Το έργο της θείας οικονομίας, τό όποίο επρόκειτο νά έργασθή μέ αγάπη και σοφία ο Σωτήρ Χριστός, έπρόλαβαν και τό ύπεγράμμισαν έκ τών προτέρων «οί τύποι ώς τύποι», οι τύποι μέ μορφή τύπων· όταν δέ ήλθε στή γή ό Χριστός, έξεπλήρωσε πλέον ό ΄Ιδιος τήν θεία οικονομία. Τύπος τής θυσίας τοϋ Χριστού ήταν και ό αμνός πού έθυσίασαν οι Ισραηλίτες στήν Αίγυπτο. Τί έλεγε ό τύπος; Πάρετε άπό ένα αρνί γιά κάθε σπίτι και νά τό θυσιάσετε, και κάμετε όπως διέταξε και ένομοθέτησε (έκ μέρους του Θεού ο Μωϋσής). Ό Χριστός όμως δέν προστάσσει νά γίνη αυτό· άλλ' Αυτός ό ίδιος γίνεται Αμνός, μέ τό ότι προσέφερε τόν εαυτό του θυσία και προσφορά στόν Πατέρα του. Κάι πάλι· στό όρος Σινά, καθ' όν χρόνον οι Άμαληκίτες πολεμούσαν εναντίον τών Εβραίων, τά μέν χέρια του Μωϋσή έστηρίζοντο άπό τόν Ααρών και τόν ΄Ωρ, πού έστέκοντο εκατέρωθεν του Μωϋσή, γιά νά τά στηρίζουν υψωμένα σέ στάσι προσευχής. Ένώ ό Χριστός, όταν ήλθε (στόν κόσμο), Αυτός ό ίδιος μόνος μέ τις δικές του δυνάμεις άπλωσε τά χέρια του επάνω στόν Σταυρό (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς Ίωάννην, Όμ. 14 (αλλού 13), 3, 4 ΡG 59, 95-96).
Τύπος του Χριστού ήταν και ο Μελχισεδέκ, ό «βασιλεύς Σαλήμ», ό όποιος ύπεδέχθη τόν πατριάρχη Αβραάμ, καθώς αυτός επέστρεφε άπό τήν νίκη του κατά τοϋ Xοδολλογομόρ. Γιά τό μυστηριώδες πρόσωπο τοϋ Μελχισεδέκ και τις προτυπώσεις του κάνει λόγο σέ πολλά σημεία της ή Προς Εβραίους Επιστολή (βλ. Έβρ. ε' 6,10, ζ' 20, ζ' 1-11, 15, 17). Του προσώπου αύτού τής Παλαιάς Διαθήκης παρασιωπάται επίτηδες στήν Αγία Γραφή ή γενεαλογία και ό θάνατος, γιά νά είναι σύμβολο και προτύπωσι τής παντοτινής και αιωνίας άρχιερωσύνης του Ίησού Χριστού. Σύμφωνα μέ τόν ιερό Χρυσόστομο ό Ψαλμωδός είπε «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (βλ. Ψαλ. ρθ' [109] 4) και γιά τήν προτύπωσι τών ίερών Μυστηρίων, διότι και εκείνος προσέφερε στόν Αβραάμ «άρτον καί οίνον», άλλά καΐ γιά τό ότι ή ιερωσύνη αυτή είναι ελεύθερη άπό τόν Μωσαϊκό νόμο και γιά τό ότι είναι ατελεύτητη και αιωνία, όπως λέγει και ό απόστολος Παύλος (βλ. Έβρ. ζ' 3), και άναρχος. Διότι αυτό πού ό Μελχισεδέκ είχε ώς τύπον καί σκιά, αυτό έγινε πραγματικότης στό πρόσωπο τοϋ Κυρίου Ίησού (...). Επειδή ό Μελχισεδέκ ούτε «αρχήν ήμερών», δηλαδή γέννησι, φαίνεται νά είχε, ούτε «ζωής τέλος», δηλαδή θάνατο· όχι διότι δέν θά είχε, άλλα διότι δέν γενεαλογείται. Ένώ ό Κύριος Ίησούς ούτε «αρχήν ήμερών» είχε, ούτε «ζωής τέλος», όχι όμως κατά τόν ίδιον μέ τόν Μελχισεδέκ τρόπον, άλλα κατά τό ότι ό χρόνος δέν έχει επάνω του καμμία ισχύ ούτε ώς έναρξι ζωής ούτε ώς τέλος. Διότι ή μέν περίπτωσι του Μελχισεδέκ ήταν προτύπωσι και σκιά, ένώ ή έμφάνισι και παρουσία του Κυρίου ημών Ίησού Χριστού είναι «αλήθεια», πραγματικότης. "Οταν λοιπόν άκούης γιά τόν Μελχισεδέκ ότι είναι άναρχος και ατελεύτητος, μή ζητής νά τό εύρης στήν ιστορική αλήθεια των πραγμάτων, άλλά νά άρκήσαι απλώς και μόνο στό όνομα· ένώ τήν αλήθεια (τήν πραγματικότητα) νά τήν έννοής καλώς και νά τήν αποδέχεσαι γιά τό πρόσωπο του Χριστού (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς Ψαλ. ρθ' [109] 8 ΡG 55, 276-277. Σχετικά μέ τήν καταγωγή του Μελχισεδέκ ό Θεοδώρητος Κύρου γράφει: "Οταν ό θεσπέσιος Παύλος λέγη ότι ό Μελχισεδέκ είναι «άπάτωρ, άμήτωρ, άγενεαλόγητος» (Έβρ. ζ' 3), ποιός μπορεί νά γνωρίζη τήν αλήθεια γιά τό γένος τού προσώπου αυτού; Είναι εύλογο νά κατήγετο άπό τά έθνη εκείνα πού κατοικούσαν στήν Παλαιστίνη. Διότι εκείνων ήταν και βασιλιάς και ιερέας, και «ιερεύς του των όλων Θεού». Διότι ήταν, λέγει ή Αγία Γραφή, «ιερεύς του Θεού του υψίστου» (Γεν. ιδ' [14] 18). Διά τούτο και ό πατριάρχης Αβραάμ τού προσέφερε τις δέκατες τών λαφύρων (βλ. Έβρ. ζ' 2). Και επειδή ό Αβραάμ ήταν «δίκαιος και του Θεού φίλος», δέχεται ώς καρπόν άπό εκείνον τήν εύλογίαν. Διότι ό Μελχισεδέκ «τής Δεσποτικής ίερωσύνης είχε τόν τύπον». Γι' αυτό ακριβώς και «άντέδωκε» στόν Αβραάμ «άρτους και οίνον», διότι ίσως παρόμοια συνήθιζε νά προσφέρη στόν Θεόν τών όλων. Διότι έπρεπε και μέ αυτόν τόν τρόπον νά δειχθή ό τύπος (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, "Απορα, Είς τήν Γένεσιν, Έρώτ. ΞΔ' [64] ΡG 80, 172ΑΒ).
Θαυμάσια προτύπωσι του προσώπου του Κυρίου, τής τριημέρου ταφής και τής έκ τάφου λαμπροφόρου Αναστάσεως του έχομε στό πρόσωπο του προφήτου Ίωνά. Ό Βασίλειος Σελευκείας παρατηρεί πολύ ώραία: Ό Ίωνάς δέν έκήρυττε μέ λόγια τόν Χριστόν, άλλα τόν έμιμήθη κατά τό πάθος. Δέν προείπε μέ φωνές «τόν Δεσποτικόν τάφον», άλλ' άφού ετάφη ό ίδιος μέσα στήν κοιλιά του θαλασσίου κήτους και άφού μετά τρεις ήμερες άπεδόθη και πάλι στή ζωή άφθαρτος, έδίδασκε όλους τούς ανθρώπους ότι ό θάνατος είναι αρχή αθανασίας και ότι άπό τόν τάφο βλαστάνει ζωή. Αυτές λοιπόν τις προφητείες του Ίωνά πού βγαίνουν άπό τά γεγονότα έφαρμόζοντας ό Χριστός στόν εαυτό του φωνάζει προς τόν άπιστο τών Ιουδαίων λαό: «Γενεά πονηρά καί μοιχαλίς σημείον επιζητεί, καί σημείον ού δοθήσεται αυτή, εί μή τό σημείον Ίωνά του προφήτου. "Ωσπερ γάρ ήν Ίωνάς έν τη κοιλία του κήτους τρείς ημέρας καί τρείς νύκτας, ούτω δεί τόν Υίόν του άνθρωπου ποιήσαι έν τή καρδία τής γής» (πρβλ. Ματθ. ιβ' [12] 39-40). Διότι ό Ίωνάς μέσα στή σκιά κηρύττει τήν αλήθεια, ό τύπος τήν πραγματικότητα, τά πάθη (του Κυρίου) προζωγραφούνται άπό τά παθήματα (του Ίωνά) (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σελευκείας, Λόγ. ΙΓ', Είς τόν Ίωνάν, 1 ΡG 85,172Β-173Α).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου