Οι χριστολογικές αναφορές, προτυπώσεις και εικόνες είναι συχνότατες και στους Προφήτες. Στον προφήτη Ώσηέ γίνεται λόγος για την άπόφασι του λαού να έπιστρέψη έν μετανοία στον Θεόν. Ό λαός πιστεύει ότι ό Θεός πολύ σύντομα, ύστερα άπό δύο μόλις ήμερες, θα τους κάμη υγιείς, θα τους αναζωογόνηση· και τήν τρίτην ήμερα θά σηκωθούν άπό τό κρεββάτι του πόνου και θά ζήσουν κάτω άπό τό προστατευτικό βλέμμα του (Ώσ. ζ' 2). Ή χριστιανική παράδοσι, ήδη άπό της εποχής του Τερτυλλιανού, έθεώρησε τόν λόγον αυτόν ώς προφητεία γιά τήν τριήμερον εκ νεκρών 'Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού. Πιθανώς δε ή αναφορά ότι ό Κύριος «έγήγερται τη τρίτη ήμέρα κατά τάς γραφάς» (Α' Κορ. ιε' [15] 4- βλ. και Λουκ. κδ' [24] 46) αναφέρεται στην προφητεία αυτή του Ώσηέ. "Αλλωστε, όπως διδάσκει ό θεόπνευστος απόστολος Πέτρος, όλοι οι Προφηται προεμαρτύρησαν «τά είς Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας»· είς αυτούς δε «άπεκαλύφθη» άπό τόν Θεόν ότι αυτοί έγίνοντο διάκονοι και όργανα τού Θεοΰ, όχι γιά τόν εαυτό τους, άλλα γιά μας τους Χριστιανούς, ώστε νά προαναγγέλλουν αυτά πού άνηγγέλλοντο έπειτα στους Χριστιανούς ώς γεγονότα (Α' Πέτρ. α 11-12). Ό προφητικός λόγος «υγιάσει υμάς μετά δύο ημέρας, έν τη τρίτη ήμέρα άναστησόμεθα», παρατηρεί ό ερμηνευτής Θεοδώρητος, «αινίττεται και τήν διά τριών ημερών γενομένην του Σωτήρος ανάστασιν, ή (= η οποία) της κοινής άναστάσεως έγένετο πρόξενος, και πάσιν ημίν δεδώρηται τήν τής αθαναοίας έλπίδα». Ετσι, ενώ ό Θεός προλέγει στά χρόνια τής Παλαιάς Διαθήκης τήν άπελευθέρωσι του ΄Ισραήλ άπό τήν αιχμαλωσία και τήν εθνική του άποκατάστασι, ταυτοχρόνως προλέγει και τήν τριήμερον Άνάστασιν του Κυρίου και τήν δι' Αυτού σωτηρίαν του κόσμου!
Οι ίεροί έρμηνευταί πού σχολιάζουν τό Ώσηέ β' 25 παρατηρούν ότι όσα λέγονται στον στίχο αυτόν άφορούν τήν Εκκλησία του Χριστοΰ και τόν σκορπισμένο στά πέρατα τού κόσμου νέον Ισραήλ τής Χάριτος, δηλαδή τους Χριστιανούς. «Ταύτα μέν», παρατηρεί ό Θεοδώρητος Κύρου, «τυπικώς έπί (τών ήμερών) τού Ζοροβάβελ συνέβη». Τότε ό Ισραήλ, ό όποιος υπήρξε «ούκ ήλεημένη» και «ού λαός» του Θεού, έγινε «ήλεημένη» και «λαός» τοΰ Θεού. «Κατ' άλήθειαν δε» αυτά συνέβησαν, συμπληρώνει ό Θεοδώρητος, «μετά τήν ένανθρώπησιν του Δεσπότου Χριστού, ότε και έμνηστεύσατο ό Χριστός τήν Έκκλησίαν είς τόν αίώνα»· διότι τότε όσοι έπίστευσαν είς Αυτόν «λαός πιστός αληθώς έχρημάτισαν, και Αυτός είλικρινώς έπεκλήθη Θεός» όλων εκείνων πού έπίστευσαν είς Αύτόν». Οι άποστάται Ιουδαίοι πού μετενόησαν και οι εθνικοί πού έπίστευσαν στον Κύριον Ίησούν συνηνώθησαν μέσα στην Εκκλησία τοΰ Χριστού· έγιναν όλοι ένα σώμα, λαός του Θεού, ό νέος Ισραήλ τής Χάριτος, ό όποιος φωνάζει: «Κύριος ό Θεός μου ει σύ» (Ωσ. 6' 25). Και επειδή ό Κύριος βλέπει τήν «κοινωνίαν τών αγίων» ώς «έν», λέγει διά τοΰ Προφήτου στον ενικό: «Λαός μου εί σύ»' αύτοί δε ώς ένα σώμα απαντούν: «Κύριος ό Θεός μου ει σύ»!
Θαυμάσια προτύπωσι του «καινού Σαββατισμού», δηλαδή τής αίωνίου λυτρώσεως και σωτηρίας πού έχάρισε είς όλους τους ανθρώπους διά του σταυρικού του θανάτου ό Κύριος Ίησούς, έχουμε στους θεσμούς του Σαββατικού και του Ιωβηλαίου έτους (βλ. Λευϊτ. κε' [25]). Ό όσιος Μακάριος ό Αιγύπτιος αναφερόμενος στις προτυπώσεις τής Παλαιάς Διαθήκης παρατηρεί: «Πάντα εκείνα τύπος ήν και σκιά τής αληθείας, και μυστικώς προτυπούμενα τήν άληθινήν σωτηρίαν υπέγραφαν τής ψυχής, τής έγκεκλεισμένης τω σκότει και πεπεδημένης κρυπτώς έν λάκκω κατωτάτω, και έναποκεκλεισμένης πύλαις χαλκαίς και μή δυναμένης άνευ τής του Χριστού άπολυτρώσεως έλευθερωθήναι» (ΜΑΚΑΡΙΟΥ τοϋ Αιγυπτίου, Όμιλίαι Πνευματικαί, Όμ. περί τών παλαιών ΜΖ' [47], θ' ΒΕΠΕΣ 41, 344 (25-30).
"Αλλη προτύπωσι, ή μάλλον εφαρμογή λόγων προφητικών σε γεγονότα τής Καινής Διαθήκης, είναι τά όσα γράφει ό απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Άφορμώμενος άπό τόν λόγο του Ήσαΐου «ώς ωραίοι οί πόδες τών εύαγγελιζομένων ειρήνην, των εύαγγελιζομένων τά αγαθά» (Ρωμ. ι' [10] 15· πρβλ. Ήσ. νβ' [52] 7), εφαρμόζει τούτον «έπι τών αποστόλων, τών εύαγγελιζομένην διά τού αίματος του Χριστού έπελθούσαν είρήνην»· δηλαδή τήν καταλλαγήν «του Θεού προς ανθρώπους». Επίσης ό Οίκουμένιος, σχολιάζοντας τό Ρωμ. ι' [10] 6, πού είναι επανάληψι του χωρίου Δευτ. λ' [30] 12, παρατηρεί: «Ο μέν Μωυσής όσον κατά τό γράμμα τούτο φησιν (...). Ό δε απόστολος είς Χριστόν ταύτα έξελάβετο». Δηλαδή: Ό μέν Μωϋσής λέγει αυτά και σταματά στό γράμμα. "Ομως ό απόστολος Παύλος «προσαρμόζει» τόν λόγον τούτον του Μωϋσή προς τήν έννοια τής πίστεως.
Είναι χαρακτηριστική ή παρατήρησι του ιερού Χρυσοστόμου, ό οποίος λέγει: Οι προφήται «ούκ έλεγον μόνον, άλλα και έγραφον, άπερ έλεγον ούκ έγραφον δέ μόνον», άλλα και προετύπωναν με γεγονότα, όπως ό Αβραάμ οδηγών τόν Ισαάκ στην θυσία, «και Μωϋσής τόν όφιν υψών, και τάς χείρας έκτείνων έπι τού Άμαλήκ, και τόν αμνόν τού Πάσχα θύων».
Ο ιερός υμνογράφος τής Εκκλησίας μας σε ένα τροπάριο τής εορτής τής Υπαπαντής, λαμβάνων άφορμήν άπό τό «ερευνάτε τάς γραφάς (...) έκείναι είσιν αί μαρτυρούσαι περί έμού» (Ίω. ε' 39), πού είπεν ό Κύριος προς τους Ιουδαίους, λέγει: «Ερευνάτε τάς Γραφάς, καθώς είπεν έν Εύαγγελίοις Χριστός ό Θεός ημών έν αύταίς γάρ εύρίσκομεν αυτόν τικτόμενον και σπαργανούμενον, τιθηνούμενον και γαλακτοτροφούμενον, περιτομήν δεχόμενον και ύπό Συμεών βασταχθέντα, ού δοκήσει, ουδέ φαντασία, άλλ' άληθείς τω κόσμω φανέντα» (ΜΗΝΑΙΟΝ Φεβρουαρίου, Τη β', Εις τόν Έσπερινόν, Δοξαστικόν της Λιτής). Δηλαδή: "Οχι απλώς νά άναγινώσκετε, άλλα νά ερευνάτε μέ ακρίβεια και πολλή προσοχή τόν Μωσαϊκό νόμο και τους Προφήτας, όπως έδίδαξεν ό Χριστός, ό Θεός ημών, στά Ευαγγέλια. Διότι στις σελίδες τών βιβλίων αυτών ευρίσκομε τόν Χριστόν νά γεννάται και νά τυλίσσεται μέ σπάργανα, νά θηλάζη και νά τρέφεται μέ γάλα, νά υφίσταται περιτομή και νά τόν έχη κρατήσει στην αγκάλη του ό πρεσβύτης Συμεών, όχι ύποθετικώς και φανταστικώς, άλλα έχοντας έμφανισθή στον κόσμο αληθώς και πραγματικώς.
Και ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής θεωρεί τό περιεχόμενο τής Παλαιάς Διαθήκης ώς προεικόνισι και προτύπωσι τής σαρκώσεως του Υιού καί Λόγου του Θεού. Γράφει: Πριν άπό τήν φανερή και κατά σάρκα παρουσία Του, «νοητώς ό του Θεού Λόγος τοις πατριάρχαις και προφήταις ένεδήμει προτύπων τά μυστήρια τής αύτού παρουσίας». Ό Λόγος του Θεού ενδημούσε νοητά στούς Πατριάρχες και στους Προφήτες, προτυπώνοντας τά μυστήρια τής παρουσίας του. Και προσθέτει: «Οί του νόμου και τών προφητών λόγοι, πρόδρομοι τυγχάνοντες τής κατά σάρκα του Λόγου παρουσίας, τάς ψυχάς είς Χριστόν έπαιδαγώγουν». Οι λόγοι του Μωσαϊκού νόμου και των Προφητών, ώς πρόδρομοι τής κατά σάρκα παρουσίας τοΰ Υιού και Λόγου τού Θεού, παιδαγωγούσαν τις ψυχές νά πιστεύσουν στον Χριστόν (ΜΑΞΙΜΟΥ του Όμολογητού, Κεφάλαια περί θεολογίας και της ένσάρκου οίκονομίας του Υιού του Θεού, Β' εκατ., κη', κθ' ΡG 90,11370).
Πέραν όμως τών ανωτέρω και πολλών άλλων τύπων και προεικονίσεων του προσώπου του Σωτήρος Χριστού στην Παλαιά Διαθήκη, πρέπει νά τονισθή ότι και «ή ιστορία του (Ίσραηλιτικού) έθνους συχνάκις θεωρείται ώς τυπική προεικόνισις τής ζωής του Μεσσίου» Χριστού. «Όσα τυπικώς προηγήθησαν είς άλλους, κατά άλήθειαν και πλήρωσιν αναφέρονται είς τόν Χριστόν».
Πολύ ώραία σχολιάζει ό άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος τόν προφητικό λόγο τόν σχετικό μέ τήν επιστροφή του νηπίου Χριστού άπό τήν Αίγυτττο, ό οποίος λέγει «έξ Αιγύπτου έκάλεσα τόν υιόν μου». Λέγει ή χρυσή γλώσσα· «Έάν αμφιβάλλουν οι Ιουδαίοι γιά τήν προφητεία λέγοντες ότι γι' αυτούς έχει λεχθή ό λόγος ''έξ Αίγύπτου έκάλεσα τόν υίόν μου" (Ματθ. β' 15), θά τούς απαντήσουμε ότι αυτός είναι ό νόμος τής προφητείας. Πολλές άπό τις προφητείες αυτές αρκετές φορές διατυπώνονται γιά άλλα πράγματα και εκπληρώνονται εις άλλα (...). Τό ίδιο μπορεί νά είπή κανείς και έδώ. Ποιός θά μπορούσε νά όνομασθή γνησιώτερος υιός του Θεού; (...). Και ό λαός (του Ισραήλ) και ό πατριάρχης (Ιακώβ) αφού κατέβηκαν έκεί (στην Αίγυπτο) και επέστρεψαν άπό έκεί, έξεπλήρωσαν αυτόν τόν τύπον τής επιστροφής (τού νηπίου Ιησού άπό τήν Αίγυπτο). Διότι και εκείνοι (ό Ιακώβ και όλη ή οικογένειά του) κατέβηκαν στην Αίγυπτο αποφεύγοντας τόν θάνατο άπό τήν πείνα (πού έπικρατούσε τότε στή γή Χαναάν), και αυτός (τό νήπιον Ίησούς) κατέβηκε στην Αίγυπτο προκειμένου νά σωθή άπό τόν έξ επιβουλής θάνατον (τή σφαγή των νηπίων έκ μέρους του Ήρώδου). Εκείνοι όμως (οι Ίσραηλίται) μέ τήν κάθοδο τους στην Αίγυπτο έσώθησαν άπό τήν πείνα· ένώ αυτός (ό Ίησούς Χριστός) κατερχόμενος έκεί αγίασε ολόκληρη τήν χώρα» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς Ματθαίον, Όμ. 8, 3, 4 ΡG 57, 86- 87). Και πράγματι· ή σύντομη παραμονή του «παιδίου Ιησού» στην Αίγυπτο ήταν τό προοίμιο του εκχριστιανισμού της;. «Κατά τούς πρώτους αιώνας τού Χριστιανισμού ή Αίγυπτιακή Εκκλησία διεκρίθη μεγάλως».
Οι «Γραφές» λοιπόν, δηλαδή ό Νόμος (ή Πεντάτευχος) και οι Προφήται, κατά τόν λόγον του Κυρίου, μαρτυρούν περί Αυτού. Διά τούτο κατά τήν πορεία τών δύο μαθητών προς Εμμαούς τό εσπέρας τής ημέρας τής Αναστάσεώς του ελέγχει τούς δύο μαθητάς και τούς αποκαλεί «ανόητους και βραδείς τη καρδία», δηλαδή ανθρώπους πού δεν έχουν νούν φωτισμένο γιά νά κατανοούν τις Γραφές· ανθρώπους πού έχουν καρδιά βραδυκίνητη και δύσκολη στό νά πιστεύουν σέ όλα όσα έλάλησαν οί Προφηται περί του προσώπου του. Και γιά νά τούς άποδείξη τήν «ανοησίαν» και «βραδύτητα» τής καρδίας των, αρχίζει νά τούς εκθέτη τις προφητείες και τις προεικονίσεις πού περιέχονται στά συγγράμματα τοΰ Μωϋσή και όλων τών Προφητών γιά τό πρόσωπο του Μεσσία, δηλαδή γιά τόν Ίδιον, και νά τούς έξηγή όσα άνεφέροντο στον εαυτό του (βλ. Λουκ. κδ' [24] 25, 27).
Γίνεται ολοφάνερο ότι ή Παλαιά Διαθήκη προπαρεσκεύαζε τόν Ισραήλ γιά τήν έν Χριστώ σωτηρία. Ή Παλαιά Διαθήκη ήταν μία άποκάλυψι, τήν οποία ό Θεός έκαμε «πολυμερώς και πολύτρόπως» κατά τά πρό Χριστού χρόνια, μέ τό νά όμιλήση στούς προγόνους τοΰ Ισραήλ διά τών Προφητών, πρίν όμιλήση είς ημάς, τούς ανθρώπους τής Καινής Διαθήκης, όταν επήρε τέλος ή Παλαιά Διαθήκη (Έβρ.α΄ 1).
Ο μεγάλος Πατήρ τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, πού συνώψισε άριστοτεχνικώτατα τήν μέχρι τών ήμερων του δογματική διδασκαλία τής Εκκλησίας μας, παρατηρεί πολύ εύστοχα: «Ό νόμος (ή Παλαιά Διαθήκη), και πάντα τά κατά τόν νόμον, σκιαγραφία τις ήν τής μελλούσης εικόνος, τουτέστι τής καθ' ημάς λατρείας· ή δέ καθ' ημάς λατρεία (τής Όρθοδόξου Εκκλησίας), είκών τών μελλόντων αγαθών αυτά δέ τά πράγματα, ή άνω Ιερουσαλήμ, άϋλος και άχειροποίητος», όπως λέγει ό απόστολος Παύλος (βλ. Έβρ. ι' [10] 1, ιγ' [13] 14, ια' [11] 10. «πάντα γαρ τα τε κατά τόν νόμον, και τό κατά τήν ήμετέραν λατρείαν, εκείνης χάριν έγένοντο» (ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Προς τούς διαβάλλοντας τάς αγίας εικόνας, λόγ. Β', 23 PG 94, 1309C).
Κατά συνέπειαν ή Παλαιά Διαθήκη είναι «πηγή τής Χριστιανικής διδασκαλίας» «και τύπος και προέκθεσις τών αίωνίων έν Χριστώ αγαθών» και γενικώς «απαραίτητος προς κατανόησιν τής Καινής Διαθήκης». Διότι είναι αδύνατον νά κατανόηση κανείς τό κήρυγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τή νέα ζωή πού έφερε στον κόσμο, αν δέν γνωρίζη τάς άπαρχάς και τάς ρίζας αυτής έν τη Παλαιά Διαθήκη» (ΠΑΝ. Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, Εισαγωγή είς την Παλαιάν Διαθήκην, έν Αθήναις 1975, σελ. 3-4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου