Κατηγορηματικός ως πρός την συμπροσευχή είναι και ΞΔ΄ Αποστολικός κανόνας, ο οποίος διαλαμβάνει τα εξής «Εί τις κληρικός, ή λαικός, εισέλθη, εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., σσ.81-81). Ο κανόνας αυτός ρητώς απαγορεύει την συμπροσευχή κληρικών και λαικών μετά Ιουδαίων (σήμερα θα λέγαμε μετά αλλοθρήσκων) και αιρετικών. Η ποινή δέ, η οποία επιβάλλεται στους συμπροσευχηθέντας, είναι για μεν τους κληρικούς η καθαίρεση για δέ τους λαικούς ο αφορισμός. Ο Όσιος Νικόδημος, ερμηνεύοντας τον προηγούμενο κανόνα, τονίζει τα εξής «παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος όπου συμπροσεύχεται με τους σταυρωτάς του Χριστού... αλλά και των Αιρετικών Εκκλησία και σύναξις ώς εναντία φρονούσα εις τους ορθοδόξους, δεν πρέπει να τιμάται, αλλά μάλλον να αποβάλληται» (Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 85). Ο δέ Ζωναράς διασαφηνίζει «Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, τον Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν, ή αιρετικών, χάριν προσευχής, εισιέναι. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστώ πρός Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου, κατά τον μέγαν Απόστολον;» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ. - Β΄ Κορ. ΣΤ΄, 14 κ.εξ.). Ο Ο΄ κανόνας των Αγίων Αποστόλων καθαιρεί τον κληρικό και αφορίζει τον λαικό, ο οποίος θα νηστεύση μετά Ιουδαίων ή θα συνεορτάση μετά αζύμων (όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί) ή θα δεχθή τα δώρα τους (Βλ. και τον ΟΑ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων, καθώς και τον ΙΑ΄ της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου). Το ότι δεν πρέπει να συνεορτάζη ο Ορθόδοξος χριστιανός μετά των αιρετικών και των Ιουδαίων ούτε να λαμβάνη εξ΄ αυτών δώρα, το αποσαφηνίζουνοι τρείς κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου ΛΖ΄, ΛΗ΄ και ΛΘ΄ «Ότι ού δεί παρά των Ιουδαίων, ή αιρετικών, τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (Ράλλη - Πότλη, ένθ. ανωτ., τ.3, σελ.206), «Ότι ού δεί παρά των Ιουδαίων άζυμα λαμβάνειν, ή κοινωνείν ταίς ασεβείαις αυτών (Αυτόθι) , και «Ότι ού δεί τοίς έθνεσιν συνεορτάζειν, και κοινωνείν τή αθεότητι αυτών» (Αυτόθι). Οι προαναφερθέντες ιεροί Κανόνες αποτρέπουν τους κληρικούς και τα λαικά μέλη της Εκκλησίας να πορευθούν τον δρόμο του συμβιβασμού και τους υποδεικνύουν τον δρόμο της «εν αληθεία» αγάπης. Η αγάπη «εν αληθεία» δεν επιτρέπει ευκόλους συναισθηματισμούς και ρευστοποίηση της πραγματικότητος. Αποτρέπει τις αμοιβαίες υποχωρήσεις και τις μετακινήσεις απο δογματικές θέσεις, οι οποίες είναι βασισμένες στην αποκαλυφθείσα αλήθεια «επιμένετε τή πίστει τεθεμελιωμένοι και εδραίοι και μή μετακινούμενοι απο της ελπίδος του ευαγγελίου ού ηκούσατε» (Κολ. Α΄, 23). Πως είναι δυνατόν ο συμπροσευχόμενος Ορθόδοξος χριστιανός να ενούται μετά της κεφαλής του σώματος της Εκκλησίας, τον Χριστό, και ταυτοχρόνως να συμπροσεύχεται με τον μή κοινωνούντα μετά του Χριστού αιρετικόν, ο οποίος διαφοροποιείται ως πρός την πίστη; Είναι δυνατόν να υπάρξη κοινωνία «εν τή προσευχή»; Και εαν δεν υφίσταται κοινωνία, πως θα χαρακτηρισθή αυτή η προσευχή ως συμπροσευχή; Σε τι θα μπορούσε να συνίσταται η κοινωνία «εν τή προσευχή», εαν το πιστεύω και γενικώτερα η σκέψη για τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο δεν ταυτίζεται με την τοιαύτη του συμπροσευχομένου; Η κοινωνία «εν τή προσευχή» και «τή θεία Κοινωνία» στην Ορθόδοξο Εκκλησία δεν είναι συναισθηματική και επιφανειακή ενότητα μεταξύ των μελών, αλλ΄ είναι βαθειά οντολογική ενότητα εκάστου μέλους μετά του Θεανθρώπου Κυρίου και μετά των εν τώ Θεανθρώπω κοινωνούντων. Για τον λόγο αυτό οι προαναφερθέντες Αποστολικοί κανόνες αφ΄ ενός μέν τονίζουν την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, ως προυποθέσεις της συμπροσευχής, αφ΄ ετέρου δέ καθαιρούν κάθε ανώτερο και κατώτερο κληρικό, ο οποίος θα τολμήση να περιφρονήση την ως άνω αλήθεια. Αφορίζουν δέ και κάθε λαικό μέλος, το οποίο θα θελήση να ακολουθήση την ανεπίτρεπτο αυτή οδό της αντικανονικής συμπροσευχής.
Κατά τους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων
και των Αγίων Πατέρων
και των Αγίων Πατέρων
Όπως είναι γνωστό, η Αποστολική Σύνοδος υπήρξε το υπόδειγμα του Συνοδικού συστήματος στην όλη ζωή της Εκκλησία. Όλοι σχεδόν οι ιεροί Κανόνες της Συνόδου αυτής εβασίσθησαν στην Αγία Γραφή, ως πηγή της Θείας Αποκαλύψεως. Οι Οικουμενικές και οι Τοπικές Σύνοδοι είναι, θα λέγαμε, η εν Αγίω Πνεύματι συνέχεια για την προσαρμογή του περιεχομένου της αποκαλυφθείσης αληθείας στην ζωή της Εκκλησίας. Στον σωτηριώδη αυτόν σκοπό αποβλέπουν και οι Κανόνες εκείνοι, οι οποίοι αναφέρονται στην συμπροσευχή μετά αιρετικών και αλλοδόξων, κυρίως των Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν οικουμενικό κύρος. Και τούτο γιατί οι Τοπικές Σύνοδοι και οι Άγιοι Πατέρες συνέθεσαν Κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται στις ιδιαίτερες ποιμαντικές υποχρεώσεις των εποσκόπων των εκασταχού επαρχιών και αφορούσαν στις σχέσεις τους μετά των κληρικών, των λαικών μελών και των ασπασθέντων τις παντός είδους αιρέσεις. Τοιουτοτρόπως και στο θέμα της συμπροσευχής αναφέρονται περισσότερο οι Τοπικές Σύνοδοι, παρά οι Οικουμενικές, για τον λόγο ότι τοπικώς ενεφανίζοντο τα ειδικώτερα προβλήματα, τα προερχομένα απο τους παντός είδους αιρετικούς ή αλλοθρήσκους και επιλαμβάνονταν αυτών οι Τοπικές Σύνοδοι. Όλες, ωστόσο, οι τοπικές αυτές αποφάσεις και αποφάνσεις έλαβαν οικουμενικό κύρος (Απο τις Δ΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Συνόδους). Η εν Λαοδικεία Σύνοδος (364) με τον ΛΓ΄ κανόνα της ρητώς απαγορεύει την συμπροσευχή μετά αιρετικών. Προχωρεί, όμως, ένα βήμα περαιτέρω και προβαίνει στην απαγόρευση της συμπροσευχής και μετά των σχισματικών «Ότι ού δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (Ράλλη - Πότλη, ένθ΄ ανωτ., τ.3, σελ. 198). Ο Ζωναράς, σχολιάζοντας τον ως άνω κανόνα, μεταξύ αλλων υπογραμμίζει και τα εξής «Αιρετικοί δέ λέγονται, οι περί την πίστιν σφαλλόμενοι· σχισματικοί δέ, οι περί μέν την πίστιν και τα δόγματα υγιώς έχοντες, διά τινας δέ αιτίας αποσχίζοντες και αντισυνάγοντες» (ένθ. ανωτ., σελ. 199). Πρέπει να γίνη σε όλους κατανοητό ότι αυτό το οποίο επιδιώκει και η προαναφερθείσα Σύνοδος, έχοντας ως βάση τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου, είναι να συνειδητοποιήση κάθε μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι καλείται να ομολογή και να υπερασπίζεται την αλήθεια της παραδόσεως και να αντιτάσσεται και πρός αυτούς ακόμη τους Επισκόπους, εάν αυτοί εκπέσουν σε αίρεση ή αποδεχθούν την συμπροσευχή μετά αιρετικών και σχισματικών. Ο Β΄ κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου με σαφήνεια τονίζει «...Μή εξείναι δέ κοινωνείν τοίς ακοινωνήτοις... Εί δέ φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοίς ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ώς αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας» (ένθ΄ ανωτ., σελ. 126). Η σοβαρότητα του ζητήματος περί συμπροσευχής εμφαίνεται και στην παρότρυνση της εν Λαοδικεία Συνόδου, με τον μστ΄ κανόνα, να μην επιτρέπονται οι αιρετικοί να εισέρχωνται στους Ορθοδόξους ναούς, εφόσον επιμένουν στην αίρεσή τους. «Περί του μή συγχωρείν τοίς αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τή αιρέσει» (ένθ΄ ανωτ., σελ. 176). Ο Βαλσάμων, σχολιάζοντας τον ως άνω κανόνα, τονίζει «Σαφής ο κανών· ου γάρ συγχωρεί τοίς αιρετικοίς επιμένουσι τή αιρέσει, συνεκκλησιάζειν μετά ορθοδόξων» (Αυτόθι, Βλ. και τον Η΄ κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Αλλά και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Τιμόθεος (372), όταν ερωτήθηκε αν πρέπει ο Λειτουργός του Υψίστου να επιτελή την Θεία Λειτουργία παρόντων Αρειανών ή άλλων αιρετικών, απήντησε αρνητικώς. «Εί οφείλει κληρικός εύχεσθαι παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών, ή εί ουδέν αυτόν βλάπτει οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ηγούν την προσφοράν; (Η ανωτέρω ερώτηση και η απόκριση που ακολουθεί επέχουν θέση κανόνος με οικουμενικό κύρος) Έν τή θεία αναφορά ο διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού· Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε· ούκ οφείλουσιν ούν παρείναι, εί μή άν επαγγέλωνται μετανοείν, και εκφεύγειν την αίρεσιν» (ένθ΄ ανωτ., τ.4, σελ. 336). Ο Βαλσάμων έχει την γνώμη ότι δεν πρέπει να παραμένουν οι αμετανόητοι αιρετικοί ούτε μετά των κατηχουμένων. Λέγει χαρακτηριστικά «Εί μή επαγγέλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοίς κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ΄ εκδιωχθήσονται» (Αυτόθι. Βλ. και σχόλιο Οσ. Νικοδήμου, Ιερόν Πηδάλιον, σελ. 670). Η εν Λαοδικεία Σύνοδος επισημαίνει στους πιστούς Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι δεν επιτρέπεται να μεταβαίνουν στα κοιμητήρια ή τα μαρτύρια των αιρετικών, στα οποία έχουν ενταφιασθή ονομαστοί αιρετικοί ή μάρτυρες. Και τούτο γιατί αυτή η πράξη εντάσσεται στην συμπροσευχή, αφού προσεύχονται στον τόπο εκείνο μετά αιρετικών ή απευθύνουν την προσευχή τους σε αιρετικούς κοιμηθέντας, έστω και δια μαρτυρίου. «Περί του μή συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα· αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός. Μετανοούντας δέ, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι» (ένθ΄ ανωτ., τ.3, σελ. 179).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου