Ετεροζυγία λέγεται ή σύζευξις είς τόν ίδιον και τον αυτόν ζυγόν διαφόρων ζώων π.χ. μόσχου και όνου.
Τήν έτεροζυγίαν απαγορεύει ό θείος νόμος, λέγων «ουκ άροτριάσης έν μόσχω καί όνω έπί το αυτό».
Όμοίως, ή 'Αγ. Γραφή καί οί Ί. Κανόνες απαγορεύουν ως άθέμιτον τήν έτεροζυγίαν των πιστών μετά των αλλοθρήσκων καί αιρετικών.
Ως παράδειγμα ψεκτής έτεροζυγίας έχομεν τό εξής έκ της Βίβλου τών Πράξεων.
Του άπ. Παύλου έλθόντος εις Φιλίππους της Μακεδοίας, ή έχουσα πνεύμα Πύθωνας παιδίσκη, έτρεχεν όπισθεν του Παύλου καί τών συνεργατών αύτού, κράζουσα· «Ούτοι οί άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου είσίν, οίτινες καταγγέλουσιν ύμίν όδόν σωτηρίας. Τούτο δέ έποίει έπί πολλάς ημέρας».
Τό δαιμόνιον μαρτυρεί τήν άλήθειαν, καί θέλει τρόπον τινά νά συνεργασθή μετά του Παύλου καί τών άλλων Αποστόλων εις τό κήρυγμα του Ευαγγελίου άλλ' ό Παύλος οργίζεται κατ' αυτού καί εκδιώκει έκ της παιδίσκης, διά νά μή ετεροζυγήση μετά τού δαιμονίου συνεργαζόμένος καί είπε: «...Παραγγέλλω σοι έν τω ονόματι Ί. Χριστού έξελθείν άπ' αυτής. Καί έξήλθεν αυτή τη ώρα».
Καθώς λοιπόν ό Παύλος απέκρουσε τήν συνεργασίαν του Δαιμονίου εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου, καί δέν έγένετο ένοχος της θεοστυγούς (θεομισήτου) έτεροζυγίας, έτσι καί οί όρθοδόξως πιστεύοντες πιστοί, οφείλουν, πάντοτε ν' αποφεύγουν τήν μετά τών αλλοθρήσκων καί αιρετικών συνένωσιν καί συνεργασίαν. Ούδείς συνεκκλησιασμός ή συμπροσευχή μετ' αυτών.
«Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία;»
'Όπως αντίκειται εις τήν δικαιοσύνη τού Θεού ή ανομία, έτσι αντίκειται καί εις τήν πίστιν ή απιστία, καί εις τόν Όρθόδοξον άντίκεται ό αιρετικός.
Τά δέ φύσει εναντία διαμάχονται πάντοτε, καί ουδέποτε συζεύγνυνται έπί τό αυτό.
«Τίς δέ κοινωνία φωτί προς σκότος;»
'Όπως δέν κοινωνεί τό φώς μετά τού σκότους ένεκα της έναντιότητας της έκατέρου φύσεως, έτσι καί οί Ορθόδοξοι δέν δύνανται νά έλθουν εις έκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά τών έσκοτισμένων Λατινοφρόνων Οικουμενιστών εις ό,τι άφορα είς τό έργον της Πίστεως καί της σωτηρίας. 'Όπως ό Χριστός δέν συμφωνεί ούδέποτε μετά τού Διαβόλου, έτσι καί οί ύπό τόν Χριστόν Όρθόδοξοί πιστοί δέν δύνανται νά συμφωνήσουν μετά τών διατελούντων ύπό τόν Διάβολον διαφόρων αιρετικών.
Διό «εξέλθετε έκ μέσου αυτών καί άφορίσθητε» λέγει Κύριος, «καί ακαθάρτου μή άπτεσθε...».
Οι λόγοι ούτοι τού Κυρίου σαφώς άπαγορεύουν τήν έτεροζυγίαν, καί ό Ορθόδοξος λαός τού Θεού εξέρχεται εκ μέσου παντός μη Όρθοδόξου, καί αποφεύγει όση δύναμις πάσαν έπαφήν μετά των αιρετικών.
Μόνον δέ διά τού τοιούτου αποχωρισμού ένούμεθα μετά τού Θεού καί υίοθετούμεθα.
Ή αδράνεια ή άναστέλουσα τήν έφαρμογήν τών Ιερών Κανόνων, καί τήν θείαν προτροπήν περί μή έτεροζυγίας μετά τών άλλοθρήσκων καί αιρετικών θεωρείται ως συμμετοχή εις τήν προδοσίαν της Πίστεως καί τυγχάνει έκτος τιμής καί Ορθοδόξου καθήκοντος.
Τήν έτεροζυγίαν απαγορεύει ό θείος νόμος, λέγων «ουκ άροτριάσης έν μόσχω καί όνω έπί το αυτό».
Όμοίως, ή 'Αγ. Γραφή καί οί Ί. Κανόνες απαγορεύουν ως άθέμιτον τήν έτεροζυγίαν των πιστών μετά των αλλοθρήσκων καί αιρετικών.
Ως παράδειγμα ψεκτής έτεροζυγίας έχομεν τό εξής έκ της Βίβλου τών Πράξεων.
Του άπ. Παύλου έλθόντος εις Φιλίππους της Μακεδοίας, ή έχουσα πνεύμα Πύθωνας παιδίσκη, έτρεχεν όπισθεν του Παύλου καί τών συνεργατών αύτού, κράζουσα· «Ούτοι οί άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου είσίν, οίτινες καταγγέλουσιν ύμίν όδόν σωτηρίας. Τούτο δέ έποίει έπί πολλάς ημέρας».
Τό δαιμόνιον μαρτυρεί τήν άλήθειαν, καί θέλει τρόπον τινά νά συνεργασθή μετά του Παύλου καί τών άλλων Αποστόλων εις τό κήρυγμα του Ευαγγελίου άλλ' ό Παύλος οργίζεται κατ' αυτού καί εκδιώκει έκ της παιδίσκης, διά νά μή ετεροζυγήση μετά τού δαιμονίου συνεργαζόμένος καί είπε: «...Παραγγέλλω σοι έν τω ονόματι Ί. Χριστού έξελθείν άπ' αυτής. Καί έξήλθεν αυτή τη ώρα».
Καθώς λοιπόν ό Παύλος απέκρουσε τήν συνεργασίαν του Δαιμονίου εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου, καί δέν έγένετο ένοχος της θεοστυγούς (θεομισήτου) έτεροζυγίας, έτσι καί οί όρθοδόξως πιστεύοντες πιστοί, οφείλουν, πάντοτε ν' αποφεύγουν τήν μετά τών αλλοθρήσκων καί αιρετικών συνένωσιν καί συνεργασίαν. Ούδείς συνεκκλησιασμός ή συμπροσευχή μετ' αυτών.
«Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καί ανομία;»
'Όπως αντίκειται εις τήν δικαιοσύνη τού Θεού ή ανομία, έτσι αντίκειται καί εις τήν πίστιν ή απιστία, καί εις τόν Όρθόδοξον άντίκεται ό αιρετικός.
Τά δέ φύσει εναντία διαμάχονται πάντοτε, καί ουδέποτε συζεύγνυνται έπί τό αυτό.
«Τίς δέ κοινωνία φωτί προς σκότος;»
'Όπως δέν κοινωνεί τό φώς μετά τού σκότους ένεκα της έναντιότητας της έκατέρου φύσεως, έτσι καί οί Ορθόδοξοι δέν δύνανται νά έλθουν εις έκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά τών έσκοτισμένων Λατινοφρόνων Οικουμενιστών εις ό,τι άφορα είς τό έργον της Πίστεως καί της σωτηρίας. 'Όπως ό Χριστός δέν συμφωνεί ούδέποτε μετά τού Διαβόλου, έτσι καί οί ύπό τόν Χριστόν Όρθόδοξοί πιστοί δέν δύνανται νά συμφωνήσουν μετά τών διατελούντων ύπό τόν Διάβολον διαφόρων αιρετικών.
Διό «εξέλθετε έκ μέσου αυτών καί άφορίσθητε» λέγει Κύριος, «καί ακαθάρτου μή άπτεσθε...».
Οι λόγοι ούτοι τού Κυρίου σαφώς άπαγορεύουν τήν έτεροζυγίαν, καί ό Ορθόδοξος λαός τού Θεού εξέρχεται εκ μέσου παντός μη Όρθοδόξου, καί αποφεύγει όση δύναμις πάσαν έπαφήν μετά των αιρετικών.
Μόνον δέ διά τού τοιούτου αποχωρισμού ένούμεθα μετά τού Θεού καί υίοθετούμεθα.
Ή αδράνεια ή άναστέλουσα τήν έφαρμογήν τών Ιερών Κανόνων, καί τήν θείαν προτροπήν περί μή έτεροζυγίας μετά τών άλλοθρήσκων καί αιρετικών θεωρείται ως συμμετοχή εις τήν προδοσίαν της Πίστεως καί τυγχάνει έκτος τιμής καί Ορθοδόξου καθήκοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου