ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
& ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η Δεκεμβρίου 2012
«Δευτερολογική
ανταπάντηση στον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ».
Στις 3 Δεκεμβρίου 2012 στην ιστοσελίδα «Ιδιωτική οδός» του κ. Παναγιώτη
Ανδριόπουλου δημοσιεύθηκε άρθρο του θεολόγου–Φιλολόγου κ. Κώστα Νούση
(στο εξής κ.Κ.Ν.) με τον παρά πάνω αναγραφέντα τίτλο. Η απάντηση αυτή έρχεται
σαν συνέχεια μιάς άλλης, πρώτης, απαντήσεως του ιδίου, δημοσιευθείσα στις
30.11.2012. Και οι δύο αυτές απαντήσεις αναφέρονται σε κείμενο–απάντηση του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ σε προηγούμενο δημοσίευμα του
αυτού συγγραφέως στην ίδια ιστοσελίδα με τίτλο «Εκκλησιολογική σχιζοείδια ή
σοφιστικές αυτοδικαιώσεις; (αλλιώς: φαινομενολογικές προσεγγίσεις της
συγκεχυμένης σύγχρονης εκκλησιολογίας», δημοσιευθέν στις 25.11.2012). Η απάντηση
του Σεβασμιωτάτου θα ήταν, πιστεύουμε, υπεραρκετή, αν διαβαζόταν με την δέουσα
προσοχή και, προ πάντων, με πνεύμα μαθητείας και ταπεινώσεως από τον αγαπητό
κ.Κ.Ν., να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει κάποια βασικά λάθη και σφάλματά του,
να διαπιστώσει ορισμένες ουσιαστικές ελλείψεις του και κενά σε βασικά θεολογικά
ζητήματα και ιδίως σε θέματα Κανονικού Δικαίου. Ενώ δε ο ίδιος ομολογεί στη
πρώτη απάντηση του ότι «δεν προσδιορίζομαι σαν φιλόλογος–θεολογος» (σελ.2),
ωστόσο με πολλή επιπολαιότητα καταπιάνεται με θεολογικά και άλλα εκκλησιαστικά
θέματα, χωρίς να διαθέτει ένα βασικό θεολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να
εκθέτη τον εαυτό του δημοσίως και να ντροπιάζεται. Και αντί, μετά την απάντηση
του Σεβασμιωτάτου, να προσγειωθή και να ταπεινωθή, να κάνη μιά αυστηρή
αυτοκριτική στον εαυτό του, ύψωσε το ανάστημά του και επεχείρησε
απάντηση-επίθεση, στην οποία κατηγορεί τον Σεβασμιώτατο με κατηγορίες, τις
οποίες αδυνατεί να τεκμηριώσει. Επειδή δε αντελήφθη προφανώς, ότι όσα έγραψε
στην πρώτη απάντηση του δεν αντέχουν σε σοβαρά κριτική, επεχείρησε και δεύτερη
απάντηση-επίθεση, στην οποία μάλιστα δίκην ανακριτού και δικαστού θέτει προς τον
Σεβασμιώτατον σειρά ερωτημάτων προς απάντησιν. Επειδή λοιπόν ο Σεβασμιώτατος
διέκρινε, έχοντας υπ’ όψιν του και την αποστολική προτροπή «μωράς δε συζητήσεις
και γενεαλογίας και μάχας νομικάς περιΐστασο, εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι»
(Τιτ.3,9), ότι δεν ωφελεί σε τίποτε η περαιτέρω συνέχιση μιάς άκαρπης και
ανώφελης αντιπαραθέσεως, μας παρεκάλεσε να δώσουμε στον αγαπητό αδελφό κ.Κ.Ν. με
την παρούσα απάντηση μια δευτέρα και τελευταία ευκαιρία νουθεσίας, με την ευχή
και προσευχή, να διανοίξη ο Θεός τον νούν και φωτίσει την ψυχήν του εις
επίγνωσιν της αληθείας Αυτού.
Περί
εισπηδήσεως.
Αρχίζουμε με το θέμα της εισπηδήσεως, το οποίο
θέτει ο κ.Κ.Ν. τόσο στην πρώτη και δεύτερη απάντησή του, όσον επίσης και στο
δημοσίευμα της 25ης.11.2012. Στο εν λόγω δημοσίευμα ομιλεί για «έμμεση κανονική
εισπήδηση σε αλλότριες δικαιοδοσίες» (σελ. 4). Η παρά πάνω φράση παραπέμπει
αναπόδραστα στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας και στο Πηδάλιο, διότι εκεί
γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί του παραπτώματος της εισπηδήσεως. Ουσιαστικά ο
συγγραφέας, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος, επικαλείται το Πηδάλιο,
προκειμένου να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της εισπηδήσεως τόσον εναντίον του
Σεβασμιωτάτου, όσον και εναντίον των κληρικών του, αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
και πρωτ. Αγγέλου Αγγελακοπούλου. Ωστόσο οι περί εισπηδήσεως σχετικοί Κανόνες
ορίζουν με σαφήνεια την έννοια του όρου και τα πλαίσια, μέσα στα οποία νοείται ο
όρος αυτός, τα οποία καθίστανται ακόμη περισσότερο σαφή με την επί πλέον
ερμηνεία, που δίδει σ’ αυτούς ο μέγας κανονολόγος και άγιος της Εκκλησίας μας
Νικόδημος ο Αγιορείτης, έτσι ώστε να μην χωράει καμμιά παρερμηνεία. Ο αγαπητός
λοιπόν κ.Κ.Ν. ενώ παρέλαβε τον όρο αυτόν από το Πηδάλιο, δεν έλαβε υπ’ όψιν του
την ερμηνεία και τα νοηματικά του πλαίσια, όπως βέβαια θα έπρεπε, και αυθαίρετα,
ως άλλος κανονολόγος, έδωσε στον όρο μια δική του καινοφανή ερμηνεία. Πιο
συγκεκριμένα διηύρυνε τον όρο αυτόν, πέρα από τα πλαίσια, που ορίζει το Πηδάλιο,
στα νέα πλαίσια της «μεταλλαγμένης εισπηδήσεως» (σελ.2 της δεύτερης απαντήσεως),
στις «καινές μορφές εισπηδήσεως» (σελ.4 της πρώτης απαντήσεως) και στην «έμμεση
κανονική εισπήδηση» (σελ.4 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11. 2012). Το ότι
βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα»
(σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την
Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή. Το
τραγικό στην παρούσα περίπτωση δεν είναι, ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με το
σοβαρό παράπτωμα της παραχαράξεως των θεοπνεύστων Ιερών Κανόνων, αλλά επί πλέον
με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι
άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων. Με τις
ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ.Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί
«από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην
Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος
όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω
όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας» (σελ.3 της
πρώτης απαντήσεως).
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να ερωτήσουμε: Με τα
νέα όρια, που έδωσε στους Ιερούς Κανόνες, δεν περιέπεσε άραγε και αυτός στο
παράπτωμα της εισπηδήσεως; Με ποιό δικαίωμα ανακατεύεται σε θέματα άλλης
Μητροπόλεως, στο ποίμνιο της οποίας δεν ανήκει; Τέλος, (για να κλείσουμε το θέμα
αυτό), όταν πρόκειται για δογματικά θέματα, για θέματα πίστεως, δεν υπάρχει
εισπήδηση, διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, και όλοι έχουμε
ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, για την διαφύλαξή της από κάθε αίρεση και πλάνη,
σύμφωνα με την διακήρυξη των Πατριαρχών της Ανατολής του 1848: Ο πιστός λαός του
Θεού «αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας, ήτις
μαρτυρεί (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται, ή κατακρίνει και
απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της Ιεραρχίας, ως απεφάνθησαν και οι
Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη εγκυκλίω αυτών της 6ης Μαΐου 1848: ‘ο φύλαξ της
Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας, τ.ε. ο λαός αυτός εστίν’». (Αρχ. Γεωργίου
Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ.
110-112).
Περί
Πηδαλίου και Ιερών Κανόνων.
Κατηγορήθηκε επίσης ο Σεβασμιώτατος για
«τυπολατρική προσκόλληση στο Κανονικό Δίκαιο» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως)
και άρα και στο Πηδάλιο, «το απειλητικό κράδασμα» του οποίου «μαζί με την
κανονιοβολιστική χρήση των Ιερών Κανόνων» (σελ.1,ο.π.) προκαλούν προφανώς στην
ψυχή του συγγραφέως αίσθηση τρόμου και πολέμου. Αυτού του είδους η λανθασμένη,
κατά τον συγγραφέα, χρήση του Πηδαλίου «δεν είναι παρά η θεολογία και η
διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων, που μας μεταφυτεύθηκε εκ δυσμών»
(σελ.2,ο.π.). Το αποτέλεσμα δε μιάς τέτοιας «διεστραμμένης αντιλήψεως» είναι «η
απογεννωμένη απέχθεια, η απώθηση και η απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα
και τον αληθινό άνθρωπο» (σελ.2,ο.π.). Με όσα γράφει περί Ιερών Κανόνων και
Πηδαλίου ο συγγραφέας, φαίνεται να αγνοεί κάποιες βασικές έννοιες και αλήθειες,
που αφορούν τους εν λόγω Ιερούς Κανόνες και τον ρόλο και την θέση, που έχουν
στην ζωή της Εκκλησίας. Απόρροια δε αυτής της άγνοιας είναι στη συνέχεια, όπως
θα φανεί με όσα θα παραθέσουμε παρά κάτω, η πεποίθησή του περί μη ορθής, δηλαδή
«τυπολατρικής», χρήσεώς των υπό του Σεβασμιωτάτου.
Πριν από όλα, εκείνο που
πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε είναι, ότι οι Ιεροί Κανόνες των
Οικουμενικών Συνόδων και όσοι εκ των τοπικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων έχουν
επικυρωθεί από τις Οικουμενικές, δεν είναι απλές απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών
συγγραφέων ή και μεμονομένων αγίων, που επιδέχονται αναθεώρηση και τροποποίηση,
αλλά κείμενα θεόπνευστα με καθολικό και διαχρονικό κύρος. Αποτελούν ένα κομμάτι,
ούτως ειπείν, της Ιεράς Παραδόσεως, ισότιμο και ισόκυρο προς την αγία Γραφή, επί
τη βάσει των οποίων οφείλει η Εκκλησία να πορεύεται μέσα στο πέλαγος της
παρούσης ζωής (εξ’ ού και Πηδάλιον), και να ρυθμίζει την ζωή της, δηλαδή τα
πάσης φύσεως εκκλησιαστικά ζητήματα, που αναφύονται μέσα στους κόλπους της. Ο
μέγας της Εκκλησίας Πατήρ Βασίλειος ο Μέγας σημειώνει τα εξής άξια πολλής
προσοχής σχετικά με τους Ιερούς Κανόνες: «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι,
λοιπόν οι των Πατέρων Κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται και
φοβούμαι μη κατά μικρόν, της αδιαφορίας ταύτης, οδώ προϊούσης, εις παντελή
σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα» (PG 32, 400B). Αισθάνεται
μεγάλη λύπη ο άγιος, διότι εγκαταλείφθηκαν και παραμερίσθηκαν οι Ιεροί Κανόνες
των Πατέρων με αποτέλεσμα να χαθή η ακρίβεια των Εκκλησιών και φοβείται μήπως
σιγά-σιγά, εάν η αδιαφορία αυτή προχωρήσει ακόμη περισσότερο, οδηγηθούν τα
πράγματα της Εκκλησίας σε ολοκληρωτική σύγχυση. Αυτό το θλιβερό γεγονός, που
επισημαίνει εδώ ο άγιος, έγινε αντιληπτό και από τους μεταγενέστερους Πατέρες
της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι προκειμένου να αναχαιτίσουν αυτό το
κακό, νομοθετούν διά του Β΄ Κανόνος των ότι: «Ει τις αλώ Κανόνα τινά των
ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον
κανόνα, ως αυτός διαγορεύει την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού, εν ώπερ
πταίει θεραπευόμενος» (Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής). Ένας άλλος άγιος, ο
άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, παρατηρεί πολύ εύστοχα στα προλεγόμενα του
Πηδαλίου (σελ. λθ΄), ότι «παρά πάντων πρέπει να φυλάττωνται οι θείοι
Κανόνες απαρασάλευτα. Οι γαρ μη φυλάττοντες, εις φρικτά επιτίμια
υποβάλλονται». «Ταύτα περί κανόνων διατετάχθω υμίν παρ’ ημών, ω
επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες
δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ’ αλλήλων αΐδιον έξετε δίκην της ανηκοΐας την
προσήκουσαν τιννύντες» (Οι απόστολοι εν τω επιλόγω των Κανόνων). Ο μεγάλος Ρώσος
θεολόγος V. Lossky παρατηρεί επί του θέματος αυτού ότι «οι Κανόνες οι οποίοι
ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας ‘εν τη γηΐνη αυτής όψει’ είναι αχώριστοι των
χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί
κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας, της
αποκαλυφθείσης παραδόσεως εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της
χριστιανικής κοινωνίας» (V. LOSSKY, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής
Εκκλησίας, μεταφρ. Σ. Πλευράκης, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 206).
Κατά συνέπεια η προσπάθεια ορισμένων
Οικουμενιστών συγχρόνων θεολογούντων, να επανερμηνεύσουν, ή να καινοτομήσουν
στους Ιερούς Κανόνες, με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής και
πραγματικότητος, αποδεικνύεται, εσφαλμένη και μετέωρη θεολογικά, μη δυνάμενη να
θεμελιωθή στην Κανονική και Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας. Κατόπιν των ανωτέρω
οι ισχυρισμοί του αγαπητού κ. Κ.Ν. περί «διεστραμμένης αντιλήψεως» και περί
«τυπολατρικής προσκολλήσεως», ή περί «δικανικού και νομικίστικου πνεύματος», από
τα οποία δήθεν κατέχεται ο Σεβασμιώτατος, καταρρίπτονται και σωριάζονται κάτω σε
ερείπεια ως ετοιμόρροπος μιναρές, μη έχοντες ουδέν θεολογικόν ή κανονικόν
έρεισμα. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ.Κ.Ν., ο Σεβασμιώτατος κατέχεται από πνεύμα
«δικανικό και νομικίστικο» (σελ.1,ο.π.), επειδή απλώς και μόνον επικαλέστηκε
κάποιους Ιερούς Κανόνες, για να διαλευκάνη το θέμα της εισπηδήσεως, τότε πολύ
περισσότερο οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, οι οποίοι εν Πνεύματι αγίω συνέγραψαν
τους εν λόγω Κανόνες κατέχονται από παρόμοιο πνεύμα, πράγμα το οποίο αποτελεί σε
τελική ανάλυση βλασφημία προς τους αγίους Πατέρες και προς αυτό το άγιο Πνεύμα.
Το γεγονός δε ότι κ.Κ.Ν. «μπερδεύεται με τις σχολαστικές χρήσεις και εμμονές του
Σεβασμιωτάτου» (σελ.1,ο.π.), νομίζει, ότι βλέπει «με βλέμματα και γυαλιά
ιεροεξεταστικά» (σελ.2,ο.π.), αισθάνεται να αποπνέει το Πηδάλιο «ένα παγερό,
άχρωμο, δύσγευστο, άκαμπτο και ανάλγητο, δικανικό και νομικίστικο πνεύμα», όπως
επίσης «απέχθεια και απώθηση» (σελ.2,ο.π.), αυτό οφείλεται, στο ότι τα
πνευματικά του αισθητήρια είναι αρρωστημένα, αφού αδυνατούν πλέον να συλλάβουν
την ευωδία και την αύρα του αγίου Πνεύματος, την οποία μεταδίδουν οι Ιεροί
Κανόνες και την οποίαν αισθάνονται όσοι έχουν υγιή τα πνευματικά τους
αισθητήρια. Εκείνο το οποίο λοιπόν χρειάζεται, ο αγαπητός κ.Κ.Ν., είναι να
θεραπεύση τα πνευματικά του αισθητήρια διά της μετανοίας, να βγάλει τα
οικουμενιστικά «γυαλιά» που φοράει, και να φορέσει άλλα γυαλιά, τα γυαλιά των
αγίων Πατέρων, τα γυαλιά της αγίας και Ιεράς μας Παραδόσεως, «επόμενος τοις
αγίοις Πατράσι» και όχι προπορευόμενος αυτών, μηδέ διανοούμενος να συμπληρώσει ή
επανερμηνεύσει αυτούς. Επομένως την «διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων», την
οποία αποδίδει στον Σεβασμιώτατον, πρέπει να ψάξη να την βρή μέσα του και όχι σ’
αυτόν.
Ο ισχυρισμός επίσης του κ.Κ.Ν. περί «τυπολατρικής προσκόλλησης» του
Σεβασμιωτάτου στους Ιερούς Κανόνες και στο Πηδάλιο, παραπέμπει στο θέμα της
διακρίσεως τύπου και ουσίας ή γράμματος και πνεύματος στους Ιερούς Κανόνες.
Σύμφωνα με την καινοφανή αυτή αντίληψη, ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των
Οικουμενιστών, οι Ιεροί Κανόνες έχουν τύπο και ουσία ή γράμμα και πνεύμα και ότι
ο μεν τύπος πρέπει να παραμεριστεί, ενώ η ουσία να εφαρμοστεί, δεν έχει κανένα
θεολογικό έρεισμα. Ποτέ κανένας Πατέρας ή άγιος της Εκκλησίας μέχρι σήμερα δεν
κάνει αυτή την διάκριση στους Ιερούς Κανόνες, αλλά όλοι τους ομιλούν για αυστηρή
και ακριβή τήρηση αυτών, όπως σαφέστατα φαίνεται από τις παρά πάνω μαρτυρίες των
αγίων Πατέρων, που μνημονεύσαμε. Ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, για παράδειγμα,
που έζησε κάτω από τις συνθήκες της σύγχρονης εκκλησιαστικής ζωής, υπήρξε
αυστηρός υπέρμαχος της ακριβούς τηρήσεως των Ιερών Κανόνων. Αυτή η επινόησις
απηχεί στην ουσία μια πονηρή προσπάθεια των Οικουμενιστών θεολόγων, να υπερβούν
τους Πατέρες και να τους υποκαταστήσουν, ως γνήσιοι οπαδοί της Μεταπατερικής
«Θεολογίας», για να παύσουν να γίνονται φραγμός στο οικουμενιστικό τους
κατρακύλισμα.
Περί Η΄και Θ΄Οικουμενικής
Συνόδου.
Ισχυρίζεται επίσης ο κ.Κ.Ν., ότι «το θέμα της
μεταλλαγμένης εισπήδησης της εποχής μας συνιστά πιό επικαιρικό και καυτό ζήτημα
από την αναγνώριση της ογδόης και ενάτης οικουμενικής συνόδου» (σελ.2,ο.π.). Και
εδώ δυστυχώς αστοχεί ο αγαπητός κ.Κ.Ν., διότι το θέμα της αναγνωρίσεως των εν
λόγω Συνόδων ως Οικουμενικών είναι θέμα δογματικό, είναι θέμα πίστεως, αφού στις
Συνόδους αυτές καταδικάζονται σοβαρότατες αιρετικές διδασκαλίες των Παπικών, τις
οποίες δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε και έτσι με τον τρόπο αυτό
καταισχύνονται ακόμη περισσότερο οι αιρετικοί Παπικοί. Κατά συνέπεια είναι
μείζονος σημασίας σε σχέση με το θέμα της μεταλλαγμένης εισπήδησης, διότι πάνω
απ’ όλα είναι η πίστη, το δόγμα και έπονται όλα τα άλλα. Δυστυχώς και εδώ
υπάρχει «διεστραμμένη αντίληψη των πραγμάτων, που μας μεταφυτεύθηκε» όχι «εκ
δυσμών», ούτε εξ ανατολών, αλλά από το χώρο του Οικουμενισμού.
Κατηγορητήριο με σειρά ερωτημάτων.
Στην
επόμενη παράγραφο ο αγαπητός κ.Κ.Ν. απευθύνει προς τον Σεβασμιώτατο σειρά
ερωτημάτων, που ουσιαστικά, με τον τρόπο που διατυπώνονται, αποτελούν
κατηγορητήριο και θυμίζουν, ας μας συγχωρέση ο κ.Κ.Ν., «γυαλιά ιεροεξεταστικά
…αρκετή πολιτική και διαφθορά, λίγο στρατό, πολύ δικαστήρια, τηβέννους και
εισαγγελείς» (σελ.2,ο.π.), δηλαδή «δικανικό και νομικίστικο πνεύμα»
(σελ.1,ο.π.).
α. Περί των δύο ιερέων.
Στην πρώτη του
κατηγορία, ως άλλος δικαιοκρίτης εισαγγελεύς, αφού έστησε στο εδώλιο τον
Σεβασμιώτατο, του καταλογίζει ευθύνες για παράλειψη καθήκοντος, διότι παρέλειψε
να «καλέση σε απολογία τους δύο ιερείς της δικαιοδοσίας του για την διαδικτυακή
τους κατά των Οικουμενικών Πατριαρχών παρέμβαση» (σελ.2,ο.π.). Κατ’ αρχήν οι
παρεμβάσεις των δύο κληρικών δεν αφορούσαν άλλης φύσεως θέματα, αλλά θέματα
πίστεως, τα οποία, όπως ελέχθη παρά πάνω, είναι κοινό κτήμα και θησαυρός όλων,
κλήρου και λαού και όχι μόνον των Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων και για τα οποία
επομένως όλοι έχουμε ευθύνη, κλήρος και λαός. Έπειτα οι παρεμβάσεις δεν
αφορούσαν τα πρόσωπα των Πατριαρχών, αλλά τις βλάσφημες και αντορθόδοξες
δηλώσεις και ενέργειές των, οι οποίες, επειδή έγιναν δημοσίως, προκάλεσαν
βαρύτατο και ευρύτατο σκανδαλισμό και σάλο στον πιστό λαό του Θεού. Για το
βαρύτατο αυτό αμάρτημα του σκανδαλισμού μας πληροφορεί ο ίδιος ο Κύριος ότι «ος
δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ συμφέρει αυτώ ίνα
κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της
θαλάσσης» (Ματθ.18,6), δηλαδή να κρεμάση μιά μυλόπετρα στο λαιμό και να φουντάρη
στη θάλασσα. Εάν πάλι ο αγαπητός κ.Κ.Ν. νομίζει, ότι δεν υπήρξαν βλάσφημες
δηλώσεις και ενέργειες εκ μέρους των Πατριαρχών, τότε ας κάνη τον κόπο να μας το
αποδείξει, με βάση, βέβαια, την αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες και τους αγίους
Πατέρες. Εξ άλλου τα όσα έγραψαν οι δύο κληρικοί σχετικά με τις παρά πάνω
βλασφημίες, δεν αποτελούν ιδικές τους εκτιμήσεις και απόψεις, αλλά στηρίζονται
εξ’ ολοκλήρου σε μαρτυρίες αγίων και καταξιωμένων ανδρών, όπως ο γέροντας
Παΐσιος, κ.α.
β. Περί του Σεβ. πρώην Ράτσκας
Αρτεμίου.
Σε μια δεύτερη κατηγορία του ζητά να μάθη: «Ποία η
στάση σας έναντι του επισήμως καθηρημένου πρ. Ράτσκας Αρτεμίου;». Κατά τον
συγγραφέα εάν «ισχύουν τα όσα λέγονται και γράφονται περί στήριξής του εκ
μέρους» του Σεβασμιωτάτου, τότε το γεγονός αυτό «συνιστά πεντακάθαρο πρόβλημα
επισκοπικής εισπηδήσεως στη Σερβική Εκκλησία» (σελ.2,ο.π.). Κατ’ αρχήν το ότι οι
περί του ζητήματος αυτού παρεμβάσεις και δημοσιεύσεις του Σεβασμιωτάτου δεν
αποτελούν εισπήδηση σε ξένη επισκοπική δικαιοδοσία, το αποδείξαμε με όσα περί
εισπηδήσεως παραθέσαμε παρά πάνω. Στο σημείο αυτό ερωτώμεν: Έκανε τον κόπο άραγε
ο τα πάντα ανακρίνων και εξετάζων κ.Κ.Ν. να ερευνήσει τα πραγματικά αίτια της
καθαιρέσεως του εν λόγω επισκόπου, μη περιοριζόμενος μόνον στους ισχυρισμούς και
διακηρύξεις της μιάς πλευράς, δηλαδή των ιεραρχών οι οποίοι τον καθήρεσαν, αλλά
και εις όσα ο ίδιος αποδεικτικά έγγραφα και λοιπά στοιχεία παραθέτει από την
δικογραφία του; Έκανε τον κόπο να ερευνήσει, εάν, με βάση τα παρά πάνω
αποδεικτικά έγγραφα, η καθαίρεσή του υπήρξε σύμφωνη προς τους Ιερούς Κανόνες και
τον Καταστατικό Χάρτη της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας; Έλαβε άραγε υπ’ όψιν του
το γεγονός, ότι ο εν λόγω επίσκοπος καθηρέθη «δίχα Κανονικού κατηγορητηρίου και
προσάψεως πραγματικών περιστατικών, κανονικών ανακρίσεων και διερευνήσεως του
κατηγορητηρίου, Κανονικής δίκης και απολογίας και ενδίκων μέσων» (ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή συμπαραστάσεως προς τον Ἐπίσκοπο Ἀρτέμιο, ἀριθμ.
πρωτ. 115, Πειραιᾶς 31-1-2011, σελ.2), όπως ευστοχώτατα επισημαίνει ο
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ο επί 20ετίαν διατελέσας Εκκλησιαστικός
Ανακριτής και Γραμματεύς των Συνοδικών Δικαστηρίων της Ελλαδικής Εκκλησίας και
ως εκ τούτου πλουσιωτάτην εμπειρίαν διαθέτων επί θεμάτων Εκκλησιαστικής
Δικαιοσύνης; Πώς λοιπόν ο κ.Κ.Ν., από τον οποίον τίποτα δεν ξεφεύγει, ούτε ακόμη
το ότι «ο λόγος» του Σεβασμιωτάτου «και δή ο γραπτός, κινούμενος μεταξύ
δημοτικής και μιάς ιδιόλεκτης …καθαρεύουσας» (σελ.3,ο.π.), προσπέρασε όλα τα
παρά πάνω κραυγαλέα στοιχεία; Τα κατάπιε άραγε, ή τα έκανε γαργάρες; Αλοίμονο σ’
αυτούς, που «διϋλιζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον», σύμφωνα με τον
λόγον του Κυρίου (Ματθ.23,24). Πέραν αυτών επισημαίνουμε ότι ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ οὐδέποτε ἦλθε σέ ἐκκλησιαστική-εὐχαριστιακή
κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο Ἀρτέμιο, ἀλλά ἁπλῶς ἐπεσήμανε, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς
Ι.Σ.Ι. τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «παραβιάζουν καταφόρως πάσαν ἔννοιαν κανονικοῦ
δικαίου καί κανονικῆς δικονομικῆς εὐταξίας» (Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή συμπαραστάσεως…ο.π., σελ.2 και Άπάντησις προς τον Σέρβο
Έπίσκοπο Άμφιλόχιο, Πειραιᾶς 1-3-2011). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ μέγας
αδικημένος άγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἀδίκως καθαιρεθείς ὑπό ληστρικῆς συνόδου
(Σύνοδος της Δρυός το 404) καί ἀκολουθήσας «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν» τόν δρόμο
τῆς ἐξορίας, ἐρωτηθείς ὑπό Ἐπισκόπων-πνευματικῶν του τέκνων γιά τήν στάση, τήν
ὁποία ἔπρεπε νά τηρήσουν μετά τήν ἄδικη καί ἀντικανονική του καθαίρεση, ἀπάντησε
ἐμπνευσμένως: θά κοινωνήσετε μετά τοῦ διαδόχου μου πρός ἀποφυγήν σχίσματος, ἀλλά
δέν θά ὑπογράψετε τήν καταδίκη μου, διότι εἶναι ἄδικη. Αὐτή τήν τακτική
ἀκολουθῶν ο Σεβασμιώτατος, εξακολουθεί μεν να έχει εκκλησιαστική κοινωνία με την
Σερβική Εκκλησία, ωστόσο όμως εκφράζει ελευθέρως την διαφωνία του με την
γενομένη αντικανονική πράξη της καθαιρέσεως.
γ. Περί του κ. Νικολάου Σωτηροπούλου.
Ζητά
επίσης να μάθη ο κ.Κ.Ν. εάν «ο επισήμως, επισημότατα αφορισθείς Ν. Σωτηρόπουλος
τυγχάνει της ευρύτερης αποδοχής» (σελ.2,ο.π.) του Σεβασμιωτάτου. Και εδώ θα
θέσωμε τα ίδια ερωτήματα στον αγαπητό κ.Κ.Ν. όπως προηγουμένως περί του πρώην
Ράτσκας κ. Αρτεμίου, διότι και οι δύο άνδρες αδίκως και αντικανονικώς
κατεδικάσθησαν με την εσχάτην των ποινών, ο μέν πρώτος με καθαίρεση, ο δε
δεύτερος με αφορισμό, δηλαδή «δίχα Κανονικού κατηγορητηρίου και προσάψεως
πραγματικών περιστατικών, κανονικών ανακρίσεων και διερευνήσεως του
κατηγορητηρίου, κανονικής δίκης και απολογίας και ενδίκων μέσων». Και επομένως
και διά τους δύο ισχύει ο μακαρισμός του Κυρίου «μακάριοι εστέ όταν ονειδήσωσιν
υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού.
Χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.5,11-12).
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι ο αγαπητός κ.Κ.Ν. θα έπρεπε να απευθύνει τις
κατηγορίες και διαμαρτυρίες του προς άλλες κατευθύνσεις, προς την κατεύθυνση του
Πατριαρχείου Σερβίας και προς την κατεύθυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
όχι προς τον Σεβασμιώτατον.
δ. Περί
των Αναθεμάτων.
Ζητά επίσης να μάθη ο κ.Κ.Ν. εάν «οι εκφωνήσεις
των προσθέτων αναθεμάτων-ζήτημα λειτουργικό της καθ’ όλου Ορθοδοξίας- έγιναν με
την Ελλαδική Συνοδική ευλογία, ή τουλάχιστον σε συννενόηση με ανώτερα συλλογικά
όργανα της Εκκλησίας, ή έστω με τον Οικουμενικό Πατριάρχη» (σελ.2,ο.π.). Σχετικά
με το θέμα αυτό, ο Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων και Αντικυθήρων κ. Σεραφείμ, ο
οποίος διατελούσε μέλος της Δ.Ι.Σ. της περιόδου εκείνης, κατά την οποίαν
εξεφωνήθη υπό του Σεβ. Μητροπολίτου μας το διηυρημένο Συνοδικό (4.3.2012) με τα
πρόσθετα αναθέματα, μας δίδει τις εξής διαφωτιστικές πληροφορίες: «Ως Συνοδικόν
μέλος της τρεχούσης Συνοδικής περιόδου διά τα θέματα αυτά έδωκα εξηγήσεις
ενώπιον της Δ.Ι.Σ. εξ’ αφορμής της πρό του Πάσχα αφιχθείσης σχετικής επιστολής
του Παν. Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, η οποία κυρίως αφεώρα εις το
πρόσωπον του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, το διηυρημένον Συνοδικόν,
το οποίον εξεφώνησε κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας και τας αντιοικουμενιστικάς
κινήσεις του. Ο Μακαριώτατος Πρόεδρος και όλοι οι άγιοι Συνοδικοί σαφώς
ετοποθετήθημεν επί των θιγομένων θεμάτων της Πατριαρχικής επιστολής και τα
τηρηθέντα πρακτικά δύνανται να μαρτυρήσουν περί αυτού, αλλά και αυτή η Συνοδική
απάντησις, η οποία διαπέμπεται κατ’ αυτάς εις τον Παναγιώτατον» (ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Επιστολή προς τους θεράποντας της Ιεράς
επιστήμης της θεολογίας», Θεοδρομία ΙΔ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2012), σελ. 277). Η
συνέχεια των γεγονότων απέδειξε, ότι η Δ.Ι.Σ. δεν εθεώρησε αναγκαίον να εκφράση
την αποδοκιμασία της, ή έστω απλήν τινά μέμψιν, επισήμως και γραπτώς, προς τις
εν λόγω ενέργειες του Σεβασμιωτάτου. Πέραν αυτών, εις ό,τι αφορά τα αναθέματα,
προσθέτουμε τα εξής: Τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843
ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μετά τό τέλος τῆς δευτέρας
φάσεως τῆς εἰκονομαχίας καί περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς ἀπό
τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά ἔκαναν τήν
ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ,
ὁπότε ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώνα νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς
Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ», μέ τά
ὁποία ἀναθεματίζεται στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι
συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι δόγμα ἡ προσθήκη ἀναθεμάτων.
Προσθαφαιρέσεις ἀπαγορεύονται ρητῶς ἀπό τόν Ζ΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ἁγίας καί
Οἰκουμενικῆς Γ΄ Συνόδου μόνο στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Οὔτε μποροῦμε νά
κατηγορήσουμε τούς ἁγίους Πατέρες, ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν
κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα.
Αὐτή, λοιπόν, τήν συνήθη
ἐκκλησιαστική τακτική ἀκολούθησε καί ὁ Σεβασμιώτατος, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις
Πατράσι καί τῆ Ἐκκλησία», ὅταν τήν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας του 2012 ἐξεφώνησε νέα
ἀναθέματα ἐναντίον τοῦ Ἑβραϊσμοῦ, τοῦ Σιωνισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ, τοῦ
Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ, τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ, τοῦ
Παπισμοῦ, τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, τοῦ Ἰεχωβισμοῦ, τοῦ Χιλιασμοῦ, τοῦ
Πεντηκοστιανισμοῦ, τοῦ Διαχριστιανικοῦ καί Διαθρησκειακού Οἰκουμενισμοῦ κ.ἄ. Ἤ
μήπως ἀγνοεῖται τό γεγονός, ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις εἶναι κατεγνωσμένες
ἀπό συνόδους καί ἀπό ἁγίους Πατέρες; (Σχ. βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Είναι αἵρεση
ὁ Παπισμός; Τι λένε Οἰκουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες», Θεοδρομία Θ2,
Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007, σελ. 233-284). Ἐξάλλου καί τό ἴδιο τό Συνοδικό της
Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ κάποιο σημεῖο˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα!», ἀνάθεμα
σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ’
αὐτούς, ποῦ ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας των αἰώνων. Ἄρα,
ὁ Σεβαμιώτατος οὔτε πρωτοτύπησε, οὔτε ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί
Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ἀκολούθησε ταπεινῶς τήν συνήθη ἐκκλησιαστική τακτική, καί
τήρησε τήν τάξη τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως
ἰσχύει μέχρι καί τῆς σήμερον. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος τοῦ Σεβασμιωτάτου
μας εἶναι διφυής, διττός: Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν
ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες στερροῦν τήν
σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Δηλαδή φταίει ὁ Σεβασμιώτατος, ποῦ ἀγρυπνεῖ καί
ἐπιδεικνύει ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνει τούς λύκους νά
φᾶνε τά πρόβατα;
ε. Περί της υπογραφής στην «Ομολογία
Πίστεως».
Ζητά επίσης να μάθη ο κ. Κ.Ν. εάν ο Σεβασμιώτατος «αναιρεί την υπογραφή του στην περιβόητη ‘Ομολογία Πίστεως’» (σελ.3,ο.π.). Ο
Σεβασμιώτατος δεν αναιρεί ούτε πρόκειται ποτέ να αναιρέσει την υπογραφή του στο
μοναδικό, ανεπανάληπτο, θεολογικότατο κείμενο «Ομολογία Πίστεως κατά του
Οικουμενισμού». Ἡ «῾Ομολογία» εἶναι ὁμολογία, εἶναι ἔργο καί πράξη θεάρεστη, δέν
εἶναι ἁπλᾶ λόγια καί χαρτοπόλεμος. Εἶναι πράξη παρρησίας καί θάρρους μέ πολύ
προσωπικό κόστος, μέ κατασυκοφάντηση ὅσων την υπέγραψαν και πρωτοστάτησαν στη
διάδοσή της καί μέ ἀπειλές ἐναντίον τους. Η Ι.Σ.Ι. της Ε.τ.Ε. έχει πάρει
τελεσίδικη και οριστική απόφαση για το κείμενο της Ομολογίας. Αποφάνθηκε ότι
«Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος παρακολουθεί και θα συνεχίσει να
παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους
Ετεροδόξους, γι’ αυτό και θεωρεί το, ως «Ομολογία Πίστεως» κείμενο, ως εκ
περισσού» (Σχ. βλ. ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
«Ανακοινωθέν για «Ομολογία Πίστεως» και «Διάλογο», Θεοδρομία ΙΑ3,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, 449-451). Υπενθυμίζουμε, ότι ο Πατριάρχης και σε ομιλίες
του και σε επίσημο Πατριαρχικό Γράμμα, «συνοδική διαγνώμη» μάλιστα, είχε ζητήσει
την αποκήρυξή της ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή και την καταδίκη όσων
υπέγραψαν, διότι η Ομολογία, κατά τον Πατριάρχη, «παραπλανά τον πιστό λαό»,
δημιουργεί «σχίσμα» στο λαό και την Ιεραρχία, παρακωλύει σοβαρά τη διορθόδοξη
συνεργασία κ.ο.κ.
Η ανακοίνωση της Ιεραρχίας αξίζει μια προσεκτικότερη
ανάγνωση. Από το ανακοινωθέν (παραγρ. 6) προκύπτει, ότι η Ιεραρχία προφανώς δεν
συμμερίζεται τις Πατριαρχικές ανησυχίες και δεν τις βρίσκει δικαιολογημένες. Ο
τότε εκπρόσωπος Τύπου Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος εδήλωσε, ότι η Ομολογία
δεν προκαλεί κανένα σχίσμα. Για το λόγο αυτό η Ιεραρχία δεν την αποκήρυξε, ούτε
ως προς το περιεχόμενο, ούτε ως προς τη διαδικασία (συγκέντρωση υπογραφών κλπ)!
Και ασφαλώς δεν επέβαλε εκκλησιαστικά επιτίμια στους υπογράψαντες κληρικούς,
ούτε καν επίπληξη, ή έστω απλή σύσταση! Αλλά, ούτε και οι υπογραφές των πιστών
χαρακτηρίστηκαν ως εκκλησιολογικά απαράδεκτες! Άλλωστε πώς ήταν δυνατόν να
καταδικάσει τέτοιο κείμενο, όταν είναι πρόδηλο από το ανακοινωθέν, ότι οι ίδιοι
οι Ιεράρχες συμμερίζονται τις ανησυχίες των συντακτών της; Πώς να καταδικάσουν
Αρχιερείς, αλλά και σεβασμίους καθηγουμένους με ολόκληρες Αδελφότητες και
λοιπούς κληρικούς από πολλές Ορθόδοξες χώρες, όταν η υπογραφή τους στην
«Ομολογία» στάθηκε αφορμή, για να λάβη η Ιεραρχία μία πρώτη ενημέρωση σχετικά με
την Παναίρεση του Οικουμενισμού και του Θεολογικούς διαλόγους; Όπως εδήλωσε
Αρχιερέας εκ των μη υπογραψάντων «τελικά η Ομολογία μας βγήκε σε καλό.
Ενημερώθηκε η Ιεραρχία για τα θέματα αυτά, στα οποία είχε μεσάνυκτα»! Και μόνο
το γεγονός, ότι η Ομολογία στάθηκε αφορμή για τη συζήτηση και απόφαση της
Ιεραρχίας αυτό και μόνο αποτελεί την καταξίωσή της στη σύγχρονη εκκλησιαστική
πραγματικότητα.Είναι επίσης άξιον προσοχής, ότι η Ιεραρχία δεν απαξιοί θεολογικά
την «Ομολογία», αλλά την χαρακτηρίζει απλώς «ως εκ περισσού», δηλαδή «χωρίς να
είναι απαραίτητη, αναγκαία» (Μπαμπινιώτης). Έχει ιδιαίτερη σημασία η αιτιολόγηση
της φράσεως αυτής: δεν είναι απαραίτητη, διότι η ίδια η Ιεραρχία πλέον
«παρακολουθεί και θα συνεχίσει να παρακολουθεί επαγρυπνούσα το θέμα των
διαλόγων». Όσοι στη συνοδική φράση «ως εκ περισσού» βλέπουν θεολογικό
χαρακτηρισμό και μάλιστα απαξιωτικό για την «Ομολογία», είναι πρόδηλο, ότι
εκφράζουν τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ανικανοποίητες επιθυμίες τους… (Σχ.
βλ. ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και τη Ιεραρχία»,
Θεοδρομία ΙΑ3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, σελ. 459-460). Στην «Ομολογία Πίστεως»,
επίσης, οφείλεται το ναυάγιο του Θεολογικού Διαλόγου της Μικτής Επιτροπής
Ορθοδόξων και Παπικών σχετικά με την αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα τόσο στην
Κύπρο τον Οκτώβριο του 2009, όσο και στην Βιέννη το 2010 (Σχ. βλ. Ι. Μ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ, Κριτικές επισημάνσεις
και παρατηρήσεις στο βιβλίο του κ. Αθανασίου Μπασδέκη ‘Εμείς και οι άλλοι. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες Εκκλησίες και ομολογίες. Τί μάς χωρίζει και τί
μάς ενώνει’, 3-9-2012, σσ. 23-29).
στ. Περί
συνοδείας μελών της «Χρυσής Αυγής» στην μήνυση κατά του Corpus
Christi.
Ζητά επίσης να μάθη ο κ. Κ.Ν. εάν «εγνώριζε, ότι θα τον
συνοδεύσουν μέλη πολιτικού κόμματος στην πρόσφατη κατάθεση μήνυσης κατά του
επαίσχυντου θεατρικού δρωμένου» (σελ.3,ο.π.). Σχετικά με το θέμα αυτό
παραθέτουμε απόσπασμα από το ανακοινωθέν του Σεβασμιωτάτου: «…Κατόπιν τῶν
ἀνωτέρω ἐνεργώντας ὄχι ὡς Μητροπολίτης, ἀλλά ὡς πολίτης, ὅπως εἶχα κάθε ἔννομο
δικαίωμα στήν δημοκρατική χώρα, πού θέλω νά πιστεύω ὅτι ζοῦμε, μετέβην στό
ἁρμόδιο Ἀστυνομικό Τμῆμα Ὁμονοίας, στήν περιοχή εὐθύνης τοῦ ὁποίου διαπράττεται
τά ἀνωτέρω ἀδίκημα τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης 11 Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ. καί κατέθεσα μήνυση
γιά τήν αὐτεπαγγέλτως διωκομένη ἐγκληματική ἐνέργεια τῆς κακόβουλης βλασφημίας
τῶν θείων. Ὑπό τῆς εἰσαγγελικῆς Ἀρχῆς μοῦ ἐζητήθησαν συμπληρωματικά στοιχεῖα καί
τό ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης προσῆλθα, γιά νά καταθέσω τά συγκεκριμένα στοιχεῖα.
Μάρτυρες ἐπρότεινα τόν ἐλλογιμώτατο κ. Κωνσταντῖνο Χολέβα, Πολιτικό Ἐπιστήμονα
καί τόν Ραδιοφωνικό παραγωγό κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, αὐτήκοο καί αὐτόπτη μάρτυρα
τοῦ θεατρικοῦ ἔργου. Κατά τήν διαδικασία τῆς καταθέσεως ὁμάδα βουλευτῶν
προσῆλθε αὐθορμήτως καί μοῦ ἐδήλωσε συμπαράσταση. Τούς συνεχάρην καί τούς
εὐχαρίστησα, ὅπως θά εὐχαριστοῦσα οἱονδήποτε ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο ἔσπευδε νά
ἐκφράση τήν συμπαράστασή του. Μέ ποῖα λογική θά ἔπρεπε νά ἀποπέμψω τούς
συγκεκριμμένους βουλευτές; Μήπως λάμβανε χώρα στό ἀστυνομικό τμῆμα κομματική
ἐκδήλωση ἤ μετεῖχα σέ προεκλογική ἐκστρατεία ὑπέρ κόμματος; Δυστυχῶς γιά τό
πολιτικό μας σύστημα καί τούς κομματικούς του σχηματισμούς ἡ βάναυση καταπάτηση
τοῦ ποινικοῦ νόμου, πού ἐξωραΐζεται ὡς δῆθεν ἐλευθερία ἐκφράσεως ἤ ἐλευθερία τῆς
τέχνης, οὐδόλως τούς ἀφύπνισε καί τούς διέγειρε μέ ἀποτέλεσμα ἤ νά ἀερολογοῦν
στά τηλεπαράθυρα ἤ νά τυρβάζουν περί ἄλλα ἀπομειώνοντας τήν ἐγκληματική καί
κακόβουλη βλασφημία εἰς βάρος τοῦ Παναγίου Θεοῦ, τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί
τοῦ εὐσεβοῦς Γένους πού θρησκεύεται καί λατρεύει τόν ὑβριζόμενο Θεό. Θά ἤμουν
ἀναπολόγητος ἐάν συνέπραττα μέ ὁποιαδήποτε κομματική σημαία ἤ ἐάν δέν ἐδεχόμην
τήν συμπαράσταση ὁποιουδήποτε προστρέχοντος. Δέν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον βουλευτές
ἄλλων κομμάτων οὔτε ὁ χῶρος ὑποβολῆς μηνύσεως ἦταν ἰδιωτικός. Ἔχει δέ
ἀπόλυτη ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ ἀειμνήστου Γέρου τῆς Δημοκρατίας: «Ἐμεῖς
λειτουργοῦμε καί ὅποιος θέλει προσέρχεται»
(Σχ.βλ.http://www.imp.gr/index.php/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2012/22-anakoino8enta-deltia-typoy-2012/274-de-fobomaste-gia-th-zwh-otan-loidoreitai-to-proswpo-toy-kyrioy
Ανακοινωθέντα - Δελτία Τύπου (2012) Σεβασμιώτατος Πειραιώς Σεραφείμ για Corpus
Christi: "Δεν φοβούμαστε ούτε και για την ίδια μας την ζωή, όταν πρόκειται για
την λοιδορία προς το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού’᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ
Ὀκτωβρίου 2012). Επίσης, ο Σεβασμιώτατος σε αποκλειστική συνέντευξη στο
«Αγιορείτικο Βήμα» απάντησε στους επικριτές του και σε διάφορα blogs, που
γράφουν, ότι ο «μητροπολίτης συνοδεύονταν μάλιστα στο Αστυνομικό Τμήμα από
βουλευτές της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα από τους κ. κ. Χρήστο Παππά, Πολύβιο
Ζησιμόπουλο, Παναγιώτη Ηλιόπουλο και Ευστάθιο Μπούκουρα», διευκρινίζοντας ότι,
τη μήνυση την κατέθεσε προσωπικά. Οι βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» έμαθαν και
ήρθαν για συμπαράσταση (Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Γιατί
κατέθεσα μήνυση κατά του έργου «Corpus Christi»,
http://www.aegeantimes.gr/article.asp?id=56706&type=26&kata=0
15/10/2012). Άραγε ο αγαπητός κ.Κ.Ν. έπραξε το καθήκον του απέναντι στο
«επαίσχυντο θεατρικό δρώμενο;». Κατάθεσε δηλαδή και αυτός παρόμοια μήνυση, ή
έστω, καυτηρίασε αυτή την φοβερή βλασφημία κατά του παναγίου προσώπου του Κυρίου
μας Ιησού Χριστού με κάποιο άρθρο του στο διαδύκτιο ή σε εφημερίδα; Ας μας δώσει
«μια ειλικρινή και αντρίκεια απάντηση» (σελ.3,ο.π.).
Προσπερνούμε το επόμενο
ερώτημά του, το οποίο αναφέρεται σε «γενικότερες πληθωρικές παρεμβάσεις επί
παντοίων θεμάτων εκκλησιαστικού (και όχι μόνο) ενδιαφέροντος» και αν αυτές
«τυγχάνουν άμεσης ή έμμεσης συνοδικής προστασίας και συμφωνίας» (σελ.3,ο.π.),
διότι εδώ ο συγγραφέας ομιλεί γενικά και αόριστα χωρίς να προσδιορίζει τις
παντός είδους παρεμβάσεις και τα παντός είδους εκκλησιαστικά θέματα. Υπάρχουν
πολλών ειδών παρεμβάσεις και άλλες μεν από αυτές αναφέρονται σε ουσιαστικά
αξιόποινες πράξεις προβλεπόμενες από τους Ιερούς Κανόνες, ενώ άλλες όχι, όπως
επίσης υπάρχουν εκκλησιαστικά θέματα αναφερόμενα στις ποιμαντικές του
αρμοδιότητες και ευθύνες και άλλα όχι.
ζ. Περί
σεξουαλικών θεμάτων.
Αποδοκιμάζει επίσης ο συγγραφέας «τις
λεπτομερείς εξονυχιστικές και λίαν εξειδικευμένες παρατηρήσεις του επί
σεξουαλικών θεμάτων, επειδή κατά τον συγγραφέα βρίσκονται «στον αντίποδα ακριβώς
της πατερικής εν προκειμένω διαχρονικής διδασκαλίας, ποιμαντικής πρακτικής και
πνευματικής προοπτικής» (σελ.3,ο.π.). Ὁ Σεβασμιώτατος ἀπέστειλε πρός μέρος τοῦ
ἐντύπου τύπου, πού σχολίασε δυσμενῶς Ἀνακοινωθέν του διά τήν παράχρησιν τῶν
σωματικῶν ὀργάνων μέσα στήν τραγική χοάνη τῆς πανσεξουαλικῆς μόδας μέ τίς
φρικιαστικές ἐπιπτώσεις στήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων τήν κατωτέρω
ἀπάντηση: «Ἀνέγνωσα τό περιπαικτικό καί ἀπαξιωτικό σχόλιό Σας, πού ἀφοροῦσε
κείμενό μου, μέ τό ὁποῖο ἐφιστοῦσα τήν προσοχή γιά τις δεινές ἐπιπτώσεις ἀπό τήν
παράχρηση τῶν σωματικῶν ὀργάνων. Προέβαλα, ἔστω καί ἄν δέν συμφωνοῦσα μέ τήν
ὁρολογία, δύο δημοσιεύματα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος, πού
ἰσχυροποιοῦσαν τήν ταπεινή μου πρόταση καί θά ἤθελα παρ' ὅτι γνωρίζω, ὅτι μιλάω
σέ «ὦτα μή ἀκουόντων», νά Σᾶς πῶ μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη στά πρόσωπά Σας, ἔστω καί ἄν
δέν τό πιστεύετε, ὅτι ἑκόντες ἄκοντες εἶσθε οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες μου καί ὅτι
οἱ λοιδωρίες Σας ἔστω καί ἄν δέν τό ἀντιλαμβάνεσθε πρός καιρόν θά εἶναι ὁ
μεγαλύτερος δήμιός Σας. Δέν πρωτοαναφέρθηκα στό θέμα τῆς παράχρησης τῶν ὀργάνων
τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τώρα. Εἶναι μόνιμος καί συνεχής ἡ ἀναφορά μου σέ αὐτό,
διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα συνιστᾶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί
φυσιολογίας, κατά δέ τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τόν «ναόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Θεωρῶ, ὅτι λογικός ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδέχεται, ὅτι ἡ
ὑπερμαθηματική ἀκρίβεια, λειτουργικότητα καί ἑνοείδεια τῆς βιοχημείας τοῦ
ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, πού προϋποθέτει ἀναποδράστως σκέψη, προέρχεται ἀπό τό
τίποτα καί τόν κανένα, καί εἰδικώτερα ἡ θαυμαστή λειτουργία καί ἀλληλοεπίδραση
τῆς ὑποφύσεως, τοῦ ὑποθαλάμου, τῶν ἐπινεφριδίων καί τῶν γεννητικῶν ἀδένων δέν
μπορεῖ νά εἶναι προϊόν τύχης ἤ ἄλογης καί ἀσυνείδητης φυσικῆς ἐπιλογῆς. Ὡς
Ἐπίσκοπος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐναντιοῦμαι στήν ὑγιᾶ σεξουαλικότητα ἐντός τοῦ
μεγάλου μυστηρίου τοῦ Γάμου, ἀλλά ὀφείλω σάν ποιμένας νά καταδεικνύω τίς
τραγικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀνθρώπινη φυσιολογία, πού ἀναποδράστως ἀπομειώνουν
τήν ἀθάνατη ἀνθρώπινη ψυχή καί φυσικά οὐδέποτε ἀπομείωσα τήν ἀληθῆ ἐπιστήμη, πού
ἀποτελεῖ ἔργο τῆς θεόσδοτης ἀνθρώπινης λογικῆς ἰδιότητος τῆς κατ' εἰκόνα Θεοῦ
κτισμένης ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀλλά ἐπισημείωσα τήν φαιδρότητα τῆς ψευδοῦς
ἐπιστήμης πού γίνεται ὄχημα καί ἄθυρμα τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας. Γιά τίς
σχετικές μου δηλώσεις (Veto 20/12/2009) τά ὁμοφυλοφιλικά σωματεῖα μέ κατεμήνυσαν
γιά δῆθεν προσβολή τῆς τιμῆς τους καί ἀπηλλάγην μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 455/2011
Διάταξη τοῦ Εἰσαγγελέα Ἐφετῶν Ἀθηνῶν. Θά ἔπρεπε ὅμως προτοῦ σύρετε τίς «ὡραῖες»
γραμμές Σας, νά κάνατε μιά «βολτούλα» μέχρι τό ὀγκολογικό Νοσοκομεῖο «ΜΕΤΑΞΑ»,
πού συχνά ἐπισκέπτομαι γιά νά φρίξετε μέ νέους καί νέες πού τούς ἀφαιροῦν τό
λάρυγγα, τήν ὑπερώα καί πού ἔχουν τραχειοστομία, ἀποτελέσματα τῆς ἄφρονος
παραχρήσεως τοῦ σώματός των ἤ νά συζητήσετε μέ εἰδικούς ἰατρούς γιά τήν
«ἀναβίωση» φοβερῶν ἀφροδισίων νοσημάτων καί τότε ἴσως ἀντιλαμβανόσαστε καί τήν
προσωπική Σας εὐθύνη σάν διαμορφωτές τῆς κοινῆς γνώμης. Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι μέ
τίς ὅποιες ἐπιλογές τους καί τήν κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας τους δέν τιμωροῦνται
ἀπό τόν Πανάγιο Θεό, ἀλλά ἀπό τόν ὑπάρχοντα πνευματικό Νόμο καί τήν ἀσέβεια στό
ἱερό πρόσωπό τους. Μήπως δέν γνωρίζετε, ὅτι ὅλη ἡ πρακτική τῆς ὁμοφυλοφιλίας,
ἀνδρικῆς καί γυναικείας, ἑδράζεται στήν παράχρηση τῶν σωματικῶν ὀργάνων καί ὅτι
νομοπαρασκευαστική ἐπιτροπή τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης «ἑτοιμάζει» ἐπέκταση τοῦ
συμφώνου συμβίωσης καί μεταξύ ὁμοφύλων ζευγαριῶν!!! Δηλαδή ἡ θεσμοθετημένη
πολιτεία νομιμοποιεῖ «ἠθικά» τήν παράχρηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί τήν
ψυχοπαθολογία περί τό γενετήσιο ἔνστικτο καί αὐτό δέν Σᾶς ἀπασχολεῖ, ἐνῶ
ἀποβαίνει τραγική ὁδός πόνου καί ἀφόρητης ὀδύνης γιά τούς συναθρώπους Σας, πού
παγιδεύονται σέ μιά τέτοια ἀλλοτρίωση τῆς προσωπικότητός τους. Εὔχομαι εἰλικρινά
ὁ Θεός νά μή «στήσῃ» στίς ψυχές Σας τήν ἁμαρτία αὐτή» (Σχ. βλ. Ανακοινωθέντα -
Δελτία Τύπου (2012) ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ : "Εμείς στηλιτεύουμε την ασέβεια στο ελεύθερο
και ιερό πρόσωπο του ανθρώπου", Εν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 2012,
http://www.imp.gr/index.php/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2012/22-anakoino8enta-deltia-typoy-2012/273-emeis-sthliteyoyme-thn-asebeia-sto-eley8ero-kai-iero-proswpo-toy-an8rwpoy).
η. Περί
της μέσης οδού μεταξύ νεοζηλωτισμού και
νηφαλιότητας.
Κατηγορείται επίσης ο Σεβασμιώτατος, ότι τηρεί «μία
διλημματική στάση μεταξύ φονταμενταλισμού-νεοζηλωτισμού και
νηφαλιότητας-διακρατήσης της εκκλησιαστικής ενότητας» (σελ.3,ο.π.). Δικαίωμα του
καθενός, και φυσικά και του κ.Κ.Ν. είναι να αμφισβητεῖ τήν ἐν Χριστῷ θεόσδοτη
ἐλευθερία τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱ. Μητροπόλεως, πού ὀφείλομε, ὡς μέλη τοῦ σώματός Του,
νά τηροῦμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί τήν μέση καί βασιλική ὁδό τῆς διακρίσεως, πού
πειρώμεθα ἀναξίως νά τηρήσωμε, βαλλόμενοι ἐν ταὐτῷ ἀπό τούς ἐκπροσωποῦντας τά
δύο ἄκρα τῆς πλάνης, τόν συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό καί τόν ἀνεπίγνωστο
Ζηλωτισμό (ἰδ. τεῦχος 13-14 Μάρτιος-Σεπτέμβριος 2012 φιλορθοδόξου Ενώσεως ΚΟΣΜΑΣ
ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ και ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ο Μητροπολίτης Πειραιώς απαντά εκ
νέου σε δημοσίευμα της ‘Ιδιωτικής Οδού’,
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/ 29-11-2012). Προς αυτήν την μέση και
βασιλική οδό άλλωστε μας προτρέπει και ο θεόπνευστος λόγος της Γραφής: «Ορθάς
τροχιάς ποίει σοις ποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά
μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από κακίας» (Παροιμ.4,26-27). Δεν
είναι του παρόντος να αναπτύξουμε γιατί τα δύο αυτά μεγέθη, ο Ζηλωτισμός και ο
Οικουμενισμός αποτελούν νοσολογικές οντότητες στο Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
η πρώτη ως κατάσταση σχίσματος και η δεύτερη ως αίρεση. Υπάρχει πλούσια σχετική
βιβλιογραφία, στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο αγαπητός κ.Κ.Ν.. Εμείς εδώ
ενδεικτικά μόνον παραπέμπουμε στο περισπούδαστο σύγγραμμα του αειμνήστου και
αγίου Γέροντος π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου με τίτλο «Τα Δύο Άκρα, Οικουμενισμός
και Ζηλωτισμός», Έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Τροιζήνος, Τροιζήνα
2008.
Τέλος απόλυτη απόδειξη της ελευθερίας
που επικρατεί στην Μητρόπολη μας αποτελεί η εφετεινή εορτή της μνήμης του Αγίου
Ιερομάρτυρος Σεραφείμ επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου κατά την οποία εορτάζει
τα ονομαστήρια του και ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κατά την τελεσθείσα Θ.
Λειτουργία στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αγ. Τριάδος ο ορισθείς υπό του Σεβ.
Μητροπολίτου κ. Σεραφείμ ομιλητής Αἰδεσιμ. Γ.Δ. εξ ιδίας πρωτοβουλίας του δεν
ανέφερε κατά την ομιλία του ούτε μία λέξη για τον εορτάζοντα Σεβ. Μητροπολίτη
ούτε μία ευχή. Και όμως ο Σεβ. τον συνεχάρη δημοσίᾳ και τον ευχαρίστησε δια την
ομιλία του. Αν αυτό δεν ικανοποιεί τον κ. Κ.Ν. και εξακολουθεί να αμφιβάλλει για
την επικρατούσα ελευθερία στην Μητρόπολη μας τότε δεν έχουμε να πούμε τίποτε
άλλο.