Ποιναί, επιβαλλόμεναι υπό Επισκόπου, κηρύττοντος, «δημοσία», «γυμνή τη κεφαλή» και «επ΄εκκλησίας», αίρεσιν «παρά των Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην» (ΙΕ΄ Κανόνος της ΑΒ Συνόδου), ούκ ισχύουσιν.
Διό ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης γράφει περί του αιρετικού Νεστορίου, ότι ούτος «ουδένα ή καθελείν, ή αποκινήσαι ηδύνατο, ός, εν τω κηρύττειν ταιαύτα (αιρετικά), ασφαλώς ουχ ειστήκει» εν τη ορθοδόξω πίστει (Μ. 4, 1045). Απο πότε δέ ούκ ηδύνατο να επιβάλη ποινήν καθαιρέσεως, αφορισμού κ.α. ο Νεστόριος; «αφ΄ ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν ήρξατο» (αυτόθι). Η δε τιμωρητική «απόφασις» του αιρεσιάρχου κατά των μη πειθομένων εις αυτόν ουδέν πρόσκαιρον ίσχυν έσχεν (αυτόθι). Και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ελέγχει τον Νεστόριον, επιστέλων προς αυτόν «Κλήρον άγιον πρεσβυτέρων και διακόνων αποσυναγώγους (κακώς) εποίησας, ελέγχοντά σου την άκαιρον μανίαν, μη τα Αρείου φρονείν» (Μ. 4, 1256). Ο Νεστόριος έδει να μετανοήση εκ της κακοδοξίας του, και ουχί οι ελέγξαντες τούτον ως αιρετικόν να καθαιρεθώσι και αφορισθώσι παρ΄ αυτού, οίτινες ήσαν άξιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ Συνόδου).
Ιδού διατί οι τιμωρηθέντες υπό του αιρετικού Νεστορίου, ως μη τιμωρηθέντες ελογίσθησαν παρά των Αγίων, και παρέμειναν εν τη Εκκλησία, κοινωνούντες μετά των Ορθοδόξων Ιεραρχών. «Τοίς δέ γε των κληρικών, ήτοι (ή) λαικών, δια την ορθήν πίστιν κεχωρισμένοις, ή καθαιρεθείσι παρ΄ αυτού», γράφει Κύριλλος Αλεξανδρείας πρός τους εν Κωνσταντινουπόλει, «κοινωνούμεν ημείς» (Μ. 4, 1096). «Ούτοι πάντες», λέγει και Κελεστίνος Ρώμης, «εν τη ημετέρα κοινωνία και εγένεντο (και προ της τιμωρίας των υπό του Νεστορίου) και άχρι του παρόντος εισίν (παρά την κατ΄ αυτών καταδικαστικήν απόφασιν του αιρετικού επισκόπου)» (Μ. 4, 1045).
«Αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς», είπεν ο Κύριος (Ιω. ιστ΄ 2). Αλλά «μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» (Ιω. ιδ΄ 1). Τα φόβητρα των αιρετικών ουδέν εστι. Διότι, εφ΄ όσον «κατ΄ άνθρωπον γίνεται ταύτα, ουδέν γίνεται» κατά Θεόν και Εκκλησίαν (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 1029). Τουναντίον, «οι δια την αλήθειαν και της εις Χριστόν ομολογίαν πάσχοντές τι δεινόν και υβριζόμενοι, ούτοι μάλιστα εισιν οι τιμώμενοι (Χρυσοστόμου, PG. 59, 321). Ως ο εκ γενετής τυφλός, όν οι αιρετικοί Ιουδαίοι (Συμεών Μεταφραστού, PG. 116, 701) «εξέβαλον αυτόν έξω» (Ιω. θ΄ 34). Και όμως, τότε «εύρεν αυτόν ο Δεσπότης» (Χρυσοστόμου, PG. 59, 321), «δεικνύς ότι οι καταδικάσαντες αυτόν, ούτοι εισιν οι καταδικασμένοι» (του αυτού, PG. 59, 323).
«Τοιαύτα της Εκκλησίας έπαθλα» (του αυτού), δια τους μη υποκύπτοντας τη αιρέσει, καν ποιναί παρά αιρετικών καταφέρονται.
Διό ο άγιος Κελεστίνος Ρώμης γράφει περί του αιρετικού Νεστορίου, ότι ούτος «ουδένα ή καθελείν, ή αποκινήσαι ηδύνατο, ός, εν τω κηρύττειν ταιαύτα (αιρετικά), ασφαλώς ουχ ειστήκει» εν τη ορθοδόξω πίστει (Μ. 4, 1045). Απο πότε δέ ούκ ηδύνατο να επιβάλη ποινήν καθαιρέσεως, αφορισμού κ.α. ο Νεστόριος; «αφ΄ ού τοιαύτα (αιρετικά) κηρύττειν ήρξατο» (αυτόθι). Η δε τιμωρητική «απόφασις» του αιρεσιάρχου κατά των μη πειθομένων εις αυτόν ουδέν πρόσκαιρον ίσχυν έσχεν (αυτόθι). Και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ελέγχει τον Νεστόριον, επιστέλων προς αυτόν «Κλήρον άγιον πρεσβυτέρων και διακόνων αποσυναγώγους (κακώς) εποίησας, ελέγχοντά σου την άκαιρον μανίαν, μη τα Αρείου φρονείν» (Μ. 4, 1256). Ο Νεστόριος έδει να μετανοήση εκ της κακοδοξίας του, και ουχί οι ελέγξαντες τούτον ως αιρετικόν να καθαιρεθώσι και αφορισθώσι παρ΄ αυτού, οίτινες ήσαν άξιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΙΕ΄ Κανόνος ΑΒ Συνόδου).
Ιδού διατί οι τιμωρηθέντες υπό του αιρετικού Νεστορίου, ως μη τιμωρηθέντες ελογίσθησαν παρά των Αγίων, και παρέμειναν εν τη Εκκλησία, κοινωνούντες μετά των Ορθοδόξων Ιεραρχών. «Τοίς δέ γε των κληρικών, ήτοι (ή) λαικών, δια την ορθήν πίστιν κεχωρισμένοις, ή καθαιρεθείσι παρ΄ αυτού», γράφει Κύριλλος Αλεξανδρείας πρός τους εν Κωνσταντινουπόλει, «κοινωνούμεν ημείς» (Μ. 4, 1096). «Ούτοι πάντες», λέγει και Κελεστίνος Ρώμης, «εν τη ημετέρα κοινωνία και εγένεντο (και προ της τιμωρίας των υπό του Νεστορίου) και άχρι του παρόντος εισίν (παρά την κατ΄ αυτών καταδικαστικήν απόφασιν του αιρετικού επισκόπου)» (Μ. 4, 1045).
«Αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς», είπεν ο Κύριος (Ιω. ιστ΄ 2). Αλλά «μη ταρασσέσθω υμών η καρδία· πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» (Ιω. ιδ΄ 1). Τα φόβητρα των αιρετικών ουδέν εστι. Διότι, εφ΄ όσον «κατ΄ άνθρωπον γίνεται ταύτα, ουδέν γίνεται» κατά Θεόν και Εκκλησίαν (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 1029). Τουναντίον, «οι δια την αλήθειαν και της εις Χριστόν ομολογίαν πάσχοντές τι δεινόν και υβριζόμενοι, ούτοι μάλιστα εισιν οι τιμώμενοι (Χρυσοστόμου, PG. 59, 321). Ως ο εκ γενετής τυφλός, όν οι αιρετικοί Ιουδαίοι (Συμεών Μεταφραστού, PG. 116, 701) «εξέβαλον αυτόν έξω» (Ιω. θ΄ 34). Και όμως, τότε «εύρεν αυτόν ο Δεσπότης» (Χρυσοστόμου, PG. 59, 321), «δεικνύς ότι οι καταδικάσαντες αυτόν, ούτοι εισιν οι καταδικασμένοι» (του αυτού, PG. 59, 323).
«Τοιαύτα της Εκκλησίας έπαθλα» (του αυτού), δια τους μη υποκύπτοντας τη αιρέσει, καν ποιναί παρά αιρετικών καταφέρονται.
ΠΗΓΗ ''ΚΑΛΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 32
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου