"Μετά την σημερινή δημοσίευση της επιστολής του Σεβ. Μητροπολίτου
Περγάμου στο Διαδίκτυο, είμαι υποχρεωμένος και εγώ να δημοσιεύσω την
απάντησή μου, μαζί με την από 7-10-2009 επιστολή μου προς τον ίδιο, η
οποία αναφέρεται στο θέμα των Διαλόγων, το οποίο θίγει ο Σεβασμιώτατος.
Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, για την ιστορία του θέματος, ότι αμέσως μετά –τόν Οκτώβριο 2009– η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αφ' ενός μεν απέστειλε σε όλους τους Αρχιερείς τα έως τότε κείμενα του Διαλόγου, αφ' ετέρου δε έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία για το συγκεκριμένο θέμα και εξεδόθη ένα πολύ σημαντικό κείμενο.
Και εγώ απηυχόμην την δημόσια διένεξη μεταξύ Ιεραρχών, αλλά όμως τα θέματα είναι θεολογικά και όχι προσωπικά.
"Σεβασμιώτατε,
Έλαβα σήμερα μόλις το από 17-9-2012 γράμμα σας και ευχαριστώ γιατί εκφράσατε με αυτό την άποψή σας. Και είναι σημαντικό να υπάρχη μεταξύ εν Χριστώ αδελφών συνεξήγηση και συζήτηση για θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Γιατί, όπως γνωρίζετε, η θεολογία είναι υπόθεση σοβαρή και απαιτείται ενδελεχής μελέτη.
Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Βεβαίως, την φράση που επισημαίνετε «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώπους.
Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνο στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο.
Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση.
Άλλωστε, η πρόταση με την οποία αρχίζει η συγκεκριμένη παράγραφος του κειμένου μου ερμηνεύει τα επόμενα. Γράφω εκεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι απόψεις ορισμένων θεολόγων ότι δήθεν η ελευθερία του προσώπου έχει αξία διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν στηρίγματα στην πατερική θεολογία».
Επίσης και η πρόταση η οποία κατακλείει την παράγραφο αυτή ερμηνεύει την πρόθεσή μου.
Γράφω: «Και αυτό γιατί οι Πατέρες συνδέουν την θέληση-βούληση με την φύση, οπότε υπάρχει μία θέληση και βούληση στον Θεό, καθώς επίσης εντοπίζουν την διαφορά μεταξύ θέλησης-βούλησης και προαίρεσης. Βεβαίως, άλλο είναι το "θέλειν" και άλλο είναι το "πώς θέλειν"».
Επίσης, μελετώντας κανείς προσεκτικά την ανάλυση την οποία κάνετε του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου, μάλιστα δε σε συνδυασμό με όσα προηγούνται και όσα έπονται αυτού του χωρίου, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας προβληματισμός, γιατί εκτός των άλλων, γράφετε: «ένα θέλημα είναι το θέλημα του Θεού γι' αυτό και συνδέεται με την μία φύση Του, με την μία ουσία: "καί έν εστι θέλημα, το εκ Πατρός εν Υιώ". Μπορεί να είναι ένα, αλλά δεν είναι χαρακτηριστικό της ουσίας.
Μπορεί να είναι χαρακτηριστικό της ουσίας, αλλά δεν προέρχεται εκ της ουσίας» (δική μου υπογράμμιση).
Μέ βάση το παραπάνω κείμενο και επειδή θίξατε το ζήτημα της μεθόδου και μόνον, αντιστοίχως οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική σας μέθοδος υπερβαίνει τα όρια του πατερικού πλαισίου, με την έννοια ότι οι Πατέρες δεν ήθελαν να κατοχυρώσουν την «ελευθερία του προσώπου έναντι στην αναγκαιότητα της φύσεως», πράγματα τα οποία εσείς θεωρείτε πολύ σημαντικά.
Ωστόσο, ως Επίσκοπος αντιμετωπίζω τις συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνευτικής μεταφοράς στο σήμερα, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένες ποιμαντικές συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως υπερβαίνουν τις προθέσεις σας. Μπορώ να αναφέρω ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την υποτίμηση της ησυχαστικής παραδόσεως, σε έναν βαθμό, ως ακυρωτικού της θρυλουμένης «ελευθερίας του προσώπου».
Μπορώ, λοιπόν, να αγνοήσω τέτοιες θέσεις, οι οποίες συχνά ερείδονται σε δικές σας ερμηνευτικές υπερβάσεις του πατερικού ιστορικοδογματικού πλαισίου για χάρη μας υπαρξιακής μεταφοράς στο σήμερα, έστω και αν αυτό δεν αφορά τις δικές σας αφετηριακές προθέσεις;
Δεν νομίζετε ότι ως Επίσκοπος έχω χρέος να υπομνήσω κυρίως τί είπαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και όχι πρωτίστως να τους μεταγράψω στο σήμερα, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια μεταγραφή κομίζει βλαβερές πνευματικά προεκτάσεις, όπως αυτές που προανέφερα;
Πάντως, σε βιβλίο μου το οποίο θα δημοσιευθή λίαν προσεχώς, εντός του Οκτωβρίου, συμπεριλαμβάνεται και εκτενές κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του προσώπου, της θελήσεως-βουλήσεως και της ελευθερίας του προσώπου.
Εξ άλλου, η παρατήρησή σας για την λανθασμένη παραπομπή σε τίτλο και σε σελίδα δεν συνιστά κάποια αβλεψία μου, γιατί έτσι έφθασαν στα χέρια μου οι σημειώσεις σας από τις παραδόσεις σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δεν γνωρίζω που μπορώ να το αποδώσω.
Όσον αφορά τα περί «τού επισήμου θεολογικού διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών» σας έχω αποστείλει τις απόψεις μου με επιστολή τον Οκτώβριο 2009, δεν έχω λάβει απάντησή σας, αλλά μπορείτε να την δημοσιοποιήσετε.
Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί εμπλέκετε τα θέματα. Άν το επιθυμήτε, έχετε την δυνατότητα να απαντήσετε σε αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδικούν.
Πάντως, Σεβασμιώτατε, θέλω να με πιστέψετε, δεν είχα πρόθεση να σας χαρακτηρίσω αιρετικό, όπως σαφώς υπονοείτε, παραθέτοντας κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, παρά το ότι έχω επισημάνει απόψεις σας που διαφοροποιούνται από την πατερική διδασκαλία, καί, βεβαίως, αφήνω ασχολίαστα τα περί «μωρού» και «γεένης», γιατί δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά μου.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος μας κοινοποιεί και την δεύτερη επιστολή που έχει παραδώσει στον Σεβ. Περγάμου με ημερομηνία 7-10-2009 και η οποία έχει ως ακολούθως:
Σεβασμιώτατε άγιε Περγάμου,
Έλαβα τήν από 26ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή σας καί ευχαριστώ πολύ γιά τήν ενημέρωση τήν οποία μού κάνετε.
Κατ' αρχάς, όπως επανειλημμένως έχω δηλώσει, δέχομαι τόν διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί άλλων Ομολογιών, αρκεί βέβαια νά γίνεται μέ τίς θεολογικές, εκκλησιολογικές καί κανονικές προϋποθέσεις. Αυτή είναι μιά βασική αρχή, τήν οποία όλοι όσοι αγαπούν τήν Εκκλησία καί αποβλέπουν στήν ενότητα τών Χριστιανών αποδέχονται.
Έπειτα, γνωρίζω ότι μετά τήν παραίτηση τού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού από τήν συμπροεδρία «τής Επιτροπής επί τού Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών», εσείς, προκειμένου νά αρχίση ο διάλογος, επισκεφθήκατε όλες τίς Ορθόδοξες Εκκλησίες, γιά νά λάβετε τήν γνώμη τους στό κατά πόσον πρέπει νά συνεχισθή ο διάλογος, παρά τίς δυσκολίες πού δημιουργούνται από τήν προκλητική δράση τής Ουνίας. Ήμουν Συνοδικός Μητροπολίτης τήν περίοδο εκείνη (2002-2003) καί μάς είχε ενημερώσει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Δέν γνωρίζω, όμως, τά όσα έγιναν στήν συνέχεια.
Σαφέστατα, αποδέχομαι πλήρως τά όσα γράφετε στόν επίλογο τής επιστολής σας:
«Η ευθύνη όλων, μάλιστα δέ τών επισκόπων, τών τεταγμένων υπό τού Θεού νά μεριμνούν διά τήν διασφάλισιν τής κανονικής ενότητος τού ποιμνίου των, είναι πελωρία. Τό διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν: ποία η αυθεντία καί τό κύρος τών συνοδικών αποφάσεων; Θά υπακούωμεν εις τάς συνοδικάς αποφάσεις, ως πράττομεν ημείς βαλλόμενοι διά τούτο, ή εις τούς "ζηλωτάς" τής Ορθοδοξίας; Υφίστανται Ορθοδοξία καί δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων; Λάβετε, παρακαλούμεν, θέσιν επ' αυτού, πρίν ή οδηγηθώμεν εις πλήρη απαξίωσιν τών συνοδικών αποφάσεων καί διασπασθή τό ποίμνιόν Σας ως εκ τής τυχόν ολιγωρίας μας».
Πράγματι, «ταπεινώς καί εν συναισθήσει επισκοπικής ευθύνης», όπως γράφετε καί εσείς, θέλω νά λάβω θέση στό θέμα αυτό, ώστε νά μήν κατηγορηθώ διά «τυχόν ολιγωρίαν».
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι διάλογοι, όπως καί η «διασφάλισις τής κανονικής ενότητος» τών ποιμνίων μας είναι «ευθύνη όλων, μάλιστα δέ τών επισκόπων». Όντως, «τό διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν» καί πρέπει νά «υπακούωμεν εις τά συνοδικάς αποφάσεις», διότι δέν «υφίστανται Ορθοδοξία καί δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων».
Όμως, στά σοβαρά αυτά θέματα έχω έντονους προβληματισμούς, όπως επίσης τούς ίδιους προβληματισμούς έχουν καί πολλοί άλλοι Ιεράρχες κατά πόσον είναι συνοδικές αποφάσεις. Εσείς ενεργείτε έχοντας υπ' όψιν σας τίς αποφάσεις «όλων ανεξαιρέτως τών αυτοκεφάλων καί αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών», αλλά η ελαχιστότητά μου ως Επίσκοπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, όπως καί άλλοι Ιεράρχες, δέν έχουμε τήν δυνατότητα νά αποφασίσουμε σχετικώς, ούτε κάν νά ενημερωθούμε!
Καί εξηγούμαι σαφέστερα.
Βρέθηκα στό Βουκουρέστι τήν ημέρα κατά τήν οποία συνεδρίαζε η Ιεραρχία τού Πατριαρχείου Ρουμανίας γιά νά λάβη απόφαση γιά τό συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, βρέθηκα στήν Λευκωσία, όταν συνεδρίαζε η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Κύπρου γιά νά λάβη απόφαση γιά τό κείμενο τής Ραβέννας. Ασφαλώς τό ίδιο συμβαίνει καί σέ άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Λυπάμαι, όμως, πολύ γιατί δέν έγινε παρόμοια συζήτηση στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Αναζητούσα νά μελετήσω τό κείμενο τής Ραβέννας καί τελικά τό βρήκα, μετά από πολύ χρόνο, από τήν Εκκλησία τής Κύπρου (!), διότι δέν μάς κοινοποιήθηκε τό κείμενο γιά νά τό μελετήσουμε. Αναζητώ νά μελετήσω τό σχέδιο τού κειμένου, πού θά συζητηθή προσεχώς στήν Λευκωσία, καί δέν μπορώ νά τό βρώ.
Στήν Εκκλησία τής Ελλάδος τά διορθόδοξα θέματα τά συζητάει η Επιτροπή Διορθοδόξων Σχέσεων, τής οποίας όμως η συγκρότηση έγινε επί μακαριστού Χριστοδούλου μέ τόν γνωστό τρόπο, χωρίς νά συζητούνται καί νά λαμβάνωνται συγκεκριμένες αποφάσεις στήν Ιεραρχία. Γιά τά θέματα άλλων Συνοδικών Επιτροπών λαμβάνονται αποφάσεις από τήν Ιεραρχία καί υλοποιούνται από τίς Συνοδικές Επιτροπές. Δέν γίνεται, όμως, τό ίδιο μέ τά λίαν ευαίσθητα καί λεπτά ζητήματα τών διορθοδόξων καί διαχριστιανικών σχέσεων.
Κατά τήν προετοιμασία γιά τήν σύνταξη τού κειμένου τής Ραβέννας ή καί άλλων κειμένων δέν υπήρξε συγκεκριμένη απόφασή μας στήν Ιεραρχία. Δέν γνωρίζω ποιός έδωσε τήν σχετική κατεύθυνση στούς εκπροσώπους τής Εκκλησίας τής Ελλάδος γιά τό τί θά υποστηρίξουν, πάντως όχι η Ιεραρχία. Αλλά, καί μετά τήν υπογραφή τού κειμένου τής Ραβέννας, δέν έγινε κάποια συζήτηση στήν Ιεραρχία, ούτε κάν μάς κοινοποιήθηκε τό κείμενο γιά νά ενημερωθούμε καί γιά νά διατυπώσουμε τήν άποψή μας, αφού μάλιστα χρειάζεται η έγκριση τών Ιερών Συνόδων. Τό ίδιο συμβαίνει καί γιά τήν προσεχή συνάντηση στήν Κύπρο. Δέν γνωρίζω, όπως καί πολλοί άλλοι Αρχιερείς, τό σχέδιο πού συντάχθηκε καί δέν γνωρίζω ποιός καθόρισε τήν στάση τήν οποία θά τηρήσουν οι εκπρόσωποι τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Όλα αυτά μάς προβληματίζουν καί διερωτώμεθα: Γιατί αυτή η μυστικότητα καί ποιόν εξυπηρετεί; Εάν ως Επίσκοποι δέν ενημερωνόμαστε από τά Συνοδικά μας Όργανα, πώς θά έχουμε άποψη καί πώς θά κατευθύνουμε μέ υπεθυνότητα τά μέλη τού ποιμνίου μας, πού ενδιαφέρονται γιά τά θέματα αυτά, καί πώς μπορούμε νά ομιλούμε γιά υπακοή «εις τάς Συνοδικάς αποφάσεις», καί πώς θά βοηθήσουμε «διά τήν διασφάλισιν τής κανονικής ενότητος» τού ποιμνίου μας;
Βεβαίως, η λειτουργία τού συνοδικού πολιτεύματος μπορεί νά ενεργήται καλώς σέ επίπεδο διορθοδόξων σχέσεων –Προκαθημένων– όπως γράφετε στήν επιστολή σας, αλλά τουλάχιστον ως πρός τό θέμα αυτό σέ επίπεδο Ιεραρχών στήν Εκκλησία τής Ελλάδος επί μακαριστού Χριστοδούλου δέν λειτούργησε τό συνοδικό πολίτευμα.
Κανείς δέν ζητά τήν γνώμη μας, κανείς δέν μάς ενημερώνει γιά τά σοβαρά αυτά ζητήματα, καί παρά ταύτα «είμαστε υποχρεωμένοι» νά δεχόμαστε τίς Συνοδικές αποφάσεις! Οι λαϊκοί καθηγητές, πού συμμετέχουν στούς διαλόγους, έχουν γνώμη γιά όλα τά ζητήματα καί εμείς οι Επίσκοποι, πού κατά τεκμήριο έχουμε μεγάλη ευαισθησία στήν ορθόδοξη θεολογία καί τήν ορθόδοξη εκκλησιολογία, ασκούμε απλώς ποιμαντική στίς Επαρχίες μας καί έχουμε κύρια ευθύνη γιά τήν κανονική ενότητα τών ποιμνίων μας, παραμένουμε όμως στό «σκοτάδι» στά δογματικά καί διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα, όχι βέβαια μέ δική μας ευθύνη. Αυτό μέ οδήγησε στό νά θέσω τό θέμα στήν πρόσφατη συνεδρία τής Δ.Ι.Σ. Ελπίζω ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θά αλλάξη αυτήν τήν επικρατήσασα μή κανονική τακτική.
Δέν είναι δυνατόν νά γίνωνται συζητήσεις στίς Θεολογικές Σχολές καί αλλού γιά δογματικά καί διορθόδοξα θέματα καί η Ιεραρχία νά τά αγνοή καί νά ασχολήται μέ διάφορα άλλα δευτερούσης σημασίας ζητήματα. Θεωρώ ότι η βάση τής επισκοπικής διακονίας είναι η θεολογία καί η εκκλησιολογία καί, όμως, δέν έχουμε ούτε καί στοιχειώδη ενημέρωση στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας γιά δογματικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα. Μιά τέτοια νοοτροπία δημιουργεί προβληματισμούς σέ πολλούς Αρχιερείς καί βεβαίως είναι στήν ουσία άρνηση τού συνοδικού θεσμού, όπως υποστηρίζετε καί εσείς στίς μελέτες σας.
Ασφαλώς θά διερωτηθήτε γιατί τά γράφω αυτά σέ Σάς, αφού είναι εσωτερική υπόθεση τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, η οποία δέν σάς αφορά.
Αντιλαμβάνομαι ότι εσείς σέ αυτό τό θέμα δέν ευθύνεσθε. Εσείς έχετε τά κείμενα τών αποφάσεων τών Αυτοκεφάλων καί Αυτονόμων Εκκλησιών καί ενεργείτε βάσει αυτών. Ούτε ευθύνεται τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αντιλαμβάνεσθε, όμως, τήν δική μας θέση καί τούς έντονους προβληματισμούς πού έχουμε. Είμαι βέβαιος ότι, εάν ήσασταν μέλος τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, θά θέλατε νά είχατε μιά στοιχειώδη ενημέρωση καί, οπωσδήποτε, θά θέλατε νά συμμετείχατε στήν λήψη αποφάσεων σέ δογματικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα, όπως επίσης θά λυπόσασταν άν παραμένατε στό «σκοτάδι», όσον αφορά στά βασικά αυτά εκκλησιολογικά καί θεολογικά ζητήματα. Δέν επιθυμώ νά περιορισθώ μόνον στήν Μητρόπολή μου καί νά παραμένω στό περιθώριο σέ τέτοια ύψιστα θεολογικά καί εκκλησιολογικά θέματα. Δέν είμαι Αρχιερεύς «δευτέρας ποιότητος» καί αποστολής, αλλά ανήκω στήν Εκκλησία καί έχω ευθύνη γιά τά Συνοδικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά θέματα.
Στήν Ιεραρχία τού 2007, όπου καθορίσθηκε η συγκρότηση τών Συνοδικών Επιτροπών, τό όνομά μου δέν υπήρχε σέ κάποια Συνοδική Επιτροπή, παρά μόνον ως δεύτερο αναπληρωματικό μέλος στήν Επιτροπή Δογματικών καί Κανονικών Ζητημάτων, ενώ άλλοι Αρχιερείς συμμετείχαν σέ περισσότερες από μία Επιτροπές. Διαμαρτυρήθηκα στήν Συνεδρίαση τής Ιεραρχίας, γιατί δέν μέ συμπεριέλαβαν ως τακτικό μέλος σέ κάποια Συνοδικό Επιτροπή –μάλλον μέ διέγραψαν καί από κάποια Επιτροπή πού ήμουν– καί δήλωσα ότι παραιτούμαι καί από αναπληρωματικό μέλος τής Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών καί Κανονικών Ζητημάτων. Θεωρώ ότι υπήρξε μιά σκοπιμότητα στήν συγκρότηση τών Συνοδικών Επιτροπών, πιθανόν από τήν στάση πού τήρησα στό θέμα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπέρ τών δικαίων Του, κατά τίς πρόσφατες εντάσεις.
Ασφαλώς αντιλαμβάνεσθε ότι δέν ασκώ κάποια κριτική στήν επιστολή σας, αλλά εκφράζω τόν προβληματισμό μου καί τήν λύπη μου, γιατί δέν μάς ενημερώνει επισήμως κανείς καί δέν ζητά κανείς τήν άποψή μας γιά τά μείζονα αυτά ζητήματα τής Εκκλησίας καί, τό κυριότερο, δέν λειτουργεί ουσιαστικά τό συνοδικό πολίτευμα. Οπότε, τό πεδίο είναι ευρύ γιά κάθε έναν πού θέλει καλοπροαίρετα ή μή νά ενημερώνη μέρος τού ποιμνίου μας ή καί μέρος τής Ιεραρχίας καί νά κυοφορήται ένα «δυνάμει σχίσμα». Ποιός, όμως, ευθύνεται γι' αυτό; Τουλάχιστον η ελαχιστότητά μου θέλει νά αποσείση αυτήν τήν «τυχόν ολιγωρίαν», όπως καί εσείς γράφετε.
Εύχομαι ο Θεός νά σάς ενδυναμώνη στό έργο σας.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, για την ιστορία του θέματος, ότι αμέσως μετά –τόν Οκτώβριο 2009– η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, αφ' ενός μεν απέστειλε σε όλους τους Αρχιερείς τα έως τότε κείμενα του Διαλόγου, αφ' ετέρου δε έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία για το συγκεκριμένο θέμα και εξεδόθη ένα πολύ σημαντικό κείμενο.
Και εγώ απηυχόμην την δημόσια διένεξη μεταξύ Ιεραρχών, αλλά όμως τα θέματα είναι θεολογικά και όχι προσωπικά.
"Σεβασμιώτατε,
Έλαβα σήμερα μόλις το από 17-9-2012 γράμμα σας και ευχαριστώ γιατί εκφράσατε με αυτό την άποψή σας. Και είναι σημαντικό να υπάρχη μεταξύ εν Χριστώ αδελφών συνεξήγηση και συζήτηση για θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Γιατί, όπως γνωρίζετε, η θεολογία είναι υπόθεση σοβαρή και απαιτείται ενδελεχής μελέτη.
Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Βεβαίως, την φράση που επισημαίνετε «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώπους.
Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνο στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο.
Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση.
Άλλωστε, η πρόταση με την οποία αρχίζει η συγκεκριμένη παράγραφος του κειμένου μου ερμηνεύει τα επόμενα. Γράφω εκεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι απόψεις ορισμένων θεολόγων ότι δήθεν η ελευθερία του προσώπου έχει αξία διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν στηρίγματα στην πατερική θεολογία».
Επίσης και η πρόταση η οποία κατακλείει την παράγραφο αυτή ερμηνεύει την πρόθεσή μου.
Γράφω: «Και αυτό γιατί οι Πατέρες συνδέουν την θέληση-βούληση με την φύση, οπότε υπάρχει μία θέληση και βούληση στον Θεό, καθώς επίσης εντοπίζουν την διαφορά μεταξύ θέλησης-βούλησης και προαίρεσης. Βεβαίως, άλλο είναι το "θέλειν" και άλλο είναι το "πώς θέλειν"».
Επίσης, μελετώντας κανείς προσεκτικά την ανάλυση την οποία κάνετε του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου, μάλιστα δε σε συνδυασμό με όσα προηγούνται και όσα έπονται αυτού του χωρίου, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας προβληματισμός, γιατί εκτός των άλλων, γράφετε: «ένα θέλημα είναι το θέλημα του Θεού γι' αυτό και συνδέεται με την μία φύση Του, με την μία ουσία: "καί έν εστι θέλημα, το εκ Πατρός εν Υιώ". Μπορεί να είναι ένα, αλλά δεν είναι χαρακτηριστικό της ουσίας.
Μπορεί να είναι χαρακτηριστικό της ουσίας, αλλά δεν προέρχεται εκ της ουσίας» (δική μου υπογράμμιση).
Μέ βάση το παραπάνω κείμενο και επειδή θίξατε το ζήτημα της μεθόδου και μόνον, αντιστοίχως οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική σας μέθοδος υπερβαίνει τα όρια του πατερικού πλαισίου, με την έννοια ότι οι Πατέρες δεν ήθελαν να κατοχυρώσουν την «ελευθερία του προσώπου έναντι στην αναγκαιότητα της φύσεως», πράγματα τα οποία εσείς θεωρείτε πολύ σημαντικά.
Ωστόσο, ως Επίσκοπος αντιμετωπίζω τις συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνευτικής μεταφοράς στο σήμερα, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένες ποιμαντικές συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως υπερβαίνουν τις προθέσεις σας. Μπορώ να αναφέρω ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την υποτίμηση της ησυχαστικής παραδόσεως, σε έναν βαθμό, ως ακυρωτικού της θρυλουμένης «ελευθερίας του προσώπου».
Μπορώ, λοιπόν, να αγνοήσω τέτοιες θέσεις, οι οποίες συχνά ερείδονται σε δικές σας ερμηνευτικές υπερβάσεις του πατερικού ιστορικοδογματικού πλαισίου για χάρη μας υπαρξιακής μεταφοράς στο σήμερα, έστω και αν αυτό δεν αφορά τις δικές σας αφετηριακές προθέσεις;
Δεν νομίζετε ότι ως Επίσκοπος έχω χρέος να υπομνήσω κυρίως τί είπαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και όχι πρωτίστως να τους μεταγράψω στο σήμερα, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια μεταγραφή κομίζει βλαβερές πνευματικά προεκτάσεις, όπως αυτές που προανέφερα;
Πάντως, σε βιβλίο μου το οποίο θα δημοσιευθή λίαν προσεχώς, εντός του Οκτωβρίου, συμπεριλαμβάνεται και εκτενές κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του προσώπου, της θελήσεως-βουλήσεως και της ελευθερίας του προσώπου.
Εξ άλλου, η παρατήρησή σας για την λανθασμένη παραπομπή σε τίτλο και σε σελίδα δεν συνιστά κάποια αβλεψία μου, γιατί έτσι έφθασαν στα χέρια μου οι σημειώσεις σας από τις παραδόσεις σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δεν γνωρίζω που μπορώ να το αποδώσω.
Όσον αφορά τα περί «τού επισήμου θεολογικού διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών» σας έχω αποστείλει τις απόψεις μου με επιστολή τον Οκτώβριο 2009, δεν έχω λάβει απάντησή σας, αλλά μπορείτε να την δημοσιοποιήσετε.
Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί εμπλέκετε τα θέματα. Άν το επιθυμήτε, έχετε την δυνατότητα να απαντήσετε σε αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδικούν.
Πάντως, Σεβασμιώτατε, θέλω να με πιστέψετε, δεν είχα πρόθεση να σας χαρακτηρίσω αιρετικό, όπως σαφώς υπονοείτε, παραθέτοντας κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, παρά το ότι έχω επισημάνει απόψεις σας που διαφοροποιούνται από την πατερική διδασκαλία, καί, βεβαίως, αφήνω ασχολίαστα τα περί «μωρού» και «γεένης», γιατί δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά μου.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος μας κοινοποιεί και την δεύτερη επιστολή που έχει παραδώσει στον Σεβ. Περγάμου με ημερομηνία 7-10-2009 και η οποία έχει ως ακολούθως:
Σεβασμιώτατε άγιε Περγάμου,
Έλαβα τήν από 26ης Σεπτεμβρίου 2009 επιστολή σας καί ευχαριστώ πολύ γιά τήν ενημέρωση τήν οποία μού κάνετε.
Κατ' αρχάς, όπως επανειλημμένως έχω δηλώσει, δέχομαι τόν διάλογο μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί άλλων Ομολογιών, αρκεί βέβαια νά γίνεται μέ τίς θεολογικές, εκκλησιολογικές καί κανονικές προϋποθέσεις. Αυτή είναι μιά βασική αρχή, τήν οποία όλοι όσοι αγαπούν τήν Εκκλησία καί αποβλέπουν στήν ενότητα τών Χριστιανών αποδέχονται.
Έπειτα, γνωρίζω ότι μετά τήν παραίτηση τού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού από τήν συμπροεδρία «τής Επιτροπής επί τού Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών», εσείς, προκειμένου νά αρχίση ο διάλογος, επισκεφθήκατε όλες τίς Ορθόδοξες Εκκλησίες, γιά νά λάβετε τήν γνώμη τους στό κατά πόσον πρέπει νά συνεχισθή ο διάλογος, παρά τίς δυσκολίες πού δημιουργούνται από τήν προκλητική δράση τής Ουνίας. Ήμουν Συνοδικός Μητροπολίτης τήν περίοδο εκείνη (2002-2003) καί μάς είχε ενημερώσει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Δέν γνωρίζω, όμως, τά όσα έγιναν στήν συνέχεια.
Σαφέστατα, αποδέχομαι πλήρως τά όσα γράφετε στόν επίλογο τής επιστολής σας:
«Η ευθύνη όλων, μάλιστα δέ τών επισκόπων, τών τεταγμένων υπό τού Θεού νά μεριμνούν διά τήν διασφάλισιν τής κανονικής ενότητος τού ποιμνίου των, είναι πελωρία. Τό διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν: ποία η αυθεντία καί τό κύρος τών συνοδικών αποφάσεων; Θά υπακούωμεν εις τάς συνοδικάς αποφάσεις, ως πράττομεν ημείς βαλλόμενοι διά τούτο, ή εις τούς "ζηλωτάς" τής Ορθοδοξίας; Υφίστανται Ορθοδοξία καί δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων; Λάβετε, παρακαλούμεν, θέσιν επ' αυτού, πρίν ή οδηγηθώμεν εις πλήρη απαξίωσιν τών συνοδικών αποφάσεων καί διασπασθή τό ποίμνιόν Σας ως εκ τής τυχόν ολιγωρίας μας».
Πράγματι, «ταπεινώς καί εν συναισθήσει επισκοπικής ευθύνης», όπως γράφετε καί εσείς, θέλω νά λάβω θέση στό θέμα αυτό, ώστε νά μήν κατηγορηθώ διά «τυχόν ολιγωρίαν».
Πιστεύω ακράδαντα ότι οι διάλογοι, όπως καί η «διασφάλισις τής κανονικής ενότητος» τών ποιμνίων μας είναι «ευθύνη όλων, μάλιστα δέ τών επισκόπων». Όντως, «τό διακύβευμα είναι εκκλησιολογικόν» καί πρέπει νά «υπακούωμεν εις τά συνοδικάς αποφάσεις», διότι δέν «υφίστανται Ορθοδοξία καί δόγματα πίστεως άνευ συνοδικών αποφάσεων».
Όμως, στά σοβαρά αυτά θέματα έχω έντονους προβληματισμούς, όπως επίσης τούς ίδιους προβληματισμούς έχουν καί πολλοί άλλοι Ιεράρχες κατά πόσον είναι συνοδικές αποφάσεις. Εσείς ενεργείτε έχοντας υπ' όψιν σας τίς αποφάσεις «όλων ανεξαιρέτως τών αυτοκεφάλων καί αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών», αλλά η ελαχιστότητά μου ως Επίσκοπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, όπως καί άλλοι Ιεράρχες, δέν έχουμε τήν δυνατότητα νά αποφασίσουμε σχετικώς, ούτε κάν νά ενημερωθούμε!
Καί εξηγούμαι σαφέστερα.
Βρέθηκα στό Βουκουρέστι τήν ημέρα κατά τήν οποία συνεδρίαζε η Ιεραρχία τού Πατριαρχείου Ρουμανίας γιά νά λάβη απόφαση γιά τό συγκεκριμένο θέμα. Επίσης, βρέθηκα στήν Λευκωσία, όταν συνεδρίαζε η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Κύπρου γιά νά λάβη απόφαση γιά τό κείμενο τής Ραβέννας. Ασφαλώς τό ίδιο συμβαίνει καί σέ άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Λυπάμαι, όμως, πολύ γιατί δέν έγινε παρόμοια συζήτηση στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Αναζητούσα νά μελετήσω τό κείμενο τής Ραβέννας καί τελικά τό βρήκα, μετά από πολύ χρόνο, από τήν Εκκλησία τής Κύπρου (!), διότι δέν μάς κοινοποιήθηκε τό κείμενο γιά νά τό μελετήσουμε. Αναζητώ νά μελετήσω τό σχέδιο τού κειμένου, πού θά συζητηθή προσεχώς στήν Λευκωσία, καί δέν μπορώ νά τό βρώ.
Στήν Εκκλησία τής Ελλάδος τά διορθόδοξα θέματα τά συζητάει η Επιτροπή Διορθοδόξων Σχέσεων, τής οποίας όμως η συγκρότηση έγινε επί μακαριστού Χριστοδούλου μέ τόν γνωστό τρόπο, χωρίς νά συζητούνται καί νά λαμβάνωνται συγκεκριμένες αποφάσεις στήν Ιεραρχία. Γιά τά θέματα άλλων Συνοδικών Επιτροπών λαμβάνονται αποφάσεις από τήν Ιεραρχία καί υλοποιούνται από τίς Συνοδικές Επιτροπές. Δέν γίνεται, όμως, τό ίδιο μέ τά λίαν ευαίσθητα καί λεπτά ζητήματα τών διορθοδόξων καί διαχριστιανικών σχέσεων.
Κατά τήν προετοιμασία γιά τήν σύνταξη τού κειμένου τής Ραβέννας ή καί άλλων κειμένων δέν υπήρξε συγκεκριμένη απόφασή μας στήν Ιεραρχία. Δέν γνωρίζω ποιός έδωσε τήν σχετική κατεύθυνση στούς εκπροσώπους τής Εκκλησίας τής Ελλάδος γιά τό τί θά υποστηρίξουν, πάντως όχι η Ιεραρχία. Αλλά, καί μετά τήν υπογραφή τού κειμένου τής Ραβέννας, δέν έγινε κάποια συζήτηση στήν Ιεραρχία, ούτε κάν μάς κοινοποιήθηκε τό κείμενο γιά νά ενημερωθούμε καί γιά νά διατυπώσουμε τήν άποψή μας, αφού μάλιστα χρειάζεται η έγκριση τών Ιερών Συνόδων. Τό ίδιο συμβαίνει καί γιά τήν προσεχή συνάντηση στήν Κύπρο. Δέν γνωρίζω, όπως καί πολλοί άλλοι Αρχιερείς, τό σχέδιο πού συντάχθηκε καί δέν γνωρίζω ποιός καθόρισε τήν στάση τήν οποία θά τηρήσουν οι εκπρόσωποι τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
Όλα αυτά μάς προβληματίζουν καί διερωτώμεθα: Γιατί αυτή η μυστικότητα καί ποιόν εξυπηρετεί; Εάν ως Επίσκοποι δέν ενημερωνόμαστε από τά Συνοδικά μας Όργανα, πώς θά έχουμε άποψη καί πώς θά κατευθύνουμε μέ υπεθυνότητα τά μέλη τού ποιμνίου μας, πού ενδιαφέρονται γιά τά θέματα αυτά, καί πώς μπορούμε νά ομιλούμε γιά υπακοή «εις τάς Συνοδικάς αποφάσεις», καί πώς θά βοηθήσουμε «διά τήν διασφάλισιν τής κανονικής ενότητος» τού ποιμνίου μας;
Βεβαίως, η λειτουργία τού συνοδικού πολιτεύματος μπορεί νά ενεργήται καλώς σέ επίπεδο διορθοδόξων σχέσεων –Προκαθημένων– όπως γράφετε στήν επιστολή σας, αλλά τουλάχιστον ως πρός τό θέμα αυτό σέ επίπεδο Ιεραρχών στήν Εκκλησία τής Ελλάδος επί μακαριστού Χριστοδούλου δέν λειτούργησε τό συνοδικό πολίτευμα.
Κανείς δέν ζητά τήν γνώμη μας, κανείς δέν μάς ενημερώνει γιά τά σοβαρά αυτά ζητήματα, καί παρά ταύτα «είμαστε υποχρεωμένοι» νά δεχόμαστε τίς Συνοδικές αποφάσεις! Οι λαϊκοί καθηγητές, πού συμμετέχουν στούς διαλόγους, έχουν γνώμη γιά όλα τά ζητήματα καί εμείς οι Επίσκοποι, πού κατά τεκμήριο έχουμε μεγάλη ευαισθησία στήν ορθόδοξη θεολογία καί τήν ορθόδοξη εκκλησιολογία, ασκούμε απλώς ποιμαντική στίς Επαρχίες μας καί έχουμε κύρια ευθύνη γιά τήν κανονική ενότητα τών ποιμνίων μας, παραμένουμε όμως στό «σκοτάδι» στά δογματικά καί διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα, όχι βέβαια μέ δική μας ευθύνη. Αυτό μέ οδήγησε στό νά θέσω τό θέμα στήν πρόσφατη συνεδρία τής Δ.Ι.Σ. Ελπίζω ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θά αλλάξη αυτήν τήν επικρατήσασα μή κανονική τακτική.
Δέν είναι δυνατόν νά γίνωνται συζητήσεις στίς Θεολογικές Σχολές καί αλλού γιά δογματικά καί διορθόδοξα θέματα καί η Ιεραρχία νά τά αγνοή καί νά ασχολήται μέ διάφορα άλλα δευτερούσης σημασίας ζητήματα. Θεωρώ ότι η βάση τής επισκοπικής διακονίας είναι η θεολογία καί η εκκλησιολογία καί, όμως, δέν έχουμε ούτε καί στοιχειώδη ενημέρωση στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας γιά δογματικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα. Μιά τέτοια νοοτροπία δημιουργεί προβληματισμούς σέ πολλούς Αρχιερείς καί βεβαίως είναι στήν ουσία άρνηση τού συνοδικού θεσμού, όπως υποστηρίζετε καί εσείς στίς μελέτες σας.
Ασφαλώς θά διερωτηθήτε γιατί τά γράφω αυτά σέ Σάς, αφού είναι εσωτερική υπόθεση τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, η οποία δέν σάς αφορά.
Αντιλαμβάνομαι ότι εσείς σέ αυτό τό θέμα δέν ευθύνεσθε. Εσείς έχετε τά κείμενα τών αποφάσεων τών Αυτοκεφάλων καί Αυτονόμων Εκκλησιών καί ενεργείτε βάσει αυτών. Ούτε ευθύνεται τό Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αντιλαμβάνεσθε, όμως, τήν δική μας θέση καί τούς έντονους προβληματισμούς πού έχουμε. Είμαι βέβαιος ότι, εάν ήσασταν μέλος τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, θά θέλατε νά είχατε μιά στοιχειώδη ενημέρωση καί, οπωσδήποτε, θά θέλατε νά συμμετείχατε στήν λήψη αποφάσεων σέ δογματικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά ζητήματα, όπως επίσης θά λυπόσασταν άν παραμένατε στό «σκοτάδι», όσον αφορά στά βασικά αυτά εκκλησιολογικά καί θεολογικά ζητήματα. Δέν επιθυμώ νά περιορισθώ μόνον στήν Μητρόπολή μου καί νά παραμένω στό περιθώριο σέ τέτοια ύψιστα θεολογικά καί εκκλησιολογικά θέματα. Δέν είμαι Αρχιερεύς «δευτέρας ποιότητος» καί αποστολής, αλλά ανήκω στήν Εκκλησία καί έχω ευθύνη γιά τά Συνοδικά, διορθόδοξα καί διαχριστιανικά θέματα.
Στήν Ιεραρχία τού 2007, όπου καθορίσθηκε η συγκρότηση τών Συνοδικών Επιτροπών, τό όνομά μου δέν υπήρχε σέ κάποια Συνοδική Επιτροπή, παρά μόνον ως δεύτερο αναπληρωματικό μέλος στήν Επιτροπή Δογματικών καί Κανονικών Ζητημάτων, ενώ άλλοι Αρχιερείς συμμετείχαν σέ περισσότερες από μία Επιτροπές. Διαμαρτυρήθηκα στήν Συνεδρίαση τής Ιεραρχίας, γιατί δέν μέ συμπεριέλαβαν ως τακτικό μέλος σέ κάποια Συνοδικό Επιτροπή –μάλλον μέ διέγραψαν καί από κάποια Επιτροπή πού ήμουν– καί δήλωσα ότι παραιτούμαι καί από αναπληρωματικό μέλος τής Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών καί Κανονικών Ζητημάτων. Θεωρώ ότι υπήρξε μιά σκοπιμότητα στήν συγκρότηση τών Συνοδικών Επιτροπών, πιθανόν από τήν στάση πού τήρησα στό θέμα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπέρ τών δικαίων Του, κατά τίς πρόσφατες εντάσεις.
Ασφαλώς αντιλαμβάνεσθε ότι δέν ασκώ κάποια κριτική στήν επιστολή σας, αλλά εκφράζω τόν προβληματισμό μου καί τήν λύπη μου, γιατί δέν μάς ενημερώνει επισήμως κανείς καί δέν ζητά κανείς τήν άποψή μας γιά τά μείζονα αυτά ζητήματα τής Εκκλησίας καί, τό κυριότερο, δέν λειτουργεί ουσιαστικά τό συνοδικό πολίτευμα. Οπότε, τό πεδίο είναι ευρύ γιά κάθε έναν πού θέλει καλοπροαίρετα ή μή νά ενημερώνη μέρος τού ποιμνίου μας ή καί μέρος τής Ιεραρχίας καί νά κυοφορήται ένα «δυνάμει σχίσμα». Ποιός, όμως, ευθύνεται γι' αυτό; Τουλάχιστον η ελαχιστότητά μου θέλει νά αποσείση αυτήν τήν «τυχόν ολιγωρίαν», όπως καί εσείς γράφετε.
Εύχομαι ο Θεός νά σάς ενδυναμώνη στό έργο σας.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
ΠΗΓΗ ''RΟΜFAIA.GR''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου