Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (2ο ΜΕΡΟΣ)

ΔΕΙΤΕ ΤΟ 1ο ΜΕΡΟΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ

Ό Άγ. Ιωάννης λέγει: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αύτώ μη λέγετε· ό γάρ λέγων αύτώ χαίρειν, κοινωνεί τοίς έργοις αύτού τοίς πονηροίς» (Β΄Ιωάννου 10-11). Έξ όλων αυτών των λόγων του Αγίου Θεολόγου διδασκόμεθα, λέγει ό άγιος Νικόδημος, «πρέπει να άποστρεφώμέθα τους κακοδόξους και αιρετικούς, και καμμίαν κοινωνίαν και ένωσιν να μην έχωμεν με αυτούς, ουδέ το χαίρε να μην προσφωνούμεν εις αυτούς, αλλά να τους εχωμεν μισητούς και σιχαμερούς» (όρα έρμ. Έπιστολ. Ύπό ‘Αγ. Νικοδήμου, τόμος Δ’σελ. 308).

Ό των εθνών Απόστολος Παύλος, έγραφεν προς Τιμόθεον: «Τάς βεβήλους κενοφωνίας περιίστασο» ήτοι άπόφευγε και άποστρέφου (Β’ Τιμοθ. Β’, 16). Και πάλιν εις τον αυτόν «και τούτους άποτρέπου» (Β’ Τιμ. Γ’, 5). Το Αγιον Πνεύμα, ουδέ του Αγγέλου έφείσθη, και διά των χειλέων του μακαρίου Παύλου προς όλους τους πιστούς, κλήρον καί λαόν παρήγγειλλε: «Καί εάν ήμείς ή "Αγγελος εξ ουρανού εύαγγελίζηται ύμίν παρ' ο εύηγγελισάμεθα ύμιν, ανάθεμα έστω». (Γαλ. Α', 8-9). Έξ αύτού διδασκόμεθα, λέγει ό "Αγιος Βασίλειος, ότι κάθε άνθρωπος πού αγαπά τόν Κύριον καί θέλει νά είναι μετ' αύτού, πρέπει νά άποφεύγη τήν κοινωνίαν καί νά βδελύσσεται αυτόν πού εμποδίζει τήν έντολήν του Κυρίου, ή αυτόν πού μας ενθαρρύνει νά πράξωμεν τό ύπό του Κυρίου άπηγορευμένον καί αν είναι ακόμη έκκλησιαστικός άρχων, στενός συγγενής, ή υπερβολικά «σοφός» καί ένδοξος. «Καί τί λέγω, άπαντες οί Απόστολοι, κοινή αποφάσει, όρίζουσιν, μή κοινωνείν άμαρτίαις έτερων καί οτι «ο τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και αυτός ακοινώνητος έσται». Μία καί μόνη αλήθεια έκηρύχθη, κηρύσσεται καί θά κηρύττεται εις τους αιώνας, εις τό κεφάλαιον αυτό: «Μή κοινωνείν τοις άκοινωνήτοις»! Τοσαύτην εύλάβειαν είχον οί "Αγιοι Απόστολοι προς τήν άλήθειαν ταύτην, ώστε ούτε μέχρι λόγου ψιλού έπεκοινώνησαν μετά των παραχαρακτών της ορθής Πίστεως. Τήν αυτήν εύλάβειαν προς αυτήν έχοντες καί οί μετ' αυτούς "Αγιοι Πατέρες, καί τήν άδελφικήν σύμπνοιαν καί όμοφωνίαν περί τήν Όρθόδοξον Πίστιν άνόθευτον πάσης παραχαράξεως θέλοντες νά διαφυλάξουν, έθέσπισαν τά λεγόμενα «άπολυτικά καί συστατικά γράμματα» διά τε τους κληρικούς καί λαϊκούς, άνευ τών οποίων, μεθιστάμενοι εις άλλην έπισκοπικήν έπαρχίαν, έγίνοντο άκοινώνητοι ύπό του έπιχωρίου Επισκόπου. Τά γράμματα αυτά περιείχον βεβαίωσιν ότι ό μεθιστάμενος έφερεν άνόθευτον τήν διδαχήν του Κυρίου, ήγουν ότι ομολογεί καί φρονεί τήν Όρθόδοξον Πίστιν και διάγει βίον ένάρετον καί χριστιανοπρεπή (όρα ΙΑ', Δ' Οίκουμ. Σύν.)

Τήν άλήθειαν αυτήν, ήγουν τό «μή κοινωνείτε τοις άκοινωνήτοις», έξησφάλιζον καί λίαν άποτελεσματικώς υπηρετούν οί ένθρονιστήριοι λόγοι, αί ένθρονιστικαί έπιστολαί, και τά λεγόμενα αμοιβαία ή ειρηνικά γράμματα.

Ένθρονιστήριος λόγος: Άπηγγέλλετο άπό του θρόνου ύπό του νεοχειροτονηθέντος προς τόν περιεστώτα λαόν καί, έάν μέν ήτο σύμφωνος προς τήν Όρθόδοξον Πίστιν, μυστικώς ύπεγράφετο εις τήν καρδίαν εκάστου πιστού συμβόλαιον κοινωνίας καί μνημονεύσεως του οικείου προέδρου έν ταίς προσευχαϊς. Έάν δέ ήτο άσύμφωνος, έξεδιώκετο του θρόνου.

Ένθρονιστικαί έπιστολαί: Είναι αί γραφόμεναι καί άποστελλόμεναι προς τους μακράν καί άπόντας Επίσκοπους, έν αίς ό νεοχειροτονηθείς, τήν έαυτού πίστιν καί Όρθοδοξΐαν ώμολόγει. Τούτο τό έθος έκράτει άπ' αρχής, μάλιστα δέ παρά τοις Έπισκόποις Ρώμης, Κω ν/πόλεως, Άλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων.

Αμοιβαία ή ειρηνικά Γράμματα: Είναι αί απαντήσεις, τών Επισκόπων προς ους άπεστέλλοντο αί ένθρονιστικαί έπιστολαί, καί τά οποία έδήλουν οτι ό ένθρονισθείς, Όρθόδοξον Πίστιν ώμολογήσας, επισήμως καθίστατο κοινωνικός καί έγγραπτέος έν τοις διπτύχοις, καί ούτω διεσώζετο ή όμοφωνία εις τήν Όρθόδοξον Πίστιν καί έξησφαλίζετο ή σύμπνοια καί έξ αυτής ή Εκκλησιαστική ευταξία.

Χάριν αυτής της αδιάρρηκτου αδελφικής συμπνοίας, όμοφωνίας καί Εκκλησιαστικής ευταξίας, συνεστήθησαν αί πολυάριθμοι Τοπικαί Σύνοδοι, καί ό έπτάριθμος σύλλογος τών Άγιων Οικουμενικών Συνόδων. Χάριν αυτής εγράφησαν μυριάδες έπιστολαί καί πολυάριθμα συγγράμματα άτομικώς ύπό τών 'Αγίων διδασκάλων της Εκκλησίας, αλλά καί συλλογικώς ύπό τών 'Αγίων Συνόδων. Τέλος, χάριν αύτης, ποταμοί αιμάτων έρρευσαν, Όμολογηταί καί Μάρτυρες, εις ουδέν τά παρόντα λογισάμενοι, εαυτούς υπέρ αυτής προσέφεραν.

Ενδεικτικώς θά άναφέρωμεν τρία αποσπάσματα, μαρτυρούντα περιτράνως τήν μεγάλην φροντίδα, τήν οποίαν είχον οί Άγιοι καί αί Άγιαι Σύνοδοι εις τήν φύλαξιν της θεοσδότου εντολής «μή κοινωνείν τοις άκοινωνήτοις».

"Εγραφεν ό Αλεξανδρείας Αλέξανδρος προς τους άπανταχού Επισκόπους κατά του άθεου Αρείου: «... Πρέπει γάρ υμάς χριστιανούς όντας, πάντας τους κατά Χριστού λέγοντάς τι καί φλυαρούντας, ως θεομάχους καί φθορέας τών ψυχών άποστρέφεσθαι, καί μήτε χαίρειν τοις τοιούτοις λέγειν, ϊνα μήποτε καί ταϊς άμαρτίαις αυτών κοινωνοί γενώμεθα» (Σωκράτους βιβλ. Γ, κεφ. 6).

Ό τής Καισαρείας φωστήρ, Βασίλειος ό Μέγας, παρήνει τους δυτικούς ούτω· «έδοξε παρακαλέσαι τους έν τή Δύσει μή άκρίτως δέχεσθαι τάς κοινωνίας τών εκ τής Άνατολής άφικνουμένων, άλλ' έκ τής μαρτυρίας τών κανονικών προσλαμβάνεσθαι, και μή παντί γράφοντι πίστιν έπί προφάσει τής ορθοδοξίας προστίθεσθαι, οϋτω γάρ εύρεθήσονται τοις μαχομένοις κοινωνούντες». (όρα 4ην Έπιστ.).

Καί ή έν Σαρδική Σύνοδος, προς τους απανταχού, έπέστέλλε: «... Τούτοις μηδένα κοινωνείν παραγγείλατε, ουδεμία γάρ κοινωνία φωτί προς σκότος, τούτους πάντας μακράν ποιείτε, ουδεμία γάρ συμφωνία Χριστώ προς βελίαρ. Καί, φυλάξασθε αγαπητοί αδελφοί, μήτε γράφειν προς αυτούς, μήτε γράμματα παρ' αυτών δέχεσθαι, σπουδάσατε δέ μάλλον καί ύμείς άδελφοΐ καί συλλειτουργοί, ώς τώ πνεύματι παρόντες τή Συνόδφ ημών συμψηφίσασθαι δι' υπογραφής υμετέρας υπέρ του παρά πάντων τών απανταχού συλλειτουργών τήν όμοφωνίαν διασώζεσθαι» (βιβλ. Γ', Κεφ. ΙΗ', παραγρ. Ζ' Δωδεκαβίβλου).

Ή αρχαία Παράδοσις τής διακοπής του μνημόσυνου τών άληθομάχων-θεομάχων αιρετικών έπήγασεν ού μόνον έκ τής Καινής Διαθήκης (ώς π.χ. «τίς κοινωνία φωτί προς σκότος καί Χριστού προς βελίαρ» κλπ., κλπ.), άλλα καί έκ τής Παλαιάς (ώς «έφρύαξαν έθνη... βασιλείς... καί άρχοντες συνήχθησαν κατά του Κυρίου καί κατά του Χριστού αύτού. Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών καί άπορρίψωμεν άφ' ημών τόν ζυγόν αυτών.» (Ψαλμός Β', 1-5), κλπ., κλπ., απερ εντέλλονται τήν διακοπήν τής πνευματικής (έπι)κοινωνίας μετά τών κακοδόξων.

Έκ τών ανωτέρω, άπλανώς διδασκόμεθα δτι τό «μή κοινωνεϊν άκοινωνήτοις» καί τό μή έγγράφειν έν τοις διπτύχοις άκοινωνήτους, είναι έθη πανάρχαια, κατεληλυθότα άνωθεν, έξ Αποστολικών ανδρών, συναφή καί άλληλοϋπηρετούμενα άριστα, έφ' ω ετάχθησαν σκοπώ, ήγουν διά τήν συνοχήν καί διατήρησιν τής αδελφικής αγάπης καί ομοφωνίας περί τήν Όρθόδοξον Πίστιν καί, γενικώτερον, τήν Εκκλησιαστικήν εύταξίαν.

Επομένως, έπιγραμματικώς δυνάμεθα νά έπαναλάβωμεν τό του πρυτάνεως τών Θεολόγων τών νεωτέρων χρόνων, Δοσιθέου Ιεροσολύμων: «Κοινωνούμεν ούς μνημονεύομεν καί μνημονεύομεν οίς κοινωνούμεν». Ρητώς δέ καί σαφώς, τά πανάρχαια ταύτα έθη, ώς συναφή καί έγγυώμενα τήν Όρθόδοξον Πίστιν καί Εκκλησιαστική ν εύταξίαν, έθεσπίσθησαν ύπό τής Α' καί Β' λεγομένης. Συνόδου, έν τοις Κανόσιν αυτής (όρα 13, 14, 15).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου