Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Η Ε­ΝΟ­ΤΗ­ΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙ­ΣΤΗ


T
ου κ. Δημήτριου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Η ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας, ό­πως ή­δη υ­παι­νι­χθή­κα­με, δεν α­πο­τε­λεί μια αυ­το­νο­μη­μέ­νη και α­φη­ρη­μέ­νη δογ­μα­τι­κή α­λή­θεια α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό τη ζω­ή της, αλ­λά εκ­φρά­ζει την αυ­το­συ­νει­δη­σί­α και την α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή εμ­πει­ρί­α της. Το μυ­στη­ρια­κό σώ­μα του Χρι­στού, η Εκ­κλη­σί­α, γί­νε­ται ο χα­ρι­σμα­τι­κός χώ­ρος, ό­που συγ­κρο­τεί­ται, βι­ώ­νε­ται και φα­νε­ρώ­νε­ται η ε­νό­τη­τα των πι­στών ως ει­κό­να της ε­νό­τη­τας του Τρι­α­δι­κού Θε­ού. Η ε­νό­τη­τα των πι­στών α­πο­τε­λεί καρ­πό της με­θέ­ξε­ώς τους στην ά­κτι­στη Χά­ρη του Τρι­α­δι­κού Θε­ού και συ­νι­στά έκ­φρα­ση ζω­ής της ΜΙΑΣ και πάν­το­τε ε­νια­ίας Εκ­κλη­σί­ας, ως α­δι­ά­σπα­στης ε­νό­τη­τας και τε­λεί­ας κοι­νω­νί­ας προ­σώ­πων. Κα­τά συ­νέ­πεια, οι θε­ο­λο­γι­κές-ον­το­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την α­να­φο­ρά των πι­στών στην Τρι­α­δι­κή ε­νό­τη­τα βρί­σκον­ται στην ί­δρυ­ση και σύ­στα­ση της Εκ­κλη­σί­ας ως σώ­μα­τος Χρι­στού, στο ο­ποί­ο αρ­μό­ζον­ται οι πι­στοί ως ορ­γα­νι­κά μέ­λη του.
Οι πι­στοί ως κα­τοι­κη­τή­ριο των θεί­ων προ­σώ­πων, χα­ρι­σμα­τι­κώς, κα­λούν­ται να ζουν κα­τά το πρό­τυ­πο της Τρι­α­δι­κής ε­νό­τη­τας και να εκ­φρά­ζουν με τον τρό­πο αυ­τό την κοι­νω­νί­α και με­το­χή τους στη ζω­ή του Τρι­α­δι­κού Θε­ού. Άλ­λω­στε, κα­τά τον Ευ­αγ­γε­λι­στή Ι­ω­άν­νη, η πραγ­μά­τω­ση της ε­νό­τη­τας των πι­στών κα­τά το πρό­τυ­πο της ε­νό­τη­τας των θεί­ων προ­σώ­πων α­πο­τε­λεί και τη μαρ­τυ­ρί­α τους στον κό­σμο: «ί­να πάν­τες εν ώ­σιν, κα­θώς συ, πά­τερ, εν ε­μοί κα­γώ εν σοί, ί­να και αυ­τοί εν η­μίν εν ώ­σιν, ί­να ο κό­σμος πι­στεύ­ση ό­τι συ με α­πέ­στει­λας»[3].
Στην πα­ρα­πά­νω Αρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή ο Χρι­στός, κα­τά τον Μέ­γα Α­θα­νά­σιο, ζη­τεί α­πό τον Πα­τέ­ρα του την ε­νό­τη­τα των πι­στών κα­τά το υ­πό­δειγ­μα της δι­κής τους ε­νό­τη­τας. Βέ­βαι­α, ε­δώ η ε­νό­τη­τα των πι­στών δεν α­να­φέ­ρε­ται στη φύ­ση του Τρι­α­δι­κού Θε­ού, για­τί «μό­νη τη φύ­σει πάν­τα μα­κράν ε­στιν αυ­τού»[4]. Η ε­νό­τη­τα των πι­στών ως με­λών της μί­ας και μο­να­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας θε­με­λι­ώ­νε­ται ό­χι στη φύ­ση αλ­λά στην ά­κτι­στη θε­ο­ποι­ό ε­νέρ­γεια και δό­ξα του Τρι­α­δι­κού Θε­ού. Εί­ναι πέ­ραν πά­σης αμ­φι­βο­λί­ας η τεκ­μη­ρί­ω­ση της θέ­σε­ως αυ­τής, α­φού η ί­δια η υ­πο­στα­τι­κή Α­λή­θεια, στην ά­με­ση συ­νέ­χεια της Αρ­χι­ε­ρα­τι­κής προ­σευ­χής, το δι­α­τυ­πώ­νει α­πε­ρί­φρα­στα: «Κα­γώ την δό­ξαν ην δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αυ­τοίς, ί­να ώ­σιν εν κα­θώς η­μείς εν· ε­γώ εν αυ­τοίς και συ εν ε­μοί, ί­να ώ­σιν τε­τε­λει­ω­μέ­νοι εις εν, ί­να γι­νώ­σκει ο κό­σμος ό­τι συ με α­πέ­στει­λας και η­γά­πη­σας αυ­τούς κα­θώς ε­μέ η­γά­πη­σας»[5]. Στο χω­ρί­ο αυ­τό βρί­σκε­ται συμ­πυ­κνω­μέ­να το ερ­μη­νευ­τι­κό «κλει­δί» κα­τα­νο­ή­σε­ως της α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κής βά­σε­ως της ε­νό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας . Ε­κεί­νο που ε­νο­ποι­εί τους πι­στούς στην Εκ­κλη­σί­α, η ε­κεί­νο που κά­νει την Εκ­κλη­σί­α έ­να και α­δι­ά­σπα­στο, ορ­γα­νι­κό, Θε­αν­θρώ­πι­νο σώ­μα, εί­ναι η ί­δια η ά­κτι­στη θε­ο­ποι­ός δό­ξα και Χά­ρη του Τρι­α­δι­κού Θε­ού. Η ά­κτι­στη αυ­τή θε­ό­τη­τα, που συ­νέ­χει και τε­λει­ο­ποι­εί το σώ­μα της Εκ­κλη­σί­ας, οι­κει­ώ­νε­ται χα­ρι­σμα­τι­κά και πα­ρα­μέ­νει ε­σα­εί λει­τουρ­γι­κά στην Εκ­κλη­σί­α, μυ­στη­ρια­κώς, χά­ριν του Χρι­στού, που εί­ναι και η κε­φα­λή του ε­νός Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας[6]. Στο σώ­μα αυ­τό πραγ­μα­τώ­νε­ται ον­το­λο­γι­κώς και χα­ρι­σμα­τι­κώς το «ε­γώ εν αυ­τοίς» του Χρι­στού.
Κα­τά συ­νέ­πεια, ο αναγ­καί­ος ό­ρος της ε­νό­τη­τάς μας με τον Τρι­α­δι­κό Θε­ό εν Χρι­στώ εί­ναι η χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος μέ­σα μας ε­νερ­γώς. Με άλ­λα λό­για, η ε­νό­τη­τά μας με τον Τρι­α­δι­κό Θε­ό δεν ο­φεί­λε­ται σε προ­σόν της φύ­σε­ώς μας, αλ­λά στο Ά­γιο Πνεύ­μα[7]. Πρα­κτι­κώς, η χα­ρι­σμα­τι­κή αυ­τή ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας φα­νε­ρώ­νε­ται με τη συμ­φω­νί­α της γνώ­μης και την ύ­παρ­ξη ε­νια­ίου φρο­νή­μα­τος σε μας[8].
Αν ό­μως η ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας ως μυ­στη­ρια­κού και Θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος, αλ­λά και η ε­νό­τη­τα των ε­πι­μέ­ρους πι­στών ως με­λών της Εκ­κλη­σί­ας με­τα­ξύ τους, κα­τά το πρό­τυ­πο της ε­νό­τη­τας του Τρι­α­δι­κού Θε­ού, πραγ­μα­το­ποι­εί­ται ά­με­σα και προ­σω­πι­κά α­πό τον ί­διο τον Τρι­α­δι­κό Θε­ό δια της α­κτί­στου ε­νερ­γεί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τό­τε γί­νε­ται εύ­κο­λα κα­τα­νο­η­τό ό­τι οι ε­τε­ρό­δο­ξοι -Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί και Προ­τε­στάν­τες- που σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δεν συ­νι­στούν Εκ­κλη­σί­ες αλ­λά θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες με εκ­κλη­σι­α­στι­κό ό­νο­μα, αλ­λοι­ώ­νον­τας δια του F­i­l­i­o­q­ue την α­πο­στο­λι­κή πί­στη της Εκ­κλη­σί­ας στον Τρι­α­δι­κό Θε­ό και πρα­κτι­κώς μη κά­νον­τας τη δι­ά­κρι­ση α­κτί­στου ου­σί­ας και α­κτί­στου ε­νερ­γεί­ας στο Θε­ό, κα­θι­στούν α­νέ­φι­κτη την ον­το­λο­γι­κού και χα­ρι­σμα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα ε­νό­τη­τά τους με τον Τρι­α­δι­κό Θε­ό και μα­ζί μας εν Χρι­στώ.
Αλ­λά και κά­θε άλ­λη ε­πι­δι­ω­κό­με­νη μορ­φή ε­νό­τη­τας με τους ε­τε­ρο­δό­ξους, που πα­ρα­κάμ­πτει τις πα­ρα­πά­νω θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την «ά­παξ πα­ρα­δο­θεί­σαν πί­στιν», εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­νέ­φι­κτη. Ω­στό­σο ό­μως, οι «εκ­πρό­σω­ποι» των το­πι­κών Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κλη­σι­ών με το συν­το­νι­στι­κό κέν­τρο, το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεί­ο, εμ­φα­νί­ζον­ται να έ­χουν άλ­λη θε­ώ­ρη­ση για την ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας. Εί­ναι ε­π’ αυ­τού ι­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το γε­γο­νός, ό­τι στην πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο του υ­πο­βλη­θέν­τος Προ­σχε­δί­ου της Μι­κτής Δι­ε­θνούς Ε­πι­τρο­πής για τον Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο με τους Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς στην Κύ­προ, τον Ο­κτώ­βριο του 2009, μνη­μο­νεύ­ε­ται ό­τι στο συμ­φω­νη­θέν κοι­νό Κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας (2007) Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί και Ορ­θό­δο­ξοι κά­νουν λό­γο για «την ε­πο­χή της α­δι­αί­ρε­της Εκ­κλη­σί­ας»[9]. Εί­ναι σα­φές ό­τι η δι­α­τύ­πω­ση αυ­τή προ­ϋ­πο­θέ­τει για τα μέ­λη της Μ.Δ.Ε. πως σή­με­ρα δεν υ­φί­στα­ται η α­δι­αί­ρε­τη Εκ­κλη­σί­α. Και ε­πο­μέ­νως, σή­με­ρα η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, πα­ρά την πί­στη της Εκ­κλη­σί­ας, που ο­μο­λο­γού­με λε­κτι­κά στο Σύμ­βο­λο της Πί­στε­ώς μας. Αυ­τό ό­μως ση­μαί­νει έκ­πτω­ση α­πό την Εκ­κλη­σί­α ό­λων ε­κεί­νων, που συ­νει­δη­τά υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­σα το Κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας δι­α­λαμ­βά­νει για την ταυ­τό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας, ε­πει­δή έμ­με­σα πλήν σα­φώς δεν α­πο­δέ­χον­ται μέ­ρος της δογ­μα­τι­κής δι­δα­σκα­λί­ας της Β΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου.
Αλ­λά, ή­δη πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, οι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί δι­α­φο­ρο­ποι­ή­θη­καν α­πό τη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α της Β΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου με την προ­σθή­κη του F­i­l­i­o­q­ue. Το F­i­l­i­o­q­ue κυ­ο­φο­ρή­θη­κε και φα­νε­ρώ­θη­κε στη Δύ­ση, ό­ταν υ­πο­χώ­ρη­σε η βί­ω­ση της χα­ρι­σμα­τι­κής πα­ρου­σί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στο εκ­κλη­σι­α­στι­κό πλή­ρω­μα της δι­και­ο­δο­σί­ας του πά­πα. Ου­σι­α­στι­κά το F­i­l­i­o­q­ue α­πε­τέ­λε­σε την α­πο­κρυ­στάλ­λω­ση της α­πο­ξε­νώ­σε­ως α­πό την βι­ω­μα­τι­κή εμ­πει­ρί­α της α­κτί­στου Χά­ρι­τος και ε­νερ­γεί­ας του Τρι­α­δι­κού Θε­ού, μέ­σω της ο­ποί­ας πραγ­μα­το­ποι­εί­ται η ά­με­ση και α­λη­θι­νή κοι­νω­νί­α με τον άν­θρω­πο στον κα­τε­ξο­χήν φο­ρέ­α της ε­νό­τη­τας Θε­ού και αν­θρώ­που, δη­λα­δή στην Εκ­κλη­σί­α.
Κα­τά συ­νέ­πεια, ε­ξαι­τί­ας της δογ­μα­τι­κής δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σε­ως των Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κών α­πό την πί­στη της Εκ­κλη­σί­ας, δεν μπο­ρεί να υ­φί­στα­ται ού­τε ου­σι­α­στι­κά ού­τε τυ­πι­κά ε­νό­τη­τα μα­ζί τους. Ω­στό­σο ό­μως, το δογ­μα­τι­κώς και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κώς πα­ρά­δο­ξο εί­ναι, ό­τι το Κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας –συ­νε­πές προς τα προ­η­γού­με­να κοι­νά Κεί­με­να του Μο­νά­χου, του B­a­ri, του Βά­λα­μο και του B­a­l­a­m­a­nd– κά­νει λό­γο για κοι­νή α­πο­στο­λι­κή πί­στη, κοι­νά μυ­στή­ρια και εκ­κλη­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα των ε­τε­ρο­δό­ξων. Έ­τσι, δί­νε­ται η ε­σφαλ­μέ­νη και βλά­σφη­μη εν­τύ­πω­ση ό­τι με το κοι­νό αυ­τό Κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας δι­α­ψεύ­δε­ται ο Χρι­στός, ο ο­ποί­ος μας δι­α­βε­βαί­ω­σε ό­τι τα α­πο­κομ­μέ­να α­πό την άμ­πε­λο κλή­μα­τα δεν μπο­ρούν να φέ­ρουν καρ­πό. Τα μέ­λη της Μ.Δ.Ε. δη­λα­δή δι­α­βε­βαι­ώ­νουν στα κοι­νά Κεί­με­νά τους, ό­τι πα­ρά τις αι­ρε­τι­κές α­πο­κλί­σεις τους οι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί συ­νι­στούν Εκ­κλη­σί­α και ό­τι έ­χουν γνή­σια μυ­στή­ρια. Εί­ναι θε­ο­λο­γι­κώς αλ­λά και λο­γι­κώς όν­τως πα­ρά­δο­ξο, πως οι «αν­τι­πρό­σω­ποι» των Ορ­θο­δό­ξων το­πι­κών Εκ­κλη­σι­ών προ­σποι­ούν­ται ό­τι δεν αν­τι­λαμ­βά­νον­ται η πως συ­νει­δη­τά πα­ρα­βλέ­πουν το κο­λο­σια­ίο δογ­μα­τι­κό σφάλ­μα των Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κών για τον κτι­στό χα­ρα­κτή­ρα των μυ­στη­ρί­ων τους, το ο­ποί­ο σφάλ­μα α­κυ­ρώ­νει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τον πα­ρα­πά­νω ι­σχυ­ρι­σμό των Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κών, που προ­συ­πο­γρά­φουν και οι Ορ­θό­δο­ξοι «αν­τι­πρό­σω­ποι». Οι ί­διοι οι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί μας πι­στο­ποι­ούν με τη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους για την κτι­στή Χά­ρη, ό­τι εί­ναι εμ­πει­ρι­κώς ά­μοι­ροι της α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κής εμ­πει­ρί­ας της Εκ­κλη­σί­ας και του Θε­αν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα της α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κής ε­νό­τη­τάς της. Κα­τά συ­νέ­πεια, με τις υ­φι­στά­με­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις εί­ναι θε­ο­λο­γι­κώς τε­λεί­ως ά­στο­χο και ά­σκο­πο να ε­πι­χει­ρεί­ται εκ­κλη­σι­α­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα ε­νό­τη­τα μα­ζί τους. Εί­ναι πρα­κτι­κώς, άλ­λω­στε, και τε­λεί­ως α­νέ­φι­κτη αυ­τή η ε­νό­τη­τα, ε­πει­δή αν­τί­κει­ται στις θε­ο­λο­γι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας και στο ον­το­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο του χα­ρα­κτή­ρα της.


ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου