Πέραν τούτου έχομε προτυπώσεις στην Παλαιά Διαθήκη, πού άναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα τής ζωής του Κυρίου. Ή Σταύρωσις και ή τριήμερος Άνάστασις του Κυρίου, όπως ήδη άνεφέραμε, προτυπούνται με τήν ύψωσι του χάλκινου φιδιού και με τήν θαυματουργική διάσωσι τοϋ Ίωνά έπειτα άπό παραμονή τριών ήμερών στην κοιλία του θαλασσίου κήτους.
'Αλλά και αυτή ακόμη ή Αγία Τριάς, ή οποία αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη, δεν λείπει, έστω και συνεσκιασμένα, άπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Έδώ ή Αγία Τριάς δεν κηρύσσεται εμφανώς ένεκα του κινδύνου τής ειδωλολατρικής πολυθεΐας, πού ήταν κυρίαρχο στοιχείο τής τότε κοινωνίας. Ή περί ΄Αγίας Τριάδος αλήθεια δέν παρουσιάζεται εμφανώς, γιά νά μή παρασυρθούν οι επιρρεπείς στην πολυθεΐα Ιουδαίοι και καταλήξουν στην ειδωλολατρία. Μέσα στό χάος και τό σκοτάδι τής πολυθεΐας τών ειδώλων έπρεπε νά διαφυλαχθή ή μονοθεΐα, ή πίστι στόν ένα και μόνο ζωντανό και αληθινό Θεό, και νά μή θεωρήσουν οί Εβραίοι ότι υπάρχουν τρεις Θεοί. Γι' αυτό ή ένοθεΐα τονίζεται επανειλημμένως μέ τά: «Έγώ ειμί Κύριος ό Θεός σου (...) ούκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην έμού» (Έξ. κ' [20] 2, 3). «"Ακουε, Ισραήλ· Κύριος ό Θεός ημών Κύριος εις έστι» (Δευτ. ς' 4). «Έμπροσθεν μου ούκ έγένετο άλλος Θεός και μετ΄ έμέ ούκ έσται. Εγώ ό Θεός, και ούκ έστι πάρεξ έμού ό σώζων» (Ήσ. μγ' [43] 10,11).
Ή άνωριμότης λοιπόν τών Ιουδαίων και ό κατακλυσμός τής είδωλολατρίας ήσαν οι αιτίες πού εμπόδισαν τήν πλήρη άποκάλυψι του μυστηρίου τής Αγίας Τριάδος στήν Παλαιά Διαθήκη.
Παρ' όλα αυτά τήν περί Αγίας Τριάδος αλήθεια συνεσκιασμένως τήν συναντώμεν και σέ διάφορα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης: Τοιουτοτρόπως, κατά τήν δημιουργία του άνθρωπου άκούομε στήν Γένεσι: «Και εϊπεν ό Θεός», εις ένικόν. Και ευθύς αμέσως ή άπόφασι εξαγγέλλεται εις πληθυντικόν μέ τό «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ΄ εικόνα ήμετέραν και καθ' όμοίωσιν» (Γεν. α' 26). Επίσης και στόν λόγο του Θεού, ό Όποιος ομιλεί είς πληθυντικόν, προκειμένου νά έκβάλη τόν Αδάμ άπό τόν Παράδεισο, και λέγει: «Ιδού Αδάμ γέγονεν ώς εις έξ ημών» (Γεν. γ' 22). Τήν αλήθεια περί τής Αγίας Τριάδος τήν συναντώμεν ακόμη στήν άπόφασι τής συγχύσεως τών γλωσσών τών εγωιστών και ανταρτών ανθρώπων του πύργου της Βαβέλ. Ή άπόφασι εκείνη εξαγγέλλεται πάλι άπό τόν Θεόν είς πληθυντικόν αριθμόν μέ τό «δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών έκεί τήν γλώσσαν» (Γεν. ια' [11] 7). Δηλαδή, ό Θεός Πατήρ, έκφράζοντας τήν άπόφασί του προς τά άλλα δύο πρόσωπα τής ΄Αγίας και αδιαιρέτου και ζωοποιού Τριάδος, τόν όμοούσιον προς Αυτόν μονογενή ΥΙόν και Λόγον του και τό όμόθρονον και συνάίδιον προς Αυτόν Παράκλητον Πνεύμα (ομιλών δηλαδή ό Θεός εν Έαυτώ και προς Εαυτόν), είπε: Εμπρός, ας κατέβουμε εκεί και ας έπιφέρωμε σύγχυσι στή γλώσσα τους, γιά νά μή έννοή ό ένας τήν γλώσσα του άλλου και νά μή μπορούν νά συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Επίσης, προτύπωσι τής περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας συναντώμεν και στή φιλοξενία του Αβραάμ, πού φιλοξενεί τόν Θεόν, ό Όποιος παρουσιάζεται Τριαδικός στά πρόσωπα τών τριών αγγέλων. Άπό τους τρεις όμως διαλέγεται μόνον ό ένας μέ τόν Αβραάμ, τόν Όποιον μάλιστα ό Πατριάρχης προσφωνεί «Κύριον» (Γεν. ιη' [18]). Ή Όρθόδοξος Εκκλησία διείδε στήν έμφάνισι αυτή των τριών αγγέλων στόν Αβραάμ, μέ τήν σαφή μάλιστα δήλωσι «ώφθη αύτώ ό Θεός» (Γεν. ιη' [18] 1), τήν έμφάνισι τών τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό και στήν ορθόδοξη αγιογραφία ή Αγία Τριάς εικονίζεται μέ τήν φιλοξενία του Αβραάμ.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ή αλήθεια αυτή υποφώσκει πολύ ενωρίς, ήδη μέ τήν αναφορά στή δημιουργία του άνθρώπου, στήν πρώτη ομαδική αποστασία του μετά τόν κατακλυσμό και στά πρώτα έτη τής ζωής τοϋ Αβραάμ στή γη Χαναάν. "Εχουμε όμως και τις μαρτυρίες περί «πνεύματος Θεού» και «σοφίας», τά όποια ή σοφιολογική γραμματεία (τά βιβλία τών Παροιμιών καΐ τής Σοφίας Σολομώντος) υποστατικοποιεί· δηλαδή τά προσωποποιεί, τούς δίδει ύπόστασι. Συναντώμεν επίσης στους προφήτας Δανιήλ, Ιερεμία, στους Ψαλμούς και στόν προφήτη Ησαΐα τήν διδασκαλία περί «Υίού (του) άνθρώπου» (Δαν. ζ' 13), «βασιλείας» του Θεού (Δαν. β' 44), «διαθήκης καινής» (Ίερ. λη' [38] 31), περί «Μεσσίου, δούλου του Κυρίου» κλπ.
Ο ιερός Χρυσόστομος βλέπει θαυμασία προτύπωσι τής συμμετοχής του λαού στό μυστήριον τής Θείας Ευχαριστίας στήν ενέργεια του προφήτου Δαβίδ, ό όποιος, όταν κάποτε έπείνασε, έφαγε άπό τούς άρτους τής προθέσεως πού του έδωκεν ό ιερεύς Άβιμέλεχ (βλ. Α' Βασ. κα' [21] 1-6). Άλλ' οι άρτοι εκείνοι άπηγορεύετο νά φαγωθούν άπό μή κληρικούς (βλ. Λευϊτ. κδ' [24] 5-9). Ό ερμηνευτής Θεοδώρητος παίρνει αφορμή άπό τήν πράξι αυτή του Δαβίδ και λέγει: Ή πράξι εκείνη, γιά τήν οποία ό Δαβίδ δέν έκατηγορήθη, ούτε και ό Κύριος τόν εύρήκε άξιον κατηγορίας (βλ. Ματθ. ιβ' [12] 3-4), προδηλώνει τήν «μυστικήν τράπεζαν», δηλαδή τό μυστήριον τής Θείας Ευχαριστίας, στήν οποία θά συμμετέχουν όλοι οι βαπτισμένοι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί. Διότι τώρα δέν κοινωνούν «του Δεσποτικού σώματος τε και αίματος» μόνον «οι ιερωμένοι», «αλλά πάντες οί τετυχηκότες του ίερού βαπτίσματος» (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, "Απορα, Είς τήν Α' Βασιλειών, Έρώτ. ΝΒ' [52] ΡG 80, 576ΑΒ).
Προτύπωσιν του ίδίου Μυστηρίου έχομε και στό βιβλίο τών Παροιμιών, όπου ό σοφός Σολομών, φωτιζόμενος άπό τό Πνεύμα του Θεού, προσωποποιεί τήν Σοφίαν, τόν ένυπόστατον Λόγον του Θεού. Έκεί πληροφορούμεθα ότι ή Σοφία, δηλαδή ό Υιός και Λόγος, ίδρυσε τήν Έκκλησίαν του και τήν έστήριξε επάνω στά επτά Μυστήρια. Γιά να χόρταση τούς συνδαιτημόνες της, έσφαξε τά σφάγιά της, δηλαδή τό πανάγιον Σώμα του θυσιασθέντος Κυρίου. Άνέμειξε μέ νερό τόν «οίνον» της, δηλαδή τό άγιον Αίμα του Κυρίου, πού έτρεξε άπό τήν παναγίαν πλευράν του κατά τήν Σταύρωσίν του (βλ. Παρ. θ Ί-4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου