Είναι γνωστό πως το ζήτημα αν ο Θεόδωρος Στουδίτης αναγνώριζε το παπικό πρωτείο με το αιρετικό του περιεχόμενο (δηλ. ως πρωτείο εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής), είναι κάτι που έχει τύχει μακράς συζήτησης και μελέτης, καθώς συχνές είναι οι προσπάθειες δυτικών συγγραφέων να εκμεταλλευτούν επιλεγμένα κείμενα του Θεοδώρου ώστε να προβάλουν δήθεν συμπεράσματα υπέρ του αιρετικού παπικού πρωτείου.
Μια πλανεμένη λοιπόν αντίληψη διαδίδεται, δια τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, ότι τάχα ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του παπικού πρωτείου. Είναι αλήθεια ότι, αν απομονώσωμε ορισμένα τμήματα απο τις επιστολές του Οσίου και τα συρράψωμε μεταξύ των, θα εξάγωμε το συμπέρασμα ότι ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του παπικού πρωτείου. Διότι όντως υπάρχουν κάποια τμήματα των επιστολών του, τα οποία ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΩΣ αναγιγνωσκόμενα δημιουργούν αυτή την εντύπωση στον αναγνώστη.
Η μελέτη όμως των θέσεων ενός προσώπου, και δή εκκλησιαστικού, δεν πρέπει να γίνεται κατ΄ αυτόν τον αιρετικό τρόπο, αλλά πρέπει, κατά πρώτο λόγο, να λαμβάνωνται υπ΄ όψιν η όλη θεολογική του τοποθέτησις και η διδασκαλία, κατά δεύτερο λόγο οι συνθήκες κάτω απο τις οποίες έγραψε αυτά τα οποία κρίνονται ως φιλοπαπικά, και τρίτον ο σκοπός δια τον οποίο εγράφησαν.
Τα τρία Πατριαρχεία, δηλαδή της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας, διετέλουν κάτω απο την κυριαρχία των Αράβων, το Πατριαρχείο δέ της Κωνσταντινουπόλεως ευρίσκετο στην πτώσι της αιρέσεως και μόνον της Ρώμης ήτο ελεύθερο και είχε την δύναμι να υψώση τη φωνή και να συμμετάσχη ενεργά με λόγια και έργα στην καταπολέμησί της. Το γεγονός ότι ο Όσιος δεν έχει απαιτήσεις επεμβάσεως απο τα άλλα Πατριαρχεία, λόγω της δεινής καταστάσεώς των εξ΄ αιτίας της αιχμαλωσίας, φαίνεται απο ανάλογες επιστολές του προς αυτά.
Εις επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, αφού ο Όσιος περιγράφει όλη την εκκλησιαστική κατάστασι και τους διωγμούς λόγω της εικονομαχίας στην Κωνσταντινούπολι, επιλέγει τα εξής «Δι΄ όλους αυτούς τους λόγους των διωγμών, εμείς οι ανάξιοι παρακαλούμε με δύναμι την αγία σου ψυχή, ως εκπρόσωποι όλων όσων αγωνίζονται υπέρ της αληθείας, να δείξη συμπάθεια και βοήθεια. Και επειδή γνωρίζομε ότι δεν είναι δυνατόν να βοηθήσης διαφορετικά πλήν όμως με την βοήθεια των προσευχών θα μας δώσης μεγάλη βοήθεια στις ανάγκες μας, επειδή έχεις την ευμένεια του Θεού» (Επιστολή 275. Πάπα Αλεξανδρείας, Φατούρος σελ. 408, στιχ. 69, PG. 99, 1160B).
Τα ίδια αναφέρει και προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Και απο αυτόν δηλαδή ζητεί τις προσευχές του, επειδή δεν δύναται να βοηθήση διαφορετικά, προφανώς λόγω των κατακτητών. Τα ίδια περίπου αναφέρει και προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Στο τέλος της επιστολής του τον παρακαλεί δια της προσευχής του να ξυπνήση τον Κύριον, ο οποίος κατ΄ οικονομίαν φαίνεται σαν να κοιμάται, διότι δια της αιρέσεως, λέγει, καταστρεφόμεθα. «Εαν όμως», συνεχίζει, «δύνασαι κάπως διαφορετικά να βοηθήσης, με κάποιο φάρμακο, ως ειδήμων σπεύσε να ιατρεύσης τους ασθενείς. Διότι είμεθα μέλη ιδικά σου, επειδή όλοι οι πιστοί είμεθα σώμα Χριστού και μέλη τοποθετημένα σε κάποιο μέρος του σώματος» (Επιστολή 276. Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Φατούρος σελ. 412, στιχ. 82, PG. 99, 1164C).
Η επιστολή αρ. 275, απευθύνεται προς τον «πάπα ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ»(!) με τον εξής τίτλο: «Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου και δεσπότη μακαριωτάτω πάπα Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου» (PG 99, 1156).
- Από την ίδια επιστολή προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα.
α) Ούτε καν τον τίτλο του πάπα δεν αποδίδει αποκλειστικά στον Ρώμης.
β) Καθώς στέλνει την ίδια επιστολή και «προς τον της Αντιοχείας πατριάρχην», προσφωνεί και τους δύο με τους τίτλους «αποστολική... θειοτάτη κορυφή» και «μεγάλη και θεία κεφαλή».
γ) Για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ότι είναι «ο πρώτιστος, η ιερά ημών κεφαλή» (PG 99, 1157).
- Η επιστολή αρ. 276, απευθύνεται στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά και αν το προοίμιο θεωρηθεί δογματικό κατά γράμμα, τότε ο Θεόδωρος του αναγνωρίζει …πρωτείο ανάμεσα στους πέντε: «...η της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή, συ ΠΡΩΤΟΣ πατριαρχών, ΚΑΝ ΠΕΝΤΑΖΟΙΣ τω αριθμώ» ( PG 99, 1161)!
- Εκτός των άλλων, ο τίτλος «αποστολικός» δεν αποδίδεται μόνο στον πάπα Ρώμης, αλλά εξίσου και στους άλλους πατριάρχες. «Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως για τον Θεόδωρο τα αξιώματα και οι τίτλοι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία από μόνοι τους, εάν όσοι τους κατέχουν δεν πράττουν αντάξια με όσα συμβολίζουν οι τίτλοι τους. Γι' αυτό το λόγο προτρέπει τον πατριάρχη Ιεροσολύμων να δραστηριοποιηθεί και με τις πράξεις του να γίνει ένας από τους δώδεκα Αποστόλους» (Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 226).
Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί είναι κάτι συνηθισμένο στις επιστολές του, αλλά και στη βυζαντινή αλληλογραφία γενικότερα. Ο Θεόδωρος ονομάζει «αποστολικούς» όλους τους πατριάρχες και όχι μόνο τον Ρώμης, μιλάει για «πρωτείο» ακόμη και του Ιεροσολύμων, ονομάζει «πάπα» τον Αλεξανδρείας, και όλα αυτά έρχονται στις σωστές τους διαστάσεις μόνο με προσεκτική μελέτη των εκατοντάδων επιστολών του.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο, στο οποίο απευθύνθηκε δια βοήθεια ο Όσιος, ήτο της Ρώμης, η αναφορά του προς τον Πάπα είναι έτι περισσότερο ικετευτική και η βοήθεια που ζητά πλέον ουσιαστική. Υπήρχε άλλωστε το δεδομένο ότι και παλαιότεροι μεγάλοι πατέρες προσέφυγαν, λόγω της υπάρξεως της αιρέσεως στην Ανατολή, στην ορθόδοξο (τότε) Ρώμη, και ο Πάπας βοήθησε τότε Συνοδικώς την αποκατάστασι της Ορθοδοξίας. Και στην παρούσα κατάσταση η Ρώμη ήτο αμέτοχος της αιρέσεως και προσέτι της αυτοκρατορικής επιρροής, η οποία υπεράσπιζε την αίρεσι. Ώς εκ τούτου, ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απευθύνεται προς τον Πάπα, ως τον μόνο απο ανθρωπίνης πλευράς, ο οποίος κατα το δή λεγόμενον, μπορεί να βάλη τα πράγματα στη θέσι των. Η δύναμις άλλωστε του πρωτόθρονου Πατριαρχείου ήτο δεδομένη και η κατάστασις της Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της αιρέσεως και των διωγμών, οικτρά.
Ως εκ τούτου, οι Παπικοί προέβαλαν και προβάλουν την προσφυγή του Οσίου στον Πάπα ως δείγμα και απόδειξι υποτέλειας και εξαρτήσεως, τα δέ λόγια του, τα οποία του υπενθύμιζον την ευθύνη του διαδόχου του αποστόλου Πέτρου, τα έκριναν ως αποδεικτικά δια το ότι Όσιος ενστερνίζετο τις παπικές πλάνες και δή περί πρωτείου εξουσίας του Πάπα εφ΄ όλης της Εκκλησίας. Ο Όσιος όμως, όχι μόνον δεν είχε τέτοιες ιδέες και αντιλήψεις, αλλά απεναντίας επολέμει με πάθος κάθε πλάνη και μάλιστα, όταν αυτή προήρχετο απο την θρησκευτική και πολιτική εξουσία. Απόδειξις του ισχυρισμού μας είναι ότι ο Όσιος ούτε μεταξύ των Αποστόλων διέκρινε τον πρώτο και δεύτερο, αλλά τους είχε όλους ΙΣΟΥΣ, όπως θα δούμε εις την συνέχεια.
Πέραν των όσων προαναφέρθησαν, μεγάλη σημασία έχει στο υπό εξέτασι θέμα, ο τρόπος αντιμετωπίσως και επικοινωνίας εκ μέρους του Οσίου πρός τον Πάπα της Ρώμης. Εδω έχομε να αναφέρωμε ότι είναι ο ίδιος και απαράλλακτος με τον τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους Πατριάρχες. Στον κάθε ένα ο Όσιος αναφέρει, ως κίνητρο δια την βοήθεια την οποία επιζητεί, κάτι το οποίο έχει σχέσι με τη θέσι του και τον θρόνο τον οποίο κατέχει. Στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, παραδείγματος χάριν, στην αρχή κάνει θαυμασία και εκτενή αναφορά των αγίων τόπων στους οποίους ευρίσκεται ο θρόνος του. Γράφει λοιπόν ότι προσκυνεί νοερώς τα πόδια του, τα οποία πατούν εκεί που εβάδισεν ο Θεός, τον τόπο του Κρανίου, τον Πανάγιο τάφο, την βηθλεέμ, το όρος Θαβώρ κ.λπ. Αναφέρει εν συνεχεία την Γεσθημανή όπου, λέγει συγκεκριμένα, ότι ευρίσκεται ο τάφος της Παναγίας, (το οποίο, οπως είναι γνωστό, οι Παπικοί σήμερα δεν το αποδέχονται, αλλά φλυαρούν περί της υπάρξεως άλλου τάφου δήθεν της Παναγίας στην Έφεσο). Μεγάλη σημασία έχει η συνέχεια του λόγου, την οποία ακολουθούμε ερμηνευτικώς κατά λέξι, διότι έχει μεγάλη βαρύτητα στην παρούσα υπόθεσι. «Ώ, πόσο μεγάλων» λέγει συγκεκριμένα, «και φρικτών προσκυνημάτων έχει στην δικαιοδοσία της η μακαρία και κορυφαία σου Επισκοπή. Εσυ είσαι ουσιαστικά ο πρώτος απο τους Πατριάρχες, έστω κι άν είσαι πέμπτος και τελευταίος στην τάξι των Πατριαρχών. Διότι εκεί όπου ο Επίσκοπος των ψυχών μας και μέγας Αρχιερεύς εγεννήθη και ετέλεσε όλα τα θεουργικά έργα Του και ακόμη έπαθε κατα το ανθρώπινο και ετάφη και ανέστη και έζησε μετά την ανάστασι και ανελήφθη, είναι ολοφάνερο ότι εκεί σ΄ αυτό τον τόπο, υπάρχει και το υπέρτατο επισκοπικό αξίωμα» (Επιστολή 276. Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Φατούρος σελ. 409, στιχ. 13, PG. 99, 1160D).
Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ως πρώτος κατά την τάξη και ο παπικός θρόνος, αποτέλεσε τον συλλογικό τύπο του Πρώτου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον κανονικό αυτό θεσμό οι πέντε πατριάρχες συγκροτούν την ανώτατη διοικητική αρχή στην Εκκλησία, το ‘πεντακόρυφον κράτος’ της Εκκλησίας.
Ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη φράση «πεντακόρυφον κράτος» που θεωρείται μία από τις χαρακτηριστικότερες διότι περιγράφει τον θεσμό της πενταρχίας της μίας εκκλησίας. Η φράση αυτή, ανήκει ακριβώς στον Θεόδωρο Στουδίτη, αυτόν που κατηγορούν κάποιοι ως δήθεν υποστηρικτή του παπικού πρωτείου στην αιρετική του μορφή.
Και είναι μια φράση που διατυπώνεται επανειλημμένα από τον Θεόδωρο στα κείμενα του, όπου δεν αφήνει το παραμικρό να παρεξηγηθεί:
«...απόστολοι και οι τούτων διάδοχοι. τίνες δ' ουν οι ΔΙΑΔΟΧΟΙ; ο της Ρωμαίων νυνι πρωτόθρονος, ο της Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Αλεξανδρείας τε και Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. τούτο το πεντακόρυφον κράτος της εκκλησίας, παρά τούτοις το των θείων δογμάτων κριτήριον» (PG 99, 1417C).
Όχι μόνο ο Θεόδωρος μιλάει στον πληθυντικό για ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ των Αποστόλων (και όχι για έναν διάδοχο), επιπλέον όμως θεωρεί ΟΛΟΚΛΗΡΟ το «πεντακόρυφο» αυτό «κράτος» ως κριτήριο των θείων δογμάτων!
Είναι πολύ σημαντική η αναφορά αυτή του Οσίου προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Αν τα λόγια αυτά του Οσίου τα έκρινε σήμερα ο Πάπας, ασφαλώς θα έλεγε ότι ο Όσιος είναι αιρετικός, διότι αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία του. Αυτές βεβαίως οι αναφορές ουδόλως σημαίνουν ότι ο Όσιος καταργεί την τάξι των Πατριαρχών, αλλά οι λεκτικές αυτές προσφωνήσεις αποσκοπούν στην απόδοσι τιμής και στην ενεργοποίηση των προσώπων υπέρ της Ορθοδοξίας.
'Ετσι θα πρέπει να εκληφθούν και τα λόγια και οι λεκτικές αβρότητες προς τον Πάπα της Ρώμης. Διότι, αν εκληφθούν διαφορετικά, δηλαδή κυριολεκτικά, πρέπει να εκληφθούν κυριολεκτικά και όλες οι άλλες λεκτικές αβρότητες του Οσίου, και ειδικά αυτή προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, η οποία σαφώς αναφέρει και με αποδεικτικά μάλιστα στοιχεία ότι είναι ο πρώτος απο τους Πατριάρχες. Είναι εκ του αντιθέτου γεγονός ότι, στην περίπτωση αποστασιοποιήσεως εκ της αληθείας και της Ορθοδοξίας, ο Όσιος ήτο αυστηρώτατος και σκληρότατος και ως πρός τις λεκτικές του διατυπώσεις προς πάσαν κατεύθυνσι και φυσικά προς τον Πάπα της Ρώμης. Αυτό το διαπιστώνομε απο επιστολές του Οσίου. Σε επιστολή του προς τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο τον επαινεί και τον εξυψώνει στη θέσι του τύπου και του τόπου του Χριστού δια πολλών λεκτικών αβροτήτων, διότι ο Πάπας Πασχάλιος δεν εδέχθη ουδόλως σε ακρόασι τους αντιπροσώπους των εικονομάχων, αλλά τους απεδίωξε (Επιστολή 272. Τώ αυτώ (Πασχαλίω πάπα Ρώμης), Φατούρος σελ. 402, στιχ. 6, PG. 99, 1153D).
Είναι ως εκ τούτου πρόδηλον ότι οι εγκωμιαστικοί λόγοι του Οσίου προς τον Πάπα, τον οποίο ο Όσιος ονομάζει αθόλωτο και ακαπήλευτο πηγή της Ορθοδοξίας, εύδιο λιμένα της όλης Εκκλησίας, θεόλεκτο πόλι του φυγαδευτηρίου της σωτηρίας κ.λπ., είναι αποτέλεσμα της ορθοδόξου και ομολογιακής στάσεως του Πάπα Πασχαλίου, της εκδιώξεως δηλαδή εκ μέρους του των απεσταλμένων των εικονομάχων και του αυτοκράτορος, και της συντάξεώς του μετά των απεσταλμένων των δεδιωγμένων Ομολογητών Ορθοδόξων.
Αυτός ο ισχυρισμός μας είναι βάσιμος και αποδεικνύεται εναργέστατα απο ανάλογα περιφρονητικά λόγια του Οσίου προς τον Πάπα, όταν αυτός δεν έλαβε την δέουσα θέσι, όσον αφορά τα έκδηλα και φανερά αμαρτήματα του ιερέως. Φαίνεται απο τα γραφόμενα, στην επιστολή του Οσίου προς τον μοναχό Βασίλειο, ότι ο Πάπας ερωτήθηκε δια την θέσι την οποία πρέπει να πάρωμε όσον αφορά τα φανερά και έκδηλα αμαρτήματα του ιερέως. Ο Πάπας λοιπόν απήντησε ότι δεν πρέπει να ενδιαφερώμεθα δι΄ αυτά και προφανώς να μην μας επηρεάσουν αυτά ως προς την στάσιν μας έναντι αυτού του ιερέως. Ο Όσιος αυτό το θεώρησε μεγάλο παράπτωμα του Πάπα και λέγει προς τον μοναχό Βασίλειο «Ώς προς τον Πάπα, τι μας ενδιαφέρει άν πράττη και ενργή κατ΄ αυτόν ή κατ΄ εκείνο τον τρόπο; Αυτός πιάστηκε κατα την παροιμία στα ιδικά του πτερά. Διότι δια της αναφοράς του ότι δεν πρέπει να φροντίζωμε δια τα φανερά αμαρτήματα του ιερέως, δεν εξευτέλισε τον οιονδήποτε ιερέα, αλλά τον Χριστό, την κεφαλή της Εκκλησίας. Όλα αυτά δέ, τα οποία είπε, είναι τόσο βρωμερά, ώστε δεν δυνάμεθα να τα ακούσουμε δίχως εντροπή. Εαν δέ έτσι έχουν τα πράγματα και όντως τα ανέφερε, αλλοίμονο στην Ιεραρχία» (Επιστολή 28. Βασιλείω μονάζοντι, Φατούρος σελ. 78, στιχ. 92, PG. 99, 1001A).
Τέλος, σχετικά με τον τρόπο εκφράσεως και αναφοράς του Οσίου προς τον Πάπα πρέπει να πούμε ότι αφ΄ ενός μεν είναι ο ίδιος και απαράλλακτος με τους άλλους Πατριάρχες, αφ΄ ετέρου δέ ότι θεωρεί την ορθόδοξο πίστι και Παράδοση δεδομένη και δεν την θέτει υπό την κρίσι του. Δι΄ αυτόν τον λόγο, αφού περιγράφει κάθε φορά τις υπάρχουσες αιρέσεις, την μοιχειανική δηλαδή και της εικονομαχίας, καθώς επίσης και τους διωγμούς των Ορθοδόξων, και εκ του αντιθέτου αντιδιαστέλλει την ορθόδοξο διδασκαλία κα Παράδοσι, ζητεί την βοήθεια του Πάπα υπέρ της Ορθοδοξίας, χωρίς να του δίδη το δικαίωμα να εκφέρη την γνώμη του, όπως θα δηλαδή θα εδίδετο το δικαίωμα αποφάσεως σε κάποιο κριτή δύο ενισταμένων παρατάξεων. Αυτό σημαίνει ότι Όσιος την άπαξ παραδοθείσα πίστι δεν την έθετε υπό κρίση ουδενός, αλλά απλώς την κατέθετε σε αντιδιαστολή πρός την αίρεσι και εζητούσε απο τους ορθοδόξους την υπεράσπισή της. Αυτή η θέσις του Οσίου είναι σημαντικώτατη και φαίνεται καθαρώτατα απο την αλληλογραφία του πρός τον Πάπα και τους άλλους Πατριάρχας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου