τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καί ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα.
Τήν δ᾿ ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καί μάλιστα τοῖς δυσί προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν.
Διό Γρηγορίων ὁ θεολογικώτατος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Εἰρηνικῶν φησιν, «οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς ὅπως μέν ἔχει ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον».

Ἀλλ᾿, ὁ μέγας, φασί, Βασίλειος, ὡς κεκαθαρμένος ἐξ ἀποκαλύψεως, τοῦτο μαθών εἶπεν ἐν τοῖς Κατ᾿ Εὐνομίου.
Συγχωρεῖν δέ καί Γρηγόριον τόν θεολόγον εἰδέναι ταύτην, οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις.
Ἀλλ᾿ εἰ τοῦτο, πῶς τοῦ Εὐνομίου μαθεῖν εἰπόντος ἐκ τῶν ἁγίων τρίτον τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, δυσχεράνας οὔμενουν ἠρέμα τούτῳ καί λίαν ἐπαχθῶς ἐνεγκών ὁ θεῖος Βασίλειος, «παρά τῶν ἁγίων», φησίν, εἶπε μεμαθηκέναι·
τίνες δέ οἱ ἅγιοι καί ἐν ποίοις αὐτῶν λόγοις τήν διδασκαλίαν πεποίηνται εἰπεῖν οὐκ ἔχει»; Δῆλον ὡς οὐκ ὄντων τῶν εἰπόντων ἁγίων.

Εἶτα, ἐπειδήπερ ἐκεῖνος ἐκ τοῦ τρίτου εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον τρίτον εἶναι καί τῇ φύσει συνήγαγε, καίτοι μηδέ παρά τοῦτο συναγόμενον, ἐνδούς ὁ μέγας  καί καθ᾿ ὑπόθεσιν παραδεξάμενος, «εἰ καί τρίτον εἶναι», φησί, «τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ τῆς εὐσεβείας ἴσως παραδίδωσι λόγος, ἵνα καί ὅλως συγχωρήσωμεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀνάγκη παρά τοῦτο τρίτον εἶναι αὐτό καί τῇ φύσει».
Ὡς οὖν καθ᾿ ὑπόθεσιν παραδεξάμενος, ἀλλ᾿ οὐ τοῦτο δογματίζων αὐτός, ἀμφισβητικῶς ἔχοντα τόν λόγον προήγαγεν.

Ὅ δέ φησιν ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Πρός αὐτόν Εὐνόμιον, ὡς «ἔστι τάξεως εἶδος οὐ κατά τήν ἡμετέραν θέσιν, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς κατά φύσιν αὐτοῖς ἐνυπαρχούσης ἀκολουθίας», οὐ περί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος ἀλλά καί περί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ποιούμενος τήν διάλεξίν φησιν, ἐν οἷς ἐγνωσμένον τε καί ἀνωμολογημένον ἅπασιν αἰτιατόν μέν εἶναι τόν Υἰόν, τόν δέ Πατέρα αἴτιον καί τοῦ αἰτιατοῦ προεπινοούμενον ἐξ ἀνάγκης, εἰ καί μή κατά χρόνον, ὡς αὐτός ἐκεῖ φησι.
Ταῦτ᾿ ἄρα καί χωρίς ἐνδοιασμῶν τε καί ἀμφισβητήσεων, τόν μέν Πατέρα προτετάχθαι τοῦ Υἱοῦ φησι, τόν δέ Υἱόν δευτερεύειν τοῦ Πατρός, γράφων·
«ἡμεῖς δέ, κατά μέν τήν τῶν αἰτίων πρός τά ἐξ αὐτῶν σχέσιν, προτετάχθαι τοῦ Υἱοῦ τόν Πατέρα φαμέν, κατά δέ τήν τῆς φύσεως διαφοράν οὐκέτι, οὐδέ κατά τήν τῶν χρόνου ὑπεροχήν».
Ἐν δέ τῷ τρίτῳ πάλιν, «τάξει μέν», φησί, «δεύτερος τοῦ Πατρός, ὅτι ἀπ᾿ ἐκείνου, καί ἀξιώματι, φύσει δέ οὐκέτι δεύτερος».

Οὕτως οἶδεν ὁμολογουμένως ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τόν Υἱόν, ἀλλ᾿ οὐχί καί τό Πνεῦμα ἐξ Υἱοῦ.
Εἰ γάρ τοῦτ᾿ ἐγίνωσκεν, οὐκ ἄν ὅλως ἠμφισβήτει, οὐδ᾿ ἄν ἀπηγόρευε τρίτον εἶναι τῇ τάξει ἀπό τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
ἀλλ᾿ οὐδέ κατά τοῦ Εὐνομίου καί τοῦτ᾿ εἰπόντος λίαν ἐδυσχέραινε.
Πρός δέ τούτοις καί τό δευτερεύειν τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα σύν ἀμφιβολίᾳ πολλῇ καί καθ᾿ ὑπόθεσιν, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς αὐτός δοξάζων παραδεξάμενος, δείκνυται μηδ᾿ αὐτός εἰδέναι, ὅπως ἔχουσι πρός ἄλληλα ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα σχέσεώς τε καί τάξεως.

Ὅτι μέν γάρ ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι᾿ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα, καί ὅτι τούτων ἕκαστον τάξεώς τε καί σχέσεως εἶδος, καί ὡς ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἅμα, εἰ καί οὐχ ὡσαύτως, καί ὅτι ὁμότιμα ἐξ ὁμοτίμου, καί ὅτι τό ἐκπορεύειν ἰδιότης ὄν τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως οὐκ ἔστιν εἶναι τοῦ Υἱοῦ, καί ὡς ὁ λέγων καί τόν Υἱόν τό ἐκπορεύειν ἔχειν σύγχυσιν ποιεῖ τῶν θείων ὑποστάσεων, δυσσεβῶς ἀθετῶν τήν ἀνωμολογημένην τάξιν ἐπί τοῦ Θεοῦ - «δεῖ γάρ», φησί καί Γρηγόριος ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, «τάς ἰδιότητας μένειν Πατρί καί Υἱῷ, ἵνα μή σύγχυσις ᾖ παρά θεότητι τῇ καί τά ἄλλα εἰς τάξιν ἀγούσῃ» - ταύτην μέν οὖν τήν ἀνωμολογημένην τάξιν ἐπί τοῦ Θεοῦ καί ἡμεῖς ἴσμεν·
τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν  τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὔθ᾿ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς Ἐκκλησίας.

Λατῖνοι δέ, ὤ τῆς ἀνοίας ὁμοῦ καί ἀπονοίας, τήν μέν εὐσεβῆ καί ἀνωμολογημένην ἐκείνην ἐπί τοῦ Θεοῦ τάξιν ἀθετοῦσιν, ἅ δέ Βασίλειος ὁ μέγας καί Γρηγόριος ὁ θεολόγος ὑπέρ τήν οἰκείαν γνῶσιν ὁμολογοῦσιν εἶναι ὡς ἀπόρρητα ὄντα καί ὑπέρ ἡμᾶς, αὐτοί καταλαβεῖν αὐχοῦσι καί περί τήν ἄφραστόν τε καί ἀπερινόητον ἐκπόρευσιν τοῦ Πνεύματος καινοφωνοῦσι, βλασφημοῦσι δέ εἰπεῖν οἰκειότερον, ἔμμεσόν τε καί ἄμεσον αὐτήν λέγοντες καί  προσεχῆ καί πόρρω, δι᾿ ὧν κινδυνεύουσι καί εἰς κτίσμα κατασπᾶν τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Διό οὐκ ἀναγκαίως οὐδ᾿ ἀεί μετά τόν Υἱόν παρά τῆς θεοπνεύστου τίθεται Γραφῆς τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

Τοῦτο γάρ Λατίνοις συμβαίνει, τοῖς ἐκ τῶν δύο, πρώτου αἰτίου καί δευτέρου, λέγουσι τό ἕν καί μή κατά πάντα στέργουσι τήν θεόπνευστον Γραφήν, ἀλλά κατ᾿ ἐξουσίαν ἅττα βούλονται προστιθεῖσί τε καί ἀφαιροῦσιν·
ἡμῖν δέ τοῖς ἐκ τοῦ ἑνός εὐσεβοφρόνως σέβουσι καί εἰς ἕν ἀναφέρουσι τά δύο, ἥκιστα.

Ἵνα δέ σοι καί λόγον δῶμεν, μᾶλλον δέ καταξιώσωμεν διδάξαι·
τίνος ἕνεκεν ὡς ἐπί πλεῖστον ὁ μέν Υἱός μετά τόν Πατέρα, τό δέ Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν ἡμῖν ὑμνεῖται, καί μυεῖσθαι παραδέδοται; Ὁ Θεός καί Πατήρ, ἡ πάντων ἀρχή, Υἱοῦ Πατήρ ἐστι μονογενοῦς, ὅς καί πρίν ἤ προστεθῆναι τῷ Πατρί συννοεῖται πάραυτα.
Πῶς οὖν ἀφέντες τόν καί πρίν ἤ λεχθῆναι προσεχέστατα τῷ Πατρί νοούμενον, εὐθύς ἄν τό Πνεῦμα μετά τόν Πατέρα θείημεν; Διά τοῦτο μετά τόν τοῦ Πατρός Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα·
μή δυναμένων γάρ ἡμῶν ἄμφω προφέρειν διά γλώττης ἅμα, ὥσπερ ἄρα καί ἐκ τοῦ Πατρός προῆλθον, εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συννημένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα·
τό γάρ "Πατήρ" ὄνομα εὐθύς συνεισάγεται τῇ διανοίᾳ τόν Υἱόν·
προϊόντες δ᾿ αὖθις καί μετά τό Πνεῦμα προσεχῶς εὐθύς τιθέντες τόν Υἱόν, Πατέρα τό Πνεῦμα ποιήσομεν νοεῖσθαι.
Ὁ γάρ Υἱός, Πατρός Υἱός καί συνεισάγει τῇ διανοίᾳ τόν Πατέρα καί μάλιστα τόν πρό αὐτοῦ λεγόμενον·
ὁ δέ Υἱός προσεχῶς τῷ Πατρί τιθέμενος καί τό μονογενές ἑαυτῷ φυλάττει καί τό ἐκπορευτῶς ἐκ Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα κωλύει.
Ὅ καί ὁ Νυσσαέων Γρηγόριός φησιν, οὗτινος οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τό ὕψος τῆς διανοίας μή χωρήσαντες, πόρρω μέν τοῦ Πατρός, ὤ τῆς ἀσεβείας, δοξάζουσι τό Πνεῦμα, προσεχές δέ τοῦ Υἱοῦ.
Ἀλλ᾿ οὐχ ὅτι ὁ Πατήρ τε καί Υἱός ἄλληλα εἰσάγουσι τῇ διανοίᾳ κατά τοῦτο ὄντα προσεχῆ, διά τοῦτο πόρρω τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός καί οὐκ ἀμέσως ἐξ αὐτοῦ.
Ἀλλά περί μέν τούτων, ὕστερον.

Νῦν δ᾿ ἵνα καί δευτέραν αἰτίαν ἀποδῶμεν, ἥτις καί αὕτη, ἵνα διά πάντων συνετίσωμέν σε, διά τήν προειρημένην γέγονε·
πρῶτον ἡμῶν τό γένος Θεόν ἔγνω τόν Πατέρα καί Πατέρα τόν Θεόν, τῆς αὐτοῦ θέοτητος φανερωθείσης τε καί πιστευθείσης ἀμυδρῶς, ὥς γε συνήνεγκεν ἡμῖν.
Εἰ γάρ ἐπίσης ὤν Πατήρ καί προβολεύς, τόθ᾿ ἡμῖν οὐ Πατήρ ἀλλά προβολεύς ἤ ἐκπορεύων ἐκηρύττετο, πῶς ἄν παραδεξάμεθα, μή δυνάμενοί πω χωρῆσαι διά τό νηπιῶδες ἔτι, τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ἐμφύτου πλούτου τῆς θεότητος; Τό δέ "πατήρ" ὄνομα καί πρός ἡμῶν ἐστι καί οἷον κοινόν ἔχομεν αὐτό ταῖς ἐξ αὐτοῦ ὁμοουσίοις μέν αὐτῷ ἡμῖν δέ δεσποτικαῖς ἐκείναις ὑποστάσεσιν.
Εἰ κἀκεῖνοι μέν φύσει καί ὑπέρ ἡμᾶς ἔχουσιν αὐτό, ἡμῶν δ᾿ ὑπό φιλανθρωπίας καλεῖσθαι κατηξίωσε – διό καί Ἰουδαῖοι ἔλεγον, «ἡμεῖς Πατέρα ἔχομεν τόν Θεόν – σοφῶς οὖν ἄγαν καί οἷον ὑποκλέπτων τήν διάνοιαν ἡμῶν, μᾶλλον δέ ἡμᾶς ἀπό τῆς τοῦ πονηροῦ δουλείας καί ψευδοδοξίας καί ψευδολατρίας ἐπί τήν οἰκείαν δεσποτείαν πρός θεογνωσίαν ὑφαιρούμενος καί τήν τοῦ μονογενοῦς ὑπεμφαίνων συνεισέφερε θεότητα, Πατήρ κηρυττόμενος αὐτός.
Μετ᾿ αὐτόν ὁ Υἱός πεφανέρωται τῷ κόσμῳ, διά σαρκός ἡμῖν ὀφθείς καί συναναστραφείς·
ὅς σύν ἑαυτῷ καί τό Πνεῦμα ὑπεδείκνυ, λόγοις τε καί ἔργοις διά πάντων πιστούμενος, συνημμένον φύσει καί ὁμότιμον ἑαυτῷ καί τῷ Πατρί.
Μετά τόν Υἱόν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐπεδήμησε τῷ κόσμῳ, παρά μέν τοῦ Υἱοῦ πεμπόμενον, ὡς οὖν ἀντίθεον οὐδέ ἀντίχριστον, καί πεμπόμενον οὐχ ἁπλῶς καί ἀπολύτως, ἀλλά χρονικῶς καί πρός τινας καί δι᾿ αἰτίαν·
παρά δέ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον οὐ δι᾿ αἰτίαν ὅλως, οὐδέ χρονικῶς ἤ πρός τινας, ἀλλ᾿ ἁπλῶς καί ἀπολύτως πάντῃ, ὡς ὁμόθεον καί ὁμοούσιον καί τῆς αὐτῆς οὐχ ἧττον ἐξημμένον τῷ Υἱῷ αἰτίας καί ἀρχῆς, παρ᾿ ἑαυτοῦ δέ ἐρχόμενον ὡς κύριον καί αὐτεξούσιον.

Ἐπεγένετο δέ καί τρίτη τις αἰτία τοῖς θεολόγοις, δι᾿ ἥν μετά τόν Υἱόν καί ἐκ τῶν τοῦ Υἱοῦ παριστᾶσιν ὡς ἐπί πλεῖστον τό συναφές καί τέλειον καί ὁμοούσιον Πατρί τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος·
ὅτι μετά τό κατευνασθῆναι καί μετασκευασθῆναι τήν πλειόντων κατά τοῦ Υἱοῦ μανίαν, πολυειδῶς ἀποδειχθείσης καί ἀναφανείσης καί στηριχθείσης ἀσφαλέστατα τῆς τούτου πρός τόν Πατέρα συμφυΐας καί ὁμοτιμίας ὁ κατά τοῦ θείου Πνεύματος ἐμφανέστερον ἀνερριπίσθη πόλεμος.
Ταῦτ᾿ ἄρα καί τοῖς θεολόγοις ὁ λόγος ἅπας, οὐ περί τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ἀλλά περί τήν πρός τόν Υἱόν ὁμοουσιότητος τοῦ Πνεύματος, εἰ καί Λατῖνοι βιάζονται τάς ρήσεις, μεθέλκοντες αὐτῶν τήν διάνοιαν εἰς τήν οἰκείαν κακόνοιαν.

Ἀλλά γάρ οὕτως ἡμῖν ὁ ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν εἷς Θεός ἐκπεφασμένος, οὕτω καί δοξάζεται·
καί οὕτω μιᾶς εἰκόνος οὔσης καί μορφῆς ἐπί τῆς μόνης ἀνειδέου καί προσκυνητῆς Τριάδος – «ἡ γάρ Τριάς συνάπτεται μέν ἀδιαστάτως, σύνεστι δέ ἀϊδίως, εἰκόνα δέ προφαίνει μίαν καί τήν αὐτήν», Ἀθανάσιος ὁ μέγας λέγει – μιᾶς οὖν οὕτως εἰκόνος οὔσης ἐπί τῆς σεπτῆς Τριάδος, τόν μέν Υἱόν τοῦ Πατρός μορφήν τε καί εἰκόνα λέγομεν, τό δέ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ.
Οὕτω γάρ ἡμῖν ὡς εὐδόκησεν ἑαυτήν ἐγνώρισε καί οὕτως ἔχειν πρός τόν Υἱόν τό Πνεῦμα λέγομεν, ὡς αὐτός πρός τόν Πατέρα·
ὁμοίως γάρ ἀμφότερα ἔχουσι πρός τόν Πατέρα, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ὡς ἀνωτέρω διά πλειόνων ἀποδέδεικται.
Προσεχῶς δέ τῷ Πατρί ὁ Υἱός ἔγνωσται ἡμῖν καί διά τοῦ προσεχῶς τούτου ἐγνωσμένου τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐφανερώθη, κηρυχθέν τε καί πεμφθέν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, ὡς καί οὗτος πρῴην ἦλθεν ἐν τῷ τοῦ Πατρός ὀνόματι.
Καί πάντα λέγομεν ἔχειν ἔχειν τόν Υἱόν τά τοῦ Πατρός ἄνευ τῆς ἄνευ τῆς αἰτίας, πάντα δέ τά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς υἱότητος.
Πάντα γάρ τοῦ Πατρός ὁμοίως ἔχει ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς αἰτίας, συμπεριβαλλούσης ἄμφω τάς ὑπαρκτικάς καθ᾿ ὑπόστασιν διαφοράς.
Διό καί πρό τοῦ Υἱοῦ ἔστιν οὗ τίθεμεν τό Πνεῦμα, εἰ καί ὡς ἐπ᾿ ἔλαττον, ὡς δέ ἐπί πλεῖστον μετά τόν Υἱόν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν, συνεχῆ καί ἀδιάλειπτον τήν μνήνην φέροντες, συντομωτάτην διά πάντων ἀποδιδῶμεν τήν εὐχριστίαν.

Εὐνόμιος δέ καί μετ᾿ αὐτόν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μή συνετῶς ἀκηκοότες τῆς πρός τόν Θεόν τοιαύτης εὐχαριστίας τῶν Πατέρων καί τῆς ἐν ταῖς πρός τούς ἑτεροδόξους ἀντιρρήσεσιν οἰκονομίας μή δυνηθέντες συνιδεῖν, συνήγαγον κακῶς ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μηδέ τοῦτο συνιδόντες, ὡς εἴγε  τοῦτο ἦν καί διά τοῦτο «ἡ φυσική τάξις τοῦ τε Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Υἱόν ἐδείκνυτο, οὐκ ἄν, ἐπαλλαττομένης ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ τῆς συνεκφωνήσεως τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων, ἔστιν οὗ μετά τό Πνεῦμα ὁ Υἱός ἐτίθετο, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθάπερ καί ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ φησί Γρηγόριος, ὅτι «τά αὐτά καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως»·
ἐν δέ τῇ παρουσίᾳ τῶν ἀπ᾿ Αἰγύπτου ἐπισκόπων καί ἡμᾶς οὕτω παραινεῖ θεολογεῖν, «μετά Παύλου», λέγων, «θεολόγησον, τοῦ πρός τρίτον οὐρανόν ἀναχθέντος, ποτέ μέν συναριθμοῦντος τάς τρεῖς ὑποστάσεις, καί τοῦτο ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι, προαριθμοῦντος, ἐναριθμοῦντος, ὑπαριθμοῦντος τό αὐτό».

Ἀλλ᾿ οὐδέ τό "δι᾿ οὗ" μόνῳ τῷ Υἱῷ παρά τῆς θείας ἀπονενέμηται Γραφῆς·
ὁ γάρ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς φησι, «Χριστοῦ τό Πνεῦμα, ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου διά Πνεύματος ἡμῖν ἐνοικιζομένου».
Τούτων οὖν Εὐνόμιός τε καί τό τῶν Λατίνων γένος, μηδένα ποιησάμενοι λόγον, τρίτον εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐδογμάτισαν, οὐ τῇ κατά τήν ὁμολογίαν τάξει ἀλλά τῇ φυσικῇ, κακῶς.
Ὅ γε μήν Εὐνόμιος ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός εἶναι καί τῇ φύσει, ὡς ἀμφοτέρων κατ᾿ αὐτήν διαφέρον, προσεδογμάτισεν, οἱ δέ Λατῖνοι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατασκευάζουσιν.

Ἡμεῖς δέ σύν τοῖς ἱεροῖς πατράσιν ὡς ἐπί τό πλεῖστον τό Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν τιθέαμεν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων καί θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν συντομωτάτην ἀποδιδῶμεν διά πάντων τήν δοξολογίαν καί τήν εὐχαριστίαν καί τήν ἀνάμνησιν·
οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ - καί γάρ ὁμότιμα – οὐδέ τήν δυάδα ποιοῦντες τοῦ ἑνός ἀρχήν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέροντες τό ἕν, ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν·
καί ὅτι μία ἀρχή, ὁ Πατήρ, ὡς καί ὁ θαυματουργός Γρηγόριος λέγει, κατά τοῦτο τοίνυν εἷς Θεός·
καί ὅτι  μία φύσις τοῖς τρισίν, αὐτά γάρ τά δύο καί τά τρία καί τό ἐξ αὐτοῦ καί τό ἀναφέρεσθαι εἰς αὐτόν οὐ τήν φύσιν διαιρεῖ, ἀλλά περί αὐτήν διαιρεῖται, οὐδέ γοῦν ἐξ αὐτῆς ἐστι κυρίως, εἰ καί μή χωρίς αὐτῆς, οὐδ᾿ εἰς αὐτήν ἀναφέρεται, εἰ καί μή ἄνευ ταύτης·
τό γάρ ἕν, πῶς ἄν αὐτό ἑαυτό γεννήσαι τε καί προβάλοιτο καί εἰς ἑαυτό ἀναφέροιτο; Οὐδ᾿ ἀρχή τοίνυν καί τά ἐξ αὐτῆς, οὐδέ αἴτιον καί αἰτιατόν αὐτό ἑαυτοῦ τό ἕν.
Εἰ τοίνυν ταῦθ᾿ ἅπαντα, κατά ταῦτα κυρίως καθ᾿ ἅ καί μερίζεται, ταῦτα δ᾿ ἐστίν αἱ τρεῖς ὑποστάσεις, εἶτ᾿ οὖν τά τρία πρόσωπα τῆς μιᾶς τῇ φύσει θεότητος, ὅταν οἱ Λατῖνοι λέγωσιν ἐξ ἀμφοτέρων τό ἕν, τῶν προσώπων δηλαδή φασι·
κατά τοῦτο γάρ καί ἀμφότερα, τό γάρ ἕν οὐκ ἄν ρηθείη ποτέ ἀμφότερα.

Ἐπεί τοίνυν κατά ταῦτα λέγουσιν ἐκ τῶν δύο τό ἕν, καθ᾿ ἅ καί ἡ ἀρχή καί τό αἴτιον καί νοεῖται καί λέγεται, ἐκ δύο ἀρχῶν λέγουσι τό ἕν καί δύο ἀρχάς καί δύο αἴτια καί πολυθεΐαν εἰσάγουσιν.
Οὐ γάρ μόνον ὅτι μία φύσις εἷς Θεός, ἀλλ᾿ ὅτι καί ἕν πρόσωπον τήν ἀναφοράν ἔχει τά ἐξ αὐτοῦ, καί εἰς ἕν αἴτιον καί μίαν ἀρχήν τά ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρεται·
οὐ τά δύο μόνον ἄμφω, ἀλλά καί ἑκάτερον αὐτῶν χωρίς.
Και διά τοῦτο μία τῆς θεότητος ἀρχή καί εἷς Θεός ἐστι καί κατά ταύτην τήν ἀναφοράν·
ὅτι καί ἑκάτερον ἀναφέρεται εἰς ἕν ἀμέσως.
Εἰ γάρ μή ἀμέσως καί τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, τό ἐμμέσως τοῦτο δύο ἐξ ἀνάγκης τά αἴτια ποιεῖ τοῦ Πνεύματος, τό τε μέσον καί τό ἄκρον, καί οὐκ ἔνι διά τήν οὕτως ἔχουσαν ἀναφοράν ἕνα Θεόν τά τρία εἶναι·
μᾶλλον δέ οὐδέ Θεόν εἶναι τό διά μέσης θεότητος ἐκ τοῦ Πατρός·
ἐπί γάρ τά κτίσματα ἦλθεν ὁ Πατήρ διά μέσης θεότητος κατά τούς θεολόγους.

Οὐ γάρ ὡς Πατήρ ταῦτ᾿ ἔκτισεν, ἀλλ᾿ ὡς Θεός.
Ὁ δέ Υἱός εἷς Θεός μετά Πατρός·
καί τοῦτο ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός Θεοῦ κτίσματα καί μία ἡ ἀρχή τῶν κτισμάτων, ὁ Θεός.
Γεννᾷ δέ ὁ Θεός καί ἐκπορεύει ὡς Πατήρ τῶν αὐτῷ συναϊδίων φώτων.
Εἰ γοῦν ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός ἐστι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, οὐχ ὡς ἐξ ἑνός ἔσται Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἑνός ὄντος Πατρός, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.
Καί ταύτης τῆς συγχύσεως τίς ἄν ἀτοπωτέρα γένοιτο; Διό καί ταύτην οἱ Λατῖνοι φεύγοντες ὡς ἐξ ἑνός φασι Θεοῦ·
ὅ χώραν οὐδαμόθεν ἔχει, καθάπερ ἀναπέφηνε·
καί ταῦθ᾿ ὅτι καί τό Πνεῦμα εἷς Θεός ἐστι μετά Πατρός τε καί Υἱοῦ.

Τοιγαροῦν, ἐπειδήπερ πάντῃ τε καί πάντως εἷς ὑπάρχει ὁ Πατήρ, οὐκ ἄμφω ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, ἀλλά καί χωρίς ἑκάτερον μίαν ἀρχήν καί ἕν αἴτιον ἔχει μόνον, τόν Πατέρα.
Καί οὕτω μία τῆς θεότητος ἀρχή, κἄν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες ἐγκαλούμενοι, πῶς δύο λέγουσιν ἐπί τῆς θεότητος ἀρχάς, ἀπολογεῖσθαι οἴωνται μίαν ἀρχήν ἰσχυριζόμενοι δοξάζειν τοῦ Υἱοῦ τε καί τοῦ Πνεύματος·
σοφίζεσθαι γάρ ἡμᾶς βουλόμενοι τοῦτο διαβεβαιοῦνται, ὡς καί τήν ἀρχήν ἔφθημεν εἰπόντες.
Αὐτό γάρ τοῦτό ἐστι τό παρ᾿ ἡμῶν ἐγκαλούμενον αὐτοῖς·
πῶς Υἱοῦ μέν καί τοῦ Πνεύματος μίαν τήν ἀρχήν φασι, τοῦ δέ ἑνός Πνεύματος δύο λέγουσιν ἀρχάς; Ἐκεῖνοι δέ περί τοῦ ἑνός ἐρωτώμενοι, σοφιστικῶς  περί τῶν δύο τήν ἀπόκρισιν ποιοῦνται·
σφῶν αὐτῶν μᾶλλον ἤ τῶν πυνθανομένων κατασοφιζόμενοι.

Πατήρ μέν οὖν καί ἀρχή καί αἴτιον ἐπί Θεοῦ πάντῃ τε καί πάντως ἕν·
προβολεύς γάρ παρ᾿ οὐδενός τῶν ἀποστόλων ἤ τῶν εὐαγγελιστῶν ἐκλήθη, ἀλλά καί ἀντί τούτου ἡ τοῦ Πατρός ἀπέχρησεν αὐτοῖς φωνή.
Ἀρχήν δέ λέγω οὐ τήν καταρχήν, οὐδέ τήν δημιουργικήν, οὐδ᾿ ᾗ τό τῆς δεσποτείας ἐστίν ἐπώνυμον.

Καί τοίνυν ὁ Θεός καί Πατήρ, καθό Πατήρ, ἀρχή καί αἴτιός ἐστι·
καί καθό ἀρχή, Πατήρ τῶν φώτων, δηλαδή Υἱοῦ καί Πνεύματος·
καί καθό αἴτιος, αἴτιος, ἀρχή τε καί Πατήρ.
Εἰ οὖν καί ὁ Υἱός αἴτιός ἐστι τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἀνάγκη ἔσται καί ἀρχή καί Πατήρ ὡς αἴτιος·
ὡς γάρ τοῦ ἀνθρώπου, καθό ἀνθρώπου ἐπιστήμης δεκτικοῦ ὑπάρχοντος, τόν ἐπιστήμης δεκτικόν οὐκ ἔνι μή καί ἄνθρωπον ὑπάρχει, οὕτω καί ἐπί Θεοῦ·
ἐπεί ὁ Πατήρ, καθό Πατήρ, ἀρχή καί αἴτιός ἐστι, τόν αἴτιον ὑπάρχοντα οὐκ ἔνι μή καί ἀρχήν εἶναι καί Πατέρα, καίτοι τοῦ θεολόγου Γρηγορίου γράφοντος, «οὕτως εἶναι Υἱόν κυρίως τόν Υἱόν, ὅτι μή ἔστιν οὗτος καί Πατήρ».

Ὁρᾷς ἀθετουμένην σαφῶς τήν μοναρχίαν καί τό καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνιαῖον τοῦ Πατρός ὑπό τῶν λεγόντων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί μή ἀναγόντων ἑκάτερον τῶν προσώπων εἰς μίαν μόνην, τήν τῆς θεότητος πηγήν; Μία γάρ φύσις καί οἱ πάντες ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ οὐχ εἷς οἱ πάντες ἄνθρωπος.
Καίτοι δι᾿ ἀλλήλων, μᾶλλον δέ διά τῶν πρό ἡμῶν, ἀναχθείημεν ἄν εἰς ἕνα τόν προπάτορα, ἀλλ᾿ εὐθύς πολλά τά αἴτια, καί οὐκ ἐξ ἑνός ἡμεῖς διά τοῦτο καί οὐχ εἷς.
Ἆρ᾿ οὐ φανερῶς καινοτομεῖς ὁ λατινικῶς φρονῶν;

Καί εἰ μή πρό ὑμῶν ἐλλιπές ἦν τό καθ᾿ ἡμᾶς εὐαγγέλιον,  ὅ «ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύη ἐν κόσμῳ, καί «ἡ τοῦ Θεοῦ σωτήριος χάρις» καί ἡ κατ᾿ αὐτήν θεογνωσία, ἡ πᾶσιν ἐκφανεῖσα καί διδάξασα πάντας, εἰ μή «κεκένωται ἡ πίστις», εἰ μή διέφθαρται τά τῆς ὁμολογίας, αἷς καί ἐνήθλησαν καί ἐνήσκησαν «τό τῶν μαρτύρων ἡμῖν περικείμενον νέφος», ὁ τῶν ὁσίων παμπληθής κατάλογος, ὁ τῶν διδασκάλων θεοδίδακτος θίασος, πάντες οἱ ἔργῳ καί λόγῳ καί τοῖς καθ᾿ ἑαυτούς παθήμασι μαρτυρήσαντες τῇ ἀληθείᾳ, ὑπέρ ἧς καί μεχρι θανάτου καλῶς ποιοῦντες ἐνέστησαν, καί οὐχ ὑπέρ αὐτῆς μόνον ἤ καί ἑαυτῶν, ἀλλά καί ὑπέρ τοῦ ἡμετέρου στηριγμοῦ - εἰ μή μόνον ἤ ταῦθ᾿ ἅπαντα καί ἡ τῶν ἀπό Χριστοῦ καλουμένων πίστις ἐλλιπής, διακενῆς ὄντως οὐ προσθήκας ἐξευρίσκεις καί κατά τῆς σεαυτοῦ καινοτομεῖς ψυχῆς.
Εἰ μέν γάρ ἐγίνωσκον καί ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, τίνος ἕνεκεν οὐ παρρησίᾳ διατέλεσαν κηρύττοντες καί διά τῶν ἱερῶν συνόδων πολλῶν καί πολλάκις γενομένων βεβαιώσαντες; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐγνωσμένον ἦν αὐτοῖς; Οὐκοῦν οὐδ᾿ ἦν οὕτω τἀληθές·
πάντα γάρ ἐγνώρισεν αὐτοῖς ὁ δι᾿ ἡμᾶς ἐγνωσμένος καθ᾿ ἡμᾶς.
Καί πάντα κατά τήν ἐπαγγελίαν ἐδίδαξεν αὐτούς τό Πνεῦμα καί διά τοῦτ᾿ ἐδίδαξεν, ἵν᾿ ἡμᾶς οὗτοι διδάξωσιν, ὡς ἐδιδάχθησαν, ὡς καί ἀνωτέρω εἴρηται.
Εἰ γάρ τοῦτο λέγειν τολμήσεις, ὡς οὐκ ἔγνωσαν οἱ πρό ἡμῶν θεολόγοι τἀληθές, ὡς καί τοῦτο μηδέν ἧττον βλάσφημον ἀποπεμψόμεθα.

Τίς γάρ εἰ ὁ τοῦτο γρύξαι τολμῶν; Ποία δ᾿ ἰσάριθμος σύνοδος, μᾶλλον δέ πόσαι καί ποῦ μαρτυρηθεῖσαι παρά τοῦ Πνεύματος, ὅ καί ζῶσιν ἐκείνοις καί γεγονόσιν ἐξ ἀνθρώπων συνεμαρτύρησε, καί ἀεί συμμαρτυρεῖ τε καί συμμαρτυρήσει διά τῶν ἐπί τοῖς σοφοῖς τούτων τελουμένων τε καί τελεσθησομένων θαυμάτων; Ἀλλ᾿ ἔχω κἀγώ, φησί, πολλούς τῶν πατέρων συμμαρτυροῦντάς μοι τῇ προσθήκῃ.
Τί οὖν, ἕτερα μέν οὗτοι κοινῇ συνειλεγμένοι παρεδίδουν ἐκκλησίᾳ, ἕτερα δέ καθ᾿ ἑαυτούς ἐδογμάτιζον; Οὔμενουν.
Ἀλλ᾿ ἤ παραχαράττεις αὐτός ἤ παραλογίζῃ καί παρεξηγῇ, μή μετά τοῦ Πνεύματος ἑρμηνεύων τά εἰρημένα διά τοῦ Πνεύματος.

Οὐ μήν, ἀλλ᾿ εἰ καί τοῦτο θείημεν, ὅπερ οὐκ ἔστιν, οὐ προσδεκτέα μᾶλλον τά κοινῇ παραδεδομένα τῶν ἰδίως εἰρημένων ἑκάστῳ; Ἐκεῖνα μέν γάρ πρός τῷ πάντων εἶναι καί ἀνεπιχείρητα τοῖς κακουργοῦσι καί τῷ παραχαράττειν δολοῦσι τόν τῆς ἀληθείας λόγον, πᾶσιν ἐγνωσμένα σοφοῖς τε καί ἰδιώταις καί διά στόματος ἀεί φερόμενα.
Τά δέ μή ἐπί τοσοῦτο καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι καί μάλιστα προαγόμενα παρά Λατίνων, οἵ καί τῷ φανερωτάτῳ τῆς πίστεως συμβόλῳ διά προσθήκης ὑπεβούλευσαν.
Οἱ γάρ τῷ ἐν τοῖς τῶν ὡς ἀληθῶς χριστιανῶν ἁπάντων στόμασι κειμένῳ καί τῆς ἡμέρας ἑκάστης πολλάκις ἀνακηρυττομένῳ προσθήκην ἐπινοήσαντές τε καί τολμήσαντες, τί οὐκ ἄν ἔδρασαν ἐν τοῖς ἀγνοουμένοις παρά τῶν πλειόνων; Τά γοῦν μή κοινά μηδέ καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι, μή  πονηρός ἄνθρωπος ἐνέσπειρεν αὐτοῖς ζιζάνια.
Ταῦτα ἄρα, κἄν μέν ὁμολογῶσι τῇ κοινῇ ὁμολογίᾳ, προσδεκτέα·
ἄν δέ μή, οὐχί.

Ὅμως ἐν δευτέρῳ λόγῳ τά δοκοῦντα συμμαρτυρεῖν σου τῇ καινοτομίᾳ ὀψόμεθα καί ἀπελέγξομεν, Θεοῦ διδόντος, οὐκ ἐκεῖνα, ἄπαγε, ἀλλά σέ τά καλῶς λελεγμένα ἐκλαμβάνοντα κακῶς, καί μή τοῖς σοφέσι τά ἀσαφῆ καί τοῖς παρρησίᾳ εἰρημένοις τά ἐν τῷ κρυπτῷ συμβιβάζοντα πρός δύναμιν.
Νῦν δ᾿ἀνακεφαλαιωσώμεθα τόν νῦν λόγον, κἆθ᾿ οὕτω τά λείποντα προσθῶμεν.
Πρῶτον μέν οὖν ἐξελήλεκται κενή τυγχάνουσα παντάπασιν ἡ τῆς προσθήκης τούτων ἀπόφασις.
Ἔπειτα δέδεικται συνυπακουόμενον τό "μόνου", ὅταν λέγηται παρά τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
ἐπεί κἀν τῷ αὐτῷ συμβόλῳ παρά τοῦ Πατρός ἀκούοντες γεννηθέντα τόν Υἱόν, ἐκτός ἀντιλογίας πάσης δεχόμεθα συνυπακουόμενον τό "μόνου".

Τούτῳ συνείρομεν ἑξῆς·
ὡς εἰ καί ἀνεπιλήπτως εἶχε τό λέγειν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, τῷ συμβόλῳ προστεθεῖσθαι παρά Λατίνων οὐκ ἐχρῆν.
Ἐπεί κἄν εὖ ἔχον εἰς τό ἑξῆς ἀναφανῇ, προσθετέον οὐκ ἄν εἴη·
καί τοῖς πρός ἡμῶν γάρ, καίτοι συνεληλυθόσι καί συνεξητακόσι πᾶσι καί αὐτοῖς τοῖς τῆς παλαιᾶς Ρώμης προεστῶσιν, οὐδέν τῶν ἀναφανέντων εὐσεβῶς ἔχειν προσετέθη.

Κἀντεῦθεν ἀνεφάνη τῶν δικαίων ὄν πρῶτον ἀπαιτεῖν αὐτούς τήν προσθήκην ἐξελεῖν καί μή διά τήν  περιωπήν τοῦ περιόντος πάπα τούς  μεμαρτυρημένῳ παρά Θεοῦ τέλει κατακλείσαντας τόν βίον ἀποστέργειν, εἶται συζητεῖν μετ᾿ αὐτῶν ἀνέχεσθαι περί αὐτῆς.
Μετά τοῦτο πρός τούς εὐγνωμόνως τῶν λόγων ἀκροωμένους λέγομεν, ὡς καί ἀμφότερα ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούοντες, ἔχομεν συνυπακούειν τό "ἐκ μόνου", κἄν μή συνεκφωνῆται.
Ἀλλά καί ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτῶς τό Πνεῦμα λέγοντες τό ἐκπορεύειν τῇ πατρικῇ ὑποστάσει ἐφαρμόζομεν·
ἡ γάρ οὐσία πάντῃ τε καί πάντως μία τῶν τριῶν, οὐκ ἔνι δέ τά τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν·
ὥστε οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.

Μετά τοῦτο ἐξηλέχθησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μηκέτι ἐξ ἑνός δύνασθαι τά δύο  πρόσωπα τῆς θεότητος φρονεῖν, ὡς ἐν δυσί προσώποις τό αἴτιον τιθέμενοι καί ταῦτα διαφόρως, ἀλλ᾿ οὐδέ Θεόν ἕνα λέγειν διά τήν τοιαύτην πρός τό ἕν ἀναφοράν·
οὐδέ γάρ εἷς ἄνθρωπος πάππος, πατήρ τε καί υἱός, κατά τόν σοφόν τῆς Νύσσης πρόεδρον, ἐπειδήπερ εἰς δύο πρόσωπα τό αἴτιον ἀναφέρεται.
Καί πρός τούτῳ παρεστήσαμεν, ὡς, καθάπερ δύο τά αἰτιατά, ἐπειδήπερ τό αἰτιατόν ἐν δυσίν φασιν αὐτοί προσώποις.

Πρός δέ τούτοις, ἐπεί κατά τούς θεοσόφους θεολόγους, ὡς ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός ἐστιν, οὕτω καί τό Πνεῦμα, πλήν τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, εἰ ὁ Υἱός ἀμέσως καί οὐχί καί ἐκ τοῦ Πνεύματος, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός ἀμέσως, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Προσαπεδείξαμεν ὡς, ἐπεί καί νοῦς λέγεται Χριστοῦ τό Πνεῦμα, καθάπερ καί ἡμῶν ἑκάστου ὁ οἰκεῖος, κατά μέν τήν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἐστι καί ἐξ αὐτοῦ, κατά δέ τήν ὑπόστασιν αὐτοῦ μέν ἐστι φυσικῶς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός.
Πρός τούτῳ μή χάριτι, φύσει δέ εἶναι ἐκ Πατρός τό Πνεῦμα, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἔχειν τήν ὕπαρξιν ἐδείχθη.
Καί ἀπό τοῦ πάντα ἔχειν ἑκάτερον τά τοῦ Πατρός, ἄνευ τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως κάι τῆς ἐκπορεύσεως κατά τούς θεολόγους.
Κἀντεῦθεν ἀναπεφήνασιν οἱ μέν Λατῖνοι προστιθέντες καί κατά διάνοιαν ἐν τῷ τῆς πίστεως συμβόλῳ·
ἡμεῖς δέ ἀναπεφήναμεν μηδέ κατά τόν ἔξω λόγον τῇ κατά τό θεῖον σύμβολον εὐσεβεῖ διανοίᾳ προστιθέντες.

Κατηγορήσαμεν τῶν Λατίνων ὡς ἐκεῖνα δογματιζόντων, ἐξ ὧν δύο ἀναφέρονται τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχαί.
Οἱ δέ μηδέν κωλύειν πρός τό μίαν εἶναι ταύτας ἔφησαν, ἐπειδήπερ ἡ μία ἐστίν ἐκ τῆς ἑτέρας·
καί ἀπεδείχθησαν καί κατά τοῦτο βλασφημοῦντες.

Εἶτ᾿ αὖθις ἡμεῖς ἀναλαβόντες τόν περί τῆς ἀρχῆς λόγον, ἐδείξαμεν κατ᾿ οὐδέν τρόπον δύο εἶναι τοῦ ἑνός Πνεύματος ἀρχάς.
Παρεστήσαμεν ἐκ τοῦ τά κοινά Πατρί τε καί Υἱῷ, καί τῷ Πνεύματι κοινά εἶναι μαρτυρεῖσθαι, ὅτι οὐχί καί τοῦ Υἱοῦ τό ἐκπορεύειν·
ἦν γάρ ἄν τοῦτο καί τοῦ Πνεύματος·
ἐν ᾧ προσεξηλέγξαμεν αὐτούς, ἀδιάφορα τοῖς φυσικοῖς τά ὑποστατικά ποιοῦντας.
Εἰ δέ τοῦτο, καί ταῖς προσκυνηταῖς ὑποστάσεσι τήν θείαν φύσιν.

Ἐκ τοῦ ἀσεβές εἶναι τήν δημιουργικῶς διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι σχοῦσαν κτίσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ μή λέγειν, ἀλλά τήν δημιουργικήν ἰδιότητα μόνῳ διδόναι τῷ Πατρί, κατ᾿ ἀνάγκην ἀκολούθως συνηγάγομεν, ὡς, εἰ καί ἐκπορευτῶς τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ τό εἶναι εἶχε, δυσσεβοῦς ἦν ἄν λέγειν, ὅτι Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ οὐ λέγομεν καί ὡς ἡ ἐκπορευτική ἰδιότης μόνον τοῦ Πατρός ἐστιν.
Ἐπεί δ᾿ οἱ τοῦθ᾿ οὕτω λέγοντες οὐκ εὐσεβεῖς μόνον, ἀλλά καί θεοφόροι, δυσσεβεῖς οὐκοῦν οἱ λέγοντες καί ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.

Καί ὡς, εἰ δι᾿ Υἱοῦ τό Πνεῦμα, ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερος Πατήρ ἄν λέγοιτο καί προβολεύς, ὡς καί ἐπί τῆς κτίσεως, ποιητής τε καί Πατήρ.
Ἐκ τοῦ πάντα ἔχειν θεολογεῖσθαι τόν Υἱόν τά τοῦ Πατρός ἄνευ τῆς αἰτίας, ἥτις οὐκ ἄν ἡ τῶν κτισμάτων εἴη, τοιγαροῦν ἡ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματός ἐστιν, ἀπεδείξαμεν αὖθις οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι.
Καί μάρτυρας παρηγάγομεν ἀπαγορεύοντας τήν λατινικήν προσθήκην.
Ἐδείξαμεν αὖθις ἐκ τοῦ μή τόν Υἱόν καί ἐκ τοῦ Πνεύματος ὑπάρχειν, ὅτι καί τό Πνεῦμα οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχει.
Εἶτα, ἐκ τῶν ἀπηριθμημένων καί τεθεωρημένων τοῖς ἁγίοις ὀνομάτων τοῦ Υἱοῦ, παρεστήσαμεν ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιόν ἐστι.
Πάλιν ἐκ τοῦ μή ἐκπορευτόν ἁπλῶς, ἀλλά τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν ἴδιον εἶναι τοῦ θείου Πνεύματος, τούς θεολόγους μαρτυρεῖν παρεστήσαμεν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Καί ἀπό τοῦ ἕνωσιν Υἱοῦ καί Πνεύματος εἶναι τόν Πατέρα·
ἡ γάρ τῶν ἄλλων ἑκατέρου μεσότης ἐν τοῖς ὀνόμασι κεῖται.

Καί ἀπό τοῦ μή ἐκ τῆς ἀρχῆς τό Πνεῦμα λέγεσθαι, ἀλλά μετά τῆς ἀρχῆς, ἀρχῆς εἶναι θεολογουμένου τοῦ Υἱοῦ.
Καί ὡς ὁ δι᾿ Υἱοῦ καθ᾿ ὕπαρξιν τό Πνεῦμα λέγων καί εἰς τήν ‘ἐκ’ τήν ‘διά’ μεταλαμβάνων ἁμαρτάνει.
Ὡς γάρ συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ δι᾿ αὐτοῦ τό Πνεῦμα λέγεται καί οὐκ ἐξ ἐκείνου, ἀλλά σύν ἐκείνῳ, γεννηθέντι ἐκ τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται.

Αὖθις ἐκ τοῦ θεολογεῖσθαι τῶν τριῶν προσώπων ἕκαστον, τῶν καθ᾿ ὑπόστασιν ἑτέρων δύο μέσον.
Καί πρός ἄλληλα ἔχειν ὡς ἕκαστον πρός ἑαυτό.
Καί τῷ δεύτερον ἀπό τοῦ Πατρός καί τό Πνεῦμα λέγεσθαι, καθά καί ὁ Υἱός, ἀμέσως ἑκάτερον ὑπάρχον ἐκ Πατρός ἐδείχθη μή ἐοικυίας τῆς θεολογικῆς μεσότητος τοῖς κειμένοις ἐφεξῆς τρισί σημείοις, ἀλλά τοῖς ἐπί τῶν τοῦ τριγώνου γωνιῶν.
Μετά τοῦτο διττῆς φανερῶς δειχθείσης τῆς τοῦ Πνεύματος προόδου, προσεδείχθη καί τῶν προόδων ἑκατέραν κατάλληλον τήν παῦλαν ἔχειν.
Κἀντεῦθεν πάλιν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

Πάλιν ἐκ τοῦ λέγειν καί τόν Υἱόν ἀρχήν τοῦ θείου Πνεύματος ἀναπεφήνασιν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τοῖς κτιστοῖς συντάττοντες τό θεῖον Πνεῦμα.
Αὖθις ἐκ τοῦ μή ἔχειν κοινωνίαν κατά τό θεογόνον τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν παρίσταται μή εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.
Πρός δέ τούτοις, ἐκ τοῦ τά κοινά τῆς ἀνωτάτω Τριάδος ἐπίσης εἶναι τῶν θείων ὑποστάσεων ἑκάστῃ, ἀνεφάνησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μήτε τόν Υἱόν μήτε τό Πνεῦμα λέγοντες ἐκ τοῦ Πατρός, μηδ᾿ ὑποστατικάς ἔχειν τόν Θεόν διαφοράς.
Εἶτα περί τῆς ἐν Θεῷ τάξεως ποιησάμενοι τόν λόγον προσαπεδείξαμεν μή γνωστόν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρός ἄλληλα σχέσεώς τε καί τάξεως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
καί συμφωνεῖν κἀν τούτῳ παρεστήσαμεν τούς μεγάλους, Βασίλειον καί Γρηγόριον καί Ἰωάννην τόν χρυθοῦν θεολόγον, πρός δέ καί τήν εὐσεβῆ καί ἀνωμολογημένην ἐπί τοῦ Θεοῦ τάξιν παρεστήσαμέν τε καί διευκρινήσαμεν.
Κἀντεῦθεν ἀπηλέγχθησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τήν μέν εὐσεβῆ τάξιν ἀγνοοῦντες, ἅ δέ οἱ θεολόγοι μή εἰδέναι ὁμολογοῦσιν ὡς ὑπέρ ἡμᾶς, αὐτοί ταῦτα γινώσκειν ἀκριβῶς αὐχοῦντες καί οὕτω καινοφωνοῦντες, καί βλασφημοῦντες περί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ παναγίου Πνεύματος.

Ἡμεῖς δέ καί λόγον ἐκδεδώκαμεν πολυειδῶς δεικνύοντες τίνος ἕνεκεν  ὡς ἐπί πλεῖστον ὁ μέν Υἱός μετά τόν Πατέρα, τό δέ Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν ἡμῖν ὑμνεῖται καί τοῖς μυουμένοις παραδίδοται.
Καί ὡς ἑπόμενοι καλῶς οἱ θεολόγοι τῷ λόγῳ τῆς μυήσεως, ἐπί πάντων τῶν κοινῶς ἐνθεωρουμένων τοῖς τρισίν , οὕτω φασίν ἔχειν πρός τόν Υἱόν τό Πνεῦμα, ὡς πρός τόν Πατέρα ὁ Υἱός.
Καί ὅτι τοῦτο μή συνετῶς ἀκούσαντες Εὐνόμιός τε πρότερον καί οἱ λατινικῶς πεφρονηκότες ὕστερον, τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός ἐδογμάτισαν τόν Πνεῦμα τό ἅγιον·
κἀντεῦθεν ὁ μέν Εὐνόμιος τρίτον καί τῇ φύσει, Λατῖνοι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχειν προσεδογμάτισαν.

Ἔτι δείκνυμεν, ὡς οὐκ ἄμφω μόνον ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, ἀλλά καί ἑκάτερον αὐτῶν χωρίς, ἀμέσως ἀναφέρεται πρός τόν Πατέρα·
καί ὡς, εἰ μή τοῦθ᾿ οὕτως ἔχει, οὐδέ Θεός εἷς ἔσται.

Πρός δέ τούτοις ἐκ τοῦ τόν Θεόν καί Πατέρα ὡς Θεόν ἀλλ᾿ οὐχ ὡς Πατέρα κτίζειν, γεννᾶν δέ καί ἐκπορεύειν ὡς Πατέρα, δείκνυμεν, ὡς εἰ κατά Λατίνους ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός τό Πνεῦμα, οὐχ ὡς ἐξ ἑνός ἔσται Πατρός, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.
Καί οὕτω τό λατινικόν φρόνημα τελέως ἐξελέγχεται καί ὡς ἐξ ἀμφοτέρων αὐτῶν δυσσεβῶς καθ᾿ ὕπαρξιν τό Πνεῦμα λέγον καί ὡς ἐξ ἑνός Θεοῦ τῶν ἀμφοτέρων.

Ἔτι μετά τοῦτο περί ἀρχῆς φαμεν, καί ὡς οἱ λατινικῶς φρονοῦντες σοφιστικῶς ἀποκρίνονται πρός τούς ἐρωτῶντας αὐτούς, εἰ δύο λέγουσιν ἀρχάς τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος.
Ἐντεῦθεν πάλιν ἐκ τοῦ Πατέρα φώτων θεολογεῖσθαι παρά τοῦ ἀποστόλου τόν Πατέρα, καί τόν Υἱόν κἀντεῦθεν Πατέρα λέγοντες οἱ λατινικῶς φρονοῦντες ἀποδείκνυται·
καί ἀθετοῦντες σαφῶς τήν μοναρχίαν καί τό καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνιαῖον τοῦ Πατρός.

Ἀναφαίνομεν τό αἰδέσιμον  ἔχειν καί ἀπό τῆς ἀρχαιότητος τό καθ᾿ ἡμᾶς δόγμα, καί ὡς ἀνελλιπές μηδαμῶς προσθήκης δεῖσθαι.
Ἔπειτα καί τοῦτ᾿ εἰπόντες, ὅτι τά κοινῶς εἰρημένα παρά τῶν πατέρων στερκτέα μᾶλλον τῶν ἰδίως τισί τούτων εἰρημένων ἑκάστῳ, καί ὅτι τά μή καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι, καί μάλιστα παρά Λατίνων προαγόμενα τῶν καί τοῖς φανεροῖς παρεγχειρούντων, ὑπεσχέθημεν, σύν Θεῷ δ᾿ ὁ λόγος ἐν δευτέρῳ λόγῳ τά διαφωνεῖν δοκοῦντα συμφωνοῦντα παραστήσειν.
Ταῦτα μέν οὖν ἀνωτέρω διά πλειόνων ἀποδέδεικται·
καί ὡς ἡμεῖς καί ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ὁμολογία πανταχόθεν ἔχει τό ἀσφαλές καί στέφανος ἡμῖν ἐστι καυχήσεως καί ἀκαταίσχυντος ἐλπίς.
Εἰ γάρ μή οὕτω καί ἡμεῖς κατά ταύτην ἐλλιπεῖς, πολλῷ μᾶλλον οἱ ἐκ παλαιοῦ καί μυηθέντες ἄνωθεν καί τό καθ᾿ ἡμᾶς γένος θεοκινήτως μυήσαντες ἀπόστολοι, προφῆται, σεπταί σύνοδοι πατέρων πολλαί τε καί πολυάριθμοι.
Εἰ δέ καί γινώσκοντες ἑτέρως, ὡς νῦν ἰσχυρίζονται τό τῶν  Λατίνων γένος, οὐ πεφανερώκασιν ἡμῖν, καί ταῦτα τοῦ Κυρίου πρός αὐτούς εἰπόντος, «ἅ ἠκούσατε ἐν τῇ σκοτίᾳ, κηρύξατε ἐν τῷ φωτί», πῶς οὐκ ἄν τῶν ὑπευθύνων  εἶεν; Ἀλλ᾿ ὁ Θεός αὐτούς δι᾿ἔργων κἀνταῦθα μεγίστων ἐδικαίωσεν.

Οὐ γάρ ἐφρόνουν κατά τούς Λατίνους, ἄπαγε, ὡς καί τοῦτο δέδεικται, ἀλλά καί ἐγνώκασι καί παραδεδώκασιν ἡμῖν μίαν καί μόνην ἀρχήν τῆς θεότητος, ἕνα Πατέρα ἀγέννητον, ἕνα Υἱόν ἐξ αὐτοῦ γεννητῶς προερχόμενον, ἕν Πνεῦμα ἅγιον συναΐδιον, ἐκ τοῦ Πατρός καί αὐτό ἐκπορευόμενον πρό αἰώνων καί εἰς αἰῶνας·
καί ἔτι καί συνδοξαζόμενον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.