«Το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας»
(Ζ΄ ΜΕΡΟΣ)
Δυστυχώς εις τήν ήμερολογιακήν καινοτομίαν ήτις έκ βάθρων διέσεισεν έν τη συνειδήσει του Όρθόδοξου Χριστιανικού κόσμου τό κύρος καί τήν αύθεντίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δσω καί αν φαίνηται τούτο έχον τήν πρωτοβουλίαν ό κύριος όμως μοχλός καί πρωτεργάτης αυτής τυγχάνει ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ως έφθην ειπών.
Βεβαίως δεν θέλομεν με τούτο νά άπαλλάξωμεν πάσης προσωπικής ευθύνης καί τήν Σύνοδον τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτις μνήμων τών συντηρητικών τού Πατριαρχείου άρχων, καί τής ηθικής δυνάμεως καί πνευματικής επιρροής τούτου έπί τών Εκκλησιαστικών ζητημάτων, ώφειλεν αντί νά ρυμουλκηθή υπό τών μεταρρυθμιστικών σχεδίων τού Μακαριωτάτου νά έπιβάλη εις αυτόν τό κύρος τό Πατριαρχικόν καί τήν αύθεντικήν αυτής γνώμην εις τό ζήτημα τό ήμερολογιακόν. Διό καί έφ' όσον ή Σύνοδος προέβη καθ' ύπέρβασιν τών ορίων τής δικαιοδοσίας Αυτής, έστω καί παραπεισθείσης υπό του Μακαριωτάτου, υπέχει καί Αύτη εύθύνην προσωπικήν διά τήν καινοτομίαν τήν ήμερολογιακήν.
ΑΛΛά μήπως ό Μακαριώτατος εις τό ζήτημα τούτο δεν παρέπεισε καί δέν έξεβίασε καί τήν Ίεραρχίαν τής Ελλάδος άποκρύψας σκοπίμως, καίπερ προκληθείς κατά τήν συνεδρίαν τής 17ης Δεκεμβρίου 1924, υπό τού Άγίου Δημητριάδος κ. Γερμανού, νά ανακοίνωση τάς αρνητικάς απαντήσεις τών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, τής Σερβίας καί τής Ρουμανίας, ίνα παρασύρη τήν Ίεραρχίαν εις τό πραξικόπημα τής ήμερολογιακής μεταβολής καί καταστήση καί ταύτην άλληλέγγυον καί συνυπεύθυνον μετ Αυτού;
Μήπως ούτος προς έπιτυχίαν τών μεταρρυθμιστικών σχεδίων του δέν έφθασεν εις τοιούτον ασυνειδησίας σημείον ώστε εις τήν Σύνοδον τής Ιεραρχίας κατ Όκτώβριον τού 1933, καθ' ην κατηγγέλθη ύπό τών Ιεραρχών Δημητριάδος, Κασσανδρείας, Δράμας, καί Δρυϊνουπόλεως ή ημερολογιακή καινοτομία, ως αντικείμενη προς αποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων νά ψευσθή έν γνώσει, βεβαιώσας ως ιστορικός τήν Ίεραρχίαν ότι καμμία Σύνοδος δέν κατεδίκασε τό Γρηγ. ήμερολόγιον ένώ διά τής ιδίας αυτού υπογραφής βέβαιοι τό εναντίον εις μίαν μεγάλην πραγματείαν του περί τής Εκκλησίας τής 'Αλεξανδρείας, δημοσιευθείσαν είς τήν Μεγάλην Έλληνικήν Έγκυκλοπαίδειαν Μακρή, (Τόμος Γ' σελ. 562)...
Ή κατ' άνοχήν όμως παραδοχή τού νέου ημερολογίου ύπό τής Ιεραρχίας τής Ελλάδος αφορά ταύτην ως πρόσωπα καί ουχί ως εκπροσωπούσαν τήν έννοιαν τής Εκκλησίας, συνερχομένην εις Σύνοδον καί έν Άγίω πνεύματι άποφαινομένην κατά τά θέσμια τής Όρθοδόξου Εκκλησίας. Ευτυχώς ότι ό γράφων καί οί συναγωνισταί του Δημητριάδος καί Ζακύνθου δέν συγκατελέγοντο εις τήν πλειοψηφίαν τής Ιεραρχίας τής έξουσιοδοτησάσης τόν Μακαριώτατον Πρόεδρον διά τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου.
Ιδού διατί τό διάβημα ημών προβάντων εις τήν άποκήρυξιν τής Ιεραρχίας διά τό τόλμημα τής ημερολογιακής καινοτομίας, δέν δύναται νά χαρακτηρισθή ώς ανταρσία κατά τής Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τής Ελλάδος, ώς καί προηγουμένως είπομεν, άλλ' ώς άποκήρυξις μιας άντικανονικής αποφάσεως τής Συνόδου άντιστρατευομένης προς τους ιερούς Κανόνας καί τάς σεπτάς παραδόσεις τής Εκκλησίας. Παρ όλα όμως ταύτα ή Διοικούσα Σύνοδος, καίπερ άποκηρυχθείσα υφ ημών δι επίσημου έγγραφου ως Σχίσματική, προέβη όλως άναρμοδίως νά δικάση ημάς, ώς εγείροντας δήθεν πτέρναν κατά της Εκκλησίας καί νά καταδικάση ημάς μή υπαγόμενους πλέον ύπό τήν δικαιοδοσίαν καί τήν δοσιδικίαν Αυτής εις καθαίρεσιν, εις ύποβιβασμόν, εις τήν τάξιν τών Μοναχών καί πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις διαφόρους Μονάς. Τού λόγου ενταύθα γενομένου ας μοί επιτραπή καί ή ανασκευή τής αποφάσεως ταύτης. Ή άπόφασις αύτη έστηρίχθη έπί όλως εσφαλμένως βάσεως, ην, όταν τις άρη, πίπτει άφ' εαυτής ή ισχύς καί τό κύρος αυτής, μή δυναμένη έπ' ουδεμιάς άλλης βάσεως νά στηριχθή.
Τό δίκασαν ημάς Συνοδικόν Δικαστήριον έκ τού υποβληθέντος τη Διοικούση Συνόδω άποκηρυκτικού ημών εγγράφου, κακώς ήγαγε τό συμπέρασμα, ότι ήμείς έπαναστατήσαμεν κατ' Αυτής πειραθέντες δι' επαναστατικών δήθεν προκηρύξεων νά έξεγείρωμεν τόν Κλήρον καί τόν λαόν κατά τής Εκκλησίας.
Αέγομεν δέ κακώς καί εσφαλμένως ίνα μή είπωμεν έπί κακοβούλω προθέσει, διότι τό Συνοδικόν Δικαστήριον άνιί νά εξέταση, νά κρίνη καί νά άνασκευάση δι'έπιχειρημάτων τους Εκκλησιαστικούς καί Κανονικούς λόγους, δι' ων ήμείς δικαιολογούμεν και κατωχυρούμεν τήν άποκήρυξιν τής Διοικούσης Συνόδου ώς Σχισματικής, παρέρχεται τούτους διά τελείας σιγής διότι είναι άνεπίδεκτοι ανασκευής, καί επιλαμβάνεται ώς σανίδα σωτηρίας τήν άνταρσίαν δήθεν κατά τής Εκκλησίας καί τό Σχίσμα Αυτής, όπερ δημιουργηθέν ύπό τής Ιεραρχίας διά τής εισαγωγής τού Παπικού ημερολογίου, μάτην πειράται νά άποδώση εις ημάς έπιδιώξαντες ακριβώς διά τής επαναφοράς τού όρθοδόξου εορτολογίου τήν ειρήνευσιν τής Εκκλησίας, καί τήν ένωσιν τών διαιρεθέντων χριστιανών έν τω έδάφει τών Εκκλησιαστικών παραδόσεων ημών. Τοσούτω δέ μάλλον ώφειλεν ή Διοικούσα Σύνοδος καί τό δίκασαν ημάς Συνοδικόν Δικαστήριον νά λάβη ύπ' όψιν τά εκκλησιαστικά καί Κανονικά επιχειρήματα έφ' ων έστηρίξαμεν τήν άποκήρυξιν καί τήν άπόσχισιν Αυτής, όσω έν τω τέλει τού άποκηρυκτικού ημών έγγραφου έξεφράζομεν καί τήν ελπίδα ότι ή Διοικούσα Σύνοδος σταθμίζουσα τάς σοβαράς εύθύνας ας υπέχει Αύτη ενώπιον Θεού καί Εκκλησίας διά τό τόλμημα τής ημερολογιακής καινοτομίας, θά εύδοκήση νά άρη τό συνεπεία ταύτης προκληθέν Σχίσμα τών χριστιανών προς ένωσιν αυτών.
Διό καί ήμείς, όσω καί αν δέν έλπίζωμεν άπό τήν Διοικούσαν Σύνοδον νά άρη έκ τού περιβόλου τής Εκκλησίας τό αίτιον τού σκανδάλου καί τού Σχίσματος τού όρθοδόξου χριστεπωνύμου ποιμνίου, όσω καί άν άποκηρύπωμεν Αυτήν, ώς άποτειχισθείσαν έκ τού καθολικού κορμού τής ορθοδοξίας διά τής ημερολογιακής καινοτομίας, ούχ' ήττον άφήσαμεν δι' Αυτήν καί μίαν θύραν άνοικτήν διά τήν προσέγγισιν καί συνεννόησιν μεθ' ημών προς ειρήνευσιν καί άποσόβησιν τών όλεθρίων συνεπειών τού Σχίσματος. 'Αλλ' ή Διοικούσα Σύνοδος αντί νά μελετήση σοβαρώς τό έγγραφον ημών, δι' ου άπεκηρύττομεν αυτήν διά τήν πλάνην τήν ήμερολογιακήν καί διαβεβαίωση ημάς περί τών αγνών καί ειλικρινών Αυτής διαθέσεων προς συνεννόησιν έστω καί προς διαφώτισιν ημών έπί τω τέλει, όχι πλέον νά μή έπισημοποιηθή τό Σχίσμα δι' ημών άλλα νά άρθή τελείως τούτο δι' ημών, έξευρισκομένης άπό κοινής συσκέψεως καί συνεννοήσεως μιας λύσεως τού ζητήματος ίκανοποιούσης τήν έννοιαν τής ορθοδοξίας τής Εκκλησίας καί διααωζούσης τήν άξιοπρέπειαν τής Ιεραρχίας, έθεώρησε καλόν νά περιφρόνηση ημάς διά τής σιωπής καί νά κηρύξη ύποδίκους ενώπιον Συνοδικού Δικαστηρίου.
Διό καί ότε είδομεν ότι ή Διοικούσα Σύνοδος ού μόνον δέν ηθέλησε νά κόμη χρήσιν τών μέσων τού ειρηνικού συμβιβασμού τοσούτω μάλλον όσω ήμεϊς άπεφύγαμεν νά προβώμεν έπί δεκαήμερον εις λειτουργικήν τίνα πράξιν, ϊνα μή άποκλείσωμεν τήν ελπίδα τής ειρηνικής διευθετήσεως τού ζητήματος, άλλα καί προέβη άνευ ουδεμιάς προηγουμένως νομίμου διαδικασίας εις τήν παύσιν έκ τών θρόνων αυτών τού Δημητριάδος καί τού Ζακύνθου, καί τόν διορισμόν Τοποτηρητών έν ταϊς έπαρχίαις αυτών, συνηγάγομεν πλέον τό λογικόν συμπέρασμα ότι ή Διοικούσα Σύνοδος, άποκλείσασα πάσαν ελπίδα συνεννοήσεως, ανεγνώρισε διά τής πράξεως αυτής ταύτης τήν ύφ' ημών γενομένην άποκήρυξιν Αυτής καί άπόσχισιν ημών έκ τής Εκκλησίας.Έν τη περιπτώσει ταύτη έθεωρήσαμεν ήμείς αυτούς ελευθέρους νά ένεργήσωμεν διά τήν Έκκλησίαν τών άκολουθούντων τό πάτριον έορτολόγιον έπί κεφαλής τής οποίας έτάχθημεν, πάν, ό,τι άπητείτο διά τήν όργάνωσιν αυτής. Καί έκ τών πρώτων έθεωρήσαμεν καλόν νά απαρτίσωμεν τήν Σύνοδον τής Εκκλησίας τών παλαιοημερολογιτών καί νά συμπληρώσωμεν τά Μέλη Αυτής, προβάντες καθ' ό είχομεν καθήκον καί δικαίωμα έκ τών Συνοδικών Διατάξεων καί τών ίερών Κανόνων είς ψήφισιν καί χειροτονίαν τεσσάρων νέων Επισκόπων διά τήν πλήρωσιν τών θρησκευτικών αναγκών τού ποιμνίου τής Εκκλησίας ήμών.
Βεβαίως δεν θέλομεν με τούτο νά άπαλλάξωμεν πάσης προσωπικής ευθύνης καί τήν Σύνοδον τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτις μνήμων τών συντηρητικών τού Πατριαρχείου άρχων, καί τής ηθικής δυνάμεως καί πνευματικής επιρροής τούτου έπί τών Εκκλησιαστικών ζητημάτων, ώφειλεν αντί νά ρυμουλκηθή υπό τών μεταρρυθμιστικών σχεδίων τού Μακαριωτάτου νά έπιβάλη εις αυτόν τό κύρος τό Πατριαρχικόν καί τήν αύθεντικήν αυτής γνώμην εις τό ζήτημα τό ήμερολογιακόν. Διό καί έφ' όσον ή Σύνοδος προέβη καθ' ύπέρβασιν τών ορίων τής δικαιοδοσίας Αυτής, έστω καί παραπεισθείσης υπό του Μακαριωτάτου, υπέχει καί Αύτη εύθύνην προσωπικήν διά τήν καινοτομίαν τήν ήμερολογιακήν.
ΑΛΛά μήπως ό Μακαριώτατος εις τό ζήτημα τούτο δεν παρέπεισε καί δέν έξεβίασε καί τήν Ίεραρχίαν τής Ελλάδος άποκρύψας σκοπίμως, καίπερ προκληθείς κατά τήν συνεδρίαν τής 17ης Δεκεμβρίου 1924, υπό τού Άγίου Δημητριάδος κ. Γερμανού, νά ανακοίνωση τάς αρνητικάς απαντήσεις τών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, τής Σερβίας καί τής Ρουμανίας, ίνα παρασύρη τήν Ίεραρχίαν εις τό πραξικόπημα τής ήμερολογιακής μεταβολής καί καταστήση καί ταύτην άλληλέγγυον καί συνυπεύθυνον μετ Αυτού;
Μήπως ούτος προς έπιτυχίαν τών μεταρρυθμιστικών σχεδίων του δέν έφθασεν εις τοιούτον ασυνειδησίας σημείον ώστε εις τήν Σύνοδον τής Ιεραρχίας κατ Όκτώβριον τού 1933, καθ' ην κατηγγέλθη ύπό τών Ιεραρχών Δημητριάδος, Κασσανδρείας, Δράμας, καί Δρυϊνουπόλεως ή ημερολογιακή καινοτομία, ως αντικείμενη προς αποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων νά ψευσθή έν γνώσει, βεβαιώσας ως ιστορικός τήν Ίεραρχίαν ότι καμμία Σύνοδος δέν κατεδίκασε τό Γρηγ. ήμερολόγιον ένώ διά τής ιδίας αυτού υπογραφής βέβαιοι τό εναντίον εις μίαν μεγάλην πραγματείαν του περί τής Εκκλησίας τής 'Αλεξανδρείας, δημοσιευθείσαν είς τήν Μεγάλην Έλληνικήν Έγκυκλοπαίδειαν Μακρή, (Τόμος Γ' σελ. 562)...
Ή κατ' άνοχήν όμως παραδοχή τού νέου ημερολογίου ύπό τής Ιεραρχίας τής Ελλάδος αφορά ταύτην ως πρόσωπα καί ουχί ως εκπροσωπούσαν τήν έννοιαν τής Εκκλησίας, συνερχομένην εις Σύνοδον καί έν Άγίω πνεύματι άποφαινομένην κατά τά θέσμια τής Όρθοδόξου Εκκλησίας. Ευτυχώς ότι ό γράφων καί οί συναγωνισταί του Δημητριάδος καί Ζακύνθου δέν συγκατελέγοντο εις τήν πλειοψηφίαν τής Ιεραρχίας τής έξουσιοδοτησάσης τόν Μακαριώτατον Πρόεδρον διά τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου.
Ιδού διατί τό διάβημα ημών προβάντων εις τήν άποκήρυξιν τής Ιεραρχίας διά τό τόλμημα τής ημερολογιακής καινοτομίας, δέν δύναται νά χαρακτηρισθή ώς ανταρσία κατά τής Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τής Ελλάδος, ώς καί προηγουμένως είπομεν, άλλ' ώς άποκήρυξις μιας άντικανονικής αποφάσεως τής Συνόδου άντιστρατευομένης προς τους ιερούς Κανόνας καί τάς σεπτάς παραδόσεις τής Εκκλησίας. Παρ όλα όμως ταύτα ή Διοικούσα Σύνοδος, καίπερ άποκηρυχθείσα υφ ημών δι επίσημου έγγραφου ως Σχίσματική, προέβη όλως άναρμοδίως νά δικάση ημάς, ώς εγείροντας δήθεν πτέρναν κατά της Εκκλησίας καί νά καταδικάση ημάς μή υπαγόμενους πλέον ύπό τήν δικαιοδοσίαν καί τήν δοσιδικίαν Αυτής εις καθαίρεσιν, εις ύποβιβασμόν, εις τήν τάξιν τών Μοναχών καί πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις διαφόρους Μονάς. Τού λόγου ενταύθα γενομένου ας μοί επιτραπή καί ή ανασκευή τής αποφάσεως ταύτης. Ή άπόφασις αύτη έστηρίχθη έπί όλως εσφαλμένως βάσεως, ην, όταν τις άρη, πίπτει άφ' εαυτής ή ισχύς καί τό κύρος αυτής, μή δυναμένη έπ' ουδεμιάς άλλης βάσεως νά στηριχθή.
Τό δίκασαν ημάς Συνοδικόν Δικαστήριον έκ τού υποβληθέντος τη Διοικούση Συνόδω άποκηρυκτικού ημών εγγράφου, κακώς ήγαγε τό συμπέρασμα, ότι ήμείς έπαναστατήσαμεν κατ' Αυτής πειραθέντες δι' επαναστατικών δήθεν προκηρύξεων νά έξεγείρωμεν τόν Κλήρον καί τόν λαόν κατά τής Εκκλησίας.
Αέγομεν δέ κακώς καί εσφαλμένως ίνα μή είπωμεν έπί κακοβούλω προθέσει, διότι τό Συνοδικόν Δικαστήριον άνιί νά εξέταση, νά κρίνη καί νά άνασκευάση δι'έπιχειρημάτων τους Εκκλησιαστικούς καί Κανονικούς λόγους, δι' ων ήμείς δικαιολογούμεν και κατωχυρούμεν τήν άποκήρυξιν τής Διοικούσης Συνόδου ώς Σχισματικής, παρέρχεται τούτους διά τελείας σιγής διότι είναι άνεπίδεκτοι ανασκευής, καί επιλαμβάνεται ώς σανίδα σωτηρίας τήν άνταρσίαν δήθεν κατά τής Εκκλησίας καί τό Σχίσμα Αυτής, όπερ δημιουργηθέν ύπό τής Ιεραρχίας διά τής εισαγωγής τού Παπικού ημερολογίου, μάτην πειράται νά άποδώση εις ημάς έπιδιώξαντες ακριβώς διά τής επαναφοράς τού όρθοδόξου εορτολογίου τήν ειρήνευσιν τής Εκκλησίας, καί τήν ένωσιν τών διαιρεθέντων χριστιανών έν τω έδάφει τών Εκκλησιαστικών παραδόσεων ημών. Τοσούτω δέ μάλλον ώφειλεν ή Διοικούσα Σύνοδος καί τό δίκασαν ημάς Συνοδικόν Δικαστήριον νά λάβη ύπ' όψιν τά εκκλησιαστικά καί Κανονικά επιχειρήματα έφ' ων έστηρίξαμεν τήν άποκήρυξιν καί τήν άπόσχισιν Αυτής, όσω έν τω τέλει τού άποκηρυκτικού ημών έγγραφου έξεφράζομεν καί τήν ελπίδα ότι ή Διοικούσα Σύνοδος σταθμίζουσα τάς σοβαράς εύθύνας ας υπέχει Αύτη ενώπιον Θεού καί Εκκλησίας διά τό τόλμημα τής ημερολογιακής καινοτομίας, θά εύδοκήση νά άρη τό συνεπεία ταύτης προκληθέν Σχίσμα τών χριστιανών προς ένωσιν αυτών.
Διό καί ήμείς, όσω καί αν δέν έλπίζωμεν άπό τήν Διοικούσαν Σύνοδον νά άρη έκ τού περιβόλου τής Εκκλησίας τό αίτιον τού σκανδάλου καί τού Σχίσματος τού όρθοδόξου χριστεπωνύμου ποιμνίου, όσω καί άν άποκηρύπωμεν Αυτήν, ώς άποτειχισθείσαν έκ τού καθολικού κορμού τής ορθοδοξίας διά τής ημερολογιακής καινοτομίας, ούχ' ήττον άφήσαμεν δι' Αυτήν καί μίαν θύραν άνοικτήν διά τήν προσέγγισιν καί συνεννόησιν μεθ' ημών προς ειρήνευσιν καί άποσόβησιν τών όλεθρίων συνεπειών τού Σχίσματος. 'Αλλ' ή Διοικούσα Σύνοδος αντί νά μελετήση σοβαρώς τό έγγραφον ημών, δι' ου άπεκηρύττομεν αυτήν διά τήν πλάνην τήν ήμερολογιακήν καί διαβεβαίωση ημάς περί τών αγνών καί ειλικρινών Αυτής διαθέσεων προς συνεννόησιν έστω καί προς διαφώτισιν ημών έπί τω τέλει, όχι πλέον νά μή έπισημοποιηθή τό Σχίσμα δι' ημών άλλα νά άρθή τελείως τούτο δι' ημών, έξευρισκομένης άπό κοινής συσκέψεως καί συνεννοήσεως μιας λύσεως τού ζητήματος ίκανοποιούσης τήν έννοιαν τής ορθοδοξίας τής Εκκλησίας καί διααωζούσης τήν άξιοπρέπειαν τής Ιεραρχίας, έθεώρησε καλόν νά περιφρόνηση ημάς διά τής σιωπής καί νά κηρύξη ύποδίκους ενώπιον Συνοδικού Δικαστηρίου.
Διό καί ότε είδομεν ότι ή Διοικούσα Σύνοδος ού μόνον δέν ηθέλησε νά κόμη χρήσιν τών μέσων τού ειρηνικού συμβιβασμού τοσούτω μάλλον όσω ήμεϊς άπεφύγαμεν νά προβώμεν έπί δεκαήμερον εις λειτουργικήν τίνα πράξιν, ϊνα μή άποκλείσωμεν τήν ελπίδα τής ειρηνικής διευθετήσεως τού ζητήματος, άλλα καί προέβη άνευ ουδεμιάς προηγουμένως νομίμου διαδικασίας εις τήν παύσιν έκ τών θρόνων αυτών τού Δημητριάδος καί τού Ζακύνθου, καί τόν διορισμόν Τοποτηρητών έν ταϊς έπαρχίαις αυτών, συνηγάγομεν πλέον τό λογικόν συμπέρασμα ότι ή Διοικούσα Σύνοδος, άποκλείσασα πάσαν ελπίδα συνεννοήσεως, ανεγνώρισε διά τής πράξεως αυτής ταύτης τήν ύφ' ημών γενομένην άποκήρυξιν Αυτής καί άπόσχισιν ημών έκ τής Εκκλησίας.Έν τη περιπτώσει ταύτη έθεωρήσαμεν ήμείς αυτούς ελευθέρους νά ένεργήσωμεν διά τήν Έκκλησίαν τών άκολουθούντων τό πάτριον έορτολόγιον έπί κεφαλής τής οποίας έτάχθημεν, πάν, ό,τι άπητείτο διά τήν όργάνωσιν αυτής. Καί έκ τών πρώτων έθεωρήσαμεν καλόν νά απαρτίσωμεν τήν Σύνοδον τής Εκκλησίας τών παλαιοημερολογιτών καί νά συμπληρώσωμεν τά Μέλη Αυτής, προβάντες καθ' ό είχομεν καθήκον καί δικαίωμα έκ τών Συνοδικών Διατάξεων καί τών ίερών Κανόνων είς ψήφισιν καί χειροτονίαν τεσσάρων νέων Επισκόπων διά τήν πλήρωσιν τών θρησκευτικών αναγκών τού ποιμνίου τής Εκκλησίας ήμών.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου