Ο καθεαυτό νούς αποτελεί όργανο της πνευματικής καρδίας καί μάλιστα τό σημαντικότερο, έτσι ώστε μερικές φορές ονομάζεται «καρδία» από μετωνυμία, αν καί η ονομασία «οφθαλμός της καρδίας», ή οποία του αποδίδεται συχνά, του ταιριάζει ακριβέστερα. Παρόλο πού είναι έκ φύσεως άσώματος καί ανεξάρτητος του σώματος, έχει καί αυτός την έδρα του στη φυσική καρδία.
Ωστόσο, συνήθως ό νους χωρίζεται άπό τήν καρδία· εκτείνεται καί διαχέεται σέ λογισμούς έξω άπό αυτήν, καί άπό έκεί διασκορπίζεται έξω καί άπό αυτόν τόν ίδιο. Στό συγκεκριμένο σημείο δέν υπάρχει αντίθεση, γιατί αν ό νους, τά τή φύση ή τήν ουσία του έχει ώς έδρα τήν καρδία, «ένεργεία» είναι δυνατόν ν' απομακρύνεται άπ' αύτήν. Άκριβέστερα τούτο μπορεί νά συμβαίνει «ενεργεία» εκείνης άπό τίς δύο μορφές ενέργειάς του, τήν οποία ό Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης ονομάζει «ευθείαν κίνησιν του νοός» καί ή οποία αντιστοιχεί στή λειτουργία του λόγου, της οποίας όργανο είναι ό έγκέφαλος. Ή δεύτερη ενέργεια, τήν οποία ό Διονύσιος ονομάζει «κυκλικήν», «[ή του νού] έστιν ενέργεια κρείττων καί ιδιαιτάτη»· σ' αυτή τήν ενέργεια «νούς [...] μή σκεδαννύμενος έπί τά έξω [...] έπάνεισι προς εαυτόν» , επανέρχεται προς τον εαυτό του και παραμένει ενωμένος μέ τήν καρδιά. Προφυλάσσεται έτσι άπό κάθε εκτροπή.
Στή δεύτερη αυτή ενέργεια του νού οφείλει ν' άνταποκρίνεται ή προσευχή. Γιά νά είναι σέ θέση ό νους ν' αφιερώνεται αποκλειστικά σ' αυτήν, πρέπει νά διακόψει τήν πρώτη [ενέργειά του]. Μ' άλλα λόγια πρέπει νά συγκεντρώσουμε «τόν νουν τόν σκεδαννύμενον έπί τά έξω», νά τόν οδηγήσουμε προς τά έσω, νά τόν γυρίσουμε στην καρδία καί έκεί νά τόν κρατήσουμε.
Οι ήσυχαστές Πατέρες προβάλλουν την ψυχο-φυσική μέθοδο στηριζόμενοι στή σχέση, πού, όπως είδαμε, ενώνει τή φυσική καρδία μέ τήν πνευματική. Ή μέθοδος μέλλει νά επιτρέπει σ' αυτόν πού τήν ακολουθεί νά κατορθώσει εύκολότερα «τό άσώματον έν σωματικώ οίκω περιορίζειν», όπως άναφέρει ό Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης.
1) Ή μέθοδος κατά πρώτον συνίσταται, μέ τήν κλίση της κεφαλής καί τή στήριξη τον πώγωνα στό στήθος στην προσήλωση τον βλέμματος, μέ κλειστά μάτια, στην περιοχή της καρδίας, ή στον ομφαλό, όπως παραγγέλλει ό Άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος. Ό Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αιτιολογει τή συγκεκριμένη πρακτική ώς έξής: «Πώς ούκ αν συντελέσειε τι μέγα τω σπεύδοντι συστρέφειν τόν νουν εις εαυτόν, ώς μή τήν κατ' ευθείαν άλλα τήν κυκλικήν καί απλανή κινείσθαι κίνησιν, τω μή τόν όφθαλμόν ώδε κάκείσε περιάγειν, άλλ' οίον έρείσματί τινι τούτον προσερείδειν τω οικείω στήθει ή τω όμφαλώ; Προς γάρ τω εις κύκλον ώσπερ έξωθεν, έφ' όσον έφικτόν, συνελίττειν εαυτόν, παραπλησίως τή σπουδαζομένη έν αύτώ του νου κινήσει καί τήν δι' όψεως έξω χεομένην δύναμιν τοΰ νου της καρδίας είσω πέμψει διά του τοιούτου σχήματος τοΰ σώματος».
2) Κατά δεύτερον πρόκειται γιά επιβράδυνση του ρυθμού της αναπνοής, γιά μικρό κράτημα της, ώστε νά μή άναπνέουμε άνετα [Σ.τ.μ.: σύμφωνα μέ τό ρυθμό καί τή συνήθεια της φύσης]. Τέσσερις αιτίες έξηγοϋν τή συγκεκριμένη πρακτική.
α) Όπως διαπιστώνει ό Άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης «ή γάρ αύρα των πνευμάτων άπό καρδίας άναδιδομένη, σκοτίζει τόν νουν καί ριπίζει τήν διάνοιαν εκείθεν αυτόν άπείργων· και ή αίχμάλωτον τή λήθη παραδίδωσιν, ή άλλ' άντ' άλλων μελετάν αυτόν παρασκευάζει, άναισθήτως εις α μή δει εύρισκόμενον». Έάν ή ελεύθερη αναπνοή συμβάλλει στή διάχυση του νοΰ, αντίθετα ή ελεγχόμενη καί κρατημένη τόν οδηγεί σέ πειθαρχία. Είναι δυνατόν νά διαπιστώσουμε, παρατηρεί ό Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δτι «ήρεμα γάρ είσεισί τε καί έξεισι τουτί τό πνεύμα (ή εισπνοή καί ή εκπνοή γίνονται μέ ήρεμο καί ελεγχόμενο τρόπο) κάπί πάσης έναγωνίου σκέψεως, μάλιστα δέ έπί των ήσυχαζόντων σώματι καί διανοία». Αντίστοιχα ή επιβράδυνση της αναπνοής ευνοεί τήν κατάνυξη καί τήν περιστολή τοΰ νού.
β) Τό κράτημα της αναπνοής ταυτόχρονα μέ τή δύσκολη στάση του σώματος, δημιουργούν κάποια ενόχληση ακόμη καί πόνο ό όποίος, σύμφωνα μέ τους Πατέρες, έχει θετικά αποτελέσματα. Αφενός συμβάλλει στην περιστολή. «Διά του ολίγου αύτού κρατήματος τής αναπνοής», εξηγεί ό Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, «θλίβεται μέν καί στενοχωρείται, καί ακολούθως πονεί ή καρδία, μή απολαμβάνουσα του φυσικού άέρος· ό δέ νους διά τής μεθόδου ταύτης εύκολώτερον περίστέλλεται, καί επιστρέφει εις τήν καρδίαν τοΰτο διά τόν πόνον καί όδύνην τής καρδίας». Αφετέρου παρατηρεί ό Άγιος Νικόδημος, «διά του πόνου, καί τής οδύνης ταύτης, έξεμεί τό φαρμακερόν άγκιστρον τής ηδονής καί αμαρτίας, όπερ προλαβούσα κατέπιε. Καί ούτω γίνονται εις αυτήν τά εναντία τοις εναντίοις ιάματα κατά τους ιατρούς».
γ) «Διά του ολίγου αύτού κρατήματος τής αναπνοής», έπισημαίνει ακόμη ό Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, «λεπτύνεται μέν ή σκληρά και παχεία καρδία, καί τά έν τή καρδία υγρά, ώς μετρίως θλιβόμενα καί θερμαινόμενα· καί ακολούθως γίνεται απαλή, αισθητική, ταπεινή, καί έπιτηδειοτέρα εις τό νά κατανύγηται καί νά προχέη ευκόλως δάκρυα· λεπτύνεται δέ καί ό εγκέφαλος, καί ακολούθως συλλεπτύνεται καί ή ενέργεια του νοός, καί γίνεται ένοειδής, διαυγής, καί έπιτηδειοτέρα εις τήν ένωσιν τής υπερφυσικής του Θεού έλλάμψεως.
δ) «Διά του συμμέτρου αύτού κρατήματος τής αναπνοής», εξηγεί ό Άγιος Νικόδημος, «καί πάσαι αι άλλαι τής ψυχής δυνάμεως ένούνται καί έπιστρέφουσι προς τόν νούν και διά του νού έπιστρέφουσι προς τόν Θεόν». Μ' άλλα λόγια ή μεθοδος στό σημείο αυτό συμβάλλει ώστε όλες οι δυνάμεις να ενώνονται στην προσευχή καί νά τείνουν προς τό Θεό· συντελει επίσης στό νά γίνεται ολόκληρος ό άνθρωπος προσευχή καί νά ενώνεται έτσι καθολοκληρία μέ τό Θεό.
3) Τέλος ή ψυχο-φυσική μέθοδος συνίσταται στην ένωση του νού μέ τήν αναπνοή καί στην πίεση ώστε νά εισέλθει μαζί της [Σ.τ.μ.: δηλαδή ό νους μαζί μέ τήν αναπνοή] στή στήθος καί μέχρι τό χώρο τής καρδιάς. Ό Άγιος Νικηφόρος ό Μοναχός συμβουλεύει ώς έξης: «Σύ ούν, καθίσας καί συναγαγών σου τόν νουν, είσάγαγε αυτόν τόν νουν δηλαδή εις τής ρινός τήν όδόν ένθα τό πνεύμα [Σ.τ.μ.: ό είσπνεόμενος αέρας εις τήν καρδίαν εισέρχεται, καί ώθησαι αυτόν καί παραβίασε συγκατελθείν μετά του είσπνεομένου πνεύματος εις τήν καρδίαν». Οι Άγιοι Κάλλιστος καί Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι πάλι προβαίνουν στην έξής σύσταση: «συναγαγών σου τόν νουν έκ τής έξωθεν συνήθους περιφοράς καί περιπλανήσεως, καί ένδον καρδίας ώθήσας ήρεμα, δι' εισπνοής ρινός, κράτησον τήν εύχήν, ήγουν, τό "Κύριε Ίησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, έλέησόν με».
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου