Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣTHN ANOIXTH ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΕΩN


ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟ 19.10.2010 «ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΙΓΝΑΤΙΟ»

Τις τελευταίες μέρες διαβάσαμε στο διαδίκτυο μία ανοικτή επιστολή «νέων της Μητροπόλεως Δημητριάδος» προς τον Μητροπολίτη μας κ. Ιγνάτιο, η οποία μας προβλημάτισε. Ίσως πολλοί αναγνώστες της ανοικτής επιστολής θεωρήσουν ότι οι αποστολείς εκπροσωπούν τούς νέους όλης της Μητρόπολης. Επειδή όμως πιστεύουμε ότι οι συντάκτες δεν αντιπροσωπεύουν αλλά ενδεχομένως καπηλεύονται τον τίτλο «νεολαία της Μητροπόλεώς μας» αποφασίσαμε να καταγράψουμε κάποιες σκέψεις με αφορμή την επιστολή αυτή.
Δηλώνουμε εξαρχής ότι δεν έχουμε κάποια εξουσιοδότηση γι’ αυτό καί ότι εκπροσωπούμε τούς νέους πού συμμετέχουν στο Σύνδεσμο Νέων της Μητροπόλεως Δημητριάδος και όχι όλους τους νέους της τοπικής Εκκλησίας, πράγμα αδύνατο και παραπλανητικό.
Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί δεν είναι να αντιμαχήσουμε έναντι οιουδήποτε αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει διαφορετικά από εμάς όσα συμβαίνουν γύρω μας. Καθένας έχει δικαίωμα στη διαμόρφωση της δικής του άποψης. Ούτε είναι σκοπός μας να προστατεύσουμε πρόσωπα και θεσμούς, που μπορούν αποτελεσματικά να προστατεύσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Θέλουμε να εκφράσουμε μόνον την άποψή μας και συνάμα το πόνο μας σε σχέση με όσα μια –κατά δήλωση- «ομάδα νέων» της τοπικής μας εκκλησίας δημοσιοποίησε ως κείμενο θέσεων με την ονομασία «ανοιχτή επιστολή προς το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο». Εμείς οι νέοι που αγαπούμε το Χριστό και την Εκκλησία επιλέξαμε στις ζωές μας να είμαστε ως πρόσωπα παρόντα στις εξελίξεις, στο πλήθος των δραστηριοτήτων, σε κάθε πτυχή της ζωής της τοπικής μας εκκλησίας από κοντά και όχι μέσω της ψυχρής οθόνης ενός υπολογιστή και με τα μάτια μας, τα αυτιά μας και την καρδιά μας ανοιχτά παρακολουθούμε τα γεγονότα. Προτιμάμε να διαμορφώνουμε από μόνοι μας άποψη, να καταθέτουμε με αγάπη τις προτάσεις μας, τους προβληματισμούς και ασφαλώς τις αντιρρήσεις μας σεβόμενοι τους πρεσβυτέρους, έτοιμοι κάθε στιγμή να διαδραματίσουμε το ρόλο που μας αναλογεί στην κοινωνία και την Εκκλησία και προετοιμαζόμενοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας όταν η ώρα έρθει.
1ον) Ο τρόπος που η συγκεκριμένη ομάδα νέων επέλεξε να δημοσιοποιήσει τις θέσεις της θεωρούμε ότι προδιαθέτει κάθε αναγνώστη της αρνητικά και δημιουργεί επιφυλάξεις. Πρόκειται για μια επιστολή με συντάκτες ή απλώς υπογράψαντες πρωτοεμφανιζόμενους, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνονται στην επιστολή τους, στη ζωή της τοπικής μας εκκλησίας, που δεν μπαίνουν στον κόπο να προσφύγουν προηγουμένως σε οποιαδήποτε συζήτηση με τα θεσμικά όργανα της Εκκλησίας σε τοπικό επίπεδο σχετικά με ζητήματα νεολαίας. Η επιλογή των αποδεκτών εγείρει πολλά ερωτηματικά. Επίσης στάλθηκε προς ετερόκλητους αποδέκτες μια ανυπόγραφη επιστολή συνοδευόμενη από δέκα περίπου ονόματα, που δεν ξέρουμε καν αν αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα νέων ή γράφτηκαν απλά για να μην φαίνεται η επιστολή αυτή ανώνυμη. Δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ιδιότητα, ούτε διεύθυνση ή οποιοσδήποτε άλλος τρόπος επικοινωνίας μαζί τους. Ποιος είναι άραγε ο στόχος της επιστολής τους αυτής; Μήπως να θέσουν καλόπιστα ζητήματα εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος προς συζήτηση ή απλά να εκδηλώσουν και μάλιστα με ευρύτατη δημοσιότητα μια προσωπική επίθεση εναντίον του αποδέκτη; Δυστυχώς οι αδελφοί μας που συνέταξαν ή υπέγραψαν την επιστολή απέτυχαν να μας πείσουν για την ευγένεια και ειλικρίνεια των κινήτρων τους και έδωσαν στην πρωτοβουλία τους το χαρακτήρα μιας ανοίκειας προσωπικής επίθεσης, θίγοντας τον επίσκοπο και πνευματικό μας πατέρα και, ως φυσικό ακόλουθο, εν μέρει και εμάς, ως μέλη της ευρύτερης οικογένειας της τοπικής μας εκκλησίας.
2ον) Το ύφος της επιστολής πιστεύουμε ότι μόνο σε νέο και δη χριστιανό δεν αρμόζει. Ένας νέος άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό είναι σίγουρος γι’ αυτό που πιστεύει. Συζητά και αναζητά τρόπους δημιουργικότερης διατύπωσης των χριστιανικών του πεποιθήσεων στο διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Αν αναγνώσουμε την επιστολή αυτή, το μόνο που διακρίνουμε από την αρχή μέχρι το τέλος της είναι μια ατελείωτη φοβία απέναντι σε ό,τι συμβαίνει. Οι δε προσωπικές επιθέσεις, τα ειρωνικά σχόλια και ο εμπαθής τρόπος με τον οποίο οι συντάξαντες αναφέρονται σε όσους δέχονται τα πυρακτωμένα βέλη της κριτικής τους, δείχνουν μάλλον ανθρώπους που σε άλλη εποχή θα έκαιγαν στην πυρά τους αντιφρονούντες, παρά νέους ανθρώπους που θα αποκαλούσε κάποιος ως το «μέλλον της πατρίδας μας», πρόσωπα δηλαδή που ζουν και βιώνουν τη εν Χριστώ αγάπη, ολοκληρώνοντας το είναι τους μέσα στη Βασιλεία του Θεού, μέσα στην κοινωνία του και θέλουν μια Εκκλησία κοντά στο σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του. Ποιος λοιπόν μπορεί να πιστέψει ότι το κείμενο αυτό συντάχθηκε από νέους ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσε να συνομιλήσει και να συστρατευτεί ή έστω απλά να συνεννοηθεί;



3ον) Από την ανάγνωση του κειμένου με πόνο και λύπη διαπιστώνουμε ότι οι συντάξαντες δεν έχουν την παραμικρή γνώση των πραγμάτων και των δράσεων της τοπικής μας Εκκλησίας και των νέων της σε τοπικό τουλάχιστο επίπεδο. Δεν είναι μόνο το ότι αντί να δώσουν το παρόν στις εκδηλώσεις της τοπικής μας εκκλησίας για να διατυπώσουν εκεί τις θέσεις τους ως ελεύθερα σκεπτόμενοι χριστιανοί της Μητρόπολής μας ή να συναντηθούν διαλεγόμενοι με τον επίσκοπό μας, προτιμούν να τις παρακολουθήσουν μέσω δελτίων τύπου του Διαδικτύου. Όλα αυτά μας δημιουργούν την υπόνοια ότι οι συντάξαντες την επιστολή καμία σχέση δεν έχουν με το ποίμνιο της Μητρόπολης μας και μάλιστα των νέων. Αγνοούν ότι όλα τα συνέδρια, ημερίδες, συναντήσεις της τοπικής μας εκκλησίας, είτε αφορούν αποκλειστικά κληρικούς, είτε όλο το πλήρωμα της εκκλησίας, δημοσιεύονται σε πραγματικό χρόνο από το ραδιόφωνο της εκκλησίας μας και τώρα πλέον ζωντανά και μέσω διαδικτύου και φυσικά δε διενεργούνται εν κρυπτώ ή μέσα σε ένοχη μυστικοπάθεια. Επιπλέον αγνοούν ότι ο Σεβασμιώτατος που κατ’ αυτούς δεν ενδιαφέρεται για τους προβληματισμούς των Χριστιανών γονέων με μικρά παιδιά έχει ιδρύσει Σχολές Γονέων σε πλήθος ενοριών, με κύριο σκοπό την ποιμαντική μέριμνα των νέων οικογενειών και στόχο την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεών τους. Αγνοούν ότι με τη φροντίδα νέων, ακόμη και γονέων, στελεχών του νεανικού έργου, κληρικών και λαϊκών, η μητρόπολή μας συνέγραψε και εξέδωσε πέρυσι και φέτος σειρά σύγχρονων κατηχητικών βοηθημάτων, τα οποία είναι αναρτημένα και σε ψηφιακή μορφή στο διαδίκτυο για όποιον καλοπροαίρετα τα χρειαστεί, κυρίως όμως για αυτούς που γνωρίζουν το διαδίκτυο πολύ καλά. Και φυσικά, μια που ομιλούν σε πολλά σημεία της επιστολής τους εξ ονόματος της πλειοψηφίας των νέων της Μητρόπολης, αγνοούν επίσης ότι οι νέοι αυτοί, τους οποίους επικαλούνται, έχουν συστήσει από δεκαετίας στη Μητρόπολή μας «Σύνδεσμο Νέων», ο οποίος διοργανώνει εκδηλώσεις συμμετέχοντας δυναμικά και ουσιαστικά στα εκκλησιαστικά δρώμενα της περιοχής μας με παρουσία τόσο στην Επιτροπή Νεότητας όσο και σε κάθε συνέδριο ή εν γένει εκδήλωση, την οποία οργανώνει η Μητρόπολη μας ως ζων εκκλησιαστικός οργανισμός. Περαιτέρω, αγνοούν ότι οι νέοι της Μητρόπολης δια του Συνδέσμου τους ακούγονται στο Ραδιόφωνο μέσα από δική τους εκπομπή, συνεργάζονται με φορείς της πόλης σε θέματα του αγώνα κατά των ναρκωτικών, αναπτύσσουν φιλανθρωπική δραστηριότητα στο Ορφανοτροφείο του Βόλου, στο γηροκομείο και όπου άλλού είναι απαραίτητη η συνδρομή τους, έχουν το δικό του στέκι, το «Πέρασμα». Αγνοούν ότι δίνουν το παρόν στο Πανεπιστήμιο, γράφουν σε εφημερίδες και της Εκκλησίας και του τοπικού Τύπου για θέματα νεότητας και ακούγονται, όποτε το ζητήσουν για όποιο θέμα ζητήσουν να εκφραστούν. Με λύπη διαπιστώνουμε ότι αγνοούν τόσα πράγματα που συχνά πυκνά δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα της μητρόπολής μας για τις δράσεις μας και που με ευκολία τα μαθαίνουν και συμμετέχουν νέοι από πόλεις και μητροπόλεις ολόκληρης της Ελλάδος. Περιέργως αγνοούν ότι τουλάχιστον τα τελευταία 5 χρόνια κάθε Τετάρτη βράδυ στις 9μ.μ. στο νεανικό κέντρο Πέρασμα (Βασσάνη 63) συγκεντρωνόμαστε ένας ικανός αριθμός νέων ανθρώπων με σκοπό την πνευματική μας κατάρτιση σε μια προσπάθεια κοινής προβληματικής αλλά συνάμα και κατήχησης συζητώντας γύρω από θέματα της πίστεώς μας. Ενδεικτικά εδώ θέλουμε να αναφέρουμε ότι για ένα χρόνο ασχοληθήκαμε με τη δογματική διδασκαλία της εκκλησίας μας, για δύο έτη με την ερμηνεία των ευαγγελίων της Κυριακής ενώ τα δυο τελευταία έτη εντρυφούμε στην ερμηνεία του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας. Θα θέλαμε επίσης να τους ενημερώσουμε ότι ο επίσκοπός μας βρίσκεται και ο ίδιος και ομιλεί κοντά μας κατά καιρούς σε αυτή τη σύναξη όπως και ότι με τη δική του προτροπή ξεκίνησε η δράση αυτή. Τέλος να τους ενημερώσουμε ότι κάθε χρόνο διοργανώνουμε κατασκηνωτικό νεανικό πενθήμερο στον άγιο Λαυρέντιο Πηλίου όπου αναλύουμε θέματα ορθοδόξου πνευματικότητας με συμμετοχή νέων από όλη την Ελλάδα. Όσο για την απουσία των νέων της Μητρόπολης από τις Εκκλησίες, οι συντάξαντες την επιστολή το πιθανότερο είναι ότι δεν έχουν ποτέ επισκεφτεί κάποια εκκλησία της Μητρόπολης – ιδίως στις κεντρικές ενορίες του Βόλου. Θα θέλαμε επίσης να τους υπενθυμίσουμε ότι παράλληλα σε διάφορες ενορίες λειτουργεί κύκλος για νέους, φοιτητές και εργαζομένους. Επίσης ότι για τη συνεχή επιμόρφωση των στελεχών του νεανικού έργου, και όχι μόνο, κάθε Τετάρτη λειτουργεί φροντιστήριο κατηχητών, αλλά και κάθε Δευτέρα επιμορφωτικό σεμινάριο στελεχών νεότητας, το οποίο τη φετινή χρονιά ασχολείται αποκλειστικά με τις αιρέσεις. Τέλος γνωρίζουμε ότι για άλλη μια χρονιά γίνονται τακτικά, στα πλαίσια της ποιμαντικής των νέων, οι συναντήσεις νέων αναγνωστών και ιεροπαίδων.
Τόσες μα τόσες ευκαιρίες για να εκφραστούν άφοβα όλοι οι νέοι. Που είναι λοιπόν οι συντάξαντες την επιστολή; Γιατί ενώ μπορούν απλά, χωρίς καν να μπαίνουν σε κόπο, αφιερώνοντας πολύ λιγότερο χρόνο από εκείνον που χρειάστηκε για να γράψουν ή να διαβάσουν και να υπογράψουν την επιστολή τους, (εκφραζόμενοι μάλιστα για πρώτη και ελπίζουν τελευταία φορά, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν,) δεν έρχονται τόσο καιρό να μας πουν από κοντά «Παιδιά, συμβαίνουν πράγματα που δε μας αρέσουν»; Μήπως τους απέτρεψε κάποιος; Μήπως εκείνοι πονούν περισσότεροι από εμάς; Ή μήπως μας θεωρούν και εμάς πλανεμένους, που ακολουθούμε άβουλα και άκριτα όσους κατ’ αυτούς έβαλαν σκοπό να μας αφελληνίσουν και να αποδομήσουν την πίστη μας;
Σε αυτούς, λοιπόν, που τόσο εύκολα και ανέξοδα βάζουν στο στόμα τους, τους νέους της Μητρόπολής μας και μιλούν εξ ονόματός τους, τουλάχιστον οι εκατοντάδες νέοι που μετέχουν στη δράση του Συνδέσμου Νέων, όλα τα χρόνια της λειτουργίας του, μπορούν να απαντήσουν μέσα από τη δυναμική τους παρουσία στην εκκλησιαστική ζωή της Μητρόπολης μας.
Μετά από τις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις μας θα θέλαμε να συζητήσουμε και επί της ουσίας τις θέσεις των συντακτών της επιστολής στα θέματα που κυρίως μας αφορούν ως νέους:
Στο ζήτημα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών εντελώς τηλεγραφικά –μια που υπάρχουν ειδικότεροι εξ ημών στο θέμα- θα τονίσουμε ότι το αν ένα μάθημα έχει χαρακτήρα «ομολογιακό» ή «μορφωτικό» δεν το καθορίζει κανένα όργανο της Πολιτείας και κανένας νόμος, αλλά το κατά πόσον οι μαθητές έχουν από το σπίτι τους ακούσματα ικανά να τους συγκινήσουν σε σχέση με τη διδασκαλία του δόγματός μας αφενός, και κατά πόσο οι διδάσκοντες είναι κατάλληλοι και πρόθυμοι να μεταλαμπαδεύσουν την πίστη μας ως βίωμα και ομολογία αφετέρου. Ένας μαθητής που δεν έχει ακούσει στο σπίτι του ποτέ να μιλάνε για Θεό ή που ο καθηγητής του των Θρησκευτικών κοιμάται πάνω στην έδρα, το πιθανότερο είναι ότι στο μάθημα των Θρησκευτικών θα σκέφτεται πώς θα επιλύσει τις ασκήσεις Άλγεβρας που θα έχει την επόμενη ώρα. Πάντως θα θέλαμε να τους πούμε πως επειδή και εμείς παρακολουθούμε το λόγο του επισκόπου μας οι αποκομμένες φράσεις άρθρων του διαδικτύου που του επισημαίνουν σίγουρα τον αδικούν και δεν περιγράφουν αληθινά τη θέση του για το μάθημα των θρησκευτικών. Σκοπός δεν είναι να εκλείψει το μάθημα αλλά να συνεχίσει να υπάρχει σε σωστά χέρια, δείχνοντας τον ορθόδοξο δρόμο και όχι κατηχώντας ετσιθελικά. Άραγε έχουμε αίσθηση ότι η ορθόδοξη Ελλάδα δεν είναι πλέον ένα αυτονόητο moto, όχι λόγω των μεταναστών, αλλά διότι χάθηκε ο δεσμός της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας με το Θεό και την Εκκλησία. Κατήχηση χρειαζόμαστε όλοι μας. Αλλά νομίζουμε ότι όταν επιβάλλεται στανικά στους νέους φέρνει αντίθετα αποτελέσματα. Αλήθεια που είναι άραγε το ήθος και η πίστη των σημερινών νεοελλήνων πού υποτίθεται ότι παρακολούθησαν τόσα χρόνια αυστηρά κατηχητικό και ομολογιακό θρησκευτικό μάθημα;
Εκεί που πραγματικά παραξενευτήκαμε ήταν, όταν διαβάσαμε τις θέσεις των συντακτών για τη λεγόμενη «λειτουργική αναγέννηση». Το πώς βρέθηκαν οι συντάκτες από την ανάγκη του Πιστού να καταλαβαίνει τους ύμνους, που ακούει στην Εκκλησία, στη λογική και όχι καρδιακή προσέγγιση του Δόγματος και της Πίστης μας μόνο αυτοί το κατάλαβαν. Ο Θεός – λένε- αποκαλύπτεται, δεν ανακαλύπτεται. Σύμφωνοι.
Δηλαδή, διερωτάται ευλόγως κάποιος, σε όσους γνωρίζουν τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η Θεία Λειτουργία (και που άρα καταλαβαίνουν τι ακούνε στην Εκκλησία) ο Θεός ανακαλύπτεται, ενώ στους υπόλοιπους που δεν καταλαβαίνουν τι ακούνε στο μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου της Θείας Λειτουργίας ο Θεός αποκαλύπτεται; Ως δε επιχείρημα, για να στηρίξουν τη μη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, επικαλούνται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας υπήρξαν Θεόπτες. Μα, άμα όλοι οι Χριστιανοί ευρισκόμασταν στο επίπεδο των Θεοπτών Πατέρων, σίγουρα το λιγότερο που θα μας απασχολούσε θα ήταν η γλώσσα στην οποία θα ακούγαμε τη Θεία Λειτουργία. Δυστυχώς όμως ευρισκόμαστε σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο και γι αυτό χρειαζόμαστε βοήθεια, είμαστε μωρά στη πίστη και χρειαζόμαστε μασημένη τροφή και γάλα. Κι αν κάτι μπορεί να μας βοηθήσει δεν είναι να στήσουμε παντού «Κρυφά Σχολεία», αλλά να ενδυναμώσουμε τη συμμετοχή του λαού του θεού στη Θεία Λειτουργία και να πείσουμε τους νέους που δεν είναι πολύ κοντά μας ότι μπορούν να έλθουν χωρίς να μας φοβούνται!. Διότι, αν κάποιος περιμένει από το σεβάσμιο παππούλη ή τον αγράμματο άνθρωπο του βουνού που δεν ξέρει καλά- καλά να γράψει το όνομά του να καθίσουν στα θρανία και να μάθουν στα γεροντάματα την Ελληνιστική Κοινή, μάλλον θα περιμένει για πολύ. Η ταπεινή άποψή μας είναι (και νομίζουμε η ορθόδοξη) ότι ο άνθρωπος πρέπει να μετέχει ολόκληρος στη λατρεία με το νου του, την καρδιά του, το σώμα του, τη ψυχή του.


Το έτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας των συντακτών είναι η σύνδεση της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων με την άρνηση της Παράδοσής μας. Δηλαδή όσοι δεν εμμένουν στη «Γλώσσα των Πατέρων» γίνονται αρνητές και προδίδουν την Παράδοση; Άραγε οι συμπολίτες μας που δεν ξέρουν τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα Λειτουργικά Κείμενα δε μετέχουν της Παράδοσής μας; Δεν είναι Έλληνες και επομένως δεν μπορούν να είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι; Τι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Παιδιά ενός κατώτερου Θεού; Πολλά ακόμα διαβάσαμε σχετικά με τη λειτουργική αναγέννηση, σκέψεις που μας πλήγωσαν, διότι διαπιστώσαμε ότι οι νέοι – συντάκτες της επιστολής, παρά τους υποκριτικούς χαρακτηρισμούς του τύπου «κύριοι τίποτε», έχουν τη λογική μιας χριστιανικής «ελίτ» που βλέπει με συμπάθεια και οίκτο τα πλήθη των αμαθών και όχι τόσο προκομμένων στα πνευματικά πιστών. Με λύπη λοιπόν διαπιστώνουμε ξενοφοβικές, ρατσιστικές και εν τέλει αντί-Χριστες απόψεις, που δυστυχώς γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνες, γιατί «ενδύονται τον μανδύα» των «καθαρών», «γνησίων», «τηρητών της παράδοσης» και βέβαια «αφορίζουν» και εξοστρακίζουν κάθε άλλον συνάνθρωπο. Θέλουμε πάντως εν αληθεία να τους διαβεβαιώσουμε πως εμείς γνωρίζουμε νέους του περιβάλλοντος μας που με αγωνία μας καταθέτουν τη μη κατανόηση των λόγων της λατρείας του Θεού. Και πως οφείλουμε και σε αυτούς ένα τρόπο προσέγγισης και προσευχής.
Εμείς μάλλον ζούμε σε άλλη Μητρόπολη διότι δεν έχουμε ακούσει ποτέ λειτουργία στη δημοτική. Έχουμε ακούσει τα αναγνώσματα του Εσπερινού να διαβάζονται στη δημοτική από τον Επίσκοπό μας και κάποιες φορές τις ευχές του Γάμου. Από όσο γνωρίζουμε οι απόπειρες αυτές γίνονται δοκιμαστικά και πιλοτικά. Και ακούσαμε γι’ αυτά ευμενή σχόλια. Τελικά όμως μας προβληματίζει περισσότερο το ότι δεκάδες φίλοι δεν εκκλησιάζονται καθόλου και λιγότερο ότι αν χρειάζονται οι μεταφράσεις ή όχι. Ασφαλώς και θα είναι αφελής όποιος νομίζει ότι οι μεταφράσεις θα φέρουν τούς νέους στην Εκκλησία. Ίσως όμως βοηθήσουν στη προσέγγισή της. Δεν καταλαβαίνουμε τι έχουμε να χάσουμε δοκιμάζοντάς τες.
Με πόνο ψυχής διαβάσαμε την «απειλή» τους για αποχώρηση από ακολουθίες και μυστήρια που θα τελούνται από κανονικούς κατά τ’ άλλα ιερείς στο όνομα του κανονικού επισκόπου της τοπικής μας εκκλησίας, διακόπτοντας με αυτήν την επιλογή την κοινωνία με το Χριστό και το σώμα της Εκκλησίας, μέσα από την οποία περνά ο δρόμος για τη σωτηρία μας. Ο Θεός να δώσει και να μην πέσουν σε τέτοια πλάνη, οικειοποιούμενοι ρόλους που δεν αμφισβητούνται και ανήκουν σε άλλους. Δεν τολμούμε βέβαια να αναρωτηθούμε ποια η άποψή τους για τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων Χριστιανών ανά τον κόσμο, που δε θέλησε ο Θεός να γεννηθούν Έλληνες και πρέπει να τελούν τα μυστήριά τους σε ξένες γλώσσες. Μήπως δεν είναι κοινωνοί της Παραδόσεως, μήπως δεν είναι μέλη του σώματος της Εκκλησίας, μήπως δεν κοινωνούν σώμα και αίμα Χριστού, επειδή ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων από τους ντόπιους ιερείς γίνεται ακόμη και στα σουαχίλι; Ούτε βέβαια τολμούμε να ρωτήσουμε τι σκέφτονται για τα εκατομμύρια των φοιτητών και ομογενών που ζουν για χρόνια πολλά στο εξωτερικό και αρκούνται στο να τελούν τις ακολουθίες στη δημοτική και μάλιστα ξένων ακόμη και βάρβαρων γλωσσών τις οποίες σαφώς ο Χριστός δεν επέλεξε για να γραφτούν τα Ευαγγέλια.
Σχετικά με το τελευταίο κομμάτι της επιστολής θέσεων που αναφέρεται στο σχετικό με τη «μεταπατερική θεολογία» συνέδριο. Αντιλαμβανόμαστε ότι βρίθει προσωπικών «αγαπητικών επιθέσεων» εναντίον διαφόρων προσκεκλημένων του «άνομου Συνεδρίου», που μας αφήνουν φυσικά αμέτοχους και αδιάφορους, μια που οι απόψεις που αναφέρονται δεν εκφράζουν παρά προσωπικές θέσεις όσων τις εξέφρασαν, κολοβωμένες βεβαίως με τη γνωστή μέθοδο της απομόνωσης τμημάτων που αποδίδουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Εν πάση περιπτώσει περί των θέσεων μπορούν να τοποθετηθούν αυτοί που τις εξέφρασαν. Εκείνο όμως που πραγματικά μας προξενεί εντύπωση είναι η σύνδεση της ανάγκης του σύγχρονου ανθρώπου να ακούει την Εκκλησία, να τοποθετείται στα σύγχρονα προβλήματα, με την αμνήστευση των αιρετικών, την κοσμική αντίληψη του «κάνε τη ζωή σου κι εγώ τη δική μου», το χαρακτηρισμό των ηρώων του ’21 σαν «τρομοκρατών» και του Ορθοδόξου Πιστού Λαού στη βάση των Αγίων Πατέρων (έτσι προφανώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους οι συντάξαντες «κύριοι τίποτε» κατά δήλωσή τους) σαν φονταμενταλιστών.
Σας διαβεβαιώνουμε, λοιπόν, ότι εμείς οι νέοι της Μητρόπολης Δημητριάδος και Αλμυρού, κι ας μην αμνηστεύουμε τους αιρετικούς, κι ας μη λέμε στο σύντροφό μας «κάνε τη ζωή σου κι εγώ τη δική μου», κι ας μην αποκαλούμε τους ήρωες του 21 «τρομοκράτες» και τους αδελφούς μας Χριστιανούς «φονταμενταλιστές», θέλουμε την Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως μία ανοιχτή αγκαλιά, αντιμέτωπη με τα σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου, με θέσεις προβληματισμό και κυρίως επιχειρήματα ουσίας για όσα απασχολούν το νέο άνθρωπο. Πάνω απ’ όλα με παρρησία και αγάπη να συμπορευτεί με τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και, αν υπάρχει ανάγκη προς τούτο, να εργαστεί για την ενότητα ακόμα και διαφορετικών ανθρώπων. Και σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να ακούμε από χείλη νέων συναθρώπων μας μελών της εκκλησίας να απαξιώνουν καθηγητές και ιεράρχες στο πεδίο του αντιοικουμενιστικού αγώνα και να αποκαλούν αρχιερείς του οικουμενικού πατριαρχείου και κληρικούς με ειρωνικούς και λίαν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς.
Τουλάχιστο ας θυμηθούν ότι αυτοί φέρουν την αρχιεροσύνη του Χριστού. Άλλωστε, τη διχόνοια οι άνθρωποι την δημιούργησαν, όχι ο Θεός. Αυτοί οφείλουν και να την υπερβούν.
Λυπόμαστε πραγματικά αν στενοχωρήσαμε τους αδελφούς μας που συνέταξαν την επιστολή προς το Σεβασμιώτατο. Σεβόμαστε τη διαφορετικότητα των απόψεών τους, θέλουμε όμως πραγματικά να αποδοκιμάσουμε την ενέργεια στην οποία προέβησαν και να εκφράσουμε τη βαθύτατη θλίψη που αισθανθήκαμε διαβάζοντας το κείμενο της επιστολής. Διότι το να διαφωνεί κανείς δεν του δίνει το δικαίωμα ούτε να προσβάλλει ούτε να καθυβρίζει. Περαιτέρω δε, αισθανόμαστε την ανάγκη να διαβεβαιώσουμε ότι η νεολαία της πόλης και της Μητρόπολής μας – τουλάχιστον μιλούμε εξ ονόματος των ανθρώπων που μετέχουν στις δράσεις του Συνδέσμου Νέων – δε συμμερίζεται τις ακραίες θέσεις που διατυπώθηκαν και αναγνωρίζει το έργο της Μητρόπολης και του Σεβασμιωτάτου προσωπικά στα θέματα νεότητας, το οποίο ο Σύνδεσμος Νέων ενισχύει σε κάθε ευκαιρία.
Καλούμε επιπλέον όσους μετείχαν σε αυτή την προσωπική επίθεση, που μας πλήγωσε και μας ντρόπιασε ως νέους και ως Χριστιανούς, να αναλογιστούν το σφάλμα τους, να προβληματιστούν για το πόσο χριστιανική ήταν μια τέτοιου είδους ενέργεια, να αφήσουν τον «κλεφτοπόλεμο» και να δώσουν το παρόν στα εκκλησιαστικά δρώμενα της τοπικής μας εκκλησίας μας μέσα από γόνιμο διάλογο, με πνεύμα αγάπης και σκοπό ενίσχυσης της ενότητας της Εκκλησίας κι όχι με κείμενα αυτού του τύπου και εξτρεμιστικές ενέργειες που μόνον του εχθρούς της πίστεώς μας χαροποιούν.


Εμείς ως Σύνδεσμος Νέων της Μητρόπολης θα δεχθούμε αδελφικά, με ανυπόκριτη αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον όσους διαφωνούν μαζί μας, θα ακούσουμε τις ενστάσεις τους και, εφόσον αυτό επιτάσσει το συμφέρον της Εκκλησίας και μας πείσουν για τη γνησιότητα των προθέσεών τους, θα στρατευθούμε μαζί τους στην προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης των νέων μέσα στην Εκκλησία και θα τους δώσουμε βήμα με παρρησία και αγάπη Χριστού να διατυπώσουν τις θέσεις τους.
Κανένας δεν θεωρεί τους αδελφούς μας που συνετάξαν την επιστολή σαν «ξένους», κανένας δεν τους απέβαλε από την όποια κοινωνία Χριστιανών και φυσικά από την Εκκλησία, κανένας δεν τους έβαλε στο περιθώριο, κανένας δε θέλει νέους ανθρώπους να αισθάνονται τόσο θυμό όσος διαφαίνεται στο κείμενο της Επιστολής. Δυστυχώς όμως φοβούμαστε πως οι ίδιοι βάζουν τον εαυτό τους στο περιθώριο και απαξιώνουν τον αγώνα τους, όπως αυτοί τον αντιλαμβάνονται.
Είμαστε βέβαιοι ότι οι άνθρωποι που έγραψαν το κείμενο αυτό έχουν μελετήσει αρκετά τις σύγχρονες εκκλησιαστικές εξελίξεις και ότι έχουν άρτια επιχειρηματολογία, έστω κι αν αυτή δεν εκφράστηκε εύστοχα στο κείμενο της Επιστολής που διαβάσαμε. Είμαστε επίσης βέβαιοι ότι κανένας δεν επιζητά τη διχόνοια και την κατηγοριοποίηση των Χριστιανών ούτε χαίρεται στην ιδέα του να υπάρχουν ομάδες αδελφών μας, που σε κάθε εκδήλωση της Μητρόπολης φοβόμαστε μην τα κάνουν «Γης Μαδιάμ» με αντιδράσεις κερκίδας ποδοσφαιρικού αγώνα. Ωστόσο, τέτοιες ενέργειες δεν έχουν αποφευχθεί και διαταράσσουν την αγάπη και ενότητα μεταξύ των Χριστιανών, εκφράζοντας προσωπικές επιθέσεις που μόνο σε ευλαβείς Χριστιανούς δεν ταιριάζουν, πάνω απ’ όλα όμως καταδικάζουν τον υγιή αντίλογο, που πρέπει να υπάρχει εντός της Εκκλησίας, μετατρέποντάς τον σε οχλαγωγία. Σε κάθε περίπτωση, όταν έχουμε ένα πρόβλημα εντός της οικογένειάς μας, δε βγαίνουμε στο μπαλκόνι κραυγάζοντας, ώστε να το μάθει όλη η πόλη. Το επιλύουμε εντός της οικογενείας, με διάλογο, αλληλλοπεριχώρηση, αγάπη και πάνω απ’ όλα με γνώμονα τη διατήρηση της ενότητας της οικογένειας. Αυτό είναι και η Εκκλησία. Μια μεγάλη οικογένεια. Αν υπάρχουν πλανεμένοι σε αυτή, δεν τους στήνουμε στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συζητάμε μαζί τους με σκοπό τη διατήρηση της ενότητας. Το «πονάει χέρι- κόψει χέρι» είναι αυτό ακριβώς στο οποίο καταλήγουν συμπεριφορές σαν αυτή που εκφράστηκε με τη συγκεκριμένη επιστολή. Καμία εξουσία δεν είναι ανέλεγκτη και κανείς δεν έχει το προνόμιο να αποφεύγει τα λάθη. Την όποια όμως κριτική μας πρέπει να την ασκούμε έχοντας στο μυαλό μας ότι με αυτή θα κάνουμε καλό στο σώμα που είμαστε μέλη.
Με αυτά τα λόγια εκφράζουμε και πάλι τη βαθύτατη θλίψη μας για την αποστολή και το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης επιστολής. Ηθελημένα και παρά τις άριστές μας σχέσεις και τη στενή συνεργασία μας με τον επίσκοπό μας δεν αναλάβαμε ρόλο συνηγόρων ή υπερασπιστών του, μολονότι γνωρίζουμε πόσο άδικα ήταν όσα γράφτηκαν γι αυτόν. Τα έργα του μιλούν από μόνα τους. Και είμαστε βέβαιοι ότι ο επίσκοπός μας το τελευταίο που επιθυμεί είναι επαίνους και εγκώμια, ιδίως δημοσία. Ούτε εισήλθαμε σε θέματα που αφορούν στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών. Δεν επιζητάμε συμμαχία με κανέναν, διότι δε βλέπουμε τους ανθρώπους που συνέταξαν την επιστολή σαν εχθρούς ούτε αισθανόμαστε αμυνόμενοι.
Θέλουμε να καλέσουμε με όλη τη δύναμή μας κάθε νέο άνθρωπο που βρίσκεται κοντά στην Εκκλησία σε συστράτευση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Και για να δανειστούμε μια φράση από την πολιτική, στον αγώνα μας «δεν περισσεύει κανένας». Ας αφήσουμε συνεπώς την εσωστρέφεια και ας αγωνιστούμε για την Εκκλησία και τον Κύριό μας, που τόσο πολύ αγαπάμε, αλλά και δυστυχώς τόσο πολύ στενοχωρούμε και πληγώνουμε το Σώμα Του καθημερινά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου