Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Α΄.
Ἡ παναίρεση (κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς) τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι μιὰ κατάσταση ὑπαρκτὴ καὶ ὄζουσα μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποί μας, ὅμως, τὴν ἀποκρύπτουν, τὴν ἔχουν καταστήσει ἄσαρκη, ἄοσμη καὶ ἀόρατη, καὶ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ἐρευνήσουν καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν Συνοδικά.
Εἶναι πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν δισχιλιετὴ ἱστορία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σύσσωμη ἡ Ἱεραρχία νὰ σιωπᾶ ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἢ νὰ συμπορεύεται ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα μὲ τὴν αἵρεση, ἀντὶ νὰ ἔχει ἐξεγείρει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἀνατροπή της. Οἱ τυχὸν σποραδικὲς φραστικὲς διαμαρτυρίες ἐνίων ἐξ αὐτῶν (ποὺ θὰ εἶχαν ἀξία κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς αἱρέσεως) ἐλάχιστη πρακτικὴ ἀξία ἔχουν, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ αἵρεση ὕπουλα ἔχει εἰσδύσει μέχρι τὸ μεδοῦλι τῶν συνειδήσεων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἴτε τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει εἴτε ὄχι, εἴτε συμμετέχουν φανερὰ σὲ ἐκδηλώσεις οἰκουμενιστικὲς εἴτε τὶς ἀνέχονται.
Ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς οἰκουμενιστικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 19201 καὶ ὅσων ἐφεξῆς δρομολογήθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐθέσπισε ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος. Αὐτὸ σημαίνει πὼς σταδιακὰ γίνεται ἀλλαγὴ τῶν ἀρχῶν τῆς θεμελιώδους Πίστεως· ὅλο καὶ περισσότερο ἀμφισβητεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας», καὶ ἐμπεδώνεται στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἡ θέση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναποτελεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν (ὁρατῶς ἢ ἀοράτως) τὴν Ἐκκλησία.
Ὡς ἐκ τούτου, καταλαβαίνουμε πώς, ἂν οἱ πιστοὶ ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται καὶ ἔχουν ἀποθέσει καὶ ἐπιρρίψει –κακῶς– τὰ πάντα στοὺς ἐπισκόπους,2 ἂν οἱ πιστοὶ δυσκολεύονται πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιληφθοῦν ἀλήθειες τῆς Πίστεως βασικὲς καὶ ξεκαθαρισμένες, πόσο πιὸ δύσκολα μποροῦν νὰ συλλάβουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ ἀληθοφανεῖς καὶ ὀρθοδοξοφανεῖς ἐκφράσεις τῶν αἱρετικῶν, ὅταν μάλιστα οἱ Ποιμένες τους ἐν Συνόδῳ τὶς ἀποκρύπτουν καὶ ἀρνοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς;3
Ὡς φυσικὴ συνέπεια ἔρχεται ἡ ραγδαία ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ στὴν παροῦσα φάση μὲ ἀγαπολογίες, διαλόγους, συμπροσευχές, κοινὲς ἐκδηλώσεις πρὸς διάσωση τοῦ πλανήτη καὶ τῆς «κοινῆς» χριστιανικῆς κληρονομιᾶς τῆς Εὐρώπης, εἰρηνιστικὲς καὶ οἰκολογικὲς κορῶνες κ.ἄ., ὡς ἄλλο ναρκωτικό, ναρκώνει καὶ ἀλλοιώνει συνεχῶς –ὅλο καὶ περισσσότερο– τὰ ὀρθόδοξα αἰσθητήρια τοῦ λαοῦ, ὡς ὅτου ἀποκαλύψει πλήρως καὶ στοὺς πλέον ἀφελεῖς τὸ ἀποκρουστικό του πρόσωπο.
Δυὸ τελευταῖα χαρακτηριστικὰ γεγονότα, ἐκφραστικὰ δείγματα διεισδύσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἦταν α) ἡ συναυλία ποὺ ἔγινε, –ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προταθεῖσα– στὸν ὀρθόδοξο ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα Ἀθηνῶν, μὲ μουσικὰ ὄργανα καὶ προεξάρχοντα γνωστὸ λαϊκὸ τραγουδοποιό, ἐκδήλωση «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση» τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καὶ β) ἡ ἀπαράδεκτη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, πὼς οἱ Ἀρμένιοι εἶναι Ὀρθόδοξοι! Παρὰ κάποιες ἀντιδράσεις γιὰ τὴν πρώτη ἐκδήλωση, οὐδεὶς ἐπίσκοπος ἀντέδρασε γιὰ τὴν δεύτερη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐπώνυμο πρωτοπρεσβύτερο, κάποιους λαϊκοὺς καὶ μετρημένα θρησκευτικὰ ἱστολόγια.
Ἔτσι λοιπόν, διὰ τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ συνεχῶς ἀλλοιώνεται τὸ φρόνημα καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς καινοτομίες ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, δηλαδή, σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη, γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν) ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.
Ἐξοργίζεται κανεὶς καὶ ἀσφυκτιᾶ, καθὼς βλέπει ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατάφεραν νὰ κατακερματίσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν σὲ ἐπισκοποκεντρικῆς κατευθύνσεως ἰδεοληψίες περὶ ὑπακοῆς, (βοηθούντων ἀκουσίως σ’ αὐτὸ τῶν ἀδελφοτήτων καὶ πολλῶν Ἱ. Μονῶν), κατάφεραν νὰ μᾶς κολλήσουν ἐτικέτες, νὰ μᾶς διαιρέσουν, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν καὶ ὡς κάποιο βαθμὸ νᾶ μᾶς εὐνουχίσουν, ὥστε νὰ μὴν ἀντιδροῦμε στὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅμως, ἐνῶ ἔχουμε –ἀνεπιτρέπτως– διαφορετικὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἀντιλήψεις καὶ στάσεις ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὲ κάθε λειτουργία ὁμολογοῦμε «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!
Ἡ ὠμότητα καὶ ἡ ἰταμότητα διὰ τῆς ὁποίας ἐξέφρασε τὸ σχέδιο αὐτὸ (γιὰ τὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας) ἕνας ἐκ τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων εἶναι πρωτοφανὴς γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἀκοές. Καὶ ὅμως, κανεὶς ἀπὸ τοὺς λαλίστατους μητροπολῖτες ποὺ κάθε δυὸ καὶ λίγο ἐκφράζονται στὰ Μ.Μ.Ε. περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, δὲν εἴδαμε νὰ τὰ ἀποδοκιμάσει δημοσίως.
Καὶ ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ μητροπολίτης Ἀχαΐας Ἀθανάσιος (ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση), ὁ ὁποῖος –ἀπολογούμενος μάλιστα στὸ Βατικανό, ἐπειδὴ καθυστεροῦμε νὰ δηλώσουμε ὑποταγή(!)– εἶπε τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά: «Στὴν Ἑλλάδα βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ πολὺ λεπτὴ κατάσταση, γιατί, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος (σ.σ. Χριστόδουλος) καὶ οἱ μητροπολῖτες ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν μιὰ σημαντικὴ συνεργασία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἔχουν καὶ εὐθύνες πρὸς τὸν κόσμο, τοὺς πιστούς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι προετοιμασμένοι στὴν προοπτικὴ τοῦ διαλόγου, ἐνῶ ἄλλοι ἔχουν μιὰ ἄποψη πιὸ φονταμενταλιστικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση νὰ προετοιμάσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν διαπαιδαγωγήσουμε, γιὰ νὰ μὴ ἀντιδράσει ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις καὶ πληροφορίες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ γεγονότα... Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη χρόνου, ἐλπίζω ὄχι ὑπερβολικοῦ, γιὰ νὰ σχηματίσουμε τὴ συνείδηση τοῦ κόσμου»!!!4
Καὶ φαίνεται πὼς τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔχει φτάσει γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, ὁ κόσμος συσχηματίζεται μὲ γοργοὺς ρυθμοὺς στὰ οἰκουμενιστικὰ σχέδια, καὶ οὐσιαστικὴ ἀντίδραση δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ οἱ πνευματικοί μας ἀρκοῦνται σὲ συστάσεις περὶ προσευχῆς καὶ ὑπακοῆς, κι ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε πειθήνια!
Γι’ αὐτὸ κι ὁ σύγχρονος χριστιανὸς θεωρεῖ φυσικὴ γιὰ τὴν ἐποχή μας τὴν ἐπαφὴ μὲ τοὺς «χριστιανοὺς» ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καὶ πλέον δὲν ὑποψιάζεται κἄν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαιτεῖ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ὅ,τι ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν: τὴν ὁμολογία καὶ τὴν ἐμμονὴ στὴν «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις» παραδοθεῖσα Πίστη, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίσει αὐτὸ στὶς σχέσεις μας μὲ ἐπισκόπους, φίλους καὶ συγγενεῖς.
Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα, λοιπόν, ἔχει καταφέρει νὰ διαγράψει ἀπὸ τὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων χριστιανῶν –διὰ καθημερινῶν λόγων καὶ πράξεων τῶν ἡγετῶν της– ὅλη αὐτὴ τὴ διαχρονικὴ Παράδοση καὶ εἰσάγει «νέα» ὁδὸ δῆθεν σωτηρίας, τὴν καταλλαγὴ καὶ τὴν συνύπαρξη –σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο– μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ καινοτομοῦν ἀσεβῶς σὲ θέματα Πίστεως καὶ παραχαράσσουν τὸ Εὐαγγέλιο.
Μπροστὰ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὁ πιστὸς ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν βίωση τῆς Πίστεως ἀκεραίας (ἀφοῦ αὐτὸ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ σωτηρία του) ἀναζητᾶ τὸ πρακτέον. Καὶ τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ ποιά εἶναι πρακτικὰ ἡ σωστὴ ἀντιμετώπιση κάθε αἱρέσεως (καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), τὴν παίρνει μελετώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία:
Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους μας, ὅταν διαπιστωθεῖ ἡ κηρυττόμενη αἵρεση, ὅταν ἐπισημανθεῖ στοὺς αἱρετικοὺς καὶ στοὺς συμπορευομένους μὲ αὐτοὺς ἡ ἀσυμφωνία τῶν ἰδεῶν τους μὲ τὴν δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν –παρὰ τὸν ἔλεγχο τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους– αὐτοὶ κωφεύουν, ὅταν τέλος, ἀφοῦ κληθοῦν νὰ ἀνανήψουν καὶ νὰ ἀποστοῦν τῆς αἱρέσεως, αὐτοὶ ἐμμένουν πεισματικὰ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πρακτικές, τότε ἡ μόνη δυνατὴ ἐνέργεια εἶναι ἡ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν.
Ἂν ὅμως, ἡ ἁρμόδια πρὸς τοῦτο Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν προβαίνει σ’ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, πιθανῶς γιατὶ ἔχει συμβιβασθεῖ μὲ τὴν αἵρεση ἢ φοβᾶται τοὺς ἡγέτες της, τότε οἱ πιστοὶ (οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ μεταξὺ ἔχουν καθηκόντως διαμαρτυρηθεῖ) πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους5, ἐφαρμόζοντες τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ θεσμοθετημένη ἀπὸ Ἱεροὺς Κανόνες πρακτικὴ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ ἢ αἱρετίζοντος (=ἀνεχομένου τὴν αἵρεση) ἐπισκόπου, δηλαδὴ τὴν ἀποτείχιση.
Βέβαια, τὸ ἄριστο θὰ ἦταν, μπροστάρηδες στὸν ἀγῶνα αὐτὸ νὰ ἦσαν κληρικοὶ καὶ μοναχοί6. Ὅταν ὅμως αὐτοί, λόγῳ συνθηκῶν, διστάζουν, ὑπολογίζουν, φοβοῦνται, ἀναβάλλουν, τότε ὁ κάθε πιστός, ἵνα σώσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν (ἀκολουθῶν τὶς συμβουλὲς τῶν Ἁγίων) πρέπει νὰ ἀπομακρύνεται διακόπτοντας τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντας.
Καὶ ὅλα αὐτά, διότι ἡ αἵρεση, ὡς ἀσέβεια, καθιστᾶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες «ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ», κατὰ τοὺς Πατέρες, προσβάλλει δὲ τὸ κεντρικὸ νευρικὸ σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καὶ εἴτε ὡς ὕπουλο παράσιτο καὶ μικρόβιο, εἴτε ὡς φανερὴ καὶ φοβερὴ ἀσθένεια, ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα. Ὡς φανερὴ μὲν ἀσθένεια τὴν ἄμεση προσβολή, τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἐξασθένηση τῆς θεραπευτικῆς τῶν παθῶν ἐνέργειας τῆς Ἐκκλησίας –στὴν ὁποία συντελοῦν τὰ ὀρθὰ Δόγματα–, ὡς παρασιτικὸς δὲ ὀργανισμός, τὴν σταδιακὴ ἀποδιοργάνωση καὶ ἀρρυθμία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὴν ἀδιόρατη στοὺς πολλοὺς ἀλλοίωση τῆς Πίστεως.
Ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν, κάποια μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ ἐλάχιστοι ἱερεῖς), τῶν ὁποίων τὸν πραγματικὸ ἀριθμὸ δὲν γνωρίζουμε, ἔχουν ἀποτειχισθεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ἀκολουθώντας τὴν διδασκαλία τῶν σχετικῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεση καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς αἱρετίζοντες (σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία) μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐπίσης, καὶ κάποιοι ἄλλοι πιστοὶ ἑτοιμάζονται νὰ συναριθμήσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἀριθμὸ ἐκείνων ποὺ ὡς τώρα ἔχουν ἀποτειχισθεῖ, ἕως ὅτου καταδικάσουν οἱ Ἐπίσκοποι Συνοδικὰ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ τὴν ὑπηρετοῦν καὶ τὴν προωθοῦν. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά τους ἀποτελεῖ μιὰ ὁμολογία πίστεως καὶ δήλωση συντάξεως μὲ ὅσα πιστεύει καὶ διδάσκει ἡ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Πρακτικὰ αὐτὸ σημαίνει, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπέχουν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὲς πράξεις καὶ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἐπισκόπους καὶ ὅσους ἱερωμένους τοὺς μνημονεύουν· καὶ (γιὰ νὰ παραμένουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια καὶ Πίστη) ἀναζητοῦν ἱερεῖς ποὺ δὲν θὰ μνημονεύουν αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ὥστε αὐτοὶ νὰ τελοῦν τὰ διάφορα μυστήρια· ἂν δὲν τοὺς εὑρίσκουν ἢ ὁ τόπος ὅπου λειτουργοῦν εὑρίσκεται μακριά, ἀρκοῦνται νὰ ἐφαρμόζουν τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων, ὅπως στὸ παρακάτω κείμενο ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας… σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι… εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» ((Μ. Ἀθανασίου, Ἐκ τοῦ κατὰ αἱρέσεων, P.G. 35, 33 καὶ ΒΕΠΕΣ 33, 199).
Μιὰ τέτοια ἀπόφαση συνήθως διαστρεβλώνεται ἀπὸ τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία (ἤδη ἔχει γίνει σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις) καὶ παρουσιάζεται ὡς σχίσμα ἢ ἀπείθεια στὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, καὶ ὡς οἰκειοθελὴς ἔξοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀποτειχιζόμενοι ὀρθόδοξα (ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε πάντα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία) ἔχουν συνείδηση ὅτι παραμένουν στὴν Ἐκκλησία, τὴν «κιβωτὸ τῆς σωτηρίας», δὲν διανοοῦνται οὔτε πρὸς στιγμὴν πὼς θὰ φύγουν ἀπ’ αὐτήν, οὔτε σχεδιάζουν τὴν δημιουργία ἄλλης παρατάξεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, οὔτε προσχωροῦν σὲ ἄλλες αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς ὁμάδες ἢ παρασυναγωγές, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ καταφύγουν στὶς ἀλληλοκατηγορούμενες παρατάξεις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν γνήσια Ἐκκλησία.
Βιώνοντας, οἱ πιστοί, ὀρθόδοξα τὴν χριστιανικὴ Παράδοση καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν διδασκαλία τῶν Ἱερῶν Κανόνων, γνωρίζουν ὅτι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξέρχονται οἰκειοθελῶς ὅσοι ἀφίστανται τῆς ἀληθείας καὶ διδάσκουν τὴν αἵρεση, ὅσοι ἀλλοιώνουν, δηλαδή, τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ παραμικρό, ὅσοι χαράσσουν ἄλλη ὁδὸ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ὁριοθέτησαν οἱ Πατέρες διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἢ ὅσοι ἀποδέχονται συνειδητὰ οἱαδήποτε αἵρεση, ἢ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐπικράτησή της καί, τέλος, ὅσοι ἀκολουθοῦν τοὺς ἀνωτέρω ἐν γνώσει τους.
Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν ὅ,τι ἀείποτε διδάσκει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καὶ ὅλα ὅσα ἡ Ἱερὰ Παράδοση περιέχει, καὶ ὅσα παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διασώζονται στὰ Ἁγιογραφικὰ κείμενα καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, αὐτοὶ εὑρίσκονται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν στοὺς συγχρόνους τους ἀρχιερεῖς, αὐτὸ δὲν τὸ κάνουν ἀπὸ ἀσέβεια στοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸ στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τοὺς ὁποίους οἱ αἱρετικοὶ ἢ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι δὲν σέβονται, ἀφοῦ παραβαίνουν μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, ἢ ἀνέχονται ἔργοις καὶ λόγοις αὐτὴν τὴν ἀλλοίωση καί, παρὰ τὴν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἐπισήμανση τῶν παραβάσεων, ἀγνοοῦν ἐπιδεικτικὰ τὶς διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἀγωνία τους, ὡς ἐὰν νὰ μὴ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἔτσι διολισθαίνουν συνεχῶς πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρασύροντες τὸ ποίμνιο καὶ συνεργοῦντες στὴν ἀφομοίωσή του ἀπὸ αὐτήν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὄχι μόνο δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν προφύλαξή τους ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀντίθετα, οἱ ἴδιοι τοὺς Ὀδηγοῦν στὴν αἵρεση, συμβάλλοντας στὴν ἀκύρωση τῆς σωτηρίας τους.
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ πιστοί, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τους καὶ μιμούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ ψευδεπισκόπων, ἔχοντας ζυμωθεῖ μὲ τὸν βίο τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή τους ἐπλήρωναν τὴν ὁμολογία καὶ ἐμμονὴ στὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀψηφοῦσαν κάθε ψευδεπίσκοπο καὶ ψευτοπατριάρχη, κάθε Νεστόριο, Πύρρο, Σέργιο (ἀργότερα Καλέκα, Βέκκο, σήμερα Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαῖο), καὶ ἔπαυαν νὰ τοὺς μνημονεύουν. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτὴ κατοχυρώθηκε καὶ μὲ τὴν ἰσχὺν Ἱεροῦ Κανόνος, τοῦ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει:
«Οἱ γὰρ δι' αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶναι ἐν ἰσχύει Κανὼν τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, (μαζί μὲ τὸν 31ο Ἀποστολικὸ Κανόνα) καὶ τὸν ἐθέσπισε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκλησία ὡς ἀσφαλῆ ὁδὸ στὶς ἑκάστοτε περὶ Πίστεως αὐθαιρεσίες τῶν ἐπισκόπων.
Τὸ περιεχόμενο τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολυπληθῆ πατερικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ἔχει ἐπαρκῶς καὶ μὲ σαφήνεια ἑρμηνευθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κανονολόγο Νικόδημο Μίλας, ὡς ἑξῆς: «Ἐὰν Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως».
Ἀσφαλῶς ὑφίσταντο παλαιότερα καὶ θὰ ὑποστοῦν καὶ σήμερα οἱ ἀντιδρῶντες καὶ ἀποτειχισμένοι πιστοὶ τὶς ὅποιες συνέπειες προκύψουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν πράξη. Γιατὶ εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ αἱρετικὸς καὶ αἱρετίζων ἐπίσκοπος, δὲν ἀνέχεται διαμαρτυρίες ποὺ ἀποκαλύπτουν τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ ἀμφισβητοῦν τὴν δεσποτικὴ ἐξουσία του, οὔτε ἔρχεται σὲ διάλογο μὲ τὸν διαμαρτυρόμενο πιστό· ἀντίθετα χρησιμοποιεῖ κάθε νομιμοφανὲς μέτρο καὶ Ἱ. Κανόνα γιὰ νὰ φιμώσει καὶ ἐξουδετερώσει τοὺς διαμαρτυρόμενους. Τραγικὸ παράδειγμα, τὰ συμβαίνοντα στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, μὲ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῆς οἰκουμενιστοκρατούμενης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἐναντίον τοῦ ἡρωϊκοῦ Μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτεμίου μετὰ τῆς συνοδείας αὐτοῦ, ἐνέργειες ποὺ κατήγγειλαν ὄχι μόνο κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι καὶ ἁπλοὶ πιστοί, ἀλλὰ καὶ δύο ἐπίσκοποι τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (οἱ Μητροπολῖτες Πειραιῶς Σεραφεὶμ καὶ Κυθήρων Σεραφείμ).
Καθῆκον, ὡς ἐκ τούτου τοῦ ὑπερασπιζόμενου διὰ τῆς ἀποτειχίσεως τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη χριστιανοῦ, νὰ ἀγωνίζεται, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ περιμένει τὴν ἀλλαγὴ τῆς καταστάσεως, ποὺ θὰ προκύψει κατ’ ἀρχὰς μὲ τὴν συμπαράσταση, συμπαράταξη ἢ τὴν ἀποτείχιση ὅσων ἄλλων πεισθοῦν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν πατερικῶν θέσεων. Εἶναι δυνατὸν (τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος) ἡ πίεση πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς ἢ πρὸς τοὺς ἀνεχομένους τὴν αἵρεση (αἱρετίζοντες) νὰ ἐνταθεῖ καὶ ἔτσι νὰ συγκληθεῖ Ὀρθόδοξων προδιαγραφῶν Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Συμμετέχοντας, λοιπόν, ὁ πιστὸς σὲ ἕνα τέτοιο ἀγῶνα ποὺ δὲν εἶναι μονοσήμαντος, δὲν ἀποβλέπει μόνο στὴ δική του σωτηρία ἢ τὴν ἀνατροπὴ τῆς αἱρέσεως (ποὺ ἂν βρισκόμαστε στοὺς ἐσχάτους καιρούς, πιθανὸν νὰ μὴν εἶναι ἀνατρέψιμη), ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνημέρωση καὶ ἄλλων ἀδελφῶν μας. Καὶ δεν ἀποκλείεται ἡ ἐνέργεια αὐτὴ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ προβληματιστοῦν καὶ νὰ ἀφυπνιστοῦν, γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση, γνωστοῦ ὄντος ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὴν αἵρεση ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια καὶ ὄχι στὴν σωτηρία. Τὸ ἀποτέλεσμα δέ, ὅπως πάντα, ἐναπόκειται στὰ χέρια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
Μὲ ἐπιφύλαξη ἐδῶ σημειώνουμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τὶς τραγικὲς στιγμὲς ποὺ βιώνουμε οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὅπου γῆς, εἶναι ἡ διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διάβρωση καὶ ἀπονεύρωση τῶν ἡγετικῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία κατάντησε ἐνδοτική, χωρὶς θυσιαστικὸ καὶ ἡρωϊκὸ φρόνημα ἀντιστάσεως, πειθήνιο ὄργανο τῆς μασονοκρατούμενης Νέας Τάξεως Πραγμάτων, καὶ ὡς ἐκ τούτου μὴ δυναμένη νὰ ἀνατρέψει τὸ κλῖμα διαλύσεως τῆς Πίστεως.
Ἀσφαλῶς, οἱ ἴδιοι κύκλοι τῆς παγκοσμιοποιήσεως τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο τώρα), ἔχουν ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους (παρὰ τὶς ὑποσχέσεις γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο) σὲ φοβερὰ οἰκονομικά, οἰκολογικά, ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἀδιέξοδα, μὲ τραγικὲς ἐπιπτώσεις ἰδίως στὴ νέα γενιά.
Ταυτόχρονα, ἔχει διαβρώσει καὶ τοὺς ἡγετικοὺς κύκλους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἀντὶ ἡ Ἱεραρχία καὶ ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι εἰς «τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ», ἔχουν καταστεῖ καὶ μεταλλαγεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὰ καθεστῶτα ποὺ λειτουργοῦν ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ ἡγέτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ τῶν δυνάμεων ποὺ τὸν καθοδηγοῦν. Εἶναι νωπὲς ἀκόμα οἱ προδοτικὲς τῆς Πίστεως ἐνέργειες Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων, ἀφοῦ ἐκ περιτροπῆς τοὺς τελευταίους μῆνες δίδουν ἐξετάσεις ὑπακοῆς στὰ ἀφεντικά τους· διδάσκουν, δηλαδή, ἀναισχύντως τοὺς Ὀρθοδόξους πόσο καλὸ εἶναι νὰ συμπροσευχόμαστε μὲ παπικοὺς καὶ προτεστάντες, νὰ συνευλογοῦμε ἄρτο (ἀπὸ κοινοῦ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ καρδινάλιοι) σὲ ἀκολουθία ἀρτοκλασίας (Ἐκκλησία Σερβίας, 28/1/2011), νὰ ἀνάπτουμε τὴν ἑπτάφωτη λυχνία καὶ νὰ συμπροσευχόμαστε σὲ Συναγωγὲς τῶν Ἑβραίων (ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχης Ἐκκλησίας Σερβίας, Ἰαν. 2011), νὰ προσφέρουμε Κοράνιο ὡς δῶρο, ἀποκαλώντας το «Ἱερό» (πατριάρχης Βαρθολομαῖος), ἀλλὰ καὶ νὰ λαμβάνουμε μέρος σὲ δεῖπνα καὶ θρησκευτικῆς ὑφῆς ἐκδηλώσεις τῶν μουσουλμάνων, καὶ πῶς, τέλος (καὶ ἐνδεικτικά), νὰ συμπαριστάμεθα στὴν διάλυση σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ ἐκκλησιομάχοι ἡγέτες ὁποιουδήποτε κομματικοῦ σχηματισμοῦ.
Β΄.
Ὅσα παραπάνω παραθέσαμε, ἀσφαλῶς χρήζουν ἐπεξηγήσεων. Ὡς ἐκ τούτου ἐρχόμαστε νὰ καταθέσουμε συγκεκριμένα στοιχεῖα καὶ νὰ τὰ ἐκθέσουμε ἀναλυτικά, ὥστε νὰ πληροφορηθοῦν ἐν ἐκτάσει, ὅσοι ἐνδιαφέρονται νὰ γνωρίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη περὶ τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου καὶ τῆς Ἀποτειχίσεως, στὰ δυὸ χιλιάδες χρόνια ποὺ ἔχουν παρέλθει ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξ ἄλλου, ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου (συγκεκριμένα τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα), στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐφαρμόστηκε μερικῶς, τὴν δεκαετία τοῦ 1970 ἀπὸ τρεῖς ἐπισκόπους καὶ Ἱ. Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιὰ τὴν ἴδια αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρότι αὐτὴ τότε, ἦταν δυσδιάκριτη στοὺς πολλούς, ἀφοῦ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπαρουσιάζοντο ὡς ἀκραιφνεῖς ὀρθόδοξοι, συσκιάζοντες καὶ δικαιολογοῦντες τὶς σποραδικὲς οἰκουμενιστικὲς πράξεις καὶ δηλώσεις τους, κάτω ἀπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.
Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται νὰ ἀναλύσουμε περισσότερο τί εἶναι ἀποτείχιση, πότε ἐφαρμόζεται καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὺς ἀπέστειλε νὰ κηρύξουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ αὐτοὺς ἔδωσε τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν». Βέβαια, ὅλα αὐτὰ ὄχι κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς Ἐντολές Του, ὅπως αὐτὲς καταγράφονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅπως ἑρμηνεύθηκαν καὶ διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ἔδωσε τὸ ἀξίωμα αὐτὸ, ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητές Του, μᾶς προειδοποίησε πὼς θὰ ὑπάρξουν ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς ἀνάξιοι τοῦ λειτουργήματος ποὺ τοὺς ἀνετέθη, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ διακρίνουμε τοὺς σωστοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους. Καὶ ποιοί εἶναι οἱ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδαπόστολοι; Ἐκεῖνοι, ποὺ ἐνῶ εἶναι οἱ κυρίως ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν διατήρηση τῆς αὐθεντικότητας καὶ ἀκεραιότητας τῆς Πίστεως, ἀρνοῦνται αὐτὸ τὸν ρόλο, εἴτε εἰσάγοντας «νέο Εὐαγγέλιο» καὶ διδάσκοντες κακοδοξίες-αἱρέσεις, εἴτε συμμαχοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε παραμένουν σιωπῶντες, ἐνῶ βλέπουν ὅτι ἀλλοιώνεται ἡ Πίστις ποὺ ὡς «παρακαταθήκη» παρέλαβαν, εἴτε κοινωνοῦντες μὲ ὅλους τοὺς παραπάνω, παρότι παραδέχονται κατὰ πάντα τὰ ὀρθόδοξα δόγματα.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀρνιόταν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν ὁλοκληρία τῆς πίστεως ἢ τὸ ρόλο τοῦ ἐπι-σκοπεῖν, ὅταν διαφοροποιεῖτο στὴν ποιμαντικὴ καὶ πρακτικὴ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, τότε ἔπαυε νὰ ἐκφράζει τὴν παραδεδομένη πίστη καὶ νὰ εἶναι ὁ ἐκφραστὴς καὶ ὁ φύλακάς της. Ὡς ἐκ τούτου δὲν ὑπῆρχε ταυτότητα πίστεως ἐπισκόπου καὶ πιστοῦ λαοῦ, συμφωνία πίστεως καὶ πράξεως, κοινωνία τῆς ἴδιας πίστεως καὶ ἄρα, ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία (ποὺ δηλώνει ὅτι οἱ πιστοὶ φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅ,τι πιστεύει καὶ ὁ ἐπίσκοπός τους καὶ τὸ ἀντίστροφο), ὄχι μόνο δὲν εἶχε κανένα νόημα, ἀλλὰ ἀντίθετα ἡ μνημόνευση αὐτὴ θὰ ἀποτελοῦσε μιὰ ὑποκρισία καὶ ἕνα φαρισαϊσμό, μιὰ αὐταπάτη καὶ ψευδῆ ἔνδειξη, ὅτι τάχα ὅλα πηγαίνουν καλά. Τοιουτοτρόπως, στὴν ἱερότερη καὶ φρικτὴ αὐτὴ ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας θὰ παιζόταν μιὰ κωμωδία.
Σ’ αὐτὴ λοιπόν τὴν περίπτωση, οἱ πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ στὴν καρδιὰ καὶ στὴν συνείδηση διατηροῦσαν τὸ ὀρθόδοξο βίωμα καὶ τὴν μνήμη τῶν θείων Ἐντολῶν, βίωναν δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μὴ θέλοντας νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὴν τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, ἀντιδροῦσαν· διαφοροποιοῦσαν δηλαδή, κατ’ ἀρχάς, τὴ θέση τους ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς περὶ αὐτόν. Καὶ ὅταν ἡ ἀντίδρασή τους δὲν εἶχε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα, ὅταν δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος συνέχιζε νὰ ἀρνεῖται τὴν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων –τοὺς ὁποίους ὑποσχέθηκε μὲ φρικτοὺς ὅρκους ὅτι θὰ διαφυλάξει–, ὅταν δὲν μετανοοῦσε καὶ παρέμενε σὲ πνευματικὴ ἀφασία, ἐνδιαφερόμενος μόνο γιὰ πράγματα θεσμικά, τυπικὰ καὶ δευτερεύοντα (π.χ. γιὰ τὸ πῶς θὰ διαφυλάξει τὰ κεκτημένα ἐξουσιαστικὰ συμφέροντά του), τότε, τὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας προχωροῦσαν στὴν παραπάνω ὀδυνηρὴ ἀπόφαση: τὴν ΔΙΑΚΟΠΗ τῆς ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὴν ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ, τὴν ἀπομάκρυνση δηλαδὴ ἀπ’ αὐτόν.
Τοῦτο πρακτικά σήμαινε, πὼς διέκοπταν τὴν ἐπικοινωνία μαζί του, δὲν συνέπρατταν, δὲν ἐκκλησιάζονταν στοὺς Ναοὺς ποὺ ἦταν παρὼν ἢ μνημονευόταν ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τούς ἱερεῖς πού τελοῦσαν τή Θεία Λειτουργία, δὲν ἐδέχοντο δηλαδὴ νὰ τελέσει αὐτὸς τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ἤ νά μνημονευθεῖ τό ὄνομά του στά μυστήρια ἤ τίς ἀκολουθίες.
Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὶς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι τὸ ἑξῆς: ὅταν ὁ Νεστόριος ἦταν ὁ κανονικὸς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ αἱρετικὲς ἰδέες του νὰ ἐκφέρονται —ὅπως σήμερα τοῦ κ. Βαρθολομαίου—, τότε, ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ποὺ ἀντέδρασαν δυναμικὰ κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ (ἀλλὰ μὴ καταδικασθέντος ἀκόμα) πατριάρχη Νεστορίου, ἦταν ὁ Εὐσέβιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου. Ὁ Εὐσέβιος (ὄντας λαϊκός) ἀντέδρασε ἀμέσως (τό 429), πρὶν κάποια Ἐπισκοπικὴ Σύνοδος ἀποφανθεῖ, ἀντικρούοντας τὸν πατριάρχη Νεστόριο ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας· στὴ συνέχεια, τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας δημόσιο γραπτὸ ἔλεγχο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ πατριάρχου μέ τὴν παρακίνηση: «Ὁρκίζω στὴν Ἁγία Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί, νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμα νὰ τοὺς δώση καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου». Αὐτὰ τότε.
Στὴν σημερινὴ πραγματικότητα οἱ ἀβαρίες στὸν χῶρο τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης εἶναι πολλές. Ὁ Οἰκουμενισμός, δυστυχῶς ἐπωάζεται καὶ ἀνδρώνεται μέσα σὲ πατριαρχικὰ καὶ ἐπισκοπικὰ περιβάλλοντα, γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα ἡ δράση του καλύπτεται καὶ συνιστᾶ τὸν ὑπουλότερο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διαχριστιανικὸ καὶ συνάμα διαθρησκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται καὶ ἐξουδετερώνει τὴν Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἐξομοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας μας μὲ τὶς ἀλλόκοτες κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ κάθε ἄλλου –ισμοῦ, δηλαδή, στὴν ἀλλοίωση τοῦ Δόγματος καὶ τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, στὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ καὶ τῆς δεσποτοκρατίας, στὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς Πίστεως, στὴν ἀνοχὴ στὰ ἠθικὰ σκάνδαλα ἐπισκόπων καὶ λαϊκῶν, στὴν ἐπικράτηση–νομιμοποίηση μιᾶς ἀπαράδεκτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης κ.ἄ.
Αὐτὸς ὁ οἰκουμενιστικὸς συγκρητισμὸς ἐκδηλώνεται (ὅπως ἤδη ἀναφέραμε) καὶ μὲ τὶς συμπροσευχές, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι πλέον μιὰ σπάνια καὶ κρυφὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ καθημερινὴ καὶ φανερὴ κατάσταση. Καὶ δὲν ἀποτελοῦν (οἱ συμπροσευχὲς) ἁπλῶς παράβαση κάποιων Ἱ. Κανόνων (ὅπως μερικοὶ λέγουν), ποὺ ἐξ ἀνάγκης καὶ σὲ κάποιες στιγμὲς ἐθιμοτυπικὰ πραγματοποιήθηκαν «κατ’ οἰκονομίαν», ἀλλὰ συστηματικὴ καταστρατήγηση τῶν θεοπνεύστων Ἱ. Κανόνων καὶ συνειδητὴ ἀσέβεια πρὸς τὴν Ἐκκλησία ποὺ τοὺς ἐθέσπισε. Εἶναι ἐνσυνείδητη οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδα, ποὺ προάγεται διὰ τῶν Μ.Μ.Ε. γιὰ τὴν ἄμβλυνση καὶ διαφθορὰ τῶν ὀρθοδόξων συνειδήσεων· δηλαδὴ στρατηγικὴ ἁλώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πρῶτος εἰσηγητής της ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας καὶ “ἄξιος” συνεχιστὴς («ἔργοις καὶ λόγοις») ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος —ὄχι σὲ κάποια ἀνεπίσημη συνομιλία, ἀλλὰ στὴν ἐπίσημη διδακτορικὴ διατριβή του— εἰσηγεῖται μιὰ ἀσεβῆ καὶ καινοτόμο θέση, τὴν ὁποία οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτιμοῦν μὲ ἀναθεματισμό· θέτων ἑαυτὸν ὑπεράνω τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπεφαίνετο στὴν διατριβή του ὁ κ. Βαρθολομαῖος: «Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν»7. Ἡ Ἐκκλησία βέβαια ἄλλα μᾶς ἔχει παραδώσει. Ἡ Σύνοδος τοῦ 922 ἐντέλλεται γι’ αὐτοὺς ποὺ καταφρονοῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες: «Τοῖς ἐν καταφρονήσει τιθεμένοις τοὺς ἱεροὺς καὶ Θείους Κανόνας τῶν ἱερῶν Πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι (=στηρίζουν) καὶ ὅλην τὴν Χριστιανικὴν Πολιτείαν κοσμοῦντες, πρὸς θείαν ὁδηγοῦσι εὐλάβειαν, ἀνάθεμα»!
Μάλιστα, οἱ οἰκουμενιστὲς ἡγέτες φρόντισαν αὐτὴ ἡ ἀσέβεια τῶν συμπροσευχῶν, νὰ μὴ διενεργεῖται ὡς μιὰ ἀμφιλεγόμενη πρακτικὴ κατὰ τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ νὰ θεσμοθετηθεῖ καὶ νὰ παγιωθεῖ ὡς νόμιμη ἐνέργεια καλυπτόμενη ἀπὸ Κοινὲς Διακηρύξεις τους, ὅπως π.χ. ἐκείνη στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἡ ὁποία συνοδεύεται καὶ ἀπὸ φωτογραφίες. Γιὰ τοὺς ὑπογράψαντες τὸ Κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε «ἡ συμπροσευχὴ εἶναι (πλέον) μέσον προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν "ἐκκλησιῶν”»8. Ἔτσι στὸ Porto Alegre, Προτεστάντες καὶ Ὀρθόδοξοι σύνεδροι κινοῦνται πρὸς τὴν κοινὴ προσευχὴ —ποὺ γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἀποτελεῖ μόλυσμα—, ὡς ἐὰν ἡ κοινὴ προσευχὴ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, νὰ ἀποτελεῖ μιὰ νέα εὐρύτερη ὁμολογία πίστεως, ποὺ ἀδίστακτα ὀνομάζουν Ἀποστολικὴ πίστη(!), ἡ ὁποία φαίνεται θὰ ἐπικρατήσει στὴν «νέα Ἐκκλησία τοῦ Π.Σ.Ε.»(!).
Μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ ὀρθόδοξοι(!) καὶ προτεστάντες σύνεδροι τοῦ Π.Σ.Ε. ὅτι «ἡ ἑνότητα γιὰ τὴν ὁποία προσευχόμαστε, ἐλπίζουμε καὶ ἐργαζόμαστε δὲν εἶναι παρὰ “μία κοινωνία δεδομένη καὶ ἐκπεφρασμένη διὰ τῆς κοινῆς ὁμολογίας τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως”»! «Οἱ συμπροσευχὲς θεωροῦνται ἐπίτευγμα, κατάκτησις τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ “Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ” στὴν Τελική της Ἔκθεσι μὲ αἰσιοδοξία λέγει ὅτι “ἡ κοινὴ προσευχὴ σὲ ἕνα οἰκουμενικὸ περιβάλλον μπορεῖ νὰ γίνη κατανοητὴ ὡς καιρὸς ὁμολογίας καὶ καταλλαγῆς στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα”.9
Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστοὶ οἱ στόχοι τοῦ Π.Σ.Ε.: «πλήρης ἑνότητα» ἡ ὁποία θὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ διὰ τῶν «κοινῶν προσευχῶν» καὶ χωρίς, βέβαια, νὰ ἀρνηθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι τὶς καινοτομίες τους! Προκαλεῖ, ὅμως, κατάπληξη τὸ γεγονός, ὅτι ἐνῶ οἱ προτεστάντες τοῦ Π.Σ.Ε. δείχνουν νὰ σέβονται τὴν Παράδοσή μας, οἱ δικοί μας «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποι βιάζονται γιὰ τὴν ἕνωση, (ὑπακούοντας ἀσφαλῶς στὶς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πατριαρχείου) πλειοδοτώντας σὲ παραχωρήσεις καὶ ὑποχωρήσεις ποὺ φανερὰ τουλάχιστον, δὲν τοὺς ζητήθηκαν. Ἄρα, ἡ ἐνδοτικότητα τῶν δικῶν μας οἰκουμενιστῶν εἶναι τὸ μεγάλο πρόβλημα, ἀφοῦ δὲν σέβονται τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση.
Πρὸς κατοχύρωση τῶν παραπάνω ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο: «Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τὸν Αὔγουστο 2002 δέχθηκε ὅτι “γιὰ κάποιες Ἐκκλησίες (σ.σ. ἐννοεῖ τὴν Ὀρθόδοξη) ἡ προσευχὴ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐκτὸς τῆς δικῆς τους παραδόσεως εἶναι ὄχι μόνο προβληματικὴ ἀλλὰ θεωρεῖται καὶ ἀδύνατη” καὶ “οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ὑπολογίζουν τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς ἀπαγορευτικοὶ μιᾶς τέτοιας προσευχῆς”». Καὶ σχολιάζει ὁ π. Ἀναστάσιος: «Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ Προτεστάντες τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ ΠΣΕ συμμερίζονται, κατανοοῦν καὶ σέβονται τὴν κανονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία πολλάκις ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐμμέσως ἢ ἀμέσως περιφρονοῦμε …»! (π. Ἀναστάσιου Γκοτσόπουλου, Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι).
Ἄλλα, ὅμως, μᾶς διδάσκει ἡ Παράδοσή μας διὰ πολλῶν Ἱ. Κανόνων ποὺ ἐφάρμοζαν ἐπακριβῶς οἱ ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῶν αἱρέσεων πατέρες10. Ὡς παράδειγμα: Σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς ὑποδεικνύουν τὴν ὀρθόδοξη στάση ὡς πρὸς τὶς συμπροσευχές, σημειώνοντας τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πράττουν οἱ σύγχρονοι αἱρετικοὶ οἰκουμενιστές. Γράφουν οἱ Ἁγιορεῖτες: «Διότι οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες λέγουν, “Ὅποιος συμπροσευχηθῇ μὲ ἀκοινώνητο ἀκόμη καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ ἀφορίζεται” (ι΄ ἀποστ.). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος: “Ὅποιος κοινωνῇ μὲ ἀκοινώνητους, νὰ εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδὴ ἐπιφέρει σύγχυσι στὴν κανονικὴ τάξι τῆς Ἐκκλησίας” (β΄ κανὼν Ἀντιοχ.). Καὶ πάλι: ”Ὅποιος δέχεται τὸν αἱρετικό, ὑπόκειται στὶς ἴδιες κατηγορίες μ’ ἐκεῖνον” (ἑρμην. με΄ ἀποστ. κανόνα)… Ἀλλ’ οὔτε θὰ τοὺς μνημονεύσουμε… Ἐὰν λοιπὸν ἐπιθυμοῦν πράγματι νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας, τότε ἂς ἀλλάξουν πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἑνωθοῦν. Ἐὰν ὅμως θέλουν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, ἐνῶ συγχρόνως διατηροῦν καὶ τὰ σφάλματά τους, δὲν θὰ τὰ καταφέρουν»11.
* * *
Πρὸς ἀπόδειξη τῶν γραφομένων ἀναφέρουμε συγκεκριμένες πράξεις ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ὄχι πρὸς στιγμὴν καὶ μεμονωμένα, ἀλλὰ σὲ διάρκεια χρόνου καὶ Συνοδικά:
Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἔχει πλήρη κοινωνία) μὲ σειρὰ ἐνεργειῶν, παραλείψεων ἢ ἐπίδειξη ἀνεπίτρεπτης ἀνεκτικότητος, ἐπὶ δεκαετίες –στὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία– ἀθετοῦν βασικὲς Εὐαγγελικὲς Ἐντολὲς καὶ Ἱεροὺς Κανόνες, τραυματίζοντας ἔτσι συνοδικὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μόλις πρὶν λίγα χρόνια πίστευαν ἀπόλυτα ὅτι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Οἱ ὡς ἄνω, ὅμως, ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, ἀποδέχονται ὅτι καὶ οἱ αἱρέσεις εἶναι Ἐκκλησία, μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς χωρίζουν κάποιες διαφορές, ὁμιλοῦν γιὰ «διηρημένη» Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὰ περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», «θεωρίας τῶν κλάδων» ἢ «τῶν δύο πνευμόνων» κ.λπ.
Τοῦτο γίνεται μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν καὶ Μονοφυσιτῶν στὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου καὶ στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, προσφάτως δὲ τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας στὴν Κων/πολη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀποδοχὴ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε, ὅτι καὶ οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες εἶναι Ἐκκλησίες· τέλος μὲ τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τῶν Παπικῶν τὸ 196512.
Ὅλα αὐτὰ ἀναμφισβήτητα ἀποτελοῦν αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν δογματικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀθέτηση τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ δὲ ἀποκλίναντες εἶναι ἡγέτες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἢ μεμονωμένοι ἐπίσκοποι. Αὐτές, λοιπόν, τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις, οἱ ὑπόλοιποι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τὶς ἀποδέχονται, ὄχι μὲ κάποιο δημοσίευμα ἢ κήρυγμα, ἀλλὰ ἔμπρακτα, ἀφοῦ δὲν τὶς ἀποδοκιμάζουν. Τὸ ὅτι εἶναι πρώτιστο χρέος τους νὰ τὶς ἀποδοκιμάζουν, τὸ ὁρίζει ὁ Α΄ Κανὼν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εἶναι, ὡς ἐκ τούτου φανερό, ὅτι αὐτὴ ἡ ἕως τώρα ἐκ μέρους μας ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν, ὄχι μόνο ἀντίκειται σὲ ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ δὴ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ «ἀνοίγει» καὶ τὴν ὄρεξη τῶν ἑτεροδόξων, γιὰ περαιτέρω συρρίκνωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μεταβολὴ δηλαδὴ θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς Πίστεως, ὅπως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας»,13 συντελεῖται ἀναλυτικότερα διὰ τῶν ἑξῆς:
Ι) Μὲ τὴν συνοδικὴ ἄρση τὸ 1965, ἐπὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τῶν Παπικῶν, χωρὶς νὰ ἀρθοῦν οἱ αἰτίες ποὺ προκάλεσαν τὰ ἀναθέματα καί, φυσικὰ χωρὶς οἱ αἱρετικοὶ παπικοὶ νὰ ἔχουν ἐπιδείξει τὴν παραμικρὴ διάθεση μετανοίας γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὴν αἵρεση. Αὐτὴ ἡ ἄρση ἀντίκειται στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ δὴ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ μέγεθος τοῦ ἀτοπήματος (ὅσοι ἀκόμα τὸ θεωροῦν ὡς μικρό), ἂς ἀναλογισθοῦν τί θὰ ἐσήμαινε γιὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο μιὰ παρόμοια ἄρση τῶν ἀναθεμάτων κατὰ τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Γνωρίζουμε, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅτι προτάθηκε στὸν Μ. Ἀθανάσιο κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τὸ ἀπεδοκίμασε καὶ ἀρνήθηκε νὰ συμπράξει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξορισθεῖ!
ΙΙ) Μὲ τὴν Συμφωνία τοῦ Σαμπεζὺ (1991) καὶ τοῦ Μπάλαμαντ (1993)14, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμαστε «κοινὸ βάπτισμα» μὲ τοὺς παπικούς, ὡσὰν νὰ ἔχουν καὶ οἱ αἱρέσεις ἔγκυρο Βάπτισμα καὶ νὰ παρέχουν καὶ αὐτὲς σωτηρία, ὅπως ἡ ΜΙΑ Ἐκκλησία. Στὸ κείμενο διαβάζουμε: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του –(δηλαδή), ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια…, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων– δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται»15.
Ἐφαρμογὴ τῶν παραπάνω συνιστᾶ ἡ –κατόπιν ἐπισήμου Συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας– «μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες καί, ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ἡ «μερικὴ ἀναγνώριση μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν»16 Αἰγύπτου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγνώριση στὴν Κων/πολη τῶν μυστηρίων τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας (2004).
Δὲν ἔχει δοθεῖ σημασία στὴν ἐκκλησιολογικὴ βαρύτητα ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ «ἕνωση», ἡ ὁποία ἔγινε παρὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς καὶ ἄλλων Συνόδων, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «κοινωνοῦν» μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας, ἐξισώνοντας τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, ὡς ἐὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα. Πρόσφατα μετέβη ἐκεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ἀλλὰ οὐδεμία νύξη ἔκανε γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ τῆς Πίστεως.
Ὁ δὲ πατριάρχης Βαρθολομαῖος –ἀκολουθῶν τὴν συμφωνία στὸ Μπάλαμαντ, ἄρα νομιμοποιώντας την ἐμπράκτως– συμβουλεύει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἵρεση δηλώνοντας (ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Πάπα στὶς 29/6/1995): «Παρακινοῦμε (ἢ ἐξορκίζουμε) τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Καί· «Ὁ Διάλογος αὐτὸς ἀπεδείχθη γόνιμος καὶ κατέστη δυνατὸν νὰ προχωρήση κατὰ τρόπον οὐσιαστικὸν» καὶ πὼς «ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ ἠδυνήθη νὰ διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι μας ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι, ὑπεύθυνοι ἀπὸ κοινοῦ διὰ τὴν διατήρησιν τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ...»17.
Πάλι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος (σὲ Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν) ἀποδέχεται: «Παρότι αἱ ᾿Εκκλησίαι ἡμῶν (Ὀρθόδοξη καὶ Προτεσταντικὴ) δὲν εὑρίσκονται εἰσέτι εἰς κοινωνίαν, θεωροῦμεν ἑκατέρωθεν τὰ μέλη ἡμῶν ὡς βεβαπτισμένα καὶ ἀπορρίπτομεν τὸν ἐπαναβαπτισμόν. Οἱ συμμετέχοντες εἰς τὸν διάλογον χαιρετίζουν τὰς προσπαθείας τῶν ᾿Εκκλησιῶν ἐν Γερμανίᾳ (Οἰκουμενικὸν Συμβούλιον τῶν Χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν) διὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιτεύξεως συμφωνίας ὡς πρὸς τὴν ἑκατέρωθεν ἀναγνώρισιν τοῦ Βαπτίσματος»18.
Στὸ πνεῦμα αὐτό, οἱ Πρόεδροι διαφόρων Ἐκκλησιῶν (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος), προσφωνοῦν τὸν ἡγέτη τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ ὡς Ἁγιώτατο Πάπα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὡς νὰ εἶναι ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας ὁ αἱρετικός Πάπας. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν de facto ἀναγνώρισή του ὡς ἰσότιμου ἐπισκόπου (μᾶλλον ὑπέρτερου τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, διὰ τοῦτο καὶ κάποιοι «ὀρθόδοξοι» ἐπίσκοποι κατὰ καιροὺς φιλοῦν τὸ χέρι ἑνὸς αἱρετικοῦ, ὡς ἀνωτέρου τους ἐπισκόπου) οὐδεὶς Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἀντέδρασε (ἢ πιθανὸν νὰ ἀντέδρασαν ἐλάχιστοι, χωρὶς βέβαια, ἡ ἀντίδρασή τους νὰ ἔχει συνέχεια). Ἔτσι, οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνο δὲν διαμαρτυρήθηκαν, ἀλλὰ ἀποδέχτηκαν τὴν Ἁγιότητα τοῦ Πάπα.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅμως, διδάσκει ὅτι εἶναι ἄξιος κολάσεως ὁ σιωπῶν, ὅταν οἱ θεῖοι νόμοι παραθεωροῦνται καὶ ὑβρίζονται: Ἐρωτᾶ: «τῶν θείων νόμων ὑβριζομένων, ὁ σιγήσας καὶ παριδών, οὐκ ἔστιν κολάσεως ἄξιος;» (P.G. 50. 547). Ὁ δὲ Ἰωσὴφ Βρυέννιος γράφει: «Πᾶς ὁ δυνάμενος λέγων τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ λέγων κατακριθήσεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ταῦτα ἔνθα πίστις ἐστὶ τὸ κινδυνευόμενον καὶ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ἡ κρηπίς. Τὸ γὰρ ἐφησυχάζειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἀρνήσεως ἴδιον, τὸ δὲ λέγειν, ὁμολογίας εἰλικρινοῦς»19.
IΙΙ) Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς αἱρετικῆς «Βαπτισματικῆς θεολογίας»20 γενικότερα, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμεθα ὅτι ἔχουν ἔγκυρο Βάπτισμα πολλὲς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, καὶ ἄρα εἶναι καὶ αὐτὲς Ἐκκλησία, παρέχουν καὶ αὐτὲς σωτηρία. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας ἀπὸ χρόνια ἔχει προτείνει «νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει ... τῆς βαπτιστικῆς ἑνότητας». Ὑποστήριξε ὅτι τὸ βάπτισμα εἶναι αὐτὸ ποὺ διαγράφει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βαπτισμένοι. Κατὰ συνέπειαν «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει ᾿Εκκλησία», ἐνῶ «ἐντὸς τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία»!21 Καὶ ὁ Περγάμου Ἰωάννης, εἶναι ἀποδεκτὸς ὡς «ὀρθόδοξος» συλλειτουργὸς καὶ φύλακας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπὸ τοὺς ἄλλους «ὀρθόδοξους» συνεπισκόπους του, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀνέχτηκαν (χωρὶς νὰ ἔχει πρὸς τοῦτο οὐδεμία ἁρμοδιότητα) νὰ τοὺς ἐπιτιμᾶ καὶ καὶ νὰ τοὺς ζητᾶ τὸν λόγο, ἐπειδὴ δὲν ἀποκήρυξαν τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»!22
Καὶ ἡ αἵρεση τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ τῶν συμφωνηθέντων μὲ τοὺς αἱρετικούς, δυστυχῶς δὲν ἔχουν μείνει σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο. Ἐφαρμόζονται τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ «φύλακες» τῆς πίστεως ἐπίσκοποι μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι ἀγρυπνοῦν! Πόσοι ἄραγε ἐπίσκοποί μας γνωρίζουν τὸ ἑπόμενο γεγονός; Κι ἂν τὸ γνωρίζουν πῶς τὸ ἀντιμετώπισαν; Διαβάζουμε:
Τὸ «Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Αὐστραλίας» (Ἰούλιος 2004), διεκήρυξε: Ὅλες οἱ παρακάτω “ἐκκλησίες” «συμφωνοῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ ἐπιτελέσθηκε σὲ κάθε ἐκκλησία καὶ νὰ προωθήσουμε τὴν χρῆσι κοινῆς Βεβαιώσεως Βαπτίσεως»! Καὶ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων καὶ ὁμολογιῶν, συμπεριλαμβάνονται καὶ ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ τὸ ἔχον τὰ «πρωτεῖα» Πατριαρχεῖο καὶ ὁ προϊστάμενός του κ. Βαρθολομαῖος καί, βέβαια, τὸ ἀκολούθησε ἡ Ἐκκλησία μας. Γιὰ τὴν ἱστορία οἱ κοινότητες καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν εἶναι: Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Ἀντιοχειανὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀρμενικὴ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, Ἑλληνορθόδοξος Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας, Ἑνωμένη Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Λουθηρανικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας, Ὁμοσπονδία Κονγκρεσιοναλιστῶν Αὐστραλίας, Ρουμανικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία Αὐστραλίας» (Βλ. «A National Covenant»/Μία Ἐθνικὴ Διαθήκη).
ΙV) Τὰ ἴδια, ἐκθεμελιωτικὰ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀποτελέσματα ἔχει καὶ ἡ συμμετοχή μας στὸ Π.Σ.Ε. κατόπιν Συνοδικῆς ἐγκρίσεως, διὰ τῆς ὁποίας ἀποδεχόμεθα τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Διὰ τῆς ἰσοτίμου ἐντάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε., ἀκυρώνονται πλῆθος εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀφοῦ δι’ αὐτῆς ἀρνούμεθα τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη τὴν δισχιλιετῆ ὀρθόδοξη Παράδοση23. Αὐτὴ ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτυπώνεται στὴν ἀπόφαση τῆς 9ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. (Porto Alegre, ΦΕΒ 2006)· ἀπόφαση ποὺ ὑπέγραψαν ἢ ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα οἱ ἐκπρόσωποί μας ἐπίσκοποι καὶ τὴν ὁποία, τὸ μὲν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀποδέχτηκε μὲ ἐνθουσιασμό, ἡ δὲ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἕως σήμερα ἀποδεχθεῖ σιωπηρῶς. Δηλαδή, μὲ ἕνα ἀκόμα τρόπο ἀποδεχόμεθα ὅτι οἱ αἱρέσεις εἶναι Ἐκκλησία24, πρᾶγμα τερατῶδες (κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ ὅλους τοὺς προηγουμένους Ἁγίους), ἀφοῦ ἔτσι καθιστοῦμε τὴν Μία Ἐκκλησία ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο κομματάκι μεταξὺ τῶν τριακοσίων πενήντα περίπου (350) προτεσταντικῶν αἱρέσεων.
Στὸ Porto Alegre συγκεκριμένα, οἱ ἐκπρόσωποί μας διὰ τῶν Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου καὶ Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου25 δέχθηκαν: 1) Ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀποτελοῦν ὅλες μαζί, οἱ 350 αἱρετικὲς “ἐκκλησίες” τοῦ Π.Σ.Ε.», ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἀριθμεῖται ὡς ἰσότιμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου, ἀρνήθηκαν ἐμπράκτως τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως διὰ τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦμε «πίστιν εἰς “Μίαν Ἐκκλησίαν”! 2) Δέχθηκαν, ὅτι ἤδη «εἴμαστε ἑνωμένοι» (ἀοράτως!) μ’ αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε στὴν ἐπίτευξη “πλήρους ὁρατῆς ἑνότητας”. 3) Ὅτι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε., εἶναι “διαφορετικοὶ τρόποι διατυπώσεως τῆς ἰδίας Πίστης καὶ ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνευματος”! 4) Ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ κοινὴ ὀρθὴ Πίστη, ἡ Παράδοση καὶ ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ τὸ “βάπτισμα”!
V) Ἐπίσης, ἡ σταδιακὴ ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συντελεῖται:
α) Μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ παραμονή μας στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ συζητήσεις καὶ Διαλόγους μὲ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὄχι μόνο κακοπροαίρετοι, ἀλλ’ ἐμφανῶς δόλιοι καὶ ἀμετανόητοι. Ἡ παρασπονδία τῶν παπικῶν φάνηκε πρόσφατα μὲ τὴν δήλωση τοῦ πάπα Βενέδικτου (παρὰ τὶς ἐξαγγελίες γιὰ διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις») ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἐλλειμματική»! Ἡ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς θέσεως ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (παρὰ τὴν ἀρχικὴ χλιαρὰ ἀντίδραση ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) σημαίνει ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς χάριν τοῦ Διαλόγου δεχθήκαμε ὅτι εἴμαστε ἰσότιμη Ἐκκλησία μὲ τοὺς παπικούς, αὐτοί, μᾶς ὑποβαθμίζουν ἔτι περισσότερο καὶ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ κατώτερο βάθρο, πιὸ κάτω ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεσή τους!26.
Ὅταν οἱ Διάλογοι χρονίζουν καὶ διεξάγονται μὲ τέτοιες προϋποθέσεις καὶ ὑποχωρήσεις, ἀμβλύνεται τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο λαοῦ καὶ ἐπισκόπων καί, ἡ παράξενη ἐμμονὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας νὰ παραμένουν σὲ αὐτούς, ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπακοή τους στὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ βαθμὸ συμβιβασμοῦ τους μὲ τὴν αἵρεση: Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίδασκε, πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσία …παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος» (Τίτ. γ΄ 10-11). Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ κάνει διάλογο μὲ τοὺς εἰκονομάχους ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος.
Μόνο ὅταν ὁ λόγος μας εἶναι ὁμολογιακὸς καὶ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει, ἔχουμε ἄδεια ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο27, νὰ διαλεγόμεθα γιὰ θέματα Πίστεως. Κατὰ τὸν Ἅγιο: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον»28. Καί· «πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν»29.
β) Γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς τὸ μέγεθος τῆς ἐξαπάτησης τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, σημειώνουμε ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω ἀπαγόρευση συμμετοχῆς μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας, ὄχι μόνο ἐξακολουθοῦν νὰ διεξάγουν τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ ἀνέχονται νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς οἱ Οὐνίτες, παρὰ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου (1963), ὅτι προϋπόθεση ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου ἦταν ἡ κατάργηση τῆς Οὐνίας. Ἡ Οὐνία, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἀναβαθμίστηκε καὶ συμμετέχει μὲ ἰσότιμο(!) ἐκπρόσωπό της στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους!
Δηλαδή, τὴν Οὐνία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ δόλιο ὄχημα τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὸν ἐξουνιτισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὴν τοποθετήσαμε μὲ τιμὲς ὡς συνδαιτημόνα μας καὶ ρυθμιστὴ τῶν ὑποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως!!! Ταιριάζει ἐδῶ γιὰ τοὺς ἐπισκόπους μας –καὶ ὅλους ἐμᾶς ποὺ τοὺς ἀνεχόμαστε– τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς Γαλάτας: «Τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι» καὶ μὴ ἀκολουθεῖτε; (Γαλ. 3,1).
γ) Μὲ τὴν ἄρνηση ἐφαρμογῆς τῆς Κυριακῆς Ἐντολῆς τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων (καὶ τῶν αἱρετικῶν), ἀφοῦ συνυπογράψαμε «συμφωνία» μὲ τοὺς ἑτερόδοξους διὰ τῆς «Οἰκουμενικῆς Χάρτας» (τὸ 2001) ἡ ὁποία λέγει τὰ ἑξῆς: «ὑποσχόμεθα νὰ μὴ προτρέπωμεν ἀνθρώπους νὰ ἀλλάσσουν τὴν Ἐκκλησίαν αὐτῶν»!30 Ἔτσι, ὅμως, δυσκολεύουμε καὶ ἀποτρέπουμε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία, ὅσους ἑτερόδοξους καλλιεργοῦν κάποια τέτοια σκέψη ἢ ἐπιθυμία γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἐπίσης, τὴν καταπάτηση καὶ ἄλλων Ἐντολῶν. Π.χ., παρὰ τὴν ἐκπεφρασμένη ἁγιογραφικὰ Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας», (ὡς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου) καὶ νὰ ἀποδοκιμάζουμε τοὺς συνειδητοὺς καὶ τοὺς καυχώμενους γιὰ τὴν διαστροφή τους σοδομίτες,31 οἱ Ἐπίσκοποί μας συναγελάζονται στὰ συνέδρια μετὰ τοιούτων δεδηλωμένων προσώπων, καὶ ὄχι μόνο ἁπλῶν ὁμοφυλοφίλων ἑτεροδόξων, ἀλλὰ «ἀρχιερέων» καὶ δὴ «ἱερειῶν», οἱ ὁποῖες ἐπιβαρύνονται μὲ τὴν βαρυτάτη νόσο τοῦ λεσβιασμοῦ(!). Τὸ δὲ ἀκόμα χειρότερο ἡ ἴδια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐζήτησε ἀπὸ τὴν πολιτεία τὴν ἀθώωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας τῶν Μητροπολιτῶν. Ἕνας μάλιστα μητροπολίτης (ὁ Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος) ὑπεραμυνόμενος τῶν Ἱ. Κανόνων, ἐξέφρασε τὴν ἔκπληξίν του, διότι παρὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ Ἱ. Σύνοδος ὑποστήριξαν μὲ ἐπίσημο Ἔγγραφο «πάντῃ ἀπαραδέκτους θέσεις», ἀθώωναν δηλαδὴ «τὴν ὁμοφυλοφιλία τῶν Μητροπολιτῶν». Καὶ παρακαλοῦσε «εὐσεβάστως… ἐπειδὴ τὸ ζήτημα τοῦτο προκάλεσε μείζονα σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν…, ὅπως ἀνακληθῆ ἀμέσως τὸ συγκεκριμένον ἔγγραφον»!
δ) Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάξαμε τὸ 2001 καὶ τὸ 2004 πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς «βαρεῖς καὶ λυμώδεις λύκους» –κατὰ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας–, δηλαδὴ τὸν Πάπα καὶ τοὺς Προτεστάντες «ἱεραπόστολους» καὶ ἄρα μὲ τὴν ἄρνηση νὰ ἀναθεματίσουμε τὶς αἱρέσεις, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ Ἱ. Κανόνες.
ε) Μὲ τὴν ἀκύρωση τοῦ ἑνὸς νομίμου γάμου καὶ τὴν ὑπογραφὴ διαζυγίων γιὰ ποικίλους λόγους πλὴν τῆς μοιχείας, ἐνέργεια ποὺ ἀντίκειται στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ μὲ τὴν καθιέρωση τῶν μικτῶν γάμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀδιανόητοι στὴν ὀρθόδοξη Παράδοση.
στ) Μὲ τὴν κάλυψη, πρόσφατα, τῆς κακόδοξης θεωρίας τοῦ Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου (στὸ βάθος κρύβεται ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας)32, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία καὶ διηρημένη», θεωρία ποὺ καταγγέλθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ, τὸν καθηγητὴ κ. Τσελεγγίδη καὶ πλῆθος πιστῶν, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀπεφάνθη (χωρὶς οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴ ὁ ἴδιος νὰ ἀναιρέσει δημόσια τὶς βλασφημίες του) ὅτι «οὐδεμία ἐκκλησιολογικὴ παρεκτροπὴ ὑφίσταται στὸν Σεβ/το Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο»! Δὲν ἀντιλαμβάνεται, ὅμως, ἡ Ἱ. Σύνοδος πὼς ἔτσι ἀποδέχεται συνοδικῶς τὴν αἵρεση; Οἱ ἀποτελοῦντες μέλη της, λόγιοι Μητροπολίτες, δὲν ἐνθυμοῦνται πῶς ἀντιμετώπιζε ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους;
Ἔτσι, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀφήνει τὸ ποίμνιο ἐκτεθειμένο στὶς αἱρετικὲς δοξασίες ἑνὸς «μισθωτοῦ ποιμένος» σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ ὀρθόδοξου τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πάπα Ρώμης Κελεστίνου, ὁ ὁποῖος ἐπεσήμαινε ἀπὸ τότε, πὼς ὑπάρχουν καὶ κακοί-αἱρετικοὶ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ συναγάγουν τὰ πρόβατα στὴν μία ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ἀντὶ νὰ συμβάλλουν στὴν ἐνσωμάτωση καὶ τῶν ἐκτὸς τῆς ποίμνης προβάτων στὴν μία ποίμνη, ἀντίθετα διαλύουν καὶ διασποῦν τὴν μία ποίμνη καὶ φυγαδεύουν τὰ πρόβατα: «Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; (γράφει)· σύ, «οὐ γὰρ μόνον τροφὴν οὐ παρέχεις ἐν καιρῷ, ἀλλὰ καὶ δηλητηρίῳ ἀναιρεῖς οὓς ἐκεῖνος τῷ ἰδίῳ αἵματι καὶ τῷ ἰδίῳ θανάτῳ ἐκέρδανε. δηλητήριον γὰρ ὑπὸ τοῖς σοῖς χείλεσίν ἐστι ταῦτα ἅπερ καθορῶμεν… Ποῦ ἐστιν ἡ ποιμενικὴ ἐπιμέλεια; ποιμὴν ἀγαθὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἰδίων προβάτων, μισθωτὸς δέ ἐστιν, ὃς ταῦτα τοῖς λύκοις καταλιμπάνει καὶ παραδίδωσι. τί δὲ σύ, ὦ ποιμήν, ἐνταῦθα πράξεις, ὅτε τὴν δεσποτικὴν ἀγέλην ἀντὶ λύκων αὐτὸς διασπαράττεις; εἰς ποίους λοιπὸν φραγμοὺς ἡ δεσποτικὴ ἀγέλη καταφυγεῖν δύναται, εἰ ἐντὸς τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων τιτρώσκεται; …καὶ τὴν φωνήν μου, φησίν, ἀκούσονται. διὰ τί; ἵνα γένηται μία ἀγέλη. πρὸς τὴν ἐκείνου φωνὴν μία ἀγέλη γίνεται, πρὸς δὲ τὴν σὴν ἢ βλάπτεται ἢ φυγαδεύεται. σκληρόν ἐστιν ἵνα ἐπὶ σοῦ ἁρμόσῃ τὰ ρήματα τοῦ μακαρίου Παύλου ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων· ἐγώ, φησίν, οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν λύκοι βαρεῖς καθ' ὑμῶν, μὴ φειδόμενοι τῆς ἀγέλης· ἀφ' ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα… τίς γὰρ φέρει διδάσκεσθαι ἐπίσκοπον ὅπως ὀφείλει εἶναι Χριστιανός; ἐπιμελῶς πρόσεχε εἰς οἵαν αἵρεσιν κέκλησαι· προκαλῇ, διαβάλλῃ, κατηγορῇ. τί τούτων ἱερεῖ πρέπει;»33.
ζ) Πρόσφατα οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι, πέρα ἀπὸ τὶς θεομίσητες συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, ἀποκαλύπτονται ἀκόμα περισσότερο, ἀποδεικνύοντας ὅτι οἱ αἱρετικὲς θέσεις ποὺ ἐκφέρουν, ἀποτελοῦν πεποίθησή τους καὶ συνειδητὴ ἐπιλογή, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ τὶς παπικὲς ἐπιδιώξεις, καὶ ἄρα ὁ ρόλος τους εἶναι προδοτικός. Δήλωσαν, δηλαδή, ἀνερυθριάστως κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Διαλόγου στὴ Βιέννη (Σεπτ. 2010) ὅτι θὰ προσαρμόσουν τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν αἵρεση(!): «“προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές” (an adaptation from both sides)». Ὁ Πατριάρχης Σερβίας ἐδήλωσε: «Ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος δὲν ἐπιδιώκει τὴν ἑνοποίηση (unification) τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ τὴν ἑνότητα ἐν τῇ διαφορετικότητι»! Καὶ κανεὶς ἐπίσκοπος δὲν ἀντέδρασε, οὔτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, οὔτε τῶν ἄλλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.
Ὅταν ὅμως, μιὰ αἵρεση ἤ μιὰ αἱρετικὴ πρακτικὴ ἐμφανίζεται σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία34, τότε οἱ Ἐπίσκοποι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν (ὅπως ἔγινε ἐμφανὲς μὲ ὅσες μέχρι τώρα Πατερικὲς φωνὲς παραθέσαμε), ἢ τὴν καταγγέλλουν καὶ ἀπαιτοῦν τὴν διόρθωση τῶν ἡμαρτημένων, ὁπότε δὲν ἔχουν εὐθύνη, ἢ τὴν ἀποδέχονται εἴτε συμμετέχοντες, εἴτε σιωπῶντες. Ποιά ἀπὸ τὶς στάσεις αὐτὲς τήρησαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω;35
VI) Τὸ μεταθετὸ εἶναι θεσμὸς ἀπολύτως ἀντικανονικός. Καὶ ὅμως, πραγματοποιεῖται ἄνευ λόγου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν φιλοδοξίες καὶ νὰ «πληρωθοῦν» τὰ γραμμάτια «ἐξυπηρετήσεως» ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν. Παράδειγμα πρόσφατο: ὁ Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος, μετετέθη στὴν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ εἶχε ἀνακοινώσει στὸ ποίμνιό του, ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες (π.χ. ὁ α΄ καὶ β΄ τῆς Σαρδικῆς, ποὺ ἀπέκτησαν καθολικὸ κῦρος καθὼς κατοχυρώθηκαν μὲ τὸ β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἀπαγορεύουν ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως τὸ μεταθετό!
VIΙ) Ἕνα ἄλλο σημαντικότατο θέμα, εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ πάρει ἐπίσημα θέση στὸ ἐρώτημα ποὺ ἐπανειλλημμένως ἐτέθη τὰ τελευταῖα χρόνια, ἂν εἶναι ὁ Παπισμὸς (καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς) αἵρεση. Καὶ ἔπρεπε νὰ πάρει θέση, διότι δὲν ὑπάρχει «ἑνότητα Πίστεως» στὸ θέμα, οὔτε μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἐνῶ δηλαδή, οἱ πλεῖστοι Μητροπολῖτες δηλώνουν ὅτι το filioque ἀποτελεῖ αἱρετικὴ προσθήκη τῶν Παπικῶν, κάποιοι ἄλλοι (μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Καλαβρύτων κ. Ἀμβρόσιος), διδάσκουν ἄλλο Εὐαγγέλιο (ἑτεροδιδασκαλία) θεωροῦντες τὸ ἀντι-Εὐαγγελικὸ Παπικὸ filioque ὡς θεολογούμενο, καὶ διδάσκοντες ἢ ἀνεχόμενοι τὴ θέση, ὅτι οὔτε οἱ Παπικοί, οὔτε οἱ Προτεστάντες εἶναι αἱρετικοί! Τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ ἔνδειξη τῆς σιωπηρῆς ἐμπεδώσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς κόλπους τῆς Ἱεραρχίας.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1672 ἐν Ἱεροσολύμοις συμβουλεύει: «Ὅταν μὲν γὰρ περὶ πίστεως ἢ τῶν πιστευομένων τινῶν πραγμάτων λόγον ἀπαιτούμεθα, δεινὸν ἡγούμεθα τὸ ὑποστέλλεσθαι. Ἂν δὲ καὶ ἀσεβείας ἢ αἱρέσεως ἄλλης τινὸς ἐγκαλούμεθα παρ’ ἑτεροδόξων ἀνδρῶν, καὶ πρὸς οὐδὲν ἄλλο χρήσιμο ἀποβλεπόντων, ἢ πρὸς τὸ συστῆναι τὴν ἑαυτῶν δόξαν ἐκ τοῦ διασύρειν τοὺς ἄλλους, τότε δὴ τὸν Ἠλιοῦ ζῆλον ἀναλαβόντες, θερμότερον διεγειρόμεθα πρὸς ἀπάντησιν…»36.
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν μας ὅλα αὐτά,σκέπτεται κανείς: Αὐτοὶ οἱ ποιμένες εἶναι οἱ φύλακες τῆς Πίστεως ποὺ πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε; Καὶ ἐνθυμούμεθα τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ὅσον ἀποδιΐσταμαι ἀπὸ τούτων, προσεγγίζω τὸν Θεόν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου