Η μερίς αύτη των παλαιοημερολογιτών διακόψασα πάσαν Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά των καινοτόμων Κληρικών, μετεπέμψατο εξ Αγίου όρους ιερείς, ακολουθούντας το πάτριον εορτολόγιον, ίνα δι΄ αυτών τελώσι τα της λατρείας αυτών και δέχωνται την θείαν Χάριν και αγιασμόν. Τότε η Διοικούσα Σύνοδος, ίνα στερήση την μερίδα των παλαιοημερολογιτών των ιερέων αυτής και εξαναγκάση ταύτην να προσχωρήση εις το νέον εορτολόγιον, ενήγαγε εις δίκην τους ιερείς και δικάσασα καθήρεσεν αυτούς, αρνουμένους να συμμορφωθώσι προς την απόφασιν της Ιεραρχίας και ως ιδρύσαντας ίδιον θυσιαστήριον δια λόγους δήθεν φιλοδοξίας και ιδιοτέλειας.
Σημειωτέον δ΄ ότι η μερίς των παλαιοημερολογιτών και μετά την καθαίρεσιν των ιερέων αυτών εξηκολουθούσαν να θεωρώσιν αυτούς ως Κανονικούς των ιερείς και να περιβάλωσι δια πλείονος σεβασμού, αυτούς καθαιρεθέντας δια λόγους Ορθοδοξίας και να δέχωνται παρ΄ αυτών την Χάριν και τον αγιασμόν. Και ούτω η Ιεραρχία απο απόψεως Εκκλησιαστικής απεξενώθη της μερίδος των παλαιοημερολογιτών.
Η ημερολογιακή αύτη καινοτομία έσχεν απο ορθοδόξου και εθνικής απόψεως ολέθριον αντίκτυπον εις το αγιώνυμον Όρος. Αί ιεραί Μοναί αί περικοσμούσαι το Αγιώνυμον Όρος πλήν μιας της του Βατοπεδίου, εχόμεναι στερρώς του πατρίου εκκλησιαστικού ημερολογίου, ηρνήθησαν να συμμορφωθώσι πρός την αντικανονικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, την σχετικήν με την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν και εξηκολουθούσαν να τελώσιν τας εορτάς, τας νηστείας και τας λοιπάς Εκκλησιαστικάς ακολουθίας με το παλαιόν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Την τοιαύτην διαφωνίαν και διάστασιν μετά του Αγίου Όρους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αί εν Αγίω Όρει δυο Σλαυικαί Μοναί, η Βουλγαρική του Ζωγράφου και Σερβική του Χιλιανδαρίου, ίνα αναφέρωμεν και την Ρωσσικήν Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος, επωφελούμεναι της ημερολογιακής καινοτομίας, διέκοψαν σιωπηρώς την Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εξ΄ ής κανονικώς εξαρτώνται και διακηρύττουσιν, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον απεμπώλησε τα Χρυσόβουλλα της Ορθοδοξίας εις τας Αιρετικάς και κακοδόξους Εκκλησίας των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων.
Ούτω εξ΄ αιτίας του νέου ημερολογίου, αί εν Αγίω Όρει Μοναί, έπαυσαν του να δέχωνται την ευλογίαν και την χειροτονίαν των Κληρικών αυτών απο την Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υφ΄ ήν Εκκλησιαστικώς υπάγονται. Και πρός πλήρωσιν των Εκκλησιαστικών αναγκών προστρέχαν εις τας Σερβικάς και Βουλγαρικάς Εκκλησίας τας ακολουθούσας το εκ παραδόσεως ορθόδοξον ημερολόγιον. Αί Εκκλησίαι δέ αύται προθύμως αποδέχονταν την τοιαύτην προσφυγήν και μετά πολλής σπουδής προθυμοποιούνταν να υποκαταστήσωσιν εν Αγίω Όρει τα προαίωνια και αναφαίρετα δίκαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα κυρωθέντα δια του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους. Το τοιούτον συνέβη και κατά την εγκαθίδρυσιν του Ηγουμένου της Σερβικής Μονής του Χιλιανδαρίου, προσκληθέντος επι τούτω και μεταβάντος εκεί Σέρβου Αρχιερέως άνευ της γνώσεως και της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθά διακελεύουσιν οι Κανόνες.
Έν τη Πολωνική Εκκλησία, ο Μητροπολίτης Πολωνίας Διονύσιος, παραπεισθείς πρός στιγμήν, εισήγαγε και αυτός εκεί το νέον ημερολόγιον, ευθύς αμέσως όμως πιεσθείς υπό του λαού ηναγκάσθη να αποκαταστήση το παλαιόν. Ιδού πως εκθέτει ο ίδιος τα διατρέξαντα εις συντάκτην της τότε εκδιδομένης εν Αθήναις εφημερίδος «Σκρίπ» ερωτήσαντα αυτόν περί του ζητήματος τούτου
«Η Πολωνική Ορθόδοξος Εκκλησία εκ σεβασμού πρός την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον οποίον θεωρούμε ως κεφαλήν της Ορθοδοξίας, ευρέθημεν εις την ανάγκην να εισαγάγωμεν την ημερολογιακή μεταρρύθμισιν, αλλά ευρέθημεν πρό πανδήμου εξεγέρσεως του Λαού. Εφ΄ όσον η καινοτομία εσκανδάλιζεν καθώς απεδείχθη τας ψυχάς των πιστών ορθοδόξων, το καθήκον της, της υπέβαλε να σεβασθή το πάνδημον λαικόν αίσθημα και να μην προκαλέση σκάνδαλον εις βάρος του γοήτρου της Εκκλησίας και πρός ζημίαν ίσως του θρησκευτικού συναισθήματος του Λαού.
Το δέ Κράτος άφησε το ορθόδοξον πλήρωμα να τελή ελευθέρως τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα συμφώνως πρός την θρησκευτικήν του συνείδησιν και τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις» (Εφημερίς «Σκρίπ» 13-4-1927).
Οι διωγμοί εναντίον των παλαιοημερολογιτών αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου η εμμονή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, εις την καινοτομίαν του νέου ημερολογίου, είχον προκαλέσει αγανάκτησιν της ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως.
Πάντες κατεφέροντο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, τον οποίον εθεώρουν ως αίτιον της εκκλησιαστικής ανωμαλίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της ιστορίας Π. Καρολίδης εις συνέντευξίν του πρός την εφημερίδα «Σκριπ» αναφερόμενος εις το ζήτημα του ημερολογίου, λέγει τα εξής
«Πράξις αξιοκατάκριτος και απερίσκεπτος του Αρχιεπισκόπου υπήρξεν η σπουδή αυτού εν τω ζητήματι του νέου ημερολογίου. Ο Χρυσόστομος εδικαιολόγησεν την πράξιν του ταύτην δια της Ιεραρχίας και της μεγάλης Εκκλησίας. Ούτως εδικαιολογήθη, η υπό της αυταρχίας της πολιτικής εις τον Χρυσόστομο επιβληθείσα και υπό τούτου εις την Ιεραρχίαν και εις την Μεγάλην Εκκλησίαν φορτωθείσα ευθύνη των γενομένων. Και όσον μεν αφορά την Ιεραρχίαν πρέπει να ομολογήσωμεν ειλικρινώς ότι ουκ ολίγοι υπάρχουν εν αυτή άνδρες καθ΄ εαυτούς άξιοι πάσης τιμής και σεβασμού· αλλά το όλον ουδεμίαν κέκτηται δύναμιν και αξίαν, υπήκουσαν τυφλώς εις τα νεύματα της εξουσίας. Όσον αφορά δέν την μεγάλην Εκκλησίαν μετά πολλού άλγους ψυχικού, πρέπει να κατακρίνω τον Χρυσόστομον, στηρίξαντα την κατ' επιταγήν γενομένην πράξιν εις την μεγάλην Εκκλησία.
... Εκείνο όπερ είμαι πεπεισμένος εγώ, ότι ουδέποτε η Μεγάλη Εκκλησία ηδύνατο να επιτρέψη τοιούτον νεωτερισμόν άνευ συνεννοήσεως προς την όλην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά περί τούτου δεν δύναμαι νύν να έλθω εις λεπτομερείς εξηγήσεις. Τούτο μόνον λέγω, ότι εκείνο το οποίο έπραξε ο Μακαριώτατος εν τω ζητήματι του ημερολογίου δεν ήτο ώριμος πράξις...
Ότε εγένετο ο νεωτερισμός προσεκλήθην εγώ υπό συλλαλητηρίου εν κλειστώ χώρω γενομένου υπο πολλών ορθοδόξων ζηλωτών· καίπερ δέ εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου καταδικάζων την πράξιν του Αρχιεπισκόπου, προσεπάθησα παντί τρόπω, λέγων και συμβουλεύων, να προλάβω πάσαν διαμαρτυρίαν εκ μέρους του υπό ζήλου εξαπτομένου ομίλου.
... Λέγω δέ και τονίζω ότι δεν είναι αληθές ότι ο υπέρ του ημερολογίου θόρυβος είναι ολίγων τινών ανθρώπων έργον, αλλ΄ ότι μέγα μέρος του Ελληνικού Λαού, ως είπεν ο Υπουργός απο βήματος της Βουλής, δεν είδε μετ΄ ευμενών διαθέσεων το γενόμενον...
Εντεύθεν δέ προηγουμένως συμφωνώ μετά των γραφέντων εν τω σημερινώ «Σκρίπ», ότι αδικαιολόγητος και ηθικώς αξιοκατάκριτος θα γίνη πάσα εκ μέρους οιασδήποτε Αρχής εκμετάλλευσις του γεγονότος τούτου πρός κατάπνιξιν της θρησκευτικής ελευθερίας.
... Η τιμωρία η επιβλητέα εις τον δράστην της πράξεως δεν δύναται να υπέρβη τα όρια του υπό του νόμου ατομικώς δια την πράξιν καθοριζομένου βαθμού της ποινής...» (Εφημερίς «Σκρίπ» 24-5-1927).
Σημειωτέον δ΄ ότι η μερίς των παλαιοημερολογιτών και μετά την καθαίρεσιν των ιερέων αυτών εξηκολουθούσαν να θεωρώσιν αυτούς ως Κανονικούς των ιερείς και να περιβάλωσι δια πλείονος σεβασμού, αυτούς καθαιρεθέντας δια λόγους Ορθοδοξίας και να δέχωνται παρ΄ αυτών την Χάριν και τον αγιασμόν. Και ούτω η Ιεραρχία απο απόψεως Εκκλησιαστικής απεξενώθη της μερίδος των παλαιοημερολογιτών.
Η ημερολογιακή αύτη καινοτομία έσχεν απο ορθοδόξου και εθνικής απόψεως ολέθριον αντίκτυπον εις το αγιώνυμον Όρος. Αί ιεραί Μοναί αί περικοσμούσαι το Αγιώνυμον Όρος πλήν μιας της του Βατοπεδίου, εχόμεναι στερρώς του πατρίου εκκλησιαστικού ημερολογίου, ηρνήθησαν να συμμορφωθώσι πρός την αντικανονικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, την σχετικήν με την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν και εξηκολουθούσαν να τελώσιν τας εορτάς, τας νηστείας και τας λοιπάς Εκκλησιαστικάς ακολουθίας με το παλαιόν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Την τοιαύτην διαφωνίαν και διάστασιν μετά του Αγίου Όρους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αί εν Αγίω Όρει δυο Σλαυικαί Μοναί, η Βουλγαρική του Ζωγράφου και Σερβική του Χιλιανδαρίου, ίνα αναφέρωμεν και την Ρωσσικήν Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος, επωφελούμεναι της ημερολογιακής καινοτομίας, διέκοψαν σιωπηρώς την Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εξ΄ ής κανονικώς εξαρτώνται και διακηρύττουσιν, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον απεμπώλησε τα Χρυσόβουλλα της Ορθοδοξίας εις τας Αιρετικάς και κακοδόξους Εκκλησίας των Καθολικών και των Διαμαρτυρομένων.
Ούτω εξ΄ αιτίας του νέου ημερολογίου, αί εν Αγίω Όρει Μοναί, έπαυσαν του να δέχωνται την ευλογίαν και την χειροτονίαν των Κληρικών αυτών απο την Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υφ΄ ήν Εκκλησιαστικώς υπάγονται. Και πρός πλήρωσιν των Εκκλησιαστικών αναγκών προστρέχαν εις τας Σερβικάς και Βουλγαρικάς Εκκλησίας τας ακολουθούσας το εκ παραδόσεως ορθόδοξον ημερολόγιον. Αί Εκκλησίαι δέ αύται προθύμως αποδέχονταν την τοιαύτην προσφυγήν και μετά πολλής σπουδής προθυμοποιούνταν να υποκαταστήσωσιν εν Αγίω Όρει τα προαίωνια και αναφαίρετα δίκαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα κυρωθέντα δια του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους. Το τοιούτον συνέβη και κατά την εγκαθίδρυσιν του Ηγουμένου της Σερβικής Μονής του Χιλιανδαρίου, προσκληθέντος επι τούτω και μεταβάντος εκεί Σέρβου Αρχιερέως άνευ της γνώσεως και της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθά διακελεύουσιν οι Κανόνες.
Έν τη Πολωνική Εκκλησία, ο Μητροπολίτης Πολωνίας Διονύσιος, παραπεισθείς πρός στιγμήν, εισήγαγε και αυτός εκεί το νέον ημερολόγιον, ευθύς αμέσως όμως πιεσθείς υπό του λαού ηναγκάσθη να αποκαταστήση το παλαιόν. Ιδού πως εκθέτει ο ίδιος τα διατρέξαντα εις συντάκτην της τότε εκδιδομένης εν Αθήναις εφημερίδος «Σκρίπ» ερωτήσαντα αυτόν περί του ζητήματος τούτου
«Η Πολωνική Ορθόδοξος Εκκλησία εκ σεβασμού πρός την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον οποίον θεωρούμε ως κεφαλήν της Ορθοδοξίας, ευρέθημεν εις την ανάγκην να εισαγάγωμεν την ημερολογιακή μεταρρύθμισιν, αλλά ευρέθημεν πρό πανδήμου εξεγέρσεως του Λαού. Εφ΄ όσον η καινοτομία εσκανδάλιζεν καθώς απεδείχθη τας ψυχάς των πιστών ορθοδόξων, το καθήκον της, της υπέβαλε να σεβασθή το πάνδημον λαικόν αίσθημα και να μην προκαλέση σκάνδαλον εις βάρος του γοήτρου της Εκκλησίας και πρός ζημίαν ίσως του θρησκευτικού συναισθήματος του Λαού.
Το δέ Κράτος άφησε το ορθόδοξον πλήρωμα να τελή ελευθέρως τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα συμφώνως πρός την θρησκευτικήν του συνείδησιν και τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις» (Εφημερίς «Σκρίπ» 13-4-1927).
Οι διωγμοί εναντίον των παλαιοημερολογιτών αφ΄ ενός και αφ΄ ετέρου η εμμονή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, εις την καινοτομίαν του νέου ημερολογίου, είχον προκαλέσει αγανάκτησιν της ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως.
Πάντες κατεφέροντο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, τον οποίον εθεώρουν ως αίτιον της εκκλησιαστικής ανωμαλίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της ιστορίας Π. Καρολίδης εις συνέντευξίν του πρός την εφημερίδα «Σκριπ» αναφερόμενος εις το ζήτημα του ημερολογίου, λέγει τα εξής
«Πράξις αξιοκατάκριτος και απερίσκεπτος του Αρχιεπισκόπου υπήρξεν η σπουδή αυτού εν τω ζητήματι του νέου ημερολογίου. Ο Χρυσόστομος εδικαιολόγησεν την πράξιν του ταύτην δια της Ιεραρχίας και της μεγάλης Εκκλησίας. Ούτως εδικαιολογήθη, η υπό της αυταρχίας της πολιτικής εις τον Χρυσόστομο επιβληθείσα και υπό τούτου εις την Ιεραρχίαν και εις την Μεγάλην Εκκλησίαν φορτωθείσα ευθύνη των γενομένων. Και όσον μεν αφορά την Ιεραρχίαν πρέπει να ομολογήσωμεν ειλικρινώς ότι ουκ ολίγοι υπάρχουν εν αυτή άνδρες καθ΄ εαυτούς άξιοι πάσης τιμής και σεβασμού· αλλά το όλον ουδεμίαν κέκτηται δύναμιν και αξίαν, υπήκουσαν τυφλώς εις τα νεύματα της εξουσίας. Όσον αφορά δέν την μεγάλην Εκκλησίαν μετά πολλού άλγους ψυχικού, πρέπει να κατακρίνω τον Χρυσόστομον, στηρίξαντα την κατ' επιταγήν γενομένην πράξιν εις την μεγάλην Εκκλησία.
... Εκείνο όπερ είμαι πεπεισμένος εγώ, ότι ουδέποτε η Μεγάλη Εκκλησία ηδύνατο να επιτρέψη τοιούτον νεωτερισμόν άνευ συνεννοήσεως προς την όλην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά περί τούτου δεν δύναμαι νύν να έλθω εις λεπτομερείς εξηγήσεις. Τούτο μόνον λέγω, ότι εκείνο το οποίο έπραξε ο Μακαριώτατος εν τω ζητήματι του ημερολογίου δεν ήτο ώριμος πράξις...
Ότε εγένετο ο νεωτερισμός προσεκλήθην εγώ υπό συλλαλητηρίου εν κλειστώ χώρω γενομένου υπο πολλών ορθοδόξων ζηλωτών· καίπερ δέ εν τω βάθει της συνειδήσεώς μου καταδικάζων την πράξιν του Αρχιεπισκόπου, προσεπάθησα παντί τρόπω, λέγων και συμβουλεύων, να προλάβω πάσαν διαμαρτυρίαν εκ μέρους του υπό ζήλου εξαπτομένου ομίλου.
... Λέγω δέ και τονίζω ότι δεν είναι αληθές ότι ο υπέρ του ημερολογίου θόρυβος είναι ολίγων τινών ανθρώπων έργον, αλλ΄ ότι μέγα μέρος του Ελληνικού Λαού, ως είπεν ο Υπουργός απο βήματος της Βουλής, δεν είδε μετ΄ ευμενών διαθέσεων το γενόμενον...
Εντεύθεν δέ προηγουμένως συμφωνώ μετά των γραφέντων εν τω σημερινώ «Σκρίπ», ότι αδικαιολόγητος και ηθικώς αξιοκατάκριτος θα γίνη πάσα εκ μέρους οιασδήποτε Αρχής εκμετάλλευσις του γεγονότος τούτου πρός κατάπνιξιν της θρησκευτικής ελευθερίας.
... Η τιμωρία η επιβλητέα εις τον δράστην της πράξεως δεν δύναται να υπέρβη τα όρια του υπό του νόμου ατομικώς δια την πράξιν καθοριζομένου βαθμού της ποινής...» (Εφημερίς «Σκρίπ» 24-5-1927).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου