''ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ''
(2ον μέρος)
Βεβαίως άπό απόψεως κοινωνικής κρίνοντες τήν θρησκείαν έχει δίκαιον νά χαρακτηρίζη έκείνην μεν ως προοδευτικήν καί συγχρονισμένην, ταύτην δε ως συντηρητικήν καί άσυγχρόνιστον. 'Αλλ' όταν τις Λάβη ύπ' όψιν τήν θείαν υπόστασιν καί ιδιότητα τής χριστιανικής θρησκείας, τήν μή έπιδεχομένην καμμίαν έξέλιξιν ώς φέρουσαν τήν σφραγίδα τής θείας τελειότητας, απαλλάσσει τότε τήν όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν τής αδίκου μομφής τής στασιμότητος καί αποδίδει εις Αυτήν τόν τίτλον τής θείας Άποστολικότητος. Διότι όσον μία Χριστιανική Εκκλησία προσεγγίζει προς τήν αρχαιότητα καί Άποστολικότητα, τόσον ευρίσκεται πλησιέστερον προς τήν θείαν αυτής άλήθειαν, ήτις αποτελεί τήν ακριβή στάθμην καί τήν λυδίαν λίθον τής ορθοδοξίας Αυτής. Τούτου οϋτως έχοντος άπό θρησκευτικής απόψεως προοδευτικοί πρέπει νά λογιζώμεθα ήμείς οι ορθόδοξοι, οίτινες εμμένοντες πιστοί προς τάς αρχαίας Άποστολικάς καί Συνοδικάς Διατάξεις καί τάς σεπτάς εκκλησιαστικός παραδόσεις, ευρισκόμεθα έγγύτερον προς τήν θείαν άλήθειαν τής θρησκείας, ή οί Δυτικοί οίτινες άκολουθούντες τήν προοδευτικήν έξέλιξιν άπεμακρύνθησαν του θείου πνεύματος του χριστιανισμού, εισαγαγόντες νέα ανθρώπινα Δόγματα, ώς τό άλάθητον τού πάπα καί τήν άσπιλον σύλληψιν τής Αγίας ΄Αννης κατά τήν γέννησιν τής Θεοτόκου καί νέας ανθρωπίνους παραδόσεις ώς τά άζυμα, τάς όστιας καί διαφόρους άλλας καινοτομίας. Όθεν εκ τής έπικρατήσεως έν τω χριστιανικώ κόσμω τής ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας ή τής Δυτικής τής κακοδόξου καί Αιρετικής, θά έξαρτηθή ή έπικράτησις ή του θείου καί ύπερκοσμίου ή του ανθρωπίνου καί κοσμικού περιεχομένου τής χριστιανικής θρησκείας. Τό μέν πρώτον εγγυάται ή συντηρητικότης καί τό ακραιφνώς όρθόδοξον καί θείον πνεύμα τής Ανατολικής Εκκλησίας, τό δέ δεύτερον προμνηστεύεται τό συγχρονισμένον καί έξελικτικόν άλλ' αιρετικόν καί κακόδοξον πνεύμα τής Δυτικής Εκκλησίας. Κατά ταύτα καί οι διανοούμενοι "Ελληνες δέν πρέπει νά θεωρηθώσι καί έκλαμβάνωσιν ώς οπισθοδρομικούς καί άσυγχρονίστους τους Κληρικούς εκείνους εξ ημών, οίτινες έχονται στερρώς τών έκκλησιαστικών παραδόσεων καί της ορθοδοξίας καί τουναντίον ώς προοδευτικούς καί συγχρονισμένους εκείνους, οίτινες μή πιστεύοντες κατά βάθος εις τήν θείαν ύπόστασιν τής Εκκλησίας καί μή αισθανόμενοι ποσώς τόν άνώτερον παλμόν τής ορθοδοξίας, προσπαθούν διά διαφόρων καινοτομιών νά συγχρονίσωσι καί νά προσαρμόσωσι τάς θρησκευτικάς διατάξεις τής Εκκλησίας προς τάς προοδευτικάς δήθεν αντιλήψεις τής κοινωνίας έπί μειώσει τού θείου κύρους τής ορθοδοξίας. Διότι κατά τήν όρθήν άντίληψιν υπό έποψιν θρησκευτικήν προάγουσι τήν Έκκλησίαν καί λέγονται προοδευτικοί, ουχί οί διά μιας καινότομίας υπό τό πρόσχημα τής εξυπηρετήσεως τής κοινωνίας άπομακρυνόμενοι τής αληθείας καί τής ορθοδοξίας, άλλ' οί έχόμενοι ταύτης στερρώς καί προσαρμόζοντες τάς σκέψεις καί τάς ενεργείας αυτών προς τό όρθόδοξον πνεύμα τών Αποστολικών καί Συνοδικών Διαταγών. Τό πνεύμα τής θρησκείας καί τής ορθοδοξίας διετύπωσαν οί θείοι Απόστολοι εις τάς Αποστολικάς αυτών διαταγάς καί ανέπτυξαν είτα οί "Αγιοι Θεοφόροι Πατέρες καί άπεκρυστάλλωσεν τό ακραιφνές πνεύμα τής ορθοδοξίας διά Δογματικών Συμβόλων καί τών θείων καί ίερών κανόνων, ους έθέσπισαν εις διαφόρους Συνόδους Τοπικάς καί Οικουμενικός, καταθωρακίσαντες τήν άπαραμείωτον τήρησιν τούτων δι' άρών. αναθεμάτων καί αφορισμών. Οί θεόπνευστοι Απόστολοι καί οί πνευματέμφοροι Πατέρες τής Εκκλησίας άπηγόρευσαν έπί ποινή αφορισμού καί άναθέματος πάσαν άλλοίωσιν καί τροποποίησιν τών Δογματικών καί λειτουργικών τής Εκκλησίας παραδόσεων, διότι αύται ώς έμπνευσθείσαι υπό τού 'Αγίου Πνεύματος είναι θείαι καί τέλειαι καί επομένως ανεπίδεκτοι οιασδήποτε μεταβολής καί τροποποιήσεως υπό τού ανθρωπίνου πνεύματος. Καί τούτο, διότι πάσα άλλοίωσις καί τροποποίησις ύπό τού ανθρωπίνου πνεύματος είς τά κατά θείαν έμπνευσιν θεσπιθέντα καί νομοθετηθέντα ύπό τών αγίων καί θεοφόρων πατέρων εις τάς 7 Οικουμενικάς Συνόδους, αποβαίνει πάντοτε προς μείωσιν του θείου κύρους τής θρησκείας, καθ' όσον δέν δύναται ποτέ τό άνθρώπινον πνεύμα νά επινόηση τι τελειότερον εκείνου όπερ έθεσπίσθη καί ένομοθετήθη κατ έμπνευσιν τού παναγίου πνεύματος.
Διό καί ή Ζη 'Αγία καί Οικουμενική Σύνοδος, ιδού πώς θωρακίζει τάς εκκλησιαστικάς παραδόσεις.«Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιήσασθαι τής ευσεβούς έν ύμίν κεκρατηκυίας συνηθείας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία, ούτε προσθήκην, ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα καί τόν άφαιρούντα τιμωρία δεσμοί. Έπικατάρατος γάρ φησίν, ός μετατίθησιν όρια πατέρων αυτού», καί άλλαχού, «ήμείς τους θεσμούς τών Πατέρων φυλάττομεν. Ήμείς τους προστιθέντας ή άφαιρούντας εκ τής Καθολικής Εκκλησίας άναθεματίζομεν»· καί άλλαχού ή αυτή Σύνοδος λέγει: «ήμείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι καί παρά τού ενός πνεύματος λαβόντες χάριν άκαινοτομήτως καί άμειώτως πάντα τά τής Εκκλησίας έφυλάξαμεν». (Ζη Οικουμενική Σύνοδος). "Οθεν κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους διανοουμένους "Ελληνας τους πιστεύοντας καί σεβόμενους τάς σεπτάς παραδόσεις τής ορθοδόξου Εκκλησίας, ποιοί εκ τών Κληρικών είναι πιστοί καί προοδευτικοί εκείνοι, οίτινες προσπαθούσι νά ύποκαταστήσωσι τάς εκκλησιαστικός παραδόσεις καί νά προσαρμόσωσι ταύτας προς τάς εκάστοτε μεταβαλλόμενος κοινωνικάς αντιλήψεις έπί ζημία τής θεοπνευστίας καί τής θείας αυθεντίας αυτών, ή εκείνοι οίτινες σέβονται ταύτας ώς θεοπνεύστους καί διατηρούσιν άκαινοτομήτους καί άπαραμειώτους, ίνα μή θίξωσι τήν θείαν αύθεντίαν αυτών;.....
Διό καί οι ίεράρχαι εκείνοι καί πατριάρχαι ακόμη, οίτινες έκ πόθου ηθέλησαν νά προσεγγίσωσι τήν ορθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν, άπεμπολούσι τάς ορθοδόξους παραδόσεις φορώνται ού μόνον ώς μή έχοντες όρθόδοξον συνείδησιν, άλλα καί ώς μή αισθανόμενοι τόν άνώτερον παλμόν τού Ελληνικού πολιτισμού, όστις πάλλει, εις τήν καρδίαν τής ορθοδοξίας. Κατά ταύτα πάς, όστις προδίδει τήν όρθοδοξίαν, προδίδει καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν. Συνεπώς καί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις ελαφρά τή συνειδήσει εισήγαγεν έν τή Όρθοδόξω θεία λατρεία τής Αύτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας τό Γρηγοριανόν έορτολόγιον, όπερ έχαρακτήρισαν πανορθόδοξοι Σύνοδοι ώς μίαν καινοτομίαν τής Πρεσβυτέρας Ρώμης, ως παγκόσμιον σκάνδαλον καί ώς αύθαίρετον καταπάτησιν τών θείων καί ίερών Κανόνων καί τών ορθοδόξων εκκλησιαστικών παραδόσεων, ίνα προσεγγίση τήν όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν Έκκλησίαν, δικαίως αποκαλείται άπεμπολητής ού μόνον τής Όρθοδοξίας άλλα καί τής εθνικής ημών ιδεολογίας, τής συνυφασμένης μετά τής ιδέας τής Όρθοδοξίας. Ποσάκις όντως έπί Βυζαντινής εποχής, ώς καί κατά τόν χρόνον τής στυγερός καί άτεράμνου Τουρκικής δουλείας, ή Καθολική Έκκλησία τής Δύσεως διά τών πολιτικών οργάνων Αυτής, δέν έπεβουλεύθη τήν έθνικήν ημών ιδεολογίαν καί κληρονομίαν καί δέν ήγειρεν ολόκληρους Σταυροφορίας, δι' ων κατέλαβε καί αυτήν ακόμη τήν βασιλίδα τών πόλεων, τό εύριζον τούτο έθνικόν άγαλίαμα καί κατεσπίλωσε τήν άγνήν καί άμωμον Ιδέαν τής όρθοδοξίας ύπ' αυτούς τους ούρανίους θόλους τού πανσέπτου ναού τής Αγίας Σοφίας;
Κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους λογίους καί διανοουμένους όρθοδόξους "Ελληνας· ποιοι εξυπηρετούν τήν έθνικήν ενότητα καί ιδεολογίαν, οι Ιεράρχαι εκείνοι, οίτινες διά τού Παπικού εορτολογίου, ού μόνον διέσπασαν τήν καθόλου ενότητα τών Όρθοδόξων Εκκλησιών, άλλα καί διήρεσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς εις δύο ημερολογιακός μερίδας, ή ήμείς οίτινες προσπαθούμεν νά άρωμεν τό αίτιον τής διαιρέσεως διά τής επαναφοράς τού πατρίου καί ορθοδόξου εορτολογίου καί προς άναστήλωσιν τού ορθοδόξου χριστεπωνύμου πληρώματος τής Ελληνικής Εκκλησίας; 'Άς μή παρασύρωνται οί διανοούμενοι καί λόγιοι "Ελληνες άπό τάς ψευδείς καί ασυνείδητους διακηρύσεις του Μακαριωτάτου, ότι τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον δέν έχει καμμίαν σχέσιν μέ τήν όρθοδοξίαν καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν, διότι ό ίδιος, ώς θεολόγος καί ιστορικός ώμολόγησεν ότι τούτο έχει τόσω σοβαράν έκκλησιαστικήν σημασίαν, ώστε ή μονομερής τούτου μεταβολή αποτελεί λόγον Έκκλησιαστικού Σχίσματος καί ζημιοί σπουδαίως καί τά Εθνικά συμφέροντα. Καί προς περισσοτέραν πίστωσιν τών λεγομένων ύφ' ημών παραθέτομεν τήν γνωμοδότησιν τής προς μελέτην τού Εκκλησιαστικού ημερολογίου διορισθείσης ειδικής Επιτροπής, ης Μέλος ετύγχανε καί ό τότε θεολόγος Καθηγητής τού Εθνικού Πανεπιστημίου, καί νύν Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. «Λαβόντες ύπ' όψιν, ότι ή Εκκλησία τής Έλλάδος ώς καί αί λοιπαί ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Έκκλησίαι, αν καί ανεξάρτητοι εσωτερικώς είναι όμως στενώς συνδεδεμένοι προς άλλήλας καί ηνωμέναι διά τής Αρχής τής πνευματικής ενότητας τής Εκκλησίας, άποτελούσαι μίαν καί μόνην τήν όρθόδοξον Έκκλησίαν καί συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται νά χωρισθή τών λοιπών καί άποδεχθή νέον ήμερολόγιον χωρίς νά καταστή Σχισματική απέναντι τών άλλων. "Οθεν καί ή Εκκλησία τής Έλλάδος, όπως μετάβάλη τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον είναι άπαραίτητον καί οφείλει, ίνα μή άποσχισθή τών λοιπών όρθοδόξων Εκκλησιών καί τούθ' όπερ ού μόνον τήν ενότητα καί άρμονίαν τής ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψει καί τήν δύναμιν αυτής μειώσει, άλλα καί άπό Εθνικής απόψεως είναι άσύμφορον καί έπιζήμιον». Συνεπεία δέ τής γνωμοδοτήσεως ταύτης εξεδόθη καί έπί Βασιλέως Γεωργίου τού Βου καί τό Βασιλικόν Διάταγμα τής 18ης Ιανουαρίου 1923, δι' ου αναγνωρίζεται μέν τό νέον ήμερολόγιον διά τήν Πολιτείαν, άλλα διά τήν Έκκλησίαν αναγνωρίζεται τό ανέκαθεν καθιερωμένον Ίουλιανόν ήμερολόγιον.
Τούτων, ούτως εχόντων επαφίεται είς τήν εύθυδικίαν των λογίων καί διανοουμένων Ελλήνων νά κρίνωσι, άφ' ενός μέν τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν τού Μακαριωτάτου, όστις άνευ ουδεμιάς σπουδαίας ανάγκης καί σοβαρού έκκλησιαστικού καί εθνικού λόγου εισήγαγε τό παπικόν έορτολόγιον έν τή Εκκλησία προς σκανδαλισμόν καί διαίρεσιν τών Όρθοδόξων Ελλήνων, άνοίξας ούτω μίαν πυορροούσαν πληγήν εις τήν καρδίαν τής Ελληνικής Έκκλησίας καί άφ' έτερου τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν ημών, οίτινες άγωνιζόμεθα, ϊνα άρωμεν τό αίτιον τού σκανδάλου καί τής διαιρέσεως, έπαναφέροντες τό όρθόδοξον έορτολόγιον προς άναστήλωσιν τής όρθοδοξίας καί ένωσιν παντός τού ορθοδόξου Χριστεπωνύμου πληρώματος τής Εκκλησίας.
Διό καί ή Ζη 'Αγία καί Οικουμενική Σύνοδος, ιδού πώς θωρακίζει τάς εκκλησιαστικάς παραδόσεις.«Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιήσασθαι τής ευσεβούς έν ύμίν κεκρατηκυίας συνηθείας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία, ούτε προσθήκην, ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα καί τόν άφαιρούντα τιμωρία δεσμοί. Έπικατάρατος γάρ φησίν, ός μετατίθησιν όρια πατέρων αυτού», καί άλλαχού, «ήμείς τους θεσμούς τών Πατέρων φυλάττομεν. Ήμείς τους προστιθέντας ή άφαιρούντας εκ τής Καθολικής Εκκλησίας άναθεματίζομεν»· καί άλλαχού ή αυτή Σύνοδος λέγει: «ήμείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι καί παρά τού ενός πνεύματος λαβόντες χάριν άκαινοτομήτως καί άμειώτως πάντα τά τής Εκκλησίας έφυλάξαμεν». (Ζη Οικουμενική Σύνοδος). "Οθεν κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους διανοουμένους "Ελληνας τους πιστεύοντας καί σεβόμενους τάς σεπτάς παραδόσεις τής ορθοδόξου Εκκλησίας, ποιοί εκ τών Κληρικών είναι πιστοί καί προοδευτικοί εκείνοι, οίτινες προσπαθούσι νά ύποκαταστήσωσι τάς εκκλησιαστικός παραδόσεις καί νά προσαρμόσωσι ταύτας προς τάς εκάστοτε μεταβαλλόμενος κοινωνικάς αντιλήψεις έπί ζημία τής θεοπνευστίας καί τής θείας αυθεντίας αυτών, ή εκείνοι οίτινες σέβονται ταύτας ώς θεοπνεύστους καί διατηρούσιν άκαινοτομήτους καί άπαραμειώτους, ίνα μή θίξωσι τήν θείαν αύθεντίαν αυτών;.....
Διό καί οι ίεράρχαι εκείνοι καί πατριάρχαι ακόμη, οίτινες έκ πόθου ηθέλησαν νά προσεγγίσωσι τήν ορθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν, άπεμπολούσι τάς ορθοδόξους παραδόσεις φορώνται ού μόνον ώς μή έχοντες όρθόδοξον συνείδησιν, άλλα καί ώς μή αισθανόμενοι τόν άνώτερον παλμόν τού Ελληνικού πολιτισμού, όστις πάλλει, εις τήν καρδίαν τής ορθοδοξίας. Κατά ταύτα πάς, όστις προδίδει τήν όρθοδοξίαν, προδίδει καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν. Συνεπώς καί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις ελαφρά τή συνειδήσει εισήγαγεν έν τή Όρθοδόξω θεία λατρεία τής Αύτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας τό Γρηγοριανόν έορτολόγιον, όπερ έχαρακτήρισαν πανορθόδοξοι Σύνοδοι ώς μίαν καινοτομίαν τής Πρεσβυτέρας Ρώμης, ως παγκόσμιον σκάνδαλον καί ώς αύθαίρετον καταπάτησιν τών θείων καί ίερών Κανόνων καί τών ορθοδόξων εκκλησιαστικών παραδόσεων, ίνα προσεγγίση τήν όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν Έκκλησίαν, δικαίως αποκαλείται άπεμπολητής ού μόνον τής Όρθοδοξίας άλλα καί τής εθνικής ημών ιδεολογίας, τής συνυφασμένης μετά τής ιδέας τής Όρθοδοξίας. Ποσάκις όντως έπί Βυζαντινής εποχής, ώς καί κατά τόν χρόνον τής στυγερός καί άτεράμνου Τουρκικής δουλείας, ή Καθολική Έκκλησία τής Δύσεως διά τών πολιτικών οργάνων Αυτής, δέν έπεβουλεύθη τήν έθνικήν ημών ιδεολογίαν καί κληρονομίαν καί δέν ήγειρεν ολόκληρους Σταυροφορίας, δι' ων κατέλαβε καί αυτήν ακόμη τήν βασιλίδα τών πόλεων, τό εύριζον τούτο έθνικόν άγαλίαμα καί κατεσπίλωσε τήν άγνήν καί άμωμον Ιδέαν τής όρθοδοξίας ύπ' αυτούς τους ούρανίους θόλους τού πανσέπτου ναού τής Αγίας Σοφίας;
Κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους λογίους καί διανοουμένους όρθοδόξους "Ελληνας· ποιοι εξυπηρετούν τήν έθνικήν ενότητα καί ιδεολογίαν, οι Ιεράρχαι εκείνοι, οίτινες διά τού Παπικού εορτολογίου, ού μόνον διέσπασαν τήν καθόλου ενότητα τών Όρθοδόξων Εκκλησιών, άλλα καί διήρεσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς εις δύο ημερολογιακός μερίδας, ή ήμείς οίτινες προσπαθούμεν νά άρωμεν τό αίτιον τής διαιρέσεως διά τής επαναφοράς τού πατρίου καί ορθοδόξου εορτολογίου καί προς άναστήλωσιν τού ορθοδόξου χριστεπωνύμου πληρώματος τής Ελληνικής Εκκλησίας; 'Άς μή παρασύρωνται οί διανοούμενοι καί λόγιοι "Ελληνες άπό τάς ψευδείς καί ασυνείδητους διακηρύσεις του Μακαριωτάτου, ότι τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον δέν έχει καμμίαν σχέσιν μέ τήν όρθοδοξίαν καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν, διότι ό ίδιος, ώς θεολόγος καί ιστορικός ώμολόγησεν ότι τούτο έχει τόσω σοβαράν έκκλησιαστικήν σημασίαν, ώστε ή μονομερής τούτου μεταβολή αποτελεί λόγον Έκκλησιαστικού Σχίσματος καί ζημιοί σπουδαίως καί τά Εθνικά συμφέροντα. Καί προς περισσοτέραν πίστωσιν τών λεγομένων ύφ' ημών παραθέτομεν τήν γνωμοδότησιν τής προς μελέτην τού Εκκλησιαστικού ημερολογίου διορισθείσης ειδικής Επιτροπής, ης Μέλος ετύγχανε καί ό τότε θεολόγος Καθηγητής τού Εθνικού Πανεπιστημίου, καί νύν Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. «Λαβόντες ύπ' όψιν, ότι ή Εκκλησία τής Έλλάδος ώς καί αί λοιπαί ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Έκκλησίαι, αν καί ανεξάρτητοι εσωτερικώς είναι όμως στενώς συνδεδεμένοι προς άλλήλας καί ηνωμέναι διά τής Αρχής τής πνευματικής ενότητας τής Εκκλησίας, άποτελούσαι μίαν καί μόνην τήν όρθόδοξον Έκκλησίαν καί συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται νά χωρισθή τών λοιπών καί άποδεχθή νέον ήμερολόγιον χωρίς νά καταστή Σχισματική απέναντι τών άλλων. "Οθεν καί ή Εκκλησία τής Έλλάδος, όπως μετάβάλη τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον είναι άπαραίτητον καί οφείλει, ίνα μή άποσχισθή τών λοιπών όρθοδόξων Εκκλησιών καί τούθ' όπερ ού μόνον τήν ενότητα καί άρμονίαν τής ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψει καί τήν δύναμιν αυτής μειώσει, άλλα καί άπό Εθνικής απόψεως είναι άσύμφορον καί έπιζήμιον». Συνεπεία δέ τής γνωμοδοτήσεως ταύτης εξεδόθη καί έπί Βασιλέως Γεωργίου τού Βου καί τό Βασιλικόν Διάταγμα τής 18ης Ιανουαρίου 1923, δι' ου αναγνωρίζεται μέν τό νέον ήμερολόγιον διά τήν Πολιτείαν, άλλα διά τήν Έκκλησίαν αναγνωρίζεται τό ανέκαθεν καθιερωμένον Ίουλιανόν ήμερολόγιον.
Τούτων, ούτως εχόντων επαφίεται είς τήν εύθυδικίαν των λογίων καί διανοουμένων Ελλήνων νά κρίνωσι, άφ' ενός μέν τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν τού Μακαριωτάτου, όστις άνευ ουδεμιάς σπουδαίας ανάγκης καί σοβαρού έκκλησιαστικού καί εθνικού λόγου εισήγαγε τό παπικόν έορτολόγιον έν τή Εκκλησία προς σκανδαλισμόν καί διαίρεσιν τών Όρθοδόξων Ελλήνων, άνοίξας ούτω μίαν πυορροούσαν πληγήν εις τήν καρδίαν τής Ελληνικής Έκκλησίας καί άφ' έτερου τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν ημών, οίτινες άγωνιζόμεθα, ϊνα άρωμεν τό αίτιον τού σκανδάλου καί τής διαιρέσεως, έπαναφέροντες τό όρθόδοξον έορτολόγιον προς άναστήλωσιν τής όρθοδοξίας καί ένωσιν παντός τού ορθοδόξου Χριστεπωνύμου πληρώματος τής Εκκλησίας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου