Τοῦ κ. Στεργίου Σάκκου, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ ΑΠΘ
(1ον)
Πρόλογος
Τό θέμα μοῦ τό δίνει ὁ «μανικός ἐραστής» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄριστος ἑρμηνευτής τῶν ἁγίων Γραφῶν, ὁ πολυτάλαντος διδάσκαλος τῆς ἀγάπης καί πολύπαθος μαχητής τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ῾Ερμηνεύοντας τήν πρός Φιλιππησίους ᾿Επιστολή συνιστᾶ: «ἵνα μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»1.
Σέ δύο μεγάλα μεγέθη στρέφει τήν σκέψη μας τό παράγγελμα τοῦ Χρυσορρήμονα· στήν ἀγάπη καί στό δόγμα. ᾿Ακριβέστερα ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στήν παραχάραξη αὐτῶν τῶν μεγεθῶν. Μιλᾶ γιά πρόσχημα ἀγάπης καί νόθον δόγμα. Καί τό πατερικό παράγγελμα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη βαρύτητα στούς χαλεπούς καιρούς μας, ὅπου πολύ συχνά «προσχήματι», δηλαδή μέ τό προσωπεῖο, τήν μά σκα, τῆς ἀγάπης, ἐπιχειρεῖται ἡ νόθευση, ἡ παραχάραξη τοῦ δόγματος ἤ -τό χειρότερο- τό μή νόθον, τό γνήσιο, δηλαδή τό ὀρθόδοξο δόγμα, λοιδορεῖται καί παραθεωρεῖται, διότι θεωρεῖται ἐμπόδιο, ἐπιβουλέας καί ἀπεχθής ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης.
Εἶναι ὅμως αὐτό ἀληθινό; ᾿Ιδού τό ἐρώτημα στό ὁποῖο καλούμαστε νά ἀπαντήσουμε.
᾿Αγάπη, τό μέγιστο ἀγαθό
᾿Αλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. ῾Η ἀγάπη εἶναι προσφορά τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Τήν πρότυπη ἐφαρμογή της ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ἡ ἁγία Τριάδα, ὅπου τά τρία ὁμοούσια πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός. ῾Η λέξη ἀγάπη, ὡς γνωστόν, στήν Καινή Διαθήκη ἀπαντᾶ γιά πρώτη φορά. Βεβαίως καί πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ γνώριζαν ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί θέλει τήν ἀγάπη καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων του· ἀλλά τό γνώριζαν τόσο μόνο, ὅσο ἀμυδρά φαίνεται τό φῶς ἑνός μακρινοῦ ἀστέρα. ῞Οταν τό φῶς, ὁ Θεός, ἦλθε στόν κόσμο (᾿Ιω 1,9) καί ἐνηνθρώπησε καί «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14), τότε μᾶς ἀπο κάλυψε τήν ἀγάπη ὡς «καινή ἐντολή». Τοῦτο ἔγινε κατά τήν παράδoση τῆς ἱερᾶς δια θήκης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (᾿Ιω κεφ. 13-17), τήν «διαθήκη τῶν διαθηκῶν» (ἅγιος Νικόδημος), τό ἱδρυτικό, θά λέγαμε, πρωτόκολλο τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό συνέταξε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του (᾿Ιω 13-17). Τό ὑπέγραψε μέ τό ἄχραντο αἷμα του καί τό σφράγισε μέ τήν ἔνδοξη ἀνάστασή του.
Συνήθως προφέρουμε ἀπό τήν καινή ἐντολή μόνο δύο λέξεις «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»· καί τοῦτο διότι, δυστυχῶς, οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ἀντιλαμβάνονται τόν Χριστιανισμό ὡς μία βελτίωση τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας, ἔστω καί τήν ἰδανικότερη, ὄχι ὅμως ὡς ἀποκάλυψη, ὅπως πράγματι εἶναι. ᾿Αλλά μόνο ὁλόκληρο τό χωρίο μᾶς διαφωτίζει νά δοῦμε τό ὑπερφυές μεγαλεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης· «᾿Εντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (᾿Ιω 13,34). Τίποτε τό «καινόν», καινούργιο δέν θά ὑπῆρχε στήν ἐντολή αὐτή, ἄν ἐπρόκειτο γιά τήν γνωστή μέχρι τότε ἀγάπη. Τό καινούργιο, αὐτό πού τώρα ἀποκαλύπτεται γιά πρώτη φορά καί τό ὁποῖο οἰκοδομεῖ τεῖχος διαφορᾶς ἀσυμβίβαστης μεταξύ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, φαίνεται σαφέστερα στό δεύτερο σκέλος τοῦ χωρίου, ὅπου τονίζεται ἡ θυσία ὡς γνώρισμα τῆς ἀγάπης· «καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Δηλαδή· «᾿Εννοῶ νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὄχι ὅπως συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού σᾶς ἀγάπησα ἐγώ». ᾿Εδῶ ἔγκειται ἡ καινότητα τῆς ἐντολῆς. Διαφορετικά, θά ἦταν οὐτοπία νά ὀνομάσει ὁ Κύριος καινή ἐντολή καί ἀποκάλυψη ἕνα πράγμα γνωστό πανανθρώπινα.
῾Υπάρχει, λοιπόν, τεράστια διαφορά, διαφορά οὐσίας, ἀνάμεσα στήν κατά Θεόν ἀγάπη καί στό ὁμώνυμο πανανθρώπινο συναίσθημα. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν διαφορά ἐπισημαίνει ὁ Κύριος, ὅταν πρίν τήν ἀναχώρησή του ἀπό αὐτό τόν κόσμο προτρέπει τούς μαθητές του· «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (᾿Ιω 15,9). Τούς φανερώνει μάλιστα καί τόν ἀσφαλῆ τρόπο, γιά νά προστατευθοῦν ἀπό κάθε παραχάραξη τῆς ἀγάπης καί νά μείνουν στήν ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· «ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου» (᾿Ιω 15,10). Τό ἐχέγγυο τῆς
ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία καί ἡ πρώτη μορφή θυσίας εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δηλαδή ἡ διατήρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Τό ὑπογραμμίζω αὐτό καί, παρακαλῶ, νά τό κρατήσετε.
Μόλις πού χρειάζεται νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγάλο καί σπουδαῖο, τό μέγιστο ἀγαθό, «τῶν ἀρετῶν τό κεφάλαιον» καί «πασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ὁ θεμέλιος»2. Τήν πιό τιμητική καί αὐθεντική κατοχύρωση τῆς ἀξίας τῆς ἀγάπης, τήν προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ως ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο ὡς ἡ ἐνσάρκωση τῆς ᾿Αγάπης. Εἶναι δέ ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη ἡ πραγματοποιημένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἡ ᾿Εκκλησία. Στήν ᾿Εκκλησία ἐφαρμόζεται τό κατεξοχήν εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α´ ᾿Ιω 4,8) καί μόνον αὐτό ὀ νομάζει τόν Θεό «Θεόν τῆς ἀγάπης» (Β´ Κο 13,11).
᾿Αλλά ὁ Θεός τῆς ἀγάπης εἶναι ἐπίσης καί τῆς ἀλήθειας ὁ Θεός.
῾Ως ἀλήθεια αὐτοπροσδιορίζεται ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός· «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6). Ἐξάλλου στήν πρώτη Ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου, ὅπου ἀποκαλύπτεται ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (4,8.16), προηγεῖται ἡ ἀποκάλυψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς καί ἀλήθεια. Κατʼ ἐπανάληψη τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς.
῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη, εἶναι καί ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αλήθεια. ῾Υπάρχει, θά λέγαμε, ὑποστατική ἕνωση τῆς ἀγάπης μέ τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια στήν ᾿Εκκλησία ἐκφράζεται μέσα ἀπό τά δόγματα.
Μία σοβαρή παρεξήγηση
Θά μοῦ ἐπιτραπεῖ ἐδῶ μία παρέκβαση· Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἐκδη λώνει ἐνδιαφέρον γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο
καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. ῾Η σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμό σφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία, ἀλλά καί ἐξωθεῖ σ᾿ αὐτήν. Τό ἐπι ταχυνόμενο ἄνοιγμα τῆς κοινωνίας, τό ἀναπόφευκτο καί ἐν πολλοῖς εὐεργετικό πλησίασμα λαῶν, πολιτι σμῶν καί ἰδεῶν, πού προωθεῖ ἡ ἀμφιλεγόμενη, ἀλλά σταθερά κυριαρχοῦσα παγκοσμιοποίηση, τό αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού ὑποθάλπει ἡ προηγμένη τεχνολογία καί τεχνογνωσία μας, εἶναι μερικοί ἀπό τούς παράγοντες πού βραχυκυκλώνουν τόν σημερινό ὀρθόδοξο χριστιανό. ῎Αλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» συνοδεύει ἀνεξέλεγκτα ὁποιασδήποτε μορφῆς προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς. Καί τέτοια ἀξία-θεμέλιο ἀποτελεῖ τό δόγμα.
Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. ᾿Ασύστολα ἐνασμενίζεται στούς ἐναγκαλισμούς μέ τίς πά σης φύσεως αἱρέσεις. Προσβάλλει ἔτσι καί βεβηλώνει βάναυσα τήν γραμμή τῶν πατέρων, γιά τούς ὁποίους, κατά τά ἄλλα, σεμνύνεται· μεγαλόπρεπα τούς «τιμᾶ» καί πανηγυρικά τούς «ἑορτάζει».
Τί εἶναι τό δόγμα;
Δόγμα γενικά εἶναι ἡ ἀποφθεγματικά διατυπωμένη θεωρία, πού γίνεται παραδεκτή, διότι ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία, ἕνα ἀναμφισβήτητα ἀποδεκτό πρόσωπο ἤ φορέα. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη δογματισμούς, πού τούς καθιερώνει ἡ κοινωνία, γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Δόγματα, π.χ., εἶναι οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα πρός τό παιδί του, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου πρός τόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη, οἱ κανόνες κυκλοφορίας καί οἱ τόσοι κανόνες καί κανονισμοί πού διέπουν τήν ζωή μας.
῾Η μεγαλύτερη καί ἀπόλυτη αὐθεντία εἶναι ὁ Θεός, ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ κόσμου, ἡ
Αὐτοαλήθεια. Γι᾿ αὐτό τά δόγματα τῆς πίστεως στέκουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα δόγματα. Εἶναι οἱ ἀλήθειες, τίς ὁποῖες ἀποκάλυψε ὁ θεόπνευστος λόγος, ἡ ἁγία Γραφή, ὁ «πιστός λόγος» καί «πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος», πού δέν ἐπιδέχεται καμία κριτική ἤ βελτίωση. Αὐτές τίς ἀλήθειες παρέλαβε καί ἐφήρμοσε ἡ ᾿Εκκλησία, τίς διατήρησε ἀλώβητες καί ἀπαραχάρακτες ἀπό τίς διαστρεβλωτικές ἐπιχειρήσεις τῶν αἱρετικῶν, τίς συστηματοποίησε καί μᾶς τίς παρέδωσε ὡς ῾Ιερά Παράδοση. Τό δόγμα δέν εἶναι μεσαιωνικός σκοταδισμός οὔτε θεολογικός σχολαστικισμός. Εἶναι ἡ θεωρία πού ἑδραιώνεται, καθώς συμπληρώνεται ἀπό τήν πράξη.
Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού λάμπει, ὅταν ἐφαρμόζεται, ἡ τροφή πού ἀξιοποιεῖται, ὅταν ἀφομοιώνεται ἀπό τόν ὀργανισμό, ὥστε νά τόν διατηρεῖ ζωντανό καί ἀκμαῖο.
Γιά τούς πιστούς -καί ὑπογραμμίζω, μόνο γι᾿ αὐτούς- τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν μοναδικό κῦρος καί ἰσχύ. Διότι αὐτοί παραδέχονται ὅτι «ἔστι Θεός καί... μισθαποδότης γίνεται» (῾Εβ 11,6), ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός «ἀπέθανεν... καί ἐτάφη, ἀνέστη καίὤφθη» (πρβλ. Α´ Κο 15,3-5· Α´ Θε 4,14). Αὐτή ἡ τοποθέτηση τούς ἐμπνέει νά ἀναγνωρίζουν τό δόγμα καί νά ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτό. Νά μή τό θεωροῦν ἐξωτερικό καταναγκασμό, ἀλλά ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς τους πίστεως. Κάτι περισσότερο:
Γιά τόν πιστό τό δόγμα ταυτίζεται μέ τήν ἴδια τήν ζωή του.
Ὑποσημειώσεις:
1. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 2,1· ΡG 62,191· ΕΠΕ 21,392.
2. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν 55,3· ΡG 54,483· ΕΠΕ 4,394.
ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 1919
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου