Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ

"Μετά την σημερινή δημοσίευση της επιστολής του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου στο Διαδίκτυο, είμαι υποχρεωμένος και εγώ να δημοσιεύσω την απάντησή μου, μαζί με την από 7-10-2009 επιστολή μου προς τον ίδιο, η οποία αναφέρεται στο θέμα των Διαλόγων, το οποίο θίγει ο Σεβασμιώτατος.

Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, για την ιστορία του θέματος, ότι αμέσως μετά –τόν Οκτώβριο 2009– η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, με πρόταση του Αρχιεπι­σκόπου Ιερωνύμου, αφ' ενός μεν απέστειλε σε όλους τους Αρχιερείς τα έως τότε κείμενα του Διαλόγου, αφ' ετέρου δε έγινε συζήτηση στην Ιεραρχία για το συγκεκριμένο θέμα και εξεδόθη ένα πολύ σημαντικό κείμενο.

Και εγώ απηυχόμην την δημόσια διένεξη μεταξύ Ιεραρχών, αλλά όμως τα θέματα είναι θεολογικά και όχι προσωπικά.

"Σεβασμιώτατε,
Έλαβα σήμερα μόλις το από 17-9-2012 γράμμα σας και ευχαριστώ γιατί εκφράσατε με αυτό την άποψή σας. Και είναι σημαντικό να υπάρχη μεταξύ εν Χριστώ αδελφών συνεξήγηση και συζήτηση για θέματα θεολογικού ενδιαφέ­ροντος. Γιατί, όπως γνωρίζετε, η θεολογία είναι υπόθεση σοβαρή και απαιτείται ενδελεχής μελέτη.
Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Βεβαίως, την φράση που επισημαίνετε «η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» την αποδίδετε στους ανθρώπους, δηλαδή στην δυνατότητα επιλογής που γίνεται από τους ανθρώπους.
Όμως, στο συγκεκριμένο κείμενό μου με ενδιέφερε πολύ και το τονίζω εμφαντικά, ότι η θέληση-βούληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, ενώ η προαίρεση, δηλαδή η επιλογή –η οποία δεν υπάρχει στον Θεό, αλλά μόνο στους ανθρώπους– ανήκει στην υπόσταση-πρόσωπο.
Αυτό είναι το καίριας σημασίας θέμα, ότι και στους ανθρώπους η βούληση δεν είναι επιλογή, αλλά όρεξη της φύσεώς τους. Η επιλογή συνδέεται με την προαίρεση.
Άλλωστε, η πρόταση με την οποία αρχίζει η συγκεκριμένη παράγραφος του κειμένου μου ερμηνεύει τα επόμενα. Γράφω εκεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι απόψεις ορισμένων θεολόγων ότι δήθεν η ελευθερία του προσώπου έχει αξία διότι υπερβαίνει την αναγκαιότητα της φύσης, ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση με το πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν στηρίγματα στην πατερική θεολογία».
Επίσης και η πρόταση η οποία κατακλείει την παράγραφο αυτή ερμηνεύει την πρόθεσή μου.
Γράφω: «Και αυτό γιατί οι Πατέρες συνδέουν την θέληση-βούληση με την φύση, οπότε υπάρχει μία θέληση και βούληση στον Θεό, καθώς επίσης εντοπίζουν την διαφορά μεταξύ θέλησης-βούλησης και προαίρεσης. Βεβαίως, άλλο είναι το "θέλειν" και άλλο είναι το "πώς θέλειν"».
Επίσης, μελετώντας κανείς προσεκτικά την ανάλυση την οποία κάνετε του συγκεκριμένου χωρίου του Μ. Αθανασίου, μάλιστα δε σε συνδυασμό με όσα προηγούνται και όσα έπονται αυτού του χωρίου, φαίνεται ότι δημιουργείται ένας προβληματισμός, γιατί εκτός των άλλων, γράφετε: «ένα θέλημα είναι το θέλημα του Θεού γι' αυτό και συνδέεται με την μία φύση Του, με την μία ουσία: "καί έν εστι θέλημα, το εκ Πατρός εν Υιώ". Μπορεί να είναι ένα, αλλά δεν είναι χαρακτηριστικό της ουσίας.
Μπορεί να είναι χαρακτηριστικό της ουσίας, αλλά δεν προέρχεται εκ της ουσίας» (δική μου υπογράμμιση).
Μέ βάση το παραπάνω κείμενο και επειδή θίξατε το ζήτημα της μεθόδου και μόνον, αντιστοίχως οφείλω να ομολογήσω ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική σας μέθοδος υπερβαίνει τα όρια του πατερικού πλαισίου, με την έννοια ότι οι Πατέρες δεν ήθελαν να κατοχυρώσουν την «ελευθερία του προσώπου έναντι στην αναγκαιότητα της φύσεως», πράγματα τα οποία εσείς θεωρείτε πολύ σημαντικά.
Ωστόσο, ως Επίσκοπος αντιμετωπίζω τις συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνευτικής με­ταφοράς στο σήμερα, η οποία έχει πολύ συγκεκριμένες ποιμαντικές συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως υπερβαίνουν τις προθέσεις σας. Μπορώ να αναφέρω ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την υποτίμηση της ησυχαστικής παρα­δό­­σεως, σε έναν βαθμό, ως ακυρωτικού της θρυλουμένης «ελευθερίας του προσώπου».
Μπορώ, λοιπόν, να αγνοήσω τέτοιες θέσεις, οι οποίες συχνά ερείδονται σε δικές σας ερμηνευτικές υπερβάσεις του πατερικού ιστορικοδογματικού πλαισίου για χάρη μας υπαρξιακής μεταφοράς στο σήμερα, έστω και αν αυτό δεν αφορά τις δικές σας αφετηριακές προθέσεις;
Δεν νομίζετε ότι ως Επίσκοπος έχω χρέος να υπομνήσω κυρίως τί είπαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και όχι πρωτίστως να τους μεταγράψω στο σήμερα, ειδικά μάλιστα όταν μια τέτοια μεταγραφή κομίζει βλαβερές πνευματικά προεκτάσεις, όπως αυτές που προανέφερα;
Πάντως, σε βιβλίο μου το οποίο θα δημοσιευθή λίαν προσεχώς, εντός του Οκτωβρίου, συμπεριλαμβάνεται και εκτενές κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στο θέμα του προσώπου, της θελήσεως-βουλήσεως και της ελευθερίας του προσώπου.
Εξ άλλου, η παρατήρησή σας για την λανθασμένη παραπομπή σε τίτλο και σε σελίδα δεν συνιστά κάποια αβλεψία μου, γιατί έτσι έφθασαν στα χέρια μου οι σημειώσεις σας από τις παραδόσεις σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δεν γνωρίζω που μπορώ να το αποδώσω.
Όσον αφορά τα περί «τού επισήμου θεολογικού διαλόγου μετά των Ρωμαιοκαθολικών» σας έχω αποστείλει τις απόψεις μου με επιστολή τον Οκτώβριο 2009, δεν έχω λάβει απάντησή σας, αλλά μπορείτε να την δημοσιο­ποιήσετε.
Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί εμπλέκετε τα θέματα. Άν το επιθυμήτε, έχετε την δυνατότητα να απαντήσετε σε αυτούς που θεωρείτε ότι σας αδικούν.
Πάντως, Σεβασμιώτατε, θέλω να με πιστέψετε, δεν είχα πρόθεση να σας χαρακτηρίσω αιρετικό, όπως σαφώς υπονοείτε, παραθέτοντας κείμενο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, παρά το ότι έχω επισημάνει απόψεις σας που διαφο­ροποιούνται από την πατερική διδασκαλία, καί, βεβαίως, αφήνω ασχο­λίαστα τα περί «μωρού» και «γεένης», γιατί δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά μου.
Με την εν Χριστώ αγάπη
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος μας κοινοποιεί και την δεύτερη επιστολή που έχει παραδώσει στον Σεβ. Περγάμου με ημερομηνία 7-10-2009 και η οποία έχει ως ακολούθως:

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε ά­γι­ε Περ­γά­μου,

Έ­λα­βα τήν α­πό 26ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2009 ε­πι­στο­λή σας καί ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ γιά τήν ε­νη­μέ­ρω­ση τήν ο­ποί­α μού κά­νε­τε.

Κα­τ' αρ­χάς, ό­πως ε­πα­νει­λημ­μέ­νως έ­χω δη­λώ­σει, δέ­χο­μαι τόν διά­λο­γο με­τα­ξύ Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας καί άλ­λων Ο­μο­λο­γι­ών, αρ­κεί βέ­βαια νά γί­νε­ται μέ τίς θε­ο­λο­γι­κές, εκ­κλη­σιο­λο­γι­κές καί κα­νο­νι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Αυ­τή εί­ναι μιά βα­σι­κή αρ­χή, τήν ο­ποί­α ό­λοι ό­σοι α­γα­πούν τήν Εκ­κλη­σί­α καί α­πο­βλέ­πουν στήν ε­νό­τη­τα τών Χρι­στια­νών α­πο­δέ­χο­νται.

Έ­πει­τα, γνω­ρί­ζω ό­τι με­τά τήν πα­ραί­τη­ση τού Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Αυ­στρα­λί­ας κ. Στυ­λια­νού α­πό τήν συ­μπρο­ε­δρί­α «τής Ε­πι­τρο­πής ε­πί τού Θε­ο­λο­γι­κού Δια­λό­γου Ορ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κών», ε­σείς, προ­κει­μέ­νου νά αρ­χί­ση ο διά­λο­γος, ε­πι­σκε­φθή­κα­τε ό­λες τίς Ορ­θό­δο­ξες Εκ­κλη­σί­ες, γιά νά λά­βε­τε τήν γνώ­μη τους στό κα­τά πό­σον πρέ­πει νά συ­νε­χι­σθή ο διά­λο­γος, πα­ρά τίς δυ­σκο­λί­ες πού δη­μιουρ­γού­νται α­πό τήν προ­κλη­τι­κή δρά­ση τής Ου­νί­ας. Ή­μουν Συ­νο­δι­κός Μη­τρο­πο­λί­της τήν πε­ρί­ο­δο ε­κεί­νη (2002-2003) καί μάς εί­χε ε­νη­με­ρώ­σει ο μα­κα­ρι­στός Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος. Δέν γνω­ρί­ζω, ό­μως, τά ό­σα έ­γι­ναν στήν συ­νέ­χεια.

Σα­φέ­στα­τα, α­πο­δέ­χο­μαι πλή­ρως τά ό­σα γρά­φε­τε στόν ε­πί­λο­γο τής ε­πι­στο­λής σας:

«Η ευ­θύ­νη ό­λων, μά­λι­στα δέ τών ε­πι­σκό­πων, τών τε­ταγ­μέ­νων υ­πό τού Θε­ού νά με­ρι­μνούν διά τήν δια­σφά­λι­σιν τής κα­νο­νι­κής ε­νό­τη­τος τού ποι­μνί­ου των, εί­ναι πε­λω­ρί­α. Τό δια­κύ­βευ­μα εί­ναι εκ­κλη­σιο­λο­γι­κόν: ποί­α η αυ­θε­ντί­α καί τό κύ­ρος τών συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων; Θά υ­πα­κού­ω­μεν εις τάς συ­νο­δι­κάς α­πο­φά­σεις, ως πράτ­το­μεν η­μείς βαλ­λό­με­νοι διά τού­το, ή εις τούς "ζη­λω­τάς" τής Ορ­θο­δο­ξί­ας; Υ­φί­στα­νται Ορ­θο­δο­ξί­α καί δόγ­μα­τα πί­στε­ως ά­νευ συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων; Λά­βε­τε, πα­ρα­κα­λού­μεν, θέ­σιν επ' αυ­τού, πρίν ή ο­δη­γη­θώ­μεν εις πλή­ρη α­πα­ξί­ω­σιν τών συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων καί δια­σπα­σθή τό ποί­μνι­όν Σας ως εκ τής τυ­χόν ο­λι­γω­ρί­ας μας».

Πράγ­μα­τι, «τα­πει­νώς καί εν συ­ναι­σθή­σει ε­πι­σκο­πι­κής ευ­θύ­νης», ό­πως γρά­φε­τε καί ε­σείς, θέ­λω νά λά­βω θέ­ση στό θέ­μα αυ­τό, ώ­στε νά μήν κα­τη­γο­ρη­θώ διά «τυ­χόν ο­λι­γω­ρί­αν».

Πι­στεύ­ω α­κρά­δα­ντα ό­τι οι διά­λο­γοι, ό­πως καί η «δια­σφά­λι­σις τής κα­νο­νι­κής ε­νό­τη­τος» τών ποι­μνί­ων μας εί­ναι «ευ­θύ­νη ό­λων, μά­λι­στα δέ τών ε­πι­σκό­πων». Ό­ντως, «τό δια­κύ­βευ­μα εί­ναι εκ­κλη­σιο­λο­γι­κόν» καί πρέ­πει νά «υ­πα­κού­ω­μεν εις τά συ­νο­δι­κάς α­πο­φά­σεις», δι­ό­τι δέν «υ­φί­στα­νται Ορ­θο­δο­ξί­α καί δόγ­μα­τα πί­στε­ως ά­νευ συ­νο­δι­κών α­πο­φά­σε­ων».

Ό­μως, στά σο­βα­ρά αυ­τά θέ­μα­τα έ­χω έ­ντο­νους προ­βλη­μα­τι­σμούς, ό­πως ε­πί­σης τούς ί­διους προ­βλη­μα­τι­σμούς έ­χουν καί πολ­λοί άλ­λοι Ι­ε­ράρ­χες κα­τά πό­σον εί­ναι συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις. Ε­σείς ε­νερ­γεί­τε έ­χο­ντας υ­π' ό­ψιν σας τίς α­πο­φά­σεις «ό­λων α­νε­ξαι­ρέ­τως τών αυ­το­κε­φά­λων καί αυ­το­νό­μων Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών», αλ­λά η ε­λα­χι­στό­τη­τά μου ως Ε­πί­σκο­πος τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος, ό­πως καί άλ­λοι Ι­ε­ράρ­χες, δέν έ­χου­με τήν δυ­να­τό­τη­τα νά α­πο­φα­σί­σου­με σχε­τι­κώς, ού­τε κάν νά ε­νη­με­ρω­θού­με!

Καί ε­ξη­γού­μαι σα­φέ­στε­ρα.

Βρέ­θη­κα στό Βου­κου­ρέ­στι τήν η­μέ­ρα κα­τά τήν ο­ποί­α συ­νε­δρί­α­ζε η Ι­ε­ραρ­χί­α τού Πα­τριαρ­χεί­ου Ρου­μα­νί­ας γιά νά λά­βη α­πό­φα­ση γιά τό συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα. Ε­πί­σης, βρέ­θη­κα στήν Λευ­κω­σί­α, ό­ταν συ­νε­δρί­α­ζε η Ι­ε­ραρ­χί­α τής Εκ­κλη­σί­ας τής Κύ­πρου γιά νά λά­βη α­πό­φα­ση γιά τό κεί­με­νο τής Ρα­βέν­νας. Α­σφα­λώς τό ί­διο συμ­βαί­νει καί σέ άλ­λες Ορ­θό­δο­ξες Εκ­κλη­σί­ες. Λυ­πά­μαι, ό­μως, πο­λύ για­τί δέν έ­γι­νε πα­ρό­μοια συ­ζή­τη­ση στήν Ι­ε­ραρ­χί­α τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος.

Α­να­ζη­τού­σα νά με­λε­τή­σω τό κεί­με­νο τής Ρα­βέν­νας καί τε­λι­κά τό βρή­κα, με­τά α­πό πο­λύ χρό­νο, α­πό τήν Εκ­κλη­σί­α τής Κύ­πρου (­!­), δι­ό­τι δέν μάς κοι­νο­ποι­ή­θη­κε τό κεί­με­νο γιά νά τό με­λε­τή­σου­με. Α­να­ζη­τώ νά με­λε­τή­σω τό σχέ­διο τού κει­μέ­νου, πού θά συ­ζη­τη­θή προ­σε­χώς στήν Λευ­κω­σί­α, καί δέν μπο­ρώ νά τό βρώ.

Στήν Εκ­κλη­σί­α τής Ελ­λά­δος τά διορ­θό­δο­ξα θέ­μα­τα τά συ­ζη­τά­ει η Ε­πι­τρο­πή Διορ­θο­δό­ξων Σχέ­σε­ων, τής ο­ποί­ας ό­μως η συ­γκρό­τη­ση έ­γι­νε ε­πί μα­κα­ρι­στού Χρι­στο­δού­λου μέ τόν γνω­στό τρό­πο, χω­ρίς νά συ­ζη­τού­νται καί νά λαμ­βά­νω­νται συ­γκε­κρι­μέ­νες α­πο­φά­σεις στήν Ι­ε­ραρ­χί­α. Γιά τά θέ­μα­τα άλ­λων Συ­νο­δι­κών Ε­πι­τρο­πών λαμ­βά­νο­νται α­πο­φά­σεις α­πό τήν Ι­ε­ραρ­χί­α καί υ­λο­ποιού­νται α­πό τίς Συ­νο­δι­κές Ε­πι­τρο­πές. Δέν γί­νε­ται, ό­μως, τό ί­διο μέ τά λί­αν ευ­αί­σθη­τα καί λε­πτά ζη­τή­μα­τα τών διορ­θο­δό­ξων καί δια­χρι­στια­νι­κών σχέ­σε­ων.

Κα­τά τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α γιά τήν σύ­ντα­ξη τού κει­μέ­νου τής Ρα­βέν­νας ή καί άλ­λων κει­μέ­νων δέν υ­πήρ­ξε συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πό­φα­σή μας στήν Ι­ε­ραρ­χί­α. Δέν γνω­ρί­ζω ποι­ός έ­δω­σε τήν σχε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση στούς εκ­προ­σώ­πους τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος γιά τό τί θά υ­πο­στη­ρί­ξουν, πά­ντως ό­χι η Ι­ε­ραρ­χί­α. Αλ­λά, καί με­τά τήν υ­πο­γρα­φή τού κει­μέ­νου τής Ρα­βέν­νας, δέν έ­γι­νε κά­ποια συ­ζή­τη­ση στήν Ι­ε­ραρ­χί­α, ού­τε κάν μάς κοι­νο­ποι­ή­θη­κε τό κεί­με­νο γιά νά ε­νη­με­ρω­θού­με καί γιά νά δια­τυ­πώ­σου­με τήν ά­πο­ψή μας, α­φού μά­λι­στα χρειά­ζε­ται η έ­γκρι­ση τών Ι­ε­ρών Συ­νό­δων. Τό ί­διο συμ­βαί­νει καί γιά τήν προ­σε­χή συ­νά­ντη­ση στήν Κύ­προ. Δέν γνω­ρί­ζω, ό­πως καί πολ­λοί άλ­λοι Αρ­χι­ε­ρείς, τό σχέ­διο πού συ­ντά­χθη­κε καί δέν γνω­ρί­ζω ποι­ός κα­θό­ρι­σε τήν στά­ση τήν ο­ποί­α θά τη­ρή­σουν οι εκ­πρό­σω­ποι τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος.

Ό­λα αυ­τά μάς προ­βλη­μα­τί­ζουν καί δι­ε­ρω­τώ­με­θα: Για­τί αυ­τή η μυ­στι­κό­τη­τα καί ποι­όν ε­ξυ­πη­ρε­τεί; Ε­άν ως Ε­πί­σκο­ποι δέν ε­νη­με­ρω­νό­μα­στε α­πό τά Συ­νο­δι­κά μας Όρ­γα­να, πώς θά έ­χου­με ά­πο­ψη καί πώς θά κα­τευ­θύ­νου­με μέ υ­πε­θυ­νό­τη­τα τά μέ­λη τού ποι­μνί­ου μας, πού εν­δια­φέ­ρο­νται γιά τά θέ­μα­τα αυ­τά, καί πώς μπο­ρού­με νά ο­μι­λού­με γιά υ­πα­κο­ή «εις τάς Συ­νο­δι­κάς α­πο­φά­σεις», καί πώς θά βο­η­θή­σου­με «διά τήν δια­σφά­λι­σιν τής κα­νο­νι­κής ε­νό­τη­τος» τού ποι­μνί­ου μας;

Βε­βαί­ως, η λει­τουρ­γί­α τού συ­νο­δι­κού πο­λι­τεύ­μα­τος μπο­ρεί νά ε­νερ­γή­ται κα­λώς σέ ε­πί­πε­δο διορ­θο­δό­ξων σχέ­σε­ων –Προ­κα­θη­μέ­νων– ό­πως γρά­φε­τε στήν ε­πι­στο­λή σας, αλ­λά του­λά­χι­στον ως πρός τό θέ­μα αυ­τό σέ ε­πί­πε­δο Ι­ε­ραρ­χών στήν Εκ­κλη­σί­α τής Ελ­λά­δος ε­πί μα­κα­ρι­στού Χρι­στο­δού­λου δέν λει­τούρ­γη­σε τό συ­νο­δι­κό πο­λί­τευ­μα.

Κα­νείς δέν ζη­τά τήν γνώ­μη μας, κα­νείς δέν μάς ε­νη­με­ρώ­νει γιά τά σο­βα­ρά αυ­τά ζη­τή­μα­τα, καί πα­ρά ταύ­τα «εί­μα­στε υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι» νά δε­χό­μα­στε τίς Συ­νο­δι­κές α­πο­φά­σεις! Οι λα­ϊ­κοί κα­θη­γη­τές, πού συμ­με­τέ­χουν στούς δια­λό­γους, έ­χουν γνώ­μη γιά ό­λα τά ζη­τή­μα­τα καί ε­μείς οι Ε­πί­σκο­ποι, πού κα­τά τε­κμή­ριο έ­χου­με με­γά­λη ευ­αι­σθη­σί­α στήν ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καί τήν ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σιο­λο­γί­α, α­σκού­με α­πλώς ποι­μα­ντι­κή στίς Ε­παρ­χί­ες μας καί έ­χου­με κύ­ρια ευ­θύ­νη γιά τήν κα­νο­νι­κή ε­νό­τη­τα τών ποι­μνί­ων μας, πα­ρα­μέ­νου­με ό­μως στό «σκο­τά­δι» στά δογ­μα­τι­κά καί διορ­θό­δο­ξα καί δια­χρι­στια­νι­κά ζη­τή­μα­τα, ό­χι βέ­βαια μέ δι­κή μας ευ­θύ­νη. Αυ­τό μέ ο­δή­γη­σε στό νά θέ­σω τό θέ­μα στήν πρό­σφα­τη συ­νε­δρί­α τής Δ.Ι.Σ. Ελ­πί­ζω ό­τι ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ι­ε­ρώ­νυ­μος θά αλ­λά­ξη αυ­τήν τήν ε­πι­κρα­τή­σα­σα μή κα­νο­νι­κή τα­κτι­κή.

Δέν εί­ναι δυ­να­τόν νά γί­νω­νται συ­ζη­τή­σεις στίς Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές καί αλ­λού γιά δογ­μα­τι­κά καί διορ­θό­δο­ξα θέ­μα­τα καί η Ι­ε­ραρ­χί­α νά τά α­γνο­ή καί νά α­σχο­λή­ται μέ διά­φο­ρα άλ­λα δευ­τε­ρού­σης ση­μα­σί­ας ζη­τή­μα­τα. Θε­ω­ρώ ό­τι η βά­ση τής ε­πι­σκο­πι­κής δια­κο­νί­ας εί­ναι η θε­ο­λο­γί­α καί η εκ­κλη­σιο­λο­γί­α καί, ό­μως, δέν έ­χου­με ού­τε καί στοι­χει­ώ­δη ε­νη­μέ­ρω­ση στήν Ι­ε­ραρ­χί­α τής Εκ­κλη­σί­ας γιά δογ­μα­τι­κά, διορ­θό­δο­ξα καί δια­χρι­στια­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Μιά τέ­τοια νο­ο­τρο­πί­α δη­μιουρ­γεί προ­βλη­μα­τι­σμούς σέ πολ­λούς Αρ­χι­ε­ρείς καί βε­βαί­ως εί­ναι στήν ου­σί­α άρ­νη­ση τού συ­νο­δι­κού θε­σμού, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζε­τε καί ε­σείς στίς με­λέ­τες σας.

Α­σφα­λώς θά δι­ε­ρω­τη­θή­τε για­τί τά γρά­φω αυ­τά σέ Σάς, α­φού εί­ναι ε­σω­τε­ρι­κή υ­πό­θε­ση τής Ι­ε­ραρ­χί­ας τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος, η ο­ποί­α δέν σάς α­φο­ρά.

Α­ντι­λαμ­βά­νο­μαι ό­τι ε­σείς σέ αυ­τό τό θέ­μα δέν ευ­θύ­νε­σθε. Ε­σείς έ­χε­τε τά κεί­με­να τών α­πο­φά­σε­ων τών Αυ­το­κε­φά­λων καί Αυ­το­νό­μων Εκ­κλη­σι­ών καί ε­νερ­γεί­τε βά­σει αυ­τών. Ού­τε ευ­θύ­νε­ται τό Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεί­ο. Α­ντι­λαμ­βά­νε­σθε, ό­μως, τήν δι­κή μας θέ­ση καί τούς έ­ντο­νους προ­βλη­μα­τι­σμούς πού έ­χου­με. Εί­μαι βέ­βαιος ό­τι, ε­άν ή­σα­σταν μέ­λος τής Ι­ε­ραρ­χί­ας τής Εκ­κλη­σί­ας τής Ελ­λά­δος, θά θέ­λα­τε νά εί­χα­τε μιά στοι­χει­ώ­δη ε­νη­μέ­ρω­ση καί, ο­πωσ­δή­πο­τε, θά θέ­λα­τε νά συμ­με­τεί­χα­τε στήν λή­ψη α­πο­φά­σε­ων σέ δογ­μα­τι­κά, διορ­θό­δο­ξα καί δια­χρι­στια­νι­κά ζη­τή­μα­τα, ό­πως ε­πί­σης θά λυ­πό­σα­σταν άν πα­ρα­μέ­να­τε στό «σκο­τά­δι», ό­σον α­φο­ρά στά βα­σι­κά αυ­τά εκ­κλη­σιο­λο­γι­κά καί θε­ο­λο­γι­κά ζη­τή­μα­τα. Δέν ε­πι­θυ­μώ νά πε­ριο­ρι­σθώ μό­νον στήν Μη­τρό­πο­λή μου καί νά πα­ρα­μέ­νω στό πε­ρι­θώ­ριο σέ τέ­τοια ύ­ψι­στα θε­ο­λο­γι­κά καί εκ­κλη­σιο­λο­γι­κά θέ­μα­τα. Δέν εί­μαι Αρ­χι­ε­ρεύς «δευ­τέ­ρας ποι­ό­τη­τος» καί α­πο­στο­λής, αλ­λά α­νή­κω στήν Εκ­κλη­σί­α καί έ­χω ευ­θύ­νη γιά τά Συ­νο­δι­κά, διορ­θό­δο­ξα καί δια­χρι­στια­νι­κά θέ­μα­τα.

Στήν Ι­ε­ραρ­χί­α τού 2007, ό­που κα­θο­ρί­σθη­κε η συ­γκρό­τη­ση τών Συ­νο­δι­κών Ε­πι­τρο­πών, τό ό­νο­μά μου δέν υ­πήρ­χε σέ κά­ποια Συ­νο­δι­κή Ε­πι­τρο­πή, πα­ρά μό­νον ως δεύ­τε­ρο α­να­πλη­ρω­μα­τι­κό μέ­λος στήν Ε­πι­τρο­πή Δογ­μα­τι­κών καί Κα­νο­νι­κών Ζη­τη­μά­των, ε­νώ άλ­λοι Αρ­χι­ε­ρείς συμ­με­τεί­χαν σέ πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό μί­α Ε­πι­τρο­πές. Δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κα στήν Συ­νε­δρί­α­ση τής Ι­ε­ραρ­χί­ας, για­τί δέν μέ συ­μπε­ρι­έ­λα­βαν ως τα­κτι­κό μέ­λος σέ κά­ποια Συ­νο­δι­κό Ε­πι­τρο­πή –μάλ­λον μέ δι­έ­γρα­ψαν καί α­πό κά­ποια Ε­πι­τρο­πή πού ή­μουν– καί δή­λω­σα ό­τι πα­ραι­τού­μαι καί α­πό α­να­πλη­ρω­μα­τι­κό μέ­λος τής Συ­νο­δι­κής Ε­πι­τρο­πής Δογ­μα­τι­κών καί Κα­νο­νι­κών Ζη­τη­μά­των. Θε­ω­ρώ ό­τι υ­πήρ­ξε μιά σκο­πι­μό­τη­τα στήν συ­γκρό­τη­ση τών Συ­νο­δι­κών Ε­πι­τρο­πών, πι­θα­νόν α­πό τήν στά­ση πού τή­ρη­σα στό θέ­μα τού Οι­κου­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου, υ­πέρ τών δι­καί­ων Του, κα­τά τίς πρό­σφα­τες ε­ντά­σεις.

Α­σφα­λώς α­ντι­λαμ­βά­νε­σθε ό­τι δέν α­σκώ κά­ποια κρι­τι­κή στήν ε­πι­στο­λή σας, αλ­λά εκ­φρά­ζω τόν προ­βλη­μα­τι­σμό μου καί τήν λύ­πη μου, για­τί δέν μάς ε­νη­με­ρώ­νει ε­πι­σή­μως κα­νείς καί δέν ζη­τά κα­νείς τήν ά­πο­ψή μας γιά τά μεί­ζο­να αυ­τά ζη­τή­μα­τα τής Εκ­κλη­σί­ας καί, τό κυ­ρι­ό­τε­ρο, δέν λει­τουρ­γεί ου­σια­στι­κά τό συ­νο­δι­κό πο­λί­τευ­μα. Ο­πό­τε, τό πε­δί­ο εί­ναι ευ­ρύ γιά κά­θε έ­ναν πού θέ­λει κα­λο­προ­αί­ρε­τα ή μή νά ε­νη­με­ρώ­νη μέ­ρος τού ποι­μνί­ου μας ή καί μέ­ρος τής Ι­ε­ραρ­χί­ας καί νά κυ­ο­φο­ρή­ται έ­να «δυ­νά­μει σχί­σμα». Ποι­ός, ό­μως, ευ­θύ­νε­ται γι' αυ­τό; Του­λά­χι­στον η ε­λα­χι­στό­τη­τά μου θέ­λει νά α­πο­σεί­ση αυ­τήν τήν «τυ­χόν ο­λι­γω­ρί­αν», ό­πως καί ε­σείς γρά­φε­τε.

Εύ­χο­μαι ο Θε­ός νά σάς εν­δυ­να­μώ­νη στό έρ­γο σας.

Με την εν Χριστώ αγάπη



+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος



ΠΗΓΗ ''RΟΜFAIA.GR''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου