Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

«ΜΗΔΕΝ ΝΟΘΟΝ ΔΟΓΜΑ Τῼ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙ ΠΑΡΑΔΕΧΗΣΘΕ» (2ο ΜΕΡΟΣ)


Δόγμα καί ζωή


῾Η θεωρητική τεκμηρίωση τῆς πρακτικῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι αὐτονόητη. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἐξάλλου εἶναι «ὁ διδάσκαλος», πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια, καί -συγχρόνως- «ὁ καθηγητής», πού καθοδηγεῖ τούς πιστούς στόν δρόμο τῆς ζωῆς (Μθ 5,19). Φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτό ἀποστέλλει τούς μαθητές μέ τό παράγγελμα· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,19). Δίπλα στήν δογματική διδασκαλία, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται μέ τό βάπτισμα, θέτει καί τήν «παραγγελία περί πολιτείας.
Οὐκ ἀρκεῖ γάρ τό βάπτισμα καί τά δόγματα εἰ μή καί πολιτεία προσείη»1, ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός.
῾Ο Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, καί στήν συνέχεια οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, θεμελιώνουν τήν ἠθική διδασκαλία τους πάντοτε στήν θεολο γία τῆς πίστεως. Τόσο στά ἑρμηνευτικά ἔργα ὅσο καί στούς λόγους τους τονίζουν ὅτι γιά τήν σωτηρία εἶναι ἀπαραίτητο τό ὀρθό δόγμα καί τό ἅγιο ἦθος. Νά συνυπάρχει ὀρθότητα πίστεως καί ἁγιότητα ζωῆς, συνέπεια φρονήματος καί πράξεως, κοσμοθεωρίας καί βιοθεωρίας. Νά συμβαδίζει ἡ ἀλήθεια μέ τήν ἀγάπη,
ἡ ὀρθοδοξία μέ τήν ὀρθοπραξία.
Χαρακτηριστικό τό χωρίο ἀπό τήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή «εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καί στοιχῶμεν» (5,25). Ἡ πνευματική ζωή ἀσφαλίζεται στήν αὐθεντία, στόν στοῖχο, τῆς Ἐκκλησίας. Τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι περιπατοῦμε κατά πνεῦμα, ὅταν δεχόμαστε τήν πίστη καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. ᾿Από τό πλῆθος τῶν πατερικῶν μαρτυριῶν θά ἀναφέρω ἐλάχιστες.
῾Ο Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, διαιρεῖ «εἰς δύο τήν τῶν χριστιανῶν πολιτείαν, εἴς τε τό ἠθικόν μέρος, καί εἰς τήν δογμάτων ἀκρίβειαν»2. Κλασικό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων: «Ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσε βῶν καί πράξεων ἀγαθῶν· καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ οὔτε τά μή μετ᾿ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός»3.
«Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα»4, διδάσκει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι᾿ αὐτό, «Οὐκ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν ἡμῖν μόνη ἡ τῶν ὀρθῶν δογμάτων γνῶσις, ἀλλά δεῖ καί πολιτείας ἀρίστης»5.
῾Η οὐσιώδης διαφορά τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τά συστήματα τῶν ἠθικοδιδασκάλων ἀλλά καί ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στά δόγματα τῆς πίστεως6.
Τήν στενή σχέση δόγματος καί ζωῆς ἐκφράζει ἡ ᾿Εκκλησία μας καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Οἱ δύο πρῶτες Κυρι ακές, τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διατρανώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν κυριαρχία του ἀπό τά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας μέχρι τόν καιρό τῶν παπικῶν αὐ θαιρεσιῶν, στίς ὁποῖες ἀντιτάχθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς· θά ἐπανέλθω σ᾿ αὐτό. ῾Η τέταρτη Κυριακή καί ἡ πέμπτη, ὅπου προβάλλονται ἀντίστοιχα οἱ μορφές τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος, δοτοῦ τῷ Κυρίῳ ἐκ κοιλίας μητρός, καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐξαγνισμένης διά τῆς μετανοίας καί τοῦ αἵματος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἀνάμεσα στίς δύο δυάδες, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πῶς ὁ σταυρός, σύμβολο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, συμπλέκει καί ἑνώνει τό δόγμα μέ τήν ζωή. Τό κατακόρυφο δοκάρι του ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ ἀποκαλύπτοντας τήν μοναδική ἀλή θεια, τήν πίστη, πού συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, καί τό ὁριζόντιο ἑνώνει ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ἐφαρμόζοντας τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό ὁριζόντιο ξύλο, ἡ ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό ὕψος του χωρίς τό κατακόρυφο, τήν πίστη.
Εὐνόητο εἶναι ἐπίσης ὅτι τά δόγματα ἀφοροῦν σέ ὅλους τούς πιστούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν
σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καί τήν συμμόρφωση τῆς ζωῆς τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως τά πορίσματα τῆς ἰατρικῆς διατυπώνονται βέβαια ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες, ἐνδιαφέρουν ὅμως καί τόν πιό ἁπλοϊκό πολίτη, ἔτσι καί τά δόγματα δέν εἶναι μόνο τῶν θεολόγων ζητήματα. Δέν εἶναι, λοιπόν, παρωνυχίδα ἡ ἐνημέρωση ὅλων στά θέματα τῆς πίστεως. Εἶναι θέμα ζωῆς ἤ θανάτου πνευματικοῦ, σωτηρίας ἤ αἰώνιας ἀπώλειας τῆς ψυχῆς μας.
Καί βεβαίως, ἡ σταθε ρή προσήλωση στό ὀρθόδοξο δό γμα δέν ἀποτελεῖ τροχοπέδη ἀλλά ὠστική δύναμη γιά τήν πνευματική ζωή. ᾿Από τήν στάση ἔναντι τοῦ δόγματος ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τοῦ καθενός. Μέ ἁπλά λόγια δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὀρθοπραξία χωρίς τήν ὀρθοδοξία καί ἀντίστροφα. Φθορά τοῦ δόγματος ὁδηγεῖ σέ διαφθορά τῆς ζωῆς καί ἀβαρίες στήν ἠθική συνεπάγονται ναυάγιο στήν πίστη, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τόν μαθητή του Τιμόθεο˙ «ἥν (τήν ἀγαθήν συνείδησιν) τινες ἀπωσάμενοι περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν» (Α΄ Τι 1,19) .
Τά δόγματα ἀποτελοῦν ὅρμο καί ὁρμητήριο γιά πνευματικές νίκες καί οὐράνιες κατακτήσεις. Τό ξεθώριασμά τους στήν συνείδηση τῶν χριστιανῶν τούς καθιστᾶ χλιαρούς, συμβατικούς καί τελικά ἀχρίστιανους. Νά γιατί εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά φυλαχθοῦμε ἀπό κάθε «νόθον δόγμα», πού μᾶς προσφέρεται «προσχήματι ἀγάπης». Νά διαφυλάξουμε μέ εὐλάβεια τά ὀρθόδοξα δόγματα πού παραλάβαμε ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί νά μή ἐπιτρέψουμε σέ κανέναν τήν παραχάραξη καί διασάλευσή τους!

Γνωρίσματα
τῆς ᾿Ορθοδοξίας

Η παρουσία τῶν αἱρέσεων αὐξάνει τήν εὐθύνη μας νά μή ἐγκαταλείψουμε τήν ἀλήθεια· νά μή παρασυρθοῦμε ἀπό τήν αἵρεση, ἀλλά νά φυλάξουμε τό ὀρθό δόγμα. «Πιστευτέον τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας»7. ᾿Επειδή, ὅπως προεῖπα, ὑπάρχει ἀδιάρρηκτη ἕνωση μεταξύ ἀγάπης καί ἀλήθειας, δηλαδή με ταξύ ἀγάπης καί δόγματος, ἀναπόφευκτα ἡ νόθευση τοῦ ἑνός συνεπάγεται τήν παραχάραξη τῆς ἄλλης. Τό «νόθον δόγμα» δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τήν ἀνυπόκριτη, τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. ῞Οσο κι ἄν διατείνεται καί ἐπαγγέλλεται ἀγάπη, δέν μπορεῖ παρά νά προσφέρει ὑποκατάστατο, πρόσχημα τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ αὐτό διαθέτει! Μόνο τό ἀληθινό, τό ὀρ θόδοξο δόγμα κατέχει τήν γνή σια ἀγάπη καί μόνο αὐτό μονοπωλεῖ τήν ἀγάπη, ὅπως μονοπωλεῖ καί τήν ἀλήθεια. Σέ καμία περίπτωση, δηλαδή, τό ὀρθόδοξο δόγμα δέν ἐμποδίζει τήν ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ταυτίζεται μαζί της. ῞Οπως τό καθένα ἀπό τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχει τό δικό του ἀποκλειστικό γνώρισμα, τά λεγόμενα ἰδιώματα, ἔτσι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀλήθεια συναποτελοῦν ἰδιώματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, προσδιορίζουν τήν ἰδιοπροσωπία της.
῾Η ἀγάπη ὑπαγορεύει στήν ᾿Ορθοδοξία τήν εὐθύνη καί ὑποχρέωση νά προσφέρει σέ ὅλους τήν ἀλήθειά της· μέ ταπείνωση καί ἠπιότητα ἀλλά καί χωρίς νά ἀπεμπολήσει τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅτι εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις», τό ὀρθό δόγμα (᾿Ιδ 3), «ἡ ἁγία ἐντολή», ἡ ἁγία ζωή (Β´ Πέ 2,21), «ἡ παροῦσα ἀλήθεια», ἡ ὀρθόδοξη λατρεία ὅπου παρών ὁ Χριστός (Β´ Πέ 1,12), ἤ, ὅπως διατυπώνεται στό Σύμβολο τῆς πίστεως, «ἡ μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική ᾿Εκκλησία». Κι ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, μία εἶναι καί ἡ ᾿Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾿Ορθοδοξία. Μόνον αὐτή ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαθιστᾶ τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τόν ἐπαναφέρει στόν παράδεισο. Μ᾿ ἕνα λόγο τόν σώζει. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστά καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία εἶχε γράψει ὁ ἀείμνηστος π. Σπυρίδων Μπιλάλης· «῾Η ἕνωσις, ἡ ἀληθής ἕνωσις καί ὄχι ἡ παρῳδία ἑνώσεως, ἡ χαλκευομένη εἰς τάς ἡμέ ρας ἡμῶν ὑπό τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς ᾿Ανατολῆς καί τῆς Δύσεως, θά ἐπιτευχθῇ μόνον διά τῆς ἄρσεως πασῶν τῶν αἱρετικῶν καινοτομιῶν τῆς Δύσεως»8.
Ἀσφαλῶς κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, αὐτός εἶναι «ἡ ἄκρα ταπείνωσις»· κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀγάπη του, εἶναι «ἡ ἐνσαρκωμένη ᾿Αγάπη»· κανείς δέν προβληματίζεται γιά τήν εἰρηνοφιλία του, εἶναι ὁ «ἄρχων εἰρήνης» (᾿Ησ 9,6). Κι ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ παρρησία διακηρύττει «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου» (᾿Ιω 8,12), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6) καί τά τόσα ἄλλα «ἐγώ εἰμί», πού τονίζουν τήν αὐθεντική κυριότητα καί κυριαρχία του στήν ἱστορία.
᾿Απαιτεῖ νά κατέχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά τῶν μαθητῶν του· «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26).
᾿Ακόμη, δέν διστάζει ὁ Κύριος νά ἀποκαλύψει ὅτι «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). ῞Οπως κανείς δέν θά τολμοῦσε νά χαρακτηρίσει ὡς ἐγωιστή ἤ ἐχθρό τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης τόν Κύριο γιά τίς παραπάνω διακηρύξεις του, ἔτσι οὔτε τήν ᾿Εκκλησία μπορεῖ νά κατηγορήσει γιά ἀλαζονεία ἤ ἔλλειψη ἀγάπης, ὅταν αὐτή καταθέτει μέ παρρησία τήν ταυτότητά της. Θά ἦταν σάν νά χαρακτηρίζαμε ἀλαζονική καί ὑπερήφανη τήν Κεχαριτωμένη Παρθένο, πού μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος προφήτευσε ὅτι «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48).
Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ἔπαρση ἤ ἀλαζονεία νά γνωρίζουμε καί νά κηρύττουμε ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία κρατᾶ ἀκέραια καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας· ἑπομένως σώζονται μόνο ὅσοι καθίστανται μέλη της.
Τά ἄλλα χριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλες λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσο ποσοστό ἀλήθειας κι ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι πλάνες καί τά μέλη τους πλανῶνται. Δέν ἔχει κανένα νόημα, ἄν ἐνοχοποιοῦνται γιά λίγες ἤ πολλές, μικρές ἤ μεγάλες διαφορές ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία· ὅπως δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν τό γάλα εἶναι λίγο ἤ πολύ δηλητηριασμένο ἤ ἄν ὁ πνιγμένος βρίσκεται σέ μικρό ἤ σέ μεγάλο βάθος
κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. «Τό γάρ ἐπί δόγμασιν, εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστιν· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»9, διατρανώνει ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σωστά ἐπεσήμανε ὁ ἀείμνηστος π. Γ. Φλωρόφσκυ ὅτι μέσα «εἰς τήν διῃρημένην χριστιανοσύνην... ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία εἶναι ἐντελῶς ἰδία κατά τήν οὐσίαν μέ τήν ᾿Εκκλησίαν ὅλων τῶν αἰώνων καί μάλιστα μέ τήν πρώτην ᾿Εκκλησίαν.... ᾿Ενταῦθα ὑπάρχει τι περισσότερον μιᾶς ἁπλῆς ἀδιασπάστου συνεχείας, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι καταφανής. ῾Υπεράνω πάντων ὑπάρχει μία τελική πνευματική καί ὀντολογική ταυτότης, ἡ ἰδία πίστις, τό ἴδιο πνεῦμα, τά ἴδια ἤθη. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τό διακριτικόν σημεῖον τῆς ᾿Ορθοδοξίας»10.

Ὑποσημειώσεις

1 Ζιγαβηνοῦ, Εἰς Ματθαῖον, ΡG 129,764Β.2Γρηγορίου Νύσσης, ᾿Επιστ. κδ´, ῾Ηρακλειανῷ αἱρετικῷ, ΡG 46, 1089Α.3Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις 4,2· ΡG 33,456· ΕΠΕ 1,134. 4 ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α´ Κορινθίους 40,3· ΡG 61,351· ΕΠΕ 18Α,658. 5 ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Περί τοῦ μή δεῖν εἰς ἱπποδρομίας..., ΡG 63,516· ΕΠΕ 33,350. ᾿Επίμονα ὁ ἅγιος πατέρας ἐξαίρει ὡς γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας τήν σύμφωνη πρός τά δόγματα, τήν «ἀκριβῆ πολιτείαν» (᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν..., ΡG 56,256· ΕΠΕ 27,604). Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Α´ Κορινθίους 8,2· ΡG 61,70· ΕΠΕ 18,222· «Βίος ἀκάθαρτος ἐμποδίζει δόγμασιν ὑψηλοῖς, οὐκ ἀφείς τό διορατικόν φανῆναι τῆς διανοίας... Χρή πάντων καθαρεύειν τῶν παθῶν
τόν μέλλοντα θηρᾶν τήν ἀλήθειαν».
᾿Επίσης ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς ᾿Ιωάννην 66,3· ΡG 59,369· ΕΠΕ 14,282· «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος». 6 Βλ. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν...· ΡG 56,256· ΕΠΕ 27,604· «᾿Αποστρεφόμεθα τῶν αἱρετικῶν τούς συλλόγους, ἐχώμεθα δέ διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί βίον ἀκριβῆ καί πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα». Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Εἰς Γένεσιν13,4· ΡG 53,110· ΕΠΕ 2,344· «τά ὑγιῆ δόγματα σπουδάζωμεν ἐναποτίθεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς καί μετά τούτων καί βίου ἀκρίβειαν ἐπιδείκνυσθαι, ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι...», διότι «τόν χριστιανόν οὐδέν ὀνίνησι τά ὀρθά δόγματα, ἐάν τῆς κατά τόν βίον πολιτείας ἀμελῇ». 7 Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς 7,15· ΡG 9,525Α· ΕΠΕ 4,452-454˙
«Μή τι οὖν, εἰ καί παραβαίη τις συνθήκας, καί τήν ὁμολογίαν παρέλθοι τήν πρός ἡμᾶς, διά τόν ψευσάμενον τήν ὁμολογίαν ἀφεξόμεθα τῆς ἀληθείας καί ἡμεῖς; ᾿Αλλ᾿ ὡς ἀψευδεῖν χρή τόν ἐπιεικῆ καί μηδέν ὧν ὑπέσχηται ἀκυροῦν, κἄν ἄλλοι τινές παραβαίνωσι συνθήκας· οὕτω καί ἡμᾶς κατά μηδένα τρόπον τόν ἐκκλησιαστικόν παραβαίνειν προσήκει κανόνα· καί μάλιστα τήν περί τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῖς μέν φυλάττομεν, οἱ δέ παραβαίνουσι. Πιστευτέον οὖν τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας». Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος (Εἰς Β΄ Τιμόθεον 5,2˙ PG62,626˙ΕΠΕ 23,548) προτρέπει τούς διδασκάλους τῆς πίστεως˙ «Τέμνε τά νόθα, καί τά τοιαῦτα μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστασο καί ἔκκοπτε. Τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος πάντοθεν τό περιττόν καί ἀλλότριον τοῦ κηρύγματος ἔκτεμνε». 8 Σπ. Μπιλάλη, ῾Η αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. Α´, ῾Ιστορική καί κριτική θεώρησις τοῦ Filioque, ἔκδ. «᾿Ορθοδόξου Τύπου», ᾿Αθῆναι1972, σελ. 456.9 J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio, 12,1031-1034. 10 G. Florovsky, The ethos of the Orthodox Church, ἐν «The Ecumenical Reniew», 2(1960), σελ. 186.

ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1920

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου