ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ
... Την αύγήν έσυναθροίσθησαν εις του Τζιαβέλα την οίκίαν νά σκεφθούν ώρίμως πώς έπρεπεν να οικονομήσωμεν τον λαόν ώστε oi εχθροί νά μή μας καταλάβουν. Εις ταύτην την συνεδρίασιν ήτον μόνον οί άξιωματικοί, αί τοπικαί άρχαί και ο αρχιερεύς 'Ιωσήφ Ρωγών.
Μετά περίπου από μίαν ώραν συζήτησιν, είπαν ότι δια να σωθή το περισσότερον μέρος ημών πρέπει να προλάβωμεν τα αίτια, τα οποία υποπτεύομεν ότι εις την εσχάτην ώραν ή απο δειλίαν ή απο φιλοζωίαν δύνανται να μας προδώσουν. Αποφασίσθη λοιπόν να φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις την φυλακήν, Τούρκους και Χριστιανούς, οίτινες υπηρετούσαν εις το δημόσιον, την ίδιαν ώραν, και καθένας εάν έχη ύποπτον κοντά του, ή Τούρκον ή Χριστιανόν, να τον φονεύση.
Ο Τζιαβέλας επρόσταξε να φονεύσουν αμέσως τον αγαπημένον του και πιστόν Αράπην Τούρκον, και έβαλαν όλοι εις πράξιν. Αμέσως εφόνευσαν και έκοψαν όλους τους Κοζάκους, έως 30, όπου είχομεν αιχμαλώτους μέσα, και άλλους μαστόρους, όπου εδούλευαν τον εχθρόν σκάπτοντες και εσυλλήφθησαν παρ΄ ημών, καθώς και όλους τους Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δεν ηξεύραμεν τι εκάμναμεν.
Ο αυτάδελφός μου Μήτρος Κασομούλης, αναλαβών εώς τότες απο την ασθένειαν και ειδοποιηθείς τούτο, έτρεξεν και έκοψεν δώδεκα μόνος του εις τήν άκρογιαλιάν. Ήλϋεν καθημαγμένος από τά πόδια εως είς τό κεφάλι, χαρούμενος. Τόν έπίπληξα διότι μόνον αυτός έπιχειρίσθη ως πελεκάτωρ να κόψη τόσους.
—"Ε, λέγει, άφησέ με τώρα. Πεντακόσιους κόπτω, κι άλλους ακόμη, αν μου πέσουν είς τό χέρι. Έπειτα, τί μας έμεινεν πλέον τώρα παρά νά πιούμεν καί αίμα, διότι δέν έχομεν τίποτες νά φάγωμεν.
Ώμίλησαν έπειτα περί τών φαμελλιών, ότι έχοντες παιδιά μικρά, θά άρχίσουν νά κλαίγουν. Τούτο πώς πρέπει νά γίνη ώστε νά αποτραπή;
Αποφάσισαν όλοι νά φονεύσωμεν όλες τες γυναίκες, ανεξαιρέτως, καί τά μικρά παιδιά έπί τώ λόγω νά μή προδοθούμεν από τάς κραυγάς των, και τότε δέν μένει κανένας μας ζωντανός, καί προσέτι διά νά μή μείνουν αιχμάλωτοι εις τους εχθρούς. Διά νά άποφύγωμεν δε τήν φιλόστοργον συμπάθειαν τών πατέρων καί αδελφών, άποφασίσθη να σφάξη ο ένας του αλλουνού τήν οικογένειαν.
Ολοι, μέ μίαν φωνήν, τό αποφάσισαν, καί ήσαν έτοιμοι νά κινηθούν καί νά ειδοποιήσουν τό στράτευμα να αρχίση.
Μία τοιαύτη στρατιωτική άπόφασις, αν καί γενναία, πλήν σκληρά καί απάνθρωπος, επαρακίνησεν τον Αρχιερέαν Ρωγών Ιωσήφ έν τω άμα νά σηκωθή επάνω λέγων:
—Έν ονόματι της 'Αγίας Τριάδος, είμαι Άρχιερεύς—αν τολμήσετε νά πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε έμενα! Καί σας άφήνω τήν κατάραν τού Θεού και τής Παναγίας και όλων των Αγίων—και το αίμα να πέση είς τά κεφάλια σας!
Έκφώνησεν τούτο, έκάθισεν, καί άρχισεν νά κλαίγη.
Μέ τές κατάρες του καί παρατηρήσεις έμπόδισεν τήν ορμήν τών αξιωματικών, καί ούτως άρχισαν νά σκέπτωνται πως αλλώς δύνανται να προφυλαχθούν απο τα αίτια της ενδεχομένης προδοσίας.
Έμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες. Ο ένας είπεν: καθένας νά ύποσχεθή δια τους δικούς του, τόσον οι πάροικοι καθώς και οι κάτοικοι Μεσολογγίου. Ούτως άλλοι άλλο συζητούντες , αποφάσισαν να μη θανατωθούν μέν, πλήν οι υπανδρευμένοι και οι συγγενείς να πείσουν τάς οικογενείας των ότι κατά την έξοδον να τρέξουν κοντά τους και με όλην την ευχαρίστησιν να σωθούν αλλά και τίποτες δυσκολίες να μη τους προβάλουν, αλλά όλας ίσα ίσα τάς ευκολίας χάριν της κοινής σωτηρίας των· τα δέ μικρά παιδιά να τα ποτίσουν αφιόνι, την ώραν της εξόδου μας, να κοιμηθούν και να μη κλαίγουν. Και όποιος έχει την τύχην να γλυτώση, καλώς· όποιος πεθάνη, άς πάγη εις το καλόν· κανένα βάρος εις κανέναν δεν μένει. Διότι τοιαύτη ήτον και η υπόσχεσις των υπανδρευμένων όταν, πρό τρείς μήνας, τους είπον να πέμψουν έξω τας φαμελλιές των, και δεν ηθέλησαν.
Όλοι οι υπανδρευμένοι, εντόπιοι και ξένοι, ενθυμήθησαν ετούτο, και κανένας πλέον δεν αγανάκτησεν. Αποφασίσθη λοιπόν περί τούτου το άνωθεν.
ΠΗΓΗ ''«Στρατιωτικά ενθυμήματα''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου