Μελετῶντας ὅσα κείμενα ἔφθασαν εἰς ἡμᾶς διά τήν ἁγιορείτικη ἀποτείχισι, διαπιστώνομε ὅτι αὐτή ἐξεκίνησε μέ ὅλες τις πατερικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει νά ὑπάρχουν διά νά εἶναι νόμιμος ἡ ἀποτείχισις καί θεάρεστος ὁ σκοπός της. Δυστυχῶς ὅμως, ἐνῶ τό ξεκίνημα ἦτο ἄριστον, τό τέλος της ἦτο ἀπελπιστικά κακό, ταπεινωτικό καί ἄδοξο. Διότι οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες κατέθεσαν τά ὅπλα τότε πού ἔπρεπε νά ἐντείνουν τόν ἀγῶνα των, ὅταν δηλαδή ἄρχισαν οἱ ἀπειλές καί οἱ φοβέρες ἀπό τούς Πατριαρχικούς ἐξάρχους· τότε πού ἦταν προβληματισμένοι οἱ Πατριαρχικοί καί οἱ Οἰκουμενιστές · τότε πού τά βλέμματα τῶν Ὀρθοδόξων ἐνατένιζον εἰς τό Ἅγ. Ὄρος ὡς εἰς τήν ἀκρόπολιν τῆς Ὀρθοδοξίας, προσδοκῶντας τήν ἀποκατάστασιν τῆς πίστεως. Καί θυμίζει αὐτή ἡ ἀποτείχισις τήν Μικρασιατική καταστροφή, ἡ ὁποία ἐξεκίνησε μέ νίκες καί θριάμβους καί κατέληξε σέ ταπεινωτική ἧττα καί θρίαμβο τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς τό ἑξῆς θά ἔχουν τόν ἀέρα τοῦ νικητοῦ καί θά ρυθμίζουν τίς κινήσεις καί τούς «πατριωτισμούς» τῶν ἡττημένων. Ὁ νοῶν νοείτω καί διά τά ἐκκλησιαστικά.
Οἱ λόγοι πού ἐπικαλοῦνται οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, διά τούς ὁποίους διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἦταν καθαρά λόγοι πίστεως καί συνίσταντο στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων πού αὐτός ἐνήργησε μέ συνοδική ἀπόφασι τό 1965, στή συνάντησι τοῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Πάπα στά Ἱεροσόλυμα καί γενικῶς στήν φιλοπαπική του στάσι. Εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας δέν εἶχε δογματικούς φραγμούς, δέν ἐπίστευε
στήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε βεβαίως δεχόταν ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Θά ἀναφέρωμε δύο-τρία ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλίες του διά νά βεβαιωθῆ καί ὁ πλέον δύσπιστος περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου:
«Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον» (Ἐκ δηλώσεών του, ἴδ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκ. 1968).
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν,
ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς» (Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, ἴδ. «Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης», σελ. 87).
«Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε» (Δήλωσίς του, ἴδ. «Ἀκρόπολις», 29-6-63).
«Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς» (Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου τήν 12-07-67, ἴδ. «Ἔθνος», 13-10-67).
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψιν των οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες καί, κυρίως, τήν συνοδική ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων καί τήν ἄνευ ὅρων ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου. Εἰς τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως προέβησαν οἱ μισές περίπου μονές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ὅλες οἱ σκῆτες καί τά περισσότερα κελία.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ παλαιοί ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας δέν ἐπίεσε τήν ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγ. Ὄρους πρός ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του, εἴτε διότι δέν τόν ἐνδιέφερε, εἴτε διότι δέν ἦτο διατεθειμένος νά ἀλλάξη πορεία πλεύσεως.
Ἡ ἱερά Κοινότης, λοιπόν, τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ζῶντος ἀκόμη τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐπῆρε κατά τήν τακτική συνεδρία τῆς 17-10-70, μία ἱστορική διά τούς καιρούς μας ἀπόφασι, κατά τήν ὁποία σεβόμενη τήν ἐλευθερία καί τό αὐτοδιοίκητον τῶν μονῶν, ἄφηνε τελεία ἐλευθερία ἐπιλογῆς εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου.
Ἡ ἴδια ἀπόφασις ἐπανελήφθη στήν διπλή σύναξι τῆς 13- 11-71 εἰς τήν ὁποία μνημονεύεται αὐτή ἡ πρώτη ἀπόφασις ὡς ἑξῆς:
«Διαμνημόνευσις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἔκτακτος Δ. Ι. Σύναξις ἀναφέρεται εἰς τήν ἀκόλουθον ἀπόφασιν αὐτῆς, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἑκάστη Ἱερά Μονή ἔχει τήν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν ὅπως ἐνεργῇ ἐν προκειμένῳ κατά τήν ἑαυτῆς κρίσιν καί συνείδησιν. “Συνεδρία ΞΘ΄. Τακτική 17-11-70 ἡμέρα Δευτέρα. Συνελθούσης τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος ἐν ἀπαρτίᾳ... μεθ’ ὅ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Κοινότης, ἀναγινώσκει τά γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τά ἀπαντητικά εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 139/5-9-70 ἐγκύκλια αὐτῆς, ὧν τά στοιχεῖα ἔχουσιν ὡς ἀκολούθως... Μετ’ ἐμπεριστατωμένην συζήτησιν διαπιστοῦται ὅτι τό περιεχόμενον τῶν γραμμάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, συμφωνεῖ μέ τάς ἐκτεθεῖσας γνώμας τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων αὐτῶν καί τήν δυνάμει αὐτῶν ληφθεῖσαν ἀπόφασιν κατά τήν ΜΓ΄./ 23-9-69 Συνεδρίας τῆς Ε.Δ.Ι. Συνάξεως, ἥτις καί καταχωρεῖται ὡς ἀκολούθως ὡς καί ἀπόφασις σημερινή τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος. Κατά τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ὑπό πάντων τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων Ἀντιπροσώπων διαπιστοῦται ἡ ἐμμονή τῶν πλείστων Ἱερῶν Μονῶν, εἰς τήν περί μνημοσύνου τοῦ Σεπτοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς τοῦ οἰκείου ἡμῶν ἐπισκόπου ὑποχρέωσιν κατά τήν Νομοκανονικήν τάξιν. Καί παρά πάντων ἐκφράζεται ἡ εὐχή ὅπως εἰς ὁλόκληρον τόν Ἁγιώνυμον ἡμῶν Ὄρος ἐπανέλθη συντόμως, θείᾳ συνάρσει, ἡ Κανονική Τάξις, αἰρομένων τῶν ὡς μή ὤφειλε δημιουργηθέντων αἰτίων τῆς παρούσης πνευματικῆς ἀντιθέσεως καί παρά πάντων τῶν Μοναστῶν Αὐτοῦ ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖται τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἔχομεν διά τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίαν τήν σωτηρίαν ἡμῶν ἅπαντες, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Ἐφόρου καί Προστάτιδος τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου καί τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν».
Εἴπαμε ὅτι εἶναι διά τούς καιρούς μας ἱστορική αὐτή ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγ. Ὄρους, ἐπειδή οἱ καιροί μας εἶναι πνευματικά ἄνυδροι καί ὁμολογιακά ἐνδοτικοί. Διά νά ἦταν ὁμολογιακή αὐτή ἡ ἀπόφασις θά ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν ὁμοφώνως οἱ μονές τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, μέχρις ὅτου αὐτός ἐπιστρέψει εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό θά ἦταν ἀφ’ ἑνός μέν ἕνα ἄριστο παράδειγμα τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων διά κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς εἰς τόν κόσμον, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά βοηθοῦσε τά μέγιστα εἰς τήν κατάσβεσιν τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀθηναγόρα ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος, ὅσο πρᾶος καί ἄν ἐφαίνετο ἐξωτερικά, ἀπαίτησε μετά ἀπειλῶν τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός του ἀπό τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν, δύο μόλις μῆνες μετά τήν ἐνθρόνισί του, ἀπέστειλε τόν Μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως καί Θάσου Ἀλέξανδρον ὡς πατριαρχικόν Ἔξαρχον, διά νά ἐπιβάλλη μέ κάθε τρόπο τήν ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως. Ἀπό τό περιοδικό «Ἅγ. Σίμων ὁ μυροβλήτης» μεταφέρουμε τά σχετικά μέ τήν ὑπόθεσι γεγονότα:
«ΜΕΤΑ τήν ἄφιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου ἐγένετο λόγος περί μνημοσύνου τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος. Ὀκτώ Ἱεραί Μοναί δέν ἐμνημόνευον τόν Οἰκ. Πατριάρχην.
Ἀφοῦ προσεπάθησεν ὁ πατριαρχικός Ἔξαρχος νά πείσῃ τούς ἀντιπροσώπους τῶν Μονῶν ὅτι ὁ πατριάρχης εἶναι ὀρθόδοξος ὅπως καί ὁ προκάτοχός του, ἐκλήθησαν νά ἀπαντήσουν γραπτῶς αἱ μή μνημονεύουσαι Ἱεραί Μοναί. Ἡ Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα ἀπήντησεν ὅτι θά μνημονεύῃ τοῦ λοιποῦ» (Ἔτος Γ΄, Σεπτέμβριος-Ὀκτωβριος 1972, τεῦχος 13, σελ. 22).
Οἱ γραπτές ἀπαντήσεις τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες διέκοψαν τήν μνημόνευσι, πρός τήν Ἱερά Κοινότητα καί τόν πατριαρχικό Ἔξαρχο ἦταν ὄντως ὁμολογιακές, δεδομένου ὅτι ἐγνώριζον οἱ Πατέρες τίς πιέσεις καί ἀπειλές πού θά ὑφίσταντο καί τά ἐπακόλουθα τῆς ὀρθοδόξου ἐνστάσεώς των.
Ἡ Ἱερά μονή Καρακάλλου μεταξύ τῶν ἄλλων ἀνέφερε:
«... Ἐπιθυμοῦμεν νά ἐπαναλάβωμεν τήν ἐν πεποιθήσει καί ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περί συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ’ ὅσον ὁ Νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ὁ Α΄ θά συνεχίσῃ τήν τηρουμένην ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμήν, τήν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας. Ἡμεῖς οἱ ἁγιορεῖται ἐνομίζαμεν ὅτι θά ἠκολούθει αὐστηράν συντηρητικήν γραμμήν ἀντίθετον ἀπό ἐκείνην τοῦ Ἀθηναγόρα. Ἑπομένως ἔργον τοῦ νέου Πατριάρχου εἶναι ἡ ἐπί 24 ἔτη χαραχθεῖσα γραμμή τῆς συνεργασίας μετά τοῦ ἀμετανοήτου πάπα Παύλου διά τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Συνεπῶς ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Μονή τοῦ Καρακάλλου ἐπανέρχεται καί αὖθις εἰς τήν παλαιάν ἀπόφασιν τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, ἥτις λέγει καί ἀποφασίζει, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἐπαφίεται εἰς τήν συνείδησιν ἑκάστης Μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκ. Πατριάρχου, διότι δέν δυνάμεθα νά καταπατήσωμεν τούς Ἱερούς Κανόνας, οὕς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐλάλησεν εἰς αὐτούς παρά ταῖς Ἱ. Συνόδοις. Θά πειθώμεθα εἰς τόν νέον Πατριάρχην, ὅταν διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτος θά ἀναθεωρήσῃ τάς αἱρετικάς ὁμολογίας τοῦ προκατόχου του καί δέν θά συνεχίσῃ τήν φιλοπαπικήν γραμμήν» (ὅπ. ἀν., σελ. 22).
Ἡ ἱερά Μονή ἁγ. Παύλου ἐδήλωσε γραπτῶς τά ἑξῆς:
«Ἀνταποκρινόμενοι εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 627 τῆς 19ης τρέχοντος μηνός Ὑμετέραν ἐγκύκλιον, γνωρίζομεν τῇ Ἱ. Κοινότητι ὅτι ἐπί τοῦ θέματος τοῦ μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ οἰκ. Πατριάρχου κυρίου Δημητρίου, ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δέν δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρά μόνον ἐφ’ ὅσον δηλωθῇ ὑπό τῆς Α. Παναγιότητος διά τοῦ τύπου ὅτι δέν θά ἀκολουθήσῃ τήν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ» (ὅπ. ἀν., σελ. 23).
Ἡ ἱερά Μονή Ξενοφῶντος ἐδήλωσε τά ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή ἐμμένει ἐπί τῆς ὑπό στοιχ. ΝΒ΄ 13.11.71 ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως δεδομένου ὅτι τά αἴτια, ἅτινα μᾶς ἔφερον εἰς τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, δέν ἤρθησαν ὡς εὐχόμεθα καί ἀναμένομεν. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἐάν λάβῃ κανείς ὑπ’ ὄψιν του τον ἐνθρονιστήριον λόγον τοῦ νέου Πατριάρχου Παναγιωτάτου κ.κ. Δημητρίου ( Ἐφημερίς «Ὀρθοδ. Τύπος», φύλ. 167-168, 1ης και 15ης Αὐγούστου 1972) ὡς καί τάς προγραμματικάς δηλώσεις του πρός τήν ἐνδημοῦσαν Σύνοδον («Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 60, 8.8.1972, σελ. 7), ἡ ἐμμονή μας ἐγένετο πλέον σταθερά» (ὅπ. ἀν., σελ. 23).
Ἡ Ἱ. Μονή Γρηγορίου κάνει πολύ ἐκτενῆ ἀναφορά διά τούς λόγους πού τήν ἠνάγκασαν νά προβῆ στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: «Δυστυχῶς οὐσιαστικῶς δέν ἤρθησαν οἱ λόγοι οὐδέ αἱ ἐπιφυλάξεις πού ἐπέβαλον, τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, δεδομένου ὅτι ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ Προκατόχου Του, ἀλλά τοὐναντίον ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν» (ὅπ. ἀν. σελ. 24). Ζητᾶ ἐπίσης ἡ ἰδία μονή γραπτῶς τήν καθαίρεσι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἰακώβου Κουκούζη, διότι, σύμφωνα μέ καταγγελίες ὁμογενῶν, ἀρνήθηκε σέ δηλώσεις του στόν τύπο τό δόγμα τῆς ἁγ. Τριάδος καί διέθεσε ἐκ τοῦ ταμείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς 300.000 δολλάρια πρός ἀνέγερσι πανθεϊστικοῦ ναοῦ, ὅπου θά λατρεύονται ὅλοι οἱ θεοί ἀνεξαρτήτως θρησκείας. Ἡ κατάληξις τοῦ ὁμολογιακοῦ κειμένου τῆς μονῆς Γρηγορίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Κατόπιν ὅλων τούτων, ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή θά συνεχίσῃ τήν ἀκολουθητέαν Αὐτῆς γραμμήν κατ’ ἐφαρμογήν τῆς προρρηθείσης ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως. Ὁ Σεβασμιώτατος Πατριαρχικός Ἔξαρχος ἐπεσήμανε τό φάσμα τῆς ἐπιβολῆς κυρώσεων. Δηλαδή θά ἐξασκηθῇ βία; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά θελήσουν νά ἐξασκήσουν βίαν ἄς ἀναλογισθοῦν τάς εὐθύνας των διά τήν τύχην τῶν Ἱερῶν τούτων καί αἰωνοβίων Σκηνωμάτων. Ἄς ἀφήσουν ἡσύχους ἡμᾶς τούς Μοναχούς, τούς ἀπομεμακρυσμένους ἐκ τοῦ κόσμου νά συνεχίζωμεν τήν ἐφαρμογήν τῶν ὧν παρελάβομεν ἐκ τῶν πατέρων μας ἱερῶν παραδόσεων. Ὄχι κατά τό δοκοῦν νά ζητῶμεν δῆθεν τήν ἐφαρμογήν τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων καί ὅταν δέν θέλωμεν τήν ἐφαρμογήν τούτων νά θέτωμεν τά δόγματα εἰς τά Σκευοφυλάκια, ὅπως διεκήρυσσεν ὁ ἀποθανών Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ἐπί τούτοις διατελοῦμεν μετά πολλῆς τῆς ἐν Χῷ φιλαδελφίας καί ἀγάπης» (ὅπ. ἀν., σελ. 25).
Ἡ ἐπιβολή λοιπόν τῶν κυρώσεων ἦτο γνωστή εἰς τούς Πατέρας καθώς καί ἡ ἄσκησις βίας καί διά τοῦτο ἔχει μεγάλη ἀξία ἡ ἐμμονή των εἰς τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ νέου Πατριάρχου Δημητρίου.
Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας τό τί προέκυψε καί, μετά ἀπό τίς δύο ἀποφάσεις τῆς ἱερᾶς Κοινότητος καί τίς γραπτές ἀπαντήσεις τῶν μονῶν, ὑπέστειλαν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες τήν σημαία τῆς ὁμολογίας, δεδομένου ὅτι, ὄχι μόνο οἱ δύο ἑπόμενοι Πατριάρχες μετά τόν Ἀθηναγόρα δέν διώρθωσαν τίποτε στά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπροχώρησαν σέ μεγαλυτέρους συμβιβασμούς καί προδοσίες. Ἡ μεγαλύτερη προδοσία καί ὁ χειρότερος συμβιβασμός ὅλων τῶν αἰώνων στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἔγινε στήν διετία 1991-1993, κατά τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἔγκυρα στό Σαμπεζύ καί στό Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου τά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καί τῶν Παπικῶν ἀντιστοίχως. Αὐτό σημαίνει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Μονοφυσίτες, χωρίς νά ἀποκηρύξουν οὐδεμία αἵρεσι καί παραμένοντας ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται, ἔχουν τό ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο τούς ἁγιάζει τά μυστήρια πού τελοῦν, ἀφ’ ἑτέρου οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι πού τούς ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνεθεμάτισαν ἦσαν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, παρανοϊκοί καί διέπραξαν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων, ἐφ’ ὅσον ἀπέκλεισαν ἀπό τήν σωτηρία καί τήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων. Ἐπί πλέον δέ μέ αὐτές τίς ἀποφάσεις ἐδείξαμε ὅτι, τό νά εἶναι κάποιοι ἐντός ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά ἔχουν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα μυστήρια, δέν εἶναι θέμα κατ’ ἐξοχήν Ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως ἀντιστοίχως, ἀλλά θέμα τό ὁποῖο ρυθμίζεται ἀπό κάποια Σύνοδο ἤ διμερῆ ἐπιτροπή καί βεβαίως ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.
Θέσαμε σέ κάποιους ἀπό τούς παλαιούς ἁγιορεῖτες αὐτό τό ἐρώτημα, τό πῶς δηλαδή ἀντίθετα στίς γραπτές δηλώσεις των ἐπανέφεραν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ἐνῶ τά θέματα τῆς πίστεως πηγαίνουν ἀπό τό κακό στό χειρότερο καί ὁ Οἰκουμενισμός καθημερινῶς κερδίζει ἔδαφος εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Κάποιοι ἀπήντησαν ὅτι τούς ἐξεγέλασαν οἱ Πατριαρχικοί, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο στό Ὄρος μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀθηναγόρα, συστηματικά καί ἐπί τό αὐτό καί ὑπέσχοντο στούς ἁγιορεῖτες ὅτι, ἄς ἐπαναφέρουν αὐτοί τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου καί ὅλα, μέ τό νέο Πατριάρχη, θά διορθωθοῦν. Αὐτό προφανῶς ἦτο ἁπλή δικαιολογία, διότι τίποτε δέν τούς ἐμπόδιζε ἐφ’ ὅσον ἐξηπατήθησαν νά ἐφαρμόσουν ἐκ νέου τίς δύο ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Ἐκεῖνο πού ἴσως δέν θέλουν νά ὁμολογήσουν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι ὁ φόβος τῶν κυρώσεων καί ἡ σιδηρᾶ ράβδος μέ τήν ὁποία θέλησε νά τούς ποιμάνη ὁ νέος Πατριάρχης.
Οἱ ἐπιπτώσεις δηλαδή τῶν ποινῶν καί τῶν καθαιρέσεων, τῶν ἐξώσεων καί τῶν βιαίων ἀπομακρύνσεων ἐκ τῆς ἡγουμενικῆς ἀρχῆς καί ἐξουσίας. Αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύεται ἀπό τά κείμενα.
Ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» τῆς 15ης Ἰουλίου 1974 μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς:
«Ὁ πολιτικός διοικητής τοῦ Ἁγ. Ὄρους προειδοποιεῖ. Ἄκυρος ἡ ἐκλογή ἡγουμένου ἐάν δέν ἐπαναφερθῆ τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου εἰς τήν Μονήν. Ἡ Ἱ. Μονή Ἁγ. Παύλου ἐμμένει εἰς τήν διακοπήν τοῦ Μνημοσύνου. Θεσσαλονίκη, Ἰούλιος (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας).
»Ὁ πολιτικός Διοικητής κ. Δ. Κριεκούκιας ἀπέστειλε πρός τήν Ἱεράν Μονήν Ξενοφῶντος τό ὑπ’ ἀριθ. Φ. 26/15.6.1974 ἔγγραφον δι’ οὗ “ἐντέλλεται ἡ ἀπομάκρυνσις” τοῦ Ἡγουμένου π. Εὐδοκίμου “ἐκ τῆς Ἱερᾶς αὐτοῦ μετανοίας”, ἐπειδή οὗτος (ὁ Ἡγούμενος) “παραμένει εἰς τάς ἰδίας αὐτοῦ πνευματικάς θέσεις”. Κατά τάς πληροφορίας μας, ὁ ὁ Καθηγούμενος θά προσφύγη εἰς τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας. Ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς τυγχάνει καί τοῦτο: Ὁ κ. Διοικητής τονίζει ὅτι “ἡ τυχόν ἐκλογή νέου Ἡγουμένου, μή συμμορφουμένου εἰς τήν ἀπαίτησιν ταύτην”, δηλαδή νά ἐπαναφέρη τήν Μονήν “εἰς τήν ὁδόν τῆς κανονικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς τάξεως” θά εἶναι ἄκυρος καί ὁ νεοεκλεγείς Ἡγούμενος θά ἐκπίπτη τοῦ ἀξιώματός του! Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά δηλώνη ὁ ὑποψήφιος Ἡγούμενος, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θά ἐφαρμόζη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου».
Αὐτό τό κείμενο εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό καί ἀποδεικνύει τά μέσα πού μεταχειρίσθηκε ὁ νέος Πατριάρχης, ὁ «πρᾶος» καί «εἰρηνικός», προκειμένου νά φιμώση τά στόματα τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Δέν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος τούς καλογήρους νά γίνουν ἐμπόδιο καί τροχοπέδη στά ἑνωτικά του σχέδια. Καί βεβαίως ἐγνώριζε καλά καί αὐτός καί τά κέντρα ἀπό τά ὁποῖα κατευθύνετο ὅτι δέν εἴμεθα εἰς τήν πρωτοχριστιανική περίοδο τῶν διωγμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἐδυνάμωσε, ἐδοξάσθηκε καί ἐνίκησε τή βία μέ τήν θυσία καί τήν ἐμμονή στήν ἀλήθεια, οὔτε ἀκόμη στήν ἐποχή τοῦ λατινόφρονος Βέκκου κατά τήν ὁποία στό ἅγ. Ὄρος κατοικοῦσαν μοναχοί οἱ ὁποῖοι στά θέματα τῆς πίστεως δέν ὑπεχώρουν οὐδέ βῆμα ποδός.
Τώρα, προκειμένου νά γίνη στό Ὄρος κάποιος ἡγούμενος, χρειάζεται νά κάνη ὄχι ὅπως ἄλλοτε ὁμολογία πίστεως, ἀλλά ὁμολογία συμβιβασμοῦ, εἰδάλλως δέν θά ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἡ κατά τά ἄλλα νόμιμη ἐκλογή του. Ἡ πνευματική δέ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου ἐπί τοῦ ἁγ. Ὄρους μεταβάλλεται σέ τυραννία καί ὁ βασικός σκοπός καί στόχος τοῦ ἁγιορείτικου πλέον μοναχισμοῦ ἀπό τή δημιουργία φυλάκων τῆς πίστεως, κατά τά πρότυπα τῶν ὁσιομαρτύρων τῶν ἐπί Βέκκου, μεταλλάσσεται στή δημιουργία πειθήνιων ὀργάνων τοῦ Πατριάρχου κατά τά πρότυπα τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ δέ μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου εἶναι πλέον τό σύμβολον τῆς ὑποτελείας καί τό δεῖγμα τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ πού ἀντικατέστησε ἄδοξα τήν χριστοκεντρική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Κάποια τελευταῖα λείψανα ἀγωνιστικότητος ἤ ὅπως θά λέγαμε διασώσεως τῆς τιμῆς τῶν ὅπλων μᾶς δίδει στό ἴδιο φύλλο ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος». Ἀναφέρει συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
«Ἡ στάσις τῆς μονῆς Ἁγ. Παύλου. Κατά πληροφορίας μας, μεγάλος ὑπῆρξεν ὁ ἐνθουσιασμός διά τήν στάσιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου, μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων. Ὡς ἀνέγραψεν ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» εἰς τό προηγούμενον φύλλον, ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου, π. Ἀνδρέας, ἐδήλωσε ρητῶς εἰς τόν πολιτικόν Διοικητήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπαναλάβη τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐφ’ ὅσον οὖτος δέν ἀποκηρύξη τήν γραμμήν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ φιλενωτισμοῦ. Μέ τήν δήλωσιν τοῦ Ἡγουμένου συνεφώνησεν ὁλόκληρος ἡ Ἀδελφότης, ἐπί τούτῳ προσκληθεῖσα εἰς τό Ἡγουμενεῖον. Ἡ στάσις αὕτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐνεδυνάμωσε πολλούς καί οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι προσηλωμένοι ἐπάνω της» («Ὀρθόδ. Τύπος», 15ης Ἰουλίου 1974).
Ἔχομε καί ἕνα κείμενο τό ὁποῖο καταχωροῦμε καί μέ τό ὁποῖο φαίνεται ἐναργέστατα ὁ συμβιβασμός καί ἡ ὑποστολή τῆς σημαίας ἐκ μέρους τῆς ἱερᾶς Κοινότητος, μετά τά πατριαρχικά «φιρμάνια» καί τίς πολιτικές ἀπαγορεύσεις.
Αὐτό ἀποδεικνύει τήν πιστή καί κατά γράμμα ἐφαρμογή τῶν πατριαρχικῶν καί πολιτικῶν ἐντολῶν.
Προέρχεται μάλιστα τό κείμενο αὐτό ἀπό δισενιαύσιο Σύναξι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγ. Ὄρους, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ γραμμή πλέον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος κατευθύνετο ἀπό τούς ἡγουμένους τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖοι προφανῶς «στένοντες καί τρέμοντες» ἔσπευσαν νά εὐθυγραμμισθοῦν μέ τίς πατριαρχικές προσταγές.
Τό κείμενο αὐτό ὁμιλεῖ ἀπό μόνο του καί σηματοδοτεῖ τήν περαιτέρω πορεία τοῦ ἁγ. Ὄρους:
«ΔΙΣΕΝΙΑΥΣΙΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΑΞΕΩΣ»
20 Αὐγούστου 1974
»Συνελθούσης τῆς καθ’ἡμᾶς ΔισενιαυσίουἹερᾶς Συνάξεως σήμερον 20ην Αὐγούστου τοῦ ἐ.ἔ. 1974 ἡμέραν Δευτέραν ἐν ἀπαρτίᾳ ἐν τῇ Κοινῇ Αἰθούσῃ τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς 95ην Σύνοδον Αὐτῆς...
»Μετά ταῦτα Ι) ἀναγινώσκονται τά πληρεξούσια Γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν, δι’ ὧν ἐξαγγέλεται ὁ διορισμός παρά τῇ Δισενιαυσίῳ Ἱερᾷ Συνάξει τῆς παρούσης Συνόδου τῶν Πληρεξουσίων ἀντιπροσώπων αὐτῶν...
Ἀναγιγνώσκεται ἐπίσης καί ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου διορίζουσα ὡς ἀντιπρόσωπον τόν Παν/τον Ἀρχιμ. Ἀνδρέαν ὡς Καθηγούμενον αὐτῆς.
Ἡ ἐπιστολή αὕτη ὑπογράφεται ὑπό τοῦ αὐτοῦ Ἀρχιμ. ὡς Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παύλου.
Τό γεγονός ἐσχολιάσθη ὑπό τῶν ἁγίων ἀντιπροσώπων, διότι κατόπιν τῆς γνωστῆς ἀποφάσεως
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς σχετικῆς ἐπιστολῆς τῆς Διοικήσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρός τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγ. Παύλου καί τήν Ἱεράν Κοινότητα ὁ ἐν λόγῳ Ἀρχιμ. θεωρεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ὡς ἔκπτωτος τοῦ καθηγουμενικοῦ λειτουργήματος· δι’ ὅ καί δέν γίνονται δεκτά ἔγγραφα φέροντα τήν ὑπογραφήν του.
»Πολλῶν λεχθέντων διά τό πρακτέον ἀπεφασίσθη ἐν προκειμένῳ, ὅπως κληθῇ ὁ ἅγιος Πρωτεπιστάτης καί ἐνημερώσῃ ὑπευθύνως τήν Δ.Ι. Σύναξιν περί τοῦ ποία εἶναι ἡ στάσις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί ἄρα περί τοῦ πῶς πρέπει νά ἐνεργήσῃ καί ἡ Δισενιαύσιος Ἱερά Σύναξις. Μετά τήν ἔλευσιν καί διαβεβαίωσιν τοῦ ἁγίου Πρωτεπιστάτου διά τήν στάσιν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Δ.Ι.Συνάξεως παρεκάλεσαν μετά πολλῆς ἡρεμίας καί ἀγάπης τον Παν/τον Ἀρχιμ. κ. Ἀνδρέαν ὅπως μή μετάσχῃ εἰς τάς ἐργασίας τῆς παρούσης Συνόδου διά λόγους κανονικῆς τάξεως καί εὐρυθμίας, ὅπερ καί ἐγένετο μετά κατανοήσεως δεκτόν ὑπό τοῦ Παν/του Ἀρχιμ. Ἀνδρέου».
Ἡ Δισενιαύσιος λοιπόν Ἱερά Σύναξις τοῦ ἁγ. Ὄρους ἐκήρυξε ἔκπτωτο τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παύλου, ἀρχ/την Ἀνδρέα, διότι δέν ἐμνημόνευε. Ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι προηγουμένως ἡ ἴδια Ἱερά Κοινότης ἄφησε ἐλεύθερες τίς μονές εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη, (ἀπόφ.17/10/70), κατανοοῦμε ὅτι ἡ ἀπότομη ἀλλαγή τῆς γραμμῆς πλεύσεως προῆλθε ἀποκλειστικά καί μόνο ἐκ τοῦ φόβου τῶν ἀπειλουμένων δεινῶν καί τιμωριῶν.
Παρεπιμπτόντως ἀναφέρομε, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παύλου ἔκτοτε, χωρίς νά μνημονεύη, ἔζησε ὡς ἡσυχαστής μακράν τῆς μονῆς εἰς ἀγρόκτημα αὐτῆς, πλησίον τοῦ Μονοξυλίτου.
Τελικά, ὅπως ἀνεμένετο, μέ τήν μέθοδο τῶν ἐξοριῶν καί τήν συνεργασία πάντοτε τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀπεκατεστάθη ἡ κανονική τάξις χωρίς ἀποκατάστασι τῆς πίστεως καί ἡ μνημόνευσις τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος ἀντιλάλησε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον στό περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἴσως καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης δέν ἐπερίμενε τόσο εὔκολη ὑποταγή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδιδε τό πράσινο φῶς καί τοῦ ἐξησφάλιζε τά νῶτα διά νά συνεχίση τήν πορεία του. Ἀπέμεινε ἡ Ἱ. Μονή Ἐσφιγμένου νά κρατῆ τήν σκυτάλη τοῦ ἀγῶνος, τήν ὁποία ἴσως ἀνέχεται ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης, προκειμένου νά ἐπιδεικνύη τήν ἀνοχή καί τήν δημοκρατικότητά του καί μέ τόν σκοπό τῆς ἐκτονώσεως τῶν ἐναντιουμένων στόν Οἰκουμενισμό ἁγιορειτῶν Πατέρων. Κατά καιρούς βεβαίως τό Πατριαρχικό μειδίαμα ἀφήνει τήν θέσι του στό Πατριαρχικό κατασπάραγμα καί ἡ ἐξωτερική μορφή τοῦ προβάτου παραμερίζει καί ἐμφανίζεται ἡ πραγματική διάθεσις τοῦ λύκου. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν παράνομη ἀπόφασι τοῦ Πατριαρχείου πρός ἀποσχηματισμό τοῦ ἡγουμένου καί τριῶν μοναχῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου. Εἰς αὐτήν τήν παράνομο ἀπόφασι ἀντέδρασαν πολλοί ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὑπέγραψαν ἔγγραφο διαμαρτυρίας. Τό γεγονός αὐτό συνέβη πάλι ἐπί τοῦ πράου καί εἰρηνικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καί τό περιγράφει ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» στό φύλλο τῆς 1-10-74 ὡς ἑξῆς:
«Δήλωσις 373 ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί ἀντικανονικῶν πρωτοφανῶν ἀποφάσεων. Τριακόσιοι ἑβδομήκοντα τρεῖς ἁγιορεῖται μοναχοί μέ κοινή δήλωσίν των διαμαρτύρονται ἐντόνως διά τήν ἀπόφασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός ἀποσχηματισμόν τοῦ ἡγουμένου καί τριῶν μοναχῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου καί δηλοῦν ὅτι «θά ἀγωνισθοῦν μέχρι θανάτου, κατά τῆς ἀντικανονικῆς καί παρανόμου ἀποφάσεως, ἵνα μή εἰς τοιαύτην ἀπώλειαν περιπέση ἡ Ἀκρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας». Σημειωτέον ὅτι ἡ δήλωσις αὕτη τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ὑπεγράφη ἐντός ἐλαχίστου χρόνου. Θά ἦσαν, ἀσφαλῶς «πολλῷ περισσότεραι, ἄν μή αἱ μακριναί ἀποστάσεις καί ἡ τραχύτης τῶν ὁδῶν ἐδυσχέραινον τοῦτο».
Εἶναι γεγονός ὅτι σήμερα οἱ πλεῖστοι τῶν ἁγιορειτῶν προσπαθοῦν νά ξεχάσουν τήν τριετία αὐτή τῆς τελευταίας ἁγιορείτικης ἀποτειχίσεως καί ἄν τούς ἐρωτήσης δι’ αὐτήν ἀπαντοῦν μέ μισόλογα, προφασίζονται ὅτι δέν γνωρίζουν ἤ καί τήν ἀρνοῦνται τελείως λέγοντας ὅτι ἦταν κάποια μεμονωμένα κρούσματα τά ὁποῖα κατεστάλησαν καί ὅτι πάντοτε τό ἅγ. Ὄρος στήν πλειοψηφία του ἐμνημόνευε τό σεπτόν ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Αὐτά τά ἀκούσαμε πολλές φορές ἀπό στόματα κοινοβιατῶν Πατέρων καί ἐπιφανῶν ἡγουμένων τοῦ ἁγ. Ὄρους. Πολλοί λέγουν ὅτι ἡ ἀθρῶα εἰσροή τεραστίων χρηματικῶν ποσῶν εἰς τό ἅγ. Ὄρος συνετέλεσε καί αὐτή ἀπό τήν πλευρά της, εἰς τήν ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς πίστεως. Τό πλέον ὅμως λυπηρό καί ἀξιοθρήνητο, τό ὁποῖο σηματοδοτεῖ ἀπό μόνο του τόν ξεπεσμό τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, εἶναι ὅτι πλέον οἱ μονές κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριαρχείου δέν δίδουν κελιά σέ μοναχούς πού δέν μνημονεύουν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἀναπαύονται ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν συντελοῦν εἰς τήν εἰρήνη τοῦ Ὄρους καί ἀφ’ ἑτέρου ἀσκοῦν ἄριστα τήν εὐλογημένη τους ὑπακοή εἰς τόν πνευματικό τους ἡγέτη καί προϊστάμενο. Κατά τά ἄλλα βεβαίως ὁ χορός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βαστάει καλά, ἐνῶ οἱ Πατέρες στό Ὄρος ἀσχολοῦνται μέ τίς λαμπρές τελετές καί ἀγρυπνίες, μέ τήν ἀκριβῆ τήρησι τοῦ Τυπικοῦ, τήν σύνθεσι καί μελοποίησι καινούριων βυζαντινῶν ὕμνων, τήν συντήρησι τῶν κειμηλίων, τήν συγγραφή καί τά κηρύγματα καί φυσικά τή νοερά προσευχή καί ἡσυχία.
ΠΗΓΗ ''Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν'' π. Ευθυμίου Τρικαμηνά
Οἱ λόγοι πού ἐπικαλοῦνται οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, διά τούς ὁποίους διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἦταν καθαρά λόγοι πίστεως καί συνίσταντο στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων πού αὐτός ἐνήργησε μέ συνοδική ἀπόφασι τό 1965, στή συνάντησι τοῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Πάπα στά Ἱεροσόλυμα καί γενικῶς στήν φιλοπαπική του στάσι. Εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας δέν εἶχε δογματικούς φραγμούς, δέν ἐπίστευε
στήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε βεβαίως δεχόταν ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Θά ἀναφέρωμε δύο-τρία ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλίες του διά νά βεβαιωθῆ καί ὁ πλέον δύσπιστος περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου:
«Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν (ἔλεγε), ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν Μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώσῃ τόν ἄνθρωπον» (Ἐκ δηλώσεών του, ἴδ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκ. 1968).
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν,
ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς» (Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1967, ἴδ. «Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης», σελ. 87).
«Ὁ αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε» (Δήλωσίς του, ἴδ. «Ἀκρόπολις», 29-6-63).
«Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πλέγματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς» (Ἐξ ὁμιλίας του εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου τήν 12-07-67, ἴδ. «Ἔθνος», 13-10-67).
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψιν των οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες καί, κυρίως, τήν συνοδική ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων καί τήν ἄνευ ὅρων ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου. Εἰς τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως προέβησαν οἱ μισές περίπου μονές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ὅλες οἱ σκῆτες καί τά περισσότερα κελία.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ παλαιοί ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας δέν ἐπίεσε τήν ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγ. Ὄρους πρός ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του, εἴτε διότι δέν τόν ἐνδιέφερε, εἴτε διότι δέν ἦτο διατεθειμένος νά ἀλλάξη πορεία πλεύσεως.
Ἡ ἱερά Κοινότης, λοιπόν, τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ζῶντος ἀκόμη τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐπῆρε κατά τήν τακτική συνεδρία τῆς 17-10-70, μία ἱστορική διά τούς καιρούς μας ἀπόφασι, κατά τήν ὁποία σεβόμενη τήν ἐλευθερία καί τό αὐτοδιοίκητον τῶν μονῶν, ἄφηνε τελεία ἐλευθερία ἐπιλογῆς εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου.
Ἡ ἴδια ἀπόφασις ἐπανελήφθη στήν διπλή σύναξι τῆς 13- 11-71 εἰς τήν ὁποία μνημονεύεται αὐτή ἡ πρώτη ἀπόφασις ὡς ἑξῆς:
«Διαμνημόνευσις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Ἡ ἔκτακτος Δ. Ι. Σύναξις ἀναφέρεται εἰς τήν ἀκόλουθον ἀπόφασιν αὐτῆς, ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἑκάστη Ἱερά Μονή ἔχει τήν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν ὅπως ἐνεργῇ ἐν προκειμένῳ κατά τήν ἑαυτῆς κρίσιν καί συνείδησιν. “Συνεδρία ΞΘ΄. Τακτική 17-11-70 ἡμέρα Δευτέρα. Συνελθούσης τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος ἐν ἀπαρτίᾳ... μεθ’ ὅ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Κοινότης, ἀναγινώσκει τά γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τά ἀπαντητικά εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 139/5-9-70 ἐγκύκλια αὐτῆς, ὧν τά στοιχεῖα ἔχουσιν ὡς ἀκολούθως... Μετ’ ἐμπεριστατωμένην συζήτησιν διαπιστοῦται ὅτι τό περιεχόμενον τῶν γραμμάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν, συμφωνεῖ μέ τάς ἐκτεθεῖσας γνώμας τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων αὐτῶν καί τήν δυνάμει αὐτῶν ληφθεῖσαν ἀπόφασιν κατά τήν ΜΓ΄./ 23-9-69 Συνεδρίας τῆς Ε.Δ.Ι. Συνάξεως, ἥτις καί καταχωρεῖται ὡς ἀκολούθως ὡς καί ἀπόφασις σημερινή τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Κοινότητος. Κατά τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ὑπό πάντων τῶν Πανοσιολ. Πληρεξουσίων Ἀντιπροσώπων διαπιστοῦται ἡ ἐμμονή τῶν πλείστων Ἱερῶν Μονῶν, εἰς τήν περί μνημοσύνου τοῦ Σεπτοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς τοῦ οἰκείου ἡμῶν ἐπισκόπου ὑποχρέωσιν κατά τήν Νομοκανονικήν τάξιν. Καί παρά πάντων ἐκφράζεται ἡ εὐχή ὅπως εἰς ὁλόκληρον τόν Ἁγιώνυμον ἡμῶν Ὄρος ἐπανέλθη συντόμως, θείᾳ συνάρσει, ἡ Κανονική Τάξις, αἰρομένων τῶν ὡς μή ὤφειλε δημιουργηθέντων αἰτίων τῆς παρούσης πνευματικῆς ἀντιθέσεως καί παρά πάντων τῶν Μοναστῶν Αὐτοῦ ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖται τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἔχομεν διά τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίαν τήν σωτηρίαν ἡμῶν ἅπαντες, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός, τῆς Ἐφόρου καί Προστάτιδος τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου καί τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν».
Εἴπαμε ὅτι εἶναι διά τούς καιρούς μας ἱστορική αὐτή ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγ. Ὄρους, ἐπειδή οἱ καιροί μας εἶναι πνευματικά ἄνυδροι καί ὁμολογιακά ἐνδοτικοί. Διά νά ἦταν ὁμολογιακή αὐτή ἡ ἀπόφασις θά ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν ὁμοφώνως οἱ μονές τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, μέχρις ὅτου αὐτός ἐπιστρέψει εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό θά ἦταν ἀφ’ ἑνός μέν ἕνα ἄριστο παράδειγμα τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων διά κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς εἰς τόν κόσμον, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά βοηθοῦσε τά μέγιστα εἰς τήν κατάσβεσιν τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀθηναγόρα ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος, ὅσο πρᾶος καί ἄν ἐφαίνετο ἐξωτερικά, ἀπαίτησε μετά ἀπειλῶν τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός του ἀπό τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν, δύο μόλις μῆνες μετά τήν ἐνθρόνισί του, ἀπέστειλε τόν Μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως καί Θάσου Ἀλέξανδρον ὡς πατριαρχικόν Ἔξαρχον, διά νά ἐπιβάλλη μέ κάθε τρόπο τήν ἐπαναφορά τῆς μνημονεύσεως. Ἀπό τό περιοδικό «Ἅγ. Σίμων ὁ μυροβλήτης» μεταφέρουμε τά σχετικά μέ τήν ὑπόθεσι γεγονότα:
«ΜΕΤΑ τήν ἄφιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου ἐγένετο λόγος περί μνημοσύνου τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος. Ὀκτώ Ἱεραί Μοναί δέν ἐμνημόνευον τόν Οἰκ. Πατριάρχην.
Ἀφοῦ προσεπάθησεν ὁ πατριαρχικός Ἔξαρχος νά πείσῃ τούς ἀντιπροσώπους τῶν Μονῶν ὅτι ὁ πατριάρχης εἶναι ὀρθόδοξος ὅπως καί ὁ προκάτοχός του, ἐκλήθησαν νά ἀπαντήσουν γραπτῶς αἱ μή μνημονεύουσαι Ἱεραί Μοναί. Ἡ Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα ἀπήντησεν ὅτι θά μνημονεύῃ τοῦ λοιποῦ» (Ἔτος Γ΄, Σεπτέμβριος-Ὀκτωβριος 1972, τεῦχος 13, σελ. 22).
Οἱ γραπτές ἀπαντήσεις τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες διέκοψαν τήν μνημόνευσι, πρός τήν Ἱερά Κοινότητα καί τόν πατριαρχικό Ἔξαρχο ἦταν ὄντως ὁμολογιακές, δεδομένου ὅτι ἐγνώριζον οἱ Πατέρες τίς πιέσεις καί ἀπειλές πού θά ὑφίσταντο καί τά ἐπακόλουθα τῆς ὀρθοδόξου ἐνστάσεώς των.
Ἡ Ἱερά μονή Καρακάλλου μεταξύ τῶν ἄλλων ἀνέφερε:
«... Ἐπιθυμοῦμεν νά ἐπαναλάβωμεν τήν ἐν πεποιθήσει καί ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περί συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ’ ὅσον ὁ Νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ὁ Α΄ θά συνεχίσῃ τήν τηρουμένην ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμήν, τήν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας. Ἡμεῖς οἱ ἁγιορεῖται ἐνομίζαμεν ὅτι θά ἠκολούθει αὐστηράν συντηρητικήν γραμμήν ἀντίθετον ἀπό ἐκείνην τοῦ Ἀθηναγόρα. Ἑπομένως ἔργον τοῦ νέου Πατριάρχου εἶναι ἡ ἐπί 24 ἔτη χαραχθεῖσα γραμμή τῆς συνεργασίας μετά τοῦ ἀμετανοήτου πάπα Παύλου διά τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Συνεπῶς ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἱερά Μονή τοῦ Καρακάλλου ἐπανέρχεται καί αὖθις εἰς τήν παλαιάν ἀπόφασιν τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, ἥτις λέγει καί ἀποφασίζει, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἐπαφίεται εἰς τήν συνείδησιν ἑκάστης Μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκ. Πατριάρχου, διότι δέν δυνάμεθα νά καταπατήσωμεν τούς Ἱερούς Κανόνας, οὕς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐλάλησεν εἰς αὐτούς παρά ταῖς Ἱ. Συνόδοις. Θά πειθώμεθα εἰς τόν νέον Πατριάρχην, ὅταν διαπιστώσωμεν ὅτι οὗτος θά ἀναθεωρήσῃ τάς αἱρετικάς ὁμολογίας τοῦ προκατόχου του καί δέν θά συνεχίσῃ τήν φιλοπαπικήν γραμμήν» (ὅπ. ἀν., σελ. 22).
Ἡ ἱερά Μονή ἁγ. Παύλου ἐδήλωσε γραπτῶς τά ἑξῆς:
«Ἀνταποκρινόμενοι εἰς τήν ὑπ’ ἀριθμ. 627 τῆς 19ης τρέχοντος μηνός Ὑμετέραν ἐγκύκλιον, γνωρίζομεν τῇ Ἱ. Κοινότητι ὅτι ἐπί τοῦ θέματος τοῦ μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ οἰκ. Πατριάρχου κυρίου Δημητρίου, ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δέν δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρά μόνον ἐφ’ ὅσον δηλωθῇ ὑπό τῆς Α. Παναγιότητος διά τοῦ τύπου ὅτι δέν θά ἀκολουθήσῃ τήν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ» (ὅπ. ἀν., σελ. 23).
Ἡ ἱερά Μονή Ξενοφῶντος ἐδήλωσε τά ἑξῆς:
«Ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή ἐμμένει ἐπί τῆς ὑπό στοιχ. ΝΒ΄ 13.11.71 ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως δεδομένου ὅτι τά αἴτια, ἅτινα μᾶς ἔφερον εἰς τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, δέν ἤρθησαν ὡς εὐχόμεθα καί ἀναμένομεν. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἐάν λάβῃ κανείς ὑπ’ ὄψιν του τον ἐνθρονιστήριον λόγον τοῦ νέου Πατριάρχου Παναγιωτάτου κ.κ. Δημητρίου ( Ἐφημερίς «Ὀρθοδ. Τύπος», φύλ. 167-168, 1ης και 15ης Αὐγούστου 1972) ὡς καί τάς προγραμματικάς δηλώσεις του πρός τήν ἐνδημοῦσαν Σύνοδον («Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 60, 8.8.1972, σελ. 7), ἡ ἐμμονή μας ἐγένετο πλέον σταθερά» (ὅπ. ἀν., σελ. 23).
Ἡ Ἱ. Μονή Γρηγορίου κάνει πολύ ἐκτενῆ ἀναφορά διά τούς λόγους πού τήν ἠνάγκασαν νά προβῆ στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: «Δυστυχῶς οὐσιαστικῶς δέν ἤρθησαν οἱ λόγοι οὐδέ αἱ ἐπιφυλάξεις πού ἐπέβαλον, τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, δεδομένου ὅτι ὁ νέος Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὄχι μόνον δέν ἐφάνη συντηρητικώτερος τοῦ Προκατόχου Του, ἀλλά τοὐναντίον ὑπερθεματίζει τούτου διά τήν Οἰκουμενικήν κίνησιν» (ὅπ. ἀν. σελ. 24). Ζητᾶ ἐπίσης ἡ ἰδία μονή γραπτῶς τήν καθαίρεσι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἰακώβου Κουκούζη, διότι, σύμφωνα μέ καταγγελίες ὁμογενῶν, ἀρνήθηκε σέ δηλώσεις του στόν τύπο τό δόγμα τῆς ἁγ. Τριάδος καί διέθεσε ἐκ τοῦ ταμείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς 300.000 δολλάρια πρός ἀνέγερσι πανθεϊστικοῦ ναοῦ, ὅπου θά λατρεύονται ὅλοι οἱ θεοί ἀνεξαρτήτως θρησκείας. Ἡ κατάληξις τοῦ ὁμολογιακοῦ κειμένου τῆς μονῆς Γρηγορίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Κατόπιν ὅλων τούτων, ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή θά συνεχίσῃ τήν ἀκολουθητέαν Αὐτῆς γραμμήν κατ’ ἐφαρμογήν τῆς προρρηθείσης ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως. Ὁ Σεβασμιώτατος Πατριαρχικός Ἔξαρχος ἐπεσήμανε τό φάσμα τῆς ἐπιβολῆς κυρώσεων. Δηλαδή θά ἐξασκηθῇ βία; Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά θελήσουν νά ἐξασκήσουν βίαν ἄς ἀναλογισθοῦν τάς εὐθύνας των διά τήν τύχην τῶν Ἱερῶν τούτων καί αἰωνοβίων Σκηνωμάτων. Ἄς ἀφήσουν ἡσύχους ἡμᾶς τούς Μοναχούς, τούς ἀπομεμακρυσμένους ἐκ τοῦ κόσμου νά συνεχίζωμεν τήν ἐφαρμογήν τῶν ὧν παρελάβομεν ἐκ τῶν πατέρων μας ἱερῶν παραδόσεων. Ὄχι κατά τό δοκοῦν νά ζητῶμεν δῆθεν τήν ἐφαρμογήν τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων καί ὅταν δέν θέλωμεν τήν ἐφαρμογήν τούτων νά θέτωμεν τά δόγματα εἰς τά Σκευοφυλάκια, ὅπως διεκήρυσσεν ὁ ἀποθανών Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Ἐπί τούτοις διατελοῦμεν μετά πολλῆς τῆς ἐν Χῷ φιλαδελφίας καί ἀγάπης» (ὅπ. ἀν., σελ. 25).
Ἡ ἐπιβολή λοιπόν τῶν κυρώσεων ἦτο γνωστή εἰς τούς Πατέρας καθώς καί ἡ ἄσκησις βίας καί διά τοῦτο ἔχει μεγάλη ἀξία ἡ ἐμμονή των εἰς τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ νέου Πατριάρχου Δημητρίου.
Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας τό τί προέκυψε καί, μετά ἀπό τίς δύο ἀποφάσεις τῆς ἱερᾶς Κοινότητος καί τίς γραπτές ἀπαντήσεις τῶν μονῶν, ὑπέστειλαν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες τήν σημαία τῆς ὁμολογίας, δεδομένου ὅτι, ὄχι μόνο οἱ δύο ἑπόμενοι Πατριάρχες μετά τόν Ἀθηναγόρα δέν διώρθωσαν τίποτε στά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπροχώρησαν σέ μεγαλυτέρους συμβιβασμούς καί προδοσίες. Ἡ μεγαλύτερη προδοσία καί ὁ χειρότερος συμβιβασμός ὅλων τῶν αἰώνων στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἔγινε στήν διετία 1991-1993, κατά τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἔγκυρα στό Σαμπεζύ καί στό Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου τά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καί τῶν Παπικῶν ἀντιστοίχως. Αὐτό σημαίνει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Μονοφυσίτες, χωρίς νά ἀποκηρύξουν οὐδεμία αἵρεσι καί παραμένοντας ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται, ἔχουν τό ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο τούς ἁγιάζει τά μυστήρια πού τελοῦν, ἀφ’ ἑτέρου οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι πού τούς ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνεθεμάτισαν ἦσαν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, παρανοϊκοί καί διέπραξαν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων, ἐφ’ ὅσον ἀπέκλεισαν ἀπό τήν σωτηρία καί τήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων. Ἐπί πλέον δέ μέ αὐτές τίς ἀποφάσεις ἐδείξαμε ὅτι, τό νά εἶναι κάποιοι ἐντός ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά ἔχουν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα μυστήρια, δέν εἶναι θέμα κατ’ ἐξοχήν Ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως ἀντιστοίχως, ἀλλά θέμα τό ὁποῖο ρυθμίζεται ἀπό κάποια Σύνοδο ἤ διμερῆ ἐπιτροπή καί βεβαίως ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.
Θέσαμε σέ κάποιους ἀπό τούς παλαιούς ἁγιορεῖτες αὐτό τό ἐρώτημα, τό πῶς δηλαδή ἀντίθετα στίς γραπτές δηλώσεις των ἐπανέφεραν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ἐνῶ τά θέματα τῆς πίστεως πηγαίνουν ἀπό τό κακό στό χειρότερο καί ὁ Οἰκουμενισμός καθημερινῶς κερδίζει ἔδαφος εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Κάποιοι ἀπήντησαν ὅτι τούς ἐξεγέλασαν οἱ Πατριαρχικοί, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο στό Ὄρος μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀθηναγόρα, συστηματικά καί ἐπί τό αὐτό καί ὑπέσχοντο στούς ἁγιορεῖτες ὅτι, ἄς ἐπαναφέρουν αὐτοί τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου καί ὅλα, μέ τό νέο Πατριάρχη, θά διορθωθοῦν. Αὐτό προφανῶς ἦτο ἁπλή δικαιολογία, διότι τίποτε δέν τούς ἐμπόδιζε ἐφ’ ὅσον ἐξηπατήθησαν νά ἐφαρμόσουν ἐκ νέου τίς δύο ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Ἐκεῖνο πού ἴσως δέν θέλουν νά ὁμολογήσουν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι ὁ φόβος τῶν κυρώσεων καί ἡ σιδηρᾶ ράβδος μέ τήν ὁποία θέλησε νά τούς ποιμάνη ὁ νέος Πατριάρχης.
Οἱ ἐπιπτώσεις δηλαδή τῶν ποινῶν καί τῶν καθαιρέσεων, τῶν ἐξώσεων καί τῶν βιαίων ἀπομακρύνσεων ἐκ τῆς ἡγουμενικῆς ἀρχῆς καί ἐξουσίας. Αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύεται ἀπό τά κείμενα.
Ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» τῆς 15ης Ἰουλίου 1974 μᾶς πληροφορεῖ τά ἑξῆς:
«Ὁ πολιτικός διοικητής τοῦ Ἁγ. Ὄρους προειδοποιεῖ. Ἄκυρος ἡ ἐκλογή ἡγουμένου ἐάν δέν ἐπαναφερθῆ τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου εἰς τήν Μονήν. Ἡ Ἱ. Μονή Ἁγ. Παύλου ἐμμένει εἰς τήν διακοπήν τοῦ Μνημοσύνου. Θεσσαλονίκη, Ἰούλιος (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας).
»Ὁ πολιτικός Διοικητής κ. Δ. Κριεκούκιας ἀπέστειλε πρός τήν Ἱεράν Μονήν Ξενοφῶντος τό ὑπ’ ἀριθ. Φ. 26/15.6.1974 ἔγγραφον δι’ οὗ “ἐντέλλεται ἡ ἀπομάκρυνσις” τοῦ Ἡγουμένου π. Εὐδοκίμου “ἐκ τῆς Ἱερᾶς αὐτοῦ μετανοίας”, ἐπειδή οὗτος (ὁ Ἡγούμενος) “παραμένει εἰς τάς ἰδίας αὐτοῦ πνευματικάς θέσεις”. Κατά τάς πληροφορίας μας, ὁ ὁ Καθηγούμενος θά προσφύγη εἰς τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας. Ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς τυγχάνει καί τοῦτο: Ὁ κ. Διοικητής τονίζει ὅτι “ἡ τυχόν ἐκλογή νέου Ἡγουμένου, μή συμμορφουμένου εἰς τήν ἀπαίτησιν ταύτην”, δηλαδή νά ἐπαναφέρη τήν Μονήν “εἰς τήν ὁδόν τῆς κανονικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς τάξεως” θά εἶναι ἄκυρος καί ὁ νεοεκλεγείς Ἡγούμενος θά ἐκπίπτη τοῦ ἀξιώματός του! Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά δηλώνη ὁ ὑποψήφιος Ἡγούμενος, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θά ἐφαρμόζη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου».
Αὐτό τό κείμενο εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό καί ἀποδεικνύει τά μέσα πού μεταχειρίσθηκε ὁ νέος Πατριάρχης, ὁ «πρᾶος» καί «εἰρηνικός», προκειμένου νά φιμώση τά στόματα τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Δέν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος τούς καλογήρους νά γίνουν ἐμπόδιο καί τροχοπέδη στά ἑνωτικά του σχέδια. Καί βεβαίως ἐγνώριζε καλά καί αὐτός καί τά κέντρα ἀπό τά ὁποῖα κατευθύνετο ὅτι δέν εἴμεθα εἰς τήν πρωτοχριστιανική περίοδο τῶν διωγμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἐδυνάμωσε, ἐδοξάσθηκε καί ἐνίκησε τή βία μέ τήν θυσία καί τήν ἐμμονή στήν ἀλήθεια, οὔτε ἀκόμη στήν ἐποχή τοῦ λατινόφρονος Βέκκου κατά τήν ὁποία στό ἅγ. Ὄρος κατοικοῦσαν μοναχοί οἱ ὁποῖοι στά θέματα τῆς πίστεως δέν ὑπεχώρουν οὐδέ βῆμα ποδός.
Τώρα, προκειμένου νά γίνη στό Ὄρος κάποιος ἡγούμενος, χρειάζεται νά κάνη ὄχι ὅπως ἄλλοτε ὁμολογία πίστεως, ἀλλά ὁμολογία συμβιβασμοῦ, εἰδάλλως δέν θά ἀναγνωρίζεται ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἡ κατά τά ἄλλα νόμιμη ἐκλογή του. Ἡ πνευματική δέ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου ἐπί τοῦ ἁγ. Ὄρους μεταβάλλεται σέ τυραννία καί ὁ βασικός σκοπός καί στόχος τοῦ ἁγιορείτικου πλέον μοναχισμοῦ ἀπό τή δημιουργία φυλάκων τῆς πίστεως, κατά τά πρότυπα τῶν ὁσιομαρτύρων τῶν ἐπί Βέκκου, μεταλλάσσεται στή δημιουργία πειθήνιων ὀργάνων τοῦ Πατριάρχου κατά τά πρότυπα τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ δέ μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου εἶναι πλέον τό σύμβολον τῆς ὑποτελείας καί τό δεῖγμα τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ πού ἀντικατέστησε ἄδοξα τήν χριστοκεντρική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Κάποια τελευταῖα λείψανα ἀγωνιστικότητος ἤ ὅπως θά λέγαμε διασώσεως τῆς τιμῆς τῶν ὅπλων μᾶς δίδει στό ἴδιο φύλλο ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος». Ἀναφέρει συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
«Ἡ στάσις τῆς μονῆς Ἁγ. Παύλου. Κατά πληροφορίας μας, μεγάλος ὑπῆρξεν ὁ ἐνθουσιασμός διά τήν στάσιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου, μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων. Ὡς ἀνέγραψεν ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» εἰς τό προηγούμενον φύλλον, ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου, π. Ἀνδρέας, ἐδήλωσε ρητῶς εἰς τόν πολιτικόν Διοικητήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπαναλάβη τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἐφ’ ὅσον οὖτος δέν ἀποκηρύξη τήν γραμμήν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ φιλενωτισμοῦ. Μέ τήν δήλωσιν τοῦ Ἡγουμένου συνεφώνησεν ὁλόκληρος ἡ Ἀδελφότης, ἐπί τούτῳ προσκληθεῖσα εἰς τό Ἡγουμενεῖον. Ἡ στάσις αὕτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐνεδυνάμωσε πολλούς καί οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι προσηλωμένοι ἐπάνω της» («Ὀρθόδ. Τύπος», 15ης Ἰουλίου 1974).
Ἔχομε καί ἕνα κείμενο τό ὁποῖο καταχωροῦμε καί μέ τό ὁποῖο φαίνεται ἐναργέστατα ὁ συμβιβασμός καί ἡ ὑποστολή τῆς σημαίας ἐκ μέρους τῆς ἱερᾶς Κοινότητος, μετά τά πατριαρχικά «φιρμάνια» καί τίς πολιτικές ἀπαγορεύσεις.
Αὐτό ἀποδεικνύει τήν πιστή καί κατά γράμμα ἐφαρμογή τῶν πατριαρχικῶν καί πολιτικῶν ἐντολῶν.
Προέρχεται μάλιστα τό κείμενο αὐτό ἀπό δισενιαύσιο Σύναξι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγ. Ὄρους, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ γραμμή πλέον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος κατευθύνετο ἀπό τούς ἡγουμένους τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖοι προφανῶς «στένοντες καί τρέμοντες» ἔσπευσαν νά εὐθυγραμμισθοῦν μέ τίς πατριαρχικές προσταγές.
Τό κείμενο αὐτό ὁμιλεῖ ἀπό μόνο του καί σηματοδοτεῖ τήν περαιτέρω πορεία τοῦ ἁγ. Ὄρους:
«ΔΙΣΕΝΙΑΥΣΙΟΥ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΑΞΕΩΣ»
20 Αὐγούστου 1974
»Συνελθούσης τῆς καθ’ἡμᾶς ΔισενιαυσίουἹερᾶς Συνάξεως σήμερον 20ην Αὐγούστου τοῦ ἐ.ἔ. 1974 ἡμέραν Δευτέραν ἐν ἀπαρτίᾳ ἐν τῇ Κοινῇ Αἰθούσῃ τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς 95ην Σύνοδον Αὐτῆς...
»Μετά ταῦτα Ι) ἀναγινώσκονται τά πληρεξούσια Γράμματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν, δι’ ὧν ἐξαγγέλεται ὁ διορισμός παρά τῇ Δισενιαυσίῳ Ἱερᾷ Συνάξει τῆς παρούσης Συνόδου τῶν Πληρεξουσίων ἀντιπροσώπων αὐτῶν...
Ἀναγιγνώσκεται ἐπίσης καί ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Παύλου διορίζουσα ὡς ἀντιπρόσωπον τόν Παν/τον Ἀρχιμ. Ἀνδρέαν ὡς Καθηγούμενον αὐτῆς.
Ἡ ἐπιστολή αὕτη ὑπογράφεται ὑπό τοῦ αὐτοῦ Ἀρχιμ. ὡς Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Παύλου.
Τό γεγονός ἐσχολιάσθη ὑπό τῶν ἁγίων ἀντιπροσώπων, διότι κατόπιν τῆς γνωστῆς ἀποφάσεως
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς σχετικῆς ἐπιστολῆς τῆς Διοικήσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρός τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγ. Παύλου καί τήν Ἱεράν Κοινότητα ὁ ἐν λόγῳ Ἀρχιμ. θεωρεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ὡς ἔκπτωτος τοῦ καθηγουμενικοῦ λειτουργήματος· δι’ ὅ καί δέν γίνονται δεκτά ἔγγραφα φέροντα τήν ὑπογραφήν του.
»Πολλῶν λεχθέντων διά τό πρακτέον ἀπεφασίσθη ἐν προκειμένῳ, ὅπως κληθῇ ὁ ἅγιος Πρωτεπιστάτης καί ἐνημερώσῃ ὑπευθύνως τήν Δ.Ι. Σύναξιν περί τοῦ ποία εἶναι ἡ στάσις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί ἄρα περί τοῦ πῶς πρέπει νά ἐνεργήσῃ καί ἡ Δισενιαύσιος Ἱερά Σύναξις. Μετά τήν ἔλευσιν καί διαβεβαίωσιν τοῦ ἁγίου Πρωτεπιστάτου διά τήν στάσιν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Δ.Ι.Συνάξεως παρεκάλεσαν μετά πολλῆς ἡρεμίας καί ἀγάπης τον Παν/τον Ἀρχιμ. κ. Ἀνδρέαν ὅπως μή μετάσχῃ εἰς τάς ἐργασίας τῆς παρούσης Συνόδου διά λόγους κανονικῆς τάξεως καί εὐρυθμίας, ὅπερ καί ἐγένετο μετά κατανοήσεως δεκτόν ὑπό τοῦ Παν/του Ἀρχιμ. Ἀνδρέου».
Ἡ Δισενιαύσιος λοιπόν Ἱερά Σύναξις τοῦ ἁγ. Ὄρους ἐκήρυξε ἔκπτωτο τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παύλου, ἀρχ/την Ἀνδρέα, διότι δέν ἐμνημόνευε. Ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι προηγουμένως ἡ ἴδια Ἱερά Κοινότης ἄφησε ἐλεύθερες τίς μονές εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη, (ἀπόφ.17/10/70), κατανοοῦμε ὅτι ἡ ἀπότομη ἀλλαγή τῆς γραμμῆς πλεύσεως προῆλθε ἀποκλειστικά καί μόνο ἐκ τοῦ φόβου τῶν ἀπειλουμένων δεινῶν καί τιμωριῶν.
Παρεπιμπτόντως ἀναφέρομε, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παύλου ἔκτοτε, χωρίς νά μνημονεύη, ἔζησε ὡς ἡσυχαστής μακράν τῆς μονῆς εἰς ἀγρόκτημα αὐτῆς, πλησίον τοῦ Μονοξυλίτου.
Τελικά, ὅπως ἀνεμένετο, μέ τήν μέθοδο τῶν ἐξοριῶν καί τήν συνεργασία πάντοτε τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀπεκατεστάθη ἡ κανονική τάξις χωρίς ἀποκατάστασι τῆς πίστεως καί ἡ μνημόνευσις τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος ἀντιλάλησε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον στό περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἴσως καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης δέν ἐπερίμενε τόσο εὔκολη ὑποταγή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδιδε τό πράσινο φῶς καί τοῦ ἐξησφάλιζε τά νῶτα διά νά συνεχίση τήν πορεία του. Ἀπέμεινε ἡ Ἱ. Μονή Ἐσφιγμένου νά κρατῆ τήν σκυτάλη τοῦ ἀγῶνος, τήν ὁποία ἴσως ἀνέχεται ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης, προκειμένου νά ἐπιδεικνύη τήν ἀνοχή καί τήν δημοκρατικότητά του καί μέ τόν σκοπό τῆς ἐκτονώσεως τῶν ἐναντιουμένων στόν Οἰκουμενισμό ἁγιορειτῶν Πατέρων. Κατά καιρούς βεβαίως τό Πατριαρχικό μειδίαμα ἀφήνει τήν θέσι του στό Πατριαρχικό κατασπάραγμα καί ἡ ἐξωτερική μορφή τοῦ προβάτου παραμερίζει καί ἐμφανίζεται ἡ πραγματική διάθεσις τοῦ λύκου. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν παράνομη ἀπόφασι τοῦ Πατριαρχείου πρός ἀποσχηματισμό τοῦ ἡγουμένου καί τριῶν μοναχῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου. Εἰς αὐτήν τήν παράνομο ἀπόφασι ἀντέδρασαν πολλοί ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὑπέγραψαν ἔγγραφο διαμαρτυρίας. Τό γεγονός αὐτό συνέβη πάλι ἐπί τοῦ πράου καί εἰρηνικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καί τό περιγράφει ὁ «Ὀρθόδ. Τύπος» στό φύλλο τῆς 1-10-74 ὡς ἑξῆς:
«Δήλωσις 373 ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί ἀντικανονικῶν πρωτοφανῶν ἀποφάσεων. Τριακόσιοι ἑβδομήκοντα τρεῖς ἁγιορεῖται μοναχοί μέ κοινή δήλωσίν των διαμαρτύρονται ἐντόνως διά τήν ἀπόφασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός ἀποσχηματισμόν τοῦ ἡγουμένου καί τριῶν μοναχῶν τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου καί δηλοῦν ὅτι «θά ἀγωνισθοῦν μέχρι θανάτου, κατά τῆς ἀντικανονικῆς καί παρανόμου ἀποφάσεως, ἵνα μή εἰς τοιαύτην ἀπώλειαν περιπέση ἡ Ἀκρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας». Σημειωτέον ὅτι ἡ δήλωσις αὕτη τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ὑπεγράφη ἐντός ἐλαχίστου χρόνου. Θά ἦσαν, ἀσφαλῶς «πολλῷ περισσότεραι, ἄν μή αἱ μακριναί ἀποστάσεις καί ἡ τραχύτης τῶν ὁδῶν ἐδυσχέραινον τοῦτο».
Εἶναι γεγονός ὅτι σήμερα οἱ πλεῖστοι τῶν ἁγιορειτῶν προσπαθοῦν νά ξεχάσουν τήν τριετία αὐτή τῆς τελευταίας ἁγιορείτικης ἀποτειχίσεως καί ἄν τούς ἐρωτήσης δι’ αὐτήν ἀπαντοῦν μέ μισόλογα, προφασίζονται ὅτι δέν γνωρίζουν ἤ καί τήν ἀρνοῦνται τελείως λέγοντας ὅτι ἦταν κάποια μεμονωμένα κρούσματα τά ὁποῖα κατεστάλησαν καί ὅτι πάντοτε τό ἅγ. Ὄρος στήν πλειοψηφία του ἐμνημόνευε τό σεπτόν ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Αὐτά τά ἀκούσαμε πολλές φορές ἀπό στόματα κοινοβιατῶν Πατέρων καί ἐπιφανῶν ἡγουμένων τοῦ ἁγ. Ὄρους. Πολλοί λέγουν ὅτι ἡ ἀθρῶα εἰσροή τεραστίων χρηματικῶν ποσῶν εἰς τό ἅγ. Ὄρος συνετέλεσε καί αὐτή ἀπό τήν πλευρά της, εἰς τήν ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς πίστεως. Τό πλέον ὅμως λυπηρό καί ἀξιοθρήνητο, τό ὁποῖο σηματοδοτεῖ ἀπό μόνο του τόν ξεπεσμό τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, εἶναι ὅτι πλέον οἱ μονές κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριαρχείου δέν δίδουν κελιά σέ μοναχούς πού δέν μνημονεύουν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἀναπαύονται ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν συντελοῦν εἰς τήν εἰρήνη τοῦ Ὄρους καί ἀφ’ ἑτέρου ἀσκοῦν ἄριστα τήν εὐλογημένη τους ὑπακοή εἰς τόν πνευματικό τους ἡγέτη καί προϊστάμενο. Κατά τά ἄλλα βεβαίως ὁ χορός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βαστάει καλά, ἐνῶ οἱ Πατέρες στό Ὄρος ἀσχολοῦνται μέ τίς λαμπρές τελετές καί ἀγρυπνίες, μέ τήν ἀκριβῆ τήρησι τοῦ Τυπικοῦ, τήν σύνθεσι καί μελοποίησι καινούριων βυζαντινῶν ὕμνων, τήν συντήρησι τῶν κειμηλίων, τήν συγγραφή καί τά κηρύγματα καί φυσικά τή νοερά προσευχή καί ἡσυχία.
ΠΗΓΗ ''Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν'' π. Ευθυμίου Τρικαμηνά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου