Στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται περίπου 600 χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, είτε κατά γράμμα είτε καθ΄ ύπαινιγμόν, αρκετά σαφή. Τούτο βεβαιώνει ότι Παλαιά καΙ Καινή Διαθήκη αποτελούν αχώριστο, ενιαίο, αδιαίρετο καί ζωντανό σύνολο.
Ό Κύριος 'Ιησούς εξ άλλου επικαλείται συχνά αυτούσια χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, στά όποια παραπέμπει· ή προφητείες, άμεσες ή έμμεσες, ή πρόσωπα, ή γεγονότα, ή «τύπους» της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. Ματθ. kς΄ [26] 54, ΜάρΚ. ιδ' [14] 49, Ματθ. ιβ' [12] 39, κδ' [24] 38). Τούτο είναι χαρακτηριστικό στή ζωντανή άφήγησι περί των πειρασμών τού Κυρίου, όπως μας την ιστορούν οι τρείς συνοπτικοί εύαγγελισταί, Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς (βλ. Ματθ. δ' 111, Μάρκ. α' 12, Λουκ. δ' 1-13). Ό Κύριος μετά το βάπτισμά του στον 'Ιορδάνη απεσύρθη στην έρημο καί, αφού ένήστευσε έπΙ σαράντα ήμερες, εδέχθη τήν έπίθεσι και τόν τριπλό πειρασμό τού διαβόλου. Ό μισόθεος και πάγκακος διάβολος, προκειμένου να παραπείση τόν Κύριο, έχρησιμοποίησε σκοπίμως, εκτός των άλλων, και κολοβωμένο χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης. 'Αλλ' ό Κύριος τόν απέκρουσε διά της 'Αγίας Γραφής. Τού αντέταξε και στις τρείς φορές χωρία της Παλαιάς Διαθήκης: στην πρώτη τό Δευτ. η' 3· στή δεύτερη τό Δευτ. ς΄ 13" και στην τρίτη τό Δευτ. ς' 16.
Χαρακτηριστικά της σημασίας πού απέδιδε ό Κύριος στην Παλαιά Διαθήκη είναι και τά λόγια τά όποια ό ίδιος έθεσε στην ωραιότατη παραβολή «τοϋ πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου» στά χείλη τού Αβραάμ. Ό πατριάρχης 'Αβραάμ, άντι νά πέμψη τόν Λάζαρο πίσω στή γη, στους αδελφούς τού πλουσίου, γιά νά τους διδάξη καταλλήλως ώστε νά αποφύγουν τά δεινά των άσεβων στή μέλλουσα ζωή, απαντά στον πλούσιο: Δέν είναι απαραίτητο· διότι «έχουσι Μωϋσέα και τούς προφήτας» (δηλαδή τόν Μωσαϊκό νόμο καΐ τήν διδασκαλία των Προφητών), οι όποιοι τούς βεβαιώνουν γι' αυτά· «άκουσάτωσαν αυτών»· άς ακούσουν λοιπόν εκείνους! (Λουκ. ις΄ [16] 29).
Όταν ό Κύριος Ίησούς Χριστός αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, τήν ονομάζει «γραφήν» («γραφάς»). Δηλαδή τήν θεωρεί ώς τό βιβλίο στό οποίο έχει καταγραφή τό θέλημα τού Θεού και τό πάνσοφο σχέδιό του γιά τήν σωτηρία τού κόσμου. "Οταν δέ έπικαλήται χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, συνήθως συνοδεύει τήν έπίκλησι μέ τό ρήμα «πληρώ» (= έκπληρώ, επαληθεύω) (βλ. Ματθ. κς' [26] 54, Μάρκ. ιδ'[14] 49).
Βεβαίως ή παραπομπή εις «τάς γραφάς» υπονοεί σαφώς την Παλαιά Διαθήκη. Στην συνέχεια της ανωτέρω βαρυσήμαντου προτροπής του «καθορίζει και περαιτέρω τήν χριστολογικήν κατανόησιν της Παλαιάς Διαθήκης, άλλα και τόν ρόλον της και μάλιστα και τήν στενήν, εις άδιάσπαστον ενότητα, σχέσιν της προς τήν Καινήν Διαθήκην, διακηρύσσων» προς τούς 'Ιουδαίους, οι όποίοι άπιστούσαν στό κήρυγμα του τά εξής: Μή φαντάζεσθε ότι εγώ θά σας κατηγορήσω στον Πατέρα. 'Υπάρχει άλλος πού σας κατηγορεί, ό Μωϋσής, στον όποιον σεις έχετε στηρίξει τις ελπίδες σας. Ό Μωϋσής είναι κατήγορός σας, διότι ούτε στους λόγους εκείνου πιστευετε. Διότι αν έπιστεύατε στον Μωυση, θα έπιστεύατε και εις έμέ· επειδή περί εμού έγραψε εκείνος προφητικώς, και σε πολλά μέρη των συγγραμμάτων του (Γένεσις, "Εξοδος, Λευϊτικόν, 'Αριθμοί, Δευτερονόμιον), είτε μέ τύπους και εικόνες είτε μέ σαφείς προρρήσεις, προλέγεται ή έλευσί μου στον κόσμο. 'Εάν δέ δέν πιστεύετε σέ όσα έγραψε εκείνος, τόν όποιον τόσο πολύ εκτιμάτε και σέβεσθε, πώς θά πιστεύσετε είς έμέ και τά ιδικά μου λόγια, τόν όποίον γιά πρώτη φορά βλέπετε και άκούετε; (Ίω. ε' 45-47).
Ό Κύριος δηλαδή έλεγε στους 'Ιουδαίους: Καυχάσθε γιά τόν Μωϋσή· στηρίζεσθε μέ πεποίθησι στό όνομά του. Δέν άποδέχεσθε όμως τήν διδασκαλία του! Δέν κατανοείτε ορθώς όσα έχει γράψει περί εμού τού Μεσσίου στά συγγράμματά του, όπου δέν υπάρχει μέρος στό οποίον νά μή σκιαγραφούμαι. «'Εγώ εν τοις εκείνου σκιαγραφοϋμαι βιβλίοις», ερμηνεύει ό θείος Κύριλλος 'Αλεξανδρείας. Ό Μωϋσης λοιπόν θά σάς κατηγορήση στον Πατέρα, διότι «πρό έμού έκείνός έστιν ό υβρισμένος έν τοις εις έμέ. Μωϋσεί γάρ μάλλον ήπιστήσατε ή έμοί» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς Ίωάννην, Όμ. 41, 2 PG 59, 236)· πρίν απο εμέ εκείνος είναι που έχει υποστή την προσβολή και τήν περιφρόνησι μέ όσα λέγετε και πράττετε είς βάρος μου· διότι στον Μωϋσή μάλλον έδείξατε απιστία παρά είς έμέ.
Έξ άλλου, όταν ένας 'Ιουδαίος Γραμματεύς (νομικός) έθεσε στον Κύριο τό κρίσιμο και διερευνητικό ερώτημα, ποιά θεωρεί ό ΄Ιδιος «ώς πρώτην και μεγάλην έντολήν», ο Κύριος προσέφυγε αμέσως στην Παλαιά Διαθήκη. 'Από αυτήν δέ επέλεξε ώς άπάντησί του αυτό τό όποιο «συνιστά τήν κορωνίδα της ηθικής διδασκαλίας» της· ό,τι «αποτελεί, συγχρόνως, τό απαύγασμα της πνευματικής προσωποκρατικής θρησκείας της», άλλα και αυτό τό όποίον είναι συνάμα «τό κέντρον της υπέροχου καινής "διδαχής" του, το ευγενές βαθύτερον νόημα του Χριστιανισμού και ή συνισταμένη του». 'Επέλεξε ώς άπάντησι τά χωρία Δευτ. ζ' 4-5 καΐ Λευϊτ. ιθ' [19] 18. «Ή αφοπλιστική εύθύτης, σαφήνεια και πληρότης τής επίσης καιρίας απαντήσεως του 'Ιησού Χριστού, διαλύουσα πάσαν άμφιβολίαν και παραμερίζουσα διά μιας τήν προηγουμένως εμφανή επιφυλακτικότητα του Γραμματέως, ικανοποιεί αυτόν απολύτως και μάλιστα τόν οδηγεί είς τό νά σπεύση αυθορμήτως νά ύπερθεματίση, άλλά και του προξενεί ιερόν δέος» (NIK. Π. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, ένθ' άνωτ., σελ. 23). Ή θαυμασία στιχομυθία τού Κυρίου μέ τόν 'Ιουδαίο Γραμματέα ιστορείται και άπό τούς τρεις συνοπτικούς Εύαγγελιστάς, τόν Ματθαίον (κβ' [22] 34-40), Μάρκον (ιβ' [12] 28-34) καί Λουκάν (ι' [10] 25-28). 'Αξίζει νά τήν απόλαυση ό αναγνώστης, όπως τήν παραθέτει ό ευαγγελιστής Μάρκος. Μετά τήν ωραία αυτή συζήτησι τού Κυρίου μέ τόν 'Ιουδαίο νομικό, ακολούθησε ή θαυμασία παραβολή τού Κάλου Σαμαρείτου (Λουκ. ι' [10 29-37).
'Επίσης ό Κύριος αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη γιά νά βεβαιώση τήν θεία του άποστολή και για νά υποστήριξη τήν διδασκαλία του.
Τοιουτοτρόπως στούς Φαρισαίους, οί όποίοι, όταν τούς ερώτησε τί ιδέα έχουν περί τού Μεσσίου, τού απήντησαν ότι «είναι απόγονος του Δαβίδ», είπε: «Πως λοιπόν ό Δαβίδ, εμπνεόμενος άπό τό "Αγιον Πνεύμα, τόν αποκαλεί Κύριον, λέγων " Ειπεν ό Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου έκ δεξιών μου έως άν θώ τούς εχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου;"» (Ματθ. κβ' [22] 42-44· πρβλ. Ψαλ. ρθ΄ [109j 1). Διότι «ο Χριστός ώς ΄Υψιστος άρχιερεύς» είχε προαναγγελθή ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, στην οποία «αυτός ό Θεός Πατήρ διά στόματος τού Δαβίδ προσφωνεί τόν Μεσσίαν ''ιερέα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ"». Ότι δέ οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στον Μεσσίαν, τό επιβεβαιώνει μέν ό ίδιος ό Κύριος, ό όποιος εφαρμόζει στον εαυτό του τό «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου· κάθου έκ δεξιών μου...» (Ψαλ. ρθ' [109] 1), «συνεπιμαρτυρεί δέ καί ό Ησαΐας παρουσιάζων τον παίδα του Θεού Μεσσίαν πάσχοντα και "φέροντα τάς αμαρτίας ημών και περί ημών όδυνώμενον και τραυματιζόμενον διά τάς αμαρτίας ημών" (Ψαλ. ρθ' [109] 4, Ματθ. κβ' [22] 44, Μάρκ. ιβ' [12] 36, Λουκ. κ' [20] 42, Ήσ. νγ' [53] 47)». Τά ϊδια όμως επιβεβαιώνει καΐ ή προς 'Εβραίους επιστολή, ή οποία αναπτύσσει μέ πολλή λεπτομέρεια τήν βαθύτερη έννοια τής θείας αυτής προσφωνήσεως προς τόν Χριστόν.
Επίσης ό Κύριος είπε στους 'Ιουδαίους: «'Ερευνάτε τάς Γραφάς (...) έκείναι είσιν αί μαρτυρούσαι περί έμού» (Ίω. ε' 39). Εις δέ τήν συναγωγή τής Ναζαρέτ είπε πάλι προς τούς άκροατάς του: «Σήμερov πεπλήρωται ή γραφή αύτη (Πνεύμα Κυρίου έπ' έμέ, ού είνεκεν έχρισε με, εύαγγελίσασθαι πτωχοίς άπέσταλκέ με...) έν τοις ώσίν υμών» (Λουκ. δ' 21). 'Επίσης μέ τούς δύο μαθητάς του πού έπορεύοντο προς 'Εμμαούς άνοιξε διάλογο, στον όποίο, αφού άρχισε άπό τις προφητείες και τις προεικονίσεις που περιέχονται στα συγγραμματα τού Μωϋσή, στή συνέχεια άπαριθμοϋσε τά αναφερόμενα στον Μεσσία άπό όλους τούς Προφήτες χωρία και εξηγούσε είς αυτούς τις προφητείες πού άνεφέροντο στό πρόσωπό του (βλ. Λουκ. κδ' [24] 27).
'Αλλά καΐ στΙς αποχαιρετιστήριες οδηγίες προς τούς μαθητάς του μετά τήν Άνάστασι ό Κύριος τούς έτόνισε: Αυτά τά γεγονότα πού βλέπετε και σάς προκαλούν τόν θαυμασμό (τό ότι δηλαδή ανεστήθην) είναι πραγματοποίησι τών λόγων πού σάς είπα προφητικώς, όταν ακόμη ήμουν μαζί σας, πρΙν σταυρωθώ. Σάς έλεγα ότι σύμφωνα προς τό καθωρισμένο σχέδιο τού Θεού πρέπει νά πληρωθούν καί νά πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γραφή περί εμού στον νόμο τού Μωϋσέως καΐ ατούς Προφήτες και στους Ψαλμούς (Λουκ. κδ' [24] 44). Μέ τά λόγια αυτά ό Κύριος αναφέρεται όχι μόνον στίς ρητές προφητείες περί τού προσώπου τού Μεσσίου, «άλλ' είς όλην τήν θυτήριον και τελετουργικήν οίκονομίαν τής Παλαιάς Διαθήκης», ή οποία στην προς 'Εβραίους έπιστολήν «εξηγείται ώς προτύπουσα την μόνην και αίωνίαν θυσίαν, τήν οποίαν θά προσέφερεν ό μέγας άρχιερεύς και υιός του Θεού».
Έξ άλλου στην καταστατική επί τού "Ορους όμιλία είπε στους άκροατάς του: 'Ακούσατε ότι ελέχθη άπό τόν Θεόν στους αρχαίους· δέν θά φονεύσης (...). Έγώ όμως σάς λέγω... (Ματθ. ε' 21-22).
'Ορθώς λοιπόν παρατηρούν όσοι ασχολούνται μέ τήν Παλαιά Διαθήκη ότι: «Πάν ό,τι απέβη» ή Παλαιά Διαθήκη «και διά τήν Έκκλησίαν, οφείλεται προεχόντως είς τόν Ίησούν Χριστόν, άπό τόν όποίον άρύεται (ή Π. Διαθήκη) τήν έπικύρωσιν τής άφθίτου αυθεντίας της, άντλεί τό άναντικατάστατον καί, διά τούς έχομένους τής ορθής πίστεως, όντως άδιαφιλονίκητον, οπωσδήποτε δέ άπαραίτητον τής παρουσίας της εις τήν όλην ζωήν της 'Εκκλησίας του, τήν άνάδείξίν της είς θέσιν περίοπτον, έπιβλητικήν και αυτόχρημα μοναδικήν, ώς ή, μέχρι τής εμφανίσεως τής Καινής Διαθήκης, "Γραφή" τής 'Εκκλησίας Του». Ό Κύριος επίσης «άπαξ διά παντός καθώρισε τήν είς ένιαίαν Άγίαν Γραφήν άδιάσπαστον ενότητα τής Παλαιάς Διαθήκης και του Ευαγγελίου του (...) διαγράψας τας γενικάς γραμμάς τής είδικωτέρας σχέσεώς των και του ρόλου» μιας εκάστης άπό αυτές, «ώστε ή μέν Παλαιά νά συνιστά τήν θεμελιώδη προύπόθεσιν τής Καινής, αύτη δέ (= ή Καινή) νά άποτελή όχι μόνον τήν συμπληρωσίν της, άλλα και τήν κλείδα τής αυθεντικής κατανοήσεως της» (ΝΙΚ. π. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, ένθ' άνωτ., σελ. 21-22).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΑΤΗΣΤΕ ΔΙΑ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (1ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (2ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (3ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (4ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (5ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (6ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (7ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (8ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (9ο ΜΕΡΟΣ)
- ΔΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ (10ο ΜΕΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου