Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΑΣ (4o ΜΕΡΟΣ)


To φάρμακο της πίστης

Ή πίστη εμφανίζεται ως ή αρχή της καινής ζωής, πού ό άνθρωπος καλείται νά διάγει έν τω Θεώ. Αποτελεί τήν ισχυρότερη κινητήρια δύναμη, πού είναι δυνατόν νά διαθέτει, ώστε νά ζήσει τή ζωή αύτή. Είδαμε ότι ή πίστη είναι μία από τίς στάσεις, πού οφείλει νά επιδεικνύει ό βαπτισμένος ώστε νά φυλάσσει καί νά κράτα τή χάρη, προκειμένου ή τελευταία νά εκδηλώνεται ενεργά σ' αυτόν.
Γιά τόν άβάπτιστο ή γιά τό βαπτισμένο πού ξανάπεσε στην αρρώστια, ή πίστη συνιστά τήν πρώτη προϋπόθεση θεραπείας. Ό ασθενής οφείλει όχι μόνο νά στρέφεται στό Θεό, άλλα καί νά πιστεύει σ' Αυτόν. Μέ τήν πίστη, Τόν αναγνωρίζει ώς τό μόνο Θεραπευτή, πού είναι ικανός νά τόν ίατρεύει μέ φάρμακα άπό τά βάσανα καί τίς κακίες του, Τόν έπικαλειται καί έχει τή βεβαιότητα ότι θά λάβει άπό Αυτόν τή θεραπεία και τή σωτηρία.
Ή συγκεκριμένη στάση προϋποθέτει στό ξεκίνημα κάποια προσπάθεια του πεπτωκότος άνθρωπου, ώστε νά υπερβεί τήν αμέλεια δηλαδή τήν αδιαφορία ώς προς τήν κατάσταση της πτώσης καί των πνευματικών νοσημάτων· έτσι θά νικήσει τίς αντιστάσεις, πού προβάλλουν τά πάθη στή θεραπευτική καί σωτηριώδη χάρη του Θεού. Ό Άγιος Αυγουστίνος μας αποκαλύπτει ότι τό μέγεθος των αντιστάσεων (απέναντι) στό Θεό ιατρό είναι τέτοιο, ώστε νά εμποδίζει τόν άνθρωπο νά απαλλαγεί άπό τίς κακίες πού τόν προσβάλλουν, πρίν μεταστραφεί καί επιστρέψει· αναφωνεί: άρρωστη ψυχή μου πού δέν μπόρεσε νά βρει τήν ίαση στην πίστη, πού αρνήθηκε τή θεραπεία· αντιστεκόταν στά χέρια Σου, Θεέ μου (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Conclationes 6,4).
Προσανατολίζοντας, μέσα στήν πίστη, τήν επιθυμία καί τό θέλημα Του προς τό Χριστό, ό άνθρωπος δίνει καί πάλι στην πρώτη τό φυσικό «αντικείμενό» της, και στη δεύτερη τό φυσιολογικό σκοπό της. Στην ίδια τή λειτουργία της πίστης πραγματοποιείται ή θεραπεία των δυνάμεών του, πού τό αμάρτημα είχε οδηγήσει σε νόσο, διαστρέφοντας τή χρήση τους.
Ωστόσο, ή πίστη, μολονότι συνεπάγεται εκδήλωση της επιθυμίας καί προπαντός της θέλησης, -σέ βαθμό μάλιστα πού θά μπορούσαμε νά τή θεωρήσουμε ώς «έκούσιον της ψυχής συγκατάθεσιν»-, αποτελεί τή γνώση πού προκύπτει άπό συσχέτιση. Είναι, λέγει ό Απόστολος Παύλος, «έλπιζομένων ύπόστασις [Σ.τ.μ.: Βέβαιη, πραγματική ύπαρξη αγαθών], πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων» (Έβρ. 11,1). Είναι κάποια μορφή πρόωρης καί έμμεσης γνώσης των πνευματικών, σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού τους αρμόζει, πρίν νά έλθει ή άμεση γνώση / έμπειρία ώς καρπός αύτής [Σ.τ.μ.: Της πίστης] όταν ή αύξηση του πιστού θά φθάσει στό όριο καί τό τέρμα της. Είναι ή γνώση πού ό άνθρωπος αποκτά μέ τήν εκούσια προσχώρηση καί ένωση του νού καί όλων των δυνάμεων του στην άποκαλυμένη στους ανθρώπους αλήθεια άπό τό Άγιο Πνεύμα, τους λόγους του Χριστού καί τή μαρτυρία αποστόλων, προφητών καί άγίων (Πρβλ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ, Έν Χριστώ ζωή, 2,79).
Στό μέτρο πού ή πίστη προσανατολίζει τόν άνθρωπο προς τό Θεό καί τόν συνδέει μαζί Του, τόν ελευθερώνει καί τόν φυλάσσει άπό τήν παθολογική προσκόλληση προς τόν εαυτό του, δηλαδή τήν φιλαυτία.
Παρ' όλα αυτά, ή θεραπευτική λειτουργία της πίστης έγκειται στή γνώση τήν οποία συνιστά καί προσφέρει συγχρόνως στον άνθρωπο: όπως ή άγνοια αποτελεί γιά τόν άνθρωπο τήν κύρια αιτία της πτώσης καί των νόσων του, έτσι καί ή γνώση πού αποκτά μέσα άπό τήν πίστη είναι ή άπαρχή της θεραπείας του. Σύμφωνα μέ τόν Άγιο Ιωάννη Καρπάθιο, ή πίστη τόν θεραπεύει από «τήν νόσον τής άπιστίας» (ΙΩΑΝΝΗΣ Καρπάθιος, Κεφάλαια παραμυθητικά, 46). Ή άγνοια του Θεού τόν οδήγησε στην αρρώστια, ή άνα-γνώρισή Του διά της πίστεως τόν οδηγεί νά ξαναβρεί τήν υγεία. Ένας Πατέρας διδάσκει ότι ή γνώση του Θεού αρκεί γιά τήν υγεία της ψυχής καί ό Άγιος 'Ιουστίνος γράφει μέ τήν ίδια σημασία, ότι όπως ή υγεία αποτελεί τό αγαθό του σώματος, έτσι καί ή γνώση του Θεού είναι τό αγαθό της ψυχής. Καί ό Άγιος Παχώμιος ερωτά άπό τήν πλευρά του: «Άνήρ γάρ τυφλός τη διάνοια άνθ' ων ού βλέπει τό φώς του Θεού διά τήν ειδωλολατρίαν, ει μετά ταύτα τη εις τον κύριον πίστει οδηγηθείς άναβλέψει έπιγνώναι τόν μόνον άληθινόν Θεόν, άρα τούτο ούκ έστιν ίασις καί σωτηρία»; (ΑΝΩΝΥΜΟΣ, Πρώτος Βίος Παχωμίον, 47).
Ή πίστη, αφαιρώντας άπό τόν ανθρώπινο νού ένα απο τα κυριότερα καλύμματα πού τόν εμπόδιζαν νά βλέπει, τόν απελευθερώνει σέ κάποιο βαθμό άπό τήν άγνοια καί όπωσδήποτε άπό κάθε πλανεμένη γνώση γιά τό Θεό, αν βεβαίως είναι αύθεντική. Μέ τήν πίστη, σημειώνει πάλι ό Θεοδώρητος Κύρου, όλα τά πονηρά μαθήματα [Σ.τ.μ.: Γνώσεις] της ψυχής, πού συνιστούσαν πραγματική εστία μόλυνσης, αποβάλλονται καί παραχωρούν τή θέση τους στίς θειες γνώσεις. Μέ τήν πίστη, όλες οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου καθαίρονται, εξυγιαίνονται καί επιστρέφουν στή σοφία, ή οποία μαρτυρεί καί επιβεβαιώνει τή φυσιολογική λειτουργία τους. "Ετσι ό Θεοδώρητος Κύρου επισημαίνει ότι μέ τή διδασκαλία Του, «ό Σωτήρ ό ημέτερος [...] τήν οίκουμένην [...] αθρόως μετέβαλε καί τήν πάλαι τοις έξεστηκόσι καί παραπαίουσιν έοικυίαν σωφρονούσαν άπέψηνεν» (ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, Θεραπευτική, 4,3).
Μέ τήν πίστη, ό άνθρωπος ξαναβρίσκει τήν αληθινή έλευθερία του (Ίωάν. 8,32) γνωρίζοντας Αυτόν πού είναι ή αλήθεια (Ίωάν. 14,6). Γνωρίζοντας τό Θεό άπό τήν αρχή, ξαναβρίσκει τήν αληθινή γνώση του έαυτού του· γνωρίζει άπό τήν αρχή «ό γεννώμενος παρά τινος γεννάται» καί ποια είναι ή φύση του. Αναγνωρίζει τόν εαυτό του ώς εικόνα του Θεού, ή οποία προορίζεται ν' αποκτήσει τήν ομοίωση. Αναγνωρίζει τήν πνευματική διάσταση, άπό τήν οποία τό είναι του είχε αποκοπεί διά της αμαρτίας, καί μέσα σ' αυτή, τήν ακέραιη ανθρωπότητά του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου