Ο ΙΕΡΟΣ Χρυσόστομος, ὡς Πρεσβύτερος ἀκόμη, ἐξεφώνησε ὀκτὼ εἰδικὲς ῾Ομιλίες1 πρὸς τὸ ποίμνιο τῆς ᾿Αντιοχείας, μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ τὸ προστατεύση ἀπὸ τὸν ᾿Ιουδαϊσμό.
῾Η ᾿Αντιόχεια, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν μία κοσμοπολίτικη μεγαλούπολις, ἡ ὁποία περιελάμβανε ἕνα πολυσύνθετο καὶ πολυθρησκευτικὸ κρᾶμα 500.000 περίπου κατοίκων (Βλ. Παναγιώτου Χ. Χρήστου, ῾Ελληνικὴ Πατρολογία, τόμος Δ´, σελ. 236, ἐκδόσεις «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 1989).
Οἱ ᾿Εθνικοί, δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες, ἦσαν ἀκόμη πολυάριθμοι· οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν πολὺ ἔντονη παρουσία· οἱ αἱρετικοὶ ᾿Αρειανοί, Εὐνομιανοὶ καὶ ᾿Απολλιναρισταὶ ἦσαν δραστήριοι· καὶ ἕνα ἐσωτερικὸ Σχίσμα τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας δὲν εἶχε ἀκόμη θεραπευθῆ (᾿Αντιοχειανὸ Σχίσμα (330-485). Κατὰ τὴν κυρία φάσι τοῦ Σχίσματος (361-381), οἱ ἀντι-αρειανοὶ ᾿Ορθόδοξοι εἶχαν χωρισθῆ σὲ δύο πλήρως ἀκοινώνητες ὀμάδες: τῶν ὑπερ-αυστηρῶν Εὐσταθιανῶν, ὑπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο Παυλῖνο (χειροτονηθέντα ἀντικανονικῶς ὑπὸ τοῦ Λουκίφερου ᾿Επισκόπου Καλάρεως τῆς Σαρδινίας), καὶ τῶν Μελετιανῶν ὑπὸ τὸν ῞Αγιο Μελέτιο τὸν ῾Ομολογητή. Οἱ αὐστηροὶ ὀπαδοὶ τοῦ ῾Αγίου Εὐσταθίου ᾿Αντιοχείας, οἱ Εὐσταθιανοί, μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ ῾Αγίου (περ. 328/9), «ἀρνήθηκαν νὰ δεχτοῦν ὄχι μόνο τοὺς ᾿Αρειανοὺς διαδόχους τοῦ Εὐσταθίου, ἀλλὰ καὶ τὸν [῞Αγιο] Μελέτιο», ὡς καὶ τὸν διάδοχό του ῞Αγιο Φλαβιανό). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν ἐγκατασταθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της καὶ εἶχαν ὀργανωθῆ κοινωνικο-θρησκευτικὰ μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία.
Μὲ κέντρο δύο ἐντυπωσιακὲς Συναγωγές, μία σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς πόλεως καὶ μία στὸ περίφημο προάστειο τῆς Δάφνης, «ἀσκοῦσαν στὴν κοινωνία ποικίλη καὶ μεγάλη ἐπιρροή, ποὺ ἔφτανε στὸν προσηλυτισμό».
ΠΟΙΟ ἦταν λοιπὸν τὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος;
Μία μερίδα πολλῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ κακὴ συνήθεια ἐλάμβανε μέρος στὶς ἐκδηλώσεις μερικῶν ἀπὸ τὶς μεγάλες θρησκευτικὲς ἑορτὲς τῶν ᾿Ιουδαίων: στὴν ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων (ἢ τοῦ Νέου ῎Ετους), τὴν ἑορτὴ τῶν Νηστειῶν καὶ τῆς Σκηνοπηγίας (Οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑορτὲς τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ ῾Εορτολογίου ἐτελοῦντο κατὰ τὸν μῆνα Τισρεῒ/Tishri, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ τέλος Σεπτεμβρίου/ἀρχὲς ᾿Οκτωβρίου καὶ εἶναι ὁ ἕβδομος Θρησκευτικὸς Μήνας καὶ ὁ πρῶτος Πολιτικὸς Μήνας.
α. ῾Η ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων, εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Νέου ῎Ετους (Rosh Ha-Shanah), ἐτελεῖτο τὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνός, ἀφιερωμένες στὴν μετάνοια καὶ τὴν περισυλλογή, οἱ δὲ πιστοὶ καλοῦνται στὶς Συναγωγὲς μὲ τὸν ἦχο τοῦ Shofar (Κέρας τοῦ κριαριοῦ).
β. Τὴν δεκάτη ἡμέρα τοῦ ἰδίου μηνός, ἑορτάζεται ἡ ἡμέρα τοῦ ᾿Εξιλασμοῦ (Yom Kippur), ἑορτὴ αὐστηρᾶς νηστείας, μετανοίας καὶ προσευχῆς, εἶναι ἡ συμαντικώτερη τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ ῎Ετους.
γ. Τὴν δεκάτη πέμπτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς αὐτοῦ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (Sukkot), ἡ ὁποία διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες, εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἀγροτικὴ ζωὴ καὶ κάθε οἰκογένεια διαμένει σὲ καλύβες στὴν ὕπαιθρο, ὅπου καὶ ἐγίνοντο οἱ ἑστιάσεις.
(Βλ. καὶ ᾿Αποστόλου Μιχαηλίδη, «᾿Ιουδαϊσμός», στὸ Θρησκειολογικὸ Λεξικό, σελ. 287, ἐκδόσεις «῾Ελληνικὰ Γράμματα», ᾿Αθήνα 2000).
Μία ἄλλη μερίδα, ὄχι μόνο παρακολουθοῦσε ἀπὸ ἐπιπολαιότητα τὰ θεάματα κατὰ τὶς ἑορτὲς αὐτές, ἀλλὰ προχωροῦσε περισσότερο: δὲν ἑώρταζε τὸ ῞Αγιο Πάσχα ὅπως εἶχε καθορισθῆ ἀπὸ τὴν ῾Αγία Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Βάσει τῶν ἀποφασισθέντων κατὰ τὴν Α´ ῾Αγίαν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Νίκαια Βιθυνίας, 325) καὶ τῆς εὐσεβοῦς ᾿Εκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, τέσσερις εἶναι οἱ Διορισμοὶ τῆς ῾Εορτῆς τοῦ ῾Αγίου Πάσχα:
α. «πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε ὕστερα ἀπὸ τὴν ᾿Ισημερίαν τῆς ᾿Ανοίξεως» (ποτὲ πρὸ τῆς ἐαρινῆς ᾿Ισημερίας)·
β. «δὲν πρέπει νὰ γίνεται εἰς τὴν αὐτὴν ἡμέραν μὲ τὸ Νομικὸν Φάσκα τῶν ᾿Ιουδαίων» (ποτὲ μετὰ τῶν ᾿Ιουδαίων)·
γ. νὰ γίνεται «ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτην Πανσέληνον τοῦ Μαρτίου, ὁποῦ τύχῃ μετὰ τὴν ᾿Ισημερίαν» τῆς ᾿Ανοίξεως (τὸ Πάσχα τῶν ᾿Ιουδαίων συνέπιπτε μὲ τὴν πρώτη Πανσέληνο μετὰ τὴ ἐαρινὴ ᾿Ισημερία, 14η Νισάν)·
δ. «νὰ γίνεται τὴν πρώτην Κυριακὴν ὁποῦ τύχῃ ἀπὸ τὴν Πανσέληνον» τῆς ᾿Ανοίξεως.
• Σύνοψις: ποτὲ πρὸ τῆς ἐαρινῆς Πανσελήνου – ποτὲ κατὰ τὴν ἐαρινὴν Πανσέληνον – πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν ἐαρινὴ Πανσέληνο. (Βλ. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ιερὸν Πηδάλιον..., σελ. 8, ὑποσημ.), ἀλλὰ ἑώρταζε καὶ νήστευε κατὰ παλαιὰν συνήθειαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους σταθερὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισάν, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐαρινῆς Πανσελήνου (᾿Επρόκειτο γιὰ τοὺς Πρωτοπασχίτας («τοὺς τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας», βλ. Λόγος Γ´ Κατὰ ᾿Ιουδαίων). Οἱ Πρωτοπασχῖται ἢ «Τεσσαρεσκαιδεκατῖται, ἤτοι Τετραδῖται ὀνομάζονται, διά τί ἑώρταζον τὸ Πάσχα ὅχι ἐν Κυριακῇ, ἀλλ᾿ ὁποίᾳ ἂν ἡμέρᾳ τύχῃ ἡ σελήνη δεκατεσσάρων ἡμερῶν [᾿Ιουδαϊκὸν Πάσχα], νηστεύοντες, καὶ ἀγρυπνοῦντες».
(῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, αὐτόθι, σελ. 163, ὑποσημ. 4).
• Σημειωτέον, ὅτι οἱ ᾿Ιουδαΐζοντες αὐτοὶ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι «παρέλυον» «τὸν ῞Ορον τῆς ῾Αγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης», «περὶ τῆς ῾Αγίας ῾Εορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα», εἶχαν κηρυχθῆ οἱ μὲν λαϊκοὶ «ἀκοινώνητοι» καὶ «ἀπόβλητοι τῆς ᾿Εκκλησίας», οἱ δὲ κληρικοὶ «ἀλλότριοι τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ ὑπὸ καθαίρεσιν, «ἀλλὰ καὶ οἱ τολμῶντες τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν» (῾Ι. Κανὼν Α´ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ Συνόδου).
῞Οταν οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατῖται ἐπέστρεφαν στὴν ᾿Εκκλησία, ἐθεωροῦντο ὡς «ἀπὸ αἱρετικῶν» ἐπιστρέφοντες καὶ ἔπρεπε νὰ δώσουν Λιβέλλους, νὰ ἀναθεματίσουν «πᾶσαν αἵρεσιν» καὶ νὰ σφραγισθοῦν «πρῶτον τῷ ῾Αγίῳ Μύρῳ» καὶ «οὕτω κοινωνεῖν τῶν ῾Αγίων Μυστηρίων».
᾿Επίσης, αὐτοὶ οἱ Χριστιανοὶ «ζητοῦσαν [ἰαματικὲς] θαυματουργίες ἀπὸ τοὺς ραββίνους μὲ τὰ φυλακτὰ καὶ τὶς τελετὲς ποὺ αὐτοὶ ἐνεργοῦσαν», τιμοῦσαν τὴν Συναγωγὴ καὶ προσέφευγαν εἰς αὐτήν, ἄλλοτε γιὰ νὰ δώσουν ὅρκους (Βλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847-848/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § γ´) καὶ ἄλλοτε γιὰ δικαστικὲς ὑποθέσεις, προτιμῶντες τοὺς ᾿Ιουδαίους δικαστές, παρὰ τοὺς ἐθνικούς.
Εἶχε λοιπὸν δημιουργηθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἕνα τέτοιο συγκρητιστικὸ κλῖμα, ὥστε πολλοὶ Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο, ἔρρεπαν πρὸς τὸν ᾿Ιουδαϊσμό, ἐφ᾿ ὅσον ἀδυνατοῦσαν νὰ διακρίνουν τὴν ριζικὴ διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, ᾿Εκκλησίας καὶ Συναγωγῆς.
ΓΙΑ ΤΟΝ ῾Ιερὸ Χρυσόστομο, «τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε τεράστια σωτηριολογικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπεδύθη σὲ μεγάλο ἀγῶνα γιὰ νὰ θεραπεύση, ὅπως ἔλεγε, τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» καὶ νὰ καταργήση τὸ «πονηρὸν ἔθος».
«῞Ετερον νόσημα χαλεπώτατον τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν πρὸς ἰατρείαν καλεῖ, νόσημα ἐν τῷ σώματι τῆς ᾿Εκκλησίας πεφυτευμένον»· «τί δέ ἐστι τὸ νόσημα;»· «πολλοὶ τῶν μεθ᾿ ἡμῶν τεταγμένων, καὶ τὰ ἡμέτερα λεγόντων φρονεῖν, οἱ μὲν ἐπὶ τὴν θέαν ἀπαντῶσι τῶν ἰουδαϊκῶν ἑορτῶν, οἱ δὲ καὶ συνεορτάζουσι καὶ τῶν νηστειῶν κοινωνοῦσι· καὶ τοῦτο τὸ πονηρὸν ἔθος βούλομαι τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπελάσαι νῦν» (Βλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 844/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § α´).
ΕΙΝΑΙ ἀναγκαῖο ἐδῶ νὰ διευκρινισθῆ, ὅτι οἱ ῾Ομιλίες αὐτὲς τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς δὲν ἔχουν βεβαίως χαρακτῆρα ἀντισημιτικὸ-φυλετικό, ἀλλὰ καθαρὰ ποιμαντικὸ-θεολογικό, ἐφ᾿ ὅσον ἀπέβλεπαν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς ἑτερoδιδασκαλίες (Πρβλ. Α´ Τιμοθ. α´ 3 κ. ἑξ., στ´ 3). Καὶ περαιτέρω, ἐπεδίωκαν τὴν θεραπεία ἐκείνων τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους ὁ ῞Αγιος ἐχαρακτήριζε ὡς «οἰκεῖα μέλη νενοσηκότα», ὡς «ἀρρωστοῦντας τῶν ἀδελφῶν τῶν ἡμετέρων καὶ τὰ ἰουδαϊκὰ νοσοῦντας» (Πρβλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 709/Λόγος Β´ Πρὸς ᾿Ανομοίους περὶ ᾿Ακαταλήπτου, § α´).
῾Η ἰσχυρὰ καὶ ἐπίμονος κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος στοὺς ᾿Ιουδαίους δὲν συνιστᾶ ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεσι καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελῆ ἀντισημιτισμόν, διότι «δὲν κρίνει τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τὴν οἰκονομική τους εὐμάρεια ἢ τὴν προσήλωσή τους στὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς, (Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι καὶ ἀποφεύγει τοῦτο ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ:
«Τί βούλεσθε ἕτερον εἴπω; τὰς ἁρπαγάς, τὰς πλεονεξίας, τὰς τῶν πενήτων προδοσίας, τὰς κλοπάς, τὰς καπηλείας; ᾿Αλλ᾿ οὐδὲ πᾶσα ἡμῖν πρὸς ταύτην ἀρκέσει διήγησιν ἡ ἡμέρα». (PG τ. 48, στλ. 853/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ζ´) οὔτε ἀπὸ τὴν νομιμότητα ἢ τὴν παιδεία καὶ τὴν κοινωνικότητά τους, ὅπως π.χ. ἔκανε ὁ διάσημος τῆς ἐποχῆς ρήτορας καὶ σοφιστὴς Λιβάνιος». ( Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 259).
Οὔτε ποτὲ συνέστησε στοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴ συναλλάσσονται ἢ νὰ μὴ χαιρετοῦν τοὺς ᾿Ιουδαίου, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν συνέστησε νὰ τοὺς μισοῦν ἢ νὰ τοὺς καταδιώκουν, δὲν συνιστοῦσε τὸ μίσος καὶ τὴν προσωπικὴ ἀποστροφή.
᾿Αντιθέτως μάλιστα δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐκφράζει γιὰ τοὺς ἰουδαίους καὶ συμπόνοια καὶ θετικὸ ἐνδιαφέρον (Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 258).
ΑΣ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ὅμως στὴν θεραπευτικὴ προσπάθεια τοῦ ῾Αγίου.
῏Αράγε, μὲ ποιόν τρόπο ἐπίστευε ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ, ὅτι θὰ ἐθεράπευε τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων Χριστιανῶν;
᾿Εν πρώτοις, προσπαθεῖ νὰ πείση τοὺς νοσοῦντας, βάσει καθαρῶς θεολογικῶν κριτηρίων, ὅτι οἱ μὲν ᾿Ιουδαῖοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους, καὶ ἐξέπεσαν τῆς Χάριτος, «ἐξεκλάσθησαν», οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὴν μοναδικὴ συνέχεια «τῆς ρίζης τῆς ἁγίας» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 845/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § β´), τοῦ εὐλογημένου καὶ ἐκλεκτοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τρία εἶναι τὰ κεφαλαιώδη σφάλματα-ἁμαρτήματα τῶν ᾿Ιουδαίων, λέγει ὁ ῞Αγιος (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847/αὐτόθι., § γ´) :
α. ἀγνοοῦν τὸν Πατέρα, δηλαδὴ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό, ἐφ᾿ ὅσον ἀρνοῦνται τὸν Υἱό.
β. ἐσταύρωσαν τὸν Υἱό, γενόμενοι Χριστοκτόνοι καὶ Θεοκτόνοι.
γ. ἀποκρούουν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα καὶ συνεχῶς ἀντιστρατεύονται εἰς Αὐτό.
᾿Εφ᾿ ὅσον λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ τραγικὰ γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι ἀναντιρρήτως ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ, τότε δὲν ἔχουν τίποτε τὸ θεάρεστο καὶ ἀξιοσέβαστο καὶ σεμνό.
Κατόπιν, καὶ ὡς ἄμεσο ἐπακόλουθο τῆς θέσεως αὐτῆς, ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος εἶναι ἀπόλυτος στὴν ἀπαίτησί του νὰ μὴν συμμερίζωνται οἱ πιστοὶ τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, νὰ μὴ συμμετέχουν στὶς ἑορτὲς καὶ τὶς νηστεῖες τους, δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχουν καμμία «κοινωνία» μαζί τους.
Πρὸς τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν, ὅτι δῆθεν οἱ ᾿Ιουδαῖοι «καὶ αὐτοὶ τὸν Θεὸν προσκυνοῦσιν», ὁ ῞Αγιος ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς:
«᾿Αλλὰ μὴ γένοιτο τοῦτο εἰπεῖν! Οὐδεὶς ᾿Ιουδαῖος προσκυνεῖ τὸν Θεόν. Τίς ταῦτά φησιν; ῾Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ: ῾῾Εἰ τὸν Πατέρα γάρ μου ᾔδειτε, φησί, κἀμὲ ᾔδειτε ἄν· οὔτε δὲ ἐμὲ οἴδατε, οὔτε τὸν Πατέρα μου οἴδατε᾿᾿. Ποίαν ταύτης ἀξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν παραγάγω;» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847/ἔνθ᾿ ἀνωτ., § γ´. ᾿Ιωάν. η´).
Γιὰ ἐκείνους πάλι, οἱ ὁποῖοι ἐνήστευαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ἔλεγε ὁ ῞Αγιος:
«᾿Εννοήσατε τοίνυν τίσι κοινωνοῦσιν οἱ νηστεύοντες νῦν [οἱ νοσοῦντες]· τοῖς βοῶσι:
῾῾Σταύρωσον, σταύρωσον᾿᾿· τοῖς λέγουσι: ῾῾Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν᾿᾿» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850/ἔνθ᾿ ἀνωτ., § ε´. Ματθ. κζ´ 25· Μάρκ. ιε´ 13-14· Λουκ. κγ´ 21 καὶ 23· ᾿Ιωάν. ιθ´ 6 καὶ 15).
Εἶναι «ἄτοπον», συνεχίζει ὁ ῞Αγιος, «τοὺς εἰς Αὐτὸν ὑβρίσαντας τὸν Θεὸν ποιεῖσθαι κοινωνούς, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τὸν ᾿Εσταυρωμένον τοῖς ἐσταυρωκόσι συνεορτάζειν· τοῦτο γὰρ οὐ μόνον ἀνοίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσχάτης μανίας ἐστίν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850/αὐτόθι).
Σὲ ἄλλη περίπτωσι δικαιολογεῖ πολὺ εὔστοχα τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς νηστείας τῶν ᾿Ιουδαίων ὡς «παρανόμου καὶ ἀκαθάρτου»:
«Μὴ θαυμάσητε δὲ εἰ ἀκάθαρτον αὐτὴν ἐκάλεσα νηστείαν οὖσαν· τὸ γὰρ παρὰ γνώμην Θεοῦ γινόμενον, κἂν θυσία, κἂν νηστεία ᾖ, πάντων ἐστὶν ἐναγέστερον» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 857/Λόγος Δεύτερος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § α).
ΘΑ ΚΛΕΙΣΩ τὴν σύντομη ἀναφορά μου στὴν στάσι τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων μὲ ἕνα σπάνιο παράδειγμα ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ῞Αγιος δὲν ἐθεράπευε τοὺς «νοσοῦντας» μόνο μὲ τὸν λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πρᾶξι.
῾Ο ῾Ιερὸς Πατὴρ διεκήρυττε, ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ δὲν εἶναι τόπος ἱερὸς καὶ ἀξιοσέβαστος, ἔστω καὶ ἂν ἐκεῖ εὑρίσκωνται τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´), ἔλεγε· «κανεὶς ἂς μὴ σέβεται τὴν Συναγωγὴ ἐξ αἰτίας τῶν Βιβλίων».
Κάποτε συνέβη τὸ ἑξῆς συγκλονιστικὸ στὴν ᾿Αντιόχεια.
Μία γυναίκα Χριστιανή, ἡ ὁποία ἦταν σεμνοπρεπής, ἄμεμπτος στὰ ἤθη καὶ προσηλωμένη στὴν πίστι, ἀναγκαζόταν ἀπὸ κάποιον πλανεμένο Χριστιανὸ νὰ εἰσέλθη στὴν Συναγωγὴ καὶ νὰ δώση ἐκεῖ ὅρκον γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ποὺ αὐτὸς ἀμφισβητοῦσε.
Εἶχε ἀκούσει ὁ δυστυχής, ὅτι οἱ ὅρκοι ποὺ δίδονται στὴν Συναγωγὴ ἦσαν περισσότερο φοβεροί!...
Μόλις ὅμως ἔφθασε ἐκεῖ ἡ ἐνάρετη γυναίκα, ἄρχισε νὰ καλῆ εἰς βοήθειαν καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ τὴν προστατεύσουν ἀπὸ τὴν παράνομη βία, διότι δὲν τῆς ἦταν βεβαίως ἐπιτρεπτὸ νὰ πλησιάση τὸν χῶρο ἐκεῖνο.
Τότε λοιπόν, λέγει ὁ ῞Αγιος, «ἐμπρησθεὶς ὑπὸ ζήλου καὶ πυρωθείς, καὶ διαναστάς, ταύτην μὲν οὐκ εἴασα λοιπὸν ἐπὶ τὴν παρανομίαν ἑλκυσθῆναι ἐκείνην, ἐξήρπασα δὲ τῆς ἀδίκου ταύτης ἀπαγωγῆς».
Κατόπιν, ὁ ῾Ιερὸς Πατὴρ ἐστράφη πρὸς τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὴν ἄτοπη συμπεριφορά του, τὸν ἐνουθέτησε ἐπὶ μακρὸν καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἀποβάλη τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ψυχή του (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847-848/αὐτόθι, § γ´).
ΜΕΤΑ τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στοὺς ᾿Ιουδαΐζοντες Χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας κατὰ τὸν Δ´ αἰῶνα, ἀπομένει ἕνα τελικὸ ἐρώτημα: τί ἆράγε μᾶς διδάσκει ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ;
α. ᾿Εν πρώτοις, ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς εἶναι ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν κριτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ἔναντι πάσης ἄλλης Θρησκείας.
Τὰ κριτήρια, τὰ ὁποῖα μᾶς παρέχει ὁ ῞Αγιος εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον θεολογικὰ καὶ πνευματικά.
Μία Θρησκεία τοῦ κόσμου, ἔστω καὶ ἂν ἔχη στοιχεῖα ἀληθείας, δὲν καταξιώνεται, δὲν καθίσταται ἀξιοσέβαστη.
Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ, πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴν Συναγωγὴ ὡς τόπον ἱερόν, ἐπειδὴ δῆθεν ἐκεῖ ἦσαν ὁ Νόμος καὶ τὰ βιβλία τῶν Προφητῶν, ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς:
«Μὴ γάρ, ἔνθα ἂν ᾖ Βιβλία τοιαῦτα, καὶ ὁ τόπος ἅγιος ἔσται; Οὐ πάντως! ᾿Εγὼ δὲ διὰ τοῦτο μάλιστα μισῶ τὴν Συναγωγὴν καὶ ἀποστρέφομαι, ὅτι τοὺς Προφήτας ἔχοντες ἀπιστοῦσι τοῖς Προφήταις, ὅτι ἀναγινώσκοντες τὰ γράμματα οὐ δέχονται τὰς μαρτυρίας, ὅπερ ὑβριζόντων ἐστὶ
μειζόνως»· «μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία, ἀλλὰ διὰ ταῦτα αὐτὴν μισείτω καὶ ἀποστρεφέσθω, ὅτι ἐφ᾿ ὕβρει κατέχουσι τοὺς ῾Αγίους, ὅτι ἀπιστοῦσι τοῖς ἐκείνων ρήμασιν, ὅτι τὴν ἐσχάτην αὐτῶν κατηγοροῦσιν ἀσέβειαν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850 καὶ 851/αὐτόθι, § ε´).
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀντιπαραβάλουμε τὴν στάσι τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ προφανῶς ὑποτιμοῦν ἢ παραθεωροῦν τὰ γνήσια αὐτὰ Πατερικὰ Κριτήρια, ἔχουν προσβληθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν σύγχρονη νόσο τοῦ Συγκρητισμοῦ, ὥστε νὰ ἐκφράζουν πλήρως ἀντίθετες ἀπόψεις.
Λόγου χάριν, οἰκουμενιστὴς ἱεράρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐδίστασε νὰ δηλώση, ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»! (Μητροπολίτου ῾Ελβετίας Δαμασκηνοῦ, «῾Ο ἀκαδημαϊκος διάλογος χριστιανῶν καὶ μουσουλμάνων», περιοδ. «Καθ᾿ ὁδόν», ἀριθ. 3/Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 13· καὶ περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 494/31.7.1993, σελ. 23).
β. Κατόπιν, ἡ στάσις τοῦ ῾Αγίου Πατρὸς ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων εἶναι ἐπίσης ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία στὸ ζήτημα τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνεργασίας Της μὲ τὶς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω, ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος κατ᾿ ἀρχὴν ἀπαγορεύει αὐστηρότατα, μάλιστα στοὺς ἀδυνάτους Χριστιανούς, τὴν ἐπικοινωνία, τὴν συνύπαρξι καὶ πολὺ περισσότερο τὴν συνεργασία μὲ αἱρετικοὺς «συλλόγους».
«Φευγέτω τούτων (τῶν αἱρετικῶν) τὰς συνουσίας (συναναστροφάς), ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους [αὐτῶν]» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 718/Λόγος Β´ Πρὸς ᾿Ανομοίους περὶ ᾿Ακαταλήπτου, § ζ΄) · «[ἂς] ἀποστρεφώμεθα τῶν αἱρετικῶν τοὺς συλλόγους» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 56, στλ. 256/᾿Εν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ..., § ζ´).
Καὶ πῶς ἆρά γε δικαιολογεῖ τὴν προτροπὴ αὐτή;
«῞Ωστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´).
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς συμβουλεύει καὶ γιὰ τοὺς «συλλόγους» τῶν ᾿Ιουδαίων:
«Διὸ παρακαλῶ φεύγειν καὶ ἀποπηδᾶν αὐτῶν τοὺς συλλόγους»· «φεύγετε τοίνυν καὶ τοὺς συλλόγους, καὶ τοὺς τόπους αὐτῶν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´).
῾Η καταστρατήγησις καὶ αὐτῆς τῆς Πατερικῆς ᾿Αρχῆς ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων Συγκρητιστῶν, ὡδήγησε αὐτοὺς νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ἑξῆς ἀπίστευτα:
«῾Η οὐσιαστικὴ ἀνεξιθρησκεία δὲν περιορίζεται σὲ ἁπλῆ ἀνοχή, ἀλλὰ συνίσταται, πέραν αὐτῆς, καὶ σὲ μία θετικὴ ἀναγνώριση μιᾶς ξένης θρησκείας ὡς γνησίας δυνατότητος συναντήσεως μὲ τὸ ῾Ιερό»! (Μητροπολίτου ῾Ελβετίας Δαμασκηνοῦ, ἐναρκτήρια ῾Ομιλία στὴν «Δ´ ᾿Ακαδημαϊκὴν Συνάντησιν Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων»
(Κωνσταντινούπολις, 10-14.9.1989), μὲ θέμα: «῾Ο θρησκευτικὸς πλουραλισμὸς» (περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 426/1.10.1989, σελ. 6.).
Καὶ σπεύδω νὰ θέσω τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα:
῍Αν ἡ «ἁπλῆ ἀνοχὴ» ὁδηγεῖ στὴν «θετικὴ ἀναγνώριση» μιᾶς Θρησκείας, τί ἆρά γε πρόκειται νὰ συμβῆ, ὅταν ἡ συνεργασία μας μὲ τὶς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου παγιωθῆ καὶ λάβη θεσμικὸν χαρακτῆρα;
῾Η ᾿Αντιόχεια, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν μία κοσμοπολίτικη μεγαλούπολις, ἡ ὁποία περιελάμβανε ἕνα πολυσύνθετο καὶ πολυθρησκευτικὸ κρᾶμα 500.000 περίπου κατοίκων (Βλ. Παναγιώτου Χ. Χρήστου, ῾Ελληνικὴ Πατρολογία, τόμος Δ´, σελ. 236, ἐκδόσεις «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη 1989).
Οἱ ᾿Εθνικοί, δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες, ἦσαν ἀκόμη πολυάριθμοι· οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν πολὺ ἔντονη παρουσία· οἱ αἱρετικοὶ ᾿Αρειανοί, Εὐνομιανοὶ καὶ ᾿Απολλιναρισταὶ ἦσαν δραστήριοι· καὶ ἕνα ἐσωτερικὸ Σχίσμα τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας δὲν εἶχε ἀκόμη θεραπευθῆ (᾿Αντιοχειανὸ Σχίσμα (330-485). Κατὰ τὴν κυρία φάσι τοῦ Σχίσματος (361-381), οἱ ἀντι-αρειανοὶ ᾿Ορθόδοξοι εἶχαν χωρισθῆ σὲ δύο πλήρως ἀκοινώνητες ὀμάδες: τῶν ὑπερ-αυστηρῶν Εὐσταθιανῶν, ὑπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο Παυλῖνο (χειροτονηθέντα ἀντικανονικῶς ὑπὸ τοῦ Λουκίφερου ᾿Επισκόπου Καλάρεως τῆς Σαρδινίας), καὶ τῶν Μελετιανῶν ὑπὸ τὸν ῞Αγιο Μελέτιο τὸν ῾Ομολογητή. Οἱ αὐστηροὶ ὀπαδοὶ τοῦ ῾Αγίου Εὐσταθίου ᾿Αντιοχείας, οἱ Εὐσταθιανοί, μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ ῾Αγίου (περ. 328/9), «ἀρνήθηκαν νὰ δεχτοῦν ὄχι μόνο τοὺς ᾿Αρειανοὺς διαδόχους τοῦ Εὐσταθίου, ἀλλὰ καὶ τὸν [῞Αγιο] Μελέτιο», ὡς καὶ τὸν διάδοχό του ῞Αγιο Φλαβιανό). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν ἐγκατασταθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της καὶ εἶχαν ὀργανωθῆ κοινωνικο-θρησκευτικὰ μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία.
Μὲ κέντρο δύο ἐντυπωσιακὲς Συναγωγές, μία σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς πόλεως καὶ μία στὸ περίφημο προάστειο τῆς Δάφνης, «ἀσκοῦσαν στὴν κοινωνία ποικίλη καὶ μεγάλη ἐπιρροή, ποὺ ἔφτανε στὸν προσηλυτισμό».
ΠΟΙΟ ἦταν λοιπὸν τὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος;
Μία μερίδα πολλῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ κακὴ συνήθεια ἐλάμβανε μέρος στὶς ἐκδηλώσεις μερικῶν ἀπὸ τὶς μεγάλες θρησκευτικὲς ἑορτὲς τῶν ᾿Ιουδαίων: στὴν ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων (ἢ τοῦ Νέου ῎Ετους), τὴν ἑορτὴ τῶν Νηστειῶν καὶ τῆς Σκηνοπηγίας (Οἱ τρεῖς αὐτὲς ἑορτὲς τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ ῾Εορτολογίου ἐτελοῦντο κατὰ τὸν μῆνα Τισρεῒ/Tishri, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ τέλος Σεπτεμβρίου/ἀρχὲς ᾿Οκτωβρίου καὶ εἶναι ὁ ἕβδομος Θρησκευτικὸς Μήνας καὶ ὁ πρῶτος Πολιτικὸς Μήνας.
α. ῾Η ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων, εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Νέου ῎Ετους (Rosh Ha-Shanah), ἐτελεῖτο τὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνός, ἀφιερωμένες στὴν μετάνοια καὶ τὴν περισυλλογή, οἱ δὲ πιστοὶ καλοῦνται στὶς Συναγωγὲς μὲ τὸν ἦχο τοῦ Shofar (Κέρας τοῦ κριαριοῦ).
β. Τὴν δεκάτη ἡμέρα τοῦ ἰδίου μηνός, ἑορτάζεται ἡ ἡμέρα τοῦ ᾿Εξιλασμοῦ (Yom Kippur), ἑορτὴ αὐστηρᾶς νηστείας, μετανοίας καὶ προσευχῆς, εἶναι ἡ συμαντικώτερη τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ ῎Ετους.
γ. Τὴν δεκάτη πέμπτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς αὐτοῦ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (Sukkot), ἡ ὁποία διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες, εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἀγροτικὴ ζωὴ καὶ κάθε οἰκογένεια διαμένει σὲ καλύβες στὴν ὕπαιθρο, ὅπου καὶ ἐγίνοντο οἱ ἑστιάσεις.
(Βλ. καὶ ᾿Αποστόλου Μιχαηλίδη, «᾿Ιουδαϊσμός», στὸ Θρησκειολογικὸ Λεξικό, σελ. 287, ἐκδόσεις «῾Ελληνικὰ Γράμματα», ᾿Αθήνα 2000).
Μία ἄλλη μερίδα, ὄχι μόνο παρακολουθοῦσε ἀπὸ ἐπιπολαιότητα τὰ θεάματα κατὰ τὶς ἑορτὲς αὐτές, ἀλλὰ προχωροῦσε περισσότερο: δὲν ἑώρταζε τὸ ῞Αγιο Πάσχα ὅπως εἶχε καθορισθῆ ἀπὸ τὴν ῾Αγία Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Βάσει τῶν ἀποφασισθέντων κατὰ τὴν Α´ ῾Αγίαν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Νίκαια Βιθυνίας, 325) καὶ τῆς εὐσεβοῦς ᾿Εκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, τέσσερις εἶναι οἱ Διορισμοὶ τῆς ῾Εορτῆς τοῦ ῾Αγίου Πάσχα:
α. «πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε ὕστερα ἀπὸ τὴν ᾿Ισημερίαν τῆς ᾿Ανοίξεως» (ποτὲ πρὸ τῆς ἐαρινῆς ᾿Ισημερίας)·
β. «δὲν πρέπει νὰ γίνεται εἰς τὴν αὐτὴν ἡμέραν μὲ τὸ Νομικὸν Φάσκα τῶν ᾿Ιουδαίων» (ποτὲ μετὰ τῶν ᾿Ιουδαίων)·
γ. νὰ γίνεται «ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτην Πανσέληνον τοῦ Μαρτίου, ὁποῦ τύχῃ μετὰ τὴν ᾿Ισημερίαν» τῆς ᾿Ανοίξεως (τὸ Πάσχα τῶν ᾿Ιουδαίων συνέπιπτε μὲ τὴν πρώτη Πανσέληνο μετὰ τὴ ἐαρινὴ ᾿Ισημερία, 14η Νισάν)·
δ. «νὰ γίνεται τὴν πρώτην Κυριακὴν ὁποῦ τύχῃ ἀπὸ τὴν Πανσέληνον» τῆς ᾿Ανοίξεως.
• Σύνοψις: ποτὲ πρὸ τῆς ἐαρινῆς Πανσελήνου – ποτὲ κατὰ τὴν ἐαρινὴν Πανσέληνον – πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν ἐαρινὴ Πανσέληνο. (Βλ. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ῾Ιερὸν Πηδάλιον..., σελ. 8, ὑποσημ.), ἀλλὰ ἑώρταζε καὶ νήστευε κατὰ παλαιὰν συνήθειαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους σταθερὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισάν, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐαρινῆς Πανσελήνου (᾿Επρόκειτο γιὰ τοὺς Πρωτοπασχίτας («τοὺς τὰ πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας», βλ. Λόγος Γ´ Κατὰ ᾿Ιουδαίων). Οἱ Πρωτοπασχῖται ἢ «Τεσσαρεσκαιδεκατῖται, ἤτοι Τετραδῖται ὀνομάζονται, διά τί ἑώρταζον τὸ Πάσχα ὅχι ἐν Κυριακῇ, ἀλλ᾿ ὁποίᾳ ἂν ἡμέρᾳ τύχῃ ἡ σελήνη δεκατεσσάρων ἡμερῶν [᾿Ιουδαϊκὸν Πάσχα], νηστεύοντες, καὶ ἀγρυπνοῦντες».
(῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, αὐτόθι, σελ. 163, ὑποσημ. 4).
• Σημειωτέον, ὅτι οἱ ᾿Ιουδαΐζοντες αὐτοὶ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι «παρέλυον» «τὸν ῞Ορον τῆς ῾Αγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης», «περὶ τῆς ῾Αγίας ῾Εορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα», εἶχαν κηρυχθῆ οἱ μὲν λαϊκοὶ «ἀκοινώνητοι» καὶ «ἀπόβλητοι τῆς ᾿Εκκλησίας», οἱ δὲ κληρικοὶ «ἀλλότριοι τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ ὑπὸ καθαίρεσιν, «ἀλλὰ καὶ οἱ τολμῶντες τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν» (῾Ι. Κανὼν Α´ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ Συνόδου).
῞Οταν οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατῖται ἐπέστρεφαν στὴν ᾿Εκκλησία, ἐθεωροῦντο ὡς «ἀπὸ αἱρετικῶν» ἐπιστρέφοντες καὶ ἔπρεπε νὰ δώσουν Λιβέλλους, νὰ ἀναθεματίσουν «πᾶσαν αἵρεσιν» καὶ νὰ σφραγισθοῦν «πρῶτον τῷ ῾Αγίῳ Μύρῳ» καὶ «οὕτω κοινωνεῖν τῶν ῾Αγίων Μυστηρίων».
᾿Επίσης, αὐτοὶ οἱ Χριστιανοὶ «ζητοῦσαν [ἰαματικὲς] θαυματουργίες ἀπὸ τοὺς ραββίνους μὲ τὰ φυλακτὰ καὶ τὶς τελετὲς ποὺ αὐτοὶ ἐνεργοῦσαν», τιμοῦσαν τὴν Συναγωγὴ καὶ προσέφευγαν εἰς αὐτήν, ἄλλοτε γιὰ νὰ δώσουν ὅρκους (Βλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847-848/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § γ´) καὶ ἄλλοτε γιὰ δικαστικὲς ὑποθέσεις, προτιμῶντες τοὺς ᾿Ιουδαίους δικαστές, παρὰ τοὺς ἐθνικούς.
Εἶχε λοιπὸν δημιουργηθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἕνα τέτοιο συγκρητιστικὸ κλῖμα, ὥστε πολλοὶ Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο, ἔρρεπαν πρὸς τὸν ᾿Ιουδαϊσμό, ἐφ᾿ ὅσον ἀδυνατοῦσαν νὰ διακρίνουν τὴν ριζικὴ διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, ᾿Εκκλησίας καὶ Συναγωγῆς.
ΓΙΑ ΤΟΝ ῾Ιερὸ Χρυσόστομο, «τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε τεράστια σωτηριολογικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπεδύθη σὲ μεγάλο ἀγῶνα γιὰ νὰ θεραπεύση, ὅπως ἔλεγε, τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» καὶ νὰ καταργήση τὸ «πονηρὸν ἔθος».
«῞Ετερον νόσημα χαλεπώτατον τὴν ἡμετέραν γλῶσσαν πρὸς ἰατρείαν καλεῖ, νόσημα ἐν τῷ σώματι τῆς ᾿Εκκλησίας πεφυτευμένον»· «τί δέ ἐστι τὸ νόσημα;»· «πολλοὶ τῶν μεθ᾿ ἡμῶν τεταγμένων, καὶ τὰ ἡμέτερα λεγόντων φρονεῖν, οἱ μὲν ἐπὶ τὴν θέαν ἀπαντῶσι τῶν ἰουδαϊκῶν ἑορτῶν, οἱ δὲ καὶ συνεορτάζουσι καὶ τῶν νηστειῶν κοινωνοῦσι· καὶ τοῦτο τὸ πονηρὸν ἔθος βούλομαι τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπελάσαι νῦν» (Βλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 844/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § α´).
ΕΙΝΑΙ ἀναγκαῖο ἐδῶ νὰ διευκρινισθῆ, ὅτι οἱ ῾Ομιλίες αὐτὲς τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς δὲν ἔχουν βεβαίως χαρακτῆρα ἀντισημιτικὸ-φυλετικό, ἀλλὰ καθαρὰ ποιμαντικὸ-θεολογικό, ἐφ᾿ ὅσον ἀπέβλεπαν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς ἑτερoδιδασκαλίες (Πρβλ. Α´ Τιμοθ. α´ 3 κ. ἑξ., στ´ 3). Καὶ περαιτέρω, ἐπεδίωκαν τὴν θεραπεία ἐκείνων τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους ὁ ῞Αγιος ἐχαρακτήριζε ὡς «οἰκεῖα μέλη νενοσηκότα», ὡς «ἀρρωστοῦντας τῶν ἀδελφῶν τῶν ἡμετέρων καὶ τὰ ἰουδαϊκὰ νοσοῦντας» (Πρβλ. ῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 709/Λόγος Β´ Πρὸς ᾿Ανομοίους περὶ ᾿Ακαταλήπτου, § α´).
῾Η ἰσχυρὰ καὶ ἐπίμονος κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος στοὺς ᾿Ιουδαίους δὲν συνιστᾶ ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεσι καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελῆ ἀντισημιτισμόν, διότι «δὲν κρίνει τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τὴν οἰκονομική τους εὐμάρεια ἢ τὴν προσήλωσή τους στὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς, (Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι καὶ ἀποφεύγει τοῦτο ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ:
«Τί βούλεσθε ἕτερον εἴπω; τὰς ἁρπαγάς, τὰς πλεονεξίας, τὰς τῶν πενήτων προδοσίας, τὰς κλοπάς, τὰς καπηλείας; ᾿Αλλ᾿ οὐδὲ πᾶσα ἡμῖν πρὸς ταύτην ἀρκέσει διήγησιν ἡ ἡμέρα». (PG τ. 48, στλ. 853/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ζ´) οὔτε ἀπὸ τὴν νομιμότητα ἢ τὴν παιδεία καὶ τὴν κοινωνικότητά τους, ὅπως π.χ. ἔκανε ὁ διάσημος τῆς ἐποχῆς ρήτορας καὶ σοφιστὴς Λιβάνιος». ( Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 259).
Οὔτε ποτὲ συνέστησε στοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴ συναλλάσσονται ἢ νὰ μὴ χαιρετοῦν τοὺς ᾿Ιουδαίου, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν συνέστησε νὰ τοὺς μισοῦν ἢ νὰ τοὺς καταδιώκουν, δὲν συνιστοῦσε τὸ μίσος καὶ τὴν προσωπικὴ ἀποστροφή.
᾿Αντιθέτως μάλιστα δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐκφράζει γιὰ τοὺς ἰουδαίους καὶ συμπόνοια καὶ θετικὸ ἐνδιαφέρον (Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 258).
ΑΣ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ὅμως στὴν θεραπευτικὴ προσπάθεια τοῦ ῾Αγίου.
῏Αράγε, μὲ ποιόν τρόπο ἐπίστευε ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ, ὅτι θὰ ἐθεράπευε τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων Χριστιανῶν;
᾿Εν πρώτοις, προσπαθεῖ νὰ πείση τοὺς νοσοῦντας, βάσει καθαρῶς θεολογικῶν κριτηρίων, ὅτι οἱ μὲν ᾿Ιουδαῖοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους, καὶ ἐξέπεσαν τῆς Χάριτος, «ἐξεκλάσθησαν», οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὴν μοναδικὴ συνέχεια «τῆς ρίζης τῆς ἁγίας» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 845/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § β´), τοῦ εὐλογημένου καὶ ἐκλεκτοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τρία εἶναι τὰ κεφαλαιώδη σφάλματα-ἁμαρτήματα τῶν ᾿Ιουδαίων, λέγει ὁ ῞Αγιος (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847/αὐτόθι., § γ´) :
α. ἀγνοοῦν τὸν Πατέρα, δηλαδὴ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό, ἐφ᾿ ὅσον ἀρνοῦνται τὸν Υἱό.
β. ἐσταύρωσαν τὸν Υἱό, γενόμενοι Χριστοκτόνοι καὶ Θεοκτόνοι.
γ. ἀποκρούουν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα καὶ συνεχῶς ἀντιστρατεύονται εἰς Αὐτό.
᾿Εφ᾿ ὅσον λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ τραγικὰ γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι ἀναντιρρήτως ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ, τότε δὲν ἔχουν τίποτε τὸ θεάρεστο καὶ ἀξιοσέβαστο καὶ σεμνό.
Κατόπιν, καὶ ὡς ἄμεσο ἐπακόλουθο τῆς θέσεως αὐτῆς, ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος εἶναι ἀπόλυτος στὴν ἀπαίτησί του νὰ μὴν συμμερίζωνται οἱ πιστοὶ τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, νὰ μὴ συμμετέχουν στὶς ἑορτὲς καὶ τὶς νηστεῖες τους, δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχουν καμμία «κοινωνία» μαζί τους.
Πρὸς τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν, ὅτι δῆθεν οἱ ᾿Ιουδαῖοι «καὶ αὐτοὶ τὸν Θεὸν προσκυνοῦσιν», ὁ ῞Αγιος ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς:
«᾿Αλλὰ μὴ γένοιτο τοῦτο εἰπεῖν! Οὐδεὶς ᾿Ιουδαῖος προσκυνεῖ τὸν Θεόν. Τίς ταῦτά φησιν; ῾Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ: ῾῾Εἰ τὸν Πατέρα γάρ μου ᾔδειτε, φησί, κἀμὲ ᾔδειτε ἄν· οὔτε δὲ ἐμὲ οἴδατε, οὔτε τὸν Πατέρα μου οἴδατε᾿᾿. Ποίαν ταύτης ἀξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν παραγάγω;» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847/ἔνθ᾿ ἀνωτ., § γ´. ᾿Ιωάν. η´).
Γιὰ ἐκείνους πάλι, οἱ ὁποῖοι ἐνήστευαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ἔλεγε ὁ ῞Αγιος:
«᾿Εννοήσατε τοίνυν τίσι κοινωνοῦσιν οἱ νηστεύοντες νῦν [οἱ νοσοῦντες]· τοῖς βοῶσι:
῾῾Σταύρωσον, σταύρωσον᾿᾿· τοῖς λέγουσι: ῾῾Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν᾿᾿» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850/ἔνθ᾿ ἀνωτ., § ε´. Ματθ. κζ´ 25· Μάρκ. ιε´ 13-14· Λουκ. κγ´ 21 καὶ 23· ᾿Ιωάν. ιθ´ 6 καὶ 15).
Εἶναι «ἄτοπον», συνεχίζει ὁ ῞Αγιος, «τοὺς εἰς Αὐτὸν ὑβρίσαντας τὸν Θεὸν ποιεῖσθαι κοινωνούς, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τὸν ᾿Εσταυρωμένον τοῖς ἐσταυρωκόσι συνεορτάζειν· τοῦτο γὰρ οὐ μόνον ἀνοίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσχάτης μανίας ἐστίν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850/αὐτόθι).
Σὲ ἄλλη περίπτωσι δικαιολογεῖ πολὺ εὔστοχα τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς νηστείας τῶν ᾿Ιουδαίων ὡς «παρανόμου καὶ ἀκαθάρτου»:
«Μὴ θαυμάσητε δὲ εἰ ἀκάθαρτον αὐτὴν ἐκάλεσα νηστείαν οὖσαν· τὸ γὰρ παρὰ γνώμην Θεοῦ γινόμενον, κἂν θυσία, κἂν νηστεία ᾖ, πάντων ἐστὶν ἐναγέστερον» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 857/Λόγος Δεύτερος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § α).
ΘΑ ΚΛΕΙΣΩ τὴν σύντομη ἀναφορά μου στὴν στάσι τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων μὲ ἕνα σπάνιο παράδειγμα ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ῞Αγιος δὲν ἐθεράπευε τοὺς «νοσοῦντας» μόνο μὲ τὸν λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πρᾶξι.
῾Ο ῾Ιερὸς Πατὴρ διεκήρυττε, ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ δὲν εἶναι τόπος ἱερὸς καὶ ἀξιοσέβαστος, ἔστω καὶ ἂν ἐκεῖ εὑρίσκωνται τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´), ἔλεγε· «κανεὶς ἂς μὴ σέβεται τὴν Συναγωγὴ ἐξ αἰτίας τῶν Βιβλίων».
Κάποτε συνέβη τὸ ἑξῆς συγκλονιστικὸ στὴν ᾿Αντιόχεια.
Μία γυναίκα Χριστιανή, ἡ ὁποία ἦταν σεμνοπρεπής, ἄμεμπτος στὰ ἤθη καὶ προσηλωμένη στὴν πίστι, ἀναγκαζόταν ἀπὸ κάποιον πλανεμένο Χριστιανὸ νὰ εἰσέλθη στὴν Συναγωγὴ καὶ νὰ δώση ἐκεῖ ὅρκον γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ποὺ αὐτὸς ἀμφισβητοῦσε.
Εἶχε ἀκούσει ὁ δυστυχής, ὅτι οἱ ὅρκοι ποὺ δίδονται στὴν Συναγωγὴ ἦσαν περισσότερο φοβεροί!...
Μόλις ὅμως ἔφθασε ἐκεῖ ἡ ἐνάρετη γυναίκα, ἄρχισε νὰ καλῆ εἰς βοήθειαν καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ τὴν προστατεύσουν ἀπὸ τὴν παράνομη βία, διότι δὲν τῆς ἦταν βεβαίως ἐπιτρεπτὸ νὰ πλησιάση τὸν χῶρο ἐκεῖνο.
Τότε λοιπόν, λέγει ὁ ῞Αγιος, «ἐμπρησθεὶς ὑπὸ ζήλου καὶ πυρωθείς, καὶ διαναστάς, ταύτην μὲν οὐκ εἴασα λοιπὸν ἐπὶ τὴν παρανομίαν ἑλκυσθῆναι ἐκείνην, ἐξήρπασα δὲ τῆς ἀδίκου ταύτης ἀπαγωγῆς».
Κατόπιν, ὁ ῾Ιερὸς Πατὴρ ἐστράφη πρὸς τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὴν ἄτοπη συμπεριφορά του, τὸν ἐνουθέτησε ἐπὶ μακρὸν καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἀποβάλη τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ψυχή του (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 847-848/αὐτόθι, § γ´).
ΜΕΤΑ τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στοὺς ᾿Ιουδαΐζοντες Χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας κατὰ τὸν Δ´ αἰῶνα, ἀπομένει ἕνα τελικὸ ἐρώτημα: τί ἆράγε μᾶς διδάσκει ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ;
α. ᾿Εν πρώτοις, ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς εἶναι ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν κριτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ἔναντι πάσης ἄλλης Θρησκείας.
Τὰ κριτήρια, τὰ ὁποῖα μᾶς παρέχει ὁ ῞Αγιος εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον θεολογικὰ καὶ πνευματικά.
Μία Θρησκεία τοῦ κόσμου, ἔστω καὶ ἂν ἔχη στοιχεῖα ἀληθείας, δὲν καταξιώνεται, δὲν καθίσταται ἀξιοσέβαστη.
Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ, πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴν Συναγωγὴ ὡς τόπον ἱερόν, ἐπειδὴ δῆθεν ἐκεῖ ἦσαν ὁ Νόμος καὶ τὰ βιβλία τῶν Προφητῶν, ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς:
«Μὴ γάρ, ἔνθα ἂν ᾖ Βιβλία τοιαῦτα, καὶ ὁ τόπος ἅγιος ἔσται; Οὐ πάντως! ᾿Εγὼ δὲ διὰ τοῦτο μάλιστα μισῶ τὴν Συναγωγὴν καὶ ἀποστρέφομαι, ὅτι τοὺς Προφήτας ἔχοντες ἀπιστοῦσι τοῖς Προφήταις, ὅτι ἀναγινώσκοντες τὰ γράμματα οὐ δέχονται τὰς μαρτυρίας, ὅπερ ὑβριζόντων ἐστὶ
μειζόνως»· «μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία, ἀλλὰ διὰ ταῦτα αὐτὴν μισείτω καὶ ἀποστρεφέσθω, ὅτι ἐφ᾿ ὕβρει κατέχουσι τοὺς ῾Αγίους, ὅτι ἀπιστοῦσι τοῖς ἐκείνων ρήμασιν, ὅτι τὴν ἐσχάτην αὐτῶν κατηγοροῦσιν ἀσέβειαν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 850 καὶ 851/αὐτόθι, § ε´).
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀντιπαραβάλουμε τὴν στάσι τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ προφανῶς ὑποτιμοῦν ἢ παραθεωροῦν τὰ γνήσια αὐτὰ Πατερικὰ Κριτήρια, ἔχουν προσβληθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν σύγχρονη νόσο τοῦ Συγκρητισμοῦ, ὥστε νὰ ἐκφράζουν πλήρως ἀντίθετες ἀπόψεις.
Λόγου χάριν, οἰκουμενιστὴς ἱεράρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐδίστασε νὰ δηλώση, ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»! (Μητροπολίτου ῾Ελβετίας Δαμασκηνοῦ, «῾Ο ἀκαδημαϊκος διάλογος χριστιανῶν καὶ μουσουλμάνων», περιοδ. «Καθ᾿ ὁδόν», ἀριθ. 3/Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992, σελ. 13· καὶ περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 494/31.7.1993, σελ. 23).
β. Κατόπιν, ἡ στάσις τοῦ ῾Αγίου Πατρὸς ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων εἶναι ἐπίσης ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία στὸ ζήτημα τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνεργασίας Της μὲ τὶς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω, ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος κατ᾿ ἀρχὴν ἀπαγορεύει αὐστηρότατα, μάλιστα στοὺς ἀδυνάτους Χριστιανούς, τὴν ἐπικοινωνία, τὴν συνύπαρξι καὶ πολὺ περισσότερο τὴν συνεργασία μὲ αἱρετικοὺς «συλλόγους».
«Φευγέτω τούτων (τῶν αἱρετικῶν) τὰς συνουσίας (συναναστροφάς), ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους [αὐτῶν]» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 718/Λόγος Β´ Πρὸς ᾿Ανομοίους περὶ ᾿Ακαταλήπτου, § ζ΄) · «[ἂς] ἀποστρεφώμεθα τῶν αἱρετικῶν τοὺς συλλόγους» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 56, στλ. 256/᾿Εν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ..., § ζ´).
Καὶ πῶς ἆρά γε δικαιολογεῖ τὴν προτροπὴ αὐτή;
«῞Ωστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´).
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς συμβουλεύει καὶ γιὰ τοὺς «συλλόγους» τῶν ᾿Ιουδαίων:
«Διὸ παρακαλῶ φεύγειν καὶ ἀποπηδᾶν αὐτῶν τοὺς συλλόγους»· «φεύγετε τοίνυν καὶ τοὺς συλλόγους, καὶ τοὺς τόπους αὐτῶν» (῾Ι. Χρυσοστόμου, PG τ. 48, στλ. 851/Λόγος Πρῶτος Κατὰ ᾿Ιουδαίων, § ε´).
῾Η καταστρατήγησις καὶ αὐτῆς τῆς Πατερικῆς ᾿Αρχῆς ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων Συγκρητιστῶν, ὡδήγησε αὐτοὺς νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ἑξῆς ἀπίστευτα:
«῾Η οὐσιαστικὴ ἀνεξιθρησκεία δὲν περιορίζεται σὲ ἁπλῆ ἀνοχή, ἀλλὰ συνίσταται, πέραν αὐτῆς, καὶ σὲ μία θετικὴ ἀναγνώριση μιᾶς ξένης θρησκείας ὡς γνησίας δυνατότητος συναντήσεως μὲ τὸ ῾Ιερό»! (Μητροπολίτου ῾Ελβετίας Δαμασκηνοῦ, ἐναρκτήρια ῾Ομιλία στὴν «Δ´ ᾿Ακαδημαϊκὴν Συνάντησιν Χριστιανῶν καὶ Μουσουλμάνων»
(Κωνσταντινούπολις, 10-14.9.1989), μὲ θέμα: «῾Ο θρησκευτικὸς πλουραλισμὸς» (περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 426/1.10.1989, σελ. 6.).
Καὶ σπεύδω νὰ θέσω τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα:
῍Αν ἡ «ἁπλῆ ἀνοχὴ» ὁδηγεῖ στὴν «θετικὴ ἀναγνώριση» μιᾶς Θρησκείας, τί ἆρά γε πρόκειται νὰ συμβῆ, ὅταν ἡ συνεργασία μας μὲ τὶς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου παγιωθῆ καὶ λάβη θεσμικὸν χαρακτῆρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου