Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗN ΣΑΛΠΙΓΓΑ» ΕΙΣ ΤΟΝ «ΟΡΘΟΔΟΞΟN ΤΥΠΟN»


Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ


1. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ἐπικοινωνίας μὲ τὸ πλήρωμα, πληροφόρησης τοῦ λαοῦ καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς του—ὄψεις τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, ποὺ διακονεῖ μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀποτελεσματικότητα ὁ ἐκκλησιαστικὸς τύπος—ἀποτέλεσαν αἴτημα σπουδαιότατο γιὰ τὴνἙλλαδικὴἘκκλησία τῆς μετεπαναστατικῆς περιόδου. Τὸ ἱερὸ κήρυγμα καὶ οἱ ἐπισκοπικὲς ἐγκύκλιοι κάλυπταν μέχρις ἑνὸς σημείου αὐτὲς τὶς ἀνάγκες, ἀλλὰ ἡ ἔλλειψη ἑνὸς περιοδικοῦ ἐντύπου, ποὺ θὰ ἔφθανε μέχρι τὰ σπίτια τῶν πιστῶν, ὅταν μάλιστα οἱ διάφορες προπαγάνδες μὲ πρώτους τοὺς Μισσιοναρίους διέθεταν στὸ χῶρο αὐτὸ αὐξημένες δυνατότητες, ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητή. Πολὺ περισσότερο μάλιστα μετὰ τὴ νέα τάξη πραγμάτων, ποὺ ἐπέβαλε ἡ ἔλευση τοῦ βασιλέαὌθωνα καὶ ἡ βαυαροκρατία (1833 κ.ἑ.).
Μὲ τὴ βαυαροκρατία ἀρχίζει ἡ «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» τῆς Ἐκκλησίας τῆςἙλλάδος, ἡ ἀπόλυτη δηλαδὴ πολιτειοκρατία, μὲ ἀπροσμέτρητες συνέπειες στὴν πορεία τῆςἘκκλησίας καὶ ὅλης τῆς ἐθνικῆς ζωῆς.Ἡ ἀντικανονικὴ ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκέφαλου (22.7/4.8.1833) παρέδιδε τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας στὰ χέρια τῆς Πολιτείας, καὶ ἡ καθιέρωση τῆς “ἀριστίνδην Συνόδου” δημιουργοῦσε μία “κωφάλαλη” ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, δοτή, δηλαδὴ διορισμένη ἀπὸ τὸ Βασιλέα καὶ ὑποχρεωμένη νὰ λειτουργεῖ ὡς πειθήνια ἐντολοδόχος του.Ἔτσι, δημιουργήθηκε τὸ πλαίσιο, ποὺ ἐπέτρεπε κάθε εἴδους καινοτομία, σύμφωνα μὲ τὶς θελήσεις καὶ προϋποθέσεις τῆς βαυαρικῆς ἐξουσίας,ὥστε δίκαια ὁ μέγας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος νὰ γράφει στὴν Τριακονταετηρίδα του (σ. 282): «Ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα κενά». ΤΟΝ ΑΣΦΥΚΤΙΚΟ κλοιὸ τῆς Ἐκκλησίας ἔσφιγγε ἀκόμη περισσότερο ἡ ἐξωτερικὴ πίεση, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴ φθοροποιὸ δράση τῆς ξένης προπαγάνδας, τῶν Μισσιοναρίων, ποὺ μὲ τὴν ὑποστήριξη καὶ συνδρομὴ τῆς Πολιτείας ἐργάζονταν γιὰ τὸν ἐκπροτεσταντισμὸ τῆς Ἑλλάδος. Μὲ τὸ πρόσχημα τῆς «χριστιανικῆς φιλανθρωπίας» (Κ. Οἰκονόμος) ἵδρυαν σχολεῖα, ποὺ ἀποτελοῦσαν «δούρειους ἵππους» στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα, καὶ μὲ τὰ ποικίλα ἔντυπά τους, ποὺ ἄφθονα τύπωναν τὰ προτεσταντικὰ τυπογραφεῖα τῆς Μάλτας, ἔσπειραν τὶς ἰδέες τους, ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἔτσι ὄχι μόνο ἐλεύθερα, ἀλλὰ ἐλλείψει ἐκκλησιαστικοῦ τύπου καὶ χωρὶς δυνατότητα ἀνασκευῆς τους. Βέβαια, κάποια τέτοια δυνατότητα προσέφεραν ἰδιωτικὰ δημοσιογραφικὰ φύλλα, ὅπως ἡ ἐφημερίδα «Ἀθηνᾶ» τοῦ Ἐμμ. Ἀντωνιάδου καί, ὁ «Σωτὴρ» τοῦ Νικολάου Σκούφου, ἐκδιδόμενες στὸ Ναύπλιο. Δὲν ἦταν ὅμως ἐκκλησιαστικὰ φύλλα ἀλλὰ πολιτικά, ποὺ μὲ τὰ δημοσιεύματά τους συχνὰ δημιουργοῦσαν προβλήματα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ πρώτη ἦταν φιλοαγγλικὴ καὶ ἡ δεύτερη φιλογαλλική,καὶ οἱ δύο δηλαδὴ δυτικόφιλες!
Πῶς ἦταν, συνεπῶς, δυνατὸ νὰ στηριχθεῖ σ᾽ αὐτές ἡ Ἱεραρχία, ποὺ ἀναζητοῦσε τρόπο νὰ διοχετεύει, ἔστω καὶ πλάγια, στὸ λαὸ τὴν ἀντίδραση καὶ διαμαρτυρία της γιὰ τὰ τεκταινόμενα ἀλλὰ καὶ τὸν πόνο, ποὺ τῆς προκαλοῦσε τὸ ἁλυσόδεμά της.

2. Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ τοῦ Α΄ τόμου τῆς «Μεταφράσεως Βάμβα» (1834) ἦταν ἡ σταγόνα, ποὺ ἔκαμε τὸ ποτήρι νὰ ξεχειλίσει. Ἡ ἀγγλικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία, μὲ κύριο συνεργάτη της τὸν Ἕλληνα κληρικὸ Νεόφυτο Βάμβα, κυκλοφοροῦσε στὸν ἑλληνικὸ λαὸ μετάφραση τῆς Π. Διαθήκης ἀπὸ τὸ ἑβραϊκό, μὲ πρόσχημα τὴν πιστότητα στὴν ἐπιστήμη (τὸ ἑβραϊκὸ εἶναι τὸ πρωτότυπο τῆς Π. Διαθήκης), μὲ ἀληθινὸ στόχο ὅμως «ν᾽ ἀντιτάξωσιν αὐτὴν (δηλαδὴ τὴ Μετάφραση) εἰς τὴν ὡς κανονικὴν παραδεδεγμένην παρὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μετάφρασιν τῶν Ἑβδομήκοντα, νὰ ἐξασθενίσωσιν ἢ ν᾽ ἀφαιρέσωσιν ὅλως αὐτῆς τὸ κῦρος καὶ νὰ ρίψωσιν οὕτως εἰς ἀμφιβολίας τοὺς ἀναγνώστας αὐτῆς...» (ἔγγραφο τῆς Συνόδου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο – Γραμματεία, ἀριθμ. 1668/4.9.1834).
Στὶς 21.6.1834 δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα Σωτὴρ (φιλογαλλική!) (ἀρ. 45, σ. 187) ἄρθρο ἐναντίον τῆς Μεταφράσεως, γραμμένο ἀπὸ τὸν «ἱεροκήρυκα Γερμανό», μία μορφὴ τῆς νεότερης ἱστορίας μας, ποὺ πρέπει νὰ μελετηθεῖ κάποτε συστηματικά. Ξέρουμε ὅτι εἶχε διορισθεῖ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση (1822) ἱεροκήρυκας, μαζὶ μὲ ἄλλους λόγιους κληρικοὺς (Βλ. Οἰκονόμου, ὅπ. παρ. σ. 73).Τὸ δημοσίευμα τοῦ Γερμανοῦ, ἀσφαλῶς μετὰ ἀπὸ συνεννόηση μὲ τὴν Ἱεραρχία, δημιούργησε τὸν ἀναγκαῖο θόρυβο, γιὰ νὰ «τολμήσει» ἡ Σύνοδος νὰ στείλει τὸ παραπάνω ἔγγραφό της στὸ Ὑπουργεῖο, στηριζομένη βέβαια στὴ «Διακήρυξη τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (ἀρθρ. 11), ποὺ ἔδινε τὸ δικαίωμα στὴ Σύνοδο νὰ «ἐπαγρυπνεῖ» γιὰ «τὸ περιεχόμενον τῶν εἰς χρῆσιν τῆς νεολαίας καὶ τῶν ἐκ τοῦ Κλήρου προσδιωρισμένων καὶ περὶ θρησκευτικῶν ἀντικειμένων πραγματευομένων βιβλίων». Η ΑΠΛΗ διαμαρτυρία ὅμως δὲν θεωρήθηκε —καὶ οὔτε ἦταν— ἀρκετή. Ἔγινε αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη κατάλληλου δημοσιογραφικοῦ ὀργάνου στὰ χέρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ταυτόχρονα ὁ Γερμανός, «καὶ οἴκοθεν ὁρμήσας, θαρρυνθεὶς δὲ καὶ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου», ἀνέλαβε τὴν ἔκδοση «ἐφημερίδος ἐκκλησιαστικῆς», τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» (Οἰκονόμος, ὅπ. παρ., σ. 300). Ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ ἡ «Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ» ὀνομάζεται «ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίς», καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀκριβολόγο Κ. Οἰκονόμο, γιατί, μολονότι φαινομενικὰ καρπὸς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας, ἀνελάμβανε «νὰ ἐξελέγχη πάσας τὰς κατὰ τῆς εὐσεβείας κενοφωνίας (sic!), ὅσας καὶ τὰ βιβλία καὶ τὰ διδασκαλεῖα τῶν ἐξαποστόλων διέσπειρον, οἱ δέ τινες καὶ διὰ τῶν ἐφημερίδων ἐνδημοσίευον», ἐνεργοῦσα σὰν στόμα, καὶ φωνὴ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας. Ὅταν μάλιστα τὸν Ὀ κτώβριο τοῦ 1834 θὰ ἔλθει στὸ Ναύπλιο καὶ ὁ Κ. Οἰκονόμος καὶ θὰ ἀναλάβει οὐσιαστικὰ τὸν ἀντιπροτεσταντικὸ ἀγώνα τῆς «Σάλπιγγος», χαράζοντας καὶ τὴν ὅλη γραμμή της (βλ. Κ. Οἰκονόμου, «Περὶ τοῦ τὶς ὁ σκοπὸς τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος», στὸ ἔργο: Τὰ σωζόμενα Ἐκκλησιαστικά... τοῦ Κ. Οἰκονόμου, τόμ. Α, σ. 516–521), ἡ ἐφημερίδα θὰ ἀποβεῖ κυριολεκτικὰ φύλλο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπλο της ἐναντίον τῶν προπαγανδῶν καὶ ἀκρόπολη τοῦ ἀντιπροτεσταντικοῦ ἀγώνα.
Ὅπως μᾶς δόθηκε ἀλλοῦ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξουμε (βλ. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἰς τὴν νεοελληνικήν..., Ἀθῆναι 1977, σ. 363 ἐ.ἔ.), οἱ Μισσιονάριοι θεωροῦσαν τὴ «Σάλπιγγα» καὶ τὸ Γερμανό, μαζὶ δὲ καὶ τὸν Οἰκονόμο, τοὺς περισσότερο ἐπικίνδυνους ἀντιπάλους τους. Τρανὴ ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἡ ἔκρηξη χαρᾶς τοῦ ἄγγλου
Μισσιονάριου H.D. Leeves μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ ἐκδότη τῆς «Σάλπιγγος» Γερμανοῦ στὶς 26.11.1836: «Πορευόμεθα πολὺ εἰρηνικά... Μία ἐξήγηση γι᾽ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ὅτι ὁ μεγάλος διώκτης μας Γερμανὸς βγῆκε ἀπ᾽ τὴ μέση καὶ ἡ Σάλπιγγά του ἐσίγησε»... (Γ. Μεταλληνοῦ, ὅπ. παρ., σ. 363). «Ὁ ἱεροκῆρυξ Γερμανὸς καὶ ἡ Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ ἐδημιούργησαν εἰς τοὺς Μισσιοναρίους τὴν μεγαλυτέραν φθοράν, ἀνεπλήρωσαν δὲ τὴν ἕνεκα ἀδιαφορίας ἢ ἀδυναμίας ἐλλειπῆ ἀντίδρασιν τῶν ἐκ τῶν ἰθυνόντων» (αὐτόθι, σ. 364).
Ἡ «Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ» – «σύγγραμμα περιοδικόν, θεολογικόν, ἠθικὸν καὶ ἱστορικόν», ὅπως αὐτοχαρακτηριζόταν– ἐκδιδόταν ἀπὸ τὸ 1834 μέχρι τὸ 1836 στὸ Ναύπλιο καὶ ἀπὸ τὸ 1836 μέχρι τὸ 1838 στὴν Ἀθήνα, μὲ διακοπὲς λόγω τῶν περιπετειῶν τοῦ ἐκδότη της, συνεπείᾳ τῶν ἐναντίον του διώξεων τῶν ἀντιπάλων, ποὺ δὲν ἦσαν καὶ λίγοι – ἐξωτερικοὶ καὶ ἐ σωτερικοί.
Ἡ κυκλοφορία της, δηλαδή, συνδέθηκε μὲ μία ἡρωικὴ περίοδο τοῦ ἑλλαδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τύπου. Στὶς 15.4.1838 ἡ Σύνοδος πρότεινε τὸ διορισμὸ ἕξι Ἱεροκηρύκων, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἦταν ὁ Γερμανός. Τὸ Ὑπουργεῖο ὅμως τὸν ἀπέκλεισε! Ἀπὸ τότε σταματᾶ ἡ ἔκδοση τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» καὶ χάνονται καὶ τὰ ἴχνη τοῦ Γερμανοῦ (βλ. Κ. Οἰκονόμου, μν, ἔργ.. τ. Β. σ. 390, 395). Εἶναι ἕνα πρόβλημα, ποὺ ἀναμένει τὴ λύση του καὶ ποὺ ἀσφαλῶς μόνο μέσα ἀπὸ τὰ
ἀρχεῖα μπορεῖ νὰ δοθεῖ.
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκδόσεώς του τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», ἔχω τὴν βεβαιότητα —καὶ δὲν εἶμαι ἀσφαλῶς ὁ μόνος— ὅτι τὴν θέση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σάλπιγγος γιὰ τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ ὄχι μόνο τὸ ἐν Ἑλλάδι, διότι ἔχει γίνει δεκτὴ ἡ ἐφημερίδα καὶ ἀπὸ τὸν λοιπὸ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἔχει καταλάβει ὁ Ὀρθόδοξος Τύπος, ποὺ συνεχίζει μὲ θαυμαστὴ πιστότητα τὴν παράδοση, ποὺ ἐγκαινίασε ἡ Ἐφημερίδα τοῦ Ἱεροκήρυκος Γερμανοῦ. Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν οὐσιαστικὴ προσφορὰ τῶν ἐπισήμων ἐκκλησιαστικῶν ἐν τύπων, ὅπως λ.χ. ἡ «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» ὑπὸ τὸν ἀείμνηστο Γιάννη Χατζηφώτη, εἶναι πέρα πάσης ἀμφιβολίας, ὅτι ὁ «Ο.Τ.» συνεχίζει μὲ μεγαλύτερη συνέπεια, σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὴ στάση ἀπέναντι στὴν οἰκουμενιστικὴ πλάνη καὶ παραφροσύνη, τὴν μαρτυρία καὶ ὁμολογία τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος». Ἐκείνη πρώτη καθόρισε τὴν ἀναγκαία δεοντολογία στὶς στοχοθεσίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Τύπου, ὡς ἐκφραστοῦ ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, «σαλπίζουσα τῆς ἀληθείας τὸ κήρυγμα καὶ καθιστῶσα τοὺς Ὀρθοδόξους προσεκτικοὺς πρὸς τὰς σκοτεινὰς ἐπιβουλὰς τῶν ἀλλοφύλων», στοὺς ὁποίους —ἐν πρώτοις— ἀνήκουν οἱ ἑτερόδοξοι οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ συμφρονοῦντες αὐτοῖς «ὁμόφυλοι» ἀλλ᾽ ὄχι καὶ ὁμόδοξοι! Ὁ «Ο.Τ.» σήμερα, ὅπως ἡ «Ἐκκλησιαστικὴ Σάλπιγξ» τὸν 19ο αἰώνα, μὲ τὸ νὰ ρίπτει τὸ βάρος (ἐνοχλητικὰ γιὰ κάποιους) στὸν ἀντιοικουμενιστικὸν ἀγώνα, προσφέρει διακονία σημαντικὴ ὄχι μόνο στὸ σῶμα τῶν Πιστῶν, ἀλλὰ καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν Ἱεραρχία μας, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς μὲ ἀνακούφιση καὶ χαρὰ βλέπει στὸν «Ο.Τ.» κείμενα, ποὺ τὰ ἐν στενῇ ἐννοίᾳ ἐκκλησιαστικὰ φύλλα, δύσκολα (ἢ καὶ καθόλου) μποροῦν νὰ δημοσιεύσουν.



ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ.ΦΥΛ. 1952


ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου