Εἶχον συμφωνήσει εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἢ Αἱρέσεων νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ τὸ 2001
Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατὰ τὸ 1995 ἀνεφέρετο «εἰς τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα». Τί προέβλεπεν ἡ συμφωνία εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν εἰς τὸ Βουκουρέστι, τὴν Συρίαν καὶ τὴν Λεμεσόν, διὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ ἀπὸ τὸ 2001.
Τὸ Βατικανὸν ἐσχεδίασε τὸν κοινὸν ἑορτασμόν, ἄνευ παραιτήσεως ἀπὸ τὰς αἱρέσεις, τὰς κακοδοξίας καὶ τάς ἄλλας πλάνας του. Τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἢ Αἱρέσεων εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθώρισε τὴν ἡμερομηνίαν τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ, ἀνεξαρτήτως ἐὰν ὁ στόχος αὐτὸς δὲν ἐπετεύχθη. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον προωθεῖ τὰ σχέδια Βατικανοῦ καὶ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἢ Αἱρέσεων. Ἀψευδὴς μαρτυρία ἡ συμφωνία τοῦ Σεβ. Γερμανίας μετὰ τοῦ τοπικοῦ Παπικοῦ «Ἐπισκόπου». Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς ὅμως προϋποθέτει καὶ Συλλείτουργον μεταξὺ Πάπα καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ὡς ἐκ τούτου «Κοινὸν Ποτήριον». Πῶς θὰ γίνη αὐτό, ὅταν οἱ Παπικοὶ δὲν ἔχουν ἀποκηρύξει τὰς αἱρέσεις των καὶ ὁΠάπας διατηρεῖ τὸ ἀλάθητον (ἡμίθεος), τὸ πρωτεῖον, τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀποκλειστικοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἀρχηγοῦ Κράτους;
Αἴσθησιν προεκάλεσεν εἰς τὸν Ὀρθόδοξον πιστὸν λαὸν καὶ τὸν ἔντιμον κλῆρον ἡ ἀποκάλυψις ὑπὸ τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» τῆς συμφωνίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας μετὰ τοῦ Παπικοῦ «Ἐπισκόπου» τῆς Γερμανίας διὰ τὴν ἔναρξιν συζητήσεων μὲ σκοπὸν τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν Παπικῶν. Τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν προωθεῖ τὸ Βατικανὸν ἀπὸ τὸ 1960. Τὸν στόχον του ὅμως αὐτὸν τὸν ἐπισημοποίησε κατὰ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον καὶ τὸν ἀπεδέχθη ὁ ἀείμνηστος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κυρὸς Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἰδέας αὐτῆς. Διὰ πολλὰ ἔτη ὑπῆρχεν ἄκρα τοῦ «τάφου σιωπὴ» ὡς λέγει ὁ λαός, διότι ὅλοι ἐφοβοῦντο τὰς ἀντιδράσεις κυρίως, τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη ὅμως συνεζήτουν μυστικῶς αἱ κεφαλαὶ τοῦ Παπισμοῦ μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων μὲ σκοπὸν τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα. Ὡς ἀποκαλύπτεται ἔχει συγκροτηθῆ διὰ τὸ θέμα «ἄξων» μεταξὺ Παπισμοῦ, Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ἢ Αἱρέσεων – ΠΣΕ) καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ὁ «ἄξων» αὐτὸς εἶχε συμφωνήσει, μετὰ τὸ 2001 νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ τὸ Πάσχα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ ἄλλων πλανεμένων Χριστιανῶν. Τὸν στόχον τὸν ἔθεσε τὸ Βατικανὸν καὶ τὸν προώθησε δυναμικῶς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Τὸ τελευταῖον μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀριθ. 150 πρωτ. 420/26.5.1995 ἐγκύκλιόν του, ἡ ὁποία ἀνεφέρετο «εἰς τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τῆς Μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα» ἔθεσεν ἐπὶ τάπητος μίαν σειρὰν προβλημάτων ἱστορικοῦ, κανονικοῦ καὶ δογματικοῦ χαρακτῆρος. Ὡς δὲ ἀναγράφει τὸ Περιοδικὸν «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις», ἀριθμὸς 23 (Ἰανουαρίου – Μαρτίου 1977) σελίδες 83 –84: «Ἡ ἀνακίνησις τοῦ ὅλου ζητήματος ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ κατανοηθῆ πλήρως, ὅτι ὁ ἀπὸ κοινοῦ παγχριστιανικὸς ἑορτασμὸς τοῦ ῾Αγίου Πάσχα δὲν ἀπετέλεσε ποτὲ ἐσωτερικὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα τῆς ῾Αγιωτάτης ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ προέκυψε σαφῶς ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι ἐντεῦθεν τοῦ 1920· αὐτὴ βλέπει, ὅτι —μέσῳ σταθερῶν πρακτικῶν βημάτων— ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐξωτερικὴ (ὁμοσπονδιακὴ) ἑνότης τῶν διϊσταμένων Χριστιανῶν καὶ τοιουτοτρόπως προκαλεῖται στὸν κόσμο ἡ ψευδαίσθησις μιᾶς κοινῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας, παρὰ τὶς ὑφιστάμενες ἀκόμη ἀγεφύρωτες δογματικὲς διαφορές.
Δύο ἔτη μετὰ τὴν ἀνωτέρω ᾿Εγκύκλιο, ἕνα Δελτίο Τύπου τοῦ “Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν” (“Π.Σ.Ε.”) (24.3.1997), μὲ τίτλο “῾Η ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα: ἡ ἐπιστήμη προσφέρει λύσι σὲ ἕνα ἀρχαῖο θρησκευτικὸ πρόβλημα”, ὑπογραμμίζει τὴν ἡγετικὴ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ αὐτοῦ ᾿Οργανισμοῦ τῆς Γενεύης, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα τῶν Οἰκουμενιστικῶν ᾿Οργανισμῶν, στὴν προώθησι τοῦ ζητήματος.
• ῾Η ὀργάνωσι μιᾶς παγχριστιανικῆς συσκέψεως, ὅπως ἀναφέρει τὸ Δελτίο Τύπου, στὸ Χαλέπιο τῆς Συρίας (5–10.3.1997) ἀπὸ τὸ “Π.Σ.Ε.” καὶ τὸ “Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν Μέσης ᾿Ανατολῆς” (“Σ.Ε.Μ.Α.”) μὲ ἀντικείμενο τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἀπὸ τοῦ 2001 καὶ ἑξῆς, μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ προβοῦμε σὲ μίαν σύντομο ἱστορικὴ ἀναφορὰ σὲ μερικὲς πρόσφατες πτυχὲς τοῦ ζητήματος.
1. Εἶναι γνωστό, ὅτι μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο τρόπο τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ἐτέθη μὲ πρωτοβουλία τοῦ “Π.Σ.Ε.” καὶ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς ῾Ενότητος τῶν Χριστιανῶν τοῦ Βατικανοῦ, κατὰ τὸ ἔτος 1975 στὴν Ε´ Γενικὴ Συνέλευσι τοῦ “Π.Σ.Ε.” στὴν Ναϊρόμπι τῆς Κένυας (23.11 – 10.12.1975). (βλ. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, ῾Ιστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἔκδοσις β´, σελ. 213-14, 223-24, 365-66, Θεσσαλονίκη 1984).
2. Τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1994, ἐκπρόσωποι τῆς “Συνελεύσεως Εὐρωπαϊκῶν ᾿Εκκλησιῶν” (“Σ.Ε.Ε.”/ “Κ.Ε.Κ.”) (συμμετέχουν ὀρθόδοξοι καὶ προτεστάνται τῆς Εὐρώπης) καὶ τοῦ “Συμβουλίου Καθολικῶν ᾿Επισκοπικῶν Συνόδων Εὐρώπης” (“Σ.Κ.Ε.Σ.Ε.”/“C.C.E.E.”) συνῆλθαν στὸ Λεανυφάλου τῆς Οὑγγαρίας, γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ ὀργάνωσι τῆς “Β´ Οἰκουμενικῆς Συναντήσεως ᾿Εκκλησιῶν Εὐρώπης” στὸ Γκρὰτς τῆς Αὐστρίας τὸν ᾿Ιούνιο τοῦ 1997.
῾Η προπαρασκευαστικὴ Μικτὴ ᾿Επιτροπὴ ἀσχολήθηκε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετὰ τὸ ἔτος 2001 καὶ ἔθεσε τοῦτο ὡς θέμα συζητήσεως στὴν “Οἰκουμενικὴ Συνάντησι” τοῦ Γκράτς. (βλ. ἐφημερ. “Καθολική”, ἀριθ. 2744/ 21.6. 1994, σελ. 1).
3. Μετὰ ἀπὸ πέντε μῆνες (14.9.1994), πραγματοποιήθηκε στὸ Φανάρι ἡ “Β´ Σύναξις τῆς ἐν ἐνεργείᾳ ῾Ιεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου”.
῾Ο Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανὸς κατέκλεισε τὴν Εἰσήγησί του “Λειτουργικὰ προβλήματα ἐν τῇ Διασπορᾷ”, μὲ τὴν ἑξῆς χαρακτηριστικὴ ἀποστροφή: “Κατακλείοντες, θὰ ἔπρεπεν ἴσως ἐκ τοῦ ὅλου κύκλου τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ λειτουργικῶν προβλημάτων, νὰ ὑπενθυμίσωμεν ἐνταῦθα ἰδιαιτέρως τὸ συνεχῶς μετὰ ηὐξημένου ἐνδιαφέροντος ἐπανατιθέμενον αἴτημα τῶν ἀποδήμων διὰ κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, ὅπερ διὰ τοῦτο καὶ ἀποβαίνει ἰδιαιτέρας ποιμαντικῆς ἀνάγκης ζήτημα. Τὸ κατ᾿ ἀρχὴν δικαιώτατον καὶ ἱερὸν τοῦτο αἴτημα, ἀπασχολεῖ ζωηρῶς τὸ πλῆθος καὶ τῶν ᾿Ορθοδόξων ἐν τῇ Διασπορᾷ πιστῶν, ὡς ἐκ τοῦ λόγου ὅτι, ζῶντες οὗτοι ὡς μειονότης ἐν μέσῳ πολυανθρώπων καὶ συμπαγῶν κοινωνιῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν, ἀπὸ κοινοῦ ἑορταζόντων τὸ Πάσχα, ὄχι μόνον αἰσθάνονται περιθωριοποιούμενοι ἤ καὶ πλήρως ἀποκεκομμένοι, ἀλλὰ καὶ ὑφίστανται ὀδυνηρὰς πολλάκις πρακτικὰς συνεπείας εἰς τὰς ἐπαγγελματικάς, κοινωνικὰς καὶ ἄλλας σχέσεις των ἐν γένει. Καὶ πρέπει νὰ λεχθῇ ἐνταῦθα ἀπεριφράστως ὅτι εἶναι αὐτόχρημα τραγελαφικὸν τὸ γεγονὸς ὅτι, τὴν μὲν Κυριακὴν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος —ἥτις εἶναι τὸ ἐπαναλαμβανόμενον ἀντίγραφον τῆς μοναδικῆς ἡμέρας τῆς ᾿Αναστάσεως— δεχόμεθα νὰ ἑορτάζωμεν ἀπὸ κοινοῦ μετὰ πάντων τῶν ἑτεροδόξων, τῶν ἀλλοθρήσκων, ἀκόμη δὲ καὶ τῶν ἀθέων, αὐτὴν δὲ ταύτην τὴν ἡμέραν τῆς ᾿Αναστάσεως, ἥτις ἀποτελεῖ καὶ τὸ "πρωτότυπον", οὕτως εἰπεῖν, νὰ ἀρνούμεθα νὰ ἑορτάσωμεν ἀπὸ κοινοῦ”. (Περιοδ. “᾿Εκκλησία”, ἀριθ. 2/1.2. 1995, σελ. 76· βλ. καὶ περιοδ. “᾿Επίσκεψις”, ἀριθ. 509/30.9.1994, σελ. 3–12).
4. Τὸν ἴδιο μῆνα (14–19.9.1994), συνῆλθε στὸ Βουκουρέστι τῆς Ρουμανίας ἡ ᾿Εκτελεστικὴ ᾿Επιτροπὴ τοῦ “Π.Σ.Ε.”, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, ὅπως τὸ Τμῆμα “Πίστις καὶ Τάξις” καὶ ἡ Γραμματεία ἐπὶ τῆς Λατρείας καὶ τῆς Πνευματικότητος “μελετήσουν ἐκ νέου τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα”, μάλιστα δὲ ὁ Γενικὸς Γραμματεὺς τοῦ “Π.Σ.Ε.” Δρ Κ. Ρέϊζερ πρότεινε ὅτι πρέπει νὰ σχεδιασθῆ μία σειρὰ “εὐκαιριῶν γιὰ κοινὴ μαρτυρία καὶ ἑορτασμό, ἐκκινώντας ἀπὸ τὴν ῾Εβδομάδα Προσευχῆς τὸν ᾿Ιανουάριο τοῦ 2000 καὶ διὰ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῶν Χριστουγέννων νὰ φθάσωμε στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα τὸ ἔτος 2001”. (περιοδ. “᾿Ενημέρωσις”, Ι-1994/9, σελ. 6 καὶ περιοδ. “MECC News – Report”, Νο 11-12/November – December 1994, p. 4).
5. Μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες (15– 20.11.1994) συνῆλθε στὴν Λεμεσὸ τῆς Κύπρου ἡ ΣΤ´ Γενικὴ Συνέλευσις τοῦ “Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν Μέσης ᾿Ανατολῆς” (“Σ.Ε.Μ.Α.”) καὶ στὰ πλαίσια τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Τμήματος “Πίστις καὶ ῾Ενότης” συζητήθηκε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τελικῶς δὲ ἐγκρίθηκε σχετικὸ μήνυμα τοῦ Πάπα ᾿Ιωάννου Παύλου Β´. ᾿Εκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Καρδινάλιος ᾿Εδουάρδος Κάσσιντυ, Πρόεδρος τοῦ Ποντιφικίου Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησι τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, “πρότεινε συνάντηση τῶν Προκαθημένων τῶν ᾿Εκκλησιῶν κατὰ τὸ ἔτος 2000 μὲ σκοπὸ τὴ λήψη ἀποφάσεως γιὰ κοινὴ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ γιὰ ἐργασία γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα”.
᾿Επίσης ὁ Γενικὸς Γραμματεὺς τοῦ “Π.Σ.Ε.” Δρ Κ. Ρέϊζερ ὡμίλησε σχετικῶς καὶ “ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ τὸ ἔτος 2001” “νὰ γίνει αἰτία ἐξευρέσεως κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου”. (βλ. περιοδ. “᾿Απόστολος Βαρνάβας” Κύπρου, Μάρτιος 1995, σσ. 120 –130· περιοδ. “᾿Ενημέρωσις”, Ι– 1994/11–12, σσ. 3–4· ἐφημερ. “Κα- θολική”, ἀριθ. 2765/17.1.1995, σελ. 1· περιοδ. “Πάνταινος” ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1994, σελ. 29· περιοδ. “MECC News - Report”, Νο 11–12/November – December 1994, p. 9· περιοδ. “Ecumenical News International” – Bulletin, Νο 6/21.11.1994, p. 15–17).
6. Εἶναι προφανές, ὅτι ἡ σχετικὴ ᾿Εγκύκλιος τῶν Οἰκουμενιστῶν τοῦ Φαναρίου (150/420/26.5.1995) μετὰ παρέλευσι ἕξι μηνῶν ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω διεργασίες δὲν ἔπεσε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, οὔτε ἔφερε στὸ φῶς ἕνα ἐνδο-ορθόδοξο ζήτημα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ “ὁδηγία” τῶν διπλωματῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς Γενεύης, τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Φαναρίου, οἱ ὁποῖοι σύρουν τὴν ᾿Ορθοδοξία σὲ νέα σχίσματα καὶ τραγωδίες.
• ῾Επομένως, καὶ ἐν κατακλεῖδι, προκαλεῖ τοὐλάχιστον ἔκπληξι, ἡ ἑξῆς δήλωσις μαχητικοῦ ἀρθρογράφου, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, τοὺς σπεύδοντας στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κοινοῦ Πάσχα:
“῾Ωστόσο καὶ συγκρατούμεθα νὰ χρησιμοποιήσουμε, τό γε νῦν ἔχον, τοὺς ἁρμόζοντας ἁγιογραφικούς, ἱεροκανονικοὺς καὶ ἁγιοπατερικοὺς χαρακτηρισμοὺς περὶ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν “κοινωνούντων ἐκείνοις” Οἰκουμενιστῶν... ῞Οταν χρειασθῆ, θὰ τὸ κάνουμε καὶ αὐτό, πιστεύοντας ὅτι θὰ βοηθήσουμε καὶ προλάβουμε κάποιους ἀνυπόπτους ᾿Ορθοδόξους νὰ εὑρεθοῦν ἀπαγόμενοι ἀπὸ τοὺς θεωρουμένους ποιμένες τους στὴν ἑτεροδοξία καὶ αἵρεση... ἀνίδεοι”. (῾Αγιορείτου Μοναχοῦ Νικοδήμου [Μπιλάλη], “Καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου;”, ἐφημερ. “᾿Ορθόδοξος Τύπος”, ἀριθ. 1163/1.3.1996, σελ. 4)».
Πρὸς Συλλείτουργον
Πάπα – Οἰκ. Πατριάρχου
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι:
1ον) αἱ πρωτοβουλίαι τοῦ Βατικανοῦ ὡς εἶναι αἱ ἡμέραι οἰκουμενιστικῆς προσευχῆς ὑπὲρ διαφόρων ζητημάτων ἀποβλέπουν μακροπροθέσμως εἰς τὴν ἄμβλυνσιν τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μὲ τὴν συμμετοχὴν Ἀρχιερέων καὶ Θεολόγων εἰς τὰς οἰκουμενιστικὰς αὐτὰς προσευχὰς μὲ τελικὸν σκοπὸν τὴν ὑλοποίησιν τῶν στόχων τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. Καὶ ἕνας ἐξ αὐτῶν (τῶν στόχων) εἶναι ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα.
2ον) Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐνεργεῖ ὡς «παράρτημα» – «προτεκτορᾶτον» τοῦ Βατικανοῦ ὑλοποιῶντας τὰς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου ἀλλὰ καὶ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἢ Αἱρέσεων. Σήμερον διαπιστώνοντες τὴν παρακμὴν τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὴν μὴ ἐνασχόλησίν του μὲ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πνευματικὰ θέματα ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης οἰκονομικῆς κρίσεως καὶ τῶν προβλημάτων τῶν προερχομένων ἐξ αὐτῆς, αἱ κεφαλαὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πιστεύουν ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλος εὐκαιρία, διὰ νὰ προωθοῦν τὰ σχέδια Βατικανοῦ ΠΣΕ– Φαναρίου διὰ τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν πλανεμένων Χριστιανῶν. Ἡ συμφωνία ἢ καλλίτερον τὸ προσύμφωνον τοῦ Σεβ. Γερμανίας μετὰ τοῦ τοπικοῦ Παπικοῦ «Ἐπισκόπου», τὸ ὁποῖον ὁ «Ο.Τ.» ἔφερεν εἰς τὴν δημοσιότητα ἀποκαλύπτει τὰ «κρυφὰ σχέδια» τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν μέσῳ βαθυτάτης οἰκονομικῆς, πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς κρίσεως εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ὅταν ὁ Ἁγιορείτης Μοναχὸς Νικόδημος Μπιλάλης εἶχε γράψει τὸ ἐπικριτικὸν ἄρθρον εἰς τὸν «Ὀρθόδοξον Τύπον» διὰ τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν αἱρετικῶν χριστιανῶν εἶχεν ἐπικριθῆ ἀπὸ τὸ περιοδικὸν «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις».
Ἔγραψε τὸ περιοδικόν:
«῏Αραγε ἔχει ἐπίγνωσι ὁ συμπαθὴς ἀρθρογράφος τοῦ τί λέγει;
• Πότε “θὰ χρειασθῆ” τελικῶς ἡ βοήθειά του, γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τῆς ἀπαγωγῆς τῶν “ἀνίδεων” “στὴν ἑτεροδοξία καὶ αἵρεση”, ὅταν ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψιν —καὶ τὸ γνωρίζει λίαν καλῶς— ὅτι οἱ “θεωρούμενοι ποιμένες” τῶν “ἀνυπόπτων ᾿Ορθοδόξων” ἔχουν πρὸ πολλοῦ παύσει νὰ εἶναι ᾿Ορθόδοξοι μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους των καὶ τὴν συνεχῆ διακήρυξι πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, ἔναντι τῶν ὁποίων τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ Πάσχα κυριολεκτικῶς ὠχριᾶ;».
Ὁ «Ο.Τ.» πιστεύει ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ κάθε Ἁγιορείτου καὶ μὴ μοναχοῦ νὰ ὑψώσουν «λάβαρα ἀντιστάσεως», πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, διὰ νὰ «ἀποτραπῆ ἡ ἀπαγωγὴ κάποιων ἀνυπόπτων καὶ ἀνίδεων Ὀρθοδόξων νὰ εὑρεθοῦν στὴν ἑτεροδοξία καὶ στὴν αἵρεση». Διότι τὸ οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διακηρύσσει ὅτι:
1ον) Ὅλαι αἱ «Ἐκκλησίαι» σώζουν καὶ ἐκφράζουν τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως ὡς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
2ον) Ὁ Πάπας εἶναι Ἁγιώτατος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῶ εἶναι Ἀρχηγὸς κράτους μὴ ἔχων σχέσιν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν.
3ον) Ἀναγνωρίζονται τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὡς τὸ Βάπτισμα τῶν Παπικῶν.
4ον) Εἴμεθα τέκνα ἑνὸς Θεοῦ κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιτέκτονος τοῦ Σύμπαντος, τῶν Μασόνων κ.λπ.
Πιστεύομεν ὅτι τώρα ἀπαιτεῖται δυναμικὴ ἀντίδρασις (μὲ ἐπιχειρήματα, ἀρθρογραφίαν, διαφωτιστικὰς ὁμιλίας κ.λπ.), διὰ νὰ ματαιωθοῦν τὰ σχέδια τοῦ Βατικανοῦ, τοῦ ΠΣΕ καὶ τοῦ Φαναρίου. Κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξη, ἐὰν τὸ Βατικανὸν δὲν ἀποκηρύξει τὰς πλάνας του καὶ τὰς αἱρέσεις του καὶ ἐὰν ὁ Πάπας δὲν ἀποκηρύξει τὰς θέσις του ὅτι εἶναι τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν γῆν, ἀλάθητος καὶ ἄρα ἡμίθεος κ.λπ. Ἐὰν τὸ Βατικανὸν καὶ ὁ Παπισμός του δὲν ἀποκηρύξει ὅλας τὰς αἱρέσεις του, θὰ εἶναι ὡς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ τὰς νομιμοποιοῦν καὶ νὰ ἀποδέχωνται τὴν αἵρεσιν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα προϋποθέτει καὶ Συλλείτουργον μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ Πάπα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν θὰ ἔχωμεν καὶ κοινὸν ποτήριον, ἄνευ τῆς ἀποκηρύξεως ὑπὸ τοῦ παπισμοῦ τῶν αἱρέσεων, τῶν κακοδοξιῶν του καὶ τῆς διαστρεβλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν διδαχῶν τῶν Ἀποστόλων. Θὰ παρακολουθήσουν τὰς ἐξελίξεις οἱ Καθηγούμενοι Ἱερῶν Μονῶν, οἱ ἀντιοικουμενισταὶ Μητροπολῖται, οἱ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὁ ἔντιμος κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἄνευ ἀντιδράσεως; Θέτομεν τὸ ἐρώτημα, διότι εἰς ἄλλας ἐποχὰς (πρὶν μερικὰς δεκαετίας) θεολόγοι, καθηγηταὶ Πανεπιστημίων, τὸ Ἅγιον Ὄρος κ.λπ. ἀντέδρων δυναμικῶς ὑπερασπιζόμενοι τὰ δόγματα τῆς Πίστεως καὶ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας.
Γ. ΖΕΡΒΟΣ
ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1949
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου