Και σέ άλλη περίπτωσι ό ίερός Χρυσόστομος επαναλαμβάνει τήν ιδία αλήθεια, όταν ερμήνευε τον λόγο του Κυρίου· «μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ούκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» (Ματθ. ε' 17). Ό Κύριος, παρατηρεί ο θείος Πατήρ, με τήν φράσι αυτή θέλει νά μας είπη: Πρόκειται νά σας ειπώ ώρισμένα τελειότερα άπό εκείνα πού έχουν λεχθή στά προηγούμενα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης. Μή θεωρήσετε λοιπόν «τήν τελείωσιν» ώς «κατάλυσιν». «Ου γάρ έστι κατάλυσις, άλλά πλήρωσις»· διότι δεν είναι κατάργησι, άλλά συμπλήρωσι (9. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περί ομοουσίου, Λόγ. ι' [10] (΄Οτι το μή λέγειν...), 7 ΡG 48, 789).
Έτσι ό νόμος τοΰ Ευαγγελίου εδέχθη, κατά κάποιον τρόπο, μέσα του τόν νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, στον όποίο και έδωσε όλη τή δροσιά και τή ζωντάνια του. Τόν συνεπλήρωσε και τόν έτελειοποίησε με τό νέο πνεύμα του, τόν έσφράγισε με τό αίμα τού Θεανθρώπου Κυρίου και τόν έθεσε στην υπηρεσία, τόν έτοποθέτησε στή λειτουργία της νέας σωτηρίου Οικονομίας, όπου έπνεε πλέον σε όλη τήν αποκαλυπτική του φανέρωσι τό Πνεύμα τού Θεού.
Διά της επί τού ΄Ορους ομιλίας του Κυρίου ή θεία Άποκάλυψις, ή οποία περιέχεται στην Παλαιά Διαθήκη, «όχι μόνον δεν καταργείται, άλλ' είτε έπικυρούται, ώς έχει, είτε αναθεωρείται (6λ. Μάρκ. ι΄ 2 εξ.), είτε συμπληρούται και όλοκληρούται (βλ. Ματθ. ε' 17) άπό τήν Καινήν Διαθήκην, όχι πλέον διά του "τάδε λέγει Κύριος", άλλά διά του "έγώ δέ λέγω" του Ίησού Χριστού (...). Μάλιστα ή Παλαιά Διαθήκη περιβάλλεται άπό Εκείνον μέ τό αιώνιον και ύποχρεωτικόν κύρος (βλ. Ματθ. ε' 18-19) της θείας αυθεντίας του» και αναβίβαζε ται «εις συμπάρεδρον της Καινής Διαθήκης. Παύει δ' εφεξής ό περιορισμός της νά είναι ή κατά προνόμιον "Γραφή" ενός μόνου λαού,και άπό αυτόν τόν 'Ιησούν Χριστόν κληροδοτείται πλέον εις τήν Έκκλησίαν», πού αποτελεί «τόν νέον "περιούσιον λαόν" του Θεού», 6 όποιος εις τό έξής δεν περιλαμβάνει ένα μόνον έθνος, άλλ' «εν δυνάμει πάντα τα έθνη» (ΝΙΚ. Π. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, Ή Παλαιά Διαθήκη ώς Αγία Γραφή (ολίγα περί της σχέσεώς της προς τόν Έλληνισμόν και τήν Όρθοδοξίαν), Αθήναι 1996, σελ. 18-19).
Στην Παλαιάν Διαθήκην δεν αναφέρεται και δεν παραπέμπει μόνον ό Κύριος, άλλα και οι άγιοι Απόστολοι και οι συνεργάται των. Τοιουτοτρόπως ό διάκονος Φίλιππος κατηχεί είς Χριστόν τόν Αίθίοπα ευνούχο, ανώτερο αξιωματικό και αυλικό της Κανδάκης, της βασιλίσσης των Αιθιόπων, μέ βάσι τήν προφητεία τού Ήσαίου (Ήσ. νγ' [53] 7 εξ.), ή οποία αναφέρεται στό σεπτό πάθος τού Κυρίου (βλ. Πράξ. η' 26-39).
Επίσης ό απόστολος Πέτρος υπενθυμίζει τήν απείθεια των ανθρώπων και τήν μακροθυμία τού Θεού κατά τις ήμέρες τού Νώε (Α' Πέτρ. γ' 20) καΐ τήν αυστηρή τιμωρία των αμαρτωλών πόλεων Σοδόμων και Γομόρρας (Β' Πέτρ. β' 6). Παρομοία αναφορά στά Σόδομα και Γόμορρα κάμνει και ό απόστολος Ιούδας (Ιούδα 7). Επίσης οι γενεαλογικοί κατάλογοι των κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Εύαγγελίων (Ματθ. α' 1-17, Λουκ. γ' 23-38) είναι μία θαυμασία άναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα τής Παλαιάς Διαθήκης.
Είναι γνωστό πόσο δυσερμήνευτο, σκοτεινό και μυστηριώδες είναι τό κείμενο τού βιβλίου της Άποκαλύψεως του Ιωάννου. "Ομως ή γνώσι τής Παλαιάς Διαθήκης ρίχνει κάποιο φώς σε σημαντικά σημεία του. ΄Ετσι, πρέπει κανείς νά έχη μελετήσει τους μεγάλους προφήτες Ήσαΐαν και ιεζεκιήλ (μάλιστα δέ τά: Ήσ. ζ' 2-3, Ίεζ. α' 5-11), γιά νά έννοήση τά τέσσερα ζώα της Άποκαλύψεως: Τό λιοντάρι, τό μοσχάρι, τόν άνθρωπο και τόν αετό (βλ. Άποκ. δ' 6-8, ς' 1, 6, ζ'ΙΙ, ιδ' [14] 3. ιε' [15] 7. ιθ' [19] 4).
Εκεί όμως όπου ή έπίδρασι της Παλαιάς Διαθήκης είναι κατ' εξοχήν μεγάλη είναι οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου, ό όποίος, όταν αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, τήν χαρακτηρίζει «γραφήν θεόπνευστον» (Β' Τιμ. γ' 16) ή «γραφάς αγίας» (Ρωμ. α' 2). 'Οποιος δεν γνωρίζει τό πνεύμα τής Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα τής ελληνικής μεταφράσεως τών Ο', δεν μπορεί νά κατανόηση τό κήρυγμα τού αποστόλου Παύλου, παρατηρεί ό αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μπρατσιώτης (Βλ. ΠΑΝ. Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, Ό άπόστολος Παύλος και ή μετάφρασις τών Ο' (Άνάτυπον), Αθήναι 1925, σελ.197).
Πρίν προχωρήσουμε όμως στό ζήτημα τούτο, παραθέτομε τά όσα παρατηρεί ό κατ' εξοχήν ερμηνευτής τού θεοκινήτου Παύλου, ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, γιά τό πώς βλέπει ό Άπόστόλος τών εθνών τήν Παλαιά Διαθήκη. Γράφει ό ιερός Χρυσόστομος:
Ό Παύλος δέχεται «άδιαίρετον τήν Πάλαιαν και τήν Νέαν Διαθήκην διά τούτο ποτέ (= άλλοτε) μέν αυτήν καλεί Καινήν Διαθήκην, ίνα δείξη πώς άνεκαινίσθη τής οικουμένης τά πέρατα (...). Καλεί αυτήν και δευτέραν Διαθήκην (...), ίνα τή γνώμη συνάψη (...). Επειδή Θεός έλάλησε και έν τή πρώτη, και έν τή δευτέρα, ό αυτός (= ό ΄Ιδιος) καλεί πρώτην και δευτέραν, τω άριθμώ τήν συμφωνίαν εργαζόμενος. Διά τούτο ό Παύλος άδιαίρετον κηρύττων βασιλείαν Πατρός, και Υιού, και Αγίου Πνεύματος, ποτέ μέν (=άλλοτε μέν) καλεί τό Εύαγγέλιον του Θεού του (και) Πατρός, ποτέ δέ (= άλλοτε δέ) του Υιού, λέγων "Παύλος δούλος Ίησού Χριστού, κλητός Απόστολος, άφωρισμένος είς Εύαγγέλιον Θεού" (Ρωμ. α 1΄)· Αλλ΄ ίνα μή τις άκούσας "Εύαγγέλιον Θεού"» νομίση ότι ό Υιός και Λόγος τού Θεού δεν έχει «αύθεντίαν (= εξουσιαστική δύναμι) είς τό κήρυγμα», στην ίδίαν επιστολήν, ολίγον μετά προσθέτει· «Μάρτυς γάρ μου έστιν ό Θεός, ω λατρεύω έν τω πνεύματί μου, έν τώ Εύαγγελίω του Υιού αυτού» {Ρω\ι. α' 9). Και διά νά μή θεωρηθή «έν μεν τω νόμω (τής Παλαιάς Διαθήκης) άλλω Θεώ δουλεύειν (=ότι διακονεΐ), έν δέ τω Εύαγγελίω προς άλλον χωρείν (= ότι προχωρεί, πηγαίνει), λέγει· "Εύλογητός ό Θεός, ω λατρεύω άπό προγόνων έν καθαρά συνειδήσει" (6λ. Β' Τιμ. α' 3). Ού γάρ άπ΄ άλλου (Θεού), φησί, προς άλλον έδραμον, άλλ' όν είχον έν άγνοία, προσέλαβον έν γνώσει (= άλλ' εκείνον τόν Θεόν πού είχα όταν έζούσα στην άγνοια. Αυτόν τόν ίδιον προσέλαβα, όταν έγνώρισα τό άγιον θέλημά του). Και πάλιν ό αυτός (Παύλος) βουληθείς δείξαι, ότι τά ρήματα τής Παλαιάς Διαθήκης και τής Νέας ενός έστι στόματος, και ένός Δεσπότου, μίαν μαρτυρίαν άπό γραφής προσήγαγε, συμπλέξας τω εύαγγελικώ λόγω τήν Παλαιάν, και λέγεν "Γέγραπται ού φιμώσεις βούν άλοώντα" καί, "Αξιος ό εργάτης του μισθού αυτού"» (Α' Τιμ. ε' 18). Διότι τό μέν «ού φιμώσεις» τό είπε ό Μωϋσής (Δευτ. κε' [25] 4)· τό δέ «άξιος ό εργάτης τοϋ μισθού αύτού» τό είπε ό Χριστός στά Ευαγγέλια (Λουκ. ι' [10] 7). 'Αλλά γιά νά δείξη «ότι έν στόμα κάκείνα και ταύτα έλάλησε, τά τοίς χρόνοις διηρημένα συνήψε τή συμφωνία τής αληθείας, ειπών· ''Γέγραπται ού φιμώσεις βούν άλοώντα"· καί, "Αξιος ό εργάτης του μισθού αυτού"» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς τό ότι Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης εις ό νομοθέτης..., 1 ΡG 56, 398).
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (4ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (5ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (6ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (7ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (8ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (9ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (10ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (11ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (12ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (13ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (14ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (15ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (16ο ΜΕΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου