''ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ''
(1ον μέρος)
Διό καί έκαστον "Εθνος αναλόγως τού κλίματος τής γενεαλογίας, τής ίστορίας καί τής παιδαγωγικής του, άνάλογον δημιουργεί θέσιν εν τή εθνική σταδιοδρομία αυτού. "Εκαστον δέ "Εθνος σταδιεύον τόν δίαυλον τής εθνικής ζωής, αναλόγως τών εμφύτων καί επίκτητων προσόντων καί ιδιοτήτων του, άναλογον δημιουργεί καί τόν ίδιον πολιτισμόν. Καί ούτω έχομεν τους διαφόρους πολιτισμούς τών Εθνών, ους δυνάμεθα κατά τους θεμελιώδεις χαρακτήρας αυτών νά συμπτύξωμεν εις δύο· τόν Άνατολικόν καί τόν Δυτικόν πολιτισμόν. Καί τόν μέν Άνατολικόν πολιτισμόν έδημιούργησαν τά "Εθνη τής Ανατολής, τόν δέ Δυτικόν τά "Εθνη τής Δύσεως. Τήν συνισταμένην τού μέν Ανατολικού πολιτισμού άπετέλεσεν ή Ελληνική διάνοια καί ιδεολογία, τού δέ Δυτικού ή Ρωμαϊκή διάνοια καί νομολογία.
Ό Ανατολικός πολιτισμός, λόγω τής ευκρασίας τού κλίματος, τής πατριαρχικής γενεαλογίας καί τής ιστορικής καταγωγής, ως βάσιν έχει τήν ήθικήν ιδέαν τού άτομου καί τής οικογενείας καί τήν προσέγγισιν τού ανθρωπίνου προς τό θείον. Ένώ ό Δυτικός λόγω τής δυσκρατίας τού κλίματος, τής φεουδαρχικής γενεαλογίας καί τής ιστορικής μεγαλομανίας του, ως βάσιν έχει τήν πολιτικήν ιδέαν τού άτομου, τήν Κρατικήν δεσποτείαν καί τήν προσαρμογήν τού θείου προς τό άνθρώπινον.
Τούτου ένεκα, ότε έλθόντος τού πληρώματος τού χρόνου, κατήλθεν ο Χριστός εις τόν κόσμον, ή Ανατολή έχρησίμευσεν ώς τόπος τής Γεννήσεως Αυτού, ώς έχουσα πλησιεστέραν τήν συγγένειαν προς τό θείον, προς ό ήλθεν ο Χριστός νά συμφιλίωση καί νά προσάρμοση τό άνθρώπινον, έφ' ώ Θεός ων καί άνθρωπίνην προσέλαβε μοφήν καί ύπόστασιν. Ούτω ή θρησκεία τού Χριστού σκοπόν έχουσα νά αναβίβαση τόν άνθρωπον εκ τής γής προς τόν Ούρανόν καί νά συμφιλίωση αυτόν μέ τόν Θεόν καί άπαλλάττουσα τού τυραννικού ζυγού τής αμαρτίας καί τού κακού, νά άνυψώση αυτόν εις τάς ιδεώδεις σφαίρας τής αθανασίας καί τού αγαθού, ένεκολπώθη τόν Άνατολικόν καί δή τόν Έλληνικόν πολιτισμόν, όστις υπέρ πάντα άλλον έφθασε πλησιέστερον προς τόν Θεόν.
Διό καί ή θεία Πρόνοια, ήτις πόρρωθεν προκαταβάλλει τάς άφορμάς τών μεγάλων κοσμοϊστορικών γεγονότων, πρίν ή κατέλθη ό Χριστός εις τόν κόσμον, προελείανε τό έδαφος τής υποδοχής Αυτού διά τής έπικρατήσεως εν τή Ανατολή, ένθα έμελλε νά γεννηθή διά τής Ελληνικής γλώττης καί τού Ελληνικού πολιτισμού όν έσπειρε κατά τήν προσφυά έκφρασιν τού Πλουτάρχου, καθ' άπασαν τήν έώαν ό δορυκτήτωρ Μέγας Αλέξανδρος. "Οντως μόνον ή λιγυρά καί εύστροφος Ελληνική διάλεκτος καί ή εμβριθής καί φιλοσοφική διάνοια τού "Ελληνος καί ή εύπτερος καί μεγαλόπνους ελληνική φαντασία, ήδύνατο νά άντιληφθή πληρέστερον τό θείον καί ιδεώδες πνεύμα τής Χριστιανίκης θρησκείας καί νά διατύπωση τά ύπερφυή καί θεσπέσια Δόγματα καί τάς μυστηριώδεις αυτής διδασκαλίας. Καθ' όσον ό κόσμος κατά τήν έποχήν τής γεννήσεως τού Χριστού έκυλίετο εις τόν βόρβορον τών παθών καί τής άκολαοίας καί αν ούτος υπό τήν έπήρειαν τών ακολάστων καί έγωϊστικών παθών δέν έξωμοιώθη τελείως προς τήν τάξιν τών αλόγων κτηνών, τούτο οφείλεται εις τόν Έλληνικόν πολιτισμόν, όστις οσάκις ή ανθρωπότητα εκινδύνευε νά άποκτηνωθή καί άποθηριωθή, συνεκράτει αυτήν εις τά όρια τού ανθρωπισμού καί τού ιδεαλισμού διά μιας ενέσεως καί ενός εμβολιασμού τού ιδεώδους Ελληνικού ορρού. Τούτου ένεκα ό Χριστιανισμός ώς θείος εμβολιασμός τής ανθρωπίνου ψυχής, ίνα μεταγγισθή καί επικρατήση εις αυτήν, έπρεπε νά εύρη ου μόνον πρόσφορον έδαφος, άλλα καί τά κατάλληλα όργανα καί μέσα προς μετάγγισιν αυτού εις πάντα τά "Εθνη, τά καθήμενα εν χώρα καί σκιά θανάτου. Καί ώς τοιαύτα έχρησίμευσαν ή Ελληνική γλώσσα καί Ελληνική διάνοια. Διό καί ότε προσήλθον εις τόν Χριστόν οί πρώτοι "Ελληνες έν Ιερουσαλήμ, άνεφώνησεν ό Κύριος «νύν έδοξάσθη ό υίός τού άνθρωπου», προσημαίνων τήν διά τού Ελληνικού πνεύματος καί τής λιγυράς καί ήδυφθόγγου Ελληνικής γλώσσης, άνάπτυξιν καί διάδοσιν τής χριστιανικής θρησκείας καί τήν θαυματουργικήν έπικράτησιν αυτής άνά τά πέρατα τής γής. Ούτω ό Χριστιανισμός διατυπωθείς διά τής αθανάτου καί λιγυράς Ελληνικής γλώττης καί αναπτυχθείς διά τού φιλοσοφικού ιδεώδους τού ελληνικού πνεύματος, προσηρμόσθη τόσον μετ' αυτού καί έξοικειώθη, ώστε απετέλεσαν ένα ιδιάζοντα τύπον πολιτισμού, τόν Έλληνοχριστιανικόν λεγόμενον πολιτισμόν, έξ ου έξεμαιεύθη καί έκυοφορήθη ή μεγάλη Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ό Χριστιανισμός ενώ εις τήν Άνατολήν εύρεν οικείον καί φιλικόν τό έδαφος, διότι έπεκράτει έν αύτη τό συγγενές προς τό θείον έλληνικόν πνεύμα, εις τήν Δύσιν τουναντίον εύρε τό έδαφος ού μόνον δυσμενές, άλλα καί πολέμιον. Είναι γνωστοί έκ τής Έκκλησιαστικής ιστορίας οί διωγμοί, ούς ήγειραν κατά τού Χριστιανισμού οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έν τή Δύσει καί έν αύτη ακόμη τή Ανατολή, άλλα καί ή έπαίσχυντος ήττα, ην υπέστησαν ούτοι ύπό τής θείας δυνάμεως αυτού καί ην ώμολόγησεν ό τελευταίος διώκτης αυτού ό Ιουλιανός ό Παραβάτης άναφωνήσας όταν εδέχθη τό πάρθιον βέλος εις τήν καρδίαν «νενίκηκάς με Ναζωραίε». Καί όταν επεκράτησε διά τής θείας δυνάμεως του έν τή Δύσει ό Χριστιανισμός, άνελθών εις τους θρόνους τών Καισάρων καί περιβληθείς τήν άλουργή πορφύραν τών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, δέν κατώρθωσε νά διαπεράση τήν τετανώδη ψυχήν τής δύσεως καί νά μεταγγίση εις τους κόλπους αυτής τόν χυμόν τής θείας ιδιότητος αυτού, όπως εις τήν ψυχήν τής Ανατολής.
Διό καί ή Δύσις αντελήφθη ώς Εκκλησία βεβαίως καί όχι ώς άτομον, άντελήφθη τόν χριστιανισμόν μάλλον ύπό τήν παιδαγωγικήν καί νομοκρατικήν αυτού ιδιότητα, παρά ύπό τήν θείαν καί έξαγιαστικήν αυτού δύναμιν καί άποστολήν. Τούτου ένεκα εις τήν Δύσιν, ό ανώτατος θρησκευτικός Αρχηγός καί Ποντίφηξ τής Καθολικής εκκλησίας ό Πάπας, ήτο καί Αρχηγός τής Πολιτείας καί διεχειρίζετο άπολυταρχικώς τήν τε θρησκευτικήν καί τήν πολιτικήν έξουσίαν. Ένώ εις τήν Άνατολήν ένθα έπεκράτησεν ή θεία καί ηθική ιδιότης τής χριστιανικής θρησκείας, ό Αρχηγός τής Εκκλησίας είχε καθαρώς πνευματικήν καί ήθικήν έξουσίαν ακολουθών τό Εύαγγελικόν παράγγελμα· «'Απόδοτε τά τού Καίσαρος τω Καίσαρι καί τά τού Θεού τω Θεώ». (Ματθ. 22 21). Εις τήν βασικήν ταύτην διαφοράν τής αντιλήψεως τής χριστιανικής θρησκείας ύπό τής Ανατολικής καί τής Δυτικής Εκκλησίας, οφείλεται ή έπικράτησις εις ταύτην μέν τού πνεύματος τής αίρέσεως καί τής κακοδοξίας, εις έκείνην δέ τού πνεύματος τής συντηρητικότητος καί τής ορθοδοξίας. "Ωστε ή αίρεσις καί ή κακοδοξία έν τή Δυτική Εκκλησία ώς αρχήν καί πηγήν έχει τήν ιδιάζουσαν άντίληψιν αυτής περί τού Χριστιανισμού ώς θρησκείας προωρισμένης νά συμμορφώση τάς ιδέας τού θείου προς τάς ιδέας τού ανθρωπίνου περιεχομένου αυτής καί νά ύποτάξη αύταρχικώς τάς ανθρωπίνους ψυχάς καί τά σώματα ύπό τήν άπολυταρχικήν κυριαρχίαν τού ανωτάτου Ποντίφικος τής Εκκλησίας καί τού ανωτάτου "Αρχοντος τής Πολιτείας τού Πάπα. Ένώ ή συντηρητικότης καί ή ορθοδοξία έν τή Ανατολική Εκκλησία ώς αρχήν καί βάσιν έχει νά προσαρμόση τάς ιδέας τού άνθρωπου προς τάς ιδέας τού Θεού, καί νά ύποτάξη έκουσίως καί ελευθέρως τήν άνθρωπίνην ψυχήν καί τό σώμα ύπό τήν κυριαρχίαν τού θείου καί ύπερκοσμίου πνεύματος τού Χριστού. Εντεύθεν συμβαίνει εις μέν τήν Δυτικήν Έκκλησίαν τό Έκκλησιαστικόν πολίτευμα νά ή άπολυταρχικόν καί Δεσποτικόν, εις δέ τήν 'Ανατολικήν Έκκλησίαν φιλελεύθερον καί Συνταγματικόν. "Ωστε ό λόγος τής συντηρητικότητος καί τής ορθοδοξίας τής 'Ανατολικής Εκκλησίας, άφ' ενός καί τής αιρέσεως καί τής κακοδοξίας τής Δυτικής Εκκλησίας, άφ' ετέρου, ό απορρέων κατ' αρχήν έξ αυτής τής διαφόρου άντιλήψεως τού πνεύματος τού Χριστιανισμού ύφ' έκατέρας τών Έκκλησιών, κέκτηται πολύ μεγάλην σημασίαν καί σπουδαιότητα καθ' όσον έκ τής υπεροχής ταύτης ή εκείνης τής απόψεως εξαρτάται ή έπικράτησις τής θείας, ή τής άνθρωπίνου ιδιότητος τής χριστιανικής θρησκείας έν τω κόσμω. Τούτου ένεκα ή μέν εκκλησία τής Δύσεως προσπαθεί πάντοτε νά προσαρμόζη τάς θρησκευτικάς διατάξεις καί τάς εκκλησιαστικάς παραδόσεις, εις ας άπεκρυσταλλώθη τό ακραιφνώς όρθόδοξον καί θείον πνεύμα τής Χριστιανικής θρησκείας. Ούτος είναι καί ό λόγος δι' δν ή μέν Εκκλησία τής Δύσεως θεωρείται καί λέγεται προοδευτική, ή δέ εκκλησία τής Ανατολής συντηρητική καί εφεκτική.