ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΔΙΑ ΤΗΝ Β´ ΒΑΤΙΚΑΝΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ,
ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ ΕΤΙΜΗΣΕΝ ΠΑΝΤΟΙΟΤΡΟΠΩΣ
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔσπευσεν εἰς τὸ Βατικανὸν καὶ συμπροσευχήθη μετὰ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου διὰ τὰ πεντήκοντα ἔτη ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον. Αὕτη ἔθεσε τὰ θεμέλια διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν» μέσῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος συνέπεσε μὲ τὴν πνευματικὴν πτῶσιν τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ ὁποῖος ἔθεσεν εἰς τὸ περιθώριον τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, προεχώρησεν εἰς τὴν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καὶ ἤρχισε τὸν διάλογον μετὰ τῶν Παπικῶν διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἔκτοτε
εὑρισκόμεθα ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προδοσίαν τῆς Πίστεως. «Ἐκκλησίαι», αἱ ὁποῖαι δὲν ἀνεγνωρίζοντο ὡς κανονικαί, διότι ἀνῆκον εἰς χριστιανικὰς αἱρέσεις, ἀναγνωρίζονται πλέον ὡς κανονικαί. Ἐφρόντισαν περὶ αὐτοῦ οἱ διάδοχοι τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ μακαριστὸς Δημήτριος καὶ ὁ σημερινὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος. Ὁ τελευταῖος
δὲν ὑπολογίζει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, προχωρεῖ ἰσοπεδωτικῶς εἰς τὰ σχέδιά του, συλλειτουργεῖ καὶ συμπροσεύχεται μὲ τὸν αἱρεσιάρχην Πάπαν.
Θεωρεῖ τὸ «Βάπτισμα» τῶν Παπικῶν ὡς κανονικὸν καὶ διὰ αὐτὸ προστάζει πώς, ὅταν κάποιος παπικὸς προσχωρῆ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, δὲν χρειάζεται νὰ ξαναβαπτισθῆ. Τὴν 10ην Ὀκτωβρίου μετέβη εἰς τὸ Βατικανόν, διὰ νὰ συμπροσευχηθῆ μετὰ τοῦ Πάπα, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τῶν πεντήκοντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον.
εὑρισκόμεθα ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προδοσίαν τῆς Πίστεως. «Ἐκκλησίαι», αἱ ὁποῖαι δὲν ἀνεγνωρίζοντο ὡς κανονικαί, διότι ἀνῆκον εἰς χριστιανικὰς αἱρέσεις, ἀναγνωρίζονται πλέον ὡς κανονικαί. Ἐφρόντισαν περὶ αὐτοῦ οἱ διάδοχοι τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ μακαριστὸς Δημήτριος καὶ ὁ σημερινὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος. Ὁ τελευταῖος
δὲν ὑπολογίζει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, προχωρεῖ ἰσοπεδωτικῶς εἰς τὰ σχέδιά του, συλλειτουργεῖ καὶ συμπροσεύχεται μὲ τὸν αἱρεσιάρχην Πάπαν.
Θεωρεῖ τὸ «Βάπτισμα» τῶν Παπικῶν ὡς κανονικὸν καὶ διὰ αὐτὸ προστάζει πώς, ὅταν κάποιος παπικὸς προσχωρῆ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, δὲν χρειάζεται νὰ ξαναβαπτισθῆ. Τὴν 10ην Ὀκτωβρίου μετέβη εἰς τὸ Βατικανόν, διὰ νὰ συμπροσευχηθῆ μετὰ τοῦ Πάπα, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τῶν πεντήκοντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον.
Ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος προέβη εἰς τὴν ἀναγέννησιν τῶν οὑμανισμῶν – πτωμάτων
Τί ἦτο ὅμως ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔθεσε τὰ θεμέλια διὰ τὴν ἕνωσιν τοῦ Παπισμοῦ ἰδιαιτέρως μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ ἐμπροσθοφυλακὴν τὸνΟἰκουμενισμόν, θὰ ἀφήσωμεν νὰ τὸ περιγράψη ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς μὲσα ἀπό τά κείμενά του, τά ὁποῖα συμπεριέλαβε ὁ μακαριστὸς Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ΠαρακλήτουἈρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος Πουλουπάτης εἰς ἀφιέρωμα διά αὐτόν μὲ θέμα: «Εὐρώπη καὶ Ὀρθοδοξία», τὸ ὁποῖον εἶχε δημοσιευθῆ εἰς τὸ περιοδικὸν «Παράδοση» (τεῦχος 15-17 τοῦ ἔτους 1979), τὸ ὁποῖον ἐξέδιδεν ὁ ἀείμνηστος Ἰωάννης Χατζηφώτης (Γραφεῖον Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα). Εἰς αὐτό ἔγραφε τὰ ἑξῆς:
«Θὰ μᾶς ὁμιλήση λοιπὸν ὁ πολυσέβαστος καὶ πολύκλαυστος π. Ἰουστῖνος ὄχι ἀπὸ τοῦ τάφου του,
ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε. Θὰ μᾶς ὁμιλήση ὁ ἴδιος, ὁ ζῶν εἰς τὸν αἰῶνα π. Ἰουστῖνος, ὁ ὅποιος τώρα προγεύεται τῆς μελλούσης δόξης καὶ προλάμπτεται ἀπὸ μερικὲς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός, περιμένοντας κι ἐμᾶς νὰ τελειώσωμε τὸν δρόμον τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς θυσίας, ποὺ ἐπορεύθη ἐκεῖνος.
Καὶ θὰ μᾶς ὁμιλήση μέσα ἀπὸ μερικὰ κείμενά του, ποὺ ἐκδόθηκαν στὸ πολύτιμο βιβλίο “Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος”, ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο “Ἀστήρ”, εἰδικώτερα δὲ ἀπὸ τὰ δοκίμια του: “Ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἔσχατον κριτήριον ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ”, “Ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸν τοῦ Ἀρείου ἕως τὸν νεώτερον εὐρωπαϊκὸν ἀρειανισμὸν” καὶ “Σκέψεις περὶ τοῦ "ἀλαθήτου" τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου”. Τί ἔχει, λοιπόν, νὰ μᾶς πῆ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος πάνω στὸ θέμα τοῦ συνοικεσίου μας μὲ τὴν Εὐρώπη; Νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ἐκλογὴ ἢ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὶς ἀπόψεις μας καὶ νὰ ἀκυρώσουμε τὸ συμβόλαιο καὶ τὸ συνοικέσιο αὐτό;
ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε. Θὰ μᾶς ὁμιλήση ὁ ἴδιος, ὁ ζῶν εἰς τὸν αἰῶνα π. Ἰουστῖνος, ὁ ὅποιος τώρα προγεύεται τῆς μελλούσης δόξης καὶ προλάμπτεται ἀπὸ μερικὲς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός, περιμένοντας κι ἐμᾶς νὰ τελειώσωμε τὸν δρόμον τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς θυσίας, ποὺ ἐπορεύθη ἐκεῖνος.
Καὶ θὰ μᾶς ὁμιλήση μέσα ἀπὸ μερικὰ κείμενά του, ποὺ ἐκδόθηκαν στὸ πολύτιμο βιβλίο “Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος”, ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο “Ἀστήρ”, εἰδικώτερα δὲ ἀπὸ τὰ δοκίμια του: “Ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἔσχατον κριτήριον ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ”, “Ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸν τοῦ Ἀρείου ἕως τὸν νεώτερον εὐρωπαϊκὸν ἀρειανισμὸν” καὶ “Σκέψεις περὶ τοῦ "ἀλαθήτου" τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου”. Τί ἔχει, λοιπόν, νὰ μᾶς πῆ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος πάνω στὸ θέμα τοῦ συνοικεσίου μας μὲ τὴν Εὐρώπη; Νὰ ἐπιμείνουμε στὴν ἐκλογὴ ἢ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὶς ἀπόψεις μας καὶ νὰ ἀκυρώσουμε τὸ συμβόλαιο καὶ τὸ συνοικέσιο αὐτό;
οικέσιο αὐτό;
Ἐδῶ, λέει ὁ ἀοίδιμος, πρόκειται γιὰ ἀποφασιστικὸ δίλημμα καὶ ἐκλογή: ἢ ὁ Θεάνθρωπος ἢ ὁ ἄνθρωπος! Ἀπέναντί μας ἔχουμε ἕνα γέννημα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγεται εὐρωπαϊκὸς οὑμανισμός. Κορύφωμα τοῦ διαβολοποιημένου οὑμανισμοῦ, εἶναι τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ κακοῦ, νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ διαβόλου. Ἡ Β´ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ ἀναγέννησι ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, ἀναγέννησι πτωμάτων. Διότι ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν στὸν γήϊνο κόσμο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς εἶναι πτῶμα. Τὸ ἴδιο τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀνατριχιαστικὴ κηδεία τοῦ κάθε οὑμανισμοῦ, ἀπὸ τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἀνυψώθηκε σὲ δόγμα, μέχρι τοῦ σατανικοῦ οὑμανισμοῦ τοῦ Σάρτρ. Μέσα στὸ οὑμανιστικὸ πάνθεο τῆς Εὐρώπης, ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸ Δία (τὸν πάπα).
Θεμέλιο κάθε οὑμανισμοῦ, ἀκόμη καὶ τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ πίστις στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, στὸ νοῦ καὶ τὴ λογική του. Ὅλοι οἱ οὑμανισμοὶ ἐπαναφέρουν τὸν ἄνθρωπο στὴν εἰδωλολατρία, στὸν διπλὸ θάνατο, πνευματικὸ καὶ φυσικό. Καθὼς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς μετατρέπεται σιγὰ-σι γὰ σὲ μηδενισμό. Ἔτσι στὴν εὐρωπαϊκὴ Δύσι ὁ Χριστιανισμὸς μετεβλήθη βαθμιαίως σὲ οὑμανισμό.
Μακρόχρονα καὶ ἐπίμονα στένευαν τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὸ τέλος τὸν ἐμίκρυναν σὲ ἄνθρωπο, στὸν ἀλάθητο ἄνθρωπο τῆς Ρώμης καὶ τὸν ὄχι λιγώτερο ἀλάθητο ἄνθρωπο τοῦ Βερολίνου. Μὲ τὴν μετατροπὴ αὐτή, ἐμφανίσθηκε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ δυτικὸς χριστιανο–οὑμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ παπισμὸς) καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ δυτικὸς χριστιανο–οὑμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ προτεσταντισμός), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνὰ δὲ καὶ τίποτε. Καὶ στοὺς δύο σὰν ὕψιστη ἀξία καὶ ἔσχατο κριτήριο τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν θέσι τοῦ Θεανθρώπου, μὲ συνέπεια, ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς νὰ μεταβληθῆ σὲ οὑμανισμό. Αὐτὴ ἡ ἀντικατάστασι τοῦ Θεανθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξεδηλώθη πρακτικὰ στὴν προφανῆ ἀντικατάστασι τῆς χριστιανικῆς θεανθρωπίνης μεθοδολογίας ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μεθοδολογία.
Ἀπὸ ἐδῶ ἐκπηγάζουν τὸ ἀριστοτελικὸ φιλοσοφικὸ πρωτεῖο στὸν σχολαστικισμό, ἡ καζουϊστικὴ μέθοδος καὶ ἡ ἱερὰ ἐξέτασις στὴν ἠθική, ἡ παπικὴ διπλωματία στὶς διεθνεῖς σχέσεις, τὸ παπικὸ κράτος κ.λπ. Ἡ φυσικὴ συνέχεια εἶναι νὰ σκέπτωνται σήμερα στὴν Εὐρώπη νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν οὑμανιστικὸ χριστιανισμὸ μὲ τὴν παλαιὰ πολυθεϊστικὴ θρησκεία, πράγμα ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ γίνεται.
Ἐδῶ, λέει ὁ ἀοίδιμος, πρόκειται γιὰ ἀποφασιστικὸ δίλημμα καὶ ἐκλογή: ἢ ὁ Θεάνθρωπος ἢ ὁ ἄνθρωπος! Ἀπέναντί μας ἔχουμε ἕνα γέννημα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγεται εὐρωπαϊκὸς οὑμανισμός. Κορύφωμα τοῦ διαβολοποιημένου οὑμανισμοῦ, εἶναι τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ κακοῦ, νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ διαβόλου. Ἡ Β´ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ ἀναγέννησι ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, ἀναγέννησι πτωμάτων. Διότι ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν στὸν γήϊνο κόσμο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς εἶναι πτῶμα. Τὸ ἴδιο τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀνατριχιαστικὴ κηδεία τοῦ κάθε οὑμανισμοῦ, ἀπὸ τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἀνυψώθηκε σὲ δόγμα, μέχρι τοῦ σατανικοῦ οὑμανισμοῦ τοῦ Σάρτρ. Μέσα στὸ οὑμανιστικὸ πάνθεο τῆς Εὐρώπης, ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸ Δία (τὸν πάπα).
Θεμέλιο κάθε οὑμανισμοῦ, ἀκόμη καὶ τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ πίστις στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, στὸ νοῦ καὶ τὴ λογική του. Ὅλοι οἱ οὑμανισμοὶ ἐπαναφέρουν τὸν ἄνθρωπο στὴν εἰδωλολατρία, στὸν διπλὸ θάνατο, πνευματικὸ καὶ φυσικό. Καθὼς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς μετατρέπεται σιγὰ-σι γὰ σὲ μηδενισμό. Ἔτσι στὴν εὐρωπαϊκὴ Δύσι ὁ Χριστιανισμὸς μετεβλήθη βαθμιαίως σὲ οὑμανισμό.
Μακρόχρονα καὶ ἐπίμονα στένευαν τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὸ τέλος τὸν ἐμίκρυναν σὲ ἄνθρωπο, στὸν ἀλάθητο ἄνθρωπο τῆς Ρώμης καὶ τὸν ὄχι λιγώτερο ἀλάθητο ἄνθρωπο τοῦ Βερολίνου. Μὲ τὴν μετατροπὴ αὐτή, ἐμφανίσθηκε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ δυτικὸς χριστιανο–οὑμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ παπισμὸς) καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ δυτικὸς χριστιανο–οὑμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ προτεσταντισμός), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνὰ δὲ καὶ τίποτε. Καὶ στοὺς δύο σὰν ὕψιστη ἀξία καὶ ἔσχατο κριτήριο τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν θέσι τοῦ Θεανθρώπου, μὲ συνέπεια, ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς νὰ μεταβληθῆ σὲ οὑμανισμό. Αὐτὴ ἡ ἀντικατάστασι τοῦ Θεανθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξεδηλώθη πρακτικὰ στὴν προφανῆ ἀντικατάστασι τῆς χριστιανικῆς θεανθρωπίνης μεθοδολογίας ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μεθοδολογία.
Ἀπὸ ἐδῶ ἐκπηγάζουν τὸ ἀριστοτελικὸ φιλοσοφικὸ πρωτεῖο στὸν σχολαστικισμό, ἡ καζουϊστικὴ μέθοδος καὶ ἡ ἱερὰ ἐξέτασις στὴν ἠθική, ἡ παπικὴ διπλωματία στὶς διεθνεῖς σχέσεις, τὸ παπικὸ κράτος κ.λπ. Ἡ φυσικὴ συνέχεια εἶναι νὰ σκέπτωνται σήμερα στὴν Εὐρώπη νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν οὑμανιστικὸ χριστιανισμὸ μὲ τὴν παλαιὰ πολυθεϊστικὴ θρησκεία, πράγμα ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ γίνεται.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου